Δικτυακή ουδετερότητα είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP) διαχειρίζονται όλη τη διαδικτυακή κυκλοφορία ισότιμα και ελεύθερα, χωρίς διακρίσεις, αποκλεισμούς, περιορισμούς ή ιεράρχηση προτεραιοτήτων.
Η ανοιχτή πρόσβαση επέτρεψε σε εκατομμύρια πολίτες σε όλο τον κόσμο να δημιουργήσουν επιχειρήσεις, να συνδεθούν με φίλους και συγγενείς, να ιδρύσουν και να υποστηρίξουν κοινωνικά κινήματα και να μοιραστούν ιδέες ελεύθερα.
Με την πάροδο του χρόνου, καθώς η τεχνολογία αναπτυσσόταν και η αξία του περιεχομένου που κυκλοφορούσε μέσω του δικτύου αυξανόταν, οι ISP ανέπτυξαν την ικανότητα να διαχειρίζονται τις ροές πληροφοριών με διαφορετικούς τρόπους, δίνοντας προτεραιότητα σε κάποια διαδικτυακή κυκλοφορία υψηλής αξίας που αποφέρει έσοδα (όπως η μετάδοση ταινιών), περιορίζοντας ή παρεμποδίζοντας ενδεχομένως την πρόσβαση για τους τελικούς χρήστες σε κάποια άλλη διαδικτυακή κυκλοφορία που δεν αποφέρει έσοδα. Με τη δικτυακή ουδετερότητα επιδιώκεται ουσιαστικά ο διαχωρισμός της αγοράς συνδεσιμότητας από την αγορά περιεχομένου.
Ο κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο δίνει στους τελικούς χρήστες το δικαίωμα πρόσβασης και διανομής νόμιμου περιεχομένου και υπηρεσιών της επιλογής τους μέσω της υπηρεσίας πρόσβασής τους στο Διαδίκτυο. Επικαλείται την αρχή της μη διακριτικής διαχείρισης της διαδικτυακής κυκλοφορίας, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει εύλογες εξαιρέσεις και εξειδικευμένες υπηρεσίες από παρόχους, με ορισμένες διασφαλίσεις. Οι τρεις εξαιρέσεις είναι:
Ο κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120, που εφαρμόζεται από το 2016, αποτελεί μέρος της ψηφιακής στρατηγικής της ΕΕ. Τα κοινά μέτρα της ΕΕ για την πρόσβαση στο ανοικτό Διαδίκτυο διασφαλίζουν την εφαρμογή ίδιων κανόνων σε όλη την Ευρώπη.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: