52002XG0614(02)

Πρόταση συνολικού σχεδίου για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 142 της 14/06/2002 σ. 0023 - 0036


Πρόταση συνολικού σχεδίου για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

(2002/C 142/02)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001 επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του σχετικά με τους πολιτικούς προσανατολισμούς και τους στόχους που ορίσθηκαν στο Τάμπερε όσον αφορά τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έκρινε δε ότι ο στόχος που συνίσταται στη διαμόρφωση πραγματικής κοινής πολιτικής για το άσυλο και τη μετανάστευση στο χώρο αυτό προϋποθέτει, στο πλαίσιο της θέσπισης διαφόρων πράξεων, την ενσωμάτωση της πολιτικής των μεταναστευτικών ρευμάτων στην εξωτερική πολιτική της Ένωσης, ζήτησε δε για το λόγο αυτό να αναπτυχθεί ένα σχέδιο δράσης βάσει της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με την παράνομη μετανάστευση και την εμπορία ανθρώπων.

2. Η πρόληψη και η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης αποτελούν σημαντικά τμήματα της κοινής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της μετανάστευσης και του ασύλου. Με την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, θεσπίσθηκαν νέες αρμοδιότητες, μέσω του νέου τίτλου IV στη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Ενώ το άρθρο 62 της συνθήκης αυτής αποτελεί τη νομική βάση για τους κανονισμούς που αφορούν τους μεθοριακούς ελέγχους και την πολιτική θεωρήσεων, το άρθρο 63 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ αναφέρεται ρητά στα μέτρα περί παράνομης μετανάστευσης και παράνομης διαμονής, συμπεριλαμβανομένου του επαναπατρισμού παρανόμως διαμενόντων. Επιπλέον, επειδή στη διευκόλυνση της παράνομης μετανάστευσης εμπλέκονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, οργανωμένες εγκληματικές οργανώσεις και δίκτυα που δρουν σε διεθνές επίπεδο, εφαρμόζονται επίσης οι αντίστοιχες διατάξεις του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση περί αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα (άρθρα 29, 30 και 31 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση).

3. Το σχέδιο δράσης της Βιέννης, που εκπονήθηκε από το Συμβούλιο και την Επιτροπή τον Δεκέμβριο 1998 για την άριστη δυνατή εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης του Άμστερνταμ για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, αναφέρει ήδη ότι σύμφωνα με την προτεραιότητα που δίδεται στον έλεγχο των μεταναστευτικών ρευμάτων, θα ήταν σκόπιμο να προωθηθούν ταχέως συγκεκριμένες προτάσεις για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

4. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του κατά τη σύνοδο κορυφής του Τάμπερε, τον Οκτώβριο του 1999, τόνισε ότι είναι απαραίτητη η αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων σε όλες τους τις φάσεις και ότι πρέπει να αντιμετωπισθεί στην πηγή της η παράνομη μετανάστευση. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τα κράτη μέλη σε στενότερη συνεργασία και επανέλαβε την απαίτηση να αποδεχθούν πλήρως τα νέα κράτη μέλη το σχετικό κεκτημένο, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω μέτρων στο πλαίσιο της συνεργασίας του Σένγκεν. Στο πλαίσιο του Συμβουλίου, το κοινό συμφέρον για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, η ανάγκη συνεργασίας και η απόφαση πάταξης των δικτύων τονίσθηκαν και πάλι με τη συμφωνία που επετεύχθη όσον αφορά την οδηγία σχετικά με την υποβοήθηση της παράνομης εισόδου, κυκλοφορίας και διαμονής και τη συμπληρωματική απόφαση-πλαίσιο για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την καταστολή της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου και διαμονής καθώς και με την οδηγία σχετικά με την εναρμόνιση των οικονομικών κυρώσεων που επιβάλλονται στους μεταφορείς οι οποίοι μεταφέρουν στο έδαφος των κρατών μελών υπηκόους τρίτων χωρών χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα εισόδου.

5. Η Επιτροπή παγίωσε μια πρώτη σειρά στόχων για την ενίσχυση της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης στον πίνακα αποτελεσμάτων για την παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά τη δημιουργία χώρου "ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης" στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκτός από βελτιώσεις στην ανταλλαγή πληροφοριών και στατιστικών στοιχείων, αναφέρεται η ενίσχυση της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και της οικονομικής εκμετάλλευσης των μεταναστών, καθώς και η συνεργασία με χώρες καταγωγής και η θέσπιση συνεκτικής κοινής πολιτικής για την επανεισδοχή και τον επαναπατρισμό.

6. Στις 15 Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή εξέδωσε συνεπώς την ανακοίνωση προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για μια κοινή πολιτική κατά της παράνομης μετανάστευσης, με την οποία καλείται το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εγκρίνει το συντομότερο δυνατόν σχέδιο δράσης για την πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, υποδεικνύοντας ποιες δράσεις πρέπει να τύχουν επεξεργασίας κατά προτεραιότητα.

Α. Διάσταση του φαινομένου

7. Η παράνομη μετανάστευση αποτελεί μια πολυδιάστατη κατάσταση όσον αφορά τα εμπλεκόμενα άτομα και τις μεθόδους παράνομης εισόδου και διαμονής. Πρώτα, υπάρχουν εκείνοι που εισέρχονται παράνομα στο έδαφος κάποιου κράτους μέλους. Αυτό μπορεί να γίνει ή σε κάποιο παράνομο σημείο εισόδου των συνόρων ή σε μεθοριακό σταθμό, με χρήση πλαστών ή παραποιημένων εγγράφων. Συχνά, αυτές οι παράνομες είσοδοι αφορούν μεμονωμένα και ανεξάρτητα άτομα. Ωστόσο, οι παράνομες είσοδοι οργανώνονται όλο και περισσότερο από μεσάζοντες, οι οποίοι παρέχουν μεταφορικό μέσο, προσωρινό καταφύγιο, ταξιδιωτικά έγγραφα, ενημέρωση, παρακολούθηση και άλλες υπηρεσίες υποστήριξης, που αρχίζουν από τη χώρα προέλευσης, συνεχίζονται στις χώρες διέλευσης και τελειώνουν στη χώρα προορισμού. Οι τιμές των υπηρεσιών λαθραίας μεταφοράς είναι πολύ υψηλές και πολλοί παράνομοι μετανάστες είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν όλες τις οικονομίες τους ή το μεγαλύτερο μέρος τους. Όταν οι παράνομοι μετανάστες δεν είναι σε θέση να καταβάλουν το σχετικό αντίτιμο, συχνά μεταβάλλονται σε θύματα διακινητών που τους εκμεταλλεύονται ώστε να "ξεπληρώσουν" τα έξοδα του ταξιδιού τους.

8. Υπάρχουν επίσης πολλοί διαμένοντες παράνομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίοι εισήλθαν με έγκυρη θεώρηση ή άδεια διαμονής αλλά εξακολουθούν να παραμένουν μετά τη λήξη των εν λόγω εγγράφων. Άλλα άτομα απλώς εισέρχονται με έγκυρα ταξιδιωτικά έγγραφα, εφόσον η υπηκοότητά τους εξαιρείται από την απαίτηση έκδοσης θεώρησης για σύντομη διαμονή. Η νόμιμη διαμονή τους όμως μεταβάλλεται σε παράνομη όταν το εμπλεκόμενο άτομο αρχίζει να ασκεί για δικό του λογαριασμό ή λογαριασμό τρίτου δραστηριότητες μη επιτρεπόμενες από την απαλλαγή θεώρησης ή τη χορηγηθείσα θεώρηση. Σε πολλές περιπτώσεις, άτομα με κανονική άδεια διαμονής και εργασίας απλώς υπερβαίνουν την περίοδο νόμιμης διαμονής ή παραβαίνουν με άλλους τρόπους τους κανόνες διαμονής.

9. Λόγω της φύσης της διαμονής χωρίς νόμιμα έγγραφα, δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθούν οι ακριβείς διαστάσεις των διαφόρων κατηγοριών παράνομης διαμονής. Είναι σαφές όμως ότι καθεμία από αυτές αντιπροσωπεύει σημαντικό μέρος του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης στο σύνολό του και ότι κάθε μελλοντική δράση θα πρέπει να καλύπτει επαρκώς κάθε κατηγορία. Η αποτελεσματική δράση ωστόσο απαιτεί περαιτέρω λεπτομερή ανάλυση του φαινομένου, ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός των κατάλληλων μέσων για τις διαφορετικές κατηγορίες ατόμων και περιπτώσεων παράνομης διαμονής.

10. Για όλους αυτούς τους λόγους, πρέπει να ενθαρρυνθούν οι προσπάθειες για την ανάλυση των μορφών παράνομης διαμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε οι μελλοντικές ενέργειες να είναι ειδικότερα προσαρμοσμένες στα πραγματικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης.

Β. Διεθνείς δεσμεύσεις και ανθρώπινα δικαιώματα

11. Τα μέτρα τα σχετικά με την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης πρέπει να τηρούν την ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος αποδοχής ή άρνησης της εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών στην επικράτεια και της υποχρέωσης να παρέχεται προστασία σε αυτούς που πραγματικά την χρειάζονται σε διεθνές επίπεδο. Αυτό αφορά συγκεκριμένα τις υποχρεώσεις παροχής προστασίας που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ειδικότερα το άρθρο 3, και τη Σύμβαση της Γενεύης περί Προσφύγων και συγκεκριμένα τα άρθρα 33 και 31. Το δεύτερο μάλιστα άρθρο ορίζει ότι "αι συμβαλλόμεναι χώραι δεν θα επιβάλλουν ποινικάς κυρώσεις εις πρόσφυγας λόγω παρανόμου εισόδου ή διαμονής, εάν ούτοι, προερχόμενοι απ' ευθείας εκ χώρας ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών ηπειλείτο, εν τη εννοία του άρθρου 1, εισέρχονται ή ευρίσκονται ήδη επί του εδάφους αυτών άνευ αδείας, υπό την επιφύλαξιν πάντως, ότι ούτοι αφ' ενός μεν θα παρουσιασθούν αμελλητί εις τας αρχάς αφ' ετέρου δε θα δώσουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παρανόμου αυτών εισόδου ή διαμονής".

12. Η αποτελεσματική δράση κατά της παράνομης μετανάστευσης διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση κοινής συνείδησης υπέρ της αποδοχής των μεταναστών για ανθρωπιστικούς λόγους, δεδομένου ότι κατά τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η κατάχρηση του συστήματος παροχής ασύλου. Ωστόσο, η καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης πρέπει να γίνεται ισόρροπα. Τα κράτη μέλη πρέπει να διερευνήσουν οποιαδήποτε δυνατότητα ταχείας παροχής προστασίας, ώστε να μην υποχρεώνονται οι πρόσφυγες να προσφεύγουν στην παράνομη μετανάστευση ή στους λαθρομεταφορείς ανθρώπων. Όποια και αν είναι τα μέτρα που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ειδικές ανάγκες ενδεχομένων ευάλωτων ομάδων όπως οι ανήλικοι και οι γυναίκες.

Γ. Σχέση με τρίτες χώρες

13. Οι προσπάθειες διαχείρισης της μετανάστευσης δεν είναι δυνατόν να έχουν πλήρες αποτέλεσμα εάν τα μέτρα δεν εφαρμόζονται στον πρώτο κρίκο της μεταναστευτικής αλυσίδας, δηλαδή την προαγωγή της ειρήνης, της πολιτικής σταθερότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δημοκρατικών αρχών και της βιώσιμης οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης στις χώρες προέλευσης. Προς το σκοπό αυτό, τα θέματα της μετανάστευσης θα πρέπει να ενσωματωθούν στις υφιστάμενες εταιρικές σχέσεις που αποτελούν το γενικό πλαίσιο των σχέσεών μας με τις τρίτες χώρες.

14. Στο πλαίσιο της διεύρυνσης, οι υποψήφιες χώρες πρέπει να υιοθετήσουν, στην εσωτερική τους νομοθεσία και τις πρακτικές τους, το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την πλήρη αποδοχή του λεγόμενου "κεκτημένου του Σένγκεν", όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 του πρωτοκόλλου του Σένγκεν. Οι υποψήφιες χώρες καλούνται επίσης να εκπονήσουν λεπτομερή εθνικά σχέδια δράσης για την εφαρμογή του κεκτημένου του Σένγκεν.

15. Επίσης, θα πρέπει να υπάρξει πρόοδος όσον αφορά την συνεργασία με τις χώρες διέλευσης. Οι λαθρομεταφορείς χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους μεταφοράς και διάφορες διαδρομές για τις παράνομες δραστηριότητές τους. Συνήθως, δεν υπάρχουν άμεσες συνδέσεις με τις κύριες χώρες προέλευσης. Έτσι, ο κανόνας είναι η διέλευση μέσω τρίτων χωρών. Οι παράνομοι μετανάστες εκμεταλλεύονται κενά και άλλες ελλείψεις των μεθοριακών ελέγχων. Μερικές χώρες διέλευσης επιδεικνύουν κάποια απροθυμία να αντιμετωπίσουν τα ρεύματα παράνομης μετανάστευσης, λόγω του συμφέροντος που έχουν να μην εξελιχθούν σε χώρες προορισμού. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να αρχίσει διάλογος με τις χώρες διέλευσης ώστε να στηριχθούν οι προσπάθειές τους προς αντιμετώπιση του προβλήματος.

16. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της πρέπει να εξακολουθήσουν να συμμετέχουν ενεργά στα διεθνή φόρα και να συνάπτουν πολυμερείς συμφωνίες επί του θέματος αυτού. Η περαιτέρω διεθνής συνεργασία θα μπορούσε επίσης να διευκολύνει και να προωθήσει τη συνεργασία των τρίτων χωρών και άλλες προσπάθειες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Ειδικότερα, όταν τα μέτρα για την πάταξη της παράνομης μετανάστευσης εφαρμόζονται σε τρίτες χώρες, θα μπορούσε να είναι χρήσιμη από πολλές απόψεις η πείρα διεθνών οργανώσεων όπως η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ. Κατ' αρχάς, τέτοιες οργανώσεις μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι τα εφαρμοζόμενα μέτρα είναι πλήρως συμβατά με τις ανάγκες προστασίας. Κατά δεύτερο λόγο, μπορεί να προκύψουν αποτελέσματα της συνεργίας με τη χρησιμοποίηση υφιστάμενων υποδομών αντί για τη σύσταση νέων. Τέλος, μια τέτοια συμμετοχή θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των φορέων.

Δ. Επιβολή των ισχυόντων κανόνων

17. Προφανώς, υπάρχει ήδη σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ένα νομικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, όπως υπάρχουν κανονισμοί για την έκδοση θεωρήσεων, τους μεθοριακούς ελέγχους, την παράνομη είσοδο και διαμονή, τη λαθραία μεταφορά, την εμπορία ανθρώπων, την παράνομη απασχόληση και την ευθύνη των μεταφορέων. Για τα θέματα αυτά έχουν ήδη καθορισθεί ορισμένες κοινές αρχές με διάφορες συστάσεις δυνάμει της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, πράγμα που είναι σημαντικότερο, έχουν θεσπισθεί πολλοί δεσμευτικοί κανόνες στο πλαίσιο του Σένγκεν. Ιδιαίτερος λόγος πρέπει να γίνει εδώ για τη σπουδαιότητα της αξιολόγησης του κεκτημένου Σένγκεν.

18. Δεν έχει νόημα να θεσπισθούν νέοι κανόνες ή να γίνει εναρμόνιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης εάν οι ισχύοντες κανόνες δεν μπορούν να επιβληθούν λόγω έλλειψης πόρων και, πράγμα ακόμη σημαντικότερο, της αναγκαίας βούλησης. Οι κοινές προσπάθειες είναι καταδικασμένες σε αποτυχία εάν οι υπηρεσίες και οι πρακτικές των κρατών μελών δεν ακολουθούν τους κανόνες που έχουν θεσπισθεί από κοινού, λ.χ. σχετικά με την έκδοση θεωρήσεων και τον έλεγχο στα εξωτερικά σύνορα. Τα κράτη μέλη, είτε ως χώρες διέλευσης είτε ως χώρες προορισμού, πρέπει συνεπώς να καταβάλλουν συστηματικές προσπάθειες για τη δημιουργία μιας πραγματικής σχέσης αμοιβαίας εμπιστοσύνης όσον αφορά τη δράση τους για την επιβολή της νομοθεσίας.

19. Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης απαιτεί απ' όλα τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν αποτελεσματικά τους κοινούς κανόνες. Η ισχύς του κοινού συστήματος ασφάλειας καθορίζεται από το πλέον αδύναμο σημείο του. Συνεπώς, είναι σημαντικότατο και πρώτης προτεραιότητας να εφαρμόζονται κανονικά οι ισχύοντες κανόνες.

20. Κατά την εφαρμογή του σχεδίου δράσης θα πρέπει, ούτως ή άλλως, να ληφθεί υπ' όψη το περιεχόμενο του ισχύοντος κοινοτικού δικαίου.

Ε. Κυρώσεις

21. Παράνομες πράξεις, πάγια συνδεόμενες με ρεύματα παράνομης μετανάστευσης, αποτελούν σοβαρό θέμα κοινής ανησυχίας σε όλα τα κράτη μέλη. Ιδιαίτερα η εμπορία ανθρώπων και η λαθραία μεταφορά τους θεωρούνται ως απολύτως απαράδεκτες. Για τον λόγο αυτό, πρέπει να θεσπισθούν οι αρμόζουσες ποινικές διατάξεις. Στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανένα κράτος μέλος δεν πρέπει να θεωρείται από τους επίδοξους κακοποιούς ως χώρος κατάλληλος για τη διάπραξη παράνομων πράξεων. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τη δικαιοσύνη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα απέστελλε σαφές μήνυμα ότι τα κράτη μέλη της προτίθενται να επιβάλλουν αυστηρές κυρώσεις. Στα συμπεράσματα του Τάμπερε, σημείο 23, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτρέπει να θεσπισθεί νομοθεσία που να προβλέπει αυστηρές κυρώσεις εναντίον του σοβαρού εγκλήματος, ενώ στα συμπεράσματα του Λάκεν το Συμβούλιο επισήμανε, στην παράγραφο 45, ότι πρέπει να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την υπέρβαση των δυσκολιών που συνδέονται με τις διαφορές των συστημάτων δικαίου, στο πλαίσιο της εδραίωσης του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

22. H διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος (Παλέρμο, 12-15 Δεκεμβρίου 2000) και τα δύο πρόσθετα πρωτόκολλα για την εμπορία προσώπων και τη μεταφορά μεταναστών αποτελούν τώρα τη βάση για την παγκόσμια αναγνώριση του προβλήματος και τη συγκριτική προσέγγιση για την αντιμετώπισή του. Για το λόγο αυτό, είναι ουσιαστικής σημασίας η ταχεία κύρωση αυτών των μέσων καθώς και η συντονισμένη εφαρμογή των διατάξεών τους σε επίπεδο ΕΕ.

II. ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ

A. Πολιτική θεωρήσεων

23. Σύμφωνα με το άρθρο 61 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η πολιτική θεωρήσεων είναι ένα μέτρο για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα που συνδέεται άμεσα με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Ενώ διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, παραλλήλως η πολιτική των θεωρήσεων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης και να συντελέσει στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η πολιτική των θεωρήσεων από μόνη της όμως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την παράνομη μετανάστευση που έχει σχέση, π.χ. με τους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι εισέρχονται νόμιμα αλλά παραμένουν πέρα από τη λήξη της θεώρησής τους.

24. Η έκδοση κανονισμού του Συμβουλίου περί του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων υπόκεινται στην υποχρέωση θεώρησης για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών και του καταλόγου των τρίτων χωρών οι υπήκοοι των οποίων απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή αποτελεί ένα περαιτέρω βήμα για την εναρμόνιση της πολιτικής θεωρήσεων και μέσο για την πρόληψη της εισόδου στην επικράτεια των κρατών μελών ατόμων χωρίς τη σχετική άδεια.

25. Οι κατάλογοι αυτοί, λόγω της συνεχούς μεταβολής των ρευμάτων της μετανάστευσης, θα πρέπει να επανεξετάζονται κάθε χρόνο, χωρίς να θίγονται οι τακτικοί μηχανισμοί αναθεώρησής τους, που προβλέπονται από τον κανονισμό.

I. Ενιαία πρότυπα θεωρήσεων και ασφάλειας

26. Τα θέματα ασφάλειας και αναγνώρισης καλύπτονται από τη χρήση ασφαλών εγγράφων, που επιτρέπουν τη σαφή αναγνώριση των σχετικών ατόμων. Επιπλέον, τα ταξιδιωτικά έγγραφα αποβλέπουν στην απόδειξη ότι ο κάτοχός τους δικαιούται να απολαύει ορισμένων δικαιωμάτων. Από την αρχή της ύπαρξής τους, τα ταξιδιωτικά έγγραφα ήταν πάντα στόχος πλαστογραφίας και κατάχρησης, για προφανείς λόγους. Για το λόγο αυτό, τα κράτη προσπαθούν διαρκώς να βελτιώνουν τα πρότυπα ασφάλειας αυτών των εγγράφων. Παράδειγμα ιδιαίτερα επιτυχούς συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας των εγγράφων είναι η εξέλιξη της αυτοκόλλητης θεώρησης ΕΕ/Σένγκεν. Η εν λόγω θεώρηση, που βασίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1683/95 της 29ης Μαΐου 1995 για την καθιέρωση θεώρησης ενιαίου τύπου, αποτελεί πλέον έγγραφο εξαιρετικής ποιότητας, αποτελεσματικό στην πάταξη της παραποίησης ή κάθε προσπάθειας πλαστογράφησης. Εξάλλου, πρέπει να ενθαρρυνθούν και οι τρίτες χώρες ή και να τους παρασχεθεί στήριξη, ώστε να εντείνουν τις προσπάθειές τους για ασφαλέστερα ταξιδιωτικά έγγραφα.

27. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα με στόχο την ασφαλέστερη χρήση των θεωρήσεων και της αδείας παραμονής βάσει των νέων τεχνολογιών. Ειδικότερα θα μελετηθεί μήπως οι θεωρήσεις και, αντίστοιχα, οι άδειες παραμονής πρέπει να περιλαμβάνουν εκτός από τη φωτογραφία του αιτούντος και τα ανθρωπομετρικά του δεδομένα.

II. Δημιουργία κοινών διοικητικών διαρθρώσεων

28. Στα συμπεράσματα του Τάμπερε (σημείο 22) τονίζεται ότι "θα πρέπει να αναπτυχθεί περαιτέρω η κοινή ενεργός πολιτική σχετικά με τις θεωρήσεις και τα πλαστά έγγραφα, μεταξύ άλλων με τη στενότερη συνεργασία μεταξύ των προξενείων της ΕΕ σε τρίτες χώρες και, όπου είναι απαραίτητο, με τη δημιουργία κοινών γραφείων έκδοσης θεωρήσεων ΕΕ".

29. Για την εφαρμογή της κοινής αυτής πολιτικής στον τομέα των θεωρήσεων, με βάση την προσέγγιση που περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα, θα πρέπει να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των διπλωματικών και προξενικών αντιπροσωπιών των κρατών μελών στις χώρες από τις οποίες προέρχονται τα μεταναστευτικά ρεύματα.

30. Ήδη διεξάγεται, τυπικά και άτυπα, ανταλλαγή πληροφοριών για τις πρακτικές έκδοσης θεωρήσεων και τις τάσεις που επικρατούν ως προς τις παραχαράξεις. Η χρήσιμη αυτή συνεργασία θα πρέπει να ενθαρρυνθεί περαιτέρω και να ενδυναμωθεί με αμοιβαία βοήθεια στην κατάρτιση του προσωπικού. Αποτελεί επίσης κοινή πρακτική σε διάφορους τόπους να εκπροσωπούνται κράτη μέλη σε χώρες όπου δεν υπάρχει αντιπροσωπία συγκεκριμένου κράτους μέλους.

31. Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται κατά καιρούς η ιδέα κοινών γραφείων έκδοσης θεωρήσεων, αλλά χωρίς συγκεκριμένα αποτελέσματα μέχρι στιγμής, λόγω πρακτικών, νομικών και οικονομικών δυσχερειών. Κατόπιν τούτου, θα πρέπει να μελετηθεί περαιτέρω η δημιουργία των κοινών αυτών γραφείων, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Λάκεν (σημείο 42).

32. Ωστόσο, είναι προφανές ότι ένα από τα αναμενόμενα πλεονεκτήματα των κοινών γραφείων έκδοσης θεωρήσεων θα είναι η μείωση των εξόδων έκδοσης θεωρήσεων. Μια τέτοια προσέγγιση κατανομής του βάρους θα μπορούσε να παράσχει στα κράτη μέλη τα οικονομικά μέσα που χρειάζονται ώστε να βελτιωθεί ο τεχνικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται για τη διεκπεραίωση των θεωρήσεων (ανίχνευση παραχαραγμένων ή παραποιημένων εγγράφων, πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων απευθείας σύνδεσης για υποδείγματα ταξιδιωτικών εγγράφων, συνθήκες ασφαλούς φύλαξης κενών αυτοκόλλητων θεωρήσεων κ.λπ.). Επιπλέον, η κοινή χρησιμοποίηση προσωπικού θα σήμαινε επίσης αξιοποίηση των κοινών εμπειριών και της τεχνογνωσίας στον τομέα της αξιολόγησης του κινδύνου σε περιπτώσεις παράνομης μετανάστευσης ή ενδεχόμενων ατόμων που παραμένουν παρά τη λήξη της θεώρησης. Μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα, ένα ουσιαστικότερο θετικό αποτέλεσμα των κοινών γραφείων έκδοσης θεωρήσεων θα ήταν η πλέον ομοιόμορφη εφαρμογή των κοινών κανόνων και ο περιορισμός της "άγρας" καλύτερων όρων έκδοσης θεωρήσεων.

33. Για όλους αυτούς τους λόγους, πέρα από το γεγονός ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η προξενική συνεργασία σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να θεσπισθούν βαθμιαίως μέτρα με στόχο τη μελλοντική δημιουργία κοινών γραφείων έκδοσης θεωρήσεων, προκειμένου να είναι αποτελεσματικότερος ο έλεγχος στα εξωτερικά σύνορα, όπως προβλέπεται από τα συμπεράσματα του Λάκεν. Για την ώρα οι δυνατές πρωτοβουλίες των κρατών μελών που ενδιαφέρονται να συστήσουν κοινά γραφεία ή κοινές δομές θα μπορούσαν να αναληφθούν στην Πρίστινα υπό μορφήν "πιλοτικού σχεδίου" που θα έχει προτεραιότητα. Παράλληλα θα πρέπει να εκπονηθεί μια μελέτη του εφικτού, με αντικείμενο τα νομικά, τεχνικά και δημοσιονομικά προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν από την εγκαθίδρυση κοινών προξενικών ενοποιημένων γραφείων.

ΙΙΙ. Ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος αναγνώρισης των θεωρήσεων

34. Η δημιουργία κοινών διοικητικών διαρθρώσεων θα μπορούσε, από μόνη της, να αποτελέσει σημαντικό βήμα προς την εναρμόνιση των πολιτικών και των πρακτικών των κρατών μελών σχετικά με τις θεωρήσεις. Ωστόσο, μια συμπληρωματική προσέγγιση θα μπορούσε να ήταν η χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι σύγχρονες τεχνολογίες επικοινωνίας και πληροφορικής.

35. Τα συμπεράσματα του Λάκεν, στην παράγραφο 42, υπενθυμίζουν επίσης ότι το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη δημιουργία ενός κοινού συστήματος αναγνώρισης των θεωρήσεων. Έχει γίνει η πρόταση να συμπληρωθεί το σύστημα αυτό με την θέσπιση ενός κεντρικού ευρωπαϊκού βιβλίου καταχώρησης των διαμενόντων αλλοδαπών.

36. Υπό το πρίσμα της πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών, στα συμπεράσματα του Συμβουλίου ΔΕΥ της 20ής Σεπτεμβρίου 2001 εκλήθη η Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για τη δημιουργία συστήματος που θα χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με εκδιδόμενες θεωρήσεις. Στο πλαίσιο των δοκιμών και μελετών σκοπιμότητας που θα πρέπει να διενεργηθούν θα εξετασθεί κατά πόσον ένα κοινό ηλεκτρονικό σύστημα απευθείας σύνδεσης θα συμπλήρωνε την ιδέα των ασφαλών εγγράφων ώστε να δημιουργηθεί ένας διπλός μηχανισμός αναγνώρισης που θα στηρίζεται στα ασφαλή έγγραφα και την αντίστοιχη βάση δεδομένων.

37. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες θα διαθέτουν τα πληρέστερα και χρησιμότερα στοιχεία, η βάση δεδομένων δεν θα πρέπει να περιορίζεται στις θεωρήσεις που έχουν παρασχεθεί, αλλά θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τις αιτήσεις για τη χορήγηση θεωρήσεων οι οποίες απορρίφθηκαν.

38. Ένα τέτοιο σύστημα θα περιλαμβάνει πληροφορίες, οι οποίες σήμερα συγκεντρώνονται ή απαιτούνται από τον αιτούντα, όπως προσωπικά στοιχεία. Επιπλέον, θα μπορεί να λαμβάνεται και να αποθηκεύεται ηλεκτρονικά φωτογραφία του αιτούντος καθώς και τα ανθρωπομετρικά του δεδομένα. Θα πρέπει επίσης να είναι δυνατή η σάρωση και η αποθήκευση των ταξιδιωτικών εγγράφων, γεγονός που θα έχει δύο κύρια πλεονεκτήματα. Κατ' αρχάς, θα μπορεί να επισημαίνεται εύκολα κάθε επακόλουθη μεταβολή του ταξιδιωτικού εγγράφου με σύγκριση του εγγράφου προς το πανομοιότυπο ηλεκτρονικό του αντίγραφο. Κατά δεύτερο λόγο, η αποθηκευμένη εικόνα του ταξιδιωτικού εγγράφου θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ταχεία απόκτηση νέου ταξιδιωτικού εγγράφου στην περίπτωση που το ενδιαφερόμενο άτομο είναι υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τη χώρα αλλά προσπαθεί να συγκαλύψει την ταυτότητά του. Σε κάθε περίπτωση, η ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος θα στηρίζεται σε σαφή προσδιορισμό των αναγκών και των στόχων καθώς και σε λεπτομερή αξιολόγηση των υφιστάμενων πρωτοβουλιών (συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων που ήδη προσφέρονται από το SIS και το VISION) και των πόρων που θα πρέπει να διατεθούν.

39. Το σύστημα θα πρέπει να σχεδιασθεί σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

40. Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να ληφθούν επειγόντως μέτρα με στόχο τη δημιουργία ενός κοινού συστήματος αναγνώρισης των θεωρήσεων, χωρίς να παραλειφθεί η μελέτη των τεχνικών και νομικών προβλημάτων που ενδέχεται να προκύψουν.

B. Ανταλλαγή και ανάλυση πληροφοριών

I. Στατιστικά στοιχεία

41. Αναγνωρίζεται ευρέως ότι το επίπεδο και της νόμιμης και της παράνομης μετανάστευσης είναι ιδιαίτερα υψηλό και δεν μπορεί να αγνοηθεί λόγω των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών επιπτώσεων που έχει στις χώρες προορισμού. Ωστόσο, εξ ορισμού, είναι αδύνατον να αποκτηθεί σαφής εικόνα της κλίμακας του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απλώς μια εκτίμηση της κλίμακας της παράνομης μετανάστευσης μπορεί να προκύψει από τα υφιστάμενα στοιχεία που συνδέονται, λ.χ. με την άρνηση εισόδου, τον εντοπισμό παρανόμων στα σύνορα ή στη χώρα, την απόρριψη αιτήσεων για χορήγηση διεθνούς προστασίας, αιτήσεις για εθνικές διαδικασίες νομιμοποίησης και συνοδευόμενες ή αναγκαστικές επιστροφές.

42. Το Συμβούλιο του Μαΐου 2001 αποφάσισε να εισαγάγει μια δημόσια ετήσια έκθεση αποτελούμενη από στατιστική επισκόπηση και ανάλυση, με σκοπό τη συζήτηση των τάσεων ως προς τη χορήγηση ασύλου και τα μεταναστευτικά ρεύματα καθώς και των σχετικών εξελίξεων των πολιτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην έκθεση αυτή θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνεται τμήμα με την ανάλυση δεδομένων σχετικών με την παράνομη μετανάστευση.

43. Συνεπώς, θα πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, ώστε τα κράτη μέλη να διαθέτουν αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία τα οποία θα επιτρέπουν την τακτική ανάλυση τόσο των νόμιμων μεταναστευτικών ρευμάτων όσο και της παράνομης μετανάστευσης.

II. Συλλογή πληροφοριών και ειδικών στοιχείων και ανάλυση

44. Εντούτοις, δεν αρκούν μόνο οι αριθμοί για την κατανόηση του φαινομένου και την προετοιμασία επιχειρησιακών αποφάσεων. Απαιτείται περαιτέρω λεπτομερής ανάλυση των αιτίων του, των μεθόδων εισόδου και των συνεπειών για τις κοινωνίες μας. Τα κράτη μέλη έχουν συγκεντρώσει σημαντικές πληροφορίες και έχουν αποκτήσει πείρα στον τομέα, αλλά η ευρωπαϊκή διάσταση του φαινομένου δεν έχει ακόμη ερευνηθεί επαρκώς. Αν και με τον καιρό έχουν συσταθεί επίσημα και ανεπίσημα δίκτυα για την ανταλλαγή πληροφοριών, απαιτείται περαιτέρω βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών σε ευρωπαϊκό επίπεδο ώστε να καταστεί δυνατή η διαμόρφωση κατάλληλων κοινών πολιτικών από την Κοινότητα, σε συνάρτηση με τα συναφή μέτρα για την Ευρωπόλ, τα οποία περιλαμβάνονται στο παρόν συνολικό σχέδιο.

45. Για να καθιερωθεί συνεχής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, ιδρύθηκε ένα κέντρο πληροφόρησης, μελέτης και ανταλλαγών στον τομέα της διέλευσης των συνόρων και της μετανάστευσης (CIREFI), στο οποίο, επί σχεδόν μηνιαίας βάσεως, εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν πληροφορίες, ειδικότερα σχετικά με τις τρέχουσες τάσεις των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων. Εντούτοις, θα πρέπει να ενισχυθεί αυτή η μορφή συνεργασίας, που απαιτεί εντονότερη διασύνδεση μεταξύ των επιχειρησιακών υπηρεσιών των κρατών μελών, ιδίως στον τομέα της ανάλυσης. Εν προκειμένω, είναι χρήσιμο να μελετηθεί και η καλύτερη δυνατή χρησιμοποίηση των ήδη υφισταμένων μέσων.

46. Επομένως, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών που θα πρέπει να αναληφθούν σ' αυτόν τον τομέα, θα εκπονηθεί και μια μελέτη σκοπιμότητας με αντικείμενο την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, σχετικών και με την χώρα προέλευσης, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Λάκεν (σημείο 40).

III. Ανάπτυξη συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης

47. Με το ψήφισμα του Συμβουλίου του Μαΐου 1999 καθιερώθηκε ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με την παράνομη μετανάστευση και τα δίκτυα μεσαζόντων. Στόχος ήταν να συσταθεί ένα πάγιο και διαρκές πλαίσιο επικοινωνίας, ώστε να μπορούν τα κράτη μέλη να αναφέρουν αμέσως φαινόμενα παράνομης μετανάστευσης.

48. Εντούτοις, το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης ευρίσκεται ακόμη σε υποτυπώδες στάδιο. Τα κυριότερα προβλήματα είναι η ανεπαρκής χρήση του, η έλλειψη διάδοσης των πληροφοριών μεταξύ των ενδιαφερόμενων υπηρεσιών στα κράτη μέλη και η ανεπαρκής τεχνική υποδομή του. Ως πρώτο βήμα, θα μπορούσε να γίνει περαιτέρω επεξεργασία των κοινών κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις περιπτώσεις όπου θα μπορούσε να γίνει χρήση του συστήματος. Πάντως, το βασικό εμπόδιο φαίνεται ότι είναι η διοικητική και τεχνική υποδομή. Στις επιχειρησιακές υπηρεσίες πρέπει να δοθεί η ευκαιρία να παρέχουν και να λαμβάνουν πληροφορίες όσο το δυνατόν ευκολότερα, 7 ημέρες την εβδομάδα και 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης θα πρέπει να αναπτυχθεί στο Διαδίκτυο ως ασφαλής εστιακός τόπος εσωτερικού δικτύου. Πρέπει να παραδεχθεί κανείς ότι η επιτυχία αυτής της προσέγγισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον οι επιχειρησιακές υπηρεσίες θα έχουν δυνατότητα εύκολης πρόσβασης στο σύστημα.

49. Θα πρέπει επομένως να ληφθούν μέτρα για την εφαρμογή και διαχείριση ενός προωθημένου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης που θα βασίζεται στην ανάπτυξη του ήδη υφιστάμενου συστήματος.

Γ. Μέτρα πριν από τη διέλευση των συνόρων

I. Στήριξη και παροχή συμβουλών από υπαλλήλους συνδέσμους

50. Έχουν ήδη γίνει τα πρώτα βήματα για την ανάπτυξη του θεσμού των υπαλλήλων συνδέσμων σε χώρες διέλευσης και προέλευσης και για το συντονισμό αυτών των προσπαθειών στα κράτη μέλη. Κατ' εφαρμογή των συμπερασμάτων του Συμβουλίου του Νοεμβρίου 2000 και του Μαΐου 2001, έχει συσφιχθεί το δίκτυο των υπαλλήλων συνδέσμων των κρατών μελών, για παράδειγμα στη συνεργασία στο χώρο των δυτικών Βαλκανίων.

51. Στο μέλλον, η ΕΕ θα πρέπει να συνεχίσει τη δικτύωση των υπαλλήλων συνδέσμων στις μεταναστευτικές και αεροπορικές υπηρεσίες, ενθαρρύνοντας τη στενότερη συνεργασία. Πρέπει να εξασφαλισθεί η διαρκής ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ υπαλλήλων συνδέσμων τοποθετημένων στις μεταναστευτικές και αεροπορικές υπηρεσίες καθώς και στην αστυνομία και άλλων υπαλλήλων των υπηρεσιών πληροφοριών των κρατών μελών. Πρέπει να διεξάγεται τακτικά από κοινού επιμόρφωσή τους βάσει καθηκόντων και αποστολών που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων και θα πρέπει να υποβοηθηθεί η αμοιβαία στήριξη των υπαλλήλων συνδέσμων.

52. Κατά συνέπεια και επειδή επιβάλλονται ο συντονισμός και η ευθυγράμμιση των ενεργειών των κρατών μελών κατά τη χρησιμοποίηση υπαλλήλων συνδέσμων και εμπειρογνωμόνων συνδέσμων καθώς και άλλων φορέων του τομέα αυτού, και επίσης μεγαλύτερη συνεργασία στους ελέγχους και την επιβίβαση στα σημεία προέλευσης θα πρέπει να ληφθούν, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία που αποκτήθηκε στην περιοχή των Βαλκανίων, ενώ θα μπορούσαν να επεκταθούν και σε άλλες περιοχές που παρουσιάζουν για την Ένωση στρατηγικό χαρακτήρα, για τον αποτελεσματικό συντονισμό των καθηκόντων, της κατάρτισης και της τοποθέτησης των υπαλλήλων συνδέσμων, με τη δημιουργία ενός δικτύου πληροφοριών όλων των υπαλλήλων συνδέσμων των κρατών μελών που καταρτίζουν κοινές εκθέσεις με στόχο τη μεταγενέστερη ανάλυσή τους από την Ομάδα GIREFI, σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης.

II. Τεχνική και χρηματοδοτική ενίσχυση ενεργειών σε τρίτες χώρες

53. Κατά την εφαρμογή της μεθόδου "των κρίκων της αλυσίδας", είναι ουσιαστική η ενίσχυση των μέτρων με στόχο τις χώρες προέλευσης και διέλευσης. Μερικές από αυτές τις μορφές βοήθειας είχαν ήδη επισημανθεί με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, ενόψει ειδικότερα της παροχής βοήθειας στις χώρες αυτές προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητά τους στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και στην αντιμετώπιση εκ μέρους τους των υποχρεώσεων επανεισδοχής. Υπενθυμίζονται σχετικά και τα σχέδια δράσης που έχει εκπονήσει η Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για το Άσυλο και την Μετανάστευση.

54. Στα πλαίσια αυτά μπορούν να χρηματοδοτηθούν σχέδια στους εξής τομείς:

- Στήριξη της υποδομής για τους αιτούντες άσυλο

- Ανάπτυξη διαρθρώσεων δημόσιας καταγραφής

- Εγκατάσταση κέντρων υποδοχής παράνομων μεταναστών σε χώρες διέλευσης

- Εκστρατείες ευαισθητοποίησης

- Βελτίωση της ασφάλειας των εγγράφων

- Καταπολέμηση της δωροδοκίας

- Χρησιμοποίηση υπαλλήλων συνδέσμων

- Συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, κατάρτιση, σεμινάρια

- Στήριξη του επαναπατρισμού των παράνομων μεταναστών

- Βελτίωση της διαχείρισης και του εξοπλισμού για τον έλεγχο των συνόρων.

55. Θα πρέπει, συνεπώς, στο πλαίσιο των διαθέσιμων πόρων να ληφθούν μέτρα προκειμένου να συμπληρωθούν οι εθνικές δράσεις τεχνικής και χρηματοδοτικής ενίσχυσης που διεξάγονται σε τρίτες χώρες στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών κατευθυντήριων γραμμών για τη μετανάστευση, να δοθεί δε ιδιαίτερη προσοχή στη γενικότερη συνοχή των εξωτερικών δράσεων της Ένωσης.

III. Εκστρατείες ευαισθητοποίησης

56. Στο σημείο 22 των συμπερασμάτων του Τάμπερε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ανέφερε τις ενημερωτικές εκστρατείες στις χώρες προέλευσης ως ένα ακόμη μέσο για να ασκηθεί επιρροή στην παράνομη μετανάστευση. Η ιδέα των ενημερωτικών εκστρατειών θα πρέπει να ερμηνευθεί με την ευρύτερη έννοιά της. Μπορούν να εξετασθούν πρωτοβουλίες που αποβλέπουν στη συνειδητοποίηση του κοινού εν γένει στα προβλήματα και τους κινδύνους που σχετίζονται με την παράνομη μετανάστευση καθώς και συντονισμένες πρωτοβουλίες με στόχο συγκεκριμένες ομάδες, όπως οι άνεργοι, οι γυναίκες ή οι σπουδαστές.

57. Επομένως, και δεδομένου ότι η προετοιμασία των ενημερωτικών εκστρατειών από πλευράς τόσο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και κρατών μελών, απαιτεί εξειδικευμένες λύσεις για την αντίστοιχη χώρα προέλευσης ή ακόμη και περιφέρεια καθώς και ότι η πολιτιστική διάσταση αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο των εκστρατειών αυτού του τύπου, ο σχεδιασμός τους πρέπει να διεξάγεται προσεκτικά και με τρόπο που να εξασφαλίζει το επιθυμητό αποτέλεσμα των εκστρατειών στην περιοχή και το κοινό που αποτελούν τον στόχο τους.

Δ. Μέτρα σχετικά με τη διαχείριση των συνόρων

58. Οι υψηλών προδιαγραφών έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα αποτελούν σημαντική συμβολή στην πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης. Πρέπει να τονισθεί επίσης ότι η διαχείριση των συνόρων δεν εστιάζεται μόνο στην πλευρά της μετανάστευσης αλλά και σε άλλους στόχους: τελωνειακά θέματα, κυκλοφοριακή ασφάλεια, πρόληψη της εισόδου επικινδύνων ή παρανόμων εμπορευμάτων, αναγνώριση ατόμων καταζητούμενων για σύλληψη ή απέλαση κατ' αίτηση αρμόδιας δικαστικής αρχής κ.λπ.

59. Όλα αυτά τα στοιχεία πρέπει να συμπεριληφθούν σε μια συνεκτική στρατηγική, που ως βάση θα πρέπει να έχει τα Συμπεράσματα του Τάμπερε και του Λάκεν. Θα πρέπει να ληφθεί υπ' όψη η επικείμενη ανακοίνωση της Επιτροπής με θέμα τους μεθοριακούς ελέγχους, καθώς και τα αποτελέσματα της μελέτης του εφικτού της ευρωπαϊκής πολιτικής για τα σύνορα και το Σεμινάριο για την αστυνόμευση και την ασφάλεια των συνόρων.

I. Η διαχείριση των συνόρων στην προοπτική κοινού χώρου

60. Η ύπαρξη και βελτίωση των εξωτερικών μεθοριακών ελέγχων, για τους οποίους θα πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα εκτίμησης κινδύνων, σε έναν κοινό χώρο όπως αυτός που προέκυψε από τη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα, δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέψουμε την πραγματικότητα των παράνομων μεταναστευτικών ρευμάτων στο εσωτερικό αυτού του κοινού χώρου, αλλά πρέπει να αποφεύγεται η είσοδος αλλοδαπών οι οποίοι μετά τη νόμιμη διαμονή τους ενδέχεται να παραμείνουν παράνομα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

61. Συνεπώς, τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα της κατάργησης των ελέγχων στα κοινά σύνορα ιδιαίτερα υπό την προοπτική της διεύρυνσης καθώς και η διευκόλυνση της παράνομης μετάβασης από ένα κράτος μέλος σε άλλο, που ενδέχεται να προσελκύσει τα δίκτυα τα οποία ασχολούνται με την εμπορία ανθρώπων, πρέπει να αντιμετωπισθούν με αποτελεσματικά μέτρα βασιζόμενα στην πραγματικότητα αυτή, ώστε να αποφεύγεται η μετάβαση από ένα κράτος μέλος σε άλλο προς το σκοπό της παράνομης εγκατάστασης, χωρίς ωστόσο να θίγεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης του Άμστερνταμ, του προγράμματος δράσης της Βιέννης και των συμπερασμάτων του Τάμπερε και του Λάκεν.

II. Δραστηριότητες στον τομέα του ελέγχου των θαλασσίων συνόρων.

62. Από τις στατιστικές προκύπτει ότι η άφιξη παρανόμων μεταναστών δια θαλάσσης αυξήθηκε κατά τα τελευταία χρόνια για διαφόρους λόγους (έκταση των θαλασσίων συνόρων, δυσκολία της άσκησης ελέγχου σε αυτά ...).

63. Η κατάσταση αυτή καταδεικνύει ότι είναι αναγκαίο να εγκριθούν οι κατάλληλες νομοθετικές ή/και επιχειρησιακές πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο τη βελτίωση των ελέγχων στα θαλάσσια σύνορα. Προς τούτο, η Επιτροπή καλείται να διεξαγάγει μια μελέτη του εφικτού της βελτίωσης του εν λόγω ελέγχου.

ΙΙΙ. Κοινό εκπαιδευτικό πρόγραμμα και κατάρτιση

64. Όπως τονίσθηκε ήδη, οι μεθοριακοί έλεγχοι διεξάγονται σύμφωνα με ενιαίες αρχές που απορρέουν από κοινούς κανόνες. Ωστόσο, πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω αυτά τα στοιχεία. Βασικός παράγοντας για την ενίσχυση της ποιότητας της συνεργασίας θα μπορούσε να αποτελέσει η εκπόνηση εναρμονισμένου εκπαιδευτικού προγράμματος για τους υπαλλήλους της μεθοριακής φρουράς, που να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των εθνικών προγραμμάτων κατάρτισης.

65. Άλλο μέτρο για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρχών μεθοριακού ελέγχου είναι η εναρμόνιση της κατάρτισης των υπαλλήλων της μεθοριακής φρουράς. Τα θέματα μεθοριακών ελέγχων πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού από ειδικευμένη υπηρεσία, γεγονός που απαιτεί συγκεκριμένη τεχνογνωσία. Η διαχείριση μιας επαγγελματικού επιπέδου μεθοριακής φρουράς απαιτεί σαφώς επικεντρωμένη εκπαίδευση και κατάρτιση. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούνται οι διαφορές ως προς το νομοθετικό πλαίσιο του κάθε κράτους. Θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά η ενδεχόμενη συμβολή της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Ακαδημίας (EAA) στην επίτευξη αυτών των στόχων.

66. Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι συγκεκριμένες ανάγκες θα ήταν καλύτερο να αντιμετωπισθούν με τη δημιουργία ενός δικτύου των υφιστάμενων δυνατοτήτων κατάρτισης σε εθνικό επίπεδο, που θα προσφέρει κατάλληλες και εξειδικευμένες υπηρεσίες, όπως σχεδιασμό προγράμματος, σεμινάρια, εργαστήρια κ.λπ., ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη δράσεων κοινής κατάρτισης.

IV. Συνεργασία στη διαχείριση των συνόρων και εκτέλεση από κοινές ομάδες

67. Τα άρθρα 7 και 47 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν προβλέπουν στενότερη συνεργασία στον τομέα των μεθοριακών ελέγχων. Η συνεργασία αυτή μπορεί να λάβει τη μορφή ανταλλαγής υπαλλήλων συνδέσμων. Με βάση διμερείς συμφωνίες ήδη γίνονται αμοιβαίες αποσπάσεις υπαλλήλων συνδέσμων, οι οποίοι μπορούν να τοποθετηθούν στις υπηρεσίες φύλαξης των εξωτερικών συνόρων. Οι υπάλληλοι αυτοί δεν εκτελούν καθήκοντα που συνδέονται με την κυριαρχία της χώρας, αλλά παρέχουν συμβουλές και στήριξη στις αρχές που είναι αρμόδιες για τη φύλαξη των συνόρων. Πρέπει να εξετασθεί με ποιον τρόπο θα βελτιωθεί βαθμιαίως αυτού του τύπου η ανταλλαγή όχι μόνο με διμερή συνεργασία των κρατών μελών αλλά με συγκροτημένη κοινοτική προσέγγιση. Σημαντικό είναι επίσης το να ληφθεί υπ' όψη η προσχώρηση νέων κρατών μελών. Θα μπορούσε να μελετηθεί η σκοπιμότητα ορισμένων τεχνικών υπηρεσιών στήριξης της συνεργασίας σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της 15ης Νοεμβρίου 2001 στο σημείο το σχετικό με τη βελτίωση της συνεργασίας και του συντονισμού σε επιχειρησιακό επίπεδο.

68. Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη των σχετικών συμφωνιών μεταξύ κρατών μελών, και λόγω της ανάγκης να εξετασθούν η δημιουργία και η σύνδεση των διαφόρων επιχειρησιακών υπηρεσιών των κρατών μελών, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να αναπτυχθεί και να εντατικοποιηθεί η πρακτική συνεργασία και ο συντονισμός κατά τους μεθοριακούς ελέγχους και την παρακολούθηση των συνόρων καθώς και για να εξετασθούν η ανάγκη και η βιωσιμότητα μιας κοινής υπηρεσίας εξωτερικών συνόρων.

Ε. Πολιτική επανεισδοχής και επαναπατρισμού

69. Η πολιτική επανεισδοχής και επαναπατρισμού αποτελεί αναπόσπαστο και καίριο τμήμα της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης. Λόγω της μεγάλης σημασίας της, θα πρέπει να μελετηθεί ξεχωριστά, ανεξάρτητα και διεξοδικότερα και για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει επειγόντως Πράσινη Βίβλο σχετικά με την ανάλυση των διαφόρων μέτρων και δράσεων για την υλοποίηση μιας κοινοτικής πολιτικής επαναπατρισμού, όπου θα εξετάζεται και κατά πόσον είναι σκόπιμο να συσταθεί ένα όργανο χρηματοδότησης του επαναπατρισμού.

70. Ωστόσο, μπορούν ήδη να επισημανθούν ορισμένες συγκεκριμένες δράσεις και να μελετηθεί η εφαρμογή τους στην πράξη.

Ι. Κατάρτιση κοινής προσέγγισης και συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την εφαρμογή μέτρων επαναπατρισμού

71. Μια κοινοτική πολιτική επαναπατρισμού θα πρέπει να βασίζεται σε δύο στοιχεία: κοινές αρχές και κοινούς κανόνες. Μια σημαντική κοινή αρχή, π.χ. είναι η εδραίωση της υποχρέωσης επανεισδοχής των ίδιων υπηκόων, αρχή που είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και επιβεβαιώνεται στα συμπεράσματα του Τάμπερε (σημείο 26). Επί πλέον, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι υπήκοοι των τρίτων χωρών εγκαταλείπουν το έδαφος των κρατών μελών, εφόσον σύμφωνα με το νομικό καθεστώς τους δεν επιτρέπεται η διαρκής ή προσωρινή διαμονή τους σ' αυτά τα κράτη.

72. Οι κοινές δράσεις και ρυθμίσεις, ωστόσο, δεν πρέπει να αποτελούν εμπόδιο για τη διοικητική συνεργασία των κρατών μελών, η οποία πρέπει να βελτιωθεί και να ενισχυθεί.

73. Σ' αυτό το πλαίσιο, πρέπει να σημειωθεί ότι το ευρωπαϊκό σύστημα αναγνώρισης θεωρήσεων, όπως περιγράφεται ανωτέρω, θα διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία αναγνώρισης των παρανόμως διαμενόντων και την παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων προς επαναπατρισμό.

74. Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη της θέσπισης κοινών αρχών, θα πρέπει να προωθηθεί μια στενότερη συνεργασία σχετικά με τα σημεία διέλευσης και επανεισδοχής καθώς και με την εξακρίβωση των παρανόμως διαμενόντων και την παροχή ταξιδιωτικών εγγράφων προς επαναπατρισμό.

ΙΙ. Συμφωνίες επανεισδοχής με τρίτες χώρες

75. Θα πρέπει να αναπτυχθεί η ιδέα των συμφωνιών επανεισδοχής, που έχει επικυρωθεί στο σημείο 27 των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε. Ωστόσο, πριν από τη διαπραγμάτευση οποιασδήποτε συμφωνίας επανεισδοχής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών.

76. Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να αναμείνουμε τη σύναψη και την εφαρμογή των πρώτων κοινοτικών συμφωνιών επανεισδοχής, τις οποίες διαπραγματεύεται η Επιτροπή με βάση την εντολή που της έχει αναθέσει το Συμβούλιο, προκειμένου να εντοπισθούν, χωρίς καθυστέρηση, οι τρίτες χώρες από τις οποίες προέρχεται η παράνομη μετανάστευση και να συναφθούν μ' αυτές νέες συμφωνίες επανεισδοχής, όπως προβλέπεται στα συμπεράσματα του Λάκεν (σημείο 40). Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να κάνει χρήση του πολιτικού της βάρους και να ενθαρρύνει τις τρίτες χώρες που εμφανίζουν κάποια απροθυμία στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων επανεισδοχής.

77. Θα πρέπει, επομένως, να καθοριστούν οι τρίτες χώρες με τις οποίες πρέπει να διεξαχθούν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη νέων συμφωνιών επανεισδοχής και να καταρτιστούν κοινές δράσεις προκειμένου να συμμορφωθούν αυτές οι χώρες με την υποχρέωση επανεισδοχής των υπηκόων τους, σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Οι εν λόγω συμφωνίες θα πρέπει να περιέχουν και την υποχρέωση επανεισδοχής υπηκόων τρίτων χωρών και απατρίδων που προέρχονται από την οικεία χώρα ή έχουν διαμείνει σ' αυτήν.

ΙΙΙ. Διέλευση επαναπατριζόμενων

78. Το θέμα της διέλευσης συνδέεται στενά με την επανεισδοχή: σε πολλές περιπτώσεις διαπιστώνεται ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που βρίσκονται παρανόμως στο έδαφος των κρατών μελών, δεν έχουν αφιχθεί κατ' ευθείαν από τη χώρα προέλευσής τους, αλλά μέσω του εδάφους άλλων χωρών.

79. Θα πρέπει, συνεπώς, να θεσπισθούν κανόνες για τη διέλευση των επαναπατριζόμενων σε επίπεδο ΕΕ καθώς και με τρίτες χώρες.

IV. Κοινοί κανόνες για τις διαδικασίες επαναπατρισμού

80. Διαπιστώνονται μεγάλες διαφορές μεταξύ των κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τις διαδικασίες επαναπατρισμού και τις αντίστοιχες διοικητικές πρακτικές, πράγμα το οποίο δυσχεραίνει τη μελλοντική θέσπιση μιας αποτελεσματικής κοινής πολιτικής επαναπατρισμού των υπηκόων των τρίτων χωρών που διαμένουν παρανόμως στο έδαφος των κρατών μελών.

81. Κατά συνέπεια, θα ήταν σκόπιμο να αναλυθεί η δυνατότητα θέσπισης, σύμφωνα με το εδάφιο β' της παράγραφος 3 του άρθρου 63 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέτρων με στόχο τη διαμόρφωση κοινών κανόνων για τις διαδικασίες επαναπατρισμού.

ΣΤ. Ευρωπόλ

82. Η επισήμανση και η εξάρθρωση εγκληματικών δικτύων αποτελούν υψηλές προτεραιότητες στην καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Η ενέργεια αυτή προωθείται με την αστυνομική συνεργασία, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να ενισχυθεί ο ρόλος της Ευρωπόλ.

83. Ο σκοπός του έργου της Ευρωπόλ στον τομέα της καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης είναι, όπως και σε άλλους τομείς, να παράσχει στήριξη στα κράτη μέλη για την πρόληψη, τη διερεύνηση και την ανάλυση των συγκεκριμένων εγκληματικών ενεργειών. Η Ευρωπόλ παρέχει στρατηγικά προϊόντα που περιλαμβάνουν όχι μόνο περιγραφικά στοιχεία αλλά και προβλέψεις και επιτρέπουν την κατάλληλη εκτίμηση του κινδύνου και των απειλών. Η Ευρωπόλ προσφέρει επιχειρησιακή στήριξη με δελτία ειδικών στοιχείων και φακέλους αναλυτικών εργασιών. Στηρίζει επίσης κοινές έρευνες και επιχειρήσεις. Οι κοινές επιχειρήσεις που έχουν διεξαχθεί ήδη έχουν οδηγήσει στην παρακολούθηση καθώς και τη σύλληψη, κράτηση και καταδίκη πολλών υπόπτων.

84. Θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να δοθούν στην Ευρωπόλ περισσότερες επιχειρησιακές εξουσίες που θα της παράσχουν τη δυνατότητα να συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές για την πάταξη της εμπορίας ανθρώπων ή της λαθραίας μεταφοράς τους, όπως κατέληξε η επιχειρησιακή ομάδα αρχηγών αστυνομίας της ΕΕ το Μάρτιο του 2001.

85. Συνεπώς, προς το σκοπό αυτό, θα έπρεπε να γίνει πλήρης χρήση του άρθρου 30 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπόλ να έχει τη δυνατότητα:

- να διευκολύνει και να στηρίζει περαιτέρω την προετοιμασία, το συντονισμό και την εκτέλεση ειδικών ερευνών των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, περιλαμβανομένων των επιχειρησιακών δράσεων των κοινών ερευνητικών ομάδων, με την υποστήριξη εκπροσώπων της Ευρωπόλ,

- να ζητεί από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να διεξάγουν έρευνες σε συγκεκριμένες υποθέσεις και να διενεργεί ειδικές έρευνες τις οποίες να μπορεί να θέσει στη διάθεση των κρατών μελών για να τα βοηθήσει στη διερεύνηση υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων ή λαθραίας μεταφοράς τους,

- να συμβάλλει, στο μέτρο του δυνατού και εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην ταξινόμηση και ανταλλαγή πληροφοριών των φορέων επιβολής του νόμου όσον αφορά ύποπτες οικονομικές συναλλαγές σχετικές με την εμπορία ανθρώπων και τη λαθραία μεταφορά τους. Η διαχειριστική μονάδα της Ευρωπόλ έχει κληθεί να εξετάσει τη σύναψη συμφωνιών με τις χώρες διέλευσης για να ενθαρρυνθεί η επιχειρησιακή ανταλλαγή πληροφοριών.

Ζ. Κυρώσεις

86. Πολλά νομοθετικά και πρακτικά μέσα που ενσωματώνει σταδιακά η ΕΕ σε στενά συνδεόμενους τομείς όπως η αστυνομική και δικαστική συνεργασία, πρέπει επίσης να τεθούν σε λειτουργία κατά τρόπο συγκεκριμένο ώστε να εξευρεθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την καταπολέμηση των διακινητών και λαθρομεταφορέων μεταναστών. Οι δικαστικοί σύνδεσμοι, όπου υπάρχουν, το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο, και κυρίως η Εurojust, θα πρέπει να ενισχύσουν τις δραστηριότητές τους για να επικεντρώσουν τη δράση τους σε αυτόν τον τύπο αδικήματος. Εξάλλου, η έγκριση της σύμβασης για αμοιβαία δικαστική συνδρομή, στις 29 Μαΐου 2000, και οι πρόσφατες προσθήκες στο πρωτόκολλό της με στόχο τη βελτίωση της αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικά θέματα, ειδικότερα στο χώρο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες και του οικονομικού εγκλήματος, θα αποτελέσουν σημαντικά μέσα για να βελτιωθεί η αποδοτικότητα της δικαστικής συνεργασίας στην καταπολέμηση της λαθραίας μεταφοράς και της εμπορίας ανθρώπων.

I. Λαθραία μεταφορά ανθρώπων

Διάκριση μεταξύ της λαθραίας μεταφοράς και της εμπορίας ανθρώπων

87. Οι εκφράσεις "λαθραία μεταφορά" και "εμπορία" συχνά χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα, αν και θα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση λόγω ουσιαστικών διαφορών. Κάτι τέτοιο είναι χρήσιμο και από την άποψη της επιβολής του νόμου. Διευκρίνιση των όρων και των ορισμών έγινε στο πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος και των δύο πρόσθετων πρωτοκόλλων για τη μεταφορά και την εμπορία, που υπεγράφησαν στο Παλέρμο στις 15 Δεκεμβρίου 2001.

88. Οι ορισμοί αυτοί καθιστούν σαφές ότι η λαθραία μεταφορά συνδέεται με τη στήριξη της παράνομης διέλευσης των συνόρων και την παράνομη είσοδο. Ως εκ τούτου, η λαθραία μεταφορά ενέχει πάντοτε ένα διεθνικό στοιχείο. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι απαραίτητο και για την εμπορία, όπου βασικό στοιχείο είναι ο σκοπός της εκμετάλλευσης. Στην εμπορία συμπεριέχεται η πρόθεση εκμετάλλευσης ατόμου, κατ' αρχήν ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο το θύμα έφθασε στον τόπο όπου πραγματοποιείται η εκμετάλλευση. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, σε περιπτώσεις διέλευσης συνόρων, νόμιμη ή παράνομη είσοδο στη χώρα προορισμού. Η παράνομη μετανάστευση μπορεί επίσης να καλύπτει πτυχές της εμπορίας ανθρώπων, έχει όμως ευρύτερο πεδίο και μεγαλύτερη σχέση με τη γενικότερη παράνομη είσοδο και διαμονή προσώπων. Ως εκ τούτου, οι παράνομοι μετανάστες, υπό ευρεία έννοια, δεν είναι απαραιτήτως θύματα εμπορίας ανθρώπων.

89. Συνεπώς, σχετικά με τη λαθραία μεταφορά ανθρώπων θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

- ότι, όσον αφορά το θέμα της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών, το άρθρο 27 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν ορίζει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη "υποχρεούνται να θεσμοθετήσουν τις αρμόζουσες κυρώσεις κατά οιουδήποτε ο οποίος για κερδοσκοπικούς λόγους βοηθά ή προσπαθεί να βοηθήσει ένα ξένο να εισέλθει ή να διαμείνει στο έδαφος ενός εκ των συμβαλλομένων μερών, κατά παράβαση της νομοθεσίας του μέρους αυτού της σχετικής με την είσοδο και διαμονή των ξένων",

- ότι το Συμβούλιο πρόσφατα κατέληξε σε πολιτική συμφωνία σχετικά με μια οδηγία όπου ορίζεται η υποβοήθηση της παράνομης εισόδου, της μετακίνησης και της διαμονής και συνοδευτική απόφαση-πλαίσιο για την ενίσχυση του ποινικού πλαισίου για την καταστολή της υποβοήθησης της παράνομης εισόδου και διαμονής.

II. Εμπορία ανθρώπων

90. Το Συμβούλιο κατέληξε σε πολιτική συμφωνία σχετικά με οδηγία-πλαίσιο που ρυθμίζει τις πτυχές ουσιαστικού ποινικού δικαίου όσον αφορά την εμπορία ανθρώπων. Εξάλλου, στο χώρο των νομοθετικών μέτρων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, είναι επίσης σημαντικό να τονισθεί ότι πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή στα θύματα. Ιδιαίτερα σχετική εν προκειμένω είναι η θέσπιση της απόφασης-πλαισίου της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων στην ποινική διαδικασία. Σε αυτήν προβλέπονται μέτρα για τη διασφάλιση του δικαιώματος των θυμάτων στην ενημέρωση και την προστασία σε συνάρτηση με την ποινική διαδικασία.

91. Σημαντικό είναι να διευκρινισθεί το καθεστώς των θυμάτων εμπορίας όσον αφορά ορισμένα πλεονεκτήματα ή κάποια ειδική αρωγή όταν είναι πρόθυμα να συνεργασθούν στις ανακρίσεις κατά των εκμεταλλευτών τους. Μια τέτοια διευκρίνιση θα αποτελούσε τη βάση για βοήθεια και προστασία καλύτερα διαρθρωμένες και άμεσα επικεντρωμένες αφενός στην ατομική κατάσταση και τις ανάγκες των θυμάτων και αφετέρου στην ανάγκη επιβολής του νόμου και αποτελεσματικής αντιμετώπισης των διακινητών από τη δικαστική εξουσία.

III. Παράνομη απασχόληση

92. Σημαντικός αριθμός παράνομων μεταναστών εισέρχεται στη χώρα προορισμού νόμιμα, αλλά παραμένει πέραν των ορίων της νόμιμης διαμονής λόγω της δυνατότητας συνέχισης της εργασίας του. Μετά τη σύσταση του Συμβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου 1996 για την καταπολέμηση της παράνομης απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών το Συμβούλιο δεν έχει επιληφθεί του ευαίσθητου θέματος της παράνομης μετανάστευσης υπηκόων τρίτων χωρών. Το 1998 η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την παράνομη εργασία, στην οποία τίθεται και το θέμα της παράνομης απασχόλησης υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα.

93. Συνεπώς, για να αντιμετωπισθεί στο σύνολό του το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί το θέμα της παράνομης απασχόλησης των παρανόμως διαμενόντων, αφού διεξαχθεί μελέτη των σχετικών νομοθεσιών των κρατών μελών.

IV. Παράνομη μετανάστευση και οικονομικά πλεονεκτήματα

94. Σημειώθηκε πρόοδος ως προς την εκπόνηση και θέσπιση κανόνων σχετικών με τη νομιμοποίηση προσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος για την πρόληψη και την καταστολή της λαθραίας μεταφοράς μεταναστών και της εμπορίας ανθρώπων.

95. Συνεπώς, θα πρέπει ως γενική αρχή, να δίδεται προτεραιότητα στην κατάσχεση κάθε οικονομικού κέρδους από εγκληματικές ενέργειες σχετικές με την παράνομη μετανάστευση, καθώς και στην δήμευση των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την παράνομη μεταφορά μεταναστών. Για το λόγο αυτό, πρέπει να θεσπισθούν και να εφαρμόζονται επαρκώς κανόνες περί κατασχέσεως, όπου αυτό δεν έχει ήδη γίνει. Σε αυτές θα περιλαμβάνονται διατάξεις για την ευθύνη των νομικών προσώπων που ενέχονται στις ενέργειες αυτές. Για παράδειγμα, κυρώσεις κατά νομικών προσώπων θα μπορούσαν να είναι ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή η απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας. Επιπλέον, στους διακινητές, λαθρομεταφορείς ή κάθε πρόσωπο που φέρει ευθύνη πρέπει να καταλογίζονται πλήρως όλα τα έξοδα επαναπατρισμού, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών κοινωνικής πρόνοιας και άλλων δημόσιων δαπανών κατά τη διάρκεια της διαμονής των παράνομων μεταναστών.

V. Ευθύνη του μεταφορέα

96. Οι μεταφορείς είναι σήμερα υπεύθυνοι για την επιστροφή αλλοδαπών στους οποίους δεν επιτρέπεται η είσοδος βάσει του άρθρου 26 της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985. Επιπλέον, οι μεταφορείς υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να βεβαιώνονται ότι ένας αλλοδαπός έχει στην κατοχή του ισχύοντα ταξιδιωτικά έγγραφα. Τον Ιούνιο του 2001 το Συμβούλιο εξέδωσε οδηγία με την οποία συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 26 και στην οποία περιλαμβάνονται τρία προαιρετικά πρότυπα κυρώσεων για τους μεταφορείς που δεν πληρούν τις υποχρεώσεις τους.

97. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιτευχθεί η παρακολούθηση των προσανατολισμών της σχετικής οδηγίας, ώστε να υπάρξει μέριμνα για τη μεταφορά της στο εσωτερικό δίκαιο και την εφαρμογή της.

ΙΙΙ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

98. Τα μέτρα και οι δράσεις που θα πρέπει να σχεδιασθούν και να εφαρμοσθούν για την πρόληψη και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, ως ουσιώδες μέρος της κοινής πολιτικής ασύλου και μετανάστευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει, σύμφωνα με όσο είδαμε σε αυτό το συνολικό σχέδιο για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων, να είναι πολλά και πολύ ποικίλης φύσεως, διότι απαιτείται χάριν της πλήρους αποτελεσματικότητάς του, να προβλεφθεί ένας μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης των πρωτοβουλιών που υποβλήθηκαν και της προόδου και των επιτευγμάτων που σημειώθηκαν.

99. Αυτή η παρακολούθηση και αξιολόγηση θα πρέπει να γίνεται στο πρόσφορο επίπεδο και κατά τακτή περίοδο, ώστε να εξασφαλισθεί ταχεία εφαρμογή του φιλόδοξου προγράμματος εργασίας που χαράζεται με αυτήν την πράξη, και να λαμβάνονται υπ' όψη οι νέες διαστάσεις τις οποίες παρουσιάζει το φαινόμενο της μετανάστευσης σε παγκόσμια κλίμακα.

100. Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επομένως, θα πρέπει να εκπονεί μια ετήσια έκθεση παρακολούθησης και αξιολόγησης του συνολικού σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η δε έκθεση αυτή θα πρέπει να διαβιβάζεται στο Συμβούλιο για να συζητηθεί.

101. Η ετήσια έκθεση παρακολούθησης και αξιολόγησης, της Επιτροπής, θα περιλαμβάνει ένα πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος επίσης θα ενημερώνεται κατ' έτος, όπου θα εμφαίνεται η πρόοδος που θα έχει επιτευχθεί ως προς κάθε μέτρο και δράση που θα έχουν εφαρμοσθεί.

102. Επίσης, η Επιτροπή καλείται να λαμβάνει υπ' όψη της το περιεχόμενο του προκείμενου συνολικού σχεδίου κατά την εκπόνηση των μελλοντικών πρωτοβουλιών που υποβάλλει στο Συμβούλιο.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΕΣΠΙΣΤΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΤΕΘΟΥΝ ΣΕ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ((Βραχυπροθέσμως: δράσεις και μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν το ταχύτερο δυνατόν, και κατ' αρχήν εντός ενός έτους.

Μεσοπροθέσμως: δράσεις και μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν το ταχύτερο δυνατόν, και κατ' αρχήν εντός τριών ετών))

>ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>