ISSN 1977-0669

Επίσημη Εφημερίδα

της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87

European flag  

Έκδοση στην ελληνική γλώσσα

Νομοθεσία

60ό έτος
31 Μαρτίου 2017


Περιεχόμενα

 

II   Μη νομοθετικές πράξεις

Σελίδα

 

 

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας ( 1 )

1

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/566 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναλογία ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές για την πρόληψη μη εύρυθμων συνθηκών διαπραγμάτευσης ( 1 )

84

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις ( 1 )

90

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/568 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές ( 1 )

117

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/569 της Επιτροπής, της 24ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση ( 1 )

122

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/570 της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό σημαντικής αγοράς από άποψη ρευστότητας σε σχέση με κοινοποιήσεις προσωρινής διακοπής των συναλλαγών ( 1 )

124

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ( 1 )

126

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων ( 1 )

142

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/573 της Επιτροπής, της 6ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τις απαιτήσεις με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και η διάρθρωση χρεώσεων είναι δίκαιες και αμερόληπτες ( 1 )

145

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας ( 1 )

148

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/575 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να δημοσιεύονται από τους τόπους εκτέλεσης για την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών ( 1 )

152

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/576 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την ετήσια δημοσίευση από επιχειρήσεις επενδύσεων των πληροφοριών για την ταυτότητα των τόπων εκτέλεσης και την ποιότητα της εκτέλεσης ( 1 )

166

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/577 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον μηχανισμό μέγιστου ορίου συναλλαγών και την παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς ( 1 )

174

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (EE) 2017/578 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις για τις συμφωνίες και τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης ( 1 )

183

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/579 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τον άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο των συμβάσεων παραγώγων εντός της Ένωσης και την αποφυγή της παράκαμψης κανόνων και υποχρεώσεων ( 1 )

189

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα ( 1 )

193

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/581 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την πρόσβαση στην εκκαθάριση σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ( 1 )

212

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/582 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές και τον χρονισμό της αποδοχής προς εκκαθάριση ( 1 )

224

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα ( 1 )

229

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/584 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν οργανωτικές απαιτήσεις για τόπους διαπραγμάτευσης ( 1 )

350

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/585 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα πρότυπα και τους μορφοτύπους των στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και τα τεχνικά μέτρα σε σχέση με τις ρυθμίσεις που θα πρέπει να καθιερωθούν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και τις αρμόδιες αρχές ( 1 )

368

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/586 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων και ερευνών ( 1 )

382

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή ( 1 )

387

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/588 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το καθεστώς βήματος τιμής για μετοχές, αποθετήρια έγγραφα και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια ( 1 )

411

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/589 της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τις οργανωτικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές ( 1 )

417

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ( 1 )

449

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/591 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εφαρμογή ορίων θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ( 1 )

479

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/592 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ( 1 )

492

 

 

ΟΔΗΓΙΕΣ

 

*

Κατ' εξουσιοδότηση οδηγία (ΕΕ) 2017/593 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών ( 1 )

500

 


 

(1)   Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

EL

Οι πράξεις των οποίων οι τίτλοι έχουν τυπωθεί με λευκά στοιχεία αποτελούν πράξεις τρεχούσης διαχειρίσεως που έχουν θεσπισθεί στο πλαίσιο της γεωργικής πολιτικής και είναι γενικά περιορισμένης χρονικής ισχύος.

Οι τίτλοι όλων των υπολοίπων πράξεων έχουν τυπωθεί με μαύρα στοιχεία και επισημαίνονται με αστερίσκο.


II Μη νομοθετικές πράξεις

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/1


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/565 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Απριλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 3, το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) δεύτερο εδάφιο, το άρθρο 4 παράγραφος 2, το άρθρο 16 παράγραφος 12, το άρθρο 23 παράγραφος 4, το άρθρο 24 παράγραφος 13, το άρθρο 25 παράγραφος 8, το άρθρο 27 παράγραφος 9, το άρθρο 28 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 32 παράγραφος 4, το άρθρο 33 παράγραφος 8, το άρθρο 52 παράγραφος 4, το άρθρο 54 παράγραφος 4, το άρθρο 58 παράγραφος 6, το άρθρο 64 παράγραφος 7, το άρθρο 65 παράγραφος 7 και το άρθρο 79 παράγραφος 8,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ θεσπίζει το πλαίσιο του κανονιστικού καθεστώτος για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης, το οποίο διέπει τους όρους λειτουργίας όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων και, κατά περίπτωση, την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων· τις οργανωτικές απαιτήσεις για επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες και ασκούν δραστηριότητες του τύπου αυτού, για ρυθμιζόμενες αγορές και παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων· απαιτήσεις γνωστοποίησης για συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα· όρια θέσεων και ελέγχων για τη διαχείριση θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων· απαιτήσεις διαφάνειας για συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να εκδώσει έναν αριθμό κατ' εξουσιοδότηση πράξεων. Είναι σημαντικό αυτοί οι λεπτομερείς συμπληρωματικοί κανόνες σχετικά με την χορήγηση άδειας λειτουργίας, τη διαρκή λειτουργία, τη διαφάνεια και την ακεραιότητα της αγοράς να αρχίσουν να εφαρμόζονται ταυτόχρονα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, έτσι ώστε να μπορέσουν να τεθούν σε εφαρμογή αποτελεσματικά οι νέες απαιτήσεις, δεδομένου ότι οι εν λόγω παράγοντες είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την έναρξη και τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που καλύπτονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Για την εξασφάλιση της συνοχής και για τη διευκόλυνση των προσώπων που υπόκεινται στις εν λόγω υποχρεώσεις, καθώς και των επενδυτών, ώστε να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν όλες οι κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες στον παρόντα κανονισμό.

(3)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν περαιτέρω τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ορίζεται υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ενεργειακών προϊόντων χονδρικής πώλησης οφείλουν να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση για τους σκοπούς του περιορισμού του πεδίου εφαρμογής όπως αναφέρεται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω εξαίρεσης περιορίζεται στην αποφυγή ύπαρξης κενών, είναι απαραίτητο οι εν λόγω συμβάσεις να απαιτούν από τον αγοραστή και τον πωλητή να θέτουν σε εφαρμογή αναλογικές ρυθμίσεις για την παράδοση ή την παραλαβή του υποκείμενου εμπορεύματος με την εκπνοή της σύμβασης. Για να αποφεύγεται το ενδεχόμενο ύπαρξης κενών σε περίπτωση συμφωνιών εξισορρόπησης με τον διαχειριστή συστήματος μεταφοράς στους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, οι εν λόγω ρυθμίσεις εξισορρόπησης θα θεωρούνται αναλογική ρύθμιση μόνο εφόσον τα μέρη τους έχουν την υποχρέωση φυσικής παράδοσης ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου. Επιπλέον, τα συμβόλαια θα πρέπει να ορίζουν σαφείς υποχρεώσεις σχετικά με τη φυσική παράδοση χωρίς δυνατότητα αντιστάθμισης, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ότι οι μορφές λειτουργικού συμψηφισμού όπως ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή από την εθνική νομοθεσία, δεν θεωρούνται αντιστάθμιση. Στα συμβόλαια που εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση, η παράδοση του υποκειμένου μπορεί να διεξάγεται με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, όλοι οι τρόποι οφείλουν να συμπεριλαμβάνουν μια μορφή μεταφοράς δικαιώματος ιδιοκτησίας του υποκείμενου εμπορεύματος ή της σχετικής ποσότητάς του.

(4)

Προκειμένου να αποσαφηνιστεί ο χρόνος κατά τον οποίο μια σύμβαση που σχετίζεται με ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής οφείλει να εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί πότε υφίστανται περιστάσεις όπως ανωτέρα βία ή καλή τη πίστει αδυναμία εκκαθάρισης, οι οποίες δεν θα πρέπει να οδηγούν σε μεταβολή του χαρακτηρισμού των συμβολαίων ως συμβάσεις που «πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση». Είναι σημαντικό να διασαφηνιστούν οι συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα, για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, οι συμβάσεις που σχετίζονται με το πετρέλαιο σχιστολίθου δεν θεωρούνται συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων άνθρακα.

(5)

Μια σύμβαση παραγώγου πρέπει να θεωρείται χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μόνον εφόσον αφορά εμπόρευμα και πληροί τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται εάν μια σύμβαση έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς. Συμπεριλαμβάνονται συμβάσεις που είναι τυποποιημένες και αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης, ή ισοδύναμες συμβάσεις που όλοι οι όροι τους ισοδυναμούν με συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε τόπους διαπραγμάτευσης. Σε αυτήν την περίπτωση, θεωρείται ότι οι όροι των εν λόγω συμβάσεων συμπεριλαμβάνουν επίσης διατάξεις που σχετίζονται, για παράδειγμα, με την ποιότητα του προϊόντος ή τον τόπο παράδοσης.

(6)

Με σκοπό την αποσαφήνιση των ορισμών των συμβάσεων που σχετίζονται με υποκείμενες μεταβλητές, όπως αναφέρονται στην ενότητα Γ παράγραφος 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει να οριστούν κριτήρια σχετικά με τους όρους και τις υποκείμενες μεταβλητές των εν λόγω συμβάσεων. Η συμπερίληψη αναλογιστικών στατιστικών δεδομένων στη λίστα των υποκειμένων δεν πρέπει να θεωρείται ότι επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω συμβάσεων, ώστε να συμπεριλαμβάνει τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

(7)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ορίζει το γενικό πλαίσιο ενός ρυθμιστικού καθεστώτος των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ένωσης, ενώ παρέχει έναν κατάλογο των καλυπτόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι. Το παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συμπεριλαμβάνει χρηματοπιστωτικά μέσα σχετιζόμενα με νομίσματα, τα οποία, συνεπώς, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

(8)

Για να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι απαραίτητο να διασαφηνιστούν οι ορισμοί που παρέχονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τις άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με νομίσματα, και να διευκρινιστεί ότι οι συμβάσεις άμεσης παράδοσης σχετιζόμενες με νομίσματα δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των παραγώγων μέσων για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(9)

Όπως είναι αποδεκτό για τα περισσότερα κύρια νομίσματα, η περίοδος εκκαθάρισης σύμβασης άμεσης παράδοσης πραγματοποιείται γενικά το αργότερο εντός 2 ημερών. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν αποτελεί εμπορική πρακτική είναι απαραίτητο να γίνει πρόβλεψη για την εκκαθάριση σύμφωνα με τις συνήθεις εμπορικές πρακτικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η φυσική εκκαθάριση δεν απαιτεί τη χρήση χαρτονομισμάτων, ενώ η εκκαθάριση μπορεί να γίνει και ηλεκτρονικά.

(10)

Οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την διενέργεια πληρωμών, ενώ οι εν λόγω συμβάσεις δεν πρέπει να θεωρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα, δεδομένου ότι δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να οριστούν ως συμβάσεις άμεσης παράδοσης οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πληρωμών σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου η περίοδος εκκαθάρισης των εν λόγω συμβάσεων είναι μεγαλύτερη των 2 ημερών διαπραγμάτευσης και μικρότερη των 5 ημερών διαπραγμάτευσης. Πρέπει επίσης να θεωρούνται μέσα πληρωμής οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που συνάπτονται προκειμένου να επιτευχθεί βεβαιότητα σχετικά με το ύψος των πληρωμών για αγαθά, υπηρεσίες και παραγωγικές επενδύσεις. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αποκλειστούν από τον ορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων οι συμβάσεις τιμών συναλλάγματος που συνάπτονται από μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες δέχονται πληρωμές σε συνάλλαγμα για εξαγωγές προσδιορίσιμων αγαθών ή υπηρεσιών και μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν πληρωμές σε συνάλλαγμα με σκοπό να εισάγουν συγκεκριμένα αγαθά και υπηρεσίες.

(11)

Ο συμψηφισμός των πληρωμών είναι απαραίτητος για την αποτελεσματική και αποδοτική λειτουργία των συστημάτων διακανονισμού νομισμάτων και, συνεπώς, η ταξινόμηση μιας σύμβασης τιμών συναλλάγματος ως συναλλαγή άμεσης παράδοσης δεν απαιτεί την ξεχωριστή εκκαθάριση της κάθε σύμβασης τιμών συναλλάγματος άμεσης παράδοσης.

(12)

Οι μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις είναι συμβάσεις που σχετίζονται με τη διαφορά μεταξύ της προσυμφωνηθείσας συναλλαγματικής ισοτιμίας και της άμεσης ισοτιμίας κατά την ημερομηνία λήξης και, συνεπώς, δεν πρέπει να θεωρούνται συμβάσεις άμεσης παράδοσης, ανεξάρτητα από την περίοδο εκκαθάρισής τους.

(13)

Μια σύμβαση ανταλλαγής νομίσματος έναντι ενός άλλου θα πρέπει να νοείται ότι σχετίζεται με μια άμεση και άνευ όρων ανταλλαγή των εν λόγω νομισμάτων. Στην περίπτωση συμβάσεων με πολλαπλές συναλλαγματικές ισοτιμίες, η καθεμία από αυτές εξετάζεται χωριστά. Ωστόσο, ένα συμβόλαιο δικαιώματος προαίρεσης ή μια σύμβαση ανταλλαγής (swap) νομίσματος δεν θα πρέπει να νοείται ως σύμβαση πώλησης ή ανταλλαγής νομίσματος και, συνεπώς, δεν αποτελεί σύμβαση άμεσης παράδοσης ή μέσο πληρωμής, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της σύμβασης ανταλλαγής (swap) ή του συμβολαίου δικαιώματος προαίρεσης και ανεξάρτητα από το κατά πόσον αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή όχι.

(14)

Συμβουλές σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα που απευθύνονται στο ευρύ κοινό δεν πρέπει να θεωρούνται προσωπική σύσταση για τους σκοπούς του ορισμού των «επενδυτικών συμβουλών» στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ενόψει του αυξανόμενου αριθμού διαμεσολαβητών που παρέχουν προσωπικές συστάσεις χρησιμοποιώντας συστήματα διανομής, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι όταν μια σύσταση εκδίδεται, ακόμη και αποκλειστικά, μέσω συστημάτων διανομής όπως το διαδίκτυο, θα μπορούσε να θεωρηθεί προσωπική σύσταση. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου, για παράδειγμα, χρησιμοποιείται επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για την παροχή προσωπικών συστάσεων σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο αντί η πληροφορία να απευθύνεται γενικά στο ευρύ κοινό, μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές.

(15)

Γενικές συμβουλές σχετικά με ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου δεν θεωρούνται επενδυτικές συμβουλές για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ωστόσο, εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει γενικές συμβουλές σε πελάτη για ένα είδος χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο αυτή παρουσιάζει ως κατάλληλο για αυτόν ή ως συμβατό με τα δεδομένα του πελάτη, ενώ στην πραγματικότητα η συμβουλή δεν είναι κατάλληλη για τον πελάτη ούτε είναι συμβατή με τα δεδομένα του, είναι πιθανό η επιχείρηση να ενεργεί κατά παράβαση του άρθρου 24 παράγραφος 1 ή 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, μια επιχείρηση που παρέχει σε πελάτη τέτοιες συμβουλές είναι πιθανό ότι παραβαίνει την απαίτηση του άρθρου 24 παράγραφος 1 να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της. Ομοίως, ή εναλλακτικά, είναι πιθανό ότι συμβουλές του είδους αυτού παραβαίνουν την απαίτηση του άρθρου 24 παράγραφος 3 να είναι οι πληροφορίες που η επιχείρηση επενδύσεων απευθύνει σε πελάτες ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(16)

Οι προπαρασκευαστικές ενέργειες που πραγματοποιεί επιχείρηση επενδύσεων για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση επενδυτικής δραστηριότητας πρέπει να θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής της υπηρεσίες ή δραστηριότητας. Περιλαμβάνουν για παράδειγμα την παροχή από την επιχείρηση επενδύσεων γενικών συμβουλών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες πριν από ή κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή οποιασδήποτε άλλης επενδυτικής υπηρεσίας ή την άσκηση άλλης δραστηριότητας.

(17)

Η παροχή γενικής σύστασης σχετικά με συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή σε κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου συνιστά παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Β σημείο 5 της οδηγίας 2014/65/EΕ και ως εκ τούτου υπάγεται στις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και στην προστασία την οποία αυτή παρέχει.

(18)

Για να διασφαλιστεί η αντικειμενική και αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού των συστηματικών εσωτερικοποιητών στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφιο 20 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με τα ισχύοντα προκαθορισμένα όρια για τους σκοπούς του ορισμού της συχνής, συστηματικής και σε σημαντικό βαθμό διαπραγμάτευσης εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC). Θα πρέπει να οριστούν προκαθορισμένα όρια στο κατάλληλο επίπεδο, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι η διαπραγμάτευση εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) τέτοιου εύρους που θα μπορούσε να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο για τον καθορισμό των τιμών παραμένει εντός του πεδίου εφαρμογής, ενώ ταυτόχρονα εξαιρείται η διαπραγμάτευση εξ χρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) τόσο μικρής κλίμακας ώστε θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

(19)

Σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να αντιστοιχίζει συμφέροντα τρίτων για αγοραπωλησίες με τον ίδιο από λειτουργική άποψη τρόπο με εκείνον του τόπου διαπραγμάτευσης. Ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν θα πρέπει να αποτελείται από εσωτερικό σύστημα ταύτισης το οποίο εκτελεί εντολές πελατών σε πολυμερή βάση, καθώς πρόκειται για δραστηριότητα που απαιτεί να έχει αδειοδοτηθεί ως πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ). Σε αυτό το πλαίσιο, ένα εσωτερικό σύστημα ταύτισης είναι ένα σύστημα ταύτισης εντολών πελατών, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα η επιχείρηση επενδύσεων να εκτελεί εντολές βάσει αντιστοιχιζόμενων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε συστηματική και όχι περιστασιακή βάση.

(20)

Για λόγους σαφήνειας και ασφάλειας δικαίου και για τη διασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής, είναι απαραίτητο να οριστούν συμπληρωματικές διατάξεις σχετικά με τους ορισμούς των αλγοριθμικών συναλλαγών, των τεχνικών αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας και της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Στις αυτοματοποιημένες συναλλαγές χρησιμοποιούνται διάφορες τεχνικές ρυθμίσεις. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ο τρόπος με τον οποίο θα κατηγοριοποιηθούν οι εν λόγω ρυθμίσεις σε σχέση με τους ορισμούς των αλγοριθμικών συναλλαγών και της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Οι διαδικασίες διαπραγμάτευσης που βασίζονται στην άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση δεν αλληλοαναιρούνται σε σχέση με τις διαδικασίες αλγοριθμικών συναλλαγών ή την υποκατηγορία τους, την τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας. Η διαπραγμάτευση ενός προσώπου με άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση ενδέχεται επίσης να εμπίπτει στον ορισμό των αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της τεχνικής αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας.

(21)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν ρυθμίσεις όπου το σύστημα λαμβάνει αποφάσεις, πέρα από τον απλό καθορισμό του τόπου ή των τόπων διαπραγμάτευσης, επί των οποίων υποβάλλεται η εντολή, σε οποιοδήποτε στάδιο των διαδικασιών διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένου του σταδίου δημιουργίας, έναρξης, δρομολόγησης και η εκτέλεσης εντολών. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αλγοριθμικές συναλλαγές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τις διαπραγματεύσεις με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση, θα πρέπει να αναφέρονται όχι μόνο στην αυτόματη δημιουργία εντολών αλλά και στη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών με αυτοματοποιημένα μέσα.

(22)

Οι αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να περιλαμβάνουν έξυπνους δρομολογητές διαταγών (SORs), εφόσον οι εν λόγω συσκευές χρησιμοποιούν αλγορίθμους για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που ορίζουν παραμέτρους της διαταγής πέρα από τον τόπο ή τους τόπους όπου πρέπει να υποβληθεί η διαταγή. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές δεν πρέπει να περιλαμβάνουν δρομολογητές αυτόματων εντολών (AOR) εφόσον, παρότι χρησιμοποιούν αλγόριθμους, οι εν λόγω συσκευές καθορίζουν μόνο τον τόπο ή τους τόπους συναλλαγής όπου πρέπει να υποβληθεί η διαταγή, χωρίς να αλλάζουν κάποια παράμετρο της διαταγής.

(23)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, η οποία αποτελεί ένα υποσύνολο των αλγοριθμικών συναλλαγών, θα πρέπει να διασαφηνιστεί περαιτέρω μέσω του καθορισμού κριτηρίων για τον ορισμό των υψηλών ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων, τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις. Η χρήση απόλυτων ποσοτικών ορίων επί τη βάση των επιπέδων μηνυμάτων παρέχει ασφάλεια δικαίου, επιτρέποντας στις εταιρείες και τις αρμόδιες αρχές να αξιολογούν τη μεμονωμένη συναλλακτική δραστηριότητα των εταιρειών. Το επίπεδο και το πεδίο εφαρμογής των εν λόγω κατώτατων ορίων θα πρέπει να είναι αρκετά ευρύ ώστε να καλύπτει τις διαπραγματεύσεις που εμπίπτουν στην τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται τόσο με ένα όσο και με πολλαπλά μέσα.

(24)

Εφόσον η χρήση της τεχνικής αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας εμφανίζεται κατά κύριο λόγο στην περίπτωση των ευχερώς ρευστοποιήσιμων τίτλων, ο υπολογισμός του υψηλού ημερήσιου επιπέδου μηνυμάτων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει μόνο τα μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά. Επιπλέον, δεδομένου ότι η τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας αποτελεί υποσύνολο των αλγοριθμικών συναλλαγών, τα μηνύματα που εισάγονται για σκοπούς διαπραγμάτευσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων. Με στόχο να αποφευχθεί η αποτύπωση συναλλακτικής δραστηριότητας πέραν των τεχνικών αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας, έχοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των εν λόγω συναλλαγών όπως ορίζονται στην αιτιολογική σκέψη 61 της οδηγίας 2014/65/EΕ, ειδικότερα ότι οι αλγοριθμικές συναλλαγές υψηλής συχνότητας πραγματοποιούνται κατά κανόνα από τους διαπραγματευτές χρησιμοποιώντας δικά τους κεφάλαια για την εφαρμογή πιο παραδοσιακών στρατηγικών διαπραγμάτευσης, όπως η ειδική διαπραγμάτευση ή η διαμεσολάβηση (αρμπιτράζ) χρησιμοποιώντας υψηλή τεχνολογία, μόνο τα μηνύματα που εισάγονται με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, και όχι εκείνα που εισάγονται για τον σκοπό λήψης και διαβίβασης εντολών ή εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων. Ωστόσο, μηνύματα που εισάγονται με τεχνικές άλλες από εκείνες που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των υψηλών ημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων, θεωρούμενα στο σύνολό τους και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, η εκτέλεση της τεχνικής δομείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό, όπως για παράδειγμα μέσω της διαβίβασης εντολών μεταξύ οντοτήτων εντός του ίδιου ομίλου. Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη, κατά τον καθορισμό του τι συνιστά υψηλά ενδοημερήσια επίπεδα μηνυμάτων, η ταυτότητα του πελάτη που βρίσκεται εν τέλει πίσω από τη δραστηριότητα, μηνύματα που προέρχονται από πελάτες παρόχων άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης θα πρέπει να εξαιρούνται από τον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων επιπέδων μηνυμάτων σε σχέση με τους εν λόγω παρόχους.

(25)

Ο ορισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης πρέπει να προσδιοριστεί περαιτέρω. Ο ορισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης δεν πρέπει να περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα πέραν της παροχής άμεσης και απευθείας πρόσβασης στην αγορά. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις όπου διεξάγεται διαμεσολάβηση των εντολών πελατών με ηλεκτρονικά μέσα εκ μέρους των μελών ή των συμμετεχόντων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, όπως στην περίπτωση της διαδικτυακής μεσιτείας, θα πρέπει να διακρίνονται από τις ρυθμίσεις όπου οι πελάτες έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

(26)

Σε περίπτωση διαμεσολάβησης διαταγής, τα πρόσωπα που υποβάλουν τις εντολές δεν έχουν επαρκή έλεγχο επί των παραμέτρων της ρύθμισης για την πρόσβαση στην αγορά και, συνεπώς, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν εντός του πεδίου του ορισμού της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις που επιτρέπουν στους πελάτες να διαβιβάζουν εντολές σε μια επιχείρηση επενδύσεων σε ηλεκτρονική μορφή, όπως στην περίπτωση της διαδικτυακής μεσιτείας, δεν εμπίπτουν στον ορισμό της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, εφόσον οι πελάτες δεν έχουν τη δυνατότητα να καθορίσουν το κλάσμα δευτερολέπτου της καταχώρησης της εντολής και τη διάρκεια ζωής των εντολών, μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο.

(27)

Ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες ο πελάτης ενός μέλους ή συμμετέχοντος σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των πελατών άμεσου πελάτη Μηχανισμών Οργανωμένης Διαπραγμάτευσης (ΜΟΔ), υποβάλουν τις εντολές τους μέσω ρυθμίσεων για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που καθορίζουν παραμέτρους της εντολής πέραν του τόπου ή των τόπων όπου θα πρέπει να υποβληθεί η εντολή μέσω έξυπνων δρομολογητών διαταγών (SORs), οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στην υποδομή του παρόχου και όχι στην υποδομή του πελάτη, θα πρέπει να αποκλείονται από το πεδίο του ορισμού της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, δεδομένου ότι ο πελάτης του παρόχου δεν ασκεί έλεγχο επί του χρόνου υποβολής της διαταγής και της διάρκειας ζωής της. Ο χαρακτηρισμός της άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης κατά τη χρήση έξυπνων δρομολογητών διαταγών εξαρτάται, συνεπώς, από το κατά πόσον ο έξυπνος δρομολογητής διαταγών βρίσκεται ενσωματωμένος στο σύστημα των πελατών και όχι του παρόχου.

(28)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τις οργανωτικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, παρεπόμενες υπηρεσίες και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες σε επαγγελματική βάση, για τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων πρέπει να συνάδουν με τον στόχο της οδηγίας 2014/65/EΕ. Πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διασφαλίζονται υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, επάρκειας και ευρωστίας των επιχειρήσεων επενδύσεων και των οντοτήτων που διαχειρίζονται ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα.

(29)

Είναι ανάγκη να καθορισθούν συγκεκριμένες οργανωτικές απαιτήσεις και διαδικασίες για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες ή δραστηριότητες. Ειδικότερα, πρέπει να θεσπισθούν αυστηρές διαδικασίες όσον αφορά θέματα όπως η συμμόρφωση, η διαχείριση κινδύνων, η αντιμετώπιση καταγγελιών, οι προσωπικές συναλλαγές, η εξωτερική ανάθεση και ο εντοπισμός, η διαχείριση και η γνωστοποίηση συγκρούσεων συμφερόντων.

(30)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις και οι προϋποθέσεις αδειοδότησης επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να λάβουν τη μορφή ενός συνόλου κανόνων που θα διασφαλίζει την ομοιόμορφη εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Αυτό είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ισότιμη πρόσβαση υπό ισότιμους όρους σε όλες τις αγορές της Ένωσης και να εξαλειφθούν τα συνδεόμενα με διαδικασίες αδειοδότησης εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών.

(31)

Οι κανόνες εφαρμογής του καθεστώτος που διέπει τους όρους λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων πρέπει να ανταποκρίνονται στον σκοπό που υπηρετεί το καθεστώς αυτό. Πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να διασφαλίζεται υψηλό και ομοιόμορφα εφαρμοζόμενο επίπεδο προστασίας των επενδυτών με τη θέσπιση σαφών προτύπων και απαιτήσεων όσον αφορά τη σχέση της επιχείρησης επενδύσεων με τον πελάτη της. Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την προστασία των επενδυτών, και ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται στους επενδυτές ή ζητούνται από αυτούς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη ως ιδιώτη ή επαγγελματία επενδυτή.

(32)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διαφόρων σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2014/65/EΕ, είναι απαραίτητο να θεσπιστεί ένα εναρμονισμένο σύνολο οργανωτικών απαιτήσεων και όρων λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων.

(33)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους από άποψη μεγέθους, διάρθρωσης και φύσης των δραστηριοτήτων τους. Το κανονιστικό καθεστώς πρέπει να προσαρμόζεται στην ποικιλομορφία αυτή και ταυτόχρονα να επιβάλλει ορισμένες θεμελιώδεις κανονιστικές απαιτήσεις, κατάλληλες για όλες τις επιχειρήσεις. Οι ρυθμιζόμενες οντότητες πρέπει να συμμορφώνονται με αυτές τις υψηλού επιπέδου υποχρεώσεις και να σχεδιάζουν και να λαμβάνουν τα μέτρα που ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στις ιδιαιτερότητές τους και στις περιστάσεις.

(34)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν κοινά κριτήρια για την αξιολόγηση του κατά πόσον μια επενδυτική υπηρεσία παρέχεται από κάποιο πρόσωπο περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας, ώστε να διασφαλιστεί η εναρμονισμένη και αυστηρή εφαρμογή της εξαίρεσης που προβλέπεται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Η εξαίρεση θα πρέπει να ισχύει μόνο εφόσον η επενδυτική υπηρεσία έχει εγγενή συνάφεια με τον βασικό τομέα της επαγγελματικής δραστηριότητας και εξαρτάται από αυτόν.

(35)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις που επιβάλλονται βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν θα πρέπει να θίγουν τα συστήματα που θεσπίζονται από την εθνική νομοθεσία για την εγγραφή σε μητρώο ή την παρακολούθηση από τις αρμόδιες αρχές ή επιχειρήσεις των προσώπων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις επενδύσεων.

(36)

Για τους σκοπούς που απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να θεσπίζει, να εφαρμόζει και να διατηρεί κατάλληλη πολιτική διαχείρισης κινδύνων, στους κινδύνους που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης πρέπει να περιλαμβάνονται οι κίνδυνοι που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών. Οι κίνδυνοι αυτοί πρέπει να περιλαμβάνουν τους κινδύνους που απορρέουν από τη σχέση της επιχείρησης με τον πάροχο υπηρεσιών, καθώς και τους δυνητικούς κινδύνους σε περιπτώσεις στις οποίες εξωτερικά ανατεθειμένες λειτουργίες περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων ή άλλων ρυθμιζόμενων οντοτήτων συγκεντρώνονται σε περιορισμένο αριθμό παρόχων υπηρεσιών.

(37)

Το γεγονός ότι οι λειτουργίες διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης εκτελούνται από το ίδιο πρόσωπο δεν θίγει κατ' ανάγκη την ανεξάρτητη άσκηση καθεμίας από τις δύο αυτές λειτουργίες. Οι απαιτήσεις για μη ανάμιξη των προσώπων που ασχολούνται με τη λειτουργία συμμόρφωσης στην άσκηση των λειτουργιών τις οποίες ελέγχουν και για τον προσδιορισμό της αμοιβής των προσώπων αυτών με μέθοδο που δεν θέτει σε κίνδυνο την αντικειμενικότητά τους, ενδέχεται να μην είναι σύμφωνες με την αρχή της αναλογικότητας σε περίπτωση πολύ μικρών επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, για μεγάλες επιχειρήσεις οι απαιτήσεις αυτές θα ήταν μη αναλογικές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

(38)

Οι πελάτες ή δυνητικοί πελάτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, με στόχο την προστασία του επενδυτή και την ενίσχυση της συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις υποχρεώσεις τους. Οι καταγγελίες πελατών ή δυνητικών πελατών θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και με ανεξάρτητο τρόπο, από μια λειτουργία διαχείρισης καταγγελιών. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η εν λόγω λειτουργία οφείλει να διεξάγεται από την λειτουργία συμμόρφωσης.

(39)

Απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συγκεντρώνουν και να διατηρούν πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τους πελάτες και τις παρασχεθείσες σε αυτούς υπηρεσίες. Σε περιπτώσεις όπου οι εν λόγω απαιτήσεις συνεπάγονται τη συλλογή και την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, θα πρέπει να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού υπόκειται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(40)

Θα πρέπει να οριστεί η έννοια της αμοιβής με στόχο τη διασφάλιση της αποτελεσματικής και συνεπούς εφαρμογής των απαιτήσεων σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων και τους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς όσον αφορά στην αμοιβή, συμπεριλαμβανομένων όλων των μορφών χρηματικών ή μη χρηματικών ωφελημάτων ή πληρωμών που καταβάλλονται άμεσα ή έμμεσα από τις επιχειρήσεις στα εμπλεκόμενα πρόσωπα κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες, όπως μετρητά, μετοχές, προαιρετικά δικαιώματα, ακύρωση δανείων προς τα εμπλεκόμενα πρόσωπα κατά την απόλυση, συνταξιοδοτικές εισφορές, αμοιβή από τρίτους, για παράδειγμα μέσω μεθόδων συμμετοχής επί της δημιουργίας υπεραξίας, αύξησης μισθού ή προαγωγής, ασφάλειας υγείας, εκπτώσεων ή ειδικών επιδομάτων, γενναιόδωρων οδοιπορικών εξόδων ή σεμιναρίων σε εξωτικούς προορισμούς.

(41)

Για να διασφαλιστεί η προστασία των συμφερόντων των πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν πολιτικές αμοιβής προς όλα τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη παρεχόμενη υπηρεσία ή την εταιρική συμπεριφορά της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που εργάζονται ως προσωπικό συναλλαγών με το κοινό, προσωπικό πώλησης και άλλα μέλη του προσωπικού που εμπλέκονται έμμεσα στην παροχή των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών. Τα άτομα που επιβλέπουν το προσωπικό πώλησης, όπως οι άμεσοι προϊστάμενοι, στους οποίους ενδεχομένως να δίνονται κίνητρα για την πίεση του προσωπικού πώλησης, ή οι οικονομικοί αναλυτές τα κείμενα των οποίων ενδέχεται να χρησιμοποιούνται από το προσωπικό πωλήσεων με σκοπό την παρακίνηση των πελατών για τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, ή τα άτομα που εμπλέκονται στη διαχείριση καταγγελιών ή στο σχεδιασμό και την ανάπτυξη προϊόντων, εμπίπτουν επίσης στον ορισμό των προσώπων τα οποία αφορούν οι κανόνες περί αμοιβής. Σε αυτά τα πρόσωπα συμπεριλαμβάνονται και οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής των συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους το ειδικό καθεστώς των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και τις αντίστοιχες εθνικές ιδιαιτερότητες. Ωστόσο, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικές και πρακτικές αμοιβών των επιχειρήσεων θα πρέπει και πάλι να ορίζουν τα κατάλληλα κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης αυτών των προσώπων, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων, τα οποία παρακινούν τα άτομα αυτά ώστε να ενεργούν προς όφελος του πελάτη.

(42)

Σε περίπτωση εκτέλεσης διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό ενός προσώπου σύμφωνα με προηγούμενες οδηγίες του, οι υποχρεώσεις όσον αφορά προσωπικές συναλλαγές δεν πρέπει να ισχύουν για κάθε διαδοχική συναλλαγή χωριστά εφόσον οι σχετικές οδηγίες παραμένουν σε ισχύ αμετάβλητες. Ομοίως, οι υποχρεώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται κατά τον τερματισμό της ισχύος ή την ανάκληση των εν λόγω οδηγιών εφόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τυχόν αποκτήθηκαν προηγουμένως βάσει αυτών των οδηγιών δεν πωλούνται ταυτόχρονα με τη λήξη ισχύος ή την ανάκληση των οδηγιών. Ωστόσο, εάν οι οδηγίες μεταβληθούν ή αντικατασταθούν με νέες, οι υποχρεώσεις αυτές εφαρμόζονται σε μια προσωπική συναλλαγή ή κατά την έναρξη σειράς διαδοχικών προσωπικών συναλλαγών για λογαριασμό του ιδίου προσώπου.

(43)

Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να εξαρτούν τη χορήγηση άδειας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από μια γενική απαγόρευση εξωτερικής ανάθεσης μιας ή περισσότερων ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα εξωτερικής ανάθεσης παρόμοιων λειτουργιών εφόσον οι ρυθμίσεις της επιχείρησης επενδύσεων για την εξωτερική ανάθεση πληρούν ορισμένους όρους.

(44)

Η εξωτερική ανάθεση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ή ουσιωδών ή σημαντικών λειτουργιών δύναται να συνιστά ουσιώδη μεταβολή των όρων χορήγησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ. Εάν παρόμοιες συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης συναφθούν αφού η επιχείρηση επενδύσεων λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το κεφαλαίο Ι του τίτλου ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ, πρέπει να κοινοποιηθούν στις αρμόδιες αρχές εφόσον αυτό απαιτείται από το άρθρο 21 παράγραφος 2 της οδηγίας.

(45)

Οι περιστάσεις που πρέπει να θεωρούνται ότι οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων πρέπει να περιλαμβάνουν περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων της επιχείρησης ή ορισμένων προσώπων συνδεόμενων με αυτήν ή με τον όμιλο στον οποίο αυτή ανήκει και των υποχρεώσεων της επιχείρησης έναντι ενός πελάτη της, ή μεταξύ διαφορετικών συμφερόντων δύο ή περισσότερων πελατών της έναντι εκάστου εκ των οποίων η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση. Δεν αρκεί να μπορεί να επωφελείται η επιχείρηση εάν δεν υπάρχει επίσης ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε έναν πελάτη, ή να μπορεί να επωφελείται ένας πελάτης έναντι του οποίου η επιχείρηση υπέχει κάποια υποχρέωση εάν δεν υπάρχει συγχρόνως ενδεχόμενο δυνατής ζημίας σε άλλο παρόμοιο πελάτη.

(46)

Οι συγκρούσεις συμφερόντων πρέπει να ρυθμίζονται μόνον εφόσον παρέχεται επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία από επιχείρηση επενδύσεων. Η κατηγορία στην οποία ανήκει ο πελάτης στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία –ιδιώτης, επαγγελματίας ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος– δεν έχει σημασία για το σκοπό αυτό.

(47)

Η επιχείρηση επενδύσεων, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσής της να καταρτίσει πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η οποία προσδιορίζει τις περιστάσεις που συνιστούν ή οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων, πρέπει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε δραστηριότητες όπως η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και η παροχή συμβουλών, η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η διαχείριση χαρτοφυλακίου και οι δραστηριότητες εταιρικής χρηματοδότησης και ιδίως η αναδοχή ή πώληση τίτλων στο πλαίσιο προσφοράς τίτλων και η παροχή συμβουλών για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων. Ειδικότερα, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν η επιχείρηση ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με αυτήν με σχέση ελέγχου ασκεί συνδυασμό δύο ή περισσότερων από αυτές τις δραστηριότητες.

(48)

Στόχος των επιχειρήσεων επενδύσεων πρέπει να είναι ο εντοπισμός και η πρόληψη ή η διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με τις διάφορες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ομίλου στον οποίο ανήκουν, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων. Παρότι σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτείται η γνωστοποίηση περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων, η εν λόγω γνωστοποίηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης μόνο όταν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η υπέρ το δέον χρήση της γνωστοποίησης, χωρίς επαρκή συνεκτίμηση των μεθόδων για την κατάλληλη πρόληψη ή διαχείριση των συγκρούσεων. Η γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων από την επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να την απαλλάσσει από τη υποχρέωση να διατηρεί και να εφαρμόζει τις αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που απαιτούνται από το άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(49)

Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να συμμορφώνονται πάντα με τους κανόνες αντιπαροχών υπό το άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών τοποθέτησης. Συγκεκριμένα, τα τέλη που λαμβάνονται από επιχειρήσεις επενδύσεων που τοποθετούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδονται προς τους επενδυτικούς τους πελάτες, οφείλουν να συμμορφώνονται με αυτές τις διατάξεις, ενώ η τεχνητή άνοδος της τιμής των μετοχών (laddering) και ο περιορισμένος κύκλος πελατών (spinning) θεωρούνται καταχρηστικές πρακτικές.

(50)

Η επενδυτική έρευνα πρέπει να αποτελεί υποκατηγορία του είδους των πληροφοριών που ορίζονται ως σύσταση στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) (κατάχρηση αγοράς).

(51)

Τα μέτρα και οι ρυθμίσεις που θεσπίζονται από την επιχείρηση επενδύσεων για τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν από την παραγωγή και τη διάδοση υλικού που παρουσιάζεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να είναι κατάλληλα για την προστασία της αντικειμενικότητας και της ανεξαρτησίας των χρηματοοικονομικών αναλυτών και της επενδυτικής τους έρευνας. Τα εν λόγω μέτρα και ρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές διαθέτουν επαρκή βαθμό ανεξαρτησίας από τα συμφέροντα των προσώπων των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθούν ότι συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

(52)

Στα πρόσωπα των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ότι έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων πρέπει να περιλαμβάνονται το προσωπικό στον τομέα της χρηματοδότησης εταιρειών και τα πρόσωπα που ασχολούνται με τις πωλήσεις και τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό των πελατών ή της επιχείρησης.

(53)

Στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα πρόσωπα συνδεόμενα με την επιχείρηση επενδύσεων που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δύνανται, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια, να διενεργούν προσωπικές συναλλαγές σε μέσα τα οποία αφορά η έρευνα, πρέπει να περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες, για προσωπικούς λόγους συνδεόμενους με οικονομικές δυσχέρειες, ο αναλυτής ή άλλο πρόσωπο υποχρεούται να προβεί στη ρευστοποίηση μιας θέσης.

(54)

Τέλη, προμήθειες, χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που λαμβάνονται από την επιχείρηση παροχής επενδυτικών ερευνών εκ μέρους οποιουδήποτε τρίτου μέρους γίνονται αποδεκτά μόνο εφόσον παρέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του άρθρου 13 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593 (7).

(55)

Η έννοια της διάδοσης της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων σε πελάτες ή στο κοινό δεν πρέπει να περιλαμβάνει τη διάδοση αποκλειστικά σε πρόσωπα που ανήκουν στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων. Ως ισχύουσες συστάσεις πρέπει να θεωρούνται οι περιλαμβανόμενες σε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων συστάσεις που δεν έχουν αποσυρθεί και δεν έχουν λήξει. Οι απαιτήσεις που ισχύουν για την παραγωγή έρευνας πρέπει να εφαρμόζονται και σε περίπτωση ουσιώδους τροποποίησης έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που παράγεται από τρίτο.

(56)

Ο χρηματοοικονομικός αναλυτής δεν πρέπει να συμμετέχει σε δραστηριότητες άλλες από την προπαρασκευή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, εφόσον η συμμετοχή σε αυτές τις δραστηριότητες δεν είναι συμβατή με τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του σχετικού προσώπου. Αυτά συμπεριλαμβάνουν τη συμμετοχή σε δραστηριότητες επενδυτικής τραπεζικής όπως χρηματοδότηση εταιρειών και αναδοχή, συμμετοχή σε παρουσιάσεις νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή άλλες διαφημιστικές εκδηλώσεις για νέες εκδόσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή συμμετοχή με άλλο τρόπο στην προετοιμασία του μάρκετινγκ από τον εκδότη.

(57)

Δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων των υπηρεσιών αναδοχής και τοποθέτησης και της πιθανότητας εμφάνισης συγκρούσεων συμφερόντων σε σχέση με τις εν λόγω υπηρεσίες, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίσει πιο λεπτομερείς και συγκεκριμένες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η διαχείριση της διαδικασίας αναδοχής και τοποθέτησης διεξάγεται με σεβασμό στα συμφέροντα των διαφόρων συμμετεχόντων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα συμφέροντά τους ή τα συμφέροντα των πελατών τους δεν επηρεάζουν αθέμιτα την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στον πελάτη-εκδότη. Οι εν λόγω ρυθμίσεις θα πρέπει να επεξηγούνται στον πελάτη, μαζί με άλλες σχετικές πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία προσφορών, πριν η επιχείρηση αποδεχθεί την ανάληψη της προσφοράς.

(58)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών αναδοχής και τοποθέτησης οφείλουν να υιοθετούν κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν πως η διαδικασία τιμολόγησης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας του βιβλίου προσφορών (book building), δεν βλάπτει τα συμφέροντα του εκδότη.

(59)

Η διαδικασία τοποθέτησης ενέχει την άσκηση κρίσης από την πλευρά της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με τον επιμερισμό μιας έκδοσης τίτλων, και βασίζεται στα συγκεκριμένα γεγονότα και συνθήκες των ρυθμίσεων, με αποτέλεσμα να εγείρονται προβληματισμοί σύγκρουσης συμφερόντων. Η επιχείρηση οφείλει να εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές απαιτήσεις, ώστε να διασφαλίζει ότι οι επιμερισμοί που διεξάγονται ως μέρος της διαδικασίας τοποθέτησης δεν οδηγούν στην τοποθέτηση του συμφέροντος της επιχείρησης πάνω από το συμφέρον του εκδότη-πελάτη, ή στην τοποθέτηση των συμφερόντων ενός επενδυτή πελάτη επάνω από τα συμφέροντα ενός άλλου επενδυτή πελάτη. Συγκεκριμένα, οι επιχειρήσεις οφείλουν να ορίζουν ξεκάθαρα τη διαδικασία ανάπτυξης συστάσεων επιμερισμού στο πλαίσιο μιας πολιτικής επιμερισμού.

(60)

Οι απαιτήσεις που επιβάλλει ο παρών κανονισμός, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις προσωπικές συναλλαγές, την πραγματοποίηση συναλλαγών έχοντας γνώση των ερευνών στον τομέα των επενδύσεων και την παραγωγή ή διάδοση ερευνών στον τομέα των επενδύσεων ισχύουν με την επιφύλαξη των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/EΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής.

(61)

Ο παρών κανονισμός ορίζει τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τις πληροφορίες που απευθύνονται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες αυτές είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(62)

Καμία διάταξη του παρόντος κανονισμού δεν απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο και τη μορφή των διαφημιστικών ανακοινώσεων. Ούτε όμως τις εμποδίζει να το πράξουν, στο μέτρο που αυτή η προέγκριση βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση με την υποχρέωση που επιβάλλει η οδηγία 2014/65/EΕ να είναι οι πληροφορίες που απευθύνονται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές.

(63)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν απαιτήσεις πληροφόρησης που λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς των πελατών ως ιδιωτών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων. Ένας από τους στόχους της οδηγίας 2014/65/EΕ είναι να διασφαλισθεί η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ της προστασίας των επενδυτών και των υποχρεώσεων γνωστοποίησης που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων. Για το σκοπό αυτό, είναι σκόπιμο να οριστούν ειδικές απαιτήσεις πληροφόρησης για τους επαγγελματίες πελάτες, λιγότερο αυστηρές από ό, τι για τους ιδιώτες πελάτες.

(64)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να παρέχουν στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με τη φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους κινδύνους που σχετίζονται με την επένδυση σε αυτά, έτσι ώστε οι πελάτες να έχουν σωστή πληροφόρηση. Ο βαθμός λεπτομέρειας αυτών των πληροφοριών μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το κατά πόσο ο πελάτης είναι ιδιώτης πελάτης ή επαγγελματίας πελάτης καθώς και με τη φύση και το προφίλ κινδύνου των προσφερόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά θα πρέπει πάντα να συμπεριλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία. Τα κράτη μέλη μπορούν να διευκρινίζουν τους συγκεκριμένους όρους, ή το περιεχόμενο της περιγραφής των κινδύνων που απαιτείται στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις πληροφόρησης του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

(65)

Οι όροι που πρέπει να πληρούν οι πληροφορίες που απευθύνουν επιχειρήσεις επενδύσεων σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες, ώστε να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές, πρέπει να εφαρμόζονται με κατάλληλο και αναλογικό τρόπο στις ανακοινώσεις που απευθύνονται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη, για παράδειγμα, το μέσο ανακοίνωσης και τις πληροφορίες που επιχειρεί να μεταδώσει η ανακοίνωση στους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες. Ειδικότερα, δεν θα ήταν σκόπιμο να εφαρμόζονται τέτοιοι όροι σε διαφημιστικές ανακοινώσεις που συνίστανται μόνο σε ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα: επωνυμία επιχείρησης, λογότυπο ή άλλη εικόνα που συνδέεται με την επιχείρηση, σημείο επικοινωνίας, μνεία των ειδικών επενδυτικών υπηρεσιών που παρέχονται από την επιχείρηση.

(66)

Για τη βελτίωση της συνοχής των παρεχόμενων πληροφοριών προς τους επενδυτές, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να διασφαλίσουν τη συνεκτική παρουσίαση των πληροφοριών που παρέχονται σε κάθε πελάτη στην ίδια γλώσσα για κάθε πληροφορία ή διαφημιστικό υλικό που του παρέχεται. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις οφείλουν να μεταφράζουν τα ενημερωτικά δελτία που παρέχονται στους πελάτες, τα οποία έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9) ή την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10).

(67)

Για τη δίκαιη και ισορροπημένη παρουσίαση του οφέλους και των κινδύνων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να παρέχουν πάντοτε μια σαφή και εμφανή ένδειξη για κάθε σχετικό κίνδυνο, καθώς και τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες, όταν αναφέρονται στα δυνητικά οφέλη μιας υπηρεσίας ή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(68)

Οι πληροφορίες θεωρούνται παραπλανητικές εάν τείνουν να οδηγούν σε πλάνη το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται ή τα οποία ενδέχεται να τις λάβουν, ανεξαρτήτως εάν το πρόσωπο που τις παρέχει τις θεωρεί ή τις προορίζει να είναι παραπλανητικές.

(69)

Στις περιπτώσεις στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στον πελάτη πριν από την παροχή μιας υπηρεσίας, δεν πρέπει να θεωρείται ότι κάθε συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου τύπου αποτελεί παροχή νέας ή διαφορετικής υπηρεσίας.

(70)

Η λεπτομερής πληροφόρηση για το κατά πόσο οι επενδυτικές συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση, σχετικά με την ευρεία ή περιορισμένη ανάλυση των διαφορετικών τύπων μέσων, καθώς και τη διαδικασία επιλογής που ακολουθείται, θα πρέπει να βοηθά τους πελάτες στην αξιολόγηση των παρεχόμενων συμβουλών. Θα πρέπει, επίσης, να παρέχονται επαρκή στοιχεία στους πελάτες σχετικά με τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που αναλύουν οι επιχειρήσεις. Ο αριθμός και η ποικιλομορφία των χρηματοπιστωτικών μέσων προς εκτίμηση, εκτός από εκείνα που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή κοντινές στην ίδια οντότητες, θα πρέπει να είναι ανάλογα προς στο εύρος των παρεχόμενων συμβουλών, καθώς και τις προτιμήσεις και ανάγκες των πελατών. Ωστόσο, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων υπηρεσιών, κάθε αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται σε επαρκή αριθμό χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία είναι διαθέσιμα στην αγορά, ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι εναλλακτικές λύσεις της αγοράς.

(71)

Κάθε συμβουλή που παρέχεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε ανεξάρτητη βάση ενδέχεται να κυμαίνεται από ευρεία και γενική έως εξειδικευμένη και ειδική. Για να διασφαλιστεί ότι το εύρος των συμβουλών επιτρέπει τη δίκαιη και πρόσφορη σύγκριση μεταξύ διαφορετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, θα πρέπει οι σύμβουλοι επενδύσεων που ειδικεύονται σε συγκεκριμένες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων και επικεντρώνονται σε κριτήρια τα οποία δεν βασίζονται στην τεχνική δομή των ίδιων των μέσων, όπως «πράσινες» ή «δεοντολογικές» επενδύσεις, να συμμορφώνονται προς ορισμένες προϋποθέσεις στην περίπτωση που παρουσιάζονται ως ανεξάρτητοι σύμβουλοι.

(72)

Η δυνατότητα ενός συμβούλου να παρέχει ταυτόχρονα ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες συμβουλές θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στον πελάτη. Θα πρέπει επίσης να καθοριστούν ορισμένες οργανωτικές απαιτήσεις, ώστε να κατανοήσει ο πελάτης τη φύση και τη βάση των παρεχόμενων επενδυτικών συμβουλών.

(73)

Η παροχή σε πελάτη της επιχείρησης επενδύσεων αντιγράφου ενημερωτικού δελτίου που καταρτίσθηκε και δημοσιεύθηκε σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ δεν πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με παροχή πληροφοριών στον πελάτη από την επιχείρηση για τους σκοπούς των προβλεπόμενων από την οδηγία 2014/65/ΕΕ όρων λειτουργίας όσον αφορά την ποιότητα και το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών, εάν η επιχείρηση δεν φέρει βάσει της οδηγίας αυτής την ευθύνη για τις πληροφορίες που περιέχει το ενημερωτικό δελτίο.

(74)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ενισχύει την υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να γνωστοποιούν πληροφορίες για το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, ενώ παράλληλα επεκτείνει τις υποχρεώσεις αυτές σε σχέσεις με επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους. Για να διασφαλιστεί ότι όλες οι κατηγορίες πελατών ωφελούνται από την αυξημένη αυτή διαφάνεια σε θέματα δαπανών και επιβαρύνσεων, θα πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες ή επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, ο περιορισμός των λεπτομερών απαιτήσεων που ορίζει ο παρών κανονισμός, σε από κοινού συμφωνία με τους εν λόγω πελάτες. Αυτό, ωστόσο, δεν θα πρέπει επ' ουδενί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να ενημερώνουν τους επαγγελματίες πελάτες σε ό,τι αφορά το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή στην περίπτωση όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους σχετικά με το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, όταν, ανεξαρτήτως των παρεχόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, το εκάστοτε χρηματοπιστωτικό μέσο ενσωματώνει παράγωγα και προορίζεται για διανομή στους πελάτες τους. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες ή επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να συμφωνήσουν, για παράδειγμα, κατόπιν αιτήματος του εκάστοτε πελάτη, να μην απεικονίζουν τα σωρευτικά αποτελέσματα των εξόδων επιστροφής ή ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής, όπου οποιοδήποτε μέρος του συνολικού κόστους και επιβαρύνσεων εκφράζεται σε ξένο νόμισμα.

(75)

Λαμβάνοντας υπόψη την πρωταρχική υποχρέωση να ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών καθώς και τη σημασία της εκ των προτέρων πληροφόρησής τους σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, θα πρέπει η αναφορά στα χρηματοπιστωτικά μέσα που προτείνονται ή διατίθενται να περιλαμβάνει ιδίως επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, επιχειρήσεις που παρέχουν γενικές συστάσεις σε σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή που προωθούν ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα στην παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που έχουν συνάψει συμφωνίες διανομής ή διάθεσης με κάποιον κατασκευαστή προϊόντων ή εκδότη.

(76)

Σύμφωνα με την πρωταρχική υποχρέωσή τους να ενεργούν σύμφωνα με το συμφέρον των πελατών και λαμβάνοντας υπόψη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη νομοθεσία της Ένωσης που ρυθμίζει ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα (ειδικότερα, μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δέσμες ασφαλιστικών επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές — PRIIPs), οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να γνωστοποιούν και να συγκεντρώνουν όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού μέσου, σε κάθε περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποχρεούνται να παρέχουν στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με το κόστος ενός χρηματοοικονομικού μέσου, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης.

(77)

Στην περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν έχουν διαθέσει ή συστήσει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δεν υποχρεούνται βάσει της νομοθεσίας της Ένωσης να ενημερώσουν τους πελάτες σχετικά με το κόστος ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενδέχεται να μην είναι σε θέση να λάβουν υπόψη όλα τα έξοδα που συνδέονται με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο. Ακόμη και σε αυτές τις υπόλοιπες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να ενημερώνουν τους πελάτες εκ των προτέρων για όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την επενδυτική υπηρεσία και την τιμή απόκτησης του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συμμορφώνονται με κάθε άλλη υποχρέωση για την παροχή των κατάλληλων πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4, στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή να ενημερώνουν εκ των υστέρων στους πελάτες επαρκώς σχετικά με τις υπηρεσίες που τους παρέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 6, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων του κόστους.

(78)

Για να εξασφαλίσουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων την ενημέρωση των πελατών σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις, καθώς και την αξιολόγηση τέτοιου είδους πληροφοριών και τη σύγκριση με άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή επενδυτικές υπηρεσίες, οφείλουν να διαθέτουν σαφείς και κατανοητές πληροφορίες στους πελάτες σχετικά με όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις σε εύθετο χρόνο, πριν από την παροχή των υπηρεσιών. Δύναται να παρέχεται πληροφόρηση εκ των προτέρων σχετικά με τα έξοδα που σχετίζονται με το έκαστο χρηματοπιστωτικό μέσο ή παρεπόμενη υπηρεσία βάσει του ποσού της επένδυσης. Ωστόσο, οι δαπάνες και επιβαρύνσεις που γνωστοποιούνται θα πρέπει να αντιστοιχούν στα πραγματικά έξοδα του πελάτη, βάσει του συγκεκριμένου ποσού επένδυσης. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει μια σειρά από συνεχείς υπηρεσίες με διαφορετικές χρεώσεις για την κάθε υπηρεσία, η επιχείρηση οφείλει να γνωστοποιήσει τα έξοδα που σχετίζονται με την υπηρεσία στην οποία έχει εγγραφεί ο πελάτης. Σε ό,τι αφορά τις γνωστοποιήσεις που γίνονται εκ των υστέρων, οι πληροφορίες που σχετίζονται με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις πρέπει να ανταποκρίνονται στο πραγματικό ποσό επένδυσης του πελάτη την στιγμή που αυτές γνωστοποιούνται.

(79)

Για να εξασφαλιστεί η ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με το σύνολο των δαπανών και επιβαρύνσεων, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο υποκείμενος κίνδυνος της αγοράς αναφέρεται μόνο σε διακυμάνσεις της αξίας του επενδυθέντος κεφαλαίου που προκαλούνται άμεσα από μεταβολές στην αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων. Επομένως, το κόστος των συναλλαγών και τρεχουσών επιβαρύνσεων στα χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει επίσης να συμπεριλαμβάνεται στον απαιτούμενο συνυπολογισμό των δαπανών και επιβαρύνσεων, καθώς και να εκτιμάται βάσει λογικών υποθέσεων, συνοδευόμενο από μια εξήγηση για το ότι οι υπολογισμοί αυτοί βασίζονται σε υποθέσεις και ενδέχεται να αποκλίνουν από τις πραγματικές δαπάνες και επιβαρύνσεις που θα προκύψουν. Κατά την ίδια λογική της πλήρους διαφάνειας, οι πρακτικές για τις οποίες υπάρχει συμψηφισμός κόστους δεν θα πρέπει να απαλλάσσονται από την υποχρέωση ενημέρωσης επί των δαπανών και επιβαρύνσεων. Η γνωστοποίηση των δαπανών και επιβαρύνσεων διέπεται από την αρχή κατά την οποία θα πρέπει να γνωστοποιείται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της τιμής μιας θέσης για την επιχείρηση και η αντίστοιχη τιμή για τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων και μειώσεων.

(80)

Ενώ οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να συνυπολογίζουν όλες τις δαπάνες και επιβαρύνσεις σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να ενημερώνουν τους πελάτες για το συνολικό κόστος το οποίο εκφράζεται και ως χρηματικό ποσό και ως ποσοστό, θα πρέπει, επιπροσθέτως, να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παράσχουν στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη χωριστά αριθμητικά στοιχεία που θα περιλαμβάνουν το σύνολο του αρχικού κόστους, των τρεχουσών δαπανών και επιβαρύνσεων καθώς και του συνολικού κόστους απόσυρσης.

(81)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διανέμουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε σχέση με τα οποία οι πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες και επιβαρύνσεις είναι ελλιπείς, θα πρέπει επιπλέον να ενημερώνουν τους πελάτες τους για τις δαπάνες αυτές καθώς και για κάθε άλλο κόστος και σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα των πελατών να ενημερώνονται πλήρως για τα στοιχεία των δαπανών και επιβαρύνσεων. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διανέμουν μερίδια σε εταιρείες συλλογικών επενδύσεων για τα οποία δεν έχουν χορηγηθεί στοιχεία για το κόστος συναλλαγών, για παράδειγμα από μερίδια στην εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έρχονται σε επαφή με τις εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ για να ενημερωθούν σχετικά.

(82)

Προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια για τους πελάτες σχετικά με τις παρεπόμενες επιβαρύνσεις των επενδύσεών τους και την απόδοση των τελευταίων έναντι του σχετικού κόστους με την πάροδο του χρόνου, είναι σκόπιμο να παρέχεται τακτική εκ των υστέρων ενημέρωση όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν ή είχαν μια σταθερή σχέση με τον πελάτη στη διάρκεια του έτους. Η εκ των υστέρων ενημέρωση για όλες τις σχετικές δαπάνες και επιβαρύνσεις θα πρέπει να παρέχεται σε εξατομικευμένη βάση. Η εκ των υστέρων περιοδική ενημέρωση μπορεί να επιτευχθεί με βάση τις υφιστάμενες υποχρεώσεις υποβολής αναφορών, όπως είναι οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που παρέχουν εκτέλεση εντολών εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του πελάτη.

(83)

Στις πληροφορίες τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων υποχρεούται να διαβιβάσει στους πελάτες όσον αφορά το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις περιλαμβάνονται πληροφορίες ως προς τους όρους πληρωμής ή εκτέλεσης της συμφωνίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας σχετικά με το προσφερόμενο χρηματοπιστωτικό μέσο. Στο πλαίσιο αυτό, οι πληροφορίες για τους όρους πληρωμής είναι κατάλληλες εάν η σύμβαση του χρηματοπιστωτικού μέσου τερματίζεται με χρηματικό διακανονισμό. Οι πληροφορίες για τις ρυθμίσεις εκτέλεσης είναι γενικά κατάλληλες εάν η σύμβαση χρηματοπιστωτικού μέσου απαιτεί κατά τον τερματισμό της, την παράδοση μετοχών, ομολόγων, τίτλου επιλογής, χρυσού ή άλλου μέσου ή βασικού εμπορεύματος.

(84)

Είναι απαραίτητο να καθοριστούν διαφορετικές απαιτήσεις για την εφαρμογή αξιολόγησης καταλληλότητας βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και την εφαρμογή αξιολόγησης συμβατότητας βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας. Τα κριτήρια αυτά έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες στις οποίες αναφέρονται και διαφορετικές λειτουργίες και χαρακτηριστικά.

(85)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν την έκθεση καταλληλότητας και να εφιστούν την προσοχή των πελατών στις πληροφορίες σχετικά με το εάν ενδέχεται οι προτεινόμενες υπηρεσίες ή τα μέσα να απαιτούν από τον ιδιώτη πελάτη να αναζητήσει μια περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεών τους. Αυτό περιλαμβάνει περιπτώσεις όπου ο πελάτης ενδέχεται να χρειαστεί να αναζητήσει συμβουλές ώστε το χαρτοφυλάκιο επενδύσεων να είναι σύμφωνο με την αρχική συνιστώμενη κατανομή, στις περιπτώσεις όπου ενδεχομένως το χαρτοφυλάκιο αποκλίνει από τη σκοπούμενη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων.

(86)

Προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις της αγοράς και να διασφαλιστεί το ίδιο επίπεδο προστασίας των επενδυτών, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διατηρήσουν την αρμοδιότητα για τη διενέργεια αξιολογήσεων καταλληλότητας εφόσον παρέχονται υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συνολικά ή εν μέρει, μέσω ενός αυτοματοποιημένου ή ημι-αυτοματοποιημένου συστήματος.

(87)

Σύμφωνα με την απαίτηση για την αξιολόγηση καταλληλότητας του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να προβαίνουν σε αξιολόγηση της καταλληλότητας όχι μόνο σε σχέση με τις συστάσεις για την αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου, αλλά και για όλες τις αποφάσεις διαπραγμάτευσης, όπως κατά πόσον πρέπει ή όχι να αγοράσουν, να κατέχουν ή να πουλήσουν μια επένδυση.

(88)

Για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια συναλλαγή μπορεί να είναι ακατάλληλη για τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εξαιτίας των κινδύνων που ενέχουν τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, του είδους της συναλλαγής, των χαρακτηριστικών της εντολής ή της συχνότητας διαπραγμάτευσης. Μια σειρά συναλλαγών που μεμονωμένα είναι κατάλληλες, ενδέχεται να είναι ακατάλληλες εάν η σύσταση ή οι αποφάσεις διαπραγμάτευσης πραγματοποιούνται με συχνότητα που δεν είναι προς το συμφέρον του πελάτη. Σε περίπτωση διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια συναλλαγή μπορεί να αποδειχθεί επίσης ακατάλληλη εάν έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ακατάλληλου χαρτοφυλακίου.

(89)

Κάθε σύσταση, αίτηση ή συμβουλή από διαχειριστή χαρτοφυλακίου σε πελάτη του να δώσει ή να μεταβάλει εξουσιοδότηση στο διαχειριστή χαρτοφυλακίου η οποία ορίζει τα όρια διακριτικής ευχέρειας του διαχειριστή πρέπει να θεωρηθεί ως σύσταση κατά την έννοια του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(90)

Προκειμένου να παρέχεται ασφάλεια δικαίου και να είναι σε θέση οι πελάτες να κατανοήσουν καλύτερα τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες θα πρέπει να συνάπτουν γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία θα προσδιορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη.

(91)

Ο παρών κανονισμός δεν πρέπει να απαιτεί από τις αρμόδιες αρχές να εγκρίνουν το περιεχόμενο της βασικής συμφωνίας μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και των πελατών της. Ωστόσο, δεν θα πρέπει ούτε να τις εμποδίζει να το πράττουν, στο μέτρο που η έγκριση αυτή βασίζεται μόνο στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο για την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της και να καταρτίσει αρχείο που να ορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους, καθώς και τους λοιπούς όρους υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις θα παρέχουν υπηρεσίες στους πελάτες τους.

(92)

Τα αρχεία που υποχρεούται να τηρήσει η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσαρμοστούν ανάλογα με το είδος της επιχείρησης και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που εκτελούνται, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι υποχρεώσεις τήρησης αρχείων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11), τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, την οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12) και τον παρόντα κανονισμό, καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στο εποπτικό τους έργο και να λαμβάνει μέτρα εφαρμογής με σκοπό τη διασφάλιση τόσο της προστασίας των επενδυτών όσο και της ακεραιότητας της αγοράς.

(93)

Δεδομένης της σημασίας των εκθέσεων και της περιοδικής ενημέρωσης όλων των πελατών, καθώς και την επέκταση του άρθρου 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για τη σχέση με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό πρέπει να εφαρμόζονται για όλες τις κατηγορίες πελατών. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της αλληλεπίδρασης με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, θα πρέπει να επιτρέπεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες που θα ορίζουν το ακριβές περιεχόμενο και χρονικό προσδιορισμό των εκθέσεων, άλλες από εκείνες που ισχύουν για τους ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες.

(94)

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου υποχρεούται να παρέχει σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες πληροφορίες σχετικά με τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιό τους και τα επιτρεπόμενα είδη συναλλαγών στα μέσα αυτά, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να διευκρινίζουν χωριστά εάν η επιχείρηση επενδύσεων θα εξουσιοδοτείται να επενδύει σε χρηματοπιστωτικά μέσα μη εισηγμένα για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε παραγωγικά μέσα, σε μη ρευστά ή υψηλής μεταβλητότητας μέσα ή να πραγματοποιεί ανοικτές πωλήσεις (short sales), αγορές με δανειακά κεφάλαια, συναλλαγές που συνεπάγονται σύσταση περιθωρίου ασφάλισης, κατάθεση εξασφαλίσεων ή συναλλαγματικό κίνδυνο.

(95)

Οι πελάτες θα πρέπει να ενημερώνονται για την απόδοση του χαρτοφυλακίου τους και την απόσβεση της αρχικής τους επένδυσης. Στην περίπτωση της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να καθοριστεί αρχικά απόσβεση της τάξης του 10 %, και στη συνέχεια σε πολλαπλάσια του 10 %, της συνολικής αξίας του συνολικού χαρτοφυλακίου και δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε μεμονωμένες εκμεταλλεύσεις.

(96)

Για τους σκοπούς των απαιτήσεων γνωστοποίησης σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, ως συναλλαγή που μπορεί να δημιουργήσει ενδεχόμενη υποχρέωση νοείται μια συναλλαγή που συνεπάγεται για τον πελάτη οποιαδήποτε πραγματική ή δυνητική υποχρέωση που υπερβαίνει το κόστος απόκτησης του μέσου.

(97)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στο είδος της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά στο καθεστώς της ως οριακής εντολής, ελεύθερης εντολής ή άλλου δεδομένου είδους εντολής.

(98)

Για τους σκοπούς των διατάξεων που διέπουν τις γνωστοποιήσεις προς πελάτες, μια αναφορά στη φύση της εντολής πρέπει να εννοείται ως αναφορά σε εντολές για εγγραφή μετοχών, εντολές για την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης ή παρόμοιες Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών

(99)

Κατά τη θέσπιση της πολιτικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσδιορίσει την σχετική σημασία των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας ή, τουλάχιστον, να καθορίσει τη διαδικασία με την οποία προσδιορίζει την σχετική σημασία τους, κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προσφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα στους πελάτες της. Για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να επιλέξει τους τόπους εκτέλεσης που της επιτρέπουν να επιτυγχάνει σε συνεχή βάση τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα όσον αφορά την εκτέλεση των εντολών των πελατών της. Προκειμένου να συμμορφώνονται με τη νομική υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την εφαρμογή των κριτηρίων βέλτιστης εκτέλεσης για επαγγελματίες πελάτες, δεν θα χρησιμοποιούν κατά κανόνα τους ίδιους τόπους εκτέλεσης για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ) και άλλες συναλλαγές. Αυτό οφείλεται στο ότι οι ΣΧΤ χρησιμοποιούνται ως πηγή χρηματοδότησης που αποτελεί αντικείμενο δέσμευσης ότι ο δανειολήπτης θα επιστρέψει αντίστοιχης αξίας τίτλους σε κάποια μελλοντική ημερομηνία και οι όροι των ΣΧΤ ορίζονται συνήθως διμερώς μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων πριν από την εκτέλεση. Συνεπώς, η επιλογή των τόπων εκτέλεσης για ΣΧΤ είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με άλλες συναλλαγές, δεδομένου ότι εξαρτάται από τους ειδικούς όρους που ορίζονται εκ των προτέρων μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων και από αν υπάρχει αυτούς τους τόπους εκτέλεσης συγκεκριμένη ζήτηση για τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Συνεπώς, η πολιτική εκτέλεσης εντολών που εφαρμόζεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά των ΣΧΤ και θα πρέπει να παραθέτει ξεχωριστά τους τόπους εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται για ΣΧΤ. Η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να εφαρμόζει την πολιτική εκτέλεσης σε κάθε εντολή πελάτη που εκτελεί και να έχει ως στόχο τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τον πελάτη σύμφωνα με την πολιτική αυτή.

(100)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν ή αποστέλλουν εντολές πελατών προς εκτέλεση σε άλλες οντότητες ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ για την παροχή κατάλληλης ενημέρωσης των πελατών σχετικά με την επιχείρηση και τις υπηρεσίες που προσφέρει, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να παρέχουν στους πελάτες κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τις πέντε κορυφαίες οντότητες για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων στις οποίες διαβιβάζουν ή αποστέλλουν τις εντολές των πελατών και να ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης, σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν ή τοποθετούν εντολές προς εκτέλεση σε άλλες οντότητες δύνανται να επιλέξουν μία οντότητα για την εκτέλεση μόνο εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι αυτό τους επιτρέπει να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους σε σταθερή βάση και εφόσον μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι η επιλεγείσα οντότητα θα τους δώσει τη δυνατότητα να επιτύχουν αποτελέσματα για τους πελάτες τους που είναι τουλάχιστον εφάμιλλα εκείνων που θα μπορούσαν ευλόγως να αναμένουν από την χρήση εναλλακτικών οντοτήτων για την εκτέλεση των εντολών. Αυτή η εύλογη προσδοκία θα πρέπει να στηρίζεται σε συναφή δεδομένα που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή σε εσωτερική ανάλυση που διενεργείται από τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων.

(101)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη κατά την εκτέλεση εντολής ιδιώτη πελάτη που δεν έχει δώσει ειδικές οδηγίες εκτέλεσης, η επιχείρηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους παράγοντες που θα της επιτρέψουν να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο πελάτης, το οποίο αποτελείται από την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου συν το κόστος εκτέλεσης. Η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος και η φύση της εντολής, ο αντίκτυπος στην αγορά και κάθε άλλο έμμεσο κόστος συναλλαγής μπορούν να υπερισχύουν έναντι της άμεσης τιμής και του κόστους εκτέλεσης μόνο στο μέτρο που συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος από την άποψη του συνολικού τιμήματος που καταβάλλει ο ιδιώτης πελάτης.

(102)

Όταν η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μια εντολή ακολουθώντας ειδικές οδηγίες του πελάτη, πρέπει να θεωρείται ότι έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει μόνο για το μέρος ή την πτυχή της εντολής που αφορούν οι οδηγίες του πελάτη. Το γεγονός ότι ο πελάτης έχει δώσει ειδικές οδηγίες που καλύπτουν ένα μέρος ή μια πτυχή της εντολής δεν πρέπει να θεωρείται ότι απαλλάσσει την επιχείρηση επενδύσεων από τις υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης τις οποίες υπέχει σε σχέση με άλλα μέρη ή πτυχές της εντολής του πελάτη που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες του. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν πρέπει να ενθαρρύνει έναν πελάτη να της δώσει οδηγίες να εκτελέσει μια εντολή με ιδιαίτερο τρόπο, αναφέροντας ρητά ή υποδηλώνοντας έμμεσα το περιεχόμενο των οδηγιών αυτών στον πελάτη, όταν η επιχείρηση θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι μια τέτοια οδηγία θα την εμπόδιζε να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για αυτόν τον πελάτη. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ζητά από τον πελάτη να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκεκριμένων τόπων εκτέλεσης, υπό τον όρο ότι αυτοί οι τόποι εκτέλεσης είναι συνεπείς με την πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης.

(103)

Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με πελάτες από μια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με την εκτέλεση εντολών πελατών και υπόκειται συνεπώς στις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του παρόντος κανονισμού, και ιδίως στις απαιτήσεις βέλτιστης εκτέλεσης. Ωστόσο, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ανακοινώνει στον πελάτη μια τιμή που θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εάν η επιχείρηση πραγματοποιούσε τη συναλλαγή με την τιμή αυτή κατά το χρόνο που αυτή ανακοινώθηκε, η επιχείρηση θα πρέπει να εκπληρώνει τις εν λόγω υποχρεώσεις εάν πραγματοποιεί τη συναλλαγή με την τιμή αυτή μετά την αποδοχή της από τον πελάτη εφόσον, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων συνθηκών της αγοράς και του χρονικού διαστήματος από την ανακοίνωση της τιμής έως την αποδοχή της, η τιμή αυτή δεν είναι εμφανώς παρωχημένη.

(104)

Η υποχρέωση επίτευξης του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος κατά την εκτέλεση εντολών πελατών ισχύει για όλα τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Λαμβανομένων ωστόσο υπόψη των διαφορών στις δομές των αγορών και στη διάρθρωση των χρηματοπιστωτικών μέσων, ενδέχεται να είναι δύσκολη η διαμόρφωση και εφαρμογή ενιαίου προτύπου και ενιαίας διαδικασίας βέλτιστης εκτέλεσης με τρόπο έγκυρο και αποτελεσματικό για όλες τις κατηγορίες μέσων. Οι υποχρεώσεις βέλτιστης εκτέλεσης πρέπει συνεπώς να εφαρμόζονται έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές περιστάσεις υπό τις οποίες εκτελούνται εντολές που αφορούν δεδομένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων. Για παράδειγμα, οι συναλλαγές σε ένα εξατομικευμένο εξωχρηματιστηριακό χρηματοπιστωτικό μέσο που συνεπάγεται μια μοναδική συμβατική σχέση προσαρμοσμένη στις περιστάσεις του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να μην είναι συγκρίσιμες, για τους σκοπούς της βέλτιστης εκτέλεσης, με συναλλαγές που αφορούν τη διαπραγμάτευση μετοχών σε κεντρικούς τόπους εκτέλεσης. Καθώς οι υποχρεώσεις για τη βέλτιστη εκτέλεση ισχύουν για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, ανεξαρτήτως του αν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συγκεντρώνουν τα σχετικά δεδομένα της αγοράς, προκειμένου να ελέγχουν κατά πόσον η τιμή που προσφέρεται εξωχρηματιστηριακά για έναν πελάτη είναι δίκαιη και ανταποκρίνεται στην υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης.

(105)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης εντολών δεν θα πρέπει να θίγουν τη γενική υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ να παρακολουθεί σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών και πολιτικής και να αξιολογεί τους τόπους εκτέλεσης που λαμβάνονται υπόψη στην πολιτική εκτέλεσης την οποία εφαρμόζει.

(106)

Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να απαιτεί αλληλεπικάλυψη προσπαθειών όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση, αφενός από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία λήψης και διαβίβασης εντολών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου και αφετέρου από την επιχείρηση επενδύσεων στην οποία η πρώτη διαβιβάζει τις εντολές προς εκτέλεση.

(107)

Η υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτυγχάνουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους. Η ποιότητα της εκτέλεσης, η οποία περιλαμβάνει πτυχές όπως η ταχύτητα και η πιθανότητα εκτέλεσης (fill rate), καθώς και η διαθεσιμότητα και η συχνότητα καλύτερων τιμών, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την επίτευξη βέλτιστης εκτέλεσης. Η διαθεσιμότητα, η συγκρισιμότητα και η ενοποίηση δεδομένων σχετικών με την ποιότητα εκτέλεσης που παρέχουν οι διάφοροι τόποι εκτέλεσης είναι καθοριστικοί παράγοντες που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους επενδυτές να εντοπίζουν τους τόπους που παρέχουν την καλύτερη ποιότητα εκτέλεσης για τους πελάτες τους. Προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα εκτέλεσης για έναν πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να συγκρίνουν και να αναλύουν τα σχετικά δεδομένα συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των αντίστοιχων μέτρων εφαρμογής.

(108)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές θα πρέπει να είναι σε θέση να συμπεριλαμβάνουν ένα μόνο τόπο εκτέλεσης στο πλαίσιο της πολιτικής τους, μόνον εφόσον είναι σε θέση να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο τους επιτρέπει να εξασφαλίζουν τη βέλτιστη εκτέλεση για τους πελάτες τους σε σταθερή βάση. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να επιλέγουν ένα μόνο τόπο εκτέλεσης, μονάχα εφόσον μπορούν ευλόγως να αναμένουν ότι ο επιλεγμένος αυτός τόπος εκτέλεσης θα τους επιτρέψει να εξασφαλίσουν αποτελέσματα για τους πελάτες που θα είναι τουλάχιστον εξίσου ικανοποιητικά με τα αποτελέσματα που ευλόγως θα μπορούσαν να αναμένουν από τη χρήση εναλλακτικών τόπων εκτέλεσης. Αυτή η εύλογη προσδοκία πρέπει να υποστηρίζεται από τα σχετικά στοιχεία που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή από άλλες εσωτερικές αναλύσεις που πραγματοποιούνται από τις επιχειρήσεις.

(109)

Ο επανεπιμερισμός συναλλαγών πρέπει να θεωρείται επιζήμιος για τον πελάτη εάν, ως αποτέλεσμα αυτού, παρέχεται αθέμιτη προτεραιότητα στην επιχείρηση επενδύσεων ή σε οποιονδήποτε δεδομένο πελάτη.

(110)

Με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014/ΕΚ, για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν το χειρισμό των εντολών πελατών, οι εντολές πελατών δεν πρέπει να θεωρούνται κατά τα άλλα συγκρίσιμες εάν λαμβάνονται με διαφορετικά μέσα και δεν είναι δυνατό να διεκπεραιώνονται με τη σειρά λήψης τους. Η χρησιμοποίηση από την επιχείρηση επενδύσεων πληροφοριών σχετικών με εκκρεμούσα εντολή πελάτη προκειμένου να διαπραγματευτεί για ίδιο λογαριασμό στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η εντολή του πελάτη ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, πρέπει να θεωρείται κατάχρηση των εν λόγω πληροφοριών. Ωστόσο, το γεγονός μόνο ότι ειδικοί διαπραγματευτές ή όργανα που εξουσιοδοτούνται να ενεργούν ως αντισυμβαλλόμενοι περιορίζονται στην άσκηση της νόμιμης δραστηριότητάς τους αγοράς και πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων, ή ότι πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται να εκτελούν εντολές για λογαριασμό τρίτων περιορίζονται στην πιστή εκτέλεση μιας εντολής, δεν πρέπει να θεωρείται ότι συνιστά αυτό καθαυτό κατάχρηση πληροφοριών.

(111)

Κατά την εκτίμηση του κατά πόσο μια αγορά πληροί την απαίτηση που προβλέπεται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ότι τουλάχιστον το 50 % των εκδοτών οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί στη διαπραγμάτευση στην εν λόγω αγορά είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (ΜΜΕ), θα πρέπει να υιοθετείται μια ευέλικτη προσέγγιση από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τις αγορές που δεν διαθέτουν προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, νεοσύστατες ΜΜΕ, των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί στη διαπραγμάτευση για λιγότερο από τρία χρόνια, καθώς και με εκδότες αποκλειστικά εξωχρηματιστηριακών χρηματοπιστωτικών μέσων.

(112)

Λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλομορφία των λειτουργικών μοντέλων των υφιστάμενων ΠΜΔ, με έμφαση στις ΜΜΕ εντός της Ένωσης, και για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της νέας κατηγορίας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ, είναι σκόπιμο να χορηγηθεί στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ ο κατάλληλος βαθμός ευελιξίας για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των εκδοτών για την εισαγωγή στον τόπο τους. Σε κάθε περίπτωση, μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ δεν θα πρέπει να διαθέτει κανόνες που να επιβαρύνουν τους εκδότες ακόμα περισσότερο από εκείνους που ισχύουν για τους εκδότες σε ρυθμιζόμενες αγορές.

(113)

Όσον αφορά το περιεχόμενο του πληροφοριακού εγγράφου εισαγωγής, το οποίο απαιτείται να καταρτιστεί από έναν εκδότη κατά την αρχική εισαγωγή των κινητών αξιών του προς διαπραγμάτευση σε μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, όταν η υποχρέωση δημοσίευσης ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ δεν ισχύει, είναι σκόπιμο οι αρμόδιες αρχές διατηρούν το δικαίωμα να αξιολογούν το κατά πόσον οι κανόνες που ορίζονται από το διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ εξασφαλίζουν την ορθή ενημέρωση των επενδυτών. Ενώ την πλήρη ευθύνη για τις πληροφορίες που εμφανίζονται στο έγγραφο εισαγωγής οφείλει να φέρει ο εκδότης, είναι ο διαχειριστής της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ εκείνος που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο το θα αναθεωρηθεί καταλλήλως το έγγραφο εισαγωγής. Αυτό δεν θα πρέπει να συνεπάγεται κατ 'ανάγκη την επίσημη έγκριση από την αρμόδια αρχή ή τον διαχειριστή.

(114)

Η δημοσίευση των ετήσιων και εξαμηνιαίων οικονομικών εκθέσεων από τους εκδότες αποτελεί το κατάλληλο ελάχιστο πρότυπο διαφάνειας που είναι σύμφωνο με την καλύτερη και συνηθέστερη πρακτική των υφιστάμενων αγορών με έμφαση στις ΜΜΕ. Ως προς το περιεχόμενο των οικονομικών εκθέσεων, ο διαχειριστής μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ θα πρέπει να είναι ελεύθερος να επιβάλλει τη χρήση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς ή των προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς που επιτρέπονται από τις κατά τόπους νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις, ή και τα δύο, από εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στον εκάστοτε τόπο διαπραγμάτευσης. Οι προθεσμίες για τη δημοσίευση οικονομικών εκθέσεων θα πρέπει να είναι λιγότερο επαχθείς από αυτές που προβλέπονται από την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), καθώς τα λιγότερο αυστηρά χρονοδιαγράμματα φαίνεται να είναι καταλληλότερα για τις ανάγκες και περιστάσεις των ΜΜΕ.

(115)

Δεδομένου ότι οι κανόνες για την ενημέρωση σχετικά με τους εκδότες σε ρυθμιζόμενες αγορές βάσει της οδηγίας 2004/109/ΕΚ θα ήταν υπερβολικά επαχθείς για τους εκδότες σε αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, είναι σκόπιμο η ιστοσελίδα του διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ να γίνεται το σημείο σύγκλισης για επενδυτές που αναζητούν πληροφορίες σχετικά με τους εκδότες των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε αυτόν τον τόπο. Μια δημοσίευση στο δικτυακό τόπο του διαχειριστή της αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί με την παροχή απευθείας συνδέσμου που θα οδηγεί στην ιστοσελίδα του εκδότη σε περίπτωση που οι πληροφορίες δημοσιεύονται εκεί, εάν ο σύνδεσμος οδηγεί απευθείας στο σχετικό τμήμα του διαδικτυακού τόπου του εκδότη όπου θα μπορούν οι επενδυτές να βρουν εύκολα τις πληροφορίες κανονιστικού χαρακτήρα.

(116)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί περαιτέρω πότε η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Είναι, επομένως, απαραίτητη η σύγκλιση στον τομέα αυτό ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά σε κράτος μέλος, όπου οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα έχει ανασταλεί ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα έχουν αποσυρθεί, δεν θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες στην αγορά σε άλλο κράτος μέλος, όπου η διαπραγμάτευση βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη.

(117)

Προκειμένου να διασφαλιστεί το αναγκαίο επίπεδο σύγκλισης, είναι σκόπιμο να καταρτιστεί κατάλογος των ειδικών συνθηκών που βλάπτουν σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση απόφασης από την αρμόδια εθνική αρχή, διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ να μην απαιτηθεί η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ή να μην ακολουθήσει σχετική κοινοποίηση προς την κατεύθυνση αυτή. Ο παραπάνω κατάλογος δεν θα πρέπει να είναι εξαντλητικός, καθώς θα παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές ένα πλαίσιο για την άσκηση της κρίσης τους, εξασφαλίζοντάς τους παράλληλα την απαραίτητη ευελιξία στην αξιολόγηση μεμονωμένων περιπτώσεων.

(118)

Τα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαιτούν αντίστοιχα από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές των ΠΜΔ ή ΜΟΔ, καθώς και από τους διαχειριστές των ρυθμιζόμενων αγορών να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες εθνικές αρχές τους υπό ορισμένες συνθήκες. Η απαίτηση αυτή έχει ως στόχο να διασφαλίσει ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να ασκήσουν τα ρυθμιστικά τους καθήκοντα και να ενημερώνονται εγκαίρως για συναφή περιστατικά που ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία και την ακεραιότητα των αγορών. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τους διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να επιτρέπουν στις εθνικές αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν και να αξιολογούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι αγορές και οι συμμετέχοντες σε αυτές, καθώς και μπορούν να αντιδρούν αποτελεσματικά και να λαμβάνουν μέτρα σε περίπτωση που κρίνεται απαραίτητο.

(119)

Είναι σκόπιμο να καταρτιστεί ένας μη εξαντλητικός κατάλογος των περιστάσεων καίριας σημασίας που θα συγκεντρώνει σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης, μη κανονικούς όρους διαπραγμάτευσης ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, υποχρεώνοντας έτσι τους διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές τους, όπως ορίζεται στα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Για το σκοπό αυτό, η αναφορά στους «κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης» πρέπει να νοείται με την ευρεία έννοια και θα πρέπει να περιλαμβάνει όλους τους κανόνες, τις αποφάσεις και εντολές, καθώς και τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβατικών συμφωνιών μεταξύ του τόπου διαπραγμάτευσης και των συμμετεχόντων στα οποία περιλαμβάνονται οι προϋποθέσεις της διαπραγμάτευσης και της εισόδου στον τόπο διαπραγμάτευσης.

(120)

Είναι επίσης σκόπιμο, όσον αφορά τη συμπεριφορά που δύναται να φανερώνει καταχρηστικό χαρακτήρα στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, να καταρτιστεί ένας μη εξαντλητικός κατάλογος των σημάτων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από τον διαχειριστή ενός τόπου διαπραγμάτευσης κατά την εξέταση συναλλαγών ή εντολών διενέργειας συναλλαγών, προκειμένου να διαπιστωθεί το κατά πόσον ισχύει η υποχρέωση ενημέρωσης της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως ορίζεται στα άρθρα 31 παράγραφος 2 και 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, τυχόν αναφορά σε «εντολή για διενέργεια συναλλαγής» θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα είδη εντολών, συμπεριλαμβανομένων αρχικών εντολών, τροποποιήσεων, ενημερώσεων και ακυρώσεων παραγγελιών, ανεξαρτήτως του αν έχουν εκτελεστεί ή όχι και ανεξαρτήτως των μέσων που χρησιμοποιούνται για την είσοδο στο τόπο διαπραγμάτευσης.

(121)

Ο κατάλογος των σημάτων των κατόχων εμπιστευτικών πληροφοριών και των πράξεων χειραγώγησης της αγοράς δεν πρέπει να είναι ούτε εξαντλητικός, ούτε καθοριστικός ως προς την κατάχρηση αγοράς ή τις απόπειρες κατάχρησης της ίδιας, καθώς το κάθε σήμα ενδέχεται να μην συνιστά καθαυτό την κατάχρηση ή απόπειρα κατάχρησης της αγοράς. Οι συναλλαγές ή εντολές συναλλαγών που συμπίπτουν με ένα ή περισσότερα σήματα μπορεί να διενεργούνται για νόμιμους λόγους ή σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.

(122)

Προκειμένου να επιτευχθεί διαφάνεια για τους φορείς της αγοράς, παράλληλα με την αποτροπή της κατάχρησης της ίδιας και τη διασφάλιση του απορρήτου της ταυτότητας των κατόχων θέσεων, η δημοσίευση των συνολικών εβδομαδιαίων εκθέσεων σχετικά με τις θέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο για τις συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης από έναν ορισμένο αριθμό ατόμων, ο οποίος θα υπερβαίνει ορισμένα μεγέθη, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.

(123)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα της αγοράς διαβιβάζονται υπό εύλογους εμπορικούς όρους και με ενιαίο τρόπο στην Ένωση, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι ΕΜΔ και ΠΕΔ. Οι προϋποθέσεις αυτές βασίζονται στον στόχο να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση παροχής στοιχείων της αγοράς με θεμιτούς εμπορικούς όρους είναι επαρκώς σαφής ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και ομοιογενής εφαρμογή τους, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα διάφορα μοντέλα λειτουργίας και διαρθρώσεις κόστους των παρόχων δεδομένων.

(124)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρέωση για τα δεδομένα της αγοράς ορίζονται σε λογικά επίπεδα, η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δεδομένων της αγοράς με θεμιτούς εμπορικούς όρους προϋποθέτει ότι οι τιμές βασίζονται σε μια εύλογη σχέση ανάμεσα στο κόστος για την παραγωγή και διάδοση των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, θα πρέπει οι πάροχοι δεδομένων να καθορίσουν τις χρεώσεις τους βάσει του κόστους τους, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιτύχουν ένα εύλογο περιθώριο κέρδους, βάσει παραγόντων όπως το περιθώριο κέρδους εκμετάλλευσης, την απόδοση των εξόδων, την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων και την απόδοση επί του κεφαλαίου. Κάθε φορά που οι πάροχοι δεδομένων επιβαρύνονται με κοινές δαπάνες για την παροχή δεδομένων και την παροχή άλλων υπηρεσιών, το κόστος για την παροχή δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνει ένα κατάλληλο μερίδιο των δαπανών για οποιαδήποτε άλλη παρεχόμενη υπηρεσία. Καθώς ο προσδιορισμός του ακριβούς κόστους είναι εξαιρετικά περίπλοκος, θα πρέπει αντ' αυτού να προσδιοριστούν οι μέθοδοι για την κατανομή του κόστους και τον επιμερισμό του κόστους, εναποθέτοντας τον προσδιορισμό του εν λόγω κόστους στη διακριτική ευχέρεια των παρόχων δεδομένων της αγοράς.

(125)

Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να παρέχονται χωρίς διακρίσεις, κάτι που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να προσφέρεται η ίδια τιμή και άλλοι όροι και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που υπόκεινται στην ίδια κατηγορία, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

(126)

Για να μπορούν στους χρήστες των δεδομένων να αποκτήσουν δεδομένα της αγοράς χωρίς την αγορά άλλων υπηρεσιών, τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να προσφέρονται ξεχωριστά από άλλες υπηρεσίες. Για να μην χρεώνονται οι χρήστες δεδομένων περισσότερο από μία φορά για τα ίδια δεδομένα κατά την αγορά τους από διαφορετικούς παρόχους δεδομένων της αγοράς, θα πρέπει τα δεδομένα της αγοράς να προσφέρονται ανά χρήστη, εκτός αν κάτι τέτοιο θα ήταν δυσανάλογο σε σχέση με το κόστος που συνεπάγεται η παροχή δεδομένων κατ' αυτόν τον τρόπο, σε σχέση με την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς που παρέχονται από τους ΕΜΔ και ΠΕΔ.

(127)

Προκειμένου να επιτραπεί στους χρήστες δεδομένων και τις αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν αποτελεσματικά το κατά πόσον τα δεδομένα της αγοράς παρέχονται με εύλογους εμπορικούς όρους, είναι απαραίτητη δημοσιοποίηση όλων των απαραίτητων προϋποθέσεων για την παροχή τους. Οι πάροχοι δεδομένων θα πρέπει να γνωστοποιούν πληροφορίες όσον αφορά τις χρεώσεις τους και το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, αλλά και τις μεθόδους κοστολόγησης που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του κόστους χωρίς να χρειάζεται να γνωστοποιούν το πραγματικό κόστος.

(128)

Είναι σκόπιμο να καθοριστούν τα κριτήρια με τα οποία προσδιορίζεται πότε οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ έχουν ουσιώδη σημασία σε ένα κράτος μέλος υποδοχής, έτσι ώστε να αποφεύγεται η δημιουργία υποχρέωσης για τον τόπο διαπραγμάτευσης να έχει δοσοληψίες με ή να υποβάλλεται στην εποπτεία περισσότερων από μία αρμόδιων αρχών, εφόσον αυτό δεν θα ήταν απαραίτητο σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Σχετικά με τους ΠΜΔ και ΜΟΔ, είναι σκόπιμο να θεωρούνται ουσιώδους σημασίας μόνο οι ΠΜΔ και ΜΟΔ με σημαντικό μερίδιο αγοράς, έτσι ώστε να μην οδηγεί αυτόματα η οποιαδήποτε μετεγκατάσταση ή απόκτηση ενός οικονομικά ασήμαντου ΠΜΔ ή ΜΟΔ στη σύναψη των ρυθμίσεων συνεργασίας που ορίζονται στο άρθρο 79 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(129)

Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο Χάρτης). Αντίστοιχα, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ερμηνεύεται και εφαρμόζεται τηρουμένων των εν λόγω δικαιωμάτων και αρχών, ιδίως του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων, της ελευθερίας του επιχειρείν, της προστασίας του καταναλωτή, της πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτης δίκης. Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων βάσει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και πρέπει να συμμορφώνεται με την οδηγία 95/46/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(130)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), η οποία ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14), γνωμοδότησε επί των τεχνικών θεμάτων.

(131)

Προκειμένου να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται στον παρόντα κανονισμό ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο, η ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Το κεφάλαιο II και τα τμήματα 1 έως 4, το άρθρο 59 παράγραφος 4, το άρθρο 60 και τα τμήματα 6 και 8 του κεφαλαίου III και, στο μέτρο που αφορούν τις διατάξεις αυτές, το κεφάλαιο Ι και το τμήμα 9 του κεφαλαίου III και το κεφάλαιο IV του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται στις εταιρείες διαχείρισης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ και το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (15).

2.   Οι αναφορές σε επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να περιλαμβάνουν πιστωτικά ιδρύματα και οι αναφορές σε χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να περιλαμβάνουν δομημένες καταθέσεις σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 και άρθρο 1 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις διατάξεις εφαρμογής τους, όπως ορίζεται δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αρμόδιο πρόσωπο» σε σχέση με επιχείρηση επενδύσεων: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, διευθυντικό στέλεχος ή συνδεδεμένος αντιπρόσωπος της επιχείρησης·

β)

διευθυντής, εταίρος ή ισοδύναμο πρόσωπο, ή διευθυντικό στέλεχος τυχόν συνδεδεμένου αντιπροσώπου της επιχείρησης·

γ)

υπάλληλος της επιχείρησης ή ενός συνδεδεμένου αντιπροσώπου της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο οι υπηρεσίες του οποίου τίθενται στη διάθεση και υπό τον έλεγχο της επιχείρησης ή συνδεδεμένου αντιπροσώπου της που συμμετέχει επίσης στην παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση·

δ)

φυσικό πρόσωπο που συμμετέχει άμεσα στην παροχή υπηρεσιών στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο συνδεδεμένο αντιπρόσωπό της στο πλαίσιο συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων εκ μέρους της επιχείρησης·

2)   «οικονομικός αναλυτής»: αρμόδιο πρόσωπο που παράγει το ουσιώδες μέρος της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

3)   «εξωτερική ανάθεση»: συμφωνία οποιασδήποτε μορφής μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων και ενός παρόχου υπηρεσιών με την οποία ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί διαδικασία, παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που θα είχε διαφορετικά παρασχεθεί ή ασκηθεί από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων·

3α)   «πρόσωπο με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει οικογενειακή σχέση»: ένα από τα ακόλουθα πρόσωπα:

α)

ο (η) σύζυγος του αρμόδιου προσώπου ή ο (η) σύντροφος του προσώπου αυτού που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, εξομοιώνεται με σύζυγο·

β)

εξαρτώμενο τέκνο ή θετό τέκνο του αρμόδιου προσώπου·

γ)

λοιποί συγγενείς του αρμόδιου προσώπου οι οποίοι κατά την ημερομηνία της σχετικής προσωπικής συναλλαγής ήταν μέλη του νοικοκυριού του προσώπου αυτού για τουλάχιστον ένα έτος·

4)   «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: η συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)·

5)   «αμοιβή»: όλες οι μορφές πληρωμών ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα από τις επιχειρήσεις στα αρμόδια πρόσωπα κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες·

6)   «εμπορεύματα»: αγαθά ανταλλάξιμα μεταξύ τους και δυνάμενα να παραδοθούν, περιλαμβανομένων των μετάλλων και των κραμάτων τους, των γεωργικών προϊόντων και της ενέργειας, π.χ. της ηλεκτρικής ενέργειας.

Άρθρο 3

Όροι που εφαρμόζονται στην παροχή πληροφοριών

1.   Στις περιπτώσεις που, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, απαιτείται η παροχή πληροφοριών σε σταθερό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο 62) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν το δικαίωμα να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές σε σταθερό μέσο άλλο από το χαρτί μόνον εφόσον:

α)

η παροχή των πληροφοριών με το μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη· και

β)

εάν του παρέχεται δυνατότητα επιλογής μεταξύ πληροφόρησης σε χαρτί ή στο άλλο σταθερό μέσο, το πρόσωπο στο οποίο παρέχονται οι πληροφορίες επιλέγει ρητά την παροχή πληροφοριών στο άλλο μέσο.

2.   Εάν, σύμφωνα με τα άρθρα 46, 47, 48, 49, 50 ή 66 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε πελάτη πληροφορίες μέσω δικτυακού τόπου και οι πληροφορίες αυτές δεν απευθύνονται προσωπικά σε αυτό τον πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η παροχή των πληροφοριών στο μέσο αυτό είναι κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη·

β)

ο πελάτης πρέπει να συναινεί ρητά στην παροχή αυτών των πληροφοριών στην εν λόγω μορφή·

γ)

η διεύθυνση του δικτυακού τόπου, καθώς και το σημείο του δικτυακού τόπου στο οποίο είναι προσβάσιμες οι πληροφορίες, κοινοποιούνται ηλεκτρονικά στον πελάτη·

δ)

οι πληροφορίες θα πρέπει να είναι επικαιροποιημένες·

ε)

οι πληροφορίες πρέπει να είναι προσβάσιμες σε συνεχή βάση μέσω του εν λόγω δικτυακού τόπου για το χρονικό διάστημα που εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ότι χρειάζεται ο πελάτης για να τις εξετάσει.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η παροχή πληροφοριών με ηλεκτρονική επικοινωνία θεωρείται κατάλληλη στο πλαίσιο στο οποίο ασκείται ή θα ασκηθεί η δραστηριότητα μεταξύ της επιχείρησης και του πελάτη όταν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι ο πελάτης έχει τακτική πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Η παροχή από τον πελάτη ηλεκτρονικής διεύθυνσης για τους σκοπούς της άσκησης αυτής της δραστηριότητας πρέπει να θεωρείται επαρκής ένδειξη για το σκοπό αυτό.

Άρθρο 4

Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών περιστασιακά

(άρθρο 2 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς της εξαίρεσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια επενδυτική υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται περιστασιακά στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχει στενή και πραγματική συνάφεια μεταξύ της επαγγελματικής δραστηριότητας και της παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας στον ίδιο πελάτη, έτσι ώστε η επενδυτική υπηρεσία να μπορεί να θεωρηθεί ως συμπληρωματική της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας·

β)

η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών προς τους πελάτες της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας δεν στοχεύει στην παροχή μιας συστηματικής πηγής εσόδων στο πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα· και

γ)

το πρόσωπο που παρέχει την επαγγελματική δραστηριότητα δεν διαθέτει στην αγορά ούτε προωθεί κατ' άλλο τρόπο την ικανότητά του να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, εκτός εάν αυτές γνωστοποιούνται στους πελάτες ως συμπληρωματικές της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας.

Άρθρο 5

Ενεργειακά προϊόντα χονδρικής που πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα ενεργειακό προϊόν χονδρικής πρέπει να εκκαθαρίζεται με φυσική παράδοση, εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

περιλαμβάνει διατάξεις που θα εξασφαλίζουν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν ανάλογες ρυθμίσεις ώστε να είναι σε θέση να παραδώσουν ή να λάβουν τα υποκείμενα εμπορεύματα· μια συμφωνία εξισορρόπησης με τον διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου θεωρείται αναλογική ρύθμιση όταν τα μέρη της συμφωνίας οφείλουν να εξασφαλίζουν τη φυσική παράδοση ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου·

β)

προβλέπει ανεπιφύλακτες, απεριόριστες και εκτελεστές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών να παραδίδουν και να παραλαμβάνουν το υποκείμενο εμπόρευμα·

γ)

δεν επιτρέπει σε κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη την αντικατάσταση της φυσικής παράδοσης με διακανονισμό τοις μετρητοίς·

δ)

οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση δεν μπορούν να αντισταθμιστούν με υποχρεώσεις που απορρέουν από άλλες συμβάσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των συμβαλλόμενων μερών, να συμψηφίζουν τις υποχρεώσεις πληρωμής τους σε μετρητά.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), ο επιχειρησιακός συμψηφισμός στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως αντιστάθμιση των υποχρεώσεων που απορρέουν από μια σύμβαση έναντι των υποχρεώσεων που απορρέουν από άλλες συμβάσεις.

2.   Ως λειτουργικός συμψηφισμός θα πρέπει να νοείται οποιοσδήποτε ορισμός ποσότητας ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που πρέπει να τροφοδοτείται σε ένα δίκτυο κατόπιν απαίτησης των κανόνων ή αιτήσεων του διαχειριστή συστήματος μεταφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) για μια οντότητα που εκτελεί ισοδύναμη λειτουργία με ένα διαχειριστή συστήματος μεταφοράς σε εθνικό επίπεδο. Οιοσδήποτε ορισμός ποσοτήτων που βασίζεται σε λειτουργικό συμψηφισμό δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των συμβαλλόμενων μερών.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι περιπτώσεις ανωτέρας βίας περιλαμβάνουν κάθε έκτακτο γεγονός ή σύνολο περιστάσεων που δεν εμπίπτουν στον έλεγχο των συμβαλλόμενων μερών και δεν θα μπορούσαν να έχουν εύλογα προβλεφθεί ή αποφευχθεί ενεργώντας με την κατάλληλη και δέουσα επιμέλεια και τα οποία εμποδίζουν το ένα ή και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στην εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

4.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η καλόπιστη αδυναμία εκκαθάρισης περιλαμβάνει οποιοδήποτε γεγονός ή σύνολο περιστάσεων, που δεν χαρακτηρίζονται ως ανωτέρα βία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3, τα οποία καθορίζονται αντικειμενικά και ρητά στους όρους της σύμβασης, όπου το ένα ή και τα δύο μέρη της σύμβασης που ενεργούν με καλή πίστη δεν εκπληρώνουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

5.   Η ύπαρξη ανωτέρας βίας ή διατάξεων περί καλόπιστης αδυναμίας εκκαθάρισης δεν εμποδίζουν ένα συμβόλαιο από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενο με φυσική παράδοση» για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

6.   Η ύπαρξη ρητρών αθέτησης, δεδομένου ότι ο συμβαλλόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση μη εκτέλεσης ή πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης, δεν εμποδίζει τη σύμβαση από το να θεωρηθεί ως «εκκαθαριζόμενη με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65 /ΕΕ.

7.   Οι μέθοδοι παράδοσης για τις συμβάσεις που θεωρούνται «εκκαθαριζόμενες με φυσική παράδοση» κατά την έννοια του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ περιλαμβάνουν τουλάχιστον:

α)

τη φυσική παράδοση των ίδιων των σχετικών εμπορευμάτων·

β)

την παράδοση εγγράφου που παρέχει δικαιώματα ιδιοκτησίας επί των σχετικών εμπορευμάτων ή της αντίστοιχης ποσότητας των σχετικών εμπορευμάτων·

γ)

άλλες μεθόδους που επιφέρουν τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας σε σχέση με την αντίστοιχη ποσότητα εμπορευμάτων, χωρίς τη φυσική παράδοσή τους, συμπεριλαμβανομένης της κοινοποίησης, του προγραμματισμού ή υπόδειξης στον διαχειριστή του δικτύου παροχής ενέργειας, που παρέχει στον παραλήπτη δικαιώματα στη σχετική ποσότητα των εμπορευμάτων.

Άρθρο 6

Συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο, τον άνθρακα και ενεργειακά προϊόντα χονδρικής

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με το πετρέλαιο νοούνται οι συμβάσεις με κάθε είδους ορυκτέλαιο και αέρια πετρελαίου, είτε σε υγρή ή αέρια μορφή, συμπεριλαμβανομένων προϊόντων, συστατικών και των παραγώγων του πετρελαίου και των καυσίμων μεταφοράς πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με πρόσθετα βιοκαυσίμων, ως υποκείμενα στοιχεία.

2.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ως συμβάσεις παραγώγων ενέργειας που σχετίζονται με τον άνθρακα νοούνται οι συμβάσεις με τον άνθρακα, ο οποίος ορίζεται ως μαύρη ή σκούρα καφέ εύφλεκτη ορυκτή ουσία που αποτελείται από ανθρακοποιημένη φυτική ύλη που χρησιμοποιείται ως καύσιμο, ως υποκείμενο στοιχείο.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι συμβάσεις που έχουν τα χαρακτηριστικά των ενεργειακών προϊόντων χονδρικής, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 αποτελούν παράγωγα με την ηλεκτρική ενέργεια ή το φυσικό αέριο ως υποκείμενα στοιχεία, σύμφωνα με τα στοιχεία β) και δ) του άρθρου 2 παράγραφος 4 του εν λόγω κανονισμού.

Άρθρο 7

Άλλα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

πληρούται ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

ii)

ορίζεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κανόνες ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΠΜΔ, ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·

iii)

ισοδυναμεί με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ και ΜΟΔ ή παρόμοιου τόπου διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, σε σχέση με την τιμή, την μονάδα διαπραγμάτευσης, την ημερομηνία παράδοσης και άλλους συμβατικούς όρους·

β)

είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης και τυχόν άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

2 ημέρες διαπραγμάτευσης·

β)

χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.

Ωστόσο, μια σύμβαση δεν πρέπει να νοείται ως σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του υποκείμενου μέσου θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

3.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), μια σύμβαση παραγώγου, η οποία αφορά υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο εν λόγω τμήμα ή στο άρθρο 8 του παρόντος κανονισμού, θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπόκειται σε διακανονισμό τοις μετρητοίς ή μπορεί να εκκαθαριστεί τοις μετρητοίς κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·

β)

αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΜΟΔ ή τόπο διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας που επιτελεί λειτουργία όμοια με εκείνη μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ενός ΜΟΔΜΔ ή ΠΜΔ·

γ)

οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη σχετική σύμβαση.

4.   Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει εμπορικό χαρακτήρα για τους σκοπούς του παραρτήματος Ι τμήμα Γ σημείο 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, για τους σκοπούς του τμήματος Γ σημεία 7 και 10 του ίδιου παραρτήματος, εφόσον πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

έχει συναφθεί με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχειριστή δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών·

β)

είναι απαραίτητη η τήρηση ισορροπίας όσον αφορά τις προμήθειες και τις χρήσεις της ενέργειας σε δεδομένη στιγμή, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία η εφεδρική δυναμικότητα που έχει αποκτηθεί από διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ μεταφέρεται από έναν προκαθορισμένο πάροχο υπηρεσιών εξισορρόπησης σε άλλο με τη συγκατάθεση του αρμόδιου διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς.

Άρθρο 8

Παράγωγα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/EΕ

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 2) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Εκτός από τις συμβάσεις παραγώγων που αναφέρονται ρητά στο παράρτημα Ι τμήμα Γ σημείο 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια σύμβαση παραγώγων υπόκειται στις διατάξεις του ίδιου τμήματος εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο εν λόγω τμήμα και στο άρθρο 7 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού και σχετίζεται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·

β)

ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·

γ)

δυνατότητα μετάδοσης ή μεταφοράς σε σχέση με εμπορεύματα, είτε πρόκειται για καλώδια, αγωγούς ή άλλα μέσα, με εξαίρεση τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ικανότητα μετάδοσης μεταξύ δύο ζωνών όταν έχουν συναφθεί με ή από διαχειριστή συστήματος μετάδοσης στην πρωτογενή αγορά ή πρόσωπα που ενεργούν ως φορείς παροχής υπηρεσιών για λογαριασμό τους με σκοπό τη διανομή της δυνατότητας μετάδοσης·

δ)

παραχώρηση εκμετάλλευσης, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την προμήθεια, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές, εκτός εάν η σύμβαση ήδη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος Ι τμήμα Γ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ε)

γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή, εκτός αν η σύμβαση σχετίζεται με τα μερίδια που αναγνωρίζονται για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19)·

στ)

οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα, εκτός των μεταβιβάσιμων δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·

ζ)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση·

η)

δείκτης ή μετρικό μέγεθος βασισμένο σε αναλογιστική στατιστική.

Άρθρο 9

Επενδυτική συμβουλή

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ}

Για τους σκοπούς του ορισμού της «επενδυτικής συμβουλής» στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 4) της οδηγίας 2014/65/EΕ, μια προσωπική σύσταση συνιστά σύσταση προς ένα πρόσωπο υπό την ιδιότητά του ως επενδυτή ή δυνητικού επενδυτή, ή υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου υφιστάμενου ή δυνητικού επενδυτή.

Η σύσταση αυτή παρουσιάζεται ως κατάλληλη για το σχετικό πρόσωπο ή λαμβάνει υπόψη την κατάσταση του προσώπου αυτού και αποτελεί σύσταση για τη διενέργεια ενός από τα ακόλουθα σύνολα ενεργειών:

α)

αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, εξαγορά, διακράτηση ή αναδοχή συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

άσκηση ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος που παρέχει δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο για την αγορά, πώληση, εγγραφή, ανταλλαγή, ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου.

Μια σύσταση δεν νοείται ως προσωπική σύσταση εάν εκδίδεται αποκλειστικά προς το κοινό.

Άρθρο 10

Χαρακτηριστικά άλλων συμβάσεων παραγώγων σχετιζόμενων με νομίσματα

1.   Για τους σκοπούς του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άλλες συμβάσεις επί παραγώγων που σχετίζονται με νόμισμα δεν αποτελούν χρηματοοικονομικό μέσο εφόσον η σύμβαση συνίσταται σε ένα από τα ακόλουθα:

α)

σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) κατά την έννοια της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου·

β)

τρόπος πληρωμής, ο οποίος:

i)

πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση για άλλο λόγο εκτός από αδυναμία πληρωμής ή άλλο γεγονός που επιφέρει τη λύση της σύμβασης·

ii)

έχει συναφθεί από τουλάχιστον ένα άτομο, το οποίο δεν αποτελεί χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)·

iii)

έχει συναφθεί προκειμένου να διευκολυνθεί η πληρωμή προσδιορίσιμων αγαθών, υπηρεσιών ή άμεσων επενδύσεων· και

iv)

δεν αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής σε τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση ανταλλαγής νομισμάτων, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:

α)

δύο ημέρες διαπραγμάτευσης σε σχέση με οποιοδήποτε ζεύγος των κυριότερων νομισμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 3·

β)

για κάθε ζεύγος νομισμάτων, όπου τουλάχιστον ένα νόμισμα δεν αποτελεί σημαντικό νόμισμα, από το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα μεταξύ των 2 ημερών διαπραγμάτευσης ή της περιόδου που είναι γενικά αποδεκτή στην αγορά για το συγκεκριμένο ζεύγος νομισμάτων ως περίοδος παράδοσης·

γ)

εφόσον η σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών χρησιμοποιείται για τον κύριο σκοπό της πώλησης ή αγοράς κινητής αξίας ή μεριδίου ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, η περίοδος που είναι γενικώς αποδεκτή στην αγορά για τον διακανονισμό της εν λόγω κινητής αξίας ή μεριδίου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ως συνήθης προθεσμία παράδοσης ή 5 ημέρες διαπραγμάτευσης, όποια από τις δύο περιόδους είναι μικρότερη.

Μια σύμβαση δεν θεωρείται σύμβαση για άμεση παράδοση όταν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η παράδοση του νομίσματος θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο.

3.   Τα κύρια νομίσματα για τους σκοπούς της παραγράφου 2 περιλαμβάνουν μόνο το δολάριο ΗΠΑ, το ευρώ, το ιαπωνικό γιεν, τη λίρα στερλίνα, το δολάριο Αυστραλίας, το ελβετικό φράγκο, το δολάριο Καναδά, το δολάριο Χονγκ Κονγκ, τη σουηδική κορώνα, το δολάριο Νέας Ζηλανδίας, το δολάριο Σιγκαπούρης, τη νορβηγική κορώνα, το μεξικάνικο πέσο, το κροατικό κούνα, το λεβ Βουλγαρίας, την τσεχική κορώνα, τη δανική κορώνα, το ουγγρικό φιορίνι, το πολωνικό ζλότι και το ρουμανικό λέου.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ως ημέρα διαπραγμάτευσης νοείται οποιαδήποτε ημέρα κανονικής διαπραγμάτευσης στη δικαιοδοσία των δύο νομισμάτων που ανταλλάσσονται σύμφωνα με τη σύμβαση για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών και στη δικαιοδοσία ενός τρίτου νομίσματος όπου πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών συνεπάγεται τη μετατροπή τους μέσω του εν λόγω τρίτου νομίσματος για τους σκοπούς της ρευστότητας·

β)

η συνήθης προθεσμία παράδοσης για την ανταλλαγή των νομισμάτων αυτών παραπέμπει στην δικαιοδοσία του εν λόγω τρίτου νομίσματος.

Άρθρο 11

Μέσα χρηματαγοράς

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Τα μέσα χρηματαγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 17) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, περιλαμβάνουν έντοκα γραμμάτια, πιστοποιητικά καταθέσεων, εμπορικά χρεόγραφα και άλλα μέσα με ουσιαστικά ισοδύναμα χαρακτηριστικά εφόσον παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

έχουν αξία που μπορεί να προσδιοριστεί ανά πάσα στιγμή·

β)

δεν είναι παράγωγα·

γ)

έχουν ληκτότητα κατά την έκδοση μέχρι και 397 ημέρες.

Άρθρο 12

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για καθεμία από τις μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα όταν εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση στο χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 0,4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στη σχετική κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο σε καθημερινή βάση·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα εκ των κατωτέρω:

i)

15 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και πραγματοποιείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

0,4 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 13

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για ομόλογα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων νοείται ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα ομόλογα που ανήκουν σε μια κατηγορία ομολόγων και εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο ομόλογο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό ομόλογο που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα ομόλογο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εφόσον κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα ομόλογο εφόσον το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

1 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω ομόλογο που εκτελείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 14

Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές για τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων νοείται ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όσον αφορά όλα τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που ανήκουν σε μια κατηγορία δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που εκδίδονται από την ίδια οντότητα ή από οποιαδήποτε οντότητα εντός του ίδιου ομίλου, εφόσον, σε σχέση με οποιοδήποτε τέτοιο δομημένο χρηματοοικονομικό προϊόν, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, όταν το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

30 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii)

2,25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν που εκτελείται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 15

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για παράγωγα

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά όλα τα παράγωγα που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, εφόσον, σε σχέση με τα εν λόγω παράγωγα, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 2,5 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στη σχετική κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε αυτήν την κατηγορία παραγώγων λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα παράγωγο για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στη σχετική κατηγορία παραγώγων, κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα παράγωγο όπου το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από:

i)

25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

ii)

1 % του συνολικού κύκλου εργασιών στην εν λόγω κατηγορία παραγώγων που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 16

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές για δικαιώματα εκπομπής ρύπων

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται συστηματικός εσωτερικοποιητής, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων όταν, σε σχέση με το εν λόγω μέσο, εσωτερικεύει σύμφωνα με τα εξής κριτήρια:

α)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών:

i)

ο αριθμός των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το 4 % του συνολικού αριθμού των συναλλαγών στο σχετικό είδος δικαιώματος εκπομπής ρύπων που εκτελούνται στην Ένωση σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά κατά την ίδια περίοδο·

ii)

οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών σε αυτό το είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

β)

σε συχνή και συστηματική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπου κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές που πραγματοποίησε για ίδιο λογαριασμό στο σχετικό είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων κατά την εκτέλεση εντολών πελατών λαμβάνουν χώρα κατά μέσο όρο μία φορά την εβδομάδα·

γ)

σε ουσιαστική βάση σε ένα δικαίωμα εκπομπής ρύπων, όπου το μέγεθος των εξωχρηματιστηριακών συναλλακτικών δραστηριοτήτων που πραγματοποιεί για ίδιο λογαριασμό κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 6 μηνών, είναι ίσο ή μεγαλύτερο από ένα των εξής:

i)

30 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών και εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά· ή

ii)

2,25 % του συνολικού κύκλου εργασιών στο εν λόγω είδος δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων που εκτελούνται στην Ένωση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά.

Άρθρο 17

Σχετικές περίοδοι αξιολόγησης

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 12 έως 16 αξιολογούνται σε τριμηνιαία βάση, σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων 6 μηνών. Η περίοδος αξιολόγησης αρχίζει την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου, του Απριλίου, του Ιουλίου και του Οκτωβρίου.

Τα νεοεκδιδόμενα μέσα λαμβάνονται υπόψη στην αξιολόγηση μόνο όταν τα ιστορικά δεδομένα καλύπτουν περίοδο τουλάχιστον τριών μηνών στην περίπτωση των μετοχών, των πιστοποιητικών αποθετηρίου, των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, των πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, και έξι εβδομάδες στην περίπτωση των ομολόγων, των δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων και των παραγώγων.

Άρθρο 18

Αλγοριθμικές συναλλαγές

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

Για τους σκοπούς του περαιτέρω προσδιορισμού του ορισμού των αλγοριθμικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένα σύστημα θεωρείται ότι έχει μηδενική ή περιορισμένη ανθρώπινη παρέμβαση όταν, για κάθε διαδικασία εντολής ή δημιουργίας προσφοράς ή κάθε διαδικασία για τη βελτιστοποίηση της εκτέλεσης εντολών, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα λαμβάνει αποφάσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της έναρξης, δημιουργίας, δρομολόγησης ή εκτέλεσης εντολών ή προσφορών σύμφωνα με προκαθορισμένες παραμέτρους.

Άρθρο 19

Τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Ένα υψηλό ημερήσιο επίπεδο μηνυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 40) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αποτελείται από την υποβολή κατά μέσο όρο οποιουδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

τουλάχιστον 2 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε σχέση με οποιοδήποτε ενιαίο χρηματοπιστωτικό μέσο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

τουλάχιστον 4 μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε σχέση με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα μηνύματα που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβάνονται στον υπολογισμό. Τα μηνύματα που εισάγονται για τον σκοπό της διαπραγμάτευσης και πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 17 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μηνύματα που εισάγονται με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό. Μηνύματα που εισάγονται με τεχνικές άλλες από εκείνες που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό στην περίπτωση κατά την οποία η τεχνική εκτέλεσης της επιχείρησης δομείται με τρόπο ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση για ίδιο λογαριασμό.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, για τον υπολογισμό των υψηλών ενδοημερήσιων ποσοστών μηνυμάτων σε σχέση με παρόχους άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, μηνύματα που υποβάλλονται από τους πελάτες άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης εξαιρούνται από τους υπολογισμούς.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης διαθέτουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις, κατόπιν αιτήματος, εκτιμήσεις του μέσου αριθμού μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο σε μηνιαία βάση δύο εβδομάδες μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, λαμβάνοντας έτσι υπόψη όλα τα μηνύματα που υποβλήθηκαν κατά τους προηγούμενους 12 μήνες.

Άρθρο 20

Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση

[άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ]

1.   Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν το εν λόγω πρόσωπο δεν μπορεί να ασκεί διακριτική ευχέρεια όσον αφορά το ακριβές κλάσμα δευτερολέπτου εισόδου της εντολής και τη διάρκεια ζωής της εντολής εντός του εν λόγω χρονικού πλαισίου.

2.   Ένα πρόσωπο θεωρείται ότι δεν είναι ικανό να πραγματοποιεί την εν λόγω άμεση διαβίβαση ηλεκτρονικών εντολών, όταν πραγματοποιείται μέσω ρυθμίσεων για τη βελτιστοποίηση των διαδικασιών εκτέλεσης εντολών που καθορίζουν τις παραμέτρους της εντολής, εκτός από τον χώρο ή τους χώρους όπου θα υποβαλλόταν η εντολή, εκτός αν αυτές οι ρυθμίσεις είναι ενσωματωμένες στα συστήματα των πελατών και όχι σε εκείνες του μέλους ή συμμετέχοντος σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ενός ΠΜΔ ή ενός πελάτη ενός ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Οργάνωση

Άρθρο 21

Γενικές οργανωτικές απαιτήσεις

(άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες οργανωτικές απαιτήσεις:

α)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθώς και οργανωτική διάρθρωση που προσδιορίζει σαφώς και με τεκμηριωμένο τρόπο τις ιεραρχικές σχέσεις και την κατανομή λειτουργιών και αρμοδιοτήτων·

β)

να διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπά τους γνωρίζουν τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται για την ορθή άσκηση των αρμοδιοτήτων τους·

γ)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν κατάλληλους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου που αποσκοπούν να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις αποφάσεις και τις διαδικασίες σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

δ)

να χρησιμοποιούν προσωπικό με τις ικανότητες, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτούνται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που του έχουν ανατεθεί·

ε)

να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν αποτελεσματική διαδικασία εσωτερικής πληροφόρησης και επικοινωνίας σε όλα τα κατάλληλα επίπεδα της επιχείρησης επενδύσεων·

στ)

να διατηρούν επαρκή και τακτικά αρχεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και της εσωτερικής τους οργάνωσης.

ζ)

να διασφαλίζουν ότι η άσκηση πολλαπλών λειτουργιών από τα αρμόδια πρόσωπά τους δεν εμποδίζει ούτε είναι πιθανό να εμποδίσει τα πρόσωπα αυτά να ασκήσουν οποιαδήποτε λειτουργία με επιμέλεια, εντιμότητα και επαγγελματισμό.

Όταν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται σε αυτήν την παράγραφο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν συστήματα και διαδικασίες επαρκείς για τη διαφύλαξη της ασφάλειας, της ακεραιότητας και της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εν λόγω πληροφοριών.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλη πολιτική συνέχειας της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους που διασφαλίζει, σε περίπτωση διακοπής των συστημάτων και διαδικασιών τους, τη διαφύλαξη των σημαντικότερων δεδομένων και λειτουργιών τους και τη διατήρηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατό, την έγκαιρη ανάκτηση αυτών των δεδομένων και λειτουργιών και την έγκαιρη αποκατάσταση της παροχής των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν λογιστικές πολιτικές και διαδικασίες που τους επιτρέπουν, όταν αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές, να υποβάλλουν εγκαίρως σε αυτές οικονομικές εκθέσεις οι οποίες αντικατοπτρίζουν την πραγματική και ακριβή εικόνα της χρηματοοικονομικής κατάστασής τους και συνάδουν με όλα τα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα και κανόνες.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν και, σε τακτική βάση, αξιολογούν την επάρκεια και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων, των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και των ρυθμίσεων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

Άρθρο 22

Συμμόρφωση

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό οποιωνδήποτε κινδύνων μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καθώς και των συναφών κινδύνων και θέτουν σε εφαρμογή κατάλληλα μέτρα και διαδικασίες προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους αυτούς και να επιτρέψουν στις αρμόδιες αρχές να ασκούν αποτελεσματικά τις εξουσίες που τους αναθέτει η εν λόγω οδηγία.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που αναλαμβάνουν στο πλαίσιο αυτών των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και διατηρούν μόνιμη και αποτελεσματική δομή συμμόρφωσης η οποία λειτουργεί ανεξάρτητα και έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

παρακολούθηση σε μόνιμη βάση και αξιολόγηση σε τακτική βάση της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας των μέτρων, πολιτικών και διαδικασιών που θεσπίζονται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, καθώς και των ενεργειών που αναλαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών στη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της·

β)

παροχή συμβουλών και συνδρομής στα αρμόδια πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή και άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων προκειμένου να τηρηθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ·

γ)

υποβολή έκθεσης στο διοικητικό όργανο, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, σχετικά με την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του συνολικού περιβάλλοντος ελέγχου για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες, σχετικά με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί και σχετικά με τις εκθέσεις για τον χειρισμό των καταγγελιών, καθώς και επανορθωτικά μέτρα που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν·

δ)

παρακολούθηση των εργασιών της διαδικασίας χειρισμού καταγγελιών και αντιμετώπιση των καταγγελιών ως πηγής σχετικών πληροφοριών στο πλαίσιο των γενικών αρμοδιοτήτων παρακολούθησής της.

Προκειμένου να συμμορφωθεί με τα στοιχεία α) και β) της παρούσας παραγράφου, η δομή συμμόρφωσης προβαίνει σε αξιολόγηση βάσει της οποίας καταρτίζει πρόγραμμα παρακολούθησης με βάση τον κίνδυνο που λαμβάνει υπόψη όλους τους τομείς των επενδυτικών υπηρεσιών της επιχείρησης επενδύσεων, τις δραστηριότητες και τυχόν συναφείς βοηθητικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πληροφοριών που συγκεντρώνονται σε σχέση με την παρακολούθηση του χειρισμού των καταγγελιών. Το πρόγραμμα παρακολούθησης θεσπίζει προτεραιότητες που καθορίζονται από την εκτίμηση του κινδύνου συμμόρφωσης που διασφαλίζει ότι ο κίνδυνος συμμόρφωσης παρακολουθείται πλήρως.

3.   Προκειμένου να καταστεί δυνατή η απρόσκοπτη και ανεξάρτητη άσκηση των αρμοδιοτήτων της δομής συμμόρφωσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η δομή συμμόρφωσης διαθέτει την απαραίτητη εξουσία, τους πόρους και την εμπειρογνωμοσύνη καθώς και πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες·

β)

ορίζεται και αντικαθίσταται από το διοικητικό όργανο υπεύθυνος συμμόρφωσης που φέρει την ευθύνη για τη λειτουργία συμμόρφωσης και για κάθε αναφορά σχετική με τη συμμόρφωση που απαιτεί η οδηγία 2014/65/EΕ και το άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·

γ)

η δομή συμμόρφωσης υποβάλλει εκθέσεις κατά περίπτωση απευθείας στο διοικητικό όργανο, όταν εντοπίζει σημαντικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στη δομή συμμόρφωσης δεν συμμετέχουν στην παροχή των υπηρεσιών ή στην άσκηση των δραστηριοτήτων τις οποίες παρακολουθούν·

ε)

η μέθοδος προσδιορισμού της αμοιβής των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν στη δομή συμμόρφωσης δεν θέτει ούτε είναι πιθανό να θέσει υπό αμφισβήτηση την αντικειμενικότητά τους.

4.   Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να συμμορφωθεί με το στοιχείο γ) ή το στοιχείο δ) της παραγράφου 3 εάν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της, καθώς και της φύσης και του φάσματος των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της, οι απαιτήσεις βάσει του στοιχείου δ) ή ε) δεν είναι αναλογικές και ότι η δομή συμμόρφωσης εξακολουθεί να είναι αποτελεσματική. Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση επενδύσεων εκτιμά κατά πόσον διακυβεύεται η αποτελεσματικότητα της δομής συμμόρφωσης. Η εκτίμηση επανεξετάζεται σε τακτική βάση.

Άρθρο 23

Διαχείριση κινδύνου

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναλαμβάνουν τις ακόλουθες δράσεις που αφορούν τη διαχείριση κινδύνου:

α)

θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που επιτρέπουν τον εντοπισμό των κινδύνων που συνδέονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, καθορίζουν το ανεκτό για την επιχείρηση επίπεδο κινδύνου·

β)

θεσπίζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς για τη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με τις δραστηριότητες, τις διαδικασίες και τα συστήματα της επιχείρησης λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει καθοριστεί·

γ)

παρακολουθούν τα ακόλουθα:

i)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων·

ii)

το επίπεδο συμμόρφωσης της επιχείρησης επενδύσεων και των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που έχουν θεσπιστεί σύμφωνα με το στοιχείο β)·

iii)

την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών των εν λόγω πολιτικών, διαδικασιών, ρυθμίσεων, επεξεργασιών και μηχανισμών, περιλαμβανόμενης της μη συμμόρφωσης των αρμόδιων προσώπων της επιχείρησης με αυτές τις ρυθμίσεις ή διαδικασίες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν ανεξάρτητη λειτουργία διαχείρισης κινδύνου με τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

εφαρμογή της πολιτικής και των διαδικασιών που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

υποβολή εκθέσεων και παροχή συμβουλών στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεσπίζει και διατηρεί λειτουργία διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο του πρώτου εδαφίου, είναι σε θέση να αποδείξει, κατόπιν αιτήματος, ότι οι πολιτικές και οι διαδικασίες τις οποίες έχει θεσπίσει σύμφωνα με την παράγραφο 1 πληρούν τις απαιτήσεις που καθορίζονται εκεί.

Άρθρο 24

Εσωτερικός έλεγχος

(άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον είναι σκόπιμο και αναλογικό λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, καθώς και τη φύση και το φάσμα των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν και διατηρούν λειτουργία εσωτερικού ελέγχου χωριστή και ανεξάρτητη από τις άλλες λειτουργίες και δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:

α)

θέσπιση, εφαρμογή και διατήρηση προγράμματος εσωτερικού ελέγχου για την εξέταση και αξιολόγηση της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητας των συστημάτων, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και ρυθμίσεων της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

διατύπωση συστάσεων με βάση τα αποτελέσματα των εργασιών που πραγματοποιούνται σύμφωνα με το στοιχείο α) και εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις συστάσεις αυτές·

γ)

υποβολή εκθέσεων για θέματα εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2.

Άρθρο 25

Ευθύνη των ανώτερων διευθυντικών στελεχών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι κατά την εσωτερική κατανομή των λειτουργιών, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία, ευθύνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και, κατά περίπτωση, η εποπτική λειτουργία υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.

Η κατανομή σημαντικών λειτουργιών μεταξύ των ανώτερων διοικητικών στελεχών θεσπίζει σαφώς ποιος είναι υπεύθυνος για την εποπτεία και τη διατήρηση των οργανωτικών απαιτήσεων της επιχείρησης. Τα αρχεία της κατανομής των σημαντικών λειτουργιών τηρούνται επικαιροποιημένα.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη λαμβάνουν τακτικά, και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτουν τα άρθρα 22, 23 και 24, στις οποίες πρέπει ιδίως να αναφέρεται αν λήφθηκαν τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση αδυναμιών.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όταν υπάρχει εποπτική λειτουργία, λαμβάνει τακτικά γραπτές εκθέσεις σχετικά με τα ζητήματα που καλύπτονται από τα άρθρα 22, 23 και 24.

4.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «εποπτική λειτουργία» είναι η λειτουργία εντός της επιχείρησης επενδύσεων η οποία είναι αρμόδια για την εποπτεία των ανώτερων διευθυντικών στελεχών της επιχείρησης.

Άρθρο 26

Χειρισμός καταγγελιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές και διαφανείς πολιτικές και διαδικασίες διαχείρισης καταγγελιών για τον άμεσο χειρισμό των καταγγελιών πελατών ή δυνητικών πελατών. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχείο των καταγγελιών που παραλαμβάνονται και των μέτρων που λαμβάνονται για την επίλυσή τους.

Η πολιτική διαχείρισης καταγγελιών παρέχει σαφείς, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία χειρισμού των καταγγελιών. Αυτή η πολιτική εγκρίνεται από το διοικητικό όργανο της επιχείρησης.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν τις λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας. Οι εν λόγω λεπτομέρειες περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την πολιτική διαχείρισης καταγγελιών και τα στοιχεία επικοινωνίας της λειτουργίας διαχείρισης καταγγελιών. Οι πληροφορίες που παρέχονται σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, κατόπιν αιτήματος, ή κατά την επιβεβαίωση μιας καταγγελίας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν τη δυνατότητα στους πελάτες και τους δυνητικούς πελάτες να υποβάλλουν καταγγελίες δωρεάν.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν μια δομή διαχείρισης καταγγελιών που είναι υπεύθυνη για τη διερεύνηση των καταγγελιών. Η λειτουργία αυτή μπορεί να ασκείται από τη δομή συμμόρφωσης.

4.   Κατά τον χειρισμό μιας καταγγελίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων επικοινωνούν με τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες με σαφήνεια, σε απλή και ευνόητη γλώσσα και απαντούν στην καταγγελία, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ανακοινώνουν τη θέση της επιχείρησης σχετικά με την καταγγελία σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και ενημερώνουν τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες σχετικά με τις επιλογές τους, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι μπορούν να παραπέμπουν την καταγγελία σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης διαφορών, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 στοιχείο η) της οδηγίας 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21) για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών ή ότι ο πελάτης μπορεί να ασκήσει αστική αγωγή.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών στις αρμόδιες αρχές και, κατά περίπτωση βάσει του εθνικού δικαίου, σε εναλλακτικό φορέα επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (ADR).

7.   H δομή συμμόρφωσης των επιχειρήσεων επενδύσεων αναλύει τα δεδομένα για τις καταγγελίες και τον χειρισμό των καταγγελιών για να διασφαλίζεται ότι εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν τυχόν κινδύνους ή ζητήματα.

Άρθρο 27

Πολιτικές και πρακτικές αμοιβών

(άρθρα 16, 23 και 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν και εφαρμόζουν πολιτικές και πρακτικές αμοιβών σύμφωνα με τις κατάλληλες εσωτερικές διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα όλων των πελατών της επιχείρησης, με στόχο τη διασφάλιση ότι οι πελάτες αντιμετωπίζονται δίκαια και τα συμφέροντά τους δεν θίγονται από τις πρακτικές αμοιβών οι οποίες εφαρμόζονται από την επιχείρηση βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

Οι πολιτικές και οι πρακτικές αμοιβών είναι σχεδιασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργούν σύγκρουση συμφερόντων ή κίνητρο που να μπορεί να οδηγήσει τα σχετικά πρόσωπα να ευνοούν τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα της επιχείρησης, ενδεχομένως σε βάρος οποιουδήποτε πελάτη.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές και πρακτικές αποδοχών τους εφαρμόζονται σε όλα τα σχετικά πρόσωπα που έχουν επιπτώσεις, άμεσα ή έμμεσα, στις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή στην εταιρική συμπεριφορά της, ανεξάρτητα από το είδος πελατών, στον βαθμό που η αμοιβή των εν λόγω προσώπων και παρόμοια κίνητρα μπορεί να δημιουργήσουν σύγκρουση συμφερόντων που τα ενθαρρύνει να ενεργούν ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε εκ των πελατών της επιχείρησης.

3.   Το διοικητικό όργανο της επιχείρησης επενδύσεων εγκρίνει, αφού λάβει συμβουλές από τη λειτουργία συμμόρφωσης, την πολιτική αμοιβών της επιχείρησης. Τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης επενδύσεων είναι υπεύθυνα για την καθημερινή εφαρμογή της πολιτικής αμοιβών και την παρακολούθηση των κινδύνων συμμόρφωσης που σχετίζονται με την πολιτική.

4.   Οι αμοιβές και παρόμοια κίνητρα δεν βασίζονται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σε ποσοτικά εμπορικά κριτήρια και λαμβάνουν πλήρως υπόψη τα κατάλληλα ποιοτικά κριτήρια που αντανακλούν τη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς, τη δίκαιη μεταχείριση των πελατών και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους πελάτες.

Τηρείται ανά πάσα στιγμή ισορροπία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών, ούτως ώστε η διάρθρωση των αμοιβών να μην ευνοεί τα συμφέροντα της επιχείρησης επενδύσεων ή των σχετικών προσώπων της ενάντια στα συμφέροντα οποιουδήποτε πελάτη.

Άρθρο 28

Πεδίο εφαρμογής προσωπικών συναλλαγών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του άρθρου 29 και του άρθρου 37, προσωπική συναλλαγή είναι μια συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικό μέσο που πραγματοποιείται από ή για λογαριασμό αρμόδιου προσώπου, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το αρμόδιο πρόσωπο ενεργεί εκτός του πεδίου των δραστηριοτήτων τις οποίες ασκεί με την επαγγελματική του ιδιότητα·

β)

η διαπραγμάτευση πραγματοποιείται για λογαριασμό ενός από τα ακόλουθα πρόσωπα:

i)

του αρμόδιου προσώπου·

ii)

οποιουδήποτε προσώπου έχει οικογενειακή σχέση ή στενούς δεσμούς με το αρμόδιο πρόσωπο· ή

iii)

προσώπου σε σχέση με το οποίο το αρμόδιο πρόσωπο έχει άμεσο ή έμμεσο ουσιώδες συμφέρον από το αποτέλεσμα της συναλλαγής, εκτός της απόκτησης αμοιβής ή προμήθειας για την εκτέλεση της συναλλαγής.

Άρθρο 29

Προσωπικές συναλλαγές

(άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις που αποσκοπούν στην αποτροπή των δραστηριοτήτων που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 στην περίπτωση κάθε αρμόδιου προσώπου που ασκεί δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή που έχει, μέσω δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο αυτό για λογαριασμό της επιχείρησης, πρόσβαση σε προνομιακές πληροφορίες κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή σε άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες σχετιζόμενες με πελάτες ή συναλλαγές με ή για πελάτες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν εκτελούν προσωπική συναλλαγή που πληροί τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

απαγορεύεται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 στο πρόσωπο αυτό να πραγματοποιήσει τη συναλλαγή·

β)

η συναλλαγή συνεπάγεται την κατάχρηση ή αθέμιτη γνωστοποίηση των εμπιστευτικών πληροφοριών·

γ)

η συναλλαγή αντιβαίνει ή είναι πιθανό ότι θα αντέβαινε σε υποχρέωση που υπέχει η επιχείρηση επενδύσεων δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν συμβουλεύουν ή συνιστούν, εκτός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις της παραγράφου 2 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή στοιχείο β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια πρόσωπα δεν γνωστοποιούν, παρά μόνον εντός του κανονικού πλαισίου της εργασίας τους ή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών, οιαδήποτε πληροφορία ή γνώμη σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όταν το αρμόδιο πρόσωπο γνωρίζει, ή ευλόγως οφείλει να γνωρίζει, ότι μετά τη γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών το άλλο πρόσωπο θα ήταν πιθανό να προβεί σε μια από τις ακόλουθες ενέργειες:

α)

να εκτελέσει συναλλαγή σε χρηματοπιστωτικά μέσα η οποία, εάν ήταν προσωπική συναλλαγή του αρμόδιου προσώπου, θα ενέπιπτε στις διατάξεις των παραγράφων 2 ή 3 ή του άρθρου 37 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) ή του άρθρου 67 παράγραφος 3·

β)

να συμβουλεύσει ή να βοηθήσει άλλο πρόσωπο να εκτελέσει τέτοιου είδους συναλλαγή.

5.   Οι ρυθμίσεις που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 σχεδιάζονται έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι:

α)

κάθε αρμόδιο πρόσωπο που καλύπτεται από τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 γνωρίζει τους περιορισμούς στις προσωπικές συναλλαγές, καθώς και τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις προσωπικές συναλλαγές και τις γνωστοποιήσεις, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4·

β)

η επιχείρηση ενημερώνεται αμέσως σχετικά με οποιαδήποτε προσωπική συναλλαγή αρμόδιου προσώπου, είτε με κοινοποίηση της συναλλαγής αυτής είτε με άλλες διαδικασίες που επιτρέπουν στην επιχείρηση να εντοπίσει αυτές τις συναλλαγές.

γ)

τηρείται αρχείο των προσωπικών συναλλαγών που κοινοποιούνται στην επιχείρηση ή εντοπίζονται από αυτήν, περιλαμβανομένης κάθε έγκρισης ή απαγόρευσης μιας τέτοιας συναλλαγής.

Στην περίπτωση των συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης, η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι η επιχείρηση στην οποία ανατίθεται η δραστηριότητα διατηρεί αρχείο προσωπικών συναλλαγών αρμόδιων προσώπων και παρέχει τις πληροφορίες αυτές στην επιχείρηση επενδύσεων αμέσως μόλις αυτή τις ζητήσει.

6.   Οι παράγραφοι 1 έως 5 δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες προσωπικές συναλλαγές:

α)

προσωπικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου όταν δεν υπάρχει προηγούμενη κοινοποίηση σε σχέση με τη συναλλαγή μεταξύ του διαχειριστή του χαρτοφυλακίου και του αρμόδιου προσώπου ή άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου εκτελείται η συναλλαγή·

β)

προσωπικές συναλλαγές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή ΟΕΕ που υπόκεινται σε εποπτεία βάσει της νομοθεσίας κράτους μέλους που απαιτεί ισοδύναμο επίπεδο κατανομής κινδύνου στα περιουσιακά τους στοιχεία, εφόσον το αρμόδιο πρόσωπο και κάθε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου εκτελούνται οι συναλλαγές δεν συμμετέχει στη διαχείριση του οργανισμού αυτού.

ΤΜΗΜΑ 2

Εξωτερική ανάθεση

Άρθρο 30

Πεδίο εφαρμογής των ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου του άρθρου 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/EΕ, μια επιχειρησιακή λειτουργία θεωρείται ουσιώδης ή σημαντική εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η μη εκτέλεσή της θα έθιγε σε ουσιαστικό βαθμό τη συνεχή συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τους όρους και τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας της ή τις λοιπές υποχρεώσεις της δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ, ή τις οικονομικές της επιδόσεις ή την αρτιότητα ή τη συνέχεια των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων της.

2.   Με την επιφύλαξη της σπουδαιότητας οποιασδήποτε άλλης λειτουργίας, οι ακόλουθες λειτουργίες δεν θεωρούνται ουσιώδεις ή σημαντικές για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

παροχή στην επιχείρηση επενδύσεων συμβουλευτικών υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιών που δεν αποτελούν μέρος των επενδυτικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης, περιλαμβανομένης της παροχής νομικών συμβουλών σε αυτήν, της εκπαίδευσης του προσωπικού της, των υπηρεσιών τιμολόγησης και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων και του προσωπικού της·

β)

αγορά τυποποιημένων υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των υπηρεσιών παροχής πληροφοριών σχετικά με την αγορά, καθώς και της παροχής πληροφοριών για τις τρέχουσες τιμές.

Άρθρο 31

Εξωτερική ανάθεση ουσιωδών και σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών

(άρθρο 16 παράγραφος 2, άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναθέτουν σε εξωτερικούς φορείς ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες εξακολουθούν να έχουν την πλήρη ευθύνη για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που υπέχουν δυνάμει της οδηγίας 2014/65/EΕ και πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εξωτερική ανάθεση δεν οδηγεί στη μεταβίβαση των ευθυνών των ανώτερων διευθυντικών στελεχών·

β)

δεν μεταβάλλονται η σχέση και οι υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων έναντι των πελατών της σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/EΕ·

γ)

δεν υπονομεύονται οι όροι τους οποίους πρέπει να πληροί η επιχείρηση επενδύσεων προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να παραμείνει έτσι·

δ)

δεν καταργείται ούτε τροποποιείται κανένας από τους άλλους όρους υπό τους οποίους αδειοδοτήθηκε η επιχείρηση.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με την απαιτούμενη δεξιότητα, μέριμνα και επιμέλεια όταν συνάπτουν, διαχειρίζονται και περατώνουν οποιαδήποτε συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης σε πάροχο υπηρεσιών για ουσιώδεις ή σημαντικές επιχειρησιακές λειτουργίες και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα, τα προσόντα, επαρκείς πόρους, κατάλληλη οργανωτική δομή που υποστηρίζει την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται, και κάθε άδεια που απαιτείται από τη νομοθεσία για την εκτέλεση με τρόπο αξιόπιστο και επαγγελματικό των λειτουργιών που του ανατίθενται·

β)

ο πάροχος υπηρεσιών εκτελεί τις υπηρεσίες που του ανατίθενται αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις, και για το σκοπό αυτό η επιχείρηση έχει θεσπίσει μεθόδους και διαδικασίες για την αξιολόγηση του προτύπου επιδόσεων του παρόχου υπηρεσιών και για τη διαρκή επανεξέταση των υπηρεσιών που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών·

γ)

ο πάροχος υπηρεσιών εποπτεύει με τον προσήκοντα τρόπο την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται και διαχειρίζεται κατάλληλα τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση·

δ)

λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα όταν διαπιστώνεται ότι ο πάροχος υπηρεσιών δεν εκτελεί τις λειτουργίες αποτελεσματικά ή σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ε)

η επιχείρηση επενδύσεων εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα ή τις υπηρεσίες που της ανατίθενται και διαχειρίζεται τους κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση και για τον σκοπό αυτό η επιχείρηση διατηρεί την απαραίτητη εμπειρογνωμοσύνη και τους πόρους για να εποπτεύει αποτελεσματικά τα καθήκοντα που της ανατίθενται και να διαχειρίζεται αυτούς τους κινδύνους·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών έχει γνωστοποιήσει στην επιχείρηση επενδύσεων κάθε εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες που του ανατίθενται και να συμμορφώνεται με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και κανονιστικές απαιτήσεις·

ζ)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να τερματίσει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, με άμεση ισχύ, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των πελατών της, χωρίς να θίγεται η συνέχεια και η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει στους πελάτες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγεται η επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις λειτουργίες που του ανατίθενται·

θ)

η επιχείρηση επενδύσεων, οι ελεγκτές της και οι οικείες αρμόδιες αρχές έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στα δεδομένα που συνδέονται με τις λειτουργίες που ανατίθενται εξωτερικά, καθώς και στις σχετικές εγκαταστάσεις του παρόχου των υπηρεσιών, όταν είναι απαραίτητο για τους σκοπούς της αποτελεσματικής εποπτείας σύμφωνα με αυτό το άρθρο, και οι αρμόδιες αρχές είναι σε θέση να ασκούν αυτό το δικαίωμα πρόσβασης·

ι)

ο πάροχος υπηρεσιών προστατεύει τις εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούν την επιχείρηση επενδύσεων και τους πελάτες της·

ια)

η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών έχουν θεσπίσει, εφαρμόσει και διατηρήσει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αποκατάσταση λειτουργίας μετά από καταστροφή και πραγματοποιούν περιοδικές δοκιμές των μέσων εφεδρικής λειτουργίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας, της υπηρεσίας ή της δραστηριότητας που ανατέθηκε εξωτερικά·

ιβ)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει διασφαλίσει ότι η συνέχεια και η ποιότητα των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών διατηρούνται, επίσης σε περίπτωση τερματισμού της ανάθεσης, είτε με μεταβίβαση των ανατιθέμενων λειτουργιών ή υπηρεσιών σε τρίτον, είτε εκτελώντας τις η ίδια.

3.   Τα αντίστοιχα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων και του παρόχου υπηρεσιών επιμερίζονται σαφώς και ορίζονται σε γραπτή συμφωνία. Συγκεκριμένα, η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί τα δικαιώματα παροχής οδηγιών και τερματισμού της ανάθεσης, τα δικαιώματα πληροφόρησης, καθώς και το δικαίωμα διενέργειας επιθεωρήσεων και πρόσβασης στα βιβλία και στις εγκαταστάσεις. Η συμφωνία διασφαλίζει ότι η ανάθεση από τον πάροχο υπηρεσιών πραγματοποιείται μόνο με τη συγκατάθεση, εγγράφως, της επιχείρησης επενδύσεων.

4.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων και ο πάροχος υπηρεσιών ανήκουν στον ίδιο όμιλο, η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το παρόν άρθρο και το άρθρο 32, να λάβει υπόψη το βαθμό στον οποίο η επιχείρηση ελέγχει τον πάροχο υπηρεσιών ή δύναται να επηρεάσει τις ενέργειές του.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, εφόσον τους ζητηθεί, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που θα επιτρέψουν στις αρχές να ελέγξουν εάν η εκτέλεση των λειτουργιών που ανατίθενται εξωτερικά είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των μέτρων εφαρμογής της.

Άρθρο 32

Πάροχοι υπηρεσιών εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες

(άρθρο 16 παράγραφος 2 και άρθρο 16 παράγραφος 5 πρώτο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Επιπλέον των απαιτήσεων του άρθρου 31, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων αναθέτει λειτουργίες που σχετίζονται με την επενδυτική υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου πελατών σε πάροχο υπηρεσιών εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, διασφαλίζει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα στη χώρα καταγωγής του για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και εποπτεύεται αποτελεσματικά από την αρμόδια αρχή στην εν λόγω τρίτη χώρα·

β)

υπάρχει κατάλληλη συμφωνία συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής της επιχείρησης επενδύσεων και της εποπτικής αρχής του παρόχου υπηρεσιών.

2.   Η συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 διασφαλίζει ότι οι αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων είναι σε θέση, τουλάχιστον:

α)

να λαμβάνουν κατόπιν αιτήματος πληροφορίες απαραίτητες για την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα σχετικά με την εκτέλεση των εποπτικών αρμοδιοτήτων τους τα οποία τηρούνται στην τρίτη χώρα·

γ)

να λαμβάνουν πληροφορίες από την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας το συντομότερο δυνατόν, με σκοπό τη διερεύνηση προφανών παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

δ)

να συνεργάζονται όσον αφορά τη διαδικασία επιβολής σύμφωνα με το εθνικό και διεθνές δίκαιο που ισχύει για την εποπτική αρχή της τρίτης χώρας και τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης σε περιπτώσεις παραβιάσεων των απαιτήσεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, καθώς και του σχετικού εθνικού δικαίου.

3.   Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους κατάλογο των εποπτικών αρχών τρίτων χωρών με τις οποίες έχουν συνάψει τη συμφωνία συνεργασίας που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1.

Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν τις συμφωνίες συνεργασίας που έχουν συναφθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού εντός έξι μηνών από την εν λόγω ημερομηνία.

ΤΜΗΜΑ 3

Συγκρούσεις συμφερόντων

Άρθρο 33

Συγκρούσεις συμφερόντων δυνητικά επιζήμιες για τον πελάτη

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του εντοπισμού των ειδών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμού αυτών και των οποίων η ύπαρξη δύναται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξακριβώνουν, με βάση ορισμένα ελάχιστα κριτήρια, εάν η επιχείρηση επενδύσεων ή αρμόδιο πρόσωπο ή πρόσωπο συνδεόμενο άμεσα ή έμμεσα με την επιχείρηση με σχέση ελέγχου βρίσκεται, είτε ως αποτέλεσμα της παροχής των επενδυτικών ή των παρεπόμενων υπηρεσιών είτε με άλλο τρόπο, σε μια από τις ακόλουθες καταστάσεις:

α)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό είναι πιθανό να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, σε βάρος του πελάτη·

β)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει, ως προς την έκβαση μιας υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη ή μιας συναλλαγής που πραγματοποιείται για λογαριασμό του, ένα συμφέρον που είναι διαφορετικό από το συμφέρον του πελάτη στην έκβαση αυτή·

γ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό έχει οικονομικό ή άλλο κίνητρο να ευνοήσει τα συμφέροντα άλλου πελάτη η ομάδας πελατών σε βάρος των συμφερόντων του πελάτη·

δ)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα με τον πελάτη·

ε)

η επιχείρηση ή το πρόσωπο αυτό λαμβάνει ή θα λάβει από πρόσωπο διαφορετικό από τον πελάτη αντιπαροχή σχετιζόμενη με υπηρεσία που παρέχεται στον πελάτη, υπό μορφή χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών ή υπηρεσιών.

Άρθρο 34

Πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 3 και άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων.

Εάν η επιχείρηση είναι μέλος ομίλου, η πολιτική αυτή λαμβάνει επίσης υπόψη τις περιστάσεις τις οποίες η επιχείρηση γνωρίζει ή θα έπρεπε να γνωρίζει και οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων ως αποτέλεσμα της διάρθρωσης και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων άλλων μελών του ομίλου.

2.   Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

πρέπει να προσδιορίζει, σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχονται από ή για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, τις περιστάσεις που συνιστούν ή μπορούν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων η οποία συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών·

β)

πρέπει να καθορίζει τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται και τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη ή τη διαχείριση των εν λόγω.

3.   Οι διαδικασίες και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) αποσκοπούν στη διασφάλιση ότι τα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν σε διάφορες επιχειρηματικές δραστηριότητες που συνεπάγονται σύγκρουση συμφερόντων του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) ασκούν τις δραστηριότητες αυτές σε επίπεδο ανεξαρτησίας κατάλληλο για το μέγεθος και τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων και του ομίλου στον οποίο αυτή ανήκει και για τον κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων πελατών.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β), οι διαδικασίες που ακολουθούνται και τα μέτρα που θεσπίζονται περιλαμβάνουν όσα από τα στοιχεία του παρακάτω καταλόγου είναι απαραίτητα και κατάλληλα για να διασφαλίζει η επιχείρηση τον απαιτούμενο βαθμό ανεξαρτησίας:

α)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων προσώπων που συμμετέχουν σε δραστηριότητες που συνεπάγονται κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων όταν η ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών ενδέχεται να ζημιώσει τα συμφέροντα ενός η περισσότερων πελατών·

β)

χωριστή εποπτεία των αρμόδιων προσώπων των οποίων τα κύρια καθήκοντα περιλαμβάνουν την άσκηση δραστηριοτήτων για λογαριασμό πελατών ή την παροχή υπηρεσιών σε αυτούς, εφόσον τα συμφέροντα των εν λόγων πελατών ενδέχεται να συγκρούονται ή εφόσον οι εν λόγων πελάτες εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, περιλαμβανομένων εκείνων της επιχείρησης, τα οποία ενδέχεται να συγκρούονται·

γ)

εξάλειψη κάθε άμεσης σύνδεσης μεταξύ της αμοιβής αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο μια δραστηριότητα, αφενός και, αφετέρου, της αμοιβής διαφορετικών αρμόδιων προσώπων που ασκούν κατά κύριο λόγο άλλη δραστηριότητα ή των εσόδων που δημιουργούν αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα, όταν ενδέχεται να προκληθεί σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τις δραστηριότητες αυτές·

δ)

μέτρα για την αποφυγή ή τον περιορισμό της άσκησης ανάρμοστης επιρροής στον τρόπο με τον οποίο ένα αρμόδιο πρόσωπο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες·

ε)

μέτρα για την αποφυγή ή τον έλεγχο της ταυτόχρονης ή διαδοχικής συμμετοχής ενός αρμόδιου προσώπου σε χωριστές επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες ή δραστηριότητες όταν η συμμετοχή αυτή ενδέχεται να αποβεί επιζήμια για την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση στους πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης που χρησιμοποιείται μόνο όταν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη.

Η γνωστοποίηση αναφέρει ρητώς ότι οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν καθοριστεί από την επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση της εν λόγω σύγκρουσης δεν επαρκούν ώστε να διασφαλίσουν, με εύλογη βεβαιότητα, την αποφυγή κινδύνου βλάβης των συμφερόντων του πελάτη. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει συγκεκριμένη περιγραφή των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών και/ή παρεπόμενων υπηρεσιών, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη στον οποίο πραγματοποιείται η αποκάλυψη. Η περιγραφή εξηγεί τη γενική φύση και τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και τους κινδύνους για τον πελάτη που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων συμφερόντων και τα βήματα που αναλαμβάνονται για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να επιτραπεί στον εν λόγω πελάτη να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτουν οι συγκρούσεις συμφερόντων.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν και επανεξετάζουν περιοδικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων που καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών. Η υπερβολική εξάρτηση από τη γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων θεωρείται αδυναμία στην πολιτική σύγκρουσης συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 35

Καταγραφή των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που προκαλούν επιζήμιες συγκρούσεις συμφερόντων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και ενημερώνουν τακτικά αρχείο για κάθε επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία ή δραστηριότητα που ασκήθηκε από την επιχείρηση ή για λογαριασμό της και ως προς την οποία έχει προκύψει σύγκρουση συμφερόντων που συνεπάγεται κίνδυνο ζημίας των συμφερόντων ενός ή περισσότερων πελατών ή, στην περίπτωση συνεχιζόμενης υπηρεσίας ή δραστηριότητας, ως προς την οποία ενδέχεται να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων.

Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη λαμβάνουν γραπτές εκθέσεις σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετησίως, σχετικά με τις καταστάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

Άρθρο 36

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 37, «έρευνα στον τομέα των επενδύσεων» είναι η έρευνα ή άλλη πληροφορία που συνιστά ή συνεπάγεται, ρητά ή έμμεσα, μια επενδυτική στρατηγική σχετική με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή τέτοιων μέσων, και η οποία προορίζεται για διαύλους επικοινωνίας ή για το κοινό και πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η έρευνα ή συλλογή πληροφοριών χαρακτηρίζεται ή περιγράφεται ως έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή με παρόμοιους όρους, ή παρουσιάζεται ως αντικειμενική ή ανεξάρτητη επεξήγηση των θεμάτων που περιλαμβάνονται στη σύσταση·

β)

εάν η εν λόγω σύσταση γινόταν από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτη, δεν θα συνιστούσε παροχή επενδυτικών συμβουλών για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Μια σύσταση του είδους που εμπίπτει στο άρθρο 3 παράγραφος 1 σημείο 35) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αντιμετωπίζεται ως διαφημιστική ανακοίνωση για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκδίδουν ή διαδίδουν την εν λόγω σύσταση διασφαλίζουν ότι καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για διαφημιστική ανακοίνωση.

Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις αυτές διασφαλίζουν ότι μια τέτοια σύσταση περιλαμβάνει σαφή και εμφανή δήλωση (ή, στην περίπτωση προφορικής σύστασης, ισοδύναμη επεξήγηση) ότι δεν καταρτίσθηκε σύμφωνα με νομικές απαιτήσεις που αποσκοπούν στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και ότι δεν υπόκειται σε καμία απαγόρευση διαπραγμάτευσης πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων.

Άρθρο 37

Συμπληρωματικές οργανωτικές απαιτήσεις σε σχέση με την έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή τις διαφημιστικές ανακοινώσεις

(άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παράγουν ή μεριμνούν για την παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων που προορίζεται ή είναι πιθανό να διαδοθεί στη συνέχεια σε πελάτες της επιχείρησης ή στο κοινό, με δική τους ευθύνη ή υπό την ευθύνη άλλου μέλους του ομίλου στον οποίο ανήκουν, διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται όλα τα μέτρα που ορίζονται στο άρθρο 34 παράγραφος 3 για τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και για τα άλλα αρμόδια πρόσωπα των οποίων τα καθήκοντα ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων.

Οι υποχρεώσεις του πρώτου εδαφίου εφαρμόζονται επίσης σε σχέση με τις συστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο θεσπίζουν ρυθμίσεις που αποσκοπούν να διασφαλίσουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές ή προσωπική διαπραγμάτευση, πέραν εκείνων που διενεργούν ως ειδικοί διαπραγματευτές που ενεργούν καλόπιστα κατά την κανονική άσκηση της ειδικής διαπραγμάτευσης ή κατά την εκτέλεση αυτόκλητης εντολής πελάτη, για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου περιλαμβανομένης της επιχείρησης επενδύσεων, σε χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αν γνωρίζουν το πιθανό χρονοδιάγραμμα ή περιεχόμενο αυτής της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων όταν αυτό δεν είναι διαθέσιμο στο κοινό ή σε πελάτες και δεν μπορεί να συναχθεί εύκολα από τις πληροφορίες που είναι έτσι διαθέσιμες, προτού δοθεί στους παραλήπτες της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων εύλογη δυνατότητα να ενεργήσουν βάσει αυτής·

β)

στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α), οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και οποιαδήποτε άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν πραγματοποιούν προσωπικές συναλλαγές στα χρηματοπιστωτικά μέσα που αφορά η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων, ή σε συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα, αντίθετα προς τις ισχύουσες συστάσεις, παρά μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με την προηγούμενη συγκατάθεση μέλους της αρμόδιας για τα νομικά θέματα ή για τη συμμόρφωση λειτουργίας της επιχείρησης·

γ)

υφίσταται ένας φυσικός διαχωρισμός μεταξύ των οικονομικών αναλυτών που συμμετέχουν στην παραγωγή έρευνας στον τομέα των επενδύσεων και άλλων σχετικών προσώπων, των οποίων οι ευθύνες ή τα επιχειρηματικά συμφέροντα μπορεί να συγκρούονται με τα συμφέροντα των προσώπων στα οποία διαδίδεται η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων ή, όταν δεν θεωρείται κατάλληλος για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, η δημιουργία και η εφαρμογή κατάλληλων εναλλακτικών εμποδίων παροχής πληροφοριών·

δ)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και τα άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν δέχονται αντιπαροχές από πρόσωπα που έχουν ουσιώδη συμφέροντα στο αντικείμενο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

ε)

οι ίδιες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, οι χρηματοοικονομικοί αναλυτές και άλλα αρμόδια πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων δεν υπόσχονται σε εκδότες ευνοϊκή κάλυψη από την έρευνα·

στ)

πριν από τη διάδοση της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, δεν πρέπει να επιτρέπεται στους εκδότες, στα αρμόδια πρόσωπα πλην των χρηματοοικονομικών αναλυτών και σε οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα να εξετάσουν το σχέδιο της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων για να επαληθεύσουν την ακρίβεια πραγματολογικών στοιχείων που αναφέρονται σε αυτήν ή για οποιονδήποτε σκοπό εκτός από την εξακρίβωση της συμμόρφωσης με τις νομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης, όταν το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σύσταση ή τιμή-στόχο.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, «συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο» είναι ένα χρηματοπιστωτικό μέσο του οποίου η τιμή επηρεάζεται άμεσα από τις μεταβολές της τιμής άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στον τομέα των επενδύσεων, και το οποίο περιλαμβάνει παράγωγο αυτού του άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαδίδουν στο κοινό ή σε πελάτες έρευνα στον τομέα των επενδύσεων που παράγει άλλο πρόσωπο απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμόρφωσης με την παράγραφο 1 εφόσον πληρούνται τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το πρόσωπο το οποίο παράγει την έρευνα δεν αποτελεί μέλος του ομίλου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση επενδύσεων·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν τροποποιεί ουσιωδώς τις συστάσεις που γίνονται στην έρευνα στον τομέα των επενδύσεων·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων δεν προβάλλεται ως παραγωγός της έρευνας στον τομέα των επενδύσεων·

δ)

η επιχείρηση επενδύσεων εξακριβώνει ότι ο παραγωγός της έρευνας υπόκειται σε απαιτήσεις ισοδύναμες προς εκείνες του παρόντος κανονισμού όσον αφορά την παραγωγή της σχετικής έρευνας ή έχει καθιερώσει πολιτική επιβολής τέτοιων απαιτήσεων.

Άρθρο 38

Πρόσθετες γενικές απαιτήσεις σε σχέση με την αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες παρέχουν συμβουλές σχετικά με τη στρατηγική εταιρικής χρηματοδότησης, όπως ορίζεται στο τμήμα Β σημείο 3 του παραρτήματος Ι, και παρέχουν την υπηρεσία της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων, πριν από την αποδοχή μιας εντολής για τη διαχείριση της προσφοράς, διαθέτουν ρυθμίσεις για να ενημερώσουν τον πελάτη εκδότη για τα ακόλουθα:

α)

τις διάφορες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμες στην επιχείρηση και μια ένδειξη του ποσού των τελών συναλλαγής που σχετίζονται με κάθε εναλλακτική λύση·

β)

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση της προσφοράς·

γ)

τον χρόνο και τη διαδικασία όσον αφορά την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τοποθέτηση της προσφοράς·

δ)

λεπτομέρειες των στοχευμένων επενδυτών, στους οποίους η επιχείρηση προτίθεται να προσφέρει τα χρηματοπιστωτικά μέσα·

ε)

τους τίτλους των θέσεων εργασίας και υπηρεσιών των σχετικών ατόμων που συμμετέχουν στην παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμή και τη χορήγηση χρηματοπιστωτικών μέσων· και

στ)

τις ρυθμίσεις της επιχείρησης για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να προκύψουν όταν η επιχείρηση τοποθετεί τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα στους πελάτες-επενδυτές της ή στο δικό της χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν μια κεντρική διαδικασία για τον εντοπισμό όλων των δραστηριοτήτων αναδοχής και τοποθέτησης της επιχείρησης και καταγράφουν τις εν λόγω πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας κατά την οποία η επιχείρηση ενημερώθηκε για δυνητικές δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης. Οι επιχειρήσεις προσδιορίζουν όλες τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από άλλες δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, ή του ομίλου, και εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης. Σε περιπτώσεις όπου μια επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί να διαχειριστεί μια σύγκρουση συμφερόντων μέσω εφαρμογής κατάλληλων διαδικασιών, η επιχείρηση επενδύσεων δεν συμμετέχει στη δραστηριότητα.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνας, ασκώντας δραστηριότητες αναδοχής και τοποθέτησης διασφαλίζουν κατάλληλους ελέγχους για τη διαχείριση δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των δραστηριοτήτων και μεταξύ των διαφορετικών πελατών τους που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες.

Άρθρο 39

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τιμολόγηση των προσφορών όσον αφορά την έκδοση χρηματοπιστωτικών μέσων

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων έχουν θεσπίσει συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με την πιθανή υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση μιας έκδοσης ή συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών στη διαδικασία. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν, ως ελάχιστη απαίτηση, εσωτερικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση των δυο ακόλουθων στοιχείων:

α)

ότι η τιμολόγηση της προσφοράς δεν προωθεί τα συμφέροντα άλλων πελατών ή τα συμφέροντα της ίδιας της επιχείρησης, με τρόπο που μπορεί να έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα του πελάτη εκδότη· και

β)

την πρόληψη ή τη διαχείριση μιας κατάστασης όπου τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες επενδυτές συμμετέχουν άμεσα στις αποφάσεις για την παροχή συμβουλών για την εταιρική χρηματοδότηση σχετικά με την τιμολόγηση στον πελάτη εκδότη.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της σύστασης ως προς την τιμή της προσφοράς και των χρόνων που συμμετέχουν. Ειδικότερα, η επιχείρηση ενημερώνει και συνεργάζεται με τον πελάτη εκδότη για τυχόν στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή σταθεροποίησης τις οποίες προτίθεται να αναλάβει σε σχέση με την προσφορά, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αυτές οι στρατηγικές μπορούν να επηρεάσουν τα συμφέροντα των πελατών του εκδότη. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφοράς, οι επιχειρήσεις λαμβάνουν επίσης όλα τα εύλογα μέτρα για να διατηρούν τον πελάτη εκδότη ενημερωμένο για τις εξελίξεις σε σχέση με την τιμολόγηση της έκδοσης.

Άρθρο 40

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που τοποθετούν χρηματοπιστωτικά μέσα θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για την πρόληψη του ανάρμοστου επηρεασμού των συστάσεων για την τοποθέτηση από υφιστάμενες ή μελλοντικές σχέσεις.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν όταν οι υπεύθυνοι για την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες-επενδυτές της επιχείρησης συμμετέχουν άμεσα στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις συστάσεις στον πελάτη εκδότη για την κατανομή.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν αποδέχονται πληρωμές ή οφέλη από τρίτους, εκτός εάν οι εν λόγω πληρωμές ή οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις για αντιπαροχές που προβλέπονται στο άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Ειδικότερα, οι ακόλουθες πρακτικές θεωρείται ότι δεν συμμορφώνονται με τις εν λόγω απαιτήσεις και, ως εκ τούτου, θεωρούνται μη αποδεκτές:

α)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση ως κίνητρο για την καταβολή δυσανάλογα υψηλών αμοιβών για τις μη συνδεδεμένες υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση επενδύσεων (laddering), όπως δυσανάλογα υψηλές αμοιβές ή προμήθειες που καταβάλλονται από έναν πελάτη-επενδυτή ή δυσανάλογα μεγάλων όγκων συναλλαγών σε κανονικά επίπεδα προμήθειας που παρέχονται από τον πελάτη-επενδυτή ως αποζημίωση για τη λήψη ενός ποσοστού της έκδοσης·

β)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που γίνεται σε ένα ανώτερο στέλεχος ή ένα εταιρικό στέλεχος ενός υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη εκδότη, σε αντάλλαγμα για τη μελλοντική ή παρελθούσα ανάθεση συναλλαγών εταιρικής χρηματοδότησης (spinning)·

γ)

μια κατανομή ποσοστού μετοχών σε μια έκδοση που εξαρτάται ρητά ή σιωπηρά από την λήψη μελλοντικών εντολών ή την αγορά οποιασδήποτε άλλης υπηρεσίας από την επιχείρηση επενδύσεων από έναν πελάτη επενδύσεων, ή οποιαδήποτε οντότητα της οποίας ο επενδυτής είναι εταιρικό στέλεχος.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν μια πολιτική κατανομής που ορίζει τη διαδικασία διατύπωσης συστάσεων κατανομής. Η πολιτική κατανομής παρέχεται στον πελάτη εκδότη πριν συμφωνήσει να αναλάβει υπηρεσίες τοποθέτησης. Η πολιτική καθορίζει τις σχετικές πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε εκείνο το στάδιο, σχετικά με την προτεινόμενη μεθοδολογία κατανομής για την έκδοση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναμιγνύουν τον πελάτη εκδότη στις συζητήσεις για τη διαδικασία διάθεσης, προκειμένου η επιχείρηση να μπορεί να κατανοήσει και να λάβει υπόψη τα συμφέροντα και τους στόχους του πελάτη. Η επιχείρηση επενδύσεων εξασφαλίζει τη συμφωνία του πελάτη εκδότη για την προτεινόμενη κατανομή της ανά τύπο πελάτη για τη συναλλαγή, σύμφωνα με την πολιτική κατανομής.

Άρθρο 41

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με την παροχή συμβουλών, τη διανομή και την αυτοτοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν συστήματα, ελέγχους και διαδικασίες για τον εντοπισμό και τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε έναν πελάτη επενδύσεων για να συμμετάσχει σε νέα έκδοση, όταν η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει προμήθειες, αμοιβές ή οποιαδήποτε χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη σε σχέση με τη διευθέτηση της έκδοσης. Τυχόν προμήθειες, αμοιβές ή χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 24 παράγραφοι 7, 8 και 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τεκμηριώνονται στις πολιτικές για τις συγκρούσεις συμφερόντων της επιχείρησης επενδύσεων και αντανακλώνται στις ρυθμίσεις για αντιπαροχές της επιχείρησης.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που συμμετέχουν στην τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από τις ίδιες ή από οντότητες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, στους δικούς τους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων πελατών καταθετών τους στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των επενδυτικών κεφαλαίων η διαχείριση των οποίων γίνεται από οντότητες του ομίλου τους θεσπίζουν, υλοποιούν και διατηρούν σαφείς και αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τον εντοπισμό, την πρόληψη ή τη διαχείριση των πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων που ανακύπτουν σε σχέση με αυτό το είδος δραστηριότητας. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν την εξέταση της αποχής από τη συμμετοχή στη δραστηριότητα, όπου οι συγκρούσεις συμφερόντων δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν κατάλληλα, ούτως ώστε να προληφθούν τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις για τους πελάτες.

3.   Όταν απαιτείται γνωστοποίηση των συγκρούσεων συμφερόντων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του άρθρου 34 παράγραφος 4, συμπεριλαμβανομένης μιας εξήγησης της φύσης και της πηγής των συγκρούσεων συμφερόντων που είναι εγγενής σε αυτό το είδος δραστηριότητας, παρέχοντας λεπτομέρειες για τους συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με αυτές τις πρακτικές, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους πελάτες να λάβουν μια τεκμηριωμένη επενδυτική απόφαση.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προσφέρουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδονται από τις ίδιες ή άλλες οντότητες του ομίλου στους πελάτες τους και τα οποία περιλαμβάνονται στον υπολογισμό των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), στην οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23) ή στην οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), παρέχουν στους εν λόγω πελάτες πρόσθετες πληροφορίες που εξηγούν τις διαφορές μεταξύ του χρηματοπιστωτικού μέσου και των τραπεζικών καταθέσεων σε όρους απόδοσης, κινδύνου, ρευστότητας και κάθε προστασίας που παρέχεται σύμφωνα με την οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (25).

Άρθρο 42

Πρόσθετες απαιτήσεις σε σχέση με τον δανεισμό ή την παροχή πίστωσης στο πλαίσιο της αναδοχής ή της τοποθέτησης

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Σε περιπτώσεις όπου οποιοσδήποτε προηγούμενος δανεισμός ή πίστωση προς τον πελάτη εκδότη από μια επιχείρηση επενδύσεων ή μια οντότητα εντός του ίδιου ομίλου μπορεί να εξοφληθεί με τα έσοδα της έκδοσης, η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει ρυθμίσεις για τον εντοπισμό και την πρόληψη ή τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων που ενδεχομένως προκύψουν.

2.   Σε περίπτωση που οι ρυθμίσεις που πραγματοποιούνται για τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων αποδειχθούν ανεπαρκείς για να διασφαλιστεί ότι θα μπορούσε να αποτραπεί ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στον πελάτη εκδότη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν στον πελάτη εκδότη τις συγκεκριμένες συγκρούσεις συμφερόντων που έχουν ανακύψει σε σχέση με τις δραστηριότητές τους, ή τις δραστηριότητες των οντοτήτων του ομίλου, με την ιδιότητα του φορέα παροχής πίστωσης, και τις δραστηριότητές τους που σχετίζονται με την προσφορά κινητών αξιών.

3.   Η πολιτική σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων των επιχειρήσεων επενδύσεων απαιτεί την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την οικονομική κατάσταση του εκδότη με οντότητες του ομίλου που ενεργούν ως φορείς παροχής πίστωσης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν θα παραβίαζε τα εμπόδια παροχής πληροφοριών που έχουν συσταθεί από την επιχείρηση για να προστατεύει τα συμφέροντα ενός πελάτη.

Άρθρο 43

Τήρηση αρχείων σε σχέση με αναδοχή ή τοποθέτηση

(άρθρο 16 παράγραφος 3, άρθρο 23 και άρθρο 24 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία του περιεχομένου και του χρόνου των οδηγιών που λαμβάνονται από τους πελάτες. Τηρείται αρχείο των αποφάσεων κατανομής που λαμβάνονται για κάθε δραστηριότητα, για να παρέχεται πλήρης διαδρομή ελέγχου μεταξύ των μεταβολών που καταχωρίζονται στους λογαριασμούς των πελατών και των οδηγιών που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων. Ειδικότερα, η τελική κατανομή που πραγματοποιείται σε κάθε πελάτη-επενδυτή αιτιολογείται και καταγράφεται σαφώς. Η πλήρης διαδρομή ελέγχου των υλικών βημάτων στη διαδικασία αναδοχής και διάθεσης τίθεται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών κατόπιν αιτήματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Παροχή πληροφοριών σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες

Άρθρο 44

Απαιτήσεις για ακριβή, σαφή και μη παραπλανητική πληροφόρηση

(άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι όλες οι πληροφορίες, περιλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνουν σε, ή διαδίδουν με τρόπο που καθιστά πιθανή τη λήψη τους από υφιστάμενους ή δυνητικούς ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες πληρούν τους όρους των παραγράφων 2 έως 8.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 συμμορφώνονται με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πληροφόρηση περιλαμβάνει την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

η πληροφόρηση είναι ακριβής και παρέχει πάντα σαφή και ακριβή ένδειξη των σχετικών κινδύνων όταν αναφέρει τυχόν δυνητικά οφέλη μιας επενδυτικής υπηρεσίας ή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

η πληροφόρηση χρησιμοποιεί μέγεθος γραμματοσειράς για την ένδειξη των σχετικών κινδύνων το οποίο είναι τουλάχιστον ίσο με το κύριο μέγεθος γραμματοσειράς που χρησιμοποιείται για όλες τις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά και διάταξη που διασφαλίζει ότι η εν λόγω ένδειξη αποτελεί προεξέχον στοιχείο·

δ)

η πληροφόρηση είναι επαρκής και παρουσιάζεται με τρόπο ώστε να είναι πιθανό ότι θα γίνει κατανοητή από ένα μέσο μέλος του κοινού στο οποίο απευθύνεται ή από το οποίο είναι πιθανό να ληφθεί·

ε)

η πληροφόρηση δεν πρέπει να αποκρύπτει, να υποβαθμίζει ή να συγκαλύπτει σημαντικά στοιχεία, δηλώσεις ή προειδοποιήσεις·

στ)

η πληροφόρηση που παρέχεται σε κάθε πελάτη παρουσιάζεται με συνεκτικό τρόπο στην ίδια γλώσσα για κάθε πληροφορία ή διαφημιστικό υλικό που παρέχεται σε κάθε πελάτη, εκτός και αν ο πελάτης έχει αποδεχθεί τη λήψη πληροφοριών σε περισσότερες από μία γλώσσες·

ζ)

η πληροφόρηση είναι επικαιροποιημένη και σχετική με το μέσο επικοινωνίας που χρησιμοποιείται.

3.   Όταν η πληροφόρηση συγκρίνει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, χρηματοπιστωτικά μέσα ή πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύγκριση είναι ουσιώδης και παρουσιάζεται με δίκαιο και ισόρροπο τρόπο·

β)

αναφέρονται οι πηγές των πληροφοριών που χρησιμοποιούνται για τη σύγκριση·

γ)

περιλαμβάνονται τα βασικά στοιχεία και παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τη σύγκριση.

4.   Όταν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ένδειξη προηγούμενων επιδόσεων ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ενός χρηματοοικονομικού δείκτη ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η ένδειξη αυτή δεν αποτελεί το προεξέχον στοιχείο της σχετικής ανακοίνωσης·

β)

η πληροφόρηση πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλες πληροφορίες για τις επιδόσεις κατά την προηγούμενη πενταετία ή, εάν είναι μικρότερο των πέντε ετών, καθ' όλο το χρονικό διάστημα για το οποίο είτε ήταν διαθέσιμο το χρηματοπιστωτικό μέσο, είτε καταρτίστηκε ο δείκτης είτε παρασχέθηκε η επενδυτική υπηρεσία, ή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα που αποφασίζει η επιχείρηση, και σε κάθε περίπτωση οι πληροφορίες για τις επιδόσεις βασίζονται σε πλήρεις δωδεκάμηνες περιόδους·

γ)

η περίοδος αναφοράς και η πηγή των πληροφοριών αναφέρονται με σαφήνεια·

δ)

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν το παρελθόν και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών αποτελεσμάτων·

ε)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε αριθμητικά στοιχεία εκφρασμένα σε νόμισμα διαφορετικό από εκείνο του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υφιστάμενος ή ο δυνητικός ιδιώτης πελάτης, αναφέρεται με σαφήνεια το σχετικό νόμισμα και περιλαμβάνεται προειδοποίηση ότι η απόδοση ενδέχεται να αυξηθεί ή να μειωθεί ως αποτέλεσμα συναλλαγματικών διακυμάνσεων·

στ)

εάν η ένδειξη βασίζεται σε μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων.

5.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση αφορά χρηματοπιστωτικό μέσο ή χρηματοοικονομικό δείκτη και ότι πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων βασίζεται σε πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοοικονομικών δεικτών που είναι ίδιοι, ή ουσιαστικά ίδιοι, με το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή αποτελούν το υποκείμενο μέσο του·

β)

όσον αφορά τις πραγματικές παρελθούσες επιδόσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α), να πληρούνται οι προϋποθέσεις των στοιχείων α) έως γ), ε) και στ) της παραγράφου 4·

γ)

η πληροφόρηση περιέχει εμφανή προειδοποίηση ότι τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων και ότι οι παρελθούσες επιδόσεις δεν αποτελούν αξιόπιστη ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

6.   Εάν η πληροφόρηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με μελλοντικές επιδόσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η πληροφόρηση δεν βασίζεται ή αναφέρεται σε προσομοίωση παρελθουσών επιδόσεων·

β)

η πληροφόρηση βασίζεται σε εύλογες παραδοχές που μπορούν να τεκμηριωθούν με αντικειμενικά δεδομένα·

γ)

εάν η πληροφόρηση βασίζεται στη μεικτή απόδοση, γνωστοποιείται η επίπτωση των προμηθειών, αμοιβών ή άλλων επιβαρύνσεων·

δ)

η πληροφόρηση βασίζεται σε σενάρια επιδόσεων υπό διαφορετικές συνθήκες της αγοράς (αρνητικά και θετικά σενάρια), και αντικατοπτρίζει τη φύση και τους κινδύνους των συγκεκριμένων ειδών των μέσων που περιλαμβάνονται στην ανάλυση·

ε)

η πληροφόρηση περιλαμβάνει εμφανή προειδοποίηση ότι οι προβλέψεις αυτές δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη μελλοντικών επιδόσεων.

7.   Εάν η πληροφόρηση αναφέρεται σε συγκεκριμένη φορολογική μεταχείριση, πρέπει να περιλαμβάνει εμφανή ένδειξη ότι η φορολογική μεταχείριση εξαρτάται από τις ατομικές περιστάσεις κάθε πελάτη και ενδέχεται να υπόκειται σε μελλοντικές μεταβολές.

8.   Η πληροφόρηση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί το όνομα καμίας αρμόδιας αρχής με τρόπο που δείχνει ή υποδηλώνει ότι αυτή η αρμόδια αρχή υποστηρίζει ή εγκρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 45

Πληροφόρηση σχετικά με την κατηγοριοποίηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων κοινοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι προέβη στην απαιτούμενη από την οδηγία 2014/65/ΕΕ νέα κατηγοριοποίησή τους ως ιδιωτών πελατών, επαγγελματιών πελατών ή επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί στους πελάτες σε σταθερό μέσο κάθε δικαίωμά τους να ζητήσουν την κατάταξή τους σε άλλη κατηγορία και κάθε περιορισμό που μια διαφορετική κατηγορία συνεπάγεται όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των πελατών.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται, είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου πελάτη, να αντιμετωπίζει έναν πελάτη κατά τον ακόλουθο τρόπο:

α)

ως επαγγελματία ή ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που διαφορετικά θα εντασσόταν στην κατηγορία των επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων δυνάμει του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

ως ιδιώτη πελάτη, έναν πελάτη που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το παράρτημα II τμήμα Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Άρθρο 46

Γενικές απαιτήσεις για την πληροφόρηση των πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες είτε προτού αυτοί δεσμευθούν με συμφωνία παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών είτε πριν από την παροχή των υπηρεσιών σε αυτούς, όποιο προηγείται χρονικά, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τους όρους της εν λόγω συμφωνίας·

β)

τις πληροφορίες που απαιτεί το άρθρο 47 σχετικά με την εν λόγω συμφωνία ή τις εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει των άρθρων 47 έως 50.

3.   Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται σε σταθερό μέσο ή, μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο), υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 παράγραφος 3.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν σε εύθετο χρόνο στους πελάτες κάθε σημαντική μεταβολή στις πληροφορίες που παρέχονται βάσει των άρθρων 47 έως 50 και αφορούν μια υπηρεσία που η επιχείρηση παρέχει σε αυτούς. Η γνωστοποίηση γίνεται σε σταθερό μέσο εάν η πληροφόρηση την οποία αφορά παρέχεται σε σταθερό μέσο.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση που περιλαμβάνεται σε μια διαφημιστική ανακοίνωση είναι συνεπής με τις άλλες πληροφορίες που η επιχείρηση παρέχει σε πελάτες στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

6.   Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις περιλαμβάνουν προσφορά ή πρόσκληση της μορφής που αναφέρεται κατωτέρω και προσδιορίζουν τον τρόπο απάντησης ή περιλαμβάνουν έντυπο με το οποίο μπορεί να δοθεί απάντηση, περιλαμβάνουν, από τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 47 έως 50, εκείνες που σχετίζονται με την εν λόγω προσφορά ή πρόσκληση:

α)

προσφορά σύναψης σύμβασης σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία με οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση·

β)

πρόσκληση σε οποιοδήποτε πρόσωπο απαντήσει στην ανακοίνωση να κάνει μια προσφορά για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

Ωστόσο, το πρώτο εδάφιο δεν ισχύει εφόσον, προκειμένου να απαντήσει σε μια προσφορά ή πρόσκληση περιλαμβανόμενη στη διαφημιστική ανακοίνωση, ο δυνητικός πελάτης πρέπει να αναφερθεί σε άλλο έγγραφο ή έγγραφα, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με άλλα, περιλαμβάνουν τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 47

Πληροφόρηση υφιστάμενων και δυνητικών πελατών σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις ακόλουθες γενικές πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης επενδύσεων και λεπτομερείς πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι πελάτες μπορούν να επικοινωνούν αποτελεσματικά με την επιχείρηση·

β)

γλώσσες στις οποίες ο πελάτης μπορεί να επικοινωνεί με την επιχείρηση επενδύσεων και να λαμβάνει έγγραφα ή άλλες πληροφορίες από αυτήν·

γ)

μέθοδοι επικοινωνίας που πρέπει να χρησιμοποιούνται μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη, περιλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των μεθόδων επικοινωνίας για την αποστολή και τη λήψη εντολών·

δ)

δήλωση που πιστοποιεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και όνομα και διεύθυνση επαφών της αρμόδιας αρχής που τη χορήγησε·

ε)

εάν η επιχείρηση ενεργεί μέσω συνδεδεμένου αντιπροσώπου, δήλωση περί αυτού στην οποία προσδιορίζεται το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο αντιπρόσωπος·

στ)

φύση, συχνότητα και χρόνο υποβολής των εκθέσεων σχετικά με τις επιδόσεις της υπηρεσίας που η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει στον πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/EΕ·

ζ)

εάν η επιχείρηση επενδύσεων κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, συνοπτική περιγραφή των μέτρων που λαμβάνει για να διασφαλίσει την προστασία τους, καθώς και συνοπτικά στοιχεία σχετικά με κάθε καθεστώς προστασίας επενδυτών ή εγγύησης καταθέσεων στο οποίο υπόκειται η επιχείρηση επενδύσεων στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της σε ένα κράτος μέλος·

η)

περιγραφή, η οποία μπορεί να παρασχεθεί σε συνοπτική μορφή, της πολιτικής που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων σύμφωνα με το άρθρο 34·

θ)

κατόπιν αιτήματος του πελάτη, πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με την εν λόγω πολιτική για τις συγκρούσεις συμφερόντων, σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως θ) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

2.   Όταν παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν κατάλληλη μέθοδο αξιολόγησης και σύγκρισης, για παράδειγμα έναν κατάλληλο δείκτη αναφοράς βασιζόμενο στους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και τα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιό του, ούτως ώστε να επιτραπεί σε αυτόν να αξιολογήσει τις επιδόσεις της επιχείρησης.

3.   Όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων προτείνουν την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη, παρέχουν σε αυτόν, επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1, και τις ακόλουθες πληροφορίες, κατά περίπτωση:

α)

πληροφορίες όσον αφορά τη μέθοδο και τη συχνότητα αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

β)

κατά περίπτωση, λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με κάθε μεταβίβαση της ελεύθερης διαχείρισης χαρτοφυλακίου για το σύνολο ή για μέρος των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη·

γ)

προσδιορισμός των ενδεχόμενων δεικτών αναφοράς με τους οποίους θα συγκριθούν οι επιδόσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη·

δ)

είδη χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο του πελάτη και είδη συναλλαγών που μπορούν να διενεργηθούν σε αυτά τα μέσα, περιλαμβανόμενων των ενδεχόμενων σχετικών περιορισμών·

ε)

διαχειριστικοί στόχοι, επίπεδο κινδύνου που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας και κάθε ειδικός περιορισμός στη διακριτική αυτή ευχέρεια.

Οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία α) έως ε) παρέχονται σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες.

Άρθρο 48

Πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε υφιστάμενους και δυνητικούς πελάτες, σε εύθετο χρόνο, πριν την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών, γενική περιγραφή της φύσης και των κινδύνων των χρηματοπιστωτικών μέσων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την κατηγοριοποίηση του πελάτη ως ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη ή επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου. Η περιγραφή αυτή εξηγεί τη φύση του σχετικού είδους χρηματοπιστωτικού μέσου, τη λειτουργία και τις επιδόσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαφορετικές συνθήκες της αγοράς, θετικές και αρνητικές, αλλά και τους ειδικούς κινδύνους που αυτό ενέχει, με επαρκείς λεπτομέρειες ώστε ο πελάτης να μπορεί να λαμβάνει ενημερωμένες επενδυτικές αποφάσεις.

2.   Η περιγραφή των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει, ανάλογα με το είδος του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και με την κατηγορία και το επίπεδο γνώσης του πελάτη, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τους κινδύνους που σχετίζονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα του είδους αυτού, με εξήγηση της μόχλευσης και των αποτελεσμάτων της, καθώς και του κινδύνου απώλειας του συνόλου της επένδυσης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που συνδέονται με την αφερεγγυότητα του εκδότη ή με σχετικά συμβάντα, όπως διάσωση με ίδια μέσα·

β)

τη μεταβλητότητα της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων και τυχόν περιορισμούς στη διαθέσιμη αγορά για αυτά τα μέσα·

γ)

πληροφορίες σχετικά με κωλύματα ή περιορισμούς όσον αφορά την αποεπένδυση, όπως μπορεί να συμβεί, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση των μη ρευστοποιήσιμων χρηματοπιστωτικών μέσων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων με πάγια επενδυτική διάρκεια, συμπεριλαμβανομένης μιας απεικόνισης των πιθανών μεθόδων εξόδου και τις συνέπειες τυχόν εξόδου, των πιθανών περιορισμών και του εκτιμώμενου χρονικού πλαισίου για την πώληση του χρηματοπιστωτικού μέσου πριν την ανάκτηση του αρχικού κόστους της συναλλαγής στα συγκεκριμένα είδη χρηματοπιστωτικών μέσων·

δ)

το γεγονός ότι ο επενδυτής ενδέχεται να αναλάβει, ως αποτέλεσμα συναλλαγών στα μέσα αυτά, χρηματοοικονομικές δεσμεύσεις και άλλες πρόσθετες υποχρεώσεις που μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεχόμενες οφειλές·

ε)

κάθε απαίτηση περιθωρίου ασφάλισης ή παρόμοια υποχρέωση που εφαρμόζεται στα εν λόγω μέσα.

3.   Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη πληροφορίες σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο τρέχουσας προσφοράς στο κοινό στο πλαίσιο της οποίας έχει εκδοθεί ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ, η εν λόγω επιχείρηση ενημερώνει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη σχετικά με τις λεπτομέρειες διάθεσης του ενημερωτικού δελτίου στο κοινό.

4.   Όταν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελείται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επαρκή περιγραφή της νομικής φύσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, των συνιστωσών του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδραση μεταξύ των συνιστωσών επηρεάζει τους κινδύνους της επένδυσης.

5.   Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων που ενσωματώνουν εγγύηση ή προστασία του κεφαλαίου, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη πληροφορίες όσον αφορά τη φύση και το εύρος της εν λόγω εγγύησης ή προστασίας του κεφαλαίου. Στην περίπτωση που η εγγύηση παρέχεται από τρίτο μέρος, οι πληροφορίες σχετικά με την εγγύηση περιλαμβάνουν επαρκείς λεπτομέρειες τόσο όσον αφορά τον εγγυητή όσο και την εγγύηση προκειμένου να δοθεί στον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη η δυνατότητα να προβεί σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της εγγύησης.

Άρθρο 49

Πληροφόρηση σχετικά με τη φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών παρέχουν στους σχετικούς υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες την πληροφόρηση που ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 7, κατά περίπτωση.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαιά τους μπορούν να κατέχονται από τρίτο για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, καθώς και για την ευθύνη που έχει η επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία για τυχόν πράξεις ή παραλείψεις αυτού του τρίτου και για τις συνέπειες για τον πελάτη από ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του τρίτου.

3.   Εάν η εθνική νομοθεσία επιτρέπει την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη από τρίτο σε συλλογικό λογαριασμό, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει σχετικά τον πελάτη και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη εάν δεν είναι δυνατό βάσει της εθνικής νομοθεσίας να διαχωριστούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη που κατέχονται σε τρίτο από τα ιδιόκτητα χρηματοπιστωτικά μέσα αυτού του τρίτου ή της επιχείρησης επενδύσεων και τον προειδοποιεί σαφώς για τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον υφιστάμενο ή δυνητικό ιδιώτη πελάτη εάν οι λογαριασμοί στους οποίους τηρούνται χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια αυτού του πελάτη υπάγονται ή μπορούν να υπαχθούν σε νομοθεσία ή δικαιοδοσία άλλη από εκείνη ενός κράτους μέλους και αναφέρει ότι τα δικαιώματα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη σε σχέση με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια μπορούν να διαφέρουν ανάλογα.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με την ύπαρξη και τους όρους κάθε εμπράγματου δικαιώματος ή ασφάλειας που η επιχείρηση έχει ή θα μπορούσε να έχει επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του, ή σχετικά με τυχόν δικαίωμα συμψηφισμού που έχει σε σχέση με τα εν λόγω μέσα ή κεφάλαια. Κατά περίπτωση, ενημερώνει επίσης τον πελάτη για το γεγονός ότι ένας θεματοφύλακας μπορεί να έχει εμπράγματο δικαίωμα, ασφάλεια ή δικαίωμα συμψηφισμού επί ή σε σχέση με αυτά τα μέσα ή κεφάλαια.

7.   Η επιχείρηση επενδύσεων, προτού συνάψει συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων για χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχει εξ ονόματος πελάτη ή προτού χρησιμοποιήσει με άλλο τρόπο αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη, παρέχει στον εν λόγω πελάτη σε σταθερό μέσο και σε εύθετο χρόνο προτού χρησιμοποιηθούν τα μέσα αυτά σαφείς, πλήρεις και ακριβείς πληροφορίες για τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες της όσον αφορά τη χρησιμοποίηση αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων, περιλαμβανομένων των όρων επιστροφής τους, καθώς και για τους σχετικούς κινδύνους.

Άρθρο 50

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς παροχής πληροφόρησης στους πελάτες όσον αφορά το σύνολο του κόστους και τις επιβαρύνσεις δυνάμει του άρθρου 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 10.

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επαγγελματίες πελάτες έχουν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο με τους εν λόγω πελάτες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν επιτρέπεται να συμφωνούν σε τέτοιου είδους περιορισμένους κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή στην περίπτωση όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας.

Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους διατηρούν το δικαίωμα να συμφωνούν σε περιορισμένη εφαρμογή των λεπτομερών απαιτήσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, εκτός εάν, ανεξαρτήτως της παρεχόμενης επενδυτικής υπηρεσίας, τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα ενσωματώνουν παράγωγα και ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος προτίθεται να τα προσφέρει στους πελάτες τους.

2.   Για εκ των προτέρων και εκ των υστέρων γνωστοποίηση πληροφοριών στους πελάτες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, οι επιχειρήσεις επενδύσεων αθροίζουν τα εξής:

α)

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που χρεώνονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από άλλα μέρη, στην περίπτωση που ο πελάτης έχει παραπεμφθεί σε αυτά, για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη· και

β)

όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις που σχετίζονται με την κατασκευή και διαχείριση των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τα κόστη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία α) και β) περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙ του παρόντος κανονισμού. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι πληρωμές τρίτων μερών εισπραττόμενες από επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία που παρέχεται σε πελάτη αναφέρονται χωριστά και τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις προστίθενται και εκφράζονται ως χρηματικό ποσό και ως ποσοστό.

3.   Όταν οποιοδήποτε μέρος του συνολικού κόστους και επιβαρύνσεων πρέπει να καταβληθεί σε ξένο νόμισμα ή αντιπροσωπεύει ποσό εκφρασμένο σε ξένο νόμισμα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ένδειξη του σχετικού νομίσματος και ισχύουσες ισοτιμίες και κόστη μετατροπής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν, επίσης, πληροφόρηση σχετικά με τον τρόπο καταβολής ή άλλες διατυπώσεις.

4.   Σε σχέση με τη γνωστοποίηση κόστους και επιβαρύνσεων προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπολογίζουν και γνωστοποιούν τα εν λόγω κόστη, για παράδειγμα, μέσω σύνδεσης με εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ προκειμένου να λάβει τις σχετικές πληροφορίες.

5.   Η υποχρέωση έγκαιρης και πλήρους εκ των προτέρων παροχής πληροφοριών σχετικά με τα συνολικά κόστη και επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο και την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν η επιχείρηση επενδύσεων προτείνει ή διαθέτει χρηματοπιστωτικά μέσα σε πελάτες· ή

β)

όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία πρέπει να παρέχει στους πελάτες ένα ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή έγγραφα βασικών πληροφοριών για επενδυτές που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) όσον αφορά τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, σύμφωνα με την οικεία ενωσιακή νομοθεσία.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν προτείνουν ή διαθέτουν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στον πελάτη ή δεν είναι υποχρεωμένες να παρέχουν στον πελάτη ένα βασικό έγγραφο πληροφοριών ή έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή νομοθεσία, ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παρεχόμενη επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία.

7.   Όταν περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες στον πελάτη, κάθε επιχείρηση επενδύσεων παρέχει πληροφορίες σχετικά με το κόστος των επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών που η ίδια παρέχει. Μια επιχείρηση επενδύσεων που προτείνει ή διαθέτει στους πελάτης της υπηρεσίες που παρέχονται από άλλη επιχείρηση, αθροίζει τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών της με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των υπηρεσιών που παρέχονται από την άλλη επιχείρηση. Μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη της τα κόστη και τις επιβαρύνσεις που συνδέονται με την παροχή άλλων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών από άλλες επιχειρήσεις, σε περίπτωση που έχει κατευθύνει τον πελάτη στις εν λόγω επιχειρήσεις.

8.   Στην περίπτωση εκ των προτέρων υπολογισμού του κόστους και των επιβαρύνσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν το πραγματικό κόστος ως υποκατάστατη μεταβλητή για το αναμενόμενο κόστος και τις επιβαρύνσεις. Σε περίπτωση που το πραγματικό κόστος δεν είναι διαθέσιμο, η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί εύλογες εκτιμήσεις του εν λόγω κόστους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν εκ των προτέρων παραδοχές με βάση την εκ των υστέρων εμπειρία και προσαρμόζουν τις εν λόγω παραδοχές, όπου κρίνεται απαραίτητο.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν ετήσια εκ των υστέρων πληροφόρηση για όλα τα κόστη και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και την επενδυτική(-ές) ή παρεπόμενη(-ες) υπηρεσία(-ες) σε περίπτωση που έχουν προτείνει ή διαθέσει το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) ή έχουν παράσχει στον πελάτη το βασικό έγγραφο πληροφοριών ή το έγγραφο βασικών πληροφοριών για επενδυτές όσον αφορά το (τα) χρηματοπιστωτικό(-ά) μέσο(-α) και διατηρούν ή διατηρούσαν μια σταθερή σχέση με τον πελάτη στη διάρκεια του έτους. Η ανωτέρω πληροφόρηση βασίζεται στο πραγματικό κόστος και παρέχεται σε εξατομικευμένη βάση.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να επιλέξουν να παρέχουν την εν λόγω συνολική πληροφόρηση σχετικά με τα κόστη και τις επιβαρύνσεις των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες περιοδικές εκθέσεις που παρέχονται στους πελάτες.

10.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες απεικόνιση του αθροιστικού αποτελέσματος του κόστους επί της απόδοσης κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών. Η εν λόγω απεικόνιση παρέχεται εκ των προτέρων και εκ των υστέρων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι η απεικόνιση ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις:

α)

η απεικόνιση παρουσιάζει το αποτέλεσμα του συνολικού κόστους και των επιβαρύνσεων στην απόδοση της επένδυσης·

β)

η απεικόνιση παρουσιάζει τυχόν προβλεπόμενες απότομες αυξήσεις ή διακυμάνσεις στο κόστος· και

γ)

η απεικόνιση συνοδεύεται από περιγραφή.

Άρθρο 51

Πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1286/2014

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαθέτουν μερίδια σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIPs) ενημερώνουν επιπλέον τους πελάτες τους σχετικά με οποιοδήποτε άλλο κόστος και συναφείς επιβαρύνεις που συνδέονται με το προϊόν, οι οποίες ενδέχεται να μην έχουν συμπεριληφθεί στο ΒΕΠ ΟΣΕΚΑ ή στα ΒΕΠ που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση, αλλά και σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε σχέση με το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

ΤΜΗΜΑ 2

Επενδυτικές συμβουλές

Άρθρο 52

Πληροφορίες σχετικά με επενδυτικές συμβουλές

(άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν με σαφή και συνοπτικό τρόπο εάν και γιατί οι επενδυτικές συμβουλές χαρακτηρίζονται ως ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες, αλλά και το είδος και τη φύση των περιορισμών που ισχύουν, συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση παροχής επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση, της απαγόρευσης λήψης και παρακράτησης αντιπαροχών.

Όταν οι συμβουλές προσφέρονται ή παρέχονται στον ίδιο πελάτη σε ανεξάρτητη και σε μη ανεξάρτητη βάση, οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξηγούν το εύρος των υπηρεσιών προκειμένου οι επενδυτές να είναι σε θέση να κατανοήσουν τις διαφορές μεταξύ τους και να μην παρουσιάζεται ως ανεξάρτητος επενδυτικός σύμβουλος και το σύνολο της δραστηριότητας. Οι επιχειρήσεις δεν δίνουν υπέρμετρη προβολή στις ανεξάρτητες υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών σε σχέση με τις μη ανεξάρτητες υπηρεσίες παροχής επενδυτικών συμβουλών κατά την επικοινωνία τους με τους πελάτες.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές, είτε σε ανεξάρτητη είτε σε μη ανεξάρτητη βάση, εξηγούν στους πελάτες το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που ενδέχεται να προταθούν, συμπεριλαμβανομένης της σχέσης της επιχείρησης με τους εκδότες και τους παρόχους των μέσων.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων περιγράφουν το είδος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται, το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων και τους παρόχους ανά είδος μέσου σύμφωνα με το πεδίο της υπηρεσίας και, κατά την παροχή ανεξάρτητης υπηρεσίας, περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο η παρεχόμενη υπηρεσία πληροί τις προϋποθέσεις για την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ανεξάρτητη βάση και τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής που εφαρμόζεται από την επιχείρηση επενδύσεων για τη πρόταση χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως για παράδειγμα τους κινδύνους, το κόστος και την πολυπλοκότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων.

4.   Όταν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που αξιολογούνται από την επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση περιλαμβάνει τα χρηματοπιστωτικά μέσα της ίδιας της επιχείρησης ή μέσα που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που διατηρούν στενούς δεσμούς ή οποιουδήποτε άλλου είδους νομική ή οικονομική σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων, αλλά και άλλους εκδότες ή παρόχους που δεν συνδέονται ή σχετίζονται, η επιχείρηση επενδύσεων διακρίνει, για κάθε είδος χρηματοπιστωτικού μέσου, το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδουν ή παρέχουν οντότητες που δεν διατηρούν οποιοδήποτε δεσμό με την επιχείρηση επενδύσεων.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των προτάσεων που παρέχονται δυνάμει του άρθρου 54 παράγραφος 12 γνωστοποιούν τα ακόλουθα:

α)

τη συχνότητα και το εύρος της περιοδικής αξιολόγησης καταλληλότητας και, κατά περίπτωση, τις συνθήκες που επιβάλλουν την απαίτηση αξιολόγησης·

β)

το βαθμό κατά τον οποίο οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν προηγουμένως θα αποτελέσουν αντικείμενο επαναξιολόγησης· και

γ)

τον τρόπο με τον οποίο θα γνωστοποιηθεί στον πελάτη τυχόν επικαιροποιημένη πρόταση.

Άρθρο 53

Επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 24 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ορίζουν και εφαρμόζουν μια διαδικασία επιλογής προκειμένου να αξιολογούν και να συγκρίνουν ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η διαδικασία επιλογής περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται είναι ανάλογα του φάσματος των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών που προσφέρονται από τον ανεξάρτητο επενδυτικό σύμβουλο·

β)

ο αριθμός και η ποικιλία των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά·

γ)

η ποιότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από την επιχείρηση επενδύσεων ή από οντότητες που διατηρούν στενή σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων είναι ανάλογη του συνολικού αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που εξετάζονται· και

δ)

τα κριτήρια για την επιλογή των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων περιλαμβάνουν όλες τις σχετικές πτυχές, όπως για παράδειγμα τους κινδύνους, το κόστος και την πολυπλοκότητα, αλλά και τα χαρακτηριστικά των πελατών της επιχείρησης επενδύσεων και διασφαλίζουν ότι η επιλογή των μέσων που ενδέχεται να προταθούν δεν είναι μεροληπτική.

Σε περίπτωση που η ανωτέρω σύγκριση δεν είναι εφικτή λόγω του επιχειρηματικού μοντέλου ή του συγκεκριμένου φάσματος της παρεχόμενης υπηρεσίας, η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές δεν παρουσιάζεται ως ανεξάρτητη.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση και επικεντρώνεται σε ορισμένες κατηγορίες ή ένα προσδιορισμένο εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

η επιχείρηση προωθεί τον εαυτό της με τρόπο που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προσέλκυση πελατών με προτίμηση για τις εν λόγω κατηγορίες ή εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

η επιχείρηση απαιτεί από τους πελάτες να δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται αποκλειστικά να επενδύσουν στη συγκεκριμένη κατηγορία η εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων· και

γ)

πριν την παροχή της υπηρεσίας, η επιχείρηση διασφαλίζει ότι η υπηρεσία είναι κατάλληλη για κάθε νέο πελάτη με βάση το σκεπτικό ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο αντιστοιχεί με τις ανάγκες και τους στόχους του πελάτη, και το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι κατάλληλα για τον πελάτη. Στην αντίθεση περίπτωση, η επιχείρηση δεν παρέχει τέτοιου είδους υπηρεσία στον πελάτη.

3.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που προσφέρει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη, αλλά και σε μη ανεξάρτητη βάση, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

α)

εγκαίρως πριν από την παροχή των υπηρεσιών της, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τους πελάτες, σε σταθερό μέσο, εάν η συμβουλή θα είναι ανεξάρτητη ή μη ανεξάρτητη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα σχετικά εκτελεστικά μέτρα·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων έχει παρουσιάσει τον εαυτό της ως ανεξάρτητη για τις υπηρεσίες για τις οποίες παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση·

γ)

η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει επαρκείς οργανωτικές απαιτήσεις και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζει ότι και τα δύο είδη συμβουλευτικών υπηρεσιών και συμβούλων είναι σαφώς διαχωρισμένα και ότι δεν είναι πιθανό να προκληθεί σύγχυση μεταξύ των πελατών σχετικά με τον είδος συμβουλών που λαμβάνουν και ότι οι πελάτες λαμβάνουν το είδος των συμβουλών που είναι κατάλληλες για αυτούς. Η επιχείρηση επενδύσεων δεν επιτρέπει σε ένα φυσικό πρόσωπο να παρέχει ανεξάρτητες και μη ανεξάρτητες συμβουλές.

ΤΜΗΜΑ 3

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Άρθρο 54

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και εκθέσεις καταλληλότητας

(άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν δημιουργούν οποιαδήποτε ασάφεια ή σύγχυση όσον αφορά τις ευθύνες τους στη διαδικασία κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των επενδυτικών υπηρεσιών ή χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ. Όταν αναλαμβάνει να διενεργήσει την αξιολόγηση καταλληλότητας, η επιχείρηση ενημερώνει τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες, με τρόπο σαφή και απλό, ότι η αξιολόγηση της καταλληλότητας πραγματοποιείται προκειμένου η επιχείρηση να εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη.

Όπου οι υπηρεσίες επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχονται, συνολικά ή εν μέρει, μέσω ενός αυτοματοποιημένου ή ημι-αυτοματοποιημένου συστήματος, η ευθύνη για τη διενέργεια αξιολόγησης της καταλληλότητας είναι της επιχείρησης επενδύσεων και δεν μειώνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού συστήματος κατά τη διατύπωση προσωπικών συστάσεων ή απόφασης για τη συναλλαγή.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν την έκταση των πληροφοριών που συλλέγονται από τους πελάτες υπό το πρίσμα όλων των υπηρεσιών επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που παρέχονται στους εν λόγω πελάτες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν από τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τις πληροφορίες που τους είναι απαραίτητες προκειμένου να κατανοήσουν τα βασικά δεδομένα του πελάτη και να σχηματίσουν εύλογα την πεποίθηση, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη φύση και την έκταση της παρεχόμενης υπηρεσίας, ότι η συναλλαγή που συνιστάται ή διενεργείται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου ανταποκρίνεται στα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πληροί τους επενδυτικούς στόχους του εν λόγω πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του ορίου ανοχής κινδύνου του πελάτη·

β)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να μπορεί να φέρει το βάρος κάθε σχετικού επενδυτικού κινδύνου που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους·

γ)

είναι τέτοια ώστε ο πελάτης να διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η συναλλαγή ή η διαχείριση του χαρτοφυλακίου του.

3.   Επιτρέπεται σε μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει επενδυτική υπηρεσία σε επαγγελματία πελάτη να θεωρήσει ότι για τα προϊόντα, τις συναλλαγές και τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει ενταχθεί στην κατηγορία αυτή, ο πελάτης διαθέτει το απαιτούμενο επίπεδο πείρας και γνώσεων για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο γ).

Όταν η επενδυτική υπηρεσία συνίσταται στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε επαγγελματία πελάτη υπαγόμενο στις διατάξεις του τμήματος 1 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ, επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) ότι ο πελάτης είναι σε θέση από οικονομική άποψη να αναλάβει κάθε σχετικό επενδυτικό κίνδυνο που είναι συνεπής με τους επενδυτικούς του στόχους.

4.   Στις πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με την πηγή και το ύψος των τακτικών του εισοδημάτων, τα περιουσιακά του στοιχεία, περιλαμβανομένων των ρευστών του διαθεσίμων, τις επενδύσεις και τα ακίνητά του, καθώς και σχετικά με τις τακτικές χρηματοοικονομικές του υποχρεώσεις.

5.   Στις πληροφορίες σχετικά με τους επενδυτικούς στόχους υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη περιλαμβάνονται, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πελάτης επιθυμεί να διακρατήσει την επένδυση, τις προτιμήσεις του όσον αφορά την ανάληψη κινδύνου, το προφίλ κινδύνου του και τους σκοπούς της επένδυσης.

6.   Σε περίπτωση που ένας πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή ομάδα δύο ή περισσότερων φυσικών προσώπων ή στην περίπτωση που ένα ή περισσότερα πρόσωπα εκπροσωπούνται από άλλο φυσικό πρόσωπο, η επιχείρηση επενδύσεων θεσπίζει και εφαρμόζει πολιτική όσον αφορά το ποιος θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης καταλληλότητας και τον τρόπο πρακτικής υλοποίησης της αξιολόγησης αλλά και όσον αφορά το από ποιον θα πρέπει να συλλέγονται πληροφορίες σχετικά με τη γνώση, την εμπειρία, την οικονομική κατάσταση και τους επενδυτικού στόχους. Η επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει την προαναφερθείσα πολιτική.

Όταν ένα φυσικό πρόσωπο εκπροσωπείται από άλλο φυσικό πρόσωπο ή όταν ένα νομικό πρόσωπο που έχει αιτηθεί μεταχείριση ως επαγγελματίας πελάτης σύμφωνα με το τμήμα 2 του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/EΕ λαμβάνεται υπόψη για την αξιολόγηση της καταλληλότητας, η οικονομική κατάσταση και οι επενδυτικοί στόχοι είναι εκείνοι του νομικού προσώπου ή, σε σχέση με το φυσικό πρόσωπο, εκείνοι του υποκείμενου πελάτη και όχι του εκπροσώπου. Η γνώση και εμπειρία είναι εκείνες του εκπροσώπου του φυσικού προσώπου ή του προσώπου που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό του υποκείμενου πελάτη.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που συλλέγονται σχετικά με τους υφιστάμενους ή δυνητικούς πελάτες τους είναι αξιόπιστες. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν ενδεικτικά και όχι περιοριστικά:

α)

τη διασφάλιση ότι οι πελάτες γνωρίζουν τη σημασία παροχής ακριβώς και επικαιροποιημένων πληροφοριών·

β)

τη διασφάλιση ότι όλα τα εργαλεία, όπως για παράδειγμα τα εργαλεία εκτίμησης επικινδυνότητας και δημιουργίας προφίλ ή τα εργαλεία αξιολόγησης της γνώσης και της εμπειρίας του πελάτη, που χρησιμοποιούνται κατά τη διαδικασία αξιολόγησης της καταλληλότητας εξυπηρετούν τον σκοπό και είναι κατάλληλα σχεδιασμένα για χρήση με τους πελάτες τους, με τους περιορισμούς που εντοπίζονται και μετριάζονται ενεργά μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης της καταλληλότητας·

γ)

τη διασφάλιση ότι οι ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία είναι πιθανό να καταστούν κατανοητές από τους πελάτες, να αποτυπώνουν με ακρίβεια τους στόχους και τις ανάγκες του πελάτη, και τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης καταλληλότητας· και

δ)

τη λήψη μέτρων, κατά περίπτωση, για τη διασφάλιση της συνέπειας των πληροφοριών των πελατών, εξετάζοντας, για παράδειγμα, εάν υπάρχουν εμφανείς ανακρίβειες στις πληροφορίες που παρέχονται από πελάτες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν σταθερή σχέση με τον πελάτη, για παράδειγμα, παρέχοντας σε σταθερή βάση συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίων, εφαρμόζουν και είναι σε θέση να το αποδείξουν, κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για την διατήρηση επαρκών και επικαιροποιημένων πληροφοριών για τους πελάτες στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να πληρούνται οι απαιτήσεις της παραγράφου 2.

8.   Όταν, κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 25 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η επιχείρηση δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα στον σχετικό υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν, και είναι σε θέση να το αποδείξουν, επαρκείς πολιτικές και διαδικασίες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κατανοούν τη φύση, τα χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του κόστους και των κινδύνων των επενδυτικών υπηρεσιών και των χρηματοπιστωτικών οργάνων που επιλέγονται για τους πελάτες του, και αξιολογούν, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και την πολυπλοκότητα, εάν ισοδύναμες επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα μπορούν να ικανοποιήσουν το προφίλ του πελάτη τους.

10.   Κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνιστά επενδυτικές υπηρεσίες, ούτε αποφασίζει να πραγματοποιήσει συναλλαγή όταν καμία από τις υπηρεσίες ή κανένα από τα μέσα δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη.

11.   Κατά την παροχή υπηρεσιών επενδυτικών συμβούλων ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνουν αλλαγή επενδύσεων, είτε μέσω πώλησης ενός μέσου και αγοράς ενός άλλου, είτε μέσω άσκησης του δικαιώματος αλλαγής σε σχέση με ένα υπάρχον μέσο,οι επενδυτικές επιχειρήσεις συλλέγουν τις αναγκαίες πληροφορίες που αφορούν τις υπάρχουσες επενδύσεις του πελάτη και τις νέες προτεινόμενες επενδύσεις και διεξάγουν ανάλυση του κόστους και του οφέλους της αλλαγής, ώστε να είναι ευλόγως ικανές να αποδείξουν ότι τα οφέλη της αλλαγής είναι μεγαλύτερα από το κόστος.

12.   Κατά την παροχή επενδυτικών συμβούλων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων υποβάλλουν έκθεση στον ιδιώτη πελάτη, η οποία περιλαμβάνει περιγραφή της παρεχόμενης συμβουλής και του τρόπου με τον οποίο η παρεχόμενη πρόταση είναι κατάλληλη για τον ιδιώτη πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ικανοποιεί τους στόχους του πελάτη και τις προσωπικές περιστάσεις σε σχέση με την αιτούμενη επενδυτική διάρκεια, τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη, τη στάση του πελάτη προς τους κινδύνους και τη δυνατότητα ζημίας.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφιστούν την προσοχή των πελατών και συμπεριλαμβάνουν στην έκθεση καταλληλότητας πληροφορίες σχετικά με το εάν ενδέχεται οι προτεινόμενες υπηρεσίες ή τα μέσα να απαιτούν από τον ιδιώτη πελάτη να αναζητήσει μια περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεών τους.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει μια υπηρεσία που περιλαμβάνει περιοδικές εκθέσεις και αξιολογήσεις καταλληλότητας, οι μεταγενέστερες εκθέσεις μετά την παροχή της αρχικής υπηρεσίας μπορούν να καλύπτουν αλλαγές στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες ή μέσα και/ή στις συνθήκες του πελάτη και να μην επαναλαμβάνουν όλες τις λεπτομέρειες της πρώτης έκθεσης.

13.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, επανεξετάζουν, με σκοπό τη βελτίωση των υπηρεσιών, την καταλληλότητα των προτάσεων τουλάχιστον ετησίως. Η συχνότητα της αξιολόγησης αυτής αυξάνεται ανάλογα με το προφίλ κινδύνων του πελάτη και το είδος των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 55

Κοινές διατάξεις για την αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

(άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επενδυτικές επιχειρήσεις διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την πείρα υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη στον τομέα των επενδύσεων περιλαμβάνουν τα στοιχεία που αναφέρονται κατωτέρω, στο μέτρο που είναι κατάλληλα για τη φύση του πελάτη, τον χαρακτήρα και την έκταση της υπηρεσίας που θα παρασχεθεί και το προβλεπόμενο είδος προϊόντος ή συναλλαγής, περιλαμβανομένης της πολυπλοκότητάς τους και των κινδύνων που συνεπάγονται:

α)

είδη υπηρεσιών, συναλλαγών και χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία είναι εξοικειωμένος ο πελάτης·

β)

φύση, όγκος και συχνότητα των συναλλαγών του πελάτη σε χρηματοπιστωτικά μέσα και περίοδος εντός της οποίας πραγματοποιήθηκαν·

γ)

το εκπαιδευτικό επίπεδο και το επάγγελμα ή συναφές προηγούμενο επάγγελμα του υφιστάμενου ή δυνητικού πελάτη.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν αποθαρρύνει έναν υφιστάμενο ή δυνητικό πελάτη από την παροχή των πληροφοριών που απαιτούνται για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3.   Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να βασίζεται στις πληροφορίες που παρέχουν υφιστάμενοι ή δυνητικοί πελάτες της, εκτός εάν γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι αυτές είναι προφανώς παρωχημένες, ανακριβείς ή ελλιπείς.

Άρθρο 56

Αξιολόγηση της συμβατότητας και σχετικές υποχρεώσεις τήρησης αρχείου

(άρθρο 25 παράγραφοι 3 και 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζουν αν ο πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με το προσφερόμενο ή ζητούμενο επενδυτικό προϊόν ή υπηρεσία, όταν αξιολογούν αν μια από επενδυτική υπηρεσία είναι, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, κατάλληλη για έναν πελάτη.

Επιτρέπεται στην επιχείρηση επενδύσεων να θεωρήσει ότι ένας επαγγελματίας πελάτης διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις για να κατανοήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές ή τα είδη συναλλαγών ή προϊόντων για τα οποία ο πελάτης έχει κατηγοριοποιηθεί ως επαγγελματίας.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία των αξιολογήσεων συμβατότητας που διενεργούνται, οι οποίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

το αποτέλεσμα της αξιολόγησης συμβατότητας·

β)

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που η αγορά επενδυτικής υπηρεσίας ή προϊόντος αξιολογήθηκε ως δυνητικά ακατάλληλη για τον πελάτη, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή·

γ)

τυχόν προειδοποίηση που έχει δοθεί στον πελάτη στην περίπτωση που ο πελάτης δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου η επιχείρηση να διενεργήσει την αξιολόγηση συμβατότητας, εάν ο πελάτης ζήτησε να προβεί στη συναλλαγή παρά την προειδοποίηση και, κατά περίπτωση, αν η επιχείρηση αποδέχθηκε το αίτημα του πελάτη να προβεί στη συναλλαγή.

Άρθρο 57

Παροχή υπηρεσιών που σχετίζονται με μη πολύπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα

(άρθρο 25 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Χρηματοπιστωτικό μέσο μη προσδιοριζόμενο ρητά στο άρθρο 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EE θεωρείται μη πολύπλοκο για τους σκοπούς του άρθρου 25 παράγραφος 4 στοιχείο α) σημείο vi) της οδηγίας 2014/65/EE εφόσον πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

δεν εμπίπτει στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή στα σημεία 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ·

β)

υπάρχουν συχνές ευκαιρίες εκχώρησης, εξόφλησης ή με άλλο τρόπο ρευστοποίησής του, σε τιμές που είναι δημόσια διαθέσιμες στους συμμετέχοντες στην αγορά και αποτελούν είτε τιμές της αγοράς είτε τιμές που διατίθενται ή επικυρώνονται από συστήματα αποτίμησης μη εξαρτώμενα από τον εκδότη·

γ)

δεν συνεπάγεται για τον πελάτη καμία πραγματική ή δυνητική υποχρέωση υπερβαίνουσα το κόστος απόκτησης του μέσου·

δ)

ενσωματώνει ρήτρα, όρο ή στοιχείο ενεργοποίησης που θα μπορούσε να μεταβάλλει ριζικά τη φύση ή τον κίνδυνο της επένδυσης ή το προφίλ απόσβεσης, όπως για παράδειγμα επενδύσεις που ενσωματώσουν το δικαίωμα μετατροπής του μέσου σε διαφορετική επένδυση·

ε)

δεν περιλαμβάνει τυχόν ρητές ή σιωπηρές επιβαρύνσεις εξόδου που έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταβολή της επένδυσης σε μη ρευστοποιήσιμη, ακόμα και αν υπάρχουν πρακτικά συχνές ευκαιρίες για διάθεση, εξαγορά ή άλλου είδους πραγματοποίηση της επένδυσης·

στ)

διατίθενται στο κοινό επαρκώς κατανοητές πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά του και είναι πιθανό ότι αυτές είναι εύκολα κατανοητές, ώστε να παρέχεται στο μέσο ιδιώτη πελάτη η δυνατότητα να λάβει ενημερωμένη απόφαση να διενεργήσει ή όχι μια συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 58

Συμφωνίες με ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν οποιαδήποτε επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία που αναφέρεται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ σε ιδιώτη πελάτη μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού συνάπτουν, σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο, γραπτή βασική συμφωνία με τον πελάτη, η οποία να καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης και του πελάτη. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επιχειρηματικές συμβουλές συμμορφώνονται με την ανωτέρω υποχρέωση μόνο σε περίπτωση που διενεργείται περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των προτεινόμενων χρηματοπιστωτικών μέσων ή υπηρεσιών.

Η γραπτή συμφωνία καθορίζει τα ουσιώδη δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

περιγραφή των υπηρεσιών και, κατά περίπτωση, τη φύση και την έκταση των επενδυτικών συμβούλων που παρέχονται·

β)

στην περίπτωση υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, τα είδη των χρηματοπιστωτικών μέσων που μπορούν να αγορασθούν και να πωληθούν και τα είδη των συναλλαγών που μπορούν να πραγματοποιηθούν για λογαριασμό του πελάτη, αλλά και μέσα και συναλλαγές που απαγορεύονται· και

γ)

περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών οποιασδήποτε από τις παρεχόμενες υπηρεσίες που αναφέρονται στο σημείο 1 του τμήματος Β του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ρόλου της επιχείρησης όσον αφορά εταιρικές πράξεις που σχετίζονται με μέσα των πελατών και τους όρους υπό τους οποίους συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων που περιλαμβάνουν τίτλους πελατών θα δημιουργήσουν απόδοση για τον πελάτη.

ΤΜΗΜΑ 4

Ενημέρωση των πελατών

Άρθρο 59

Υποχρεώσεις ενημέρωσης όσον αφορά την εκτέλεση εντολών εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολή εκτός της διαχείρισης χαρτοφυλακίου για λογαριασμό πελάτη, προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες σε σχέση με την εντολή αυτή:

α)

παρέχουν αμέσως στον πελάτη και σε σταθερό μέσο τις βασικές πληροφορίες που αφορούν την εκτέλεση της εντολής·

β)

απευθύνουν στον πελάτη ειδοποίηση, σε σταθερό μέσο, που επιβεβαιώνει την εκτέλεση της εντολής, το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που της αποστέλλει ο τρίτος.

Το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται όταν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με την επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί άμεσα στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Τα στοιχεία α) και β) δεν εφαρμόζονται όταν οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό των πελατών αφορούν ομόλογα για τη χρηματοδότηση συμφωνιών ενυπόθηκων δανείων με τους εν λόγω πελάτες· στην περίπτωση αυτή η συναλλαγή γνωστοποιείται ταυτόχρονα με την ανακοίνωση των όρων του ενυπόθηκου δανείου, αλλά όχι αργότερα από ένα μήνα μετά την εκτέλεση της σχετικής εντολής.

2.   Εκτός από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στον πελάτη, εφόσον το ζητήσει, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση της εντολής του.

3.   Στην περίπτωση εντολών πελατών οι οποίες αφορούν μερίδια ή μετοχές σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων και εκτελούνται περιοδικά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων είτε ενεργούν σύμφωνα με το στοιχείο β) της παραγράφου 1 ή παρέχουν στον πελάτη, τουλάχιστον κάθε έξι μήνες, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 για τις σχετικές συναλλαγές.

4.   Η ειδοποίηση που αναφέρεται στο στοιχείο β) της παραγράφου 1 περιλαμβάνει από τις πληροφορίες που απαριθμούνται κατωτέρω εκείνες που είναι κατάλληλες και, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

α)

το στοιχείο αναγνώρισης της γνωστοποιούσας επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηριστικό αναγνώρισης του πελάτη·

γ)

την ημέρα διαπραγμάτευσης·

δ)

το χρόνο διαπραγμάτευσης·

ε)

το είδος της εντολής·

στ)

το στοιχείο αναγνώρισης του τόπου διαπραγμάτευσης·

ζ)

την ταυτοποίηση του μέσου·

η)

την ένδειξη αγοράς/πώλησης·

θ)

τη φύση της εντολής αν δεν είναι αγορά ή πώληση·

ι)

την ποσότητα·

ια)

την τιμή ανά μονάδα·

ιβ)

το συνολικό τίμημα·

ιγ)

το συνολικό ποσό των προμηθειών και εξόδων που χρεώθηκαν και, εφόσον το ζητήσει ο πελάτης, την αναλυτική καταγραφή τους, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του ποσού οποιασδήποτε προσαύξησης ή απομείωσης που επιβλήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή εκτελέστηκε από μια επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό, και η επιχείρηση επενδύσεων υπέχει έναντι του πελάτη υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης·

ιδ)

τη συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε σε περίπτωση που η συναλλαγή περιλαμβάνει μετατροπή νομίσματος·

ιε)

τις ευθύνες του πελάτη όσον αφορά τον διακανονισμό της συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας πληρωμής ή παράδοσης, καθώς και τα κατάλληλα στοιχεία λογαριασμού, εάν τα εν λόγω στοιχεία και ευθύνες δεν γνωστοποιήθηκαν προηγουμένως στον πελάτη·

ιστ)

εάν ο αντισυμβαλλόμενος του πελάτη ήταν η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο στον όμιλο της επιχείρησης επενδύσεων ή άλλος πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων, το γεγονός ότι αυτό συνέβη, εκτός εάν η εντολή εκτελέσθηκε μέσω συστήματος διαπραγμάτευσης που διευκολύνει την ανώνυμη διαπραγμάτευση.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ια), εάν η εντολή εκτελείται τμηματικά, η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να επιλέξει να παράσχει στον πελάτη πληροφορίες είτε για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα της εκτέλεσης είτε για τη μέση τιμή. Όταν παρέχει τη μέση τιμή, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη, μετά από αίτημά του, πληροφορίες για την τιμή που εφαρμόστηκε σε κάθε επιμέρους τμήμα.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να παράσχει στον πελάτη τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 χρησιμοποιώντας τυποποιημένους κωδικούς εφόσον παρέχει επεξήγηση των κωδικών αυτών.

Άρθρο 60

Απαιτήσεις αναφοράς σχετικά με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου παρέχουν σε σταθερό μέσο σε κάθε πελάτη στον οποίο παρέχουν την υπηρεσία αυτή περιοδικές καταστάσεις των δραστηριοτήτων διαχείρισης χαρτοφυλακίου που εκτελέστηκαν για λογαριασμό του, εκτός αν οι καταστάσεις αυτές παρέχονται από άλλο πρόσωπο.

2.   Η περιοδική κατάσταση που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1 παρέχει εύλογη και ισορροπημένη εικόνα των δραστηριοτήτων που διενεργήθηκαν και της απόδοσης του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς και περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την επωνυμία της επιχείρησης επενδύσεων·

β)

το όνομα ή άλλο χαρακτηρισμό του λογαριασμού του πελάτη·

γ)

κατάσταση του περιεχομένου και της αποτίμησης του χαρτοφυλακίου, καθώς και λεπτομέρειες για κάθε διακρατούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, την αξία του στην αγορά ή την εύλογη αξία του εάν η αξία του στην αγορά δεν είναι διαθέσιμη και το υπόλοιπο μετρητών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου αναφοράς, καθώς και την απόδοση του χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής·

δ)

το συνολικό ποσό των αμοιβών και τελών που χρεώθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς, αναφέροντας χωριστά τουλάχιστον το σύνολο των αμοιβών διαχείρισης και το σύνολο των εξόδων που συνδέονται με την εκτέλεση, περιλαμβανομένης, κατά περίπτωση, δήλωσης ότι κατόπιν αιτήματος θα παρασχεθεί λεπτομερέστερη ανάλυση των στοιχείων αυτών·

ε)

σύγκριση της απόδοσης κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση με τον δείκτη επενδυτικής απόδοσης αναφοράς που (τυχόν) συμφωνήθηκε μεταξύ επιχείρησης επενδύσεων και πελάτη·

στ)

το συνολικό ποσό των συνδεόμενων με το χαρτοφυλάκιο του πελάτη μερισμάτων, τόκων και άλλων πληρωμών που λήφθηκαν κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με άλλες εταιρικές πράξεις που παρέχουν δικαιώματα σχετιζόμενα με χρηματοπιστωτικά μέσα που διακρατούνται στο χαρτοφυλάκιο·

η)

για κάθε συναλλαγή που εκτελέσθηκε κατά την περίοδο που καλύπτει η κατάσταση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 στοιχεία γ) έως ιβ), κατά περίπτωση, εκτός εάν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οπότε εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου.

3.   Η περιοδική κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παρέχεται σε τριμηνιαία βάση εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο, παρέχει πρόσβαση σε επικαιροποιημένες αποτιμήσεις του χαρτοφυλακίου του πελάτη και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση στις πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 63 παράγραφος 2 και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση σε αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου·

β)

στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η παράγραφος 4, η περιοδική κατάσταση πρέπει να παρέχεται τουλάχιστον ανά δωδεκάμηνο·

γ)

εάν η συμφωνία που έχει συνάψει η επιχείρηση επενδύσεων με πελάτη για την παροχή υπηρεσίας διαχείρισης χαρτοφυλακίου επιτρέπει τη διαχείριση με μόχλευση, η περιοδική κατάσταση αποστέλλεται τουλάχιστον μία φορά το μήνα.

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο β) δεν ισχύει στην περίπτωση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα υπαγόμενα στις διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) ή ενός εκ των σημείων 4 έως 11 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2014/65/EΕ.

4.   Όταν ο πελάτης επιλέγει να λαμβάνει πληροφορίες σε μεμονωμένη βάση για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν σε σταθερό μέσο στον πελάτη, αμέσως μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής από τον διαχειριστή χαρτοφυλακίου, τις βασικές πληροφορίες για τη σχετική συναλλαγή.

Η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη ειδοποίηση που επιβεβαιώνει τη συναλλαγή και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την εκτέλεση της συναλλαγής ή, εάν η επιχείρηση λαμβάνει την επιβεβαίωση από τρίτο, το αργότερο την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη της επιβεβαίωσης που αποστέλλει ο τρίτος.

Το δεύτερο εδάφιο δεν εφαρμόζεται εάν η επιβεβαίωση περιέχει τις ίδιες πληροφορίες με μια επιβεβαίωση που πρέπει να σταλεί αμέσως στον πελάτη από άλλο πρόσωπο.

Άρθρο 61

Απαιτήσεις γνωστοποίησης σχετικά με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

(άρθρο 24 παράγραφος 4 και άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι απαιτήσεις που ισχύουν για τις εκθέσεις που υποβάλλονται σε ιδιώτες και επαγγελματίες πελάτες βάσει των άρθρων 49 και 59 εφαρμόζονται, εκτός αν οι επιχειρήσεις επενδύσεων συνάπτουν συμφωνίες με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους προκειμένου να καθορίσουν το περιεχόμενο και τον χρόνο υποβολής των εκθέσεων.

Άρθρο 62

Πρόσθετες απαιτήσεις γνωστοποίησης για τις συναλλαγές διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή για συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ενημερώνουν τον πελάτη όταν η συνολική αξία του χαρτοφυλακίου, όπως εκτιμάται στην αρχή κάθε περιόδου αναφοράς, υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %, το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

2.   Επιχειρήσεις επενδύσεων που διατηρούν λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, ο οποίος περιλαμβάνει θέσεις σε μοχλευμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή συναλλαγές που συνεπάγονται ενδεχόμενη υποχρέωση, ενημερώνουν τον πελάτη όταν η αρχική αξία κάθε μέσου υποτιμάται κατά 10 % και εφεξής σε πολλαπλάσια του 10 %. Οι εκθέσεις σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο θα πρέπει να υποβάλλονται για κάθε μέσο ξεχωριστά, εκτός εάν συμφωνήθηκε διαφορετικά με τον πελάτη, και υποβάλλονται το αργότερο στη λήξη της εργάσιμης μέρας κατά την οποία σημειώθηκε η υπέρβαση του ορίου ή, εάν η υπέρβαση του ορίου σημειώθηκε σε μη εργάσιμη ημέρα, στο κλείσιμο της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Άρθρο 63

Καταστάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων πελατών

(άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών αποστέλλουν, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση, σε κάθε πελάτη του οποίου κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα και κεφάλαια, κατάσταση αυτών των μέσων και κεφαλαίων, εκτός εάν μια τέτοια κατάσταση έχει ήδη παρασχεθεί σε άλλη περιοδική κατάσταση. Κατόπιν αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις παρέχουν την εν λόγω κατάσταση συχνότερα σε εμπορικό κόστος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια βάσει της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26), όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που έχουν τοποθετηθεί σε αυτά.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

λεπτομερή στοιχεία για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια που κατέχει η επιχείρηση επενδύσεων για λογαριασμό του πελάτη στο τέλος της περιόδου που καλύπτει η κατάσταση·

β)

τον βαθμό στον οποίο χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη απετέλεσαν αντικείμενο συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων·

γ)

κάθε όφελος για τον πελάτη ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του σε οποιαδήποτε συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων και τη βάση επί της οποίας έχει υπολογισθεί το όφελος αυτό·

δ)

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που υπόκεινται στους κανόνες της οδηγίας 2014/65/EΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, και των περιουσιακών στοιχείων ή κεφαλαίων που δεν υπόκεινται, όπως εκείνα που υπόκεινται στη Συμφωνία Παροχής Ασφάλειας με Μεταβίβαση Τίτλου·

ε)

σαφή ένδειξη των περιουσιακών στοιχείων που επηρεάζονται από ιδιαιτερότητες στο καθεστώς κυριότητάς τους, για παράδειγμα λόγω εμπράγματης ασφάλειας·

στ)

την αγοραία ή, όταν δεν είναι διαθέσιμη, την εκτιμώμενη αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων που περιλαμβάνονται στην κατάσταση, με σαφή ένδειξη του γεγονότος ότι η έλλειψη αγοραίας τιμής είναι πιθανό να είναι ενδεικτική έλλειψης ρευστότητας. Η εκτιμώμενη αξία υπολογίζεται από την επιχείρηση με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια.

Σε περιπτώσεις στις οποίες το χαρτοφυλάκιο ενός πελάτη περιλαμβάνει τα έσοδα από μια ή περισσότερες μη διακανονισθείσες συναλλαγές, οι πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) μπορούν να βασίζονται είτε στην ημερομηνία της διαπραγμάτευσης είτε στην ημερομηνία διακανονισμού, υπό τον όρο ότι η ίδια βάση εφαρμόζεται σε όλες τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην κατάσταση.

Η περιοδική κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν παρέχεται στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες της πρόσβαση σε ένα επιγραμμικό σύστημα, το οποίο θεωρείται σταθερό μέσο και στο οποίο οι πελάτες μπορούν εύκολα να αποκτήσουν πρόσβαση σε επικαιροποιημένες καταστάσεις των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων τους και η επιχείρηση διαθέτει αποδείξεις ότι ο πελάτης είχε πρόσβαση στην εν λόγω κατάσταση τουλάχιστον μία φορά κατά τη διάρκεια του σχετικού τριμήνου.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια και παρέχουν υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε έναν πελάτη, μπορούν να περιλαμβάνουν την αναφερόμενη στην παράγραφο 1 κατάσταση περιουσιακών στοιχείων του πελάτη στην περιοδική κατάσταση που παρέχουν στον ίδιο πελάτη δυνάμει του άρθρου 60 παράγραφος 1.

ΤΜΗΜΑ 5

Βέλτιστη εκτέλεση

Άρθρο 64

Κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης

(άρθρο 27 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Κατά την εκτέλεση εντολών πελατών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια για τον προσδιορισμό της σχετικής σπουδαιότητας των παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ:

α)

τα χαρακτηριστικά του πελάτη, περιλαμβανομένης της κατηγοριοποίησής του ως ιδιώτη πελάτη ή ως επαγγελματία πελάτη·

β)

τα χαρακτηριστικά της εντολής του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης που η εντολή αφορά συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ)

τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο της εντολής·

δ)

τα χαρακτηριστικά των τόπων εκτέλεσης προς τους οποίους μπορεί να δρομολογηθεί η εντολή.

Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και των άρθρων 65 και 66, η έννοια «τόπος εκτέλεσης» περιλαμβάνει μια ρυθμιζόμενη αγορά, έναν ΠΜΔ, έναν ΜΟΔ, έναν συστηματικό εσωτερικοποιητή ή έναν ειδικό διαπραγματευτή ή άλλο πάροχο ρευστότητας ή μια οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα λειτουργία όμοια με τις λειτουργίες οποιουδήποτε από τους προηγούμενους.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει την υποχρέωση που υπέχει βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να λαμβάνει επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον πελάτη, στο μέτρο που εκτελεί μια εντολή ή μια ειδική πτυχή μιας εντολής ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη που αφορούν την εντολή ή την ειδική πτυχή της.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν διαρθρώνουν ούτε χρεώνουν τις προμήθειές τους κατά τρόπο που εισάγει αθέμιτες διακρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης.

4.   Κατά την εκτέλεση εντολών ή τη λήψη απόφασης διαπραγμάτευσης με εξωχρηματιστηριακά προϊόντα συμπεριλαμβανομένων ειδικών προϊόντων, η επιχείρηση επενδύσεων ελέγχει τον δίκαιο χαρακτήρα της τιμής που προτείνεται στον πελάτη, συγκεντρώνοντας δεδομένα της αγοράς που χρησιμοποιούνται στον υπολογισμό της τιμής του εν λόγω προϊόντος και, όπου είναι δυνατόν, συγκρίνοντας με παρεμφερή ή συγκρίσιμα προϊόντα.

Άρθρο 65

Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου και λήψης και διαβίβασης εντολών να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη

(άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά την αποστολή σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση εντολών που απορρέουν από αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων να προβεί σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό του πελάτη της.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή υπηρεσιών λήψης και διαβίβασης εντολών, συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ να ενεργούν έτσι ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους κατά τη διαβίβαση εντολών πελατών σε άλλες οντότητες προς εκτέλεση.

3.   Προκειμένου να συμμορφωθούν με τις παραγράφους 1 ή 2, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στις παραγράφους 4 έως 7 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 64 παράγραφος 4.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επαρκή μέτρα προκειμένου να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες τους, λαμβάνοντας υπόψη τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η σχετική σημασία αυτών των παραγόντων προσδιορίζεται κατ' αναφορά προς τα κριτήρια που άρθρου 64 παράγραφος 1 και, για ιδιώτες πελάτες, τις απαιτήσεις του άρθρου 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Η επιχείρηση επενδύσεων εκπληρώνει τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της παραγράφου 1 ή 2 και δεν οφείλει να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο στο μέτρο που ακολουθεί ειδικές οδηγίες του πελάτη της κατά την αποστολή ή τη διαβίβαση μιας εντολής σε άλλη οντότητα προς εκτέλεση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν και εφαρμόζουν πολιτική που τους επιτρέπει να συμμορφώνονται με την υποχρέωση της παραγράφου 4. Η πολιτική αυτή προσδιορίζει, για κάθε κατηγορία μέσων, τις οντότητες στις οποίες αποστέλλονται οι εντολές ή στις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει εντολές προς εκτέλεση. Οι οντότητες που προσδιορίζονται με τον τρόπο αυτό διαθέτουν ρυθμίσεις εκτέλεσης που επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που υπέχει βάσει του παρόντος άρθρου όταν αποστέλλει ή διαβιβάζει εντολές σε αυτή την οντότητα προς εκτέλεση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες τους πληροφορίες σχετικά με την πολιτική που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και το άρθρο 66 παράγραφοι 2 έως 9. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με την επιχείρηση και τις υπηρεσίες της και τις οντότητες που επιλέγονται προς εκτέλεση. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επιλέγουν άλλες επιχειρήσεις για την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης εντολών, συνοψίζουν και δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τις πέντε πρώτες επιχειρήσεις επενδύσεων από άποψη όγκου συναλλαγών, στις οποίες διαβίβασε ή απέστειλε προς εκτέλεση εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης. Οι πληροφορίες συνάδουν με τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα τεχνικά πρότυπα που καταρτίζονται βάσει του άρθρου 27 παράγραφος 10 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Κατόπιν εύλογου αιτήματος του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες ή δυνητικούς πελάτης πληροφορίες σχετικά με τις οντότητες στις οποίες διαβιβάζονται ή αποστέλλονται οι εντολές προς εκτέλεση.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν σε τακτική βάση την αποτελεσματικότητα της πολιτικής που θεσπίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 και παρακολουθούν, ιδίως, την ποιότητα εκτέλεσης των οντοτήτων που προσδιορίζονται σε αυτή την πολιτική και, κατά περίπτωση, διορθώνουν τυχόν αδυναμίες.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν την πολιτική και τις ρυθμίσεις τους τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να συνεχίσει να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζουν το ενδεχόμενο αλλαγής των τόπων ή οντοτήτων εκτέλεσης στις οποίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό για να τηρούν την πρωταρχική απαίτηση βέλτιστης εκτέλεσης.

Η ουσιαστική μεταβολή είναι σημαντικό γεγονός το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τις παραμέτρους της βέλτιστης εκτέλεσης, όπως για παράδειγμα το κόστος, η τιμή, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, το μέγεθος, η φύση ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής.

8.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται όταν η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή λήψης και διαβίβασης εντολών εκτελεί επίσης τις ληφθείσες εντολές ή τις αποφάσεις για διαπραγμάτευση για λογαριασμό των χαρτοφυλακίων των πελατών της. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται το άρθρο 27 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 66

Πολιτική εκτέλεσης εντολών

(άρθρο 27 παράγραφοι 5 και 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, την πολιτική εκτέλεσης εντολών που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/EΕ, καθώς και τις ρυθμίσεις τους σχετικά με την εκτέλεση εντολών.

Η επανεξέταση αυτή πραγματοποιείται επίσης κάθε φορά που επέρχεται ουσιώδης μεταβολή, όπως ορίζεται στο άρθρο 65 παράγραφος 7, που επηρεάζει την ικανότητα της επιχείρησης να εξακολουθήσει να επιτυγχάνει κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών της το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε συνεχή βάση χρησιμοποιώντας τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική της για την εκτέλεση εντολών. Μια επιχείρηση επενδύσεων αξιολογεί εάν έχει επέλθει τυχόν ουσιαστική μεταβολή και εξετάζει το ενδεχόμενο αλλαγής της σχετικής σημασίας των παραγόντων βέλτιστης εκτέλεσης στην τήρηση της πρωταρχικής απαίτησης βέλτιστης εκτέλεσης.

2.   Η πληροφόρηση σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών είναι εξειδικευμένη ανάλογα με την κατηγορία του χρηματοπιστωτικού μέσου και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας και περιλαμβάνει τις πληροφορίες που ορίζονται στις παραγράφους 3 έως 9.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στους πελάτες τις ακόλουθες λεπτομέρειες όσον αφορά την πολιτική εκτέλεσης που εφαρμόζει, σε εύθετο χρόνο πριν από την παροχή της υπηρεσίας:

α)

τη σχετική σημασία που αποδίδει η επιχείρηση επενδύσεων, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 59 παράγραφος 1, στους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 27 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή τη μέθοδο με την οποία η επιχείρηση προσδιορίζει τη σχετική σημασία των παραγόντων αυτών·

β)

κατάλογο των τόπων εκτέλεσης στους οποίους η επιχείρηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να επιτυγχάνει σε σταθερή βάση το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών και ο οποίος διευκρινίζει ποιοι τόποι εκτέλεσης χρησιμοποιούνται για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, για εντολές ιδιωτών και επαγγελματιών πελατών και συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ)·

γ)

κατάλογο των παραγόντων που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών παραγόντων, όπως συστήματα καθαρισμού, διακόπτες κυκλώματος, προγραμματισμένες ενέργειες, ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό παράγοντα, και τη σχετική σημασία του κάθε παράγοντα· Οι πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται στην επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης είναι συνεπείς προς τους ελέγχους που χρησιμοποιεί η επιχείρηση προκειμένου να αποδεικνύει στους πελάτες ότι η βέλτιστη εκτέλεση επιτυγχάνεται συστηματικά όταν επανεξετάζει την πολιτική και τις ρυθμίσεις της·

δ)

τον τρόπο με τον οποίο οι παράγοντες εκτέλεσης, όπως η τιμή, το κόστος, η ταχύτητα, η πιθανότητα εκτέλεσης και κάθε άλλος σχετικός παράγοντας θεωρούνται μέρος των επαρκών μέτρων που λαμβάνονται με σκοπό την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον πελάτη·

ε)

κατά περίπτωση, πληροφορίες ότι η επιχείρηση εκτελεί εντολές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. τις συνέπειες, για παράδειγμα κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου που προκύπτει από την εκτέλεση εκτός τόπου διαπραγμάτευσης και, κατόπιν αιτήματος του πελάτη, συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με τις συνέπειες του συγκεκριμένου μέσου εκτέλεσης·

στ)

σαφή και εμφανή προειδοποίηση ότι τυχόν ειδικές οδηγίες πελατών ενδέχεται να την εμποδίσουν να λάβει τα μέτρα που έχει σχεδιάσει και συμπεριλάβει στην πολιτική εκτέλεσης προκειμένου να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα κατά την εκτέλεση αυτών των εντολών, ως προς τα στοιχεία που καλύπτονται από τις εν λόγω οδηγίες·

ζ)

περίληψη της διαδικασίας επιλογής των τόπων εκτέλεσης, των στρατηγικών εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκαν, των διαδικασιών και μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν στην ανάλυση της ποιότητας της εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκε και του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις παρακολουθούν και επαληθεύουν ότι επετεύχθη το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για του πελάτες.

Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται σε σταθερό μέσο ή μέσω ιστοτόπου (εφόσον δεν αποτελεί σταθερό μέσο) υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 παράγραφος 2.

4.   Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν διαφορετική αμοιβή ανάλογα με τον χρόνο εκτέλεσης, η επιχείρηση εξηγεί τις εν λόγω διαφορές με επαρκή λεπτομέρεια προκειμένου να είναι σε θέση ο πελάτης να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της επιλογής ενός μόνο τόπου εκτέλεσης.

5.   Σε περίπτωση που επιχειρήσεις επενδύσεων καλούν τους πελάτες να επιλέξουν έναν τόπο εκτέλεσης, παρέχονται ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες στον πελάτη προκειμένου να αποτραπεί από την επιλογή ενός τόπου εκτέλεσης αντί ενός άλλου αποκλειστικά βάσει της πολιτικής τιμών που εφαρμόζεται από την επιχείρηση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν πληρωμές από τρίτους μόνο όταν αυτές συμμορφώνονται με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/EΕ και ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με τις αντιπαροχές που ενδέχεται να λάβει η επιχείρηση από τους τόπους εκτέλεσης. Οι πληροφορίες προσδιορίζουν τις αμοιβές που χρεώνει η επιχείρηση επενδύσεων σε όλους τους αντισυμβαλλόμενους που συμμετέχουν στη συναλλαγή, και στις περιπτώσεις που η αμοιβές ποικίλλουν ανάλογα με τον πελάτη, οι πληροφορίες αναφέρουν τις μέγιστες αμοιβές ή το εύρος των αμοιβών που μπορεί να ζητηθούν.

7.   Σε περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων χρεώνει πάνω από έναν συμμετέχοντα σε μια συναλλαγή, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα εκτελεστικά της μέτρα, η επιχείρηση ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με την αξία τυχόν χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών που λαμβάνονται από την επιχείρηση.

8.   Όταν ένας πελάτης υποβάλλει εύλογες και αναλογικές αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές ή ρυθμίσεις και τον τρόπο με τον οποίο επανεξετάζονται σε μια επιχείρηση επενδύσεων, η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων απαντά σαφώς και εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

9.   Σε περίπτωση που μια επενδυτική εταιρεία εκτελεί εντολές για ιδιώτες πελάτες, παρέχει στους εν λόγω πελάτες περίληψη της σχετικής πολιτικής, εστιάζοντας στο συνολικό κόστος που προκύπτει. Η περίληψη παρέχει επίσης σύνδεσμο στα πιο πρόσφατα δεδομένα σχετικά με την ποιότητα εκτέλεσης που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για κάθε τόπο εκτέλεσης που έχει συμπεριλάβει η επιχείρηση επενδύσεων στην πολιτική της εκτέλεσης εντολών.

ΤΜΗΜΑ 6

Χειρισμός των εντολών πελατών

Άρθρο 67

Γενικές αρχές

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις κατά την εκτέλεση των εντολών πελατών:

α)

διασφαλίζουν ότι όλες οι εντολές που εκτελούνται για λογαριασμό πελατών καταχωρίζονται και επιμερίζονται αμέσως·

β)

εκτελούν κατά τα άλλα συγκρίσιμες εντολές πελατών με τη σειρά που αυτές λαμβάνονται και αμέσως, εκτός εάν τα χαρακτηριστικά της εντολής ή οι συνθήκες της αγοράς δεν το επιτρέπουν, ή εάν τα συμφέροντα του πελάτη απαιτούν διαφορετικό χειρισμό·

γ)

ενημερώνουν τον ιδιώτη πελάτη σχετικά με κάθε ουσιώδη δυσχέρεια που μπορεί να επηρεάσει την ορθή εκτέλεση των εντολών, αμέσως μόλις λάβουν γνώση της δυσχέρειας αυτής.

2.   Εάν ευθύνεται για την εποπτεία ή την οργάνωση του διακανονισμού μιας εκτελεσθείσας εντολής, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να διασφαλίσει ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια πελατών που λαμβάνονται για το διακανονισμό της εκτελεσθείσας εντολής παραδίδονται αμέσως και σωστά στο λογαριασμό του κατάλληλου πελάτη.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν κάνει κατάχρηση των πληροφοριών που αφορούν εκκρεμείς εντολές πελατών και λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να αποφευχθεί η κατάχρηση των πληροφοριών αυτών από οποιοδήποτε από τα αρμόδια πρόσωπά της.

Άρθρο 68

Ομαδοποίηση και επιμερισμός εντολών

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν εκτελούν μια εντολή πελάτη ή μια συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ομαδοποιώντας την με εντολή άλλου πελάτη εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι πιθανό ότι η ομαδοποίηση των εντολών και των συναλλαγών θα αποβεί συνολικά σε βάρος οποιουδήποτε από τους πελάτες των οποίων η εντολή θα ομαδοποιηθεί·

β)

γνωστοποιείται σε κάθε πελάτη του οποίου η εντολή θα ομαδοποιηθεί ότι το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης ενδέχεται να είναι σε βάρος του σε σχέση με μια δεδομένη εντολή·

γ)

θεσπίζεται και εφαρμόζεται αποτελεσματικά μια πολιτική που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται ο δίκαιος επιμερισμός των ομαδοποιημένων εντολών και συναλλαγών, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο ο όγκος και η τιμή των εντολών επηρεάζει τον επιμερισμό και την αντιμετώπιση των μερικών εκτελέσεων.

2.   Όταν η επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί μια εντολή με μία ή περισσότερες άλλες εντολές πελατών και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει στη συνέχεια τις σχετικές συναλλαγές σύμφωνα με την πολιτική της για τον επιμερισμό των εντολών.

Άρθρο 69

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

(άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν ομαδοποιήσει συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με μία ή περισσότερες εντολές πελατών δεν επιμερίζουν τις σχετικές συναλλαγές κατά τρόπο επιζήμιο για έναν πελάτη.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ομαδοποιεί εντολή πελάτη με συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και η ομαδοποιημένη εντολή εκτελείται εν μέρει, επιμερίζει τις σχετικές συναλλαγές κατά προτεραιότητα στον πελάτη σε σχέση με την ίδια.

Εάν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να αποδείξει ευλόγως ότι χωρίς την ομαδοποίηση αυτή δεν θα ήταν σε θέση να εκτελέσει την εντολή με τόσο ευνοϊκούς όρους, ή καθόλου, δύναται να επιμερίσει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό αναλογικά, σύμφωνα με την πολιτική επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

3.   Στο πλαίσιο της πολιτικής επιμερισμού των εντολών που αναφέρεται στο άρθρο 68 παράγραφος 1 στοιχείο γ), οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν διαδικασίες για να αποφευχθεί ο επανεπιμερισμός κατά τρόπο επιζήμιο για τον πελάτη συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό που εκτελούνται σε συνδυασμό με εντολές πελάτη.

Άρθρο 70

Έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση εντολών πελατών και δημοσιοποίηση ανεκτέλεστων οριακών εντολών πελατών για μετοχές προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

(άρθρο 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Μια οριακή εντολή πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς όπως αναφέρεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/EΕ ανακοινώνεται δημόσια όταν η επιχείρηση επενδύσεων έχει υποβάλει την εντολή προς εκτέλεση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΔΜ ή η εντολή έχει δημοσιοποιηθεί από πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος και μπορεί εύκολα να εκτελεστεί μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

2.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΔΜ ιεραρχούνται σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών της επιχείρησης προκειμένου να διασφαλίζεται η εκτέλεση μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες της αγοράς.

ΤΜΗΜΑ 7

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

Άρθρο 71

Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι

(άρθρο 30 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Εκτός των κατηγοριών που αναφέρονται ρητά στο άρθρο 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τα κράτη μέλη δύνανται να αναγνωρίσουν ως επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της ίδιας οδηγίας, μια επιχείρηση που υπάγεται σε μια κατηγορία πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες πελάτες σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της ίδιας οδηγίας.

2.   Όταν, δυνάμει του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 30 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της ίδιας οδηγίας, το αίτημα θα πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και αναφέρει εάν η αντιμετώπιση ως ιδιώτη ή επαγγελματία πελάτη αναφέρεται σε μια ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή ένα ή περισσότερα είδη συναλλαγής ή προϊόντος.

3.   Όταν ένας επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητεί να αντιμετωπισθεί ως πελάτης του οποίου η σχέση με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ χωρίς να ζητεί ρητά να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση αντιμετωπίζει αυτό τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως επαγγελματία πελάτη.

4.   Όταν αυτός ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος ζητά ρητώς να αντιμετωπισθεί ως ιδιώτης πελάτης, η επιχείρηση επενδύσεων αντιμετωπίζει τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο ως ιδιώτη πελάτη, εφαρμόζοντας τις διατάξεις για τις αιτήσεις αντιμετώπισης ως μη επαγγελματία πελάτη του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου εδαφίου του τμήματος Ι του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

5.   Όταν ένας πελάτης ζητά να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος, σύμφωνα με το άρθρο 30 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/EΕ, ακολουθείται η εξής διαδικασία:

α)

η επιχείρηση επενδύσεων αποστέλλει στον πελάτη σαφή έγγραφη προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις συνέπειες που θα επιφέρει το εν λόγω αίτημα στον πελάτη, αλλά και τις προστασίες που ενδέχεται να απολέσει·

β)

ο πελάτης επιβεβαιώνει γραπτώς το αίτημα του να αντιμετωπισθεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος είτε γενικά είτε σε σχέση με μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή συναλλαγής ή είδος συναλλαγής ή προϊόντος και ότι έχει επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτής της προστασίας ως αποτέλεσμα του αιτήματος.

ΤΜΗΜΑ 8

Τήρηση αρχείων

Άρθρο 72

Διατήρηση αρχείων

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Τα αρχεία διατηρούνται σε μέσο που επιτρέπει την αποθήκευση των πληροφοριών με τρόπο προσβάσιμο για μελλοντική εξέταση από την αρμόδια αρχή, με μορφή και τρόπο που ικανοποιούν τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

οι αρμόδιες αρχές έχουν εύκολα πρόσβαση σε αυτά τα αρχεία και να μπορούν να αναπαράγουν τα βασικά στάδια της επεξεργασίας κάθε συναλλαγής·

β)

είναι δυνατό να διαπιστωθούν εύκολα τυχόν διορθώσεις ή άλλες τροποποιήσεις, καθώς και το περιεχόμενο των αρχείων πριν από τις εν λόγω διορθώσεις ή τροποποιήσεις·

γ)

δεν είναι δυνατό να υποστούν τα αρχεία άλλου είδους παραποίηση ή τροποποίηση·

δ)

επιτρέπουν την τεχνολογία της πληροφορίες ή οποιαδήποτε άλλη αποτελεσματική εκμετάλλευση όταν η ανάλυση των δεδομένων δεν είναι εύκολη λόγω του όγκου και της φύσης αυτών· και

ε)

οι ρυθμίσεις της επιχείρησης συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις τήρησης αρχείων ανεξαρτήτως της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν κατ' ελάχιστο τα αρχεία που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού ανάλογα με τη φύση των δραστηριοτήτων τους.

Ο κατάλογος των αρχείων που προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού δεν θίγει τυχόν άλλες υποχρεώσεις τήρησης αρχείων που προκύπτουν από άλλη νομοθεσία.

3.   Ακόμη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν αρχεία τυχόν πολιτικών και διαδικασιών που οφείλουν να διατηρούν εγγράφως σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/EΕ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, την οδηγία 2014/57/EΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και των αντίστοιχων εκτελεστικών μέτρων.

Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν αρχεία συμπληρωματικά του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 73

Τήρηση αρχείων που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη

(άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Τα αρχεία που περιέχουν τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και του πελάτη βάσει συμφωνίας παροχής υπηρεσιών ή τους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη, διατηρούνται τουλάχιστον για τη διάρκεια της σχέσης με τον πελάτη.

Άρθρο 74

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και απόφαση διαπραγμάτευσης

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως, σε σχέση με κάθε αρχική εντολή που λαμβάνεται από πελάτη και σε σχέση με κάθε αρχική απόφασης διαπραγμάτευσης που λαμβάνεται, και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 1 του παραρτήματος IV του παρόντος κανονισμού προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι εν λόγω λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 75

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

(άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Μια επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει αμέσως και τηρεί στη διάθεση της αρμόδιας αρχής μετά τη λήψη μιας εντολής πελάτη ή απόφασης διαπραγμάτευσης, εφόσον ισχύουν για την εν λόγω εντολή ή την απόφαση διαπραγμάτευσης, κατ' ελάχιστο τις λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV.

Σε περίπτωση που οι λεπτομέρειες που καθορίζονται στο τμήμα 2 του παραρτήματος IV προβλέπονται και από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, λεπτομέρειες διατηρούνται με συνεκτικό τρόπο και σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που προβλέπονται από τα άρθρα 25 και 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 76

Καταγραφή τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας

(άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν αποτελεσματική πολιτική καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών ή ηλεκτρονικής επικοινωνίας, η οποία καθορίζεται γραπτώς και είναι κατάλληλη για το μέγεθος και την οργάνωση της επιχείρησης, καθώς και για τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Η πολιτική περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

ταυτοποίηση των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων σχετικών εσωτερικών τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, που υπόκεινται στις απαιτήσεις καταγραφής σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ· και

β)

προσδιορισμό των διαδικασιών που πρέπει να ακολουθούνται και των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση της επιχείρησης με το άρθρο 16 παράγραφος 7 τρίτο και όγδοο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/EΕ σε περίπτωση που προκύπτουν εξαιρετικές περιστάσεις και η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να καταγράψει τη συζήτηση/επικοινωνία σε συσκευές που εκδίδονται, γίνονται αποδεκτές ή επιτρέπονται από την επιχείρηση. Αποδεικτικά στοιχεία για τις εν λόγω περιστάσεις διατηρούνται και είναι προσβάσιμα στις αρμόδιες αρχές.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εποπτεύει και ελέγχει αποτελεσματικά τις πολιτικές και διαδικασίες που σχετίζονται με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών της επιχείρησης.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής είναι τεχνολογικά ουδέτερες. Οι επιχειρήσεις αξιολογούν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και διαδικασιών της επιχείρησης και εκδίδουν τυχόν εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα και διαδικασίες που απαιτούνται ή ενδείκνυνται. Κατ' ελάχιστο, τα ανωτέρω εναλλακτικά ή πρόσθετα μέτρα εκδίδονται όταν ένα νέο μέσο επικοινωνίας γίνεται αποδεκτό ή επιτρέπεται για χρήση από την επιχείρηση.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τηρούν και επικαιροποιούν τακτικά αρχείο των ατόμων που διαθέτουν εταιρικές ή ιδιόκτητες συσκευές που έχουν εγκριθεί για χρήση από την επιχείρηση.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπαιδεύουν και καταρτίζουν τους υπαλλήλους όσον αφορά τις διαδικασίες που διέπουν τις απαιτήσεις του άρθρου 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ.

6.   Για τους σκοπούς παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις καταγραφής και τήρησης αρχείων σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρακολουθούν περιοδικά τα αρχεία των συναλλαγών και εντολών που υπόκεινται στις εν λόγω απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών συνομιλιών. Η ανωτέρω παρακολούθηση διενεργείται με βάση τους κινδύνους και είναι αναλογική.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αποδεικνύουν τις πολιτικές, τις διαδικασίες και την διοικητική εποπτεία των κανόνων καταγραφής στις οικείες αρμόδιες αρχές κατόπιν αιτήματος.

8.   Πριν την παροχή σε νέους υφισταμένους πελάτες επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τον πελάτη ότι:

α)

οι συνομιλίες και η επικοινωνία καταγράφονται· και

β)

αντίγραφο της καταγραφής των συνομιλιών και επικοινωνίας με τον πελάτη είναι διαθέσιμο, κατόπιν αιτήματος, για περίοδο πέντε ετών και, σε περίπτωση αιτήματος από την αρμόδια αρχή, για περίοδο έως και επτά έτη.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο παρουσιάζονται στην (στις) ίδια(-ες) γλώσσα(-ες) που χρησιμοποιείται(-ούνται) κατά την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών στους πελάτες.

9.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταγράφουν σε σταθερό μέσο όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις σχετικές δια ζώσης συνομιλίες με τους πελάτες. Οι πληροφορίες που καταγράφονται περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:

α)

ημερομηνία και ώρα των συνεδριάσεων·

β)

τοποθεσία των συνεδριάσεων·

γ)

ταυτότητα των συμμετεχόντων·

δ)

συντονιστής των συνεδριάσεων· και

ε)

σχετικές πληροφορίες που αφορούν την εντολή του πελάτη, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, του όγκου, του είδους της εντολής και πότε διαβιβάζεται ή εκτελείται.

10.   Τα αρχεία φυλάσσονται σε σταθερό μέσο, το οποίο επιτρέπει την αναπαραγωγή ή αντιγραφή τους και πρέπει να διατηρούνται σε μορφή που δεν επιτρέπει την τροποποίηση η διαγραφή του πρωτότυπου αρχείου.

Τα αρχεία φυλάσσονται σε μέσο που τους επιτρέπει να είναι εύκολα προσβάσιμα και διαθέσιμα στους πελάτες κατόπιν αιτήματος.

Οι επιχειρήσεις διασφαλίζουν την ποιότητα, ακρίβεια και πληρότητα των αρχείων όλων των τηλεφωνικών καταγραφών και ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

11.   Η χρονική περίοδος διατήρησης ενός αρχείου ξεκινά από την ημέρα δημιουργίας του.

ΤΜΗΜΑ 9

Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

Άρθρο 77

Χαρακτηρισμός ως ΜΜΕ

(άρθρο 4 παράγραφος 1 και 13 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ένας εκδότης του οποίου οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για λιγότερο από τρία έτη, θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρου 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ όταν η χρηματιστηριακή του αξία είναι κάτω από 200 εκατομμύρια ευρώ, βάσει οποιουδήποτε εκ των ακολούθων:

α)

την τιμή μετοχής κλεισίματος της πρώτης μέρας διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για λιγότερο από ένα έτος·

β)

την τελευταία τιμή μετοχής κλεισίματος του πρώτου έτους διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από ένα έτος, αλλά για λιγότερο από δύο έτη·

γ)

τη μέση τιμή μετοχής κλεισίματος για καθένα εκ των δύο πρώτων ετών διαπραγμάτευσης, εάν οι μετοχές έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση για περισσότερο από δύο έτη, αλλά για λιγότερο από τρία έτη.

2.   Εκδότης ο οποίος δεν διαθέτει μετοχικό μέσο προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται ΜΜΕ για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 13) της οδηγίας 2014/65/EΕ αν, σύμφωνα με τους τελευταίους ετήσιους ή ενοποιημένους λογαριασμούς του, πληροί τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα τρία κριτήρια: μέσος αριθμός εργαζομένων κατά τη διάρκεια της χρήσης μικρότερος των 250, συνολικός ισολογισμός που δεν υπερβαίνει τα 43 000 000 ευρώ και ετήσιος καθαρός κύκλος εργασιών που δεν υπερβαίνει τα 50 000 000 ευρώ.

Άρθρο 78

Καταχώριση ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν προσδιορίζεται εάν τουλάχιστον το 50 % των εκδοτών που έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ είναι ΜΜΕ για τους σκοπούς καταχώρισης ως αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του διαχειριστή ενός ΠΔΜ υπολογίζει τον μέσο λόγο των ΜΜΕ προς τον συνολικό αριθμό των εκδοτών που διαθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω αγορά. Ο μέσος λόγος υπολογίζεται την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους ως ο μέσος όρος των δώδεκα λόγων που υπολογίστηκαν έκαστος στο τέλος κάθε μήνα του εν λόγω ημερολογιακού έτους.

Με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρισης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή καταχωρεί όμως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ έναν αιτούντα που δεν διαθέτει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας και μετά την πάροδο τριών ημερολογιακών ετών επαληθεύει ότι συμμορφώνεται με την ελάχιστη αναλογία των ΜΜΕ όπως καθορίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

2.   Όσον αφορά τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β), γ), δ) και στ) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του διαχειριστή ενός ΠΔΜ δεν καταχωρεί τον ΠΔΜ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εκτός και αν πεισθεί ότι ο ΠΔΜ:

α)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που προβλέπουν αντικειμενικά και διάφανη κριτήρια για την αρχική και συνεχή εισαγωγή εκδοτών για διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

β)

εφαρμόζει ένα μοντέλο λειτουργίας, το οποίο είναι κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων του και διασφαλίζει τη διενέργεια δίκαιας και εύρυθμης διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισάγονται για διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του·

γ)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που απαιτούν από έναν εκδότη που επιδιώκει την εισαγωγή των χρηματοπιστωτικών του μέσων προς διαπραγμάτευση στον ΠΔΜ, να εκδίδει, σε περιπτώσεις που η οδηγία 2003/71/EΚ δεν ισχύει, ένα κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής, το οποίο συντάσσεται υπό την ευθύνη του εκδότη και αναφέρει σαφώς εάν έχει εγκριθεί ή εξεταστεί και από ποιον·

δ)

έχει θεσπίσει και εφαρμόζει κανόνες που ορίζουν το ελάχιστο περιεχόμενο του πληροφοριακού εγγράφου εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) ανωτέρω, ώστε να παρέχονται στους επενδυτές επαρκείς πληροφορίες με σκοπό την τεκμηριωμένη αξιολόγηση της χρηματοπιστωτικής θέσης και προοπτικών του εκδότη, και τα δικαιώματα που προσαρτώνται στις κινητές αξίες·

ε)

απαιτεί από τον εκδότη να αναφέρει, στο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ), εάν, κατά τη γνώμη του, το κεφάλαιο κίνησής του επαρκεί για τις υφιστάμενες υποχρεώσεις του ή, εάν δεν επαρκεί, με ποιο τρόπο θα εξασφαλίσει το πρόσθετο αναγκαίο κεφάλαιο κίνησης·

στ)

έχει θεσπίσει ρυθμίσεις προκειμένου το πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής που αναφέρεται στο στοιχείο γ) να υπόκειται σε κατάλληλη εξέταση ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι πλήρες, συνεκτικό και κατανοητό·

ζ)

απαιτεί από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του να εκδίδουν ετήσιες οικονομικές εκθέσεις εντός έξι μηνών από τη λήξη εκάστου οικονομικού έτους και εξαμηνιαίες οικονομικές εκθέσεις εντός τεσσάρων μηνών από τη λήξη του πρώτου εξαμήνου εκάστου οικονομικού έτους·

η)

διασφαλίζει τη διάδοση στο ευρύ κοινό των ενημερωτικών δελτίων που συντάσσονται σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/EΚ, των πληροφοριακών εγγράφων εισαγωγής που αναφέρονται στο στοιχείο γ), των οικονομικών εκθέσεων που αναφέρονται στο στοιχείο ζ) και των πληροφοριών που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 και δημοσιοποιούνται από τους εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσής του, με δημοσίευση στον ιστότοπο των εκδοτών ή παροχή συνδέσμου που οδηγεί στη σελίδα του ιστοτόπου των εκδοτών, όπου δημοσιεύονται τα εν λόγω έγγραφα, αναφορές και πληροφορίες·

θ)

διασφαλίζει ότι οι κανονιστικές πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο η) και οι άμεσοι σύνδεσμοι παραμένουν διαθέσιμοι στον ιστότοπό του για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 79

Διαγραφή από τα μητρώα ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ

(άρθρο 33 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όσον αφορά το ποσοστό των ΜΜΕ και με την επιφύλαξη των άλλων προϋποθέσεων καταχώρησης που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, μια αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσής της όταν το ποσοστό των ΜΜΕ, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 78 παράγραφος 1 εδάφιο πρώτο του παρόντος κανονισμού, δεν υπερβαίνει το 50 % για τρία συνεχόμενα έτη.

2.   Όσον αφορά τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 33 παράγραφος 3 στοιχεία β) έως ζ) της οδηγίας 2014/65/EΕ και στο άρθρο 78 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής μιας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ διαγράφεται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσής του όταν παύουν να πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 80

Περιστάσεις στις οποίες θεωρείται ότι επέρχεται σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς

(άρθρο 32 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 32 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 52 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση θεωρείται ότι ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς τουλάχιστον στις ακόλουθες περιστάσεις:

α)

στην περίπτωση που θα δημιουργούσε συστημικό κίνδυνο υπονόμευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάγκη αποδόμησης δεσπόζουσας θέσης στην αγορά ή σε περίπτωση που οι υποχρεώσεις διακανονισμού δεν θα ικανοποιούνταν σε σημαντικό βαθμό·

β)

στην περίπτωση που η συνέχιση της διαπραγμάτευσης στην αγορά είναι απαραίτητη για τη διενέργεια σημαντικών λειτουργιών διαχείρισης μετασυναλλακτικού κινδύνου, όταν υπάρχει ανάγκη ρευστοποίησης των χρηματοπιστωτικών μέσων λόγω αθέτησης των υποχρεώσεων του εκκαθαριστικού μέλους δια των διαδικασιών που εφαρμόζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε να εκτεθεί σε μη αποδεκτούς κινδύνους ως αποτέλεσμα της αδυναμίας υπολογισμού των απαιτήσεων περιθωρίου·

γ)

σε περίπτωση απειλής της οικονομικής βιωσιμότητας του εκδότη, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση που συμμετέχει σε εταιρική συναλλαγή ή άντληση κεφαλαίων.

2.   Προκειμένου να καθοριστεί εάν τυχόν αναστολή ή απόσυρση ενδέχεται να προκαλέσει σημαντική ζημία στα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία των αγορών σε οποιαδήποτε ειδική περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής ΠΜΔ και ΜΟΔ λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ άλλων:

α)

τη σημασία της αγοράς ως προς τη ρευστότητα σε περίπτωση που οι επιπτώσεις των δράσεων ενδέχεται να είναι πιο σοβαρές όταν οι εν λόγω αγορές είναι περισσότερο σημαντικές ως προς τη ρευστότητα σε σχέση με άλλες αγορές·

β)

τη φύση του σχεδιαζόμενου μέτρου σε περίπτωση που μέτρα, για παράδειγμα απόσυρση, με παρατεταμένο ή διαρκή αντίκτυπο στην ικανότητα των επενδυτών να διαπραγματεύονται χρηματοπιστωτικά μέσα σε τόπους διαπραγμάτευσης ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στους επενδυτές σε σχέση με άλλα μέτρα·

γ)

τις παράπλευρες συνέπειες μιας αναστολής ή απόσυρσης επαρκώς σχετικών παραγώγων, δεικτών ή μεγεθών αναφοράς για τα οποίους το μέσο που ανεστάλη ή αποσύρθηκε χρησιμεύει ως υποκείμενο ή συστατικό μέσο·

δ)

τις συνέπειες μιας αναστολής στα δικαιώματα τελικών χρηστών της αγοράς, οι οποίοι δεν είναι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι, όπως για παράδειγμα οντότητες που πραγματοποιούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα για να αντισταθμίσουν εμπορικούς κινδύνους.

3.   Οι παράγοντες που ορίζονται στην παράγραφο 2 λαμβάνονται επίσης υπόψη στην περίπτωση που η αρμόδια εθνική αρχή, ένας διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά ή μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένας διαχειριστής ΠΜΔ και ΜΟΔ αποφασίσει να μην πραγματοποιήσει την αναστολή ή απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου με βάση συνθήκες που δεν καλύπτονται από τον κατάλογο της παραγράφου 1.

Άρθρο 81

Περιστάσεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν αξιολογούν εάν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων στον τόπο διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή διαταραχές του συστήματος σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι πληροφορίες απαιτούνται μόνο στις περιπτώσεις σημαντικών γεγονότων που ενδέχεται να υπονομεύσουν τον ρόλο και τη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης ως μέρος της υποδομής της χρηματοπιστωτικής αγοράς.

Άρθρο 82

Περιπτώσεις ενεργειών που μπορεί να είναι ενδεικτικές απαγορευμένων συμπεριφορών δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014

(άρθρο 31 παράγραφος 2 και άρθρο 54 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Όταν αξιολογούν εάν εφαρμόζεται η απαίτηση άμεσης ενημέρωσης των αρμόδιων αρχών για ενέργειες ενδεικτικές των απαγορευμένων συμπεριφορών του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνουν υπόψη τις ενδείξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Α του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

2.   Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης όπου ένα χρηματοπιστωτικό μέσο και/ή συναφές χρηματοπιστωτικό μέσο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εφαρμόζει αναλογική προσέγγιση και αξιολογεί τις σχετικές ενδείξεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν συναφών ενδείξεων που δεν περιλαμβάνονται ειδικά στο τμήμα Β του παραρτήματος ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού, πριν ενημερώσουν την οικεία αρμόδια εθνική αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τα εξής:

α)

παρεκκλίσεις από το σύνηθες πρότυπο διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης· και

β)

τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες ή προσβάσιμες από τον διαχειριστή, είτε είναι εσωτερικές ως μέρος της λειτουργίας του τόπου διαπραγμάτευσης, είτε δημόσια διαθέσιμες.

3.   Ο διαχειριστής ενός ή περισσότερων τόπων διαπραγμάτευσης λαμβάνει υπόψη του πρόδρομες συμπεριφορές, οι οποίες συνίστανται σε ένα μέλος ή συμμετέχοντα της αγοράς που διαπραγματεύεται, για ίδιο λογαριασμό, προτού ενεργήσει για λογαριασμό του πελάτη του, και χρησιμοποιεί για το σκοπό αυτό τα δεδομένα από το βιβλίο εντολών που πρέπει να καταγράφονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και ιδίως εκείνα που σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο το μέλος ή ο συμμετέχων διενεργεί τη διαπραγματευτική δραστηριότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΑΝΑΦΟΡΑ ΘΕΣΗΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ

Άρθρο 83

Αναφορά θέσης

(άρθρο 58 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς υποβολής των εβδομαδιαίων εκθέσεων που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 1 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/EΕ, η υποχρέωση ενός τόπου διαπραγμάτευσης να δημοσιοποιεί την εν λόγω έκθεση εφαρμόζεται όταν ικανοποιούνται και τα δύο ακόλουθα όρια:

α)

υπάρχουν 20 κάτοχοι ανοικτών θέσεων σε μια συγκεκριμένη σύμβαση ή έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης· και

β)

το απόλυτο μέγεθος του ακαθάριστου θετικού ή αρνητικού όγκου του συνόλου των ανοικτών θέσεων, εκφρασμένο σε αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης του σχετικού παραγώγου επί εμπορευμάτων, υπερβαίνει το τετραπλάσιο της παραδοτέας ποσότητας στο ίδιο παράγωγο επί εμπορευμάτων, εκφρασμένο σε αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης,

Όταν το παράγωγο επί εμπορευμάτων δεν διαθέτει φυσικά παραδοτέο υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο και για δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, το στοιχείο β) δεν εφαρμόζεται.

2.   Το όριο που καθορίζεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 εφαρμόζεται σωρευτικά στη βάση όλων των κατηγοριών προσώπων, ανεξαρτήτως του αριθμού κατόχων θέσεων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων.

3.   Για συμβάσεις όπου υπάρχουν λιγότεροι από πέντε ενεργοί κάτοχοι θέσεων σε μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων, ο αριθμός των κατόχων θέσεων στην εν λόγω κατηγορία δεν δημοσιεύεται.

4.   Για συμβάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 για πρώτη φορά, οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιεύουν τις συμβάσεις και την πρώτη εβδομαδιαία έκθεση αμέσως μόλις είναι πρακτικά εφικτό, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία πρώτης ενεργοποίησης των κατωτάτων ορίων.

5.   Σε περίπτωση που δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης εξακολουθούν να δημοσιεύουν τις εβδομαδιαίες εκθέσεις για περίοδο τριών μηνών. Η υποχρέωση δημοσίευσης της εβδομαδιαίας έκθεσης παύει να ισχύει όταν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 1 δεν πληρούνται σε συνεχή βάση κατά τη λήξη της προηγούμενης περιόδου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 84

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς υπό εύλογους εμπορικούς όρους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για τους σκοπούς της διάθεσης στο κοινό δεδομένων της αγοράς που περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στα άρθρα 6, 20 και 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπό εύλογους εμπορικούς όρους σύμφωνα με τα άρθρο 64 παράγραφος 1 και το άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/EΕ, οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί δημοσιοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) και οι πάροχοι ενοποιημένων δελτίων (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.) συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 85 έως 89.

2.   Το άρθρο 85, το άρθρο 86 παράγραφος 2, το άρθρο 87, το άρθρο 88 παράγραφος 2 και το άρθρο 89 δεν εφαρμόζονται σε ΕΜΔ και ΠΕΔ που καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα στο κοινό δωρεάν.

Άρθρο 85

Παροχή δεδομένων της αγοράς βάσει κόστους

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η τιμή των δεδομένων της αγοράς βασίζεται στο κόστος παραγωγής και διάδοσης αυτών των δεδομένων και ενδέχεται να περιλαμβάνει εύλογο περιθώριο.

2.   Το κόστος της παραγωγής και διάδοσης δεδομένων της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνει ανάλογο μερίδιο των κοινών δαπανών για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ..

Άρθρο 86

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς κατά τρόπο μη δημιουργούνται διακρίσεις

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα με τις ίδιες χρεώσεις και τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

2.   Οποιεσδήποτε διαφορές στις χρεώσεις που γίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες πελατών πρέπει να είναι ανάλογες της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα της αγοράς για τους εν λόγω πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

το εύρος και την κλίμακα των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και του όγκου συναλλαγών·

β)

τη χρήση των δεδομένων της αγοράς από τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον χρησιμοποιούνται για τις συναλλακτικές δραστηριότητες του πελάτη, για μεταπώληση ή για συγκέντρωση δεδομένων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διαχειριστές της αγοράς, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ εφαρμόζουν ευέλικτες πρακτικές προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη πρόσβαση των πελατών σε δεδομένα της αγοράς ανά πάσα στιγμή και κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις.

Άρθρο 87

Αμοιβές ανά χρήστη

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ χρεώνουν για τη χρήση των δεδομένων της αγοράς με βάση τη χρήση των δεδομένων από τους μεμονωμένους τελικούς χρήστες των δεδομένων της αγοράς («ανά χρήστη»). Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ εφαρμόζουν ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη χρήση των δεδομένων της αγοράς χρεώνεται μόνο μία φορά.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ μπορεί να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς, να μη διαθέσουν τα δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη γιατί, σε αυτήν την περίπτωση, η χρέωση είναι δυσανάλογη με το κόστος διάθεσης των δεδομένων της αγοράς.

3.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ παρέχουν λόγους για την άρνησή τους να μη διαθέσουν δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη και δημοσιεύουν αυτούς τους λόγους στην ιστοσελίδα τους.

Άρθρο 88

Διαχωρισμός και επιμερισμός δεδομένων της αγοράς

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ καθιστούν τα δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα χωρίς να τα συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.

2.   Οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς γίνονται με βάση το επίπεδο επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως προσδιορίζεται περαιτέρω στα άρθρα του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής (27).

Άρθρο 89

Υποχρέωση διαφάνειας

(άρθρο 64 παράγραφος 1 και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και οι Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ δημοσιοποιούν και θέτουν στη διάθεση του κοινού τη χρέωση και άλλους όρους και προϋποθέσεις για την παροχή δεδομένων της αγοράς με τρόπο εύκολα προσιτό.

2.   Η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

α)

καταλόγους τρεχουσών τιμών, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i)

χρεώσεις ανά χρήστη προβολής·

ii)

χρεώσεις μη προβολής·

iii)

πολιτικές έκπτωσης·

iv)

χρεώσεις που συνδέονται με τους όρους για τις άδειες χρήσης·

v)

χρεώσεις για τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα της αγοράς·

vi)

χρεώσεις για άλλα υποσύνολα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα βάσει του άρθρου 12 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

vii)

άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

β)

εκ των προτέρων δημοσιοποίηση με προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από μελλοντικές μεταβολές των τιμών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων πληροφοριών:

i)

τον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

ii)

τη συνολική αξία των συναλλαγών των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

iii)

την αναλογία προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων της αγοράς·

iv)

πληροφορίες για τυχόν δεδομένα που παρέχονται εκτός από τα δεδομένα της αγοράς·

v)

την ημερομηνία της τελευταίας προσαρμογής χρέωσης άδειας χρήσης για παρεχόμενα δεδομένα της αγοράς·

δ)

τα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση των δεδομένων της αγοράς και το ποσοστό των εν λόγω εσόδων σε σύγκριση με το σύνολο των εσόδων του Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ ή Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ·

ε)

πληροφορίες σχετικά με το τον τρόπο καθορισμού της χρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων μεθόδων κοστολόγησης και πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές αρχές σύμφωνα με τις οποίες κατανέμονται οι άμεσες και μεταβλητές κοινές δαπάνες και επιμερίζονται οι πάγιες κοινές δαπάνες μεταξύ της παραγωγής και διάδοσης των δεδομένων της αγοράς και άλλων υπηρεσιών που παρέχονται από τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 90

Καθορισμός της ουσιώδους σημασίας των δραστηριοτήτων ενός τόπου διαπραγμάτευσης σε κράτος μέλος υποδοχής

(άρθρο 79 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το κράτος μέλος υποδοχής υπήρξε κατά το παρελθόν κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά έχει αποκτήσει, μέσω συγχώνευσης, ανάληψης ή άλλης μορφής μεταβίβασης του συνόλου ή μέρους των δραστηριοτήτων μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, η οποία προηγουμένης τελούσε υπό τη διαχείριση ενός διαχειριστή που διατηρούσε την καταστατική του έδρα ή τα κεντρικά γραφεία του στο κράτος μέλος υποδοχής.

2.   Οι δραστηριότητες ενός ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ένα κράτος μέλος υποδοχής θεωρούνται ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο κράτος μέλος υποδοχής εάν πληρούται τουλάχιστον ένα από τα κριτήρια που ορίζονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ και τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πριν την εκδήλωση μίας εκ των καταστάσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 σε σχέση με έναν ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ο τόπος διαπραγμάτευσης κατείχε μερίδιο της αγοράς τουλάχιστον του 10 % της διαπραγμάτευσης ως προς τον συνολικό κύκλο εργασιών σε νομισματικούς όρους σε τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που συναλλάσσονται στο κράτος μέρος υποδοχής τουλάχιστον σε μια κατηγορία περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται στις υποχρεώσεις διαφάνειας του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

ο ΠΜΔ ή ΜΟΔ είναι καταχωρημένος ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 91

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναγράφεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/EΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Απριλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας (ΕΕ L 326 της 8.12.2011, σ. 1).

(3)  Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31).

(4)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση οδηγία (ΕΕ) 2017/593, της 7ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών (βλέπε σελίδα 500 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1286/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση (PRIIP) (ΕΕ L 352 της 9.12.2014, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(10)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(12)  Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς (οδηγία για την κατάχρηση αγοράς) (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 179).

(13)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(15)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(16)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(17)  Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 55).

(18)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(19)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(21)  Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) (ΕΕ L 165 της 18.6.2013, σ. 63).

(22)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(23)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(24)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(25)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).

(26)  Οδηγία 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2000, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 126 της 26.5.2000, σ. 1).

(27)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων (βλέπε σελίδα 142 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Τήρηση αρχείων

Κατάλογος ελάχιστων αρχείων που πρέπει να τηρούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων αναλόγως του χαρακτήρα των δραστηριοτήτων τους

Χαρακτήρας της υποχρέωσης

Είδος αρχείου

Σύνοψη περιεχομένου

Νομοθετική αναφορά

Αξιολόγηση των πελατών

 

Πληροφόρηση των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στα άρθρα 39 έως 45 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της MiFID II

Άρθρα 39 έως 45 του παρόντος κανονισμού

 

Συμβάσεις με πελάτες

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 25 παράγραφος 5 της MiFID II

Άρθρο 53 του παρόντος κανονισμού

 

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 50 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρα 35, 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Χειρισμός εντολών

 

Χειρισμός των εντολών πελατών — Ομαδοποιημένες συναλλαγές

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στα άρθρα 63 έως 66 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 1 και άρθρο 28 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 63 έως 66 του παρόντος κανονισμού

 

Ομαδοποίηση και επιμερισμός των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 65 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 28 παράγραφος 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 65 του παρόντος κανονισμού

Εντολές πελατών και συναλλαγές

 

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών ή αποφάσεων διαπραγμάτευσης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 69 του παρόντος κανονισμού

 

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρο 70 του παρόντος κανονισμού

Ενημέρωση των πελατών

 

Υποχρέωση σχετικά με υπηρεσίες παρεχόμενες σε πελάτες

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 53 έως 58 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφοι 1 και 6 και άρθρο 25 παράγραφοι 1 και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 53 έως 58 του παρόντος κανονισμού

Προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

 

Χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Κεφάλαια πελατών τα οποία κατέχει μια επιχείρηση επενδύσεων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 2 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 5 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Άρθρο 16 παράγραφοι 8 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 5 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

Επικοινωνία με πελάτες

 

Πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άρθρο 45 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφορίες σχετικά με την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών

Περιεχόμενο το οποίο προβλέπεται στα άρθρα του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 45 και 46 του παρόντος κανονισμού

 

Πληροφόρηση των πελατών

Αρχεία επικοινωνίας

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 39 του παρόντος κανονισμού

 

Διαφημιστικές ανακοινώσεις (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων)

Κάθε διαφημιστική ανακοίνωση η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων (εκτός των προφορικών ανακοινώσεων) όπως προβλέπεται στα άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

 

Επενδυτικές συμβουλές σε ιδιώτες πελάτες

i) Το γεγονός, ο χρόνος και η ημερομηνία παροχής των επενδυτικών συμβουλών, ii) το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο προτάθηκε και iii) η έκθεση καταλληλότητας που παρασχέθηκε στον πελάτη

Άρθρο 25 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 54 του παρόντος κανονισμού

 

Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων

Κάθε έρευνα στον τομέα των επενδύσεων η οποία εκδίδεται από την επιχείρηση επενδύσεων σε σταθερό μέσο

Άρθρο 24 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρα 36 και 37 του παρόντος κανονισμού

Οργανωτικές απαιτήσεις

 

Η επιχειρηματική και εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφοι 2 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 21 παράγραφος 1 στοιχείο η) του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις συμμόρφωσης

Κάθε έκθεση συμμόρφωσης προς το διοικητικό όργανο

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 22 παράγραφος 2 στοιχείο β) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχείο συγκρούσεων συμφερόντων

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 35 του παρόντος κανονισμού

 

Αντιπαροχές

Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται σε πελάτες σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 11 της κατ' εξουσιοδότηση οδηγίας (ΕΕ) 2017/593

 

Εκθέσεις διαχείρισης κινδύνου

Κάθε έκθεση διαχείρισης κινδύνου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 23 παράγραφος 1 στοιχείο β) και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Εκθέσεις εσωτερικού λογιστικού ελέγχου

Κάθε έκθεση εσωτερικού λογιστικού ελέγχου προς τα ανώτερα στελέχη

Άρθρο 16 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 24 και άρθρο 25 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία διαχείρισης καταγγελιών

Κάθε καταγγελία και τα μέτρα διαχείρισης καταγγελίας τα οποία ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της καταγγελίας

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 26 του παρόντος κανονισμού

 

Αρχεία προσωπικών συναλλαγών

Αρχεία τα οποία προβλέπονται στο άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού

Άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Άρθρο 29 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του παρόντος κανονισμού


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Κόστος και επιβαρύνσεις

Προσδιορισθέντα έξοδα που θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο κόστος που γνωστοποιείται στους πελάτες  (1)

Πίνακας 1 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που χρεώνονται για την επενδυτική υπηρεσία (τις επενδυτικές υπηρεσίες) και/ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρεχόμενες στον πελάτη και που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στο ποσό που πρέπει να γνωστοποιηθεί

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στην επιχείρηση επενδύσεων στην αρχή ή στο τέλος της (των) παρεχόμενης(-ων) επενδυτικής(-ών) υπηρεσίας(-ών).

Τέλη κατάθεσης, τέλη λύσης σύμβασης και έξοδα προσαρμογής (2).

Τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικές με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις που καταβάλλονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων για τις υπηρεσίες που παρέχουν στον πελάτη.

Αμοιβές διαχείρισης, αμοιβές παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, αμοιβές θεματοφύλακα.

Όλα τα έξοδα σχετικά με συναλλαγές που ξεκινούν κατά την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που σχετίζονται με συναλλαγές εκτελούμενες από την επιχείρηση επενδύσεων ή άλλα μέρη.

Προμήθειες μεσίτη (3), επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται στον διαχειριστή του αμοιβαίου κεφαλαίου, τέλη πλατφόρμας, εμπορικά περιθώρια (ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής), τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες

Οποιαδήποτε έξοδα και επιβαρύνσεις που σχετίζονται με επικουρικές υπηρεσίες, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα έξοδα που αναφέρονται ανωτέρω.

Έξοδα έρευνας.

Έξοδα φύλαξης.

Παρεπόμενα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης


Πίνακας 2 — Όλα τα έξοδα και οι σχετικές επιβαρύνσεις που αφορούν το χρηματοπιστωτικό μέσο οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο προς γνωστοποίηση ποσό

Στοιχεία κόστους που πρέπει να γνωστοποιηθούν

Παραδείγματα:

Εφάπαξ επιβαρύνσεις

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις (που περιλαμβάνονται στην τιμή ή που προστίθενται στην τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου) οι οποίες καταβάλλονται στους προμηθευτές του προϊόντος στην αρχή ή στο τέλος της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Εμπροσθοβαρής αμοιβή διαχείρισης, τέλος δόμησης (4), τέλος διανομής.

Τρέχουσες επιβαρύνσεις

Όλα τα τρέχοντα έξοδα και οι τρέχουσες επιβαρύνσεις σχετικά με τη διαχείριση του χρηματοπιστωτικού προϊόντος οι οποίες αφαιρούνται από την αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια της επένδυσης στο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Αμοιβές διαχείρισης, έξοδα εξυπηρέτησης, τέλη ανταλλαγής, έξοδα και φόροι δανεισμού τίτλων, έξοδα χρηματοδότησης.

Όλα τα έξοδα σχετικά με τις συναλλαγές

Όλα τα έξοδα και οι επιβαρύνσεις που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της κτήσης και της εκποίησης επενδύσεων.

Προμήθειες μεσίτη, επιβαρύνσεις εισόδου και εξόδου που καταβάλλονται από το αμοιβαίο κεφάλαιο, εμπορικά περιθώρια ενσωματωμένα στην τιμή συναλλαγής, τέλος χαρτοσήμου, φόρος συναλλαγών και έξοδα συναλλάγματος.

Παρεμπίπτοντα έξοδα

 

Αμοιβές επίδοσης


(1)  Επισημαίνεται ότι ορισμένα στοιχεία κόστους εμφανίζονται και στους δύο πίνακες αλλά δεν αλληλεπικαλύπτονται, καθώς αναφέρονται αντιστοίχως στο κόστος του προϊόντος και στο κόστος της υπηρεσίας. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η αμοιβή διαχείρισης (στον πίνακα 1, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία παρέχει την υπηρεσία διαχείρισης χαρτοφυλακίου στους πελάτες της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την αμοιβή διαχείρισης που χρεώνει ένας διαχειριστής αμοιβαίου κεφαλαίου στον επενδυτή του) και η προμήθεια του μεσίτη (στον πίνακα 1, αφορά την προμήθεια την οποία καταβάλλει μια επιχείρηση επενδύσεων όταν διαπραγματεύεται εκ μέρους των πελατών της, ενώ, στον πίνακα 2, αφορά την προμήθεια που καταβάλλουν τα επενδυτικά κεφάλαια κατά τη διαπραγμάτευση για λογαριασμό του κεφαλαίου).

(2)  Ως έξοδα προσαρμογής νοούνται τα έξοδα (εφόσον υπάρχουν) με τα οποία επιβαρύνονται οι επενδυτές κατά τη μετάβαση από μία επενδυτική επιχείρηση σε μία άλλη.

(3)  Ως προμήθειες μεσίτη νοούνται τα έξοδα τα οποία χρεώνουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για την εκτέλεση των εντολών.

(4)  Ως τέλη δόμησης θα πρέπει να νοούνται τα τέλη τα οποία χρεώνουν οι παραγωγοί δομημένων επενδυτικών προϊόντων για τη δόμηση των προϊόντων. Τα τέλη αυτά μπορεί να καλύπτουν ένα μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών παρεχόμενων από τον παραγωγό.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

Υποχρέωση των διαχειριστών των τόπων διαπραγμάτευσης να ενημερώνουν αμέσως την εθνική αρμόδια αρχή τους

ΤΜΗΜΑ Α

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοπιστωτικό μέσο

Σημαντικές παραβιάσεις των κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης

1.

Οι συμμετέχοντες στην αγορά παραβιάζουν κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης οι οποίοι έχουν σκοπό να προστατεύουν την ακεραιότητα της αγοράς, την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή τα σημαντικά συμφέροντα των άλλων συμμετεχόντων στην αγορά· και

2.

Ο τόπος διαπραγμάτευσης θεωρεί ότι μια παραβίαση είναι επαρκώς σοβαρή ή προκαλεί επαρκείς επιπτώσεις ώστε να δικαιολογείται το ενδεχόμενο επιβολής πειθαρχικών κυρώσεων.

Συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών

3.

Η διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής παρακωλύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα·

4.

Τα συστήματα συναλλαγών έχουν φτάσει ή υπερβεί τα όρια των δυνατοτήτων τους·

5.

Οι ειδικοί διαπραγματευτές/πάροχοι ρευστότητας υποστηρίζουν επανειλημμένα ότι πραγματοποιούνται εσφαλμένες συναλλαγές (mis-trades)· και

6.

Διακοπή λειτουργίας ή αστοχία κρίσιμων μηχανισμών σύμφωνα με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και των εκτελεστικών μέτρων της, τα οποία αποσκοπούν στην προστασία του τόπου διαπραγμάτευσης από τους κινδύνους των αλγοριθμικών συναλλαγών.

Δυσλειτουργίες του συστήματος

7.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος πρόσβασης στην αγορά η οποία δεν επιτρέπει στους συμμετέχοντες να εισάγουν, να προσαρμόζουν ή να ακυρώνουν τις εντολές τους·

8.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας του συστήματος αντιστοίχισης συναλλαγών η οποία δημιουργεί στους συμμετέχοντες αβεβαιότητα όσον αφορά το καθεστώς ολοκληρωμένων συναλλαγών ή εντολών σε πραγματικό χρόνο, καθώς και να έχουν στη διάθεσή τους πληροφορίες οι οποίες είναι απαραίτητες για τις συναλλαγές (π.χ. διάδοση τιμής δείκτη για συναλλαγές με ορισμένα παράγωγα αυτού του δείκτη)·

9.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων διάδοσης δεδομένων διαφάνειας προ και μετά τη διαπραγμάτευση και άλλων σχετικών δεδομένων τα οποία δημοσιεύουν οι τόποι διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

10.

Οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας των συστημάτων του τόπου διαπραγμάτευσης τα οποία παρακολουθούν και ελέγχουν τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης των συμμετεχόντων στην αγορά· και οποιαδήποτε σημαντική δυσλειτουργία ή διακοπή λειτουργίας στον τομέα άλλων παρόχων αλληλένδετων υπηρεσιών, ιδίως για CCP και CSD, η οποία έχει επιπτώσεις στο σύστημα συναλλαγών.

ΤΜΗΜΑ Β

Ενδείξεις οι οποίες ενδέχεται να υποδηλώνουν καταχρηστική συμπεριφορά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών ή χειραγώγησης της αγοράς

1.

Ασυνήθιστη συγκέντρωση συναλλαγών και/ή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο από ένα μέλος/έναν συμμετέχοντα ή μεταξύ ορισμένων μελών/συμμετεχόντων.

2.

Ασυνήθιστη επανάληψη συναλλαγής μεταξύ μικρού αριθμού μελών/συμμετεχόντων κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου.

Ενδείξεις πιθανής κατάχρησης προνομιακών πληροφοριών

3.

Ασυνήθιστη και σημαντική διαπραγμάτευση ή υποβολή εντολών διενέργειας συναλλαγών στα χρηματοπιστωτικά μέσα μιας εταιρείας από ορισμένα μέλη/ορισμένους συμμετέχοντες πριν από την ανακοίνωση σημαντικών εταιρικών γεγονότων ή ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με τις τιμές που αφορούν την εταιρεία· εντολές διενέργειας συναλλαγών/συναλλαγές οι οποίες προκαλούν αιφνίδιες και ασυνήθιστες μεταβολές στον όγκο εντολών/συναλλαγών και/ή στις τιμές πριν από δημόσιες ανακοινώσεις σχετικά με το υπό εξέταση χρηματοπιστωτικό μέσο.

4.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος της αγοράς/συμμετέχοντα στην αγορά πριν ή αμέσως αφότου αυτό το μέλος/αυτός ο συμμετέχων ή πρόσωπα που είναι ευρέως γνωστό ότι συνδέονται με το συγκεκριμένο μέλος/συμμετέχοντα παράγουν ή διαδίδουν ερευνητικές ή επενδυτικές συστάσεις οι οποίες δημοσιοποιούνται στο ευρύ κοινό.

Ενδείξεις πιθανής χειραγώγησης της αγοράς

Οι ενδείξεις που περιγράφονται κατωτέρω στα σημεία 18 έως 23 αφορούν ιδίως περιβάλλον αυτοματοποιημένων συναλλαγών.

5.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του καθημερινού όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης, ιδίως όταν οι δραστηριότητες αυτές οδηγούν σε σημαντική μεταβολή της τιμής των χρηματοπιστωτικών μέσων.

6.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα που έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντική μεταβολή της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

7.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές οι οποίες συγκεντρώνονται σε μικρό χρονικό διάστημα της συνεδρίασης και προκαλούν μεταβολή της τιμής η οποία στη συνέχεια αντιστρέφεται.

8.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες μεταβάλλουν τις καλύτερες τιμές προσφοράς και ζήτησης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή το οποίο τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή, γενικότερα, τις τιμές που καταγράφονται στο βιβλίο εντολών που είναι διαθέσιμο στους συμμετέχοντες στην αγορά και οι οποίες αποσύρονται πριν να εκτελεστούν.

9.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών από μέλος/συμμετέχοντα στην αγορά χωρίς άλλη εμφανή αιτιολόγηση πέραν της πρόθεσης να αυξηθεί/μειωθεί η τιμή ή η αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή να επιφέρουν σημαντικές επιπτώσεις στην προσφορά ή στη ζήτησή του, δηλ. διενεργούμενες χρονικά πλησίον του σημείου αναφοράς κατά την ημέρα διαπραγμάτευσης, π.χ. κατά το άνοιγμα ή λίγο πριν από το κλείσιμο.

10.

Αγορά ή πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τον χρόνο αναφοράς της συνεδρίασης (π.χ. άνοιγμα, κλείσιμο, διακανονισμός) σε μια απόπειρα να αυξηθεί, να μειωθεί ή να διατηρηθεί η τιμή αναφοράς (π.χ. τιμή ανοίγματος, τιμή κλεισίματος, τιμή διακανονισμού) σε συγκεκριμένο επίπεδο — (πρακτική γνωστή με την ονομασία «marking the close»).

11.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση της σταθμισμένης μέσης τιμής της ημέρας ή μιας περιόδου κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

12.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα τον καθορισμό τιμής της αγοράς όταν η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου ή το βάθος του βιβλίου εντολών δεν επαρκεί προκειμένου να καθοριστεί τιμή κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης.

13.

Εκτέλεση συναλλαγής η οποία μεταβάλλει τις τιμές αγοράς-πώλησης, όταν αυτή η διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης αποτελεί παράγοντα καθορισμού της τιμής άλλης συναλλαγής είτε στον ίδιο είτε σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης.

14.

Εισαγωγή εντολών που αντιστοιχούν σε σημαντικούς όγκους στο κεντρικό βιβλίο εντολών του συστήματος συναλλαγών λίγα λεπτά πριν από το στάδιο καθορισμού τιμής της δημοπρασίας και ακύρωση αυτών των εντολών λίγα δευτερόλεπτα πριν από το πάγωμα του βιβλίου εντολών για τον υπολογισμό της τιμής της δημοπρασίας, έτσι ώστε η θεωρητική τιμή ανοίγματος να εμφανίζεται ενδεχομένως υψηλότερη ή χαμηλότερη από όσο θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση.

15.

Διενέργεια συναλλαγής ή σειράς συναλλαγών εμφανιζόμενων σε δημόσια οθόνη προκειμένου να δημιουργηθεί η εντύπωση συναλλακτικής δραστηριότητας σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μεταβολής της τιμής του (πρακτική γνωστή συνήθως ως «painting the tape»).

16.

Συναλλαγές διενεργούμενες ως αποτέλεσμα της εισαγωγής εντολών αγοράς και πώλησης ταυτόχρονα ή σχεδόν ταυτόχρονα, με σχεδόν την ίδια ποσότητα και σχεδόν στην ίδια τιμή από το ίδιο ή από διαφορετικά αλλά συνεργούντα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά (πρακτική γνωστή συνήθως ως «improper matched orders»).

17.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την παράκαμψη των διασφαλίσεων των συναλλαγών που εφαρμόζει η αγορά (π.χ. όσον αφορά τα όρια όγκου· τα όρια τιμών· τις παραμέτρους διαφοράς μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης· κ.λπ.).

18.

Εισαγωγή εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών, εκτέλεση συναλλαγών ή σειράς συναλλαγών οι οποίες ενδεχομένως να δημιουργήσουν ή να επιτείνουν μια τάση και να ενθαρρύνουν άλλους συμμετέχοντες να επιταχύνουν ή να επεκτείνουν την τάση προκειμένου να δημιουργηθεί ευκαιρία κλεισίματος/ανοίγματος μιας θέσης σε ευνοϊκή τιμή (πρακτική συνήθως γνωστή ως «momentum ignition»).

19.

Υποβολή πολλαπλών ή μεγάλων εντολών διενέργειας συναλλαγών συνήθως μακριά από την τιμή σύγκλισης των εντολών αγοράς και των εντολών πώλησης («touch») στη μία πλευρά του βιβλίου εντολών ώστε να εκτελεστεί μια εντολή στην άλλη πλευρά του βιβλίου εντολών. Μόλις πραγματοποιηθεί αυτή η συναλλαγή, οι χειραγωγικές εντολές αποσύρονται (πρακτική συνήθως γνωστή ως «layering and spoofing»).

20.

Εισαγωγή μικρών εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να διαπιστωθεί το επίπεδο αφανών εντολών και με σκοπό ιδίως να εκτιμηθεί τι υπάρχει σε μια αδιαφανή πλατφόρμα (πρακτική συνήθως γνωστή ως «ping order»).

21.

Εισαγωγή μεγάλου αριθμού εντολών διενέργειας συναλλαγών και/ή ακύρωσης και/ή ενημέρωσης εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προκληθεί αβεβαιότητα σε άλλους συμμετέχοντες, με επιβράδυνση της διαδικασίας τους, και προκειμένου να συγκαλυφθεί η στρατηγική του προσώπου που εισάγει τις εν λόγω εντολές (πρακτική συνήθως γνωστή ως «quote stuffing»).

22.

Ανάρτηση εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να προσελκυσθούν άλλα μέλη της αγοράς/συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι χρησιμοποιούν παραδοσιακές τεχνικές διενέργειας συναλλαγών («slow traders»), οι οποίες αναθεωρούνται γρήγορα προσφέροντας λιγότερο γενναιόδωρους όρους, αποβλέποντας σε κερδοφόρα εκτέλεση έναντι της εισερχόμενης ροής εντολών διενέργειας συναλλαγών από slow traders (πρακτική συνήθως γνωστή ως «smoking»).

23.

Εκτέλεση εντολών ή σειράς εντολών διενέργειας συναλλαγών προκειμένου να αποκαλυφθούν εντολές άλλων συμμετεχόντων και, στη συνέχεια, εισαγωγή εντολής διενέργειας συναλλαγών με σκοπό το πρόσωπο που τη δίνει να επωφεληθεί των πληροφοριών που έχει λάβει (πρακτική συνήθως γνωστή ως «phishing»).

24.

Ο βαθμός στον οποίο, εξ όσων γνωρίζει ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης, οι δοθείσες εντολές διενέργειας συναλλαγών ή οι εκτελεσθείσες συναλλαγές παρέχουν ενδείξεις αντιστροφής θέσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα και αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του ημερήσιου όγκου συναλλαγών στο σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο στον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης και ενδέχεται να συνδέονται με σημαντικές μεταβολές στην τιμή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου εισηγμένου για διαπραγμάτευση ή που τελεί υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης.

Ενδείξεις χειραγώγησης της αγοράς μέσω αλληλοσχετιζόμενων προϊόντων, μεταξύ άλλων και σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης

Ο διαχειριστής ενός τόπου διαπραγμάτευσης θα πρέπει να λαμβάνει ιδίως υπόψη τις κατωτέρω περιγραφόμενες ενδείξεις στην περίπτωση που τόσο ένα χρηματοπιστωτικό μέσο όσο και συναφή χρηματοπιστωτικά μέσα εισάγονται για διαπραγμάτευση ή τελούν υπό διαπραγμάτευση ή στην περίπτωση που τα ανωτέρω αναφερόμενα μέσα τελούν υπό διαπραγμάτευση σε διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης τους οποίους διαχειρίζεται ο ίδιος διαχειριστής.

25.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση/μείωση/διατήρηση της τιμής χρηματοπιστωτικού μέσου κατά τη διάρκεια των ημερών που προηγούνται της έκδοσης, της προαιρετικής εξαγοράς ή της λήξης σχετικού παραγώγου ή μετατρέψιμου χρηματοπιστωτικού μέσου·

26.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου σε επίπεδο ανώτερο ή κατώτερο της τιμής άσκησης ή άλλου στοιχείου το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

27.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, έτσι ώστε αυτή να υπερβεί/μην φτάσει την τιμή άσκησης ή άλλο στοιχείο το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της αποπληρωμής (π.χ. οριακή τιμή) σχετικού παραγώγου κατά την ημερομηνία λήξης·

28.

Συναλλαγές ή εντολές διενέργειας συναλλαγών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδεχομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της τιμής διακανονισμού χρηματοπιστωτικού μέσου, όταν αυτή η τιμή χρησιμοποιείται ως στοιχείο αναφοράς/καθοριστικό στοιχείο, δηλαδή για τον υπολογισμό απαιτήσεων όσον αφορά τα περιθώρια·

29.

Εντολές διενέργειας συναλλαγών ή συναλλαγές από μέλος/συμμετέχοντα ο οποίος έχει σημαντικό συμφέρον στην αγορά ή στην πώληση χρηματοπιστωτικού μέσου, οι οποίες προκαλούν σημαντικές μεταβολές στην τιμή του σχετικού παραγώγου ή υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού που έχει εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

30.

Διενέργεια συναλλαγών ή εισαγωγή εντολών διενέργειας συναλλαγών σε τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης (συμπεριλαμβανομένης της εκδήλωσης ενδιαφέροντος) με σκοπό να επηρεαστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης [πρακτική η οποία είναι συνήθως γνωστή χειραγώγηση μεταξύ προϊόντων (συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικό μέσο προκειμένου να καθοριστεί κατά τρόπο αθέμιτο η τιμή σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου σε άλλον ή στον ίδιο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης)].

31.

Δημιουργία ή ενίσχυση δυνατοτήτων αρμπιτράζ μεταξύ χρηματοπιστωτικού μέσου και άλλου σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου επηρεάζοντας τις τιμές αναφοράς ενός εκ των χρηματοπιστωτικών μέσων μπορεί να διενεργηθεί με διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα (όπως δικαιώματα/μετοχές, αγορές τοις μετρητοίς/αγορές παραγώγων, πιστοποιητικά επιλογής/μετοχές, …). Στο πλαίσιο εκδόσεων δικαιωμάτων, η πρακτική αυτή θα μπορούσε να επιτευχθεί επηρεάζοντας τη (θεωρητική) τιμή ανοίγματος ή τη (θεωρητική) τιμή κλεισίματος των δικαιωμάτων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΤΜΗΜΑ 1

Τήρηση αρχείων εντολών πελατών και αποφάσεων διαπραγμάτευσης

1.

Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2.

όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5.

δείκτης αγοράς/πώλησης·

6.

αναγνωριστικό μέσου·

7.

τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

8.

τιμή·

9.

πολλαπλασιαστής τιμής·

10.

νόμισμα 1·

11.

νόμισμα 2·

12.

αρχική ποσότητα και ένδειξη ποσότητας·

13.

περίοδος ισχύος·

14.

είδος της εντολής·

15.

οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες, προϋποθέσεις και ιδιαίτερες οδηγίες του πελάτη·

16.

ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της εντολής ή ημερομηνία και ακριβής ώρα λήψης της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

ΤΜΗΜΑ 2

Τήρηση αρχείων συναλλαγών και επεξεργασίας εντολών

1.

Όνομα και χαρακτηριστικό του πελάτη·

2.

όνομα και χαρακτηριστικό οποιουδήποτε αρμόδιου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη·

3.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

4.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

5.

αριθμός αναφοράς της συναλλαγής·

6.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση της εντολής (αναγνωριστικό εντολής)·

7.

κωδικός αναγνώρισης της εντολής ο οποίος αποδίδεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη λήψη της εντολής·

8.

μοναδικό αναγνωριστικό για κάθε ομάδα σωρευτικών εντολών πελατών (η οποία θα εισαχθεί στη συνέχεια ως μια ομαδική εντολή σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης). Αυτό το αναγνωριστικό θα πρέπει να αναφέρεται ως «ομαδοποιημένη_Χ», όπου το Χ αντιστοιχεί στον αριθμό πελατών των οποίων οι εντολές έχουν ομαδοποιηθεί·

9.

κωδικός MIC τμήματος του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει υποβληθεί η εντολή·

10.

όνομα και άλλος χαρακτηριστικό του προσώπου στο οποίο διαβιβάστηκε η εντολή·

11.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του πωλητή και του αγοραστή·

12.

συναλλακτική ικανότητα·

13.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του συναλλασσομένου (αναγνωριστικό συναλλασσομένου) ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση·

14.

χαρακτηριστικό για την αναγνώριση του αλγορίθμου (αναγνωριστικό αλγορίθμου) που απαιτείται για την εκτέλεση·

15.

δείκτης αγοράς/πώλησης·

16.

αναγνωριστικό μέσου·

17.

τελικό υποκείμενο μέσο·

18.

αναγνωριστικός πώλησης/αγοράς·

19.

τιμή άσκησης·

20.

προκαταβολική πληρωμή·

21.

είδος παράδοσης·

22.

τύπος δικαιώματος προαίρεσης·

23.

ημερομηνία λήξης·

24.

τιμή μονάδας και ένδειξη τιμής·

25.

τιμή·

26.

πολλαπλασιαστής τιμής·

27.

νόμισμα 1·

28.

νόμισμα 2·

29.

εναπομένουσα ποσότητα·

30.

τροποποιηθείσα ποσότητα·

31.

εκτελεσθείσα ποσότητα·

32.

ημερομηνία και ακριβής ώρα υποβολής της εντολής ή της απόφασης διαπραγμάτευσης. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

33.

ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (1).

34.

ημερομηνία και ακριβής ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς άλλη επιχείρηση επενδύσεων και λαμβάνεται από αυτήν σχετικά με οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία επηρεάζουν μια εντολή. Η ακριβής ώρα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στα πρότυπα συντονισμού των ρολογιών σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

35.

οποιοδήποτε μήνυμα που διαβιβάζεται προς τον τόπο διαπραγμάτευσης και που λαμβάνεται από αυτόν σχετικά με εντολές που δόθηκαν από την επιχείρηση επενδύσεων·

36.

οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες και προϋποθέσεις που υπεβλήθησαν σε ή ελήφθησαν από άλλη επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την εντολή·

37.

οι διαδοχικές κινήσεις σε σχέση με κάθε δοθείσα εντολή ώστε να αποτυπώνεται η χρονολογική σειρά κάθε γεγονότος που την επηρεάζει, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, τροποποιήσεων, ακυρώσεων και εκτέλεσης·

38.

σήμανση ανοικτών πωλήσεων·

39.

σήμανση εξαίρεσης από τον κανονισμό για τις ανοικτές πωλήσεις·

40.

σήμανση απαλλαγής

(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/84


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/566 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 18ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναλογία ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές για την πρόληψη μη εύρυθμων συνθηκών διαπραγμάτευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εφαρμόζουν σειρά συστημάτων, διαδικασιών και ρυθμίσεων, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να προκαλέσουν ή να συμβάλουν σε μη εύρυθμες συνθήκες διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για την παρακολούθηση και, όπου χρειάζεται, τον περιορισμό της αναλογίας των ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές.

(2)

Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση τους, τα συστήματα προφορικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο οποίος θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε τόπους διαπραγμάτευσης όπου λειτουργούν ηλεκτρονικά συστήματα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή βάσει ζευγών εντολών ή υβριδικά συστήματα διαπραγμάτευσης.

(3)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ επεκτείνει τις απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και οργανωμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης. Επομένως, είναι σημαντικό οι εν λόγω τόποι να εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(4)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υπολογίζουν την αναλογία ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται αποτελεσματικά από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς στο επίπεδο κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτούς, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά ότι η αναλογία δεν οδηγεί σε υπερβολική μεταβλητότητα στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

(5)

Προκειμένου να διασφαλιστεί σε ολόκληρη την Ένωση η επαρκής εναρμόνιση των ρυθμίσεων για την αποτροπή μη εύρυθμων συνθηκών διαπραγμάτευσης, μέσω του περιορισμού της αναλογίας μεταξύ ανεκτέλεστων εντολών και συναλλαγών, θα πρέπει να καθιερωθεί σαφής μεθοδολογία για τον υπολογισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές όσον αφορά όλους τους συμμετέχοντες στην αγορά.

(6)

Θα πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια ορισμένων βασικών παραμέτρων που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές.

(7)

Ο υπολογισμός της αναλογίας των ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές που εισάγονται στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα θα πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλη περίοδο παρατήρησης. Σε αυτή τη βάση, η περίοδος υπολογισμού της αποτελεσματικής αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές δεν θα πρέπει να διαρκεί περισσότερο από μια συνεδρίαση διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, θα πρέπει να επιτρέπεται στους τόπους διαπραγμάτευσης να καθορίζουν μικρότερα χρονικά διαστήματα παρατήρησης, σε περίπτωση που τέτοιες μικρότερες περίοδοι παρατήρησης θα συνέβαλλαν πιο αποτελεσματικά στη διατήρηση εύρυθμων συνθηκών συναλλαγών.

(8)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(9)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(10)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)

η «εντολή» περιλαμβάνει όλα τα μηνύματα εισόδου, συμπεριλαμβανομένων των μηνυμάτων για υποβολή, τροποποίηση και ακύρωση, που αποστέλλονται στο σύστημα συναλλαγών ενός τόπου διαπραγμάτευσης σχετικά με εντολή ή ζεύγος εντολών, αλλά μη συμπεριλαμβανομένων των μηνυμάτων ακύρωσης που αποστέλλονται μετά:

i)

τη διαδικασία της ακύρωσης λόγω αναντιστοιχίας σε δημοπρασία·

ii)

την απώλεια της συνδετικότητας του τόπου·

iii)

τη χρήση μιας λειτουργικής δυνατότητας τερματισμού·

β)

«συναλλαγή»: μια εν όλω ή εν μέρει εκτελεσθείσα εντολή·

γ)

«όγκος»: η ποσότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, εκπεφρασμένος με οποιονδήποτε από τους παρακάτω τρόπους:

i)

ως ο αριθμός των χρηματοπιστωτικών μέσων για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα·

ii)

ως η ονομαστική αξία για ομολογίες και δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα·

iii)

ως ο αριθμός μονάδων διαπραγμάτευσης ή συμβάσεων παραγώγων·

iv)

ως μετρικοί τόνοι διοξειδίου του άνθρακα για τα δικαιώματα εκπομπής.

Άρθρο 2

Υποχρέωση υπολογισμού της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές

Οι τόποι διαπραγμάτευσης υπολογίζουν την αναλογία των ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές που εισήχθησαν αποτελεσματικά στο σύστημα από κάθε μέλος και συμμετέχοντα για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μέσω ηλεκτρονικού συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή βάσει ζευγών εντολών ή μέσω υβριδικού συστήματος διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 3

Μεθοδολογία

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης υπολογίζουν την αναλογία των ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές για κάθε μέλος ή συμμετέχοντα τουλάχιστον στο τέλος κάθε συνεδρίασης διαπραγμάτευσης και με τους δύο ακόλουθους τρόπους:

α)

σε όγκο

:

(συνολικός όγκος εντολών/συνολικός όγκος συναλλαγών) – 1·

β)

σε αριθμό

:

(συνολικός όγκος εντολών/συνολικός αριθμός συναλλαγών) – 1.

2.   Η μέγιστη αναλογία των ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές που υπολογίζονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι έχει υπερβληθεί από μέλος ή συμμετέχοντα του τόπου διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης διαπραγμάτευσης, όταν η δραστηριότητα διαπραγμάτευσης του εν λόγω μέλους ή συμμετέχοντος για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις φάσεις της συνεδρίασης διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των δημοπρασιών, υπερβαίνει τη μία ή και τις δύο αναλογίες που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης υπολογίζουν τον αριθμό των εντολών που λαμβάνονται από κάθε μέλος ή συμμετέχοντα, σύμφωνα με τη μεθοδολογία καταμέτρησης ανά είδος εντολής που καθορίζεται στο παράρτημα.

4.   Όταν ένας τόπος διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί τύπο εντολών ο οποίος δεν προβλέπεται ρητά στο παράρτημα, υπολογίζει τα μηνύματα σύμφωνα με το γενικό σύστημα στο οποίο βασίζεται η μεθοδολογία καταμέτρησης και βάσει του πλέον παρόμοιου τύπου εντολών που εμφανίζεται στο παράρτημα.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Μεθοδολογία καταμέτρησης εντολών που ορίζονται για κάθε τύπο

Τύποι εντολών

Αριθμός εντολών που λαμβάνονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης προς καταμέτρηση κατά τον υπολογισμό των αναλογιών ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές (κάθε υποβολή, τροποποίηση, ακύρωση υπολογίζεται ως μία εντολή)

Τυχόν επικαιροποιήσεις που αποστέλλει ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές (εξαιρούνται οι εκτελέσεις/ακυρώσεις από πράξεις της αγοράς)

Οριακή

1

0

Οριακή — προσθήκη

1

0

Οριακή — διαγραφή

1

0

Οριακή — τροποποίηση

2 (κάθε τροποποίηση συνεπάγεται ακύρωση και νέα εισαγωγή)

0

Διακοπή

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

Άμεση (Ανοικτή)

1

0

Άμεση (Καθολική, Άμεση ή Ακύρωση)

1 (και αν διαγραφεί/ακυρωθεί 2)

0

Iceberg/απόθεμα

1

0

Ανοικτή-έως-οριακή

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

Ζεύγος εντολών

2 (1 για την πλευρά της αγοράς και 1 για την πλευρά της πώλησης)

0

Ζεύγος εντολών — προσθήκη

2

0

Ζεύγος εντολών — διαγραφή

2

0

Ζεύγος εντολών — τροποποίηση

4 (κάθε τροποποίηση συνεπάγεται ακύρωση και νέα εισαγωγή)

0

Ισοτιμία

1

δυνητικά απεριόριστη καθώς η εντολή παρακολουθεί την BBO

Ισοτιμία αγοράς: εντολή στην αντίθετη πλευρά της (ευρωπαϊκής) καλύτερης τιμής αγοράς και πώλησης (BBO)

Ισοτιμία πρωτογενούς αγοράς: εντολή στην ίδια πλευρά της (ευρωπαϊκής) BBO

Ισοτιμία στο μέσο: εντολή στο μέσο της (ευρωπαϊκής) BBO

Εναλλαγή ισοτιμίας στο λιγότερο επιθετικό σημείο του μέσου ή 1 βήμα

Μέσο εντός της ίδιας πλευράς της προστατευόμενης ΒΒΟ

Η μία ακυρώνει την άλλη: δύο εντολές συνδέονται ώστε εάν η μία από τις δύο εκτελεστεί, τότε η άλλη αφαιρείται από τις πράξεις της αγοράς

2

1 (όταν ένα σκέλος προβαίνει σε συναλλαγή, το άλλο ακυρώνεται)

Η μία ακυρώνει την άλλη — προσθήκη

2

 

Η μία ακυρώνει την άλλη — διαγραφή

2

 

Η μία ακυρώνει την άλλη — τροποποίηση

4

 

Σταμάτημα ακολουθίας: Εντολή διακοπής της οποίας η τιμή διακοπής στην οποία ενεργοποιείται η εντολή μεταβάλλεται σε συνάρτηση με την (ευρωπαϊκή) ΒΒΟ

1

δυνητικά απεριόριστη καθώς το όριο διακοπής παρακολουθεί την BBO

Εντολή στο καλύτερο όριο, όπου η τιμή ορίου ισούται με την αντίθετη πλευρά της ευρωπαϊκής (ΒΒΟ) κατά τη στιγμή εισαγωγής

1

0

Εντολή με όριο ανοίγματος, της οποίας η απόδοση υπολογίζεται με προσθήκη ενός ανοίγματος στην απόδοση ενός δείκτη αναφοράς (δύο παράμετροι: άνοιγμα και δείκτης αναφοράς)

1

δυνητικά απεριόριστη, καθώς το όριο εξαρτάται από το ζεύγος εντολών άλλου περιουσιακού στοιχείου

Strike match: ελάχιστη τιμή για εντολές αγοράς και μέγιστη τιμή για εντολές πώλησης

1

δυνητικά απεριόριστη, αλλά περιορισμένη χρονικά (η διάρκεια της δημοπρασίας)

Εντολή κατά συμβάν: εντολή που είναι ανενεργή, έως ότου ενεργοποιηθεί από ένα συγκεκριμένο συμβάν (παρόμοια με εντολή διακοπής, με την εξαίρεση ότι η εντολή, αφού ενεργοποιηθεί, δεν ακολουθεί απαραίτητα την τάση του υποκείμενου μέσου: μια εντολή αγοράς μπορεί να ενεργοποιηθεί ενώ η τιμή διακοπής ενεργοποιήθηκε λόγω πτώσης του χρηματοπιστωτικού μέσου)

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

«Στο άνοιγμα» / «Στο κλείσιμο»: Εντολή που είναι ανενεργή, έως ότου ενεργοποιηθεί από το άνοιγμα ή το κλείσιμο μιας αγοράς.

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

Εισαγωγή στο βιβλίο εντολών ή ακύρωση/Εισαγωγή: εντολή που δεν μπορεί να αντιστοιχιστεί με την άλλη πλευρά του βιβλίου εντολών τη στιγμή που εισάγεται στο βιβλίο εντολών

 

 

Εισαγωγή στο βιβλίο εντολών ή ακύρωση/Εισαγωγή — προσθήκη

1 (2 αν διαγραφεί/ακυρωθεί)

0

Εισαγωγή στο βιβλίο εντολών ή ακύρωση/Εισαγωγή — διαγραφή

1 (2 αν διαγραφεί/ακυρωθεί)

0

Εισαγωγή στο βιβλίο εντολών ή ακύρωση/Εισαγωγή — τροποποίηση

2

0

Παρακρατηθείσα: εντολή που εισάγεται στο βιβλίο εντολών και είναι έτοιμη να μετατραπεί σε δεσμευτική εντολή

2 (υποβολή της εντολής + επιβεβαίωση)

0

Εντολή διαπραγμάτευσης (Deal order)

1

0

TOP, TOP+ οποιαδήποτε τοποθετημένη στο πάνω μέρος του βιβλίου εντολών ή απορριφθείσα (+: έλεγχος του διαθέσιμου όγκου): εντολή που πρέπει να είναι ταυτόχρονα παθητική και στην ΒΒΟ. Σε αντίθετη περίπτωση, απορρίπτεται.

1

0

Εντολή ανισορροπίας (IOOP ή IOOC): εντολή η οποία είναι έγκυρη μόνο για δημοπρασίες και η οποία αποσκοπεί στη συμπλήρωση της ποσοτικής ανισορροπίας (μεταξύ του σκέλους του πλεονάσματος και του ελλείμματος) χωρίς να επηρεάσει την ισορροπία τιμών.

1

δυνητικά απεριόριστη, αλλά περιορισμένη χρονικά (η διάρκεια της δημοπρασίας)

Συνδεδεμένη εντολή: εντολή που αντιστοιχεί σε έναν αριθμό ενιαίων εντολών, καθεμία από τις οποίες αντιστοιχεί σε διαφορετικό χρηματοπιστωτικό μέσο. Όταν λαμβάνει χώρα μια συναλλαγή με μία από αυτές τις εντολές, ο όγκος των άλλων εντολών θα μειωθεί αμέσως κατ' αναλογία. Αυτός ο τύπος εντολών χρησιμοποιείται συνήθως στην αγορά ομολόγων.

1

δυνητικά ίση με την ποσότητα του εισαχθέντος υποκείμενου μέσου

Sweep: επιτρέπει στους συμμετέχοντες την πρόσβαση σε ολοκληρωμένα βιβλία εντολών.

1

0

Sweep καλύτερης τιμής: σαρώνει τα επίπεδα τιμών από τα συνδυασμένα βιβλία εντολών, έως την οριακή τιμή

Sequential lit sweep: εκτελείται στην οριακή τιμή εντολής στο βιβλίο εγγραφής, προτού σταλεί οποιαδήποτε ποσότητα στο άλλο βιβλίο

Ονομαστική: μη ανώνυμη εντολή

1

0

Εάν προσεγγιστεί: ενεργοποιείται όταν η τελευταία τιμή προσφοράς ή ζητούμενη τιμή αγγίξει ένα συγκεκριμένο επίπεδο

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

Εγγυημένης διακοπής: Εγγυάται την εκτέλεση στην τιμή διακοπής

1

1 (όταν ενεργοποιείται)

Συνδυαστικές εντολές, όπως στρατηγική προαιρετικών δικαιωμάτων, μετακύλιση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης κ.λπ.)

1

δυνητικά απεριόριστη


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/90


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/567 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 18ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 13 παράγραφος 2, το άρθρο 15 παράγραφος 5, το άρθρο 17 παράγραφος 3, το άρθρο 19 παράγραφοι 2 και 3, το άρθρο 31 παράγραφος 4, το άρθρο 40 παράγραφος 8, το άρθρο 41 παράγραφος 8, το άρθρο 42 παράγραφος 7 και το άρθρο 45 παράγραφος 10,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω τα κριτήρια προσδιορισμού της «ρευστής αγοράς» σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να καθοριστούν κριτήρια για τη διασπορά, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία ειδικά για τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και τα πιστοποιητικά, ώστε να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες καθενός από αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα. Απαιτούνται κανόνες που προσδιορίζουν πώς πρέπει να εκτελούνται οι υπολογισμοί ρευστότητας κατά το αρχικό στάδιο μετά την εισαγωγή του χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση, ώστε να διασφαλίζεται συνεπής και ομοιόμορφη εφαρμογή σε ολόκληρη την Ένωση.

(2)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά μεταξύ τους, δεδομένου ότι αφορούν ορισμούς και καθορίζουν απαιτήσεις σχετικά με την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια εκ μέρους των συστηματικών εσωτερικοποιητών και τη δημοσίευση δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές, αφενός, και τις εξουσίες παρέμβασης σε προϊόντα και διαχείρισης θέσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), αφετέρου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθεί η διαμόρφωση μιας συνολικής εικόνας για τους ενδιαφερομένους και, ιδίως, για αυτούς που υπόκεινται στις υποχρεώσεις, είναι αναγκαίο να περιληφθούν οι διατάξεις αυτές σε ένα και μόνο κανονισμό.

(3)

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η ύπαρξη παντού στην Ένωση ελάχιστου αριθμού ρευστών μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους στο οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης λιγότερα από πέντε ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα για κάθε μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο και πιστοποιητικό, θα πρέπει να είναι σε θέση να ορίσει ένα ή περισσότερα πρόσθετα ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα, με την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε σε κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων.

(4)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα δεδομένα της αγοράς διαβιβάζονται με εύλογους εμπορικούς όρους και με ενιαίο τρόπο στην Ένωση, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις προϋποθέσεις που οφείλουν να πληρούν οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Οι προϋποθέσεις αυτές βασίζονται στον στόχο να διασφαλιστεί ότι η υποχρέωση να παρέχουν στοιχεία της αγοράς με εύλογους εμπορικούς όρους είναι επαρκώς σαφής ώστε να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και ομοιογενής εφαρμογή της, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τα διάφορα μοντέλα λειτουργίας και διαρθρώσεις κόστους των διαχειριστών αγοράς και των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και των συστηματικών εσωτερικοποιητών.

(5)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η χρέωση για τα δεδομένα της αγοράς ορίζεται σε λογικά επίπεδα, η εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής δεδομένων της αγοράς με εύλογους εμπορικούς όρους προϋποθέτει οι χρεώσεις να βασίζονται σε εύλογη σχέση με το κόστος για την παραγωγή και τη διάδοση των εν λόγω δεδομένων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, θα πρέπει οι πάροχοι δεδομένων να καθορίζουν τις χρεώσεις τους βάσει του κόστους τους, έχοντας παράλληλα τη δυνατότητα να επιτύχουν εύλογο περιθώριο κέρδους με βάση παράγοντες όπως το περιθώριο κέρδους εκμετάλλευσης, η απόδοση των εξόδων, η απόδοση των περιουσιακών στοιχείων και η απόδοση επί του κεφαλαίου. Κάθε φορά που οι πάροχοι δεδομένων επιβαρύνονται με κοινές δαπάνες για την παροχή δεδομένων και την παροχή άλλων υπηρεσιών, το κόστος της παροχής δεδομένων της αγοράς θα μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλο μερίδιο των κοινών δαπανών που προκύπτουν από οποιαδήποτε άλλη παρεχόμενη σχετική υπηρεσία. Δεδομένου ότι ο επακριβής προσδιορισμός του κόστους είναι περίπλοκος, αντί για αυτό θα πρέπει να οριστούν μεθοδολογίες κατανομής του κόστους και επιμερισμού του κόστους, αφήνοντας τον προσδιορισμό του εν λόγω κόστους στη διακριτική ευχέρεια των παρόχων δεδομένων της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα θα λαμβάνεται υπόψη ο στόχος της διασφάλισης ότι οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς καθορίζονται σε λογικό επίπεδο εντός της Ένωσης.

(6)

Τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να παρέχονται κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις, κάτι που προϋποθέτει ότι θα πρέπει να προσφέρεται η ίδια τιμή και άλλοι όροι και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που υπόκεινται στην ίδια κατηγορία, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

(7)

Προκειμένου να μπορούν οι χρήστες των δεδομένων να αποκτήσουν τα δεδομένα της αγοράς χωρίς να αναγκάζονται να αγοράζουν άλλες υπηρεσίες, τα δεδομένα της αγοράς θα πρέπει να προσφέρονται ξεχωριστά από άλλες υπηρεσίες. Για να μην χρεώνονται οι χρήστες δεδομένων περισσότερες από μία φορές για τα ίδια δεδομένα κατά την αγορά συνόλων δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης και άλλους παρόχους δεδομένων της αγοράς, θα πρέπει τα δεδομένα της αγοράς να προσφέρονται ανά χρήστη, εκτός αν κάτι τέτοιο θα ήταν δυσανάλογο λαμβάνοντας υπόψη το κόστος αυτού του τρόπου παροχής των εν λόγω δεδομένων σε σχέση με την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων της αγοράς που παρέχει ο διαχειριστής αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων που διαχειρίζεται έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή ο συστηματικός εσωτερικοποιητής.

(8)

Προκειμένου να μπορούν οι χρήστες δεδομένων και οι αρμόδιες αρχές να αξιολογήσουν αποτελεσματικά το κατά πόσο τα δεδομένα της αγοράς παρέχονται με εύλογους εμπορικούς όρους, είναι απαραίτητο να δημοσιοποιηθούν στο κοινό οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την παροχή τους. Οι πάροχοι δεδομένων θα πρέπει ως εκ τούτου να γνωστοποιούν πληροφορίες όσον αφορά τις χρεώσεις τους και το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, καθώς και τις μεθοδολογίες κοστολόγησης που χρησιμοποιούν για να προσδιορίσουν τα κόστη τους, χωρίς να χρειάζεται να αποκαλύπτουν το πραγματικό κόστος τους.

(9)

Ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών και να τις καθιστούν εύκολα προσιτές στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά που επιθυμούν να έχουν πρόσβαση στις προσφορές μπορούν πράγματι να έχουν πρόσβαση σε αυτές.

(10)

Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν προσφορές μέσω περισσότερων από ένα μέσα δημοσιοποίησης, πρέπει να παρέχουν τα ζεύγη εντολών τους ταυτόχρονα μέσω κάθε ρύθμισης προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι προσφορές είναι συνεπείς και ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες την ίδια στιγμή. Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν προσφορές μέσω των ρυθμίσεων ρυθμιζόμενης αγοράς ή πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή μέσω παρόχου υπηρεσιών γνωστοποίησης δεδομένων, οφείλουν να κοινοποιούν την ταυτότητά τους στην προσφορά ώστε να επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να κατευθύνουν τις εντολές τους στον αντίστοιχο συστηματικό εσωτερικοποιητή.

(11)

Ο παρών κανονισμός προσδιορίζει περαιτέρω διάφορες τεχνικές πτυχές του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων διαφάνειας των συστηματικών εσωτερικοποιητών προκειμένου να διασφαλιστεί η ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι αναγκαίο η εξαίρεση από την υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να ανακοινώνουν δημόσια τα ζεύγη εντολών τους σε τακτική και συνεχή βάση να περιορίζεται αυστηρά στις περιπτώσεις όπου η συνεχής παροχή σταθερών τιμών στους πελάτες ενδέχεται να είναι αντίθετη με τη συνετή διαχείριση των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένη η επιχείρηση επενδύσεων υπό την ιδιότητά της ως συστηματικού εσωτερικοποιητή, λαμβανομένων υπόψη και άλλων μηχανισμών που μπορούν να παρέχουν πρόσθετες διασφαλίσεις έναντι τέτοιων κινδύνων.

(12)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εξαίρεση από τις υποχρεώσεις των συστηματικών εσωτερικοποιητών να εκτελούν τις εντολές στις δημοσιοποιημένες τιμές κατά τη στιγμή της λήψης της εντολής σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 περιορίζεται σε συναλλαγές οι οποίες από τη φύση τους δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τιμών, ο παρών κανονισμός καθορίζει περαιτέρω εξαντλητικά τις προϋποθέσεις για το τι συνιστά εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων ως μέρος μιας συναλλαγής και τις εντολές εκείνες που υπόκεινται σε όρους άλλους από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς.

(13)

Το κριτήριο που καθορίζει ότι μια τιμή εμπίπτει εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς αντανακλά την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η εκτέλεση από τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές συμβάλλει στη διαμόρφωση των τιμών χωρίς να παρεμποδίζει τη δυνατότητα των συστηματικών εσωτερικοποιητών να προσφέρουν βελτίωση των τιμών σε αιτιολογημένες περιπτώσεις.

(14)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πελάτες έχουν πρόσβαση στις προσφορές των συστηματικών εσωτερικοποιητών με τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει σωστή διαχείριση των κινδύνων η οποία λαμβάνει υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων των μεμονωμένων επιχειρήσεων, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών του ίδιου πελάτη θα πρέπει να θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τα κανονικά επίπεδα όταν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τις εν λόγω εντολές χωρίς να εκτεθεί σε αδικαιολόγητο κίνδυνο, κάτι που θα πρέπει να καθορίζεται εκ των προτέρων ως μέρος της πολιτικής διαχείρισης κινδύνου της επιχείρησης, να βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία, να δηλώνεται εγγράφως και να διατίθεται σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες.

(15)

Δεδομένου ότι οι πάροχοι ρευστότητας και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές συμμετέχουν στη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και αναλαμβάνουν συγκρίσιμα επίπεδα κινδύνου, είναι σκόπιμο να καθοριστεί με ενιαίο τρόπο γι' αυτές τις κατηγορίες το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο. Ως εκ τούτου, το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να είναι το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και όπως διευκρινίζεται περαιτέρω σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με την παρούσα διάταξη.

(16)

Προκειμένου να προσδιοριστούν τα στοιχεία της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, έτσι ώστε να διαχωρίζεται από τις υπηρεσίες διαπραγμάτευσης ή εκκαθάρισης, είναι απαραίτητο να ταυτοποιείται η διαδικασία με την οποία πραγματοποιήθηκε ολικό ή μερικό κλείσιμο των παραγώγων ή αυτά αντικαταστάθηκαν από νέα παράγωγα, ιδίως τα στάδια της διαδικασίας, το περιεχόμενο της συμφωνίας και η νομική τεκμηρίωση προς στήριξη της συμπίεσης χαρτοφυλακίου.

(17)

Για τη διασφάλιση της κατάλληλης διαφάνειας των συναλλαγών συμπίεσης χαρτοφυλακίου που εκτελούνται από τους αντισυμβαλλομένους, είναι απαραίτητο να προσδιοριστούν οι πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται.

(18)

Είναι απαραίτητο να διευκρινιστούν ορισμένες πτυχές των αρμοδιοτήτων παρέμβασης των σχετικών αρμόδιων αρχών και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, της ΕΑΚΑΑ, που συστάθηκε και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), καθώς και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), που συστάθηκε και ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), όταν υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος τουλάχιστον ενός κράτους μέλους ή της Ένωσης, αντίστοιχα. Η ύπαρξη «απειλής», που είναι μία από τις προϋποθέσεις της παρέμβασης με την προοπτική της εύρυθμης λειτουργίας και της ακεραιότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, απαιτεί την ύπαρξη μεγαλύτερης ανησυχίας από την «σημαντική ανησυχία», που αποτελεί προϋπόθεση για την παρέμβαση για την προστασία των επενδυτών.

(19)

Πρέπει να καταρτιστεί κατάλογος με κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές, την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ όταν κρίνουν κατά πόσον υφίσταται τέτοια ανησυχία ή απειλή ώστε να διασφαλίζεται συνεπής προσέγγιση και ταυτόχρονα να επιτρέπεται κατάλληλη δράση σε περίπτωση απρόβλεπτων ανεπιθύμητων συμβάντων ή εξελίξεων. Η ανάγκη αξιολόγησης όλων των κριτηρίων και των παραγόντων που θα μπορούσαν να υπεισέρχονται σε μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση δεν θα πρέπει ωστόσο να παρεμποδίζει τη χρήση της εξουσίας προσωρινής παρέμβασης από τις αρμόδιες αρχές, την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ όταν ένας μόνον από τους παράγοντες ή ένα μόνον από τα κριτήρια οδηγεί σε τέτοια ανησυχία ή απειλή.

(20)

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες η ΕΑΚΑΑ δύναται να χρησιμοποιεί τις εξουσίες της σχετικά με τη διαχείριση θέσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τη διασφάλιση συνεκτικής προσέγγισης που επιτρέπει παράλληλα τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σε περίπτωση που προκύψουν ανεπιθύμητα συμβάντα ή εξελίξεις.

(21)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και οι διατάξεις που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμοστούν από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το νέο ρυθμιστικό καθεστώς διαφάνειας θα μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμοστούν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΡΕΥΣΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΜΕΤΟΧΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Άρθρο 1

Καθορισμός ρευστών αγορών για μετοχές

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μετοχή που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά της μετοχής:

i)

δεν είναι κάτω από 100 εκατ. ευρώ για μετοχές που εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά·

ii)

δεν είναι κάτω από 200 εκατ. ευρώ για μετοχές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε ΠΜΔ.

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στη μετοχή είναι τουλάχιστον 250·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για τη μετοχή είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά της μετοχής υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των κυκλοφορουσών μετοχών επί την τιμή ανά μετοχή, με εξαίρεση μεμονωμένες συμμετοχές σε αυτή τη μετοχή που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός αν οι εν λόγω συμμετοχές βρίσκονται στην κατοχή οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή ταμείου συντάξεων. Τα δικαιώματα ψήφου υπολογίζονται με βάση τον συνολικό αριθμό των μετοχών στις οποίες αντιστοιχούν δικαιώματα ψήφου, ανεξαρτήτως του αν η άσκηση του δικαιώματος ψήφου έχει ανασταλεί.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α) σημείο ii), όταν δεν υπάρχουν διαθέσιμες πραγματικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2, η διασπορά μιας μετοχής που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε ΠΜΔ υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των κυκλοφορουσών μετοχών με την τιμή ανά μετοχή.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών μιας μετοχής υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μετοχών που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μετοχή.

5.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή μιας μετοχής προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, η εν λόγω μετοχή θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν το ποσό που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κυκλοφορουσών μετοχών επί την τιμή της μετοχής κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης εκτιμάται όχι μικρότερο από 200 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

6.   Όταν λιγότερες από πέντε μετοχές που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει μία ή περισσότερες μετοχές που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως μετοχή που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των μετοχών που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τις πέντε.

Άρθρο 2

Καθορισμός ρευστών αγορών για πιστοποιητικά αποθετηρίου

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το πιστοποιητικό αποθετηρίου που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο πιστοποιητικό αποθετηρίου είναι τουλάχιστον 250·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό αποθετηρίου είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου υπολογίζεται με πολλαπλασιασμό του αριθμού των κυκλοφορουσών μονάδων του πιστοποιητικού αποθετηρίου επί την τιμή ανά μονάδα.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του πιστοποιητικού αποθετηρίου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Για την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός πιστοποιητικού αποθετηρίου προς διαπραγμάτευση σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω πιστοποιητικό αποθετηρίου θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε πιστοποιητικά αποθετηρίου που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά αποθετηρίου που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως πιστοποιητικό αποθετηρίου που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των πιστοποιητικών αποθετηρίου που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 3

Καθορισμός ρευστών αγορών για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 100 μονάδες·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο είναι τουλάχιστον 10·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο είναι τουλάχιστον 500 000 ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου είναι ο αριθμός των μονάδων που εκδόθηκαν για διαπραγμάτευση.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών του διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 100 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 4

Καθορισμός ρευστών αγορών για πιστοποιητικά

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πιστοποιητικό που αποτελεί αντικείμενο καθημερινής διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά όταν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η διασπορά είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ·

β)

ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών στο πιστοποιητικό είναι τουλάχιστον 20·

γ)

η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό είναι τουλάχιστον 500 000 ευρώ.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), η διασπορά ενός πιστοποιητικού ισούται με το μέγεθος της έκδοσης ανεξαρτήτως του αριθμού των μονάδων που εκδίδονται.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο γ), η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το πιστοποιητικό υπολογίζεται αθροίζοντας τα γινόμενα των πολλαπλασιασμών, για κάθε συναλλαγή που εκτελείται σε μία ημέρα διαπραγμάτευσης, του αριθμού των μονάδων του πιστοποιητικού που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή επί την τιμή ανά μονάδα.

4.   Κατά την περίοδο των έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μετά την πρώτη εισαγωγή ενός πιστοποιητικού προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, το εν λόγω πιστοποιητικό θεωρείται ότι διαθέτει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όταν η εκτιμώμενη διασπορά κατά την έναρξη της πρώτης ημέρας διαπραγμάτευσης είναι τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ και όταν, σύμφωνα με την εκτίμηση δεδομένων για την περίοδο αυτή, πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχεία β) και γ).

5.   Όταν λιγότερα από πέντε πιστοποιητικά που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στους τόπους διαπραγμάτευσης ενός κράτους μέλους και εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση στο εν λόγω κράτος μέλος θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να ορίσει ένα ή περισσότερα πιστοποιητικά που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης ως πιστοποιητικό που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ο συνολικός αριθμός των πιστοποιητικών που εισάγονται για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση σε αυτό το κράτος μέλος και θεωρούνται ότι έχουν ρευστή αγορά δεν υπερβαίνει τα πέντε.

Άρθρο 5

Αξιολόγηση της ρευστότητας των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων από τις αρμόδιες αρχές

[Άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης από άποψη ρευστότητας αγοράς όπως ορίζεται στο άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (4) αξιολογεί κατά πόσον υπάρχει ρευστή αγορά για μια μετοχή, ένα πιστοποιητικό αποθετηρίου, ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο ή ένα πιστοποιητικό, για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 4, σε κάθε ένα από τα ακόλουθα σενάρια:

α)

πριν το χρηματοπιστωτικό μέσο γίνει για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 5, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, στο άρθρο 3 παράγραφος 4 και στο άρθρο 4 παράγραφος 4·

β)

στο διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης έως το τέλος των πρώτων έξι εβδομάδων διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου. Η αξιολόγηση για το σενάριο αυτό βασίζεται στη διασπορά κατά την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναλλαγές που εκτελούνται στην Ένωση για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά τη διάρκεια των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης·

γ)

στο διάστημα που μεσολαβεί από το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους και πριν από την 1η Μαρτίου του επόμενου έτους για χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης πριν από την 1η Δεκεμβρίου του σχετικού ημερολογιακού έτους. Η αξιολόγηση για το σενάριο αυτό βασίζεται στη διασπορά κατά την τελευταία ημέρα διαπραγμάτευσης του σχετικού ημερολογιακού έτους, το μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών και τη μέση ημερήσια αξία λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συναλλαγές που εκτελούνται στην Ένωση για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά το εν λόγω έτος·

δ)

αμέσως μετά τη στιγμή που άλλαξε οποιαδήποτε προηγούμενη αξιολόγηση κατόπιν εταιρικής πράξης.

Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το αποτέλεσμα της αξιολόγησής τους δημοσιεύεται αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1:

α)

για περίοδο έξι εβδομάδων, αρχής γενομένης από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου·

β)

για περίοδο που αρχίζει έξι εβδομάδες μετά την πρώτη ημέρα των συναλλαγών του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου και λήγει στις 31 Μαρτίου του έτους δημοσίευσης των πληροφοριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β) του παρόντος άρθρου·

γ)

για περίοδο ενός έτους που αρχίζει την 1η Απριλίου μετά την ημερομηνία δημοσίευσης στις περιπτώσεις που η αξιολόγηση διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου.

Όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο αντικαθίσταται από νέες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν αυτές τις νέες πληροφορίες για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που καθορίζονται στο παράρτημα εντός των ακόλουθων χρονικών πλαισίων:

α)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εισάγονται προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά πριν από την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση, εντός των ακόλουθων χρονικών πλαισίων:

(i)

το αργότερο τρεις ημέρες μετά το τέλος των πρώτων τεσσάρων εβδομάδων διαπραγμάτευσης·

(ii)

μετά το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, αλλά το αργότερο έως την 3η Ιανουαρίου του επόμενου έτους·

(iii)

αμέσως μετά τη στιγμή που οι πληροφορίες που είχαν υποβληθεί προηγουμένως στην αρμόδια αρχή άλλαξαν κατόπιν εταιρικής πράξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ

Άρθρο 6

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς υπό εύλογους εμπορικούς όρους

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς της διάθεσης στο κοινό δεδομένων της αγοράς που περιέχουν τις πληροφορίες που καθορίζονται στα άρθρα 3, 4, 6 έως 11, 15 και 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπό εύλογους εμπορικούς όρους, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, συμμορφώνονται, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1, το άρθρο 15 παράγραφος 1 και το άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με τις υποχρεώσεις που θεσπίζονται στα άρθρα 7 έως 11 του παρόντος κανονισμού.

2.   Τα άρθρα 7, 8 παράγραφος 2, 9, 10 παράγραφος 2 και 11 δεν ισχύουν για διαχειριστές αγοράς, επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές που καθιστούν δεδομένα της αγοράς δωρεάν διαθέσιμα στο κοινό.

Άρθρο 7

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς βάσει κόστους

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Η τιμή των δεδομένων της αγοράς βασίζεται στο κόστος παραγωγής και διάδοσης αυτών των δεδομένων και μπορεί να περιλαμβάνει εύλογο περιθώριο.

2.   Το κόστος της παραγωγής και διάδοσης δεδομένων της αγοράς μπορεί να περιλαμβάνει κατάλληλο μερίδιο των κοινών δαπανών για άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από τους διαχειριστές αγοράς, τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης ή τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

Άρθρο 8

Υποχρέωση παροχής δεδομένων της αγοράς κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης καθώς και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθιστούν δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα με τις ίδιες χρεώσεις και τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις σε όλους τους πελάτες που εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία σύμφωνα με τα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια.

2.   Οποιεσδήποτε διαφορές στις χρεώσεις που γίνονται σε διαφορετικές κατηγορίες πελατών πρέπει να είναι ανάλογες της αξίας που αντιπροσωπεύουν τα δεδομένα της αγοράς για τους εν λόγω πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη:

α)

το εύρος και την κλίμακα των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και του όγκου συναλλαγών τους·

β)

τη χρήση των δεδομένων της αγοράς από τον πελάτη, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον χρησιμοποιούνται για τις συναλλακτικές δραστηριότητες του πελάτη, για μεταπώληση ή για συγκέντρωση δεδομένων.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εφαρμόζουν ευέλικτες πρακτικές προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη πρόσβαση των πελατών σε δεδομένα της αγοράς ανά πάσα στιγμή και κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις.

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις σχετικά με τις χρεώσεις ανά χρήστη

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές χρεώνουν για τη χρήση των δεδομένων της αγοράς ανάλογα με τη χρήση των δεδομένων από τους μεμονωμένους τελικούς χρήστες («ανά χρήστη»). Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εφαρμόζουν ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίζουν ότι κάθε μεμονωμένη χρήση των δεδομένων της αγοράς χρεώνεται μόνο μία φορά.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αποφασίσουν, λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και το εύρος των δεδομένων, να μη διαθέτουν τα δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη εάν, σε αυτήν την περίπτωση, η χρέωση είναι δυσανάλογη με το κόστος διάθεσης των δεδομένων.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές αιτιολογούν την άρνησή τους να διαθέσουν δεδομένα της αγοράς ανά χρήστη και δημοσιεύουν την αιτιολογία στην ιστοσελίδα τους.

Άρθρο 10

Υποχρέωση διατήρησης των δεδομένων διαχωρισμένων και μη επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθιστούν τα δεδομένα της αγοράς διαθέσιμα χωρίς να τα συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.

2.   Οι χρεώσεις για τα δεδομένα της αγοράς γίνονται με βάση το επίπεδο επιμερισμού των δεδομένων της αγοράς που προβλέπεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 11

Υποχρέωση διαφάνειας

[Άρθρο 13 παράγραφος 1, άρθρο 15 παράγραφος 1 και άρθρο 18 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν τη χρέωση και άλλους όρους και προϋποθέσεις για την παροχή δεδομένων της αγοράς με τρόπο εύκολα προσιτό στο κοινό.

2.   Η δημοσιοποίηση περιλαμβάνει τα εξής:

α)

καταλόγους τρεχουσών τιμών όπου συμπεριλαμβάνονται:

χρεώσεις ανά χρήστη προβολής,

χρεώσεις μη προβολής,

πολιτικές έκπτωσης,

χρεώσεις που συνδέονται με τους όρους για τις άδειες χρήσης,

χρεώσεις για τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα της αγοράς,

χρεώσεις για άλλα υποσύνολα πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απαιτούνται σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής (5),

άλλοι συμβατικοί όροι και προϋποθέσεις σχετικά με τον κατάλογο τρεχουσών τιμών·

β)

εκ των προτέρων δημοσιοποίηση με προειδοποίηση τουλάχιστον 90 ημέρες πριν από μελλοντικές μεταβολές των τιμών·

γ)

πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των δεδομένων της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων:

i)

του αριθμού των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

ii)

της συνολικής αξίας των συναλλαγών των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται·

iii)

της αναλογίας προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων της αγοράς·

iv)

των πληροφοριών για τυχόν δεδομένα που παρέχονται εκτός από τα δεδομένα της αγοράς·

v)

της ημερομηνίας της τελευταίας προσαρμογής χρέωσης άδειας χρήσης για δεδομένα της αγοράς που παρέχονται·

δ)

τα έσοδα που προέρχονται από τη διάθεση δεδομένων της αγοράς και το ποσοστό των εν λόγω εσόδων σε σύγκριση με το σύνολο των εσόδων του διαχειριστή αγοράς και της επιχείρησης επενδύσεων που διαχειρίζεται τόπο διαπραγμάτευσης ή του συστηματικού εσωτερικοποιητή·

ε)

πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο καθορισμού της χρέωσης, συμπεριλαμβανομένων των χρησιμοποιούμενων μεθόδων κοστολόγησης και των ειδικών αρχών σύμφωνα με τις οποίες κατανέμονται οι άμεσες και μεταβλητές κοινές δαπάνες και επιμερίζονται οι πάγιες κοινές δαπάνες μεταξύ της παραγωγής και διάδοσης των δεδομένων της αγοράς και άλλων υπηρεσιών που παρέχονται από τους διαχειριστές αγοράς, τις επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης υπηρεσίες ή τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΠΟΙΗΤΕΣ

Άρθρο 12

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να δημοσιοποιούν προσφορές τους σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής

[Άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής θεωρείται ότι δημοσιοποιεί τις προσφορές του σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγής μόνον όταν ο συστηματικός εσωτερικοποιητής καθιστά τις προσφορές διαθέσιμες ανά πάσα στιγμή κατά τις ώρες που ορίζει και δημοσιεύει εκ των προτέρων ο συστηματικός εσωτερικοποιητής ως κανονικές ώρες συναλλαγών.

Άρθρο 13

Υποχρέωση των συστηματικών εσωτερικοποιητών να καθιστούν τις ανακοινώσεις εύκολα προσβάσιμες

[Άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθορίζουν και επικαιροποιούν στην αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου τους ποιους από τους μηχανισμούς δημοσίευσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 χρησιμοποιούν για να ανακοινώσουν τις προσφορές τους.

2.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους μέσω των μηχανισμών ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή ΕΜΔ, γνωστοποιούν κατά την ανακοίνωση και την ταυτότητά τους.

3.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές χρησιμοποιούν περισσότερους από έναν μηχανισμούς για τη δημόσια ανακοίνωση των προσφορών τους, η δημοσίευση των προσφορών πραγματοποιείται ταυτόχρονα.

4.   Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις προσφορές τους σε μορφότυπο αναγνώσιμο από μηχανήματα. Θεωρείται ότι οι προσφορές δημοσιοποιούνται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από μηχανήματα όταν η δημοσίευση πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής (6).

5.   Όταν οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιοποιούν τις προσφορές τους αποκλειστικά μέσω δικών τους μηχανισμών, οι προσφορές πρέπει επίσης να ανακοινώνονται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο. Οι προσφορές θεωρείται ότι ανακοινώνονται σε μορφότυπο αναγνώσιμο από τον άνθρωπο όταν:

α)

το περιεχόμενο της προσφοράς είναι σε μορφή που μπορεί να γίνει κατανοητή από τον μέσο αναγνώστη·

β)

η προσφορά δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο του συστηματικού εσωτερικοποιητή και η αρχική σελίδα του δικτυακού τόπου περιέχει σαφείς οδηγίες για την πρόσβαση στην προσφορά.

6.   Οι προσφορές ανακοινώνονται με τη χρήση των προτύπων και των προδιαγραφών που καθορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής (7).

Άρθρο 14

Εκτέλεση εντολών από τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές

[Άρθρο 15 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, έκτακτες συνθήκες αγοράς θεωρείται ότι υφίστανται όταν η επιβολή σε συστηματικό εσωτερικοποιητή της υποχρέωσης να παρέχει δεσμευτικά ζεύγη εντολών θα ερχόταν σε αντίθεση με τη συνετή διαχείριση των κινδύνων και, ιδίως, στις εξής περιπτώσεις:

α)

ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή η σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά διακόπτει τη διαπραγμάτευση για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη αρχικά προς διαπραγμάτευση ή η σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά επιτρέπει την αναστολή των υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης·

γ)

στην περίπτωση διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, δεν υπάρχει διαθέσιμη αξιόπιστη τιμή της αγοράς για μεγάλο αριθμό χρηματοπιστωτικών μέσων υποκείμενων στα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια ή στον δείκτη·

δ)

η αρμόδια αρχή απαγορεύει τις ανοικτές πωλήσεις στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να ενημερώνει τις προσφορές του ανά πάσα στιγμή, υπό την προϋπόθεση πάντοτε ότι οι ενημερωμένες προσφορές προκύπτουν από και συνάδουν με γνήσιες προθέσεις του συστηματικού εσωτερικοποιητή να συναλλάσσεται με τους πελάτες του κατά τρόπο μη δημιουργούντα διακρίσεις.

3.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μια τιμή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει πολύ από τις συνθήκες της αγοράς εφόσον πληρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις:

α)

η τιμή κείται εντός του εύρους των προσφορών αγοράς και πώλησης του συστηματικού εσωτερικοποιητή·

β)

οι προσφορές που αναφέρονται στο στοιχείο α) αντανακλούν τις κρατούσες συνθήκες της αγοράς για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η εκτέλεση επιμέρους πράξεων επί πολλών τίτλων θεωρείται μέρος ενιαίας συναλλαγής, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 15 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μια εντολή θεωρείται ότι υπόκειται σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς, εφόσον πληρούνται τα κριτήρια που ορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587.

Άρθρο 15

Εντολές που υπερβαίνουν σημαντικά τα συνήθη επίπεδα

[Άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 600/2014, ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών θεωρείται ότι υπερβαίνει σημαντικά τα συνήθη επίπεδα εάν ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν δύναται να εκτελέσει τον αριθμό ή τον όγκο των εν λόγω εντολών χωρίς να αναλάβει αδικαιολόγητο κίνδυνο.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθορίζουν εκ των προτέρων και με τρόπο αντικειμενικό και συνεπή με την πολιτική τους για τη διαχείριση κινδύνων και με τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου που αναφέρονται στο άρθρο 23 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής (9), πότε ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες θεωρείται ότι εκθέτουν την επιχείρηση σε αδικαιολόγητο κίνδυνο.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής καταρτίζει, τηρεί και εφαρμόζει, στο πλαίσιο της πολιτικής και των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων, μια πολιτική προσδιορισμού του αριθμού ή του όγκου των εντολών που μπορεί να εκτελεί χωρίς να εκτίθεται σε αδικαιολόγητο κίνδυνο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το κεφάλαιο που διαθέτει η επιχείρηση για την κάλυψη του κινδύνου από αυτό το είδος συναλλαγών όσο και τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά.

4.   Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η πολιτική που αναφέρεται στην παράγραφο 3 δεν οδηγεί σε διακριτική μεταχείριση των πελατών.

Άρθρο 16

Συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο

[Άρθρο 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Για τους σκοπούς του άρθρου 18 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με πρόσκληση υποβολής προσφορών, με προφορική διαπραγμάτευση, με υβριδικά συστήματα ή άλλες μορφές διαπραγμάτευσης είναι το μέγεθος που καθορίζεται στο παράρτημα III του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής (10).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΠΑΡΑΓΩΓΑ

Άρθρο 17

Στοιχεία συμπίεσης χαρτοφυλακίου

[Άρθρο 31 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 31 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 2 έως 6.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς συνάπτουν συμφωνία με τους συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου στην οποία προβλέπεται η διαδικασία συμπίεσης και τα νομικά αποτελέσματά της, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού της χρονικής στιγμής κατά την οποία κάθε συμπίεση χαρτοφυλακίου καθίσταται νομικά δεσμευτική.

3.   Η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει όλα τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα που περιγράφουν πώς τα παράγωγα που υποβάλλονται για συμμετοχή στη συμπίεση χαρτοφυλακίου κλείνουν και πώς αντικαθίστανται από άλλα παράγωγα.

4.   Πριν από την έναρξη κάθε διαδικασίας συμπίεσης, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που παρέχουν συμπίεση χαρτοφυλακίου:

α)

απαιτούν κάθε συμμετέχων στη συμπίεση χαρτοφυλακίου να προσδιορίσει τα όρια ανοχής κινδύνου του συμμετέχοντα, προσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, ένα όριο για τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, ένα όριο για τον κίνδυνο αγοράς και ένα όριο ανοχής για πληρωμές σε μετρητά. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς τηρούν το όριο ανοχής κινδύνου που έχουν προσδιορίσει οι συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου·

β)

δημιουργούν δεσμούς μεταξύ των παραγώγων που υποβάλλονται για συμπίεση χαρτοφυλακίου και υποβάλλουν σε κάθε συμμετέχοντα πρόταση συμπίεσης χαρτοφυλακίου που περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

i)

τον προσδιορισμό των αντισυμβαλλομένων που επηρεάζονται από τη συμπίεση,

ii)

τη σχετική μεταβολή της συνδυασμένης θεωρητικής αξίας των παραγώγων,

iii)

τη μεταβολή της συνδυασμένης θεωρητικής αξίας σε σχέση με την προσδιορισθείσα ανοχή κινδύνου.

5.   Προκειμένου να προσαρμοστεί η συμπίεση στην ανοχή κινδύνου που έχει οριστεί από τους συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου και να μεγιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα της συμπίεσης χαρτοφυλακίου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς μπορούν να προσφέρουν στους συμμετέχοντες επιπλέον χρόνο ώστε να προσθέσουν παράγωγα επιλέξιμα για κλείσιμο ή μείωση.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς εκτελούν τη συμπίεση χαρτοφυλακίου όταν όλοι οι συμμετέχοντες στη συμπίεση χαρτοφυλακίου έχουν συμφωνήσει με την πρόταση συμπίεσης χαρτοφυλακίου.

Άρθρο 18

Απαιτήσεις δημοσίευσης για τη συμπίεση χαρτοφυλακίου

[Άρθρο 31 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς τού άρθρου 31 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς δημοσιοποιούν μέσω ΕΜΔ για κάθε κύκλο συμπίεσης χαρτοφυλακίου τα εξής:

α)

κατάλογο των παραγώγων που υποβάλλονται για συμμετοχή στη συμπίεση χαρτοφυλακίου·

β)

κατάλογο των παραγώγων που αντικαθιστούν τα παράγωγα που έκλεισαν·

γ)

κατάλογο των παραγώγων που άλλαξαν ή έκλεισαν λόγω της συμπίεσης χαρτοφυλακίου·

δ)

τον αριθμό των παραγώγων και την αξία τους εκπεφρασμένη ως ονομαστικό ποσό.

Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο επιμερίζονται ανά είδος παραγώγου και ανά νόμισμα.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο και, όχι αργότερα από τη λήξη της συνεδρίασης της επόμενης εργάσιμης ημέρας, αφότου η πρόταση συμπίεσης έχει καταστεί νομικά δεσμευτική βάσει της συμφωνίας που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΕ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΘΕΣΕΩΝ

ΤΜΗΜΑ 1

Παρεμβάσεις σε προϊόντα

Άρθρο 19

Κριτήρια και παράγοντες για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΚΑΑ σχετικά με προϊόντα

[Άρθρο 40 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 40 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ αξιολογεί τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνει υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια όταν κρίνει πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή χρηματοπιστωτικών μέσων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένας τύπος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής προκαλεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΚΑΑ δύναται να προσδιορίζει την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από την ΕΑΚΑΑ προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, είναι:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική, ή στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο διατίθεται στην αγορά ή πωλείται, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, τα εξής:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική και, ειδικότερα, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή το κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένο/η με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, ή

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων διαμεσολαβητών,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων, ή

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στο χρηματοπιστωτικό μέσο·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ή για τους οποίους ένα χρηματοπιστωτικό μέσο διατίθεται στην αγορά ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα ή σε πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου τους,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας, ή

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή το κατά πόσον η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς·

δ)

ο βαθμός διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους της χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής,

τη φύση των κινδύνων και τη διαφάνεια των κινδύνων, ή

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που υπονοούν υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας ή απόδοσης από εκείνα που είναι πράγματι δυνατά ή πιθανά, ή που υπονοούν ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση,

τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων,

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

η ύπαρξη και ο βαθμός αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

η ευκολία και το κόστος με τα οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να πωλήσουν το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή να προτιμήσουν άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

τη συχνότητα της διαθεσιμότητας των συναλλαγών,

το μέγεθος της έκδοσης και το μέγεθος της δευτερογενούς αγοράς,

την παρουσία ή απουσία παρόχων ρευστότητας ή ειδικών διαπραγματευτών δευτερογενούς αγοράς,

τα χαρακτηριστικά του συστήματος διαπραγμάτευσης, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

ο βαθμός καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

οι πρακτικές πώλησης που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα κατόπιν προγενέστερων αγορών·

ια)

η οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στόχευαν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ιγ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στην οικεία αγορά, έτσι ώστε η τιμή ή η αξία του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου να μην καθορίζεται πλέον σύμφωνα με τις νόμιμες δυνάμεις της αγοράς για προσφορά και ζήτηση, ή έτσι ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να μην είναι πλέον σε θέση να βασίζονται για τις επενδυτικές αποφάσεις τους στις τιμές που διαμορφώνονται στην εν λόγω αγορά ή στους όγκους συναλλαγών·

ιε)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου το καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα εν λόγω χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση του χρηματοπιστωτικού μέσου για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιστ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιζ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιη)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το σύστημα της Ένωσης·

ιθ)

τη σημασία της διανομής του χρηματοπιστωτικού μέσου ως πηγής χρηματοδότησης για τον εκδότη·

κ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την αγορά ή την υποδομή των συστημάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού· ή

κα)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Άρθρο 20

Κριτήρια και παράγοντες για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων προσωρινής παρέμβασης της ΕΑΤ σχετικά με προϊόντα

[Άρθρο 41 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 41 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΤ αξιολογεί τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνει υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια όταν κρίνει πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων δομημένων καταθέσεων ή καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένα είδος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής δημιουργεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η ΕΑΤ δύναται να προσδιορίζει την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από την ΕΑΤ προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Ένωση, είναι:

α)

ο βαθμός πολυπλοκότητας μιας δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική και, ειδικότερα, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης ή πληρωμής των τόκων, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

κατά πόσον η δομημένη κατάθεση ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένη με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες, ή

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία έκδοσης δομημένων καταθέσεων,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των οργανισμών που εμπλέκονται,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων,

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στη δομημένη κατάθεση, ή

το επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ή στους οποίους μια δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς, ή

την επιλεξιμότητα για κάλυψη με σύστημα εγγύησης των καταθέσεων·

δ)

ο βαθμός διαφάνειας της δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς όμως αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας,

το είδος και τη διαφάνεια των κινδύνων,

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που παραπλανούν υπονοώντας ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος, ή

το κατά πόσον αποκαλύπτεται η ταυτότητα των ληπτών καταθέσεων οι οποίοι ενδεχομένως ευθύνονται για την κατάθεση του πελάτη·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία της δομημένης κατάθεσης ή χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση, ή

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

η ύπαρξη και ο βαθμός αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης των εν λόγω δομημένων καταθέσεων, δραστηριοτήτων ή πρακτικών και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

το κόστος και η ευκολία με την οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να εξέλθουν από μια δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η πρόωρη απόσυρση, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη της δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

ο βαθμός καινοτομίας μιας δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση μιας δομημένης κατάθεσης, μιας χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή μιας χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων δομημένων καταθέσεων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

οι πρακτικές πώλησης που συνδέονται με τη δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα κατόπιν προγενέστερης αγοράς·

ια)

η οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη της δομημένης κατάθεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για μια δομημένη κατάθεση που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στοχεύουν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος της δομημένης κατάθεσης·

ιγ)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα καθιστούσαν την οικονομία της Ένωσης ευάλωτη σε κινδύνους·

ιε)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά μιας δομημένης κατάθεσης την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτη στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα εν λόγω χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση δομημένων καταθέσεων για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιστ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιζ)

το κατά πόσον μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιη)

το κατά πόσον η δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική αντιστάθμισης που εφαρμόζεται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε σχέση με την έκδοση της δομημένης κατάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της κακής τιμολόγησης της εγγύησης του αρχικού κεφαλαίου στη λήξη ή των κινδύνων φήμης που προκύπτουν από τη δομημένη κατάθεση, την πρακτική ή τη δραστηριότητα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

ιθ)

τη σημασία της διανομής της δομημένης κατάθεσης ως πηγής χρηματοδότησης για τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό·

κ)

το κατά πόσον μία δομημένη κατάθεση, χρηματοπιστωτική πρακτική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την υποδομή της αγοράς ή των συστημάτων πληρωμών· ή

κα)

το κατά πόσον μια δομημένη κατάθεση ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να αποτελεί απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Άρθρο 21

Κριτήρια και παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των αρμοδιοτήτων παρέμβασης σχετικά με τα προϊόντα

[Άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 42 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τη σημασία όλων των παραγόντων και των κριτηρίων που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και λαμβάνουν υπόψη όλους τους σημαντικούς παράγοντες και τα κριτήρια προκειμένου να κρίνουν πότε η διάθεση στην αγορά, η διανομή ή η πώληση ορισμένων χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων ή χρηματοπιστωτικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων με ορισμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή ένας τύπος χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή πρακτικής προκαλεί σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να προσδιορίζουν την ύπαρξη σημαντικής ανησυχίας για την προστασία των επενδυτών ή απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος βάσει ενός ή περισσότερων από αυτούς τους παράγοντες και τα κριτήρια.

2.   Οι παράγοντες και τα κριτήρια που θα αξιολογηθούν από τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον υφίσταται σημαντική ανησυχία για την προστασία των επενδυτών ή απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή των αγορών βασικών προϊόντων ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος, περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

τον βαθμό πολυπλοκότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου ή του είδους χρηματοοικονομικής δραστηριότητας ή πρακτικής σε σχέση με την κατηγορία των πελατών, όπως αξιολογείται σύμφωνα με το στοιχείο γ), που εμπλέκονται στη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική, ή στους οποίους το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος των υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή των στοιχείων ενεργητικού αναφοράς και τον βαθμό διαφάνειας υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς,

τον βαθμό διαφάνειας του κόστους και των επιβαρύνσεων που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, και, ιδίως, την έλλειψη διαφάνειας που απορρέει από πολλαπλά επίπεδα κόστους και επιβαρύνσεων,

την πολυπλοκότητα του υπολογισμού της εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται από την εκτέλεση ενός ή περισσότερων υποκείμενων στοιχείων ενεργητικού ή στοιχείων ενεργητικού αναφοράς τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζονται από άλλους παράγοντες, ή κατά πόσον η απόδοση εξαρτάται, όχι μόνο από την αξία του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού ή του στοιχείου ενεργητικού αναφοράς κατά τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης, αλλά και από τις αξίες κατά τη διάρκεια ζωής του προϊόντος,

τη φύση και το μέγεθος τυχόν κινδύνων,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία είναι συνδεδεμένο/η με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες,

την πολυπλοκότητα τυχόν όρων και προϋποθέσεων·

β)

το μέγεθος των πιθανών αρνητικών συνεπειών, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την ονομαστική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας έκδοσης δομημένων καταθέσεων,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων πελατών, επενδυτών ή συμμετεχόντων στην αγορά,

το σχετικό μερίδιο του προϊόντος στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών,

την πιθανότητα, το μέγεθος και τη φύση τυχόν ζημιών, συμπεριλαμβανομένου του ποσού ζημίας που ενδεχομένως προκλήθηκε,

την αναμενόμενη διάρκεια των αρνητικών συνεπειών,

τον όγκο της έκδοσης,

τον αριθμό των εμπλεκόμενων διαμεσολαβητών,

την ανάπτυξη της αγοράς ή την αύξηση των πωλήσεων,

το μέσο ποσό που επενδύεται από κάθε πελάτη στο χρηματοπιστωτικό μέσο ή στη δομημένη κατάθεση, ή

το επίπεδο κάλυψης που ορίζεται στην οδηγία 2014/49/ΕΕ στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων·

γ)

το είδος των πελατών που εμπλέκονται σε χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ή στους οποίους ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση διατίθεται προς πώληση ή πωλείται, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κατά πόσον ο πελάτης είναι πελάτης λιανικής, επαγγελματίας πελάτης ή επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος,

τις δεξιότητες και τις ικανότητες των πελατών, συμπεριλαμβανομένου του επιπέδου εκπαίδευσης, εμπειρίας σε παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, δομημένες καταθέσεις ή πρακτικές πώλησης,

την οικονομική κατάσταση των πελατών, συμπεριλαμβανομένων του εισοδήματος και του πλούτου τους,

τους κύριους οικονομικούς στόχους των πελατών, συμπεριλαμβανομένης της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης και της χρηματοδότησης ιδιόκτητης κατοικίας,

το κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία πωλείται σε πελάτες εκτός της αγοράς στόχου ή η αγορά στόχος δεν έχει προσδιοριστεί επαρκώς, ή

την επιλεξιμότητα για κάλυψη με σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων·

δ)

τον βαθμό διαφάνειας του χρηματοπιστωτικού μέσου, της δομημένης κατάθεσης ή του είδους της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το είδος και τη διαφάνεια του υποκειμένου,

τυχόν κρυφά κόστη και επιβαρύνσεις,

τη χρήση τεχνικών για την προσέλκυση της προσοχής των πελατών, χωρίς αυτές να αντανακλούν απαραίτητα την καταλληλότητα ή τη συνολική ποιότητα του προϊόντος, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής,

τη φύση των κινδύνων και τη διαφάνεια των κινδύνων,

τη χρήση ονομάτων προϊόντων ή ορολογίας ή άλλων πληροφοριών που παραπλανούν υπονοώντας υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας ή απόδοσης από εκείνα που είναι πράγματι δυνατά ή πιθανά, ή που υπονοούν ανύπαρκτα χαρακτηριστικά προϊόντος, ή

στην περίπτωση δομημένων καταθέσεων, το κατά πόσον αποκαλύπτεται η ταυτότητα των ληπτών καταθέσεων οι οποίοι ενδεχομένως ευθύνονται για την κατάθεση του πελάτη·

ε)

τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ή στοιχεία της δομημένης κατάθεσης, του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης τυχόν ενσωματωμένης μόχλευσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη μόχλευση που είναι συνυφασμένη με το προϊόν,

τη μόχλευση που οφείλεται στη χρηματοδότηση,

τα χαρακτηριστικά των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων,

το γεγονός ότι η αξία κάθε υποκειμένου δεν είναι πλέον διαθέσιμη ή αξιόπιστη·

στ)

την ύπαρξη και τον βαθμό αναντιστοιχίας μεταξύ της αναμενόμενης απόδοσης ή του αναμενόμενου κέρδους για τους επενδυτές και του κινδύνου απώλειας σε σχέση με το χρηματοπιστωτικό μέσο, τη δομημένη κατάθεση, τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή τη χρηματοπιστωτική πρακτική, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

το κόστος διάρθρωσης του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής και άλλα κόστη,

την αναντιστοιχία σε σχέση με τον κίνδυνο του εκδότη που διατηρείται από τον εκδότη, ή

το προφίλ κινδύνου/απόδοσης·

ζ)

το κόστος και την ευκολία με την οποία οι επενδυτές είναι σε θέση να πωλήσουν το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο ή να μεταβούν σε άλλο χρηματοπιστωτικό μέσο, ή να εξέλθουν από δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη κατά περίπτωση, αναλόγως αν το προϊόν είναι χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση:

την απόκλιση μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης,

τη συχνότητα της διαθεσιμότητας των συναλλαγών,

το μέγεθος της έκδοσης και το μέγεθος της δευτερογενούς αγοράς,

την παρουσία ή απουσία παρόχων ρευστότητας ή ειδικών διαπραγματευτών δευτερογενούς αγοράς,

τα χαρακτηριστικά του συστήματος διαπραγμάτευσης, ή

τυχόν άλλους φραγμούς εξόδου ή το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται η πρώιμη απόσυρση·

η)

το κόστος τιμολόγησης και τα συναφή κόστη της δομημένης κατάθεσης, του χρηματοπιστωτικού μέσου, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τη χρήση κρυφών ή δευτερευουσών χρεώσεων, ή

χρεώσεις που δεν αντανακλούν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών·

θ)

τον βαθμό καινοτομίας χρηματοπιστωτικού μέσου ή δομημένης κατάθεσης, χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή χρηματοπιστωτικής πρακτικής, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με τη διάρθρωση του χρηματοπιστωτικού μέσου, της δομημένης κατάθεσης, της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή της χρηματοπιστωτικής πρακτικής, συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης και της ενεργοποίησης,

τον βαθμό καινοτομίας που σχετίζεται με το μοντέλο διανομής ή το μήκος της αλυσίδας διαμεσολάβησης,

την έκταση της διάχυσης της καινοτομίας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική αποτελούν καινοτομία για συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών,

καινοτομία που εμπεριέχει μόχλευση,

την έλλειψη διαφάνειας του υποκειμένου, ή

την εμπειρία του παρελθόντος της αγοράς με τη χρήση παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, δομημένων καταθέσεων ή πρακτικών πώλησης·

ι)

τις πρακτικές πώλησης που συνδέονται με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη δομημένη κατάθεση, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

τους διαύλους επικοινωνίας και διανομής που χρησιμοποιούνται,

τις πληροφορίες, τη διάθεση στην αγορά ή άλλο διαφημιστικό υλικό που συνδέεται με την επένδυση,

τους υποτιθέμενους επενδυτικούς σκοπούς, ή

το κατά πόσον η απόφαση για αγορά είναι δευτερεύουσα ή τριτεύουσα απόφαση κατόπιν προγενέστερης αγοράς·

ια)

την οικονομική και επιχειρηματική κατάσταση του εκδότη του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη:

την οικονομική κατάσταση του εκδότη ή του εγγυητή, ή

τη διαφάνεια της επιχειρηματικής κατάστασης του εκδότη ή του εγγυητή·

ιβ)

το κατά πόσον οι πληροφορίες για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή δομημένη κατάθεση που παρέχονται από τον κατασκευαστή ή τους διανομείς είναι ανεπαρκείς ή αναξιόπιστες προκειμένου οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους στοχεύουν οι πληροφορίες να μπορέσουν να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης·

ιγ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο για την απόδοση των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν από τους συμμετέχοντες ή τους επενδυτές στη σχετική αγορά·

ιδ)

το κατά πόσον η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική θα έθετε σε σημαντικό κίνδυνο την ακεραιότητα της διαδικασίας διαμόρφωσης των τιμών στην οικεία αγορά, έτσι ώστε η τιμή ή η αξία του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης να μην καθορίζεται πλέον σύμφωνα με τις νόμιμες δυνάμεις της αγοράς για προσφορά και ζήτηση ή έτσι ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να μην είναι πλέον σε θέση να βασίζονται για τις επενδυτικές αποφάσεις τους στις τιμές που διαμορφώνονται στην εν λόγω αγορά ή στους όγκους συναλλαγών·

ιε)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή πρακτική ενδέχεται να καταστήσει την εθνική οικονομία ευάλωτη σε κινδύνους·

ιστ)

το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας δομημένης κατάθεσης το/την καθιστούν ιδιαίτερα ευάλωτο/η στο να χρησιμοποιείται για σκοπούς οικονομικού εγκλήματος, ιδίως το κατά πόσον τα χαρακτηριστικά θα μπορούσαν δυνητικά να ενθαρρύνουν τη χρήση του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης για:

απάτη ή ανεντιμότητα,

παραβάσεις ή κακή χρήση πληροφοριών σε σχέση με χρηματοπιστωτική αγορά,

τη διαχείριση προϊόντων εγκλήματος,

τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας,

τη διευκόλυνση νομιμοποίησης προσόδων από παράνομες δραστηριότητες·

ιζ)

το κατά πόσον μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο για την ανθεκτικότητα ή την ομαλή λειτουργία των αγορών και των υποδομών τους·

ιη)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική και τεχνητή διαφορά μεταξύ των τιμών ενός παραγώγου και εκείνων στην υποκείμενη αγορά·

ιθ)

το κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο, η δομημένη κατάθεση, η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή η χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει υψηλό κίνδυνο διατάραξης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που θεωρούνται σημαντικοί για το χρηματοπιστωτικό σύστημα του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η σχετική αρμόδια αρχή, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική αντιστάθμισης που εφαρμόζεται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε σχέση με την έκδοση της δομημένης κατάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της κακής τιμολόγησης της εγγύησης του αρχικού κεφαλαίου στη λήξη ή των κινδύνων φήμης που προκύπτουν από τη δομημένη κατάθεση, την πρακτική ή τη δραστηριότητα για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

κ)

τη σημασία της διανομής του χρηματοπιστωτικού μέσου ή της δομημένης κατάθεσης ως πηγής χρηματοδότησης για τον εκδότη ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

κα)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή μια χρηματοπιστωτική πρακτική ενέχει ιδιαίτερους κινδύνους για την αγορά ή την υποδομή των συστημάτων πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διαπραγμάτευσης, εκκαθάρισης και διακανονισμού· ή

κβ)

το κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, μια δομημένη κατάθεση, μια χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ή χρηματοπιστωτική πρακτική ενδέχεται να αποτελούν απειλή για την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

ΤΜΗΜΑ 2

Αρμοδιότητες σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

Άρθρο 22

Αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων

[Άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια και οι παράγοντες που καθορίζουν την ύπαρξη απειλής για την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και όσον αφορά ρυθμίσεις φυσικής παράδοσης εμπορευμάτων, ή για τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, έχουν ως εξής:

α)

η ύπαρξη σοβαρών χρηματοπιστωτικών, νομισματικών ή δημοσιονομικών προβλημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν χρηματοπιστωτική αστάθεια σε ένα κράτος μέλος ή σε ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που θεωρείται σημαντικό για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών εταιρειών, παρόχων υποδομών της αγοράς και εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να απειλήσουν την εύρυθμη λειτουργία και ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος εντός της Ένωσης·

β)

ενέργεια αξιολόγησης ή αδυναμία πληρωμών από ένα κράτος μέλος ή ένα πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που θεωρείται σημαντικό για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, πάροχοι υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, που προκαλεί ή ενδέχεται λογικά να προκαλέσει σοβαρή αβεβαιότητα όσον αφορά τη φερεγγυότητά τους·

γ)

σημαντικές πιέσεις στις πωλήσεις ή ασυνήθιστη μεταβλητότητα που προκαλεί σημαντικές πτωτικές τάσεις σε οποιοδήποτε χρηματοπιστωτικό μέσο που σχετίζεται με οποιαδήποτε πιστωτικά ιδρύματα ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης, καθώς και κρατικούς εκδότες·

δ)

οποιαδήποτε ζημία στη φυσική δομή σημαντικών χρηματοπιστωτικών εκδοτών, υποδομών της αγοράς, συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή αρμόδιων αρχών που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά και σημαντικά τις αγορές, ιδίως εάν η εν λόγω ζημία αποτελεί συνέπεια φυσικής καταστροφής ή τρομοκρατικής επίθεσης·

ε)

διακοπή σε οποιοδήποτε σύστημα πληρωμών ή διαδικασία διακανονισμού, ιδίως σε περιπτώσεις όπου σχετίζεται με διατραπεζικές δραστηριότητες, η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει σημαντικές δυσλειτουργίες ή καθυστερήσεις πληρωμών ή διακανονισμού στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών της Ένωσης, ιδίως όταν αυτές ενδέχεται να οδηγήσουν στη διάδοση χρηματοπιστωτικών ή οικονομικών πιέσεων σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θεωρούνται σημαντικά για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως για παράδειγμα ασφαλιστικές εταιρείες, παρόχους υποδομών της αγοράς και εταιρείες διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού ή σε ένα κράτος μέλος·

στ)

σημαντική και αιφνίδια μείωση της προσφοράς βασικού προϊόντος ή αύξηση της ζήτησης για βασικό προϊόν, η οποία διαταράσσει την ισορροπία προσφοράς και ζήτησης·

ζ)

σημαντική θέση σε συγκεκριμένο βασικό προϊόν που κατέχεται από ένα πρόσωπο, ή περισσότερα πρόσωπα που ενεργούν σε συνεννόηση, σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, μέσω ενός ή περισσότερων μελών της αγοράς·

η)

αδυναμία τόπου διαπραγμάτευσης να ασκήσει τις αρμοδιότητές του σχετικά με τη διαχείριση θέσεων λόγω περιστατικού επιχειρησιακής συνέχειας.

2.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια και οι παράγοντες που καθορίζουν την κατάλληλη μείωση θέσης ή έκθεσης, είναι:

α)

η φύση του κατόχου της θέσης, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγών, των καταναλωτών ή του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος·

β)

η διάρκεια του χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

το μέγεθος της θέσης σε σχέση με το μέγεθος της σχετικής αγοράς παραγώγων επί εμπορευμάτων·

δ)

το μέγεθος της θέσης σε σχέση με το μέγεθος της αγοράς για το υποκείμενο βασικό προϊόν·

ε)

η κατεύθυνση της θέσης (μικρή ή μεγάλη) και ο συντελεστής δέλτα ή το εύρος του συντελεστή δέλτα·

στ)

ο σκοπός της θέσης, ιδίως κατά πόσον αυτή εξυπηρετεί σκοπούς αντιστάθμισης ή κατά πόσον κατέχεται για έκθεση σε χρηματοπιστωτικά μέσα·

ζ)

η εμπειρία του κατόχου θέσης στην κατοχή θέσεων συγκεκριμένου μεγέθους ή στην κατασκευή ή παραλαβή συγκεκριμένου βασικού προϊόντος·

η)

οι άλλες θέσεις που κατέχονται από το πρόσωπο στην υποκείμενη αγορά ή σε διαφορετικές περιόδους του ίδιου παραγώγου·

θ)

η ρευστότητα της αγοράς και οι επιπτώσεις του μέτρου σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά·

ι)

η μέθοδος παράδοσης.

3.   Για τους σκοπούς τους άρθρου 45 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα κριτήρια που καθορίζουν τις καταστάσεις στις οποίες ενδέχεται να προκύψει κίνδυνος καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας, είναι:

α)

το κατά πόσον το ίδιο συμβόλαιο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διαφορετικό τόπο διαπραγμάτευσης ή εξωχρηματιστηριακά·

β)

το κατά πόσον ένα ουσιαστικά ισοδύναμο συμβόλαιο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διαφορετικό τόπο ή εξωχρηματιστηριακά (παρόμοιες και αλληλένδετες περιπτώσεις, αλλά δεν θεωρούνται μέρος του ίδιου ανταλλάξιμου ανοιχτού συμβολαίου)·

γ)

οι επιπτώσεις της απόφασης στην αγορά για το υποκείμενο βασικό προϊόν·

δ)

οι επιπτώσεις της απόφασης στις αγορές και τους συμμετέχοντες που δεν υπόκεινται στις αρμοδιότητες της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τη διαχείριση θέσεων· και

ε)

οι πιθανές επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιότητα των αγορών απουσία δράσης της ΕΑΚΑΑ.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 45 παράγραφος 2 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζει τα κριτήρια και τους παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη το κατά πόσον το προβλεπόμενο μέτρο ανταποκρίνεται σε παράλειψη μιας αρμόδιας αρχής να δράσει ή σε πρόσθετο κίνδυνο τον οποίο η αρμόδια αρχή δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει επαρκώς σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 2 στοιχείο ι) ή ιε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η αρμόδια αρχή θεωρείται ότι παραλείπει να δράσει όταν, παρότι έχει στη διάθεσή της, βάσει των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται, επαρκείς ρυθμιστικές αρμοδιότητες για πλήρη αντιμετώπιση της απειλής τη στιγμή που συμβαίνει το περιστατικό και χωρίς τη βοήθεια άλλης αρμόδιας αρχής, δεν λαμβάνει αντίστοιχα μέτρα.

Η αρμόδια αρχή θεωρείται ανίκανη να αντιμετωπίσει επαρκώς μια απειλή όταν ένας ή περισσότεροι από τους παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφος 10 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υφίσταται εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της αρμόδιας αρχής και σε μία ή περισσότερες πρόσθετες περιοχές δικαιοδοσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 5 παράγραφος 1, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής του, οι αρμόδιες αρχές διενεργούν αξιολογήσεις ρευστότητας και δημοσιεύουν τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αυτών αμέσως μετά την ολοκλήρωσή τους σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι προγενέστερη τουλάχιστον κατά δέκα εβδομάδες από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων το αργότερο τέσσερις εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει την προηγουμένη της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των αξιολογήσεων το αργότερο την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Οι αξιολογήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πραγματοποιούνται ως εξής:

α)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι προγενέστερη τουλάχιστον κατά δεκαέξι εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται σε στοιχεία διαθέσιμα για μια περίοδο αναφοράς σαράντα εβδομάδων που αρχίζει πενήντα δύο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δεκαέξι εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται σε διαθέσιμα στοιχεία για την πρώτη περίοδο διαπραγμάτευσης διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου.

γ)

όταν η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης τοποθετείται εντός της περιόδου που αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που λήγει την προηγουμένη της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αξιολογήσεις βασίζονται στο ιστορικό διαπραγμάτευσης των χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά προς αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μέχρι την 1η Απριλίου του έτους που ακολουθεί την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

4.   Κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τα εξής όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2:

α)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο εξακολουθούν να είναι κατάλληλες για τους σκοπούς του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 επικαιροποιούνται με βάση μεγαλύτερη περίοδο διαπραγμάτευσης και ευρύτερο ιστορικό διαπραγμάτευσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, το άρθρο 23 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 18 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/572 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων (βλέπε σελίδα 142 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σελίδα 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας), πίνακας 2 του παραρτήματος Ι.

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)

(11)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δεδομένα που πρέπει να παρέχονται για τον σκοπό του καθορισμού μιας ρευστής αγοράς για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων

Σύμβολο

Τύπος δεδομένων

Ορισμός

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικούς χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες πρέπει να αναγράφονται με την ακόλουθη μορφή:

YYYY-MM-DD.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

το σημείο υποδιαστολής είναι «.» (τελεία),

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον),

οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.


Πίνακας 2

Λεπτομέρειες των δεδομένων που πρέπει να παρέχονται για τον σκοπό του καθορισμού μιας ρευστής αγοράς για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά

#

Πεδίο

Λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται

Μορφότυπος και πρότυπα για την αναφορά δεδομένων

1

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ISIN}

2

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ALPHANUM-350}

3

Τόπος διαπραγμάτευσης

Κωδικός MIC τμήματος («segment MIC») για τον τόπο διαπραγμάτευσης, εφόσον είναι διαθέσιμος, ειδάλλως κωδικός MIC δραστηριότητας («operational MIC»).

{MIC}

4

Αναγνωριστικός κωδικός MiFIR

Ταυτοποίηση των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων

 

Μετοχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά αποθετηρίου («αποθετήρια έγγραφα») όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 45) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 46) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014;

Μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SHRS» = μετοχές

 

«ETFS»= διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

 

«DPRS» = πιστοποιητικά αποθετηρίου

 

«CRFT» = πιστοποιητικά

5

Ημερομηνία υποβολής αναφοράς

Ημερομηνία των δεδομένων

Τα δεδομένα πρέπει να παρέχονται τουλάχιστον για τις παρακάτω ημερομηνίες:

περίπτωση 1: την ημέρα που αντιστοιχεί στην «ημερομηνία εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση», σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο α)·

περίπτωση 2: την τελευταία ημέρα της περιόδου 4 εβδομάδων από την «ημερομηνία εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή την ημέρα που γίνεται για πρώτη φορά η διαπραγμάτευση», σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο i)·

περίπτωση 3: την τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού έτους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο ii)·

περίπτωση 4: την ημέρα κατά την οποία ισχύει η εταιρική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχείο β) σημείο iii).

Στην περίπτωση 1, πρέπει να παρέχονται εκτιμήσεις για τα πεδία 6 έως 12, ανάλογα με την περίπτωση.

{DATEFORMAT}

6

Αριθμός των κυκλοφορούντων χρηματοπιστωτικών μέσων

Για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Ο συνολικός αριθμός των χρηματοπιστωτικών μέσων σε κυκλοφορία.

Για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

Αριθμός μονάδων που έχουν εκδοθεί για διαπραγμάτευση.

{DECIMAL-18/5}

7

Συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου

Μόνο για μετοχές

Ο συνολικός αριθμός των μετοχών που αντιστοιχούν στις συμμετοχές που υπερβαίνουν το 5 % των συνολικών δικαιωμάτων ψήφου του εκδότη, εκτός εάν μια τέτοια συμμετοχή ανήκει σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή σε ταμείο συντάξεων.

Το πεδίο αυτό πρέπει να συμπληρώνεται μόνο όταν είναι διαθέσιμα τα πραγματικά στοιχεία.

{DECIMAL-18/5}

8

Τιμή του μέσου

Μόνο για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Η τιμή του μέσου στο τέλος της ημέρας υποβολής των στοιχείων.

Η τιμή πρέπει να εκφράζεται σε ευρώ.

{DECIMAL-18//13}

9

Μέγεθος της έκδοσης

Μόνο για πιστοποιητικά

Το μέγεθος της έκδοσης του πιστοποιητικού εκφρασμένο σε ευρώ.

{DECIMAL-18/5}

10

Αριθμός ημερών διαπραγμάτευσης κατά την περίοδο

Ο συνολικός αριθμός ημερών διαπραγμάτευσης για τις οποίες παρέχονται τα δεδομένα

{DECIMAL-18/5}

11

Συνολικός κύκλος εργασιών

Ο συνολικός κύκλος εργασιών κατά την περίοδο

{DECIMAL-18/5}

12

Συνολικός αριθμός συναλλαγών

Ο συνολικός αριθμός των συναλλαγών κατά την περίοδο

{DECIMAL-18/5}


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/117


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/568 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 24ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 51 παράγραφος 6 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κινητές αξίες θα πρέπει να θεωρούνται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες, μόνον εάν πριν από την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση δεν υφίστανται περιορισμοί που να αποτρέπουν τη μεταφορά των εν λόγω αξιών κατά τρόπο που να εμποδίζει τη δημιουργία δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής αγοράς.

(2)

Για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά κινητής αξίας που ορίζεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, στην περίπτωση κινητής αξίας κατά την έννοια της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), χρειάζεται να υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, που να επιτρέπουν την αποτίμηση αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου προς διαπραγμάτευση με δίκαιο, ομαλό και αποτελεσματικό τρόπο. Επιπλέον, στην περίπτωση μετοχών, θα πρέπει να είναι διαθέσιμος επαρκής αριθμός για διανομή στο κοινό, ενώ για τιτλοποιημένα παράγωγα, θα πρέπει να υπάρχουν κατάλληλοι μηχανισμοί διακανονισμού και παράδοσης.

(3)

Οι κινητές αξίες που πληρούν τις απαιτήσεις εισαγωγής σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), θα πρέπει να θεωρούνται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες και ικανές να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.

(4)

Η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μεριδίων εκδιδόμενων από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες ή οργανισμούς εναλλακτικών επενδύσεων δεν πρέπει να επιτρέπει την παράκαμψη των σχετικών διατάξεων της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) ή της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Επομένως, ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει να επαληθεύει ότι τα μερίδια που εισάγει προς διαπραγμάτευση προκύπτουν από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι συμμορφώνονται με τη σχετική τομεακή νομοθεσία. Στην περίπτωση διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς οφείλει να διασφαλίζει ότι υπάρχουν πάντοτε επαρκείς μηχανισμοί εξαγοράς για τους επενδυτές.

(5)

Η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά παράγωγων μέσων που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4) έως 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν υπάρχουν διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες για την αποτίμηση του παραγώγου, καθώς και του υποκείμενου μέσου, και, στην περίπτωση συμβάσεων που προβλέπουν φυσική παράδοση, την ύπαρξη κατάλληλων διαδικασιών διακανονισμού και παράδοσης.

(6)

Η οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) επιβάλλει ορισμένες προϋποθέσεις για τα δικαιώματα εκπομπών ρύπων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα και ότι αποτελούν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης. Επομένως, κάθε δικαίωμα εκπομπής, κατά την έννοια του παραρτήματος I τμήμα Γ σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, του οποίου έχει επαληθευτεί η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, θα πρέπει να είναι επιλέξιμο για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και δεν θα πρέπει να επιβάλλονται περαιτέρω απαιτήσεις στον παρόντα κανονισμό.

(7)

Οι μηχανισμοί τους οποίους καθιερώνουν οι ρυθμιζόμενες αγορές, όσον αφορά την επαλήθευση της συμμόρφωσης εκδοτών με τις απαιτήσεις του ενωσιακού δικαίου και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε πληροφορίες που δημοσιοποιήθηκαν δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, θα πρέπει να καλύπτουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), την οδηγία 2003/71/ΕΚ και την οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), καθώς οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις περιέχουν τις βασικές και σημαντικότερες υποχρεώσεις για τους εκδότες μετά την αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(8)

Οι ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει να καθιερώσουν διαδικασίες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών με τις υποχρεώσεις δυνάμει του ενωσιακού δικαίου, στις οποίες θα πρέπει να έχουν πρόσβαση οι εκδότες και το κοινό. Η πολιτική θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι έλεγχοι συμμόρφωσης είναι αποτελεσματικοί και οι εκδότες θα πρέπει να ενημερώνονται για τις υποχρεώσεις τους από τη ρυθμιζόμενη αγορά.

(9)

Οι ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει να διευκολύνουν την πρόσβαση σε πληροφορίες που δημοσιοποιούνται βάσει των συνθηκών που καθορίζει το ενωσιακό δίκαιο, η οποία είναι διαθέσιμη σε μέλη και συμμετέχοντες, μέσω μηχανισμών που προβλέπουν εύκολη, δίκαιη και αμερόληπτη πρόσβαση για όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες. Η ενωσιακή νομοθεσία που σχετίζεται με τους εν λόγω σκοπούς περιλαμβάνει την οδηγία 2003/71/ΕΚ, την οδηγία 2004/109/ΕΚ, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014, καθώς και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9). Οι μηχανισμοί πρόσβασης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι όλα τα μέλη και οι συμμετέχοντες έχουν πρόσβαση επί ίσοις όροις στις σχετικές πληροφορίες οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν την αποτίμηση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.

(10)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(11)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(12)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Κινητές αξίες — ελεύθερα διαπραγματεύσιμες

1.   Μια κινητή αξία θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη εφόσον είναι δυνατή η διαπραγμάτευσή της μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών μιας συναλλαγής και η επακόλουθη μεταβίβασή της χωρίς περιορισμό και εφόσον όλοι οι τίτλοι που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με την εν λόγω κινητή αξία είναι ανταλλάξιμοι.

2.   Κινητές αξίες των οποίων η μεταβίβαση υπόκειται σε περιορισμό δεν θεωρούνται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός αν ο περιορισμός αυτός δεν είναι πιθανό να προκαλέσει διαταραχή στην αγορά. Κινητές αξίες που δεν έχουν πλήρως αποπληρωθεί δύνανται να θεωρηθούν ελεύθερα διαπραγματεύσιμες, εφόσον έχει ληφθεί μέριμνα για να διασφαλιστεί ότι η διαπραγματευσιμότητά τους δεν υπόκειται σε περιορισμό και ότι υπάρχουν δημοσίως διαθέσιμες επαρκείς πληροφορίες για το γεγονός ότι οι κινητές αξίες δεν έχουν αποπληρωθεί πλήρως, και για τις συνέπειες του γεγονότος αυτού για τους μετόχους.

Άρθρο 2

Κινητές αξίες — δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση

1.   Όταν αξιολογείται αν μια κινητή αξία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, μια ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τις πληροφορίες που απαιτείται να καταρτίζονται σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ ή τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται με άλλον τρόπο, όπως:

α)

ιστορικές χρηματοοικονομικές πληροφορίες·

β)

πληροφορίες σχετικά με τον εκδότη·

γ)

πληροφορίες που παρέχουν επισκόπηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

2.   Επιπροσθέτως της παραγράφου 1, όταν αξιολογείται αν μια μετοχή είναι ικανή να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, μια ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τη διανομή των εν λόγω μετοχών στο κοινό.

3.   Όταν αξιολογείται αν μια κινητή αξία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη, αναλόγως της φύσεως του εισαγόμενου τίτλου, κατά πόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της κινητής αξίας είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και επιτρέπουν τον συσχετισμό της τιμής του τίτλου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

υπάρχουν επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες που επιτρέπουν την αποτίμηση του τίτλου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της κινητής αξίας διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλα μέτρα της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός της κινητής αξίας απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης του υποκείμενου μέσου, καθώς και κατάλληλες ρυθμίσεις για τη λήψη χρήσιμων πληροφοριών σχετικά με το υποκείμενο μέσο.

Άρθρο 3

Κινητές αξίες — εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών

Μια κινητή αξία που είναι εισηγμένη σε χρηματιστήριο αξιών, σύμφωνα με την οδηγία 2001/34/ΕΚ, και της οποίας η διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριο αυτό δεν έχει ανασταλεί, θεωρείται ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και ικανή να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 4

Μερίδια και μετοχές σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων

1.   Κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση μεριδίων ή μετοχών οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, η ρυθμιζόμενη αγορά διασφαλίζει ότι επιτρέπεται η διάθεση στην αγορά των εν λόγω μεριδίων και μετοχών στο κράτος μέλος της ρυθμιζόμενης αγοράς.

2.   Όταν αξιολογεί αν τα μερίδια ή οι μετοχές ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ανοικτού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των εν λόγω μεριδίων ή μετοχών στο κοινό·

β)

αν υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις ειδικής διαπραγμάτευσης ή αν η επιχείρηση διαχείρισης του σχετικού οργανισμού προβλέπει για τους επενδυτές κατάλληλες εναλλακτικές διαδικασίες για την εξαγορά των μεριδίων ή των μετοχών·

γ)

στην περίπτωση διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, αν, πέραν των μηχανισμών ειδικής διαπραγμάτευσης, προβλέπονται κατάλληλοι εναλλακτικοί μηχανισμοί που θα επιτρέπουν στους επενδυτές να εξαγοράζουν μερίδια ή μετοχές, τουλάχιστον σε περιπτώσεις όπου η αξία των μεριδίων ή μετοχών αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία του ενεργητικού·

δ)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων ή των μετοχών, με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

3.   Όταν αξιολογεί αν τα μερίδια ή οι μετοχές ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων κλειστού τύπου μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

α)

τη διάθεση των εν λόγω μεριδίων ή μετοχών στο κοινό·

β)

αν παρέχεται στους επενδυτές επαρκής διαφάνεια ως προς την αξία των μεριδίων ή των μετοχών, είτε με τη δημοσίευση πληροφοριών σχετικά με την επενδυτική στρατηγική του οργανισμού είτε με την περιοδική δημοσίευση της καθαρής αξίας του ενεργητικού.

Άρθρο 5

Παράγωγα

1.   Όταν αξιολογεί αν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 4) έως 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης, η ρυθμιζόμενη αγορά επαληθεύει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι όροι της σύμβασης χρηματοπιστωτικού μέσου είναι σαφείς και ανεπίδεκτοι παρερμηνείας και επιτρέπουν τον συσχετισμό της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου με την τιμή ή με άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου·

β)

η τιμή ή άλλο μέτρο της αξίας του υποκείμενου μέσου είναι αξιόπιστη και διαθέσιμη στο κοινό·

γ)

υπάρχουν επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν την αποτίμηση της αξίας του παραγώγου·

δ)

οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της τιμής διακανονισμού της σύμβασης διασφαλίζουν ότι η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει ορθά την τιμή ή άλλα μέτρα της αξίας του υποκείμενου μέσου·

ε)

εάν ο διακανονισμός του παραγώγου απαιτεί ή επιτρέπει την παράδοση υποκείμενου τίτλου ή περιουσιακού στοιχείου αντί του χρηματικού διακανονισμού, υπάρχουν κατάλληλες ρυθμίσεις οι οποίες να επιτρέπουν στους συμμετέχοντες στην αγορά να λαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες για το υποκείμενο μέσο, καθώς και κατάλληλες διαδικασίες διακανονισμού και παράδοσης για το υποκείμενο μέσο.

2.   Το στοιχείο β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζεται για χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημεία 5), 6), 7) και 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η σύμβαση για τη σύσταση του μέσου ενδέχεται να προβλέπει κάποιον τρόπο γνωστοποίησης στην αγορά, ή αποτίμησης από αυτήν, της τιμής ή άλλου μέτρου της αξίας του υποκείμενου μέσου, αν αυτή η τιμή ή μέτρο αξίας δεν καθίστανται δημόσια διαθέσιμα με άλλον τρόπο·

β)

η ρυθμιζόμενη αγορά διασφαλίζει ότι υπάρχουν κατάλληλες εποπτικές ρυθμίσεις για την παρακολούθηση της διαπραγμάτευσης και του διακανονισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων του είδους αυτού·

γ)

η ρυθμιζόμενη αγορά διασφαλίζει ότι ο διακανονισμός και η παράδοση, είτε πρόκειται για φυσική παράδοση είτε για χρηματικό διακανονισμό, μπορούν να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους συμβατικούς και τους άλλους όρους αυτών των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 6

Δικαιώματα εκπομπής

Κάθε δικαίωμα εκπομπής που αναφέρεται στο παράρτημα I τμήμα Γ σημείο 11) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το οποίο πληροί τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ, είναι επιλέξιμο για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς περαιτέρω απαιτήσεις.

Άρθρο 7

Επαλήθευση των υποχρεώσεων των εκδοτών

1.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές καθιερώνουν και δημοσιεύουν στον δικτυακό τους τόπο διαδικασίες για την επαλήθευση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του ενωσιακού δικαίου.

2.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές διασφαλίζουν ότι η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ελέγχεται αποτελεσματικά, σύμφωνα με το είδος της υπό εξέταση υποχρέωσης, λαμβάνοντας υπόψη τα εποπτικά καθήκοντα που ασκούνται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές.

3.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιγράφουν:

α)

τις διαδικασίες τις οποίες εφαρμόζουν οι ρυθμιζόμενες αγορές για την επίτευξη των αποτελεσμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 1·

β)

τον τρόπο με τον οποίο ένας εκδότης μπορεί να αποδείξει, με τον βέλτιστο τρόπο, τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του στη ρυθμιζόμενη αγορά, οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Οι ρυθμιζόμενες αγορές διασφαλίζουν ότι οι εκδότες ενημερώνονται για τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των κινητών αξιών τους και κατόπιν αιτήματός τους.

Άρθρο 8

Διευκόλυνση της πρόσβασης σε πληροφορίες

Οι ρυθμιζόμενες αγορές καθιερώνουν δωρεάν μηχανισμούς με εύκολη πρόσβαση, οι οποίοι δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο τους, προκειμένου να διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών ή των συμμετεχόντων σε αυτές σε πληροφορίες που έχουν δημοσιοποιηθεί σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(3)  Οδηγία 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Μαΐου 2001, σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται (ΕΕ L 184 της 6.7.2001, σ. 1).

(4)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(5)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/122


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/569 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 24ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 32 παράγραφος 2 δέκατο εδάφιο και το άρθρο 52 παράγραφος 2 δέκατο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο στόχος της αναστολής διαπραγμάτευσης ή διαγραφής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου δεν επιτυγχάνεται σε ορισμένες περιπτώσεις εκτός εάν η διαπραγμάτευση παραγώγου ενός είδους που αναφέρεται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας 2014/65/ΕΕ το οποίο σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο, επίσης αναστέλλεται ή το ίδιο διαγράφεται.

(2)

Κατά τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες η σύνδεση είναι τέτοια ώστε να είναι αναγκαία η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή σχετικών παραγώγων, πρέπει να εξετάζεται πόσο στενή είναι η σύνδεση μεταξύ του παραγώγου και του χρηματοπιστωτικού μέσου η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή το ίδιο διαγράφεται. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ ενός παραγώγου η διαμόρφωση της τιμής ή της αξίας του οποίου εξαρτάται από την τιμή ή την αξία ενός μόνο υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου, και των παραγώγων η τιμή ή η αξία των οποίων εξαρτάται από πολλαπλούς συντελεστές της τιμής, για παράδειγμα, παράγωγα που έχουν σχέση με έναν συντελεστή ή με ένα σύνολο χρηματοοικονομικών τίτλων.

(3)

Η αδυναμία σωστής αποτίμησης σχετικών παραγώγων η οποία οδηγεί σε μια μη εύρυθμη αγορά πρέπει να θεωρείται ως μέγιστη σε περιπτώσεις στις οποίες το παράγωγο σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς ένα και μόνο χρηματοπιστωτικό μέσο. Όταν το παράγωγο σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς ένα σύνολο χρηματοοικονομικών τίτλων ή έναν δείκτη του οποίου το χρηματοπιστωτικό μέσο που έχει ανασταλεί αποτελεί μόνο ένα μέρος, η ικανότητα των συμμετεχόντων στην αγορά να καθορίσουν τη σωστή τιμή επηρεάζεται λιγότερο. Ως εκ τούτου, τα χαρακτηριστικά της σύνδεσης μεταξύ ενός παραγώγου και του υποκείμενου μέσου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του συνολικού στόχου της αναστολής ή διαγραφής.

(4)

Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο διαχειριστής αγοράς πρέπει να διασφαλίζει τη δίκαιη, ομαλή και αποτελεσματική διαπραγμάτευση στην αγορά του. Εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ο διαχειριστής αγοράς πρέπει να αξιολογεί κατά πόσον η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου θέτει σε κίνδυνο τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση του παραγώγου στον τόπο διαπραγμάτευσής του, συμπεριλαμβανομένης της λήψης κατάλληλων μέτρων όπως η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή σχετικών παραγώγων εξ ιδίας πρωτοβουλίας.

(5)

Το άρθρο 32 παράγραφος 2 και το άρθρο 52 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια σε διάφορα είδη τόπων διαπραγμάτευσης. Είναι άμεσα συνδεδεμένα δεδομένου ότι αφορούν τον καθορισμό των αναστολών και διαγραφών σε διάφορα είδη τόπων διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων οι οποίες πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα και να διευκολυνθούν τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιδίως αυτά που υπόκεινται στις εν λόγω υποχρεώσεις, είναι αναγκαίο να ενοποιηθούν τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που εκπονούνται σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2 και το άρθρο 52 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(6)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι απαραίτητο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(8)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σύνδεση μεταξύ ενός παραγώγου που σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς χρηματοπιστωτικό μέσο, η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή διαγράφεται, και του αρχικού χρηματοπιστωτικού μέσου

O διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς και η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται έναν πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ή έναν οργανωμένο μηχανισμό διαπραγμάτευσης (ΟΜΔ) αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει ένα παράγωγο που αναφέρεται στα σημεία 4) έως 10) του τμήματος Γ του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όταν το εν λόγω παράγωγο σχετίζεται με ή έχει ως σημείο αναφοράς ένα και μόνο χρηματοπιστωτικό μέσο η διαπραγμάτευση του οποίου αναστέλλεται ή το ίδιο διαγράφεται.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/124


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/570 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 26ης Μαΐου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό σημαντικής αγοράς από άποψη ρευστότητας σε σχέση με κοινοποιήσεις προσωρινής διακοπής των συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχείο ε),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ποιες ρυθμιζόμενες αγορές θα πρέπει να θεωρηθούν σημαντικές από άποψη ρευστότητας για κάθε τύπο χρηματοπιστωτικού μέσου, ώστε οι εν λόγω αγορές να εφαρμόζουν κατάλληλα συστήματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές τυχόν προσωρινών διακοπών των συναλλαγών.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ επεκτείνει τις απαιτήσεις σχετικά με τις διακοπές των συναλλαγών σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης και, επομένως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτούς τους τόπους εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων.

(3)

Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί αναλογική εφαρμογή της απαίτησης κοινοποίησης. Αφού ενημερωθεί για μια προσωρινή διακοπή διαπραγμάτευσης, η αρμόδια αρχή οφείλει να αξιολογήσει αν η εν λόγω κοινοποίηση πρέπει να διαδοθεί στο υπόλοιπο τμήμα της αγοράς και να συντονίσει, εάν είναι αναγκαίο, την απόκριση του συνόλου της αγοράς. Προκειμένου να περιοριστεί ο διοικητικός φόρτος των τόπων διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρέωση κοινοποίησης μόνον οι τόποι διαπραγμάτευσης με τις μεγαλύτερες πιθανότητες αντικτύπου στο σύνολο της αγοράς, όταν διακόπτεται η διαπραγμάτευση.

(4)

Για τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, η σημαντική αγορά από άποψη ρευστότητας θα πρέπει να είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης που έχει τον μεγαλύτερο κύκλο εργασιών για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο εντός της Ένωσης, καθώς ο εν λόγω τόπος διαπραγμάτευσης έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες αντικτύπου στο σύνολο της αγοράς, όταν διακόπτεται η διαπραγμάτευση.

(5)

Για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, η σημαντική αγορά από άποψη ρευστότητας θα πρέπει να είναι η ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Αν το μη μετοχικό χρηματοπιστωτικό μέσο δεν έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η σημαντική αγορά από άποψη ρευστότητας θα πρέπει να είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Αυτό αναμένεται να διασφαλίζει την ασφάλεια μιας σειράς πολύπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων, καθορίζοντας ένα απλό σημείο αναφοράς στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο τα συμβάντα έχουν σημαντικές επιπτώσεις ρευστότητας σε άλλες αγορές στις οποίες πραγματοποιείται διαπραγμάτευση του ίδιου χρηματοπιστωτικού μέσου, συνήθως λόγω του σημαντικού μεριδίου σε σχέση με τους όγκους που εκτελούνται στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης.

(6)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(7)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σημαντική αγορά από άποψη ρευστότητας

Για τους σκοπούς του άρθρου 48 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΚ, η σημαντική αγορά από άποψη ρευστότητας θεωρείται:

α)

ως προς τις μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, ο τόπος διαπραγμάτευσης ο οποίος αποτελεί την πιο σχετική αγορά από άποψη ρευστότητας για το μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής (3),

β)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, η ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση το χρηματοπιστωτικό μέσο·

γ)

για τα χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν εκείνων που αναφέρονται στο στοιχείο α), τα οποία δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά, ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 65/2014/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 26 Μαΐου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/126


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/571 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 2ας Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 61 παράγραφος 4, το άρθρο 64 παράγραφοι 6 και 8, το άρθρο 65 παράγραφοι 6 και 8 και το άρθρο 66 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καλύπτουν τρεις διαφορετικούς τύπους οντοτήτων: εγκεκριμένους μηχανισμούς αναφορών (ΕΜΑ) [στην οδηγία: «εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.)], εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) [στην οδηγία: «εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.)] και παρόχους ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) [στην οδηγία: «παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.)]. Παρόλο που αυτοί οι τύποι οντοτήτων συμμετέχουν σε διαφορετικές δραστηριότητες, η οδηγία 2014/65/ΕΕ προβλέπει παρόμοια διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας για όλες αυτές τις οντότητες.

(2)

Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να παρέχει στην αίτησή του για χορήγηση άδειας λειτουργίας ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων και ένα οργανόγραμμα. Το οργανόγραμμα θα πρέπει να προσδιορίζει ποιος είναι αρμόδιος για τις επιμέρους δραστηριότητες, ώστε να είναι σε θέση η αρμόδια αρχή να αξιολογεί αν ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων διαθέτει επαρκείς ανθρώπινους πόρους και εποπτεία όσον αφορά τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Το οργανόγραμμα δεν θα πρέπει να καλύπτει μόνον το πεδίο εφαρμογής των υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, αλλά και να περιλαμβάνει κάθε άλλη υπηρεσία την οποία παρέχει η οντότητα, καθώς μπορεί να επισημαίνει τομείς οι οποίοι ενδεχομένως να επηρεάζουν την ανεξαρτησία του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και να εγείρουν περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων. Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει επίσης να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση, τη λειτουργία και την ανεξαρτησία των διοικητικών οργάνων του, προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να αξιολογούν κατά πόσον οι πολιτικές, οι διαδικασίες και η δομή εταιρικής διακυβέρνησης διασφαλίζουν την ανεξαρτησία του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

(3)

Συγκρούσεις συμφερόντων μπορεί να προκύψουν μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και πελατών που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες του, προκειμένου να ανταποκριθούν στις κανονιστικές τους υποχρεώσεις, και άλλων οντοτήτων που αγοράζουν δεδομένα από παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Συγκεκριμένα, οι συγκρούσεις αυτές μπορεί να ανακύψουν, όταν ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ασκεί άλλες δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, λειτουργεί ως διαχειριστής αγοράς, επιχείρηση επενδύσεων ή αρχείο καταγραφής συναλλαγών. Εάν οι συγκρούσεις δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να οδηγήσουν σε μια κατάσταση όπου ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει κίνητρο να καθυστερήσει τη δημοσίευση ή την υποβολή δεδομένων, ή να προβεί σε συναλλαγή βάσει των εμπιστευτικών πληροφοριών που έχει λάβει. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει, επομένως, να υιοθετήσει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον εντοπισμό, την αποφυγή και τη διαχείριση υφιστάμενων και δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της κατάρτισης καταλόγου συγκρούσεων συμφερόντων και της εφαρμογής κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών για τον χειρισμό τους και, όπου είναι αναγκαίο, να διαχωρίσει τις επιχειρηματικές λειτουργίες και το προσωπικό του, ώστε να περιοριστεί η ροή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών επιχειρηματικών τομέων του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων.

(4)

Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να είναι πρόσωπα με επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και πείρα, καθώς διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διασφάλιση ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ανταποκρίνεται στις κανονιστικές του υποχρεώσεις και συμβάλλουν στην επιχειρηματική στρατηγική του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Είναι, επομένως, σημαντικό να αποδεικνύει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ότι διαθέτει αξιόπιστη διαδικασία για τον διορισμό και την αξιολόγηση των επιδόσεων των μελών του διοικητικού οργάνου και ότι προβλέπονται σαφείς δίαυλοι αναφοράς και τακτική υποβολή αναφορών στο διοικητικό όργανο.

(5)

Η εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων, και ιδίως κρίσιμων λειτουργιών, δύναται να συνιστά ουσιαστική μεταβολή των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας σε παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Για να διασφαλιστεί ότι η εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων δεν υπονομεύει την ικανότητα του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή ότι δεν οδηγεί σε συγκρούσεις συμφερόντων, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύει ότι έχει επαρκή εποπτεία και έλεγχο όσον αφορά τις εν λόγω δραστηριότητες.

(6)

Τα συστήματα ΤΠ που χρησιμοποιεί ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να είναι καλά προσαρμοσμένα στους διάφορους τύπους δραστηριοτήτων τις οποίες ενδεχομένως επιτελούν οι εν λόγω οντότητες, δηλαδή στη δημοσίευση αναφορών συναλλαγών, την υποβολή αναφορών συναλλαγών ή την παροχή ενοποιημένων δελτίων, και αρκετά αξιόπιστα ώστε να διασφαλίζουν τη συνέχεια και την κανονικότητα της παροχής των εν λόγω υπηρεσιών. Αυτό περιλαμβάνει τη διασφάλιση ότι τα συστήματα ΤΠ του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων είναι σε θέση να χειρίζονται διακυμάνσεις στον όγκο των δεδομένων που οφείλει να διεκπεραιώνει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Οι εν λόγω διακυμάνσεις, ιδίως οι απρόβλεπτες αυξήσεις στη ροή δεδομένων, μπορεί να επηρεάσουν δυσμενώς την αποτελεσματικότητα των συστημάτων του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και, κατ' επέκταση, την ικανότητά του να δημοσιεύει ή να υποβάλλει πλήρη και ακριβή στοιχεία εντός των απαιτούμενων χρονοδιαγραμμάτων. Προκειμένου να διαχειριστεί αυτό το ζήτημα, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να ελέγχει περιοδικά τα συστήματά του, ώστε να διασφαλίζει ότι είναι αρκετά αξιόπιστα, για να χειρίζονται μεταβολές στις συνθήκες λειτουργίας, και επαρκώς κλιμακούμενα.

(7)

Οι εφεδρικές εγκαταστάσεις και οι ρυθμίσεις που έχουν προβλεφθεί από τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να επαρκούν ώστε να επιτρέπουν στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες του, ακόμη και σε περίπτωση συμβάντος δυσλειτουργίας. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να καθορίζει μέγιστους επιτρεπόμενους χρόνους αποκατάστασης για κρίσιμες λειτουργίες, οι οποίοι θα ισχύουν σε περίπτωση συμβάντος δυσλειτουργίας και οι οποίοι θα επιτρέπουν τη συμμόρφωση με τις προθεσμίες για την υποβολή αναφορών και τη γνωστοποίηση των πληροφοριών.

(8)

Για να διασφαλιστεί ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του, θα πρέπει να διενεργεί ανάλυση των καθηκόντων και δραστηριοτήτων που είναι κρίσιμης σημασίας για την παροχή των υπηρεσιών του, καθώς και των πιθανών σεναρίων που μπορεί να προκαλέσουν συμβάν δυσλειτουργίας, όπως επίσης και να λαμβάνει μέτρα για την πρόληψη και τον μετριασμό των εν λόγω καταστάσεων.

(9)

Σε περίπτωση που προκύψει διακοπή παροχής της υπηρεσίας, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του, κάθε άλλη σχετική αρμόδια αρχή, τους πελάτες του και το κοινό, καθώς η δυσλειτουργία θα μπορούσε επίσης να συνεπάγεται ότι τα εν λόγω μέρη δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις δικές τους κανονιστικές υποχρεώσεις, όπως το καθήκον προώθησης αναφορών συναλλαγών σε άλλες αρμόδιες αρχές ή η δημοσίευση των στοιχείων εκτελεσθεισών συναλλαγών. Η κοινοποίηση αναμένεται να επιτρέπει σε αυτά τα μέρη να προβαίνουν σε εναλλακτικές ρυθμίσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους.

(10)

Η θέση σε λειτουργία οποιασδήποτε επικαιροποίησης συστημάτων ΤΠ μπορεί δυνητικά να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία των συστημάτων που χρησιμοποιούνται για την παροχή υπηρεσιών δεδομένων. Προκειμένου να αποτρέψει την ασυμβατότητα, ανά πάσα στιγμή, της λειτουργίας του συστήματος ΤΠ με τις κανονιστικές του υποχρεώσεις, ιδίως εκείνες που αφορούν τη λειτουργία ενός ισχυρού μηχανισμού ασφαλείας σχεδιασμένου για να εγγυάται την ασφάλεια των μέσων διαβίβασης πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου αλλοίωσης των δεδομένων και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών πριν από τη δημοσίευσή τους, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να χρησιμοποιεί σαφώς οριοθετημένες μεθοδολογίες ανάπτυξης και δοκιμής, προκειμένου να διασφαλίζει ότι οι έλεγχοι συμμόρφωσης και διαχείρισης κινδύνου που είναι ενσωματωμένοι στα συστήματα λειτουργούν όπως προβλέπεται και ότι το σύστημα μπορεί να εξακολουθήσει να λειτουργεί αποτελεσματικά υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όταν ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προβαίνει σε σημαντική αλλαγή συστήματος, θα πρέπει να ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του και άλλες αρμόδιες αρχές, κατά περίπτωση, ώστε να μπορούν να αξιολογήσουν κατά πόσον η επικαιροποίηση θα επηρεάσει τα δικά τους συστήματα και κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι χορήγησης άδειας λειτουργίας.

(11)

Η πρόωρη δημοσίευση, στην περίπτωση αναφορών συναλλαγών (από ΕΜΔ και ΠΕΔ), ή η μη επιτρεπόμενη γνωστοποίηση, στην περίπτωση αναφορών συναλλαγών (από ΕΜΑ), θα μπορούσε να παρέχει μια ένδειξη της συναλλακτικής στρατηγικής ή να αποκαλύψει ευαίσθητες πληροφορίες, όπως η ταυτότητα των πελατών του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμόζονται από τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων φυσικοί έλεγχοι, όπως κλειδωμένες εγκαταστάσεις, και ηλεκτρονικοί έλεγχοι, συμπεριλαμβανομένων των τειχών προστασίας και των κωδικών πρόσβασης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μόνον εξουσιοδοτημένο προσωπικό έχει πρόσβαση στα δεδομένα.

(12)

Οι παραβιάσεις της φυσικής ή ηλεκτρονικής ασφάλειας του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων συνιστούν απειλή για την εμπιστευτικότητα των στοιχείων των πελατών. Επομένως, εάν προκύψει τέτοιου είδους παραβίαση, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να ενημερώνει αμέσως τη σχετική αρμόδια αρχή, καθώς και κάθε πελάτη που επηρεάστηκε από την παραβίαση. Η γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής είναι απαραίτητη, προκειμένου η εν λόγω αρμόδια αρχή να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις συνεχιζόμενες εποπτικές της αρμοδιότητες όσον αφορά το κατά πόσον ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων τηρεί κατάλληλους μηχανισμούς ασφαλείας που εγγυώνται την ασφάλεια των πληροφοριών και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο αλλοίωσης των στοιχείων και τη μη επιτρεπόμενη πρόσβαση. Άλλες αρμόδιες αρχές οι οποίες διαθέτουν τεχνική διεπαφή με τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει επίσης να ενημερώνονται, καθώς μπορεί να επηρεαστούν δυσμενώς, ιδίως όταν η παραβίαση σχετίζεται με τα μέσα διαβίβασης πληροφοριών μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και της αρμόδιας αρχής.

(13)

Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία έχει υποχρεώσεις γνωστοποίησης συναλλαγών και είναι γνωστή ως «γνωστοποιούσα επιχείρηση», μπορεί να επιλέξει να χρησιμοποιήσει κάποιον τρίτο για την υποβολή αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό της προς έναν ΕΜΑ· η επιχείρηση αυτή ονομάζεται «υποβάλλουσα επιχείρηση». Λόγω του ρόλου της, η υποβάλλουσα επιχείρηση θα έχει πρόσβαση στις εμπιστευτικές πληροφορίες που υποβάλλει. Ωστόσο, η υποβάλλουσα επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει πρόσβαση σε οποιαδήποτε άλλα στοιχεία σχετικά με τη γνωστοποιούσα επιχείρηση ή τις συναλλαγές της γνωστοποιούσας επιχείρησης, οι οποίες τηρούνται στον ΕΜΑ. Τα στοιχεία αυτά μπορεί να σχετίζονται με αναφορές συναλλαγών τις οποίες έχει υποβάλει η ίδια η γνωστοποιούσα επιχείρηση στον ΕΜΑ ή τις οποίες έχει αποστείλει σε άλλη υποβάλλουσα επιχείρηση προς αποστολή στον ΕΜΑ. Η υποβάλλουσα επιχείρηση δεν θα πρέπει να έχει πρόσβαση στα δεδομένα αυτά, καθώς μπορεί να περιέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες, όπως η ταυτότητα των πελατών της γνωστοποιούσας επιχείρησης.

(14)

Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει να ελέγχουν ότι τα δεδομένα που δημοσιοποιούν ή υποβάλλουν είναι ακριβή και πλήρη, και θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διαθέτουν μηχανισμούς για τον εντοπισμό σφαλμάτων ή παραλείψεων που οφείλονται στους πελάτες ή τους ίδιους. Στην περίπτωση ενός ΕΜΑ, αυτός μπορεί να περιλαμβάνει τη συμφωνία ενός δειγματοληπτικού συνόλου δεδομένων τα οποία έχει υποβάλει στον ΕΜΑ μια επιχείρηση επενδύσεων ή τα οποία έχει δημιουργήσει ο ΕΜΑ για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων, με τα αντίστοιχα στοιχεία που του παρείχε η αρμόδια αρχή. Η συχνότητα και η έκταση των εν λόγω συμφωνιών θα πρέπει να είναι ανάλογη του όγκου των δεδομένων τα οποία χειρίζεται ο ΕΜΑ και της έκτασης στην οποία παράγει αναφορές συναλλαγών από δεδομένα πελατών ή διαβιβάζει αναφορές συναλλαγών που συμπληρώνονται από πελάτες. Προκειμένου να διασφαλίσει την έγκαιρη και χωρίς σφάλματα ή παραλείψεις υποβολή αναφορών, ο ΕΜΑ θα πρέπει να παρακολουθεί συνεχώς την απόδοση των συστημάτων του.

(15)

Όταν ένας ΕΜΑ προκαλέσει ο ίδιος σφάλμα ή παράλειψη, θα πρέπει να διορθώσει αμέσως τη σχετική πληροφορία, και να ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του, καθώς και κάθε αρχή στην οποία υποβάλλει αναφορές σχετικά με το σφάλμα ή την παράλειψη, καθώς οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ενδιαφέρονται για την ποιότητα των δεδομένων που τους υποβάλλονται. Ο ΕΜΑ θα πρέπει επίσης να γνωστοποιεί στον πελάτη του το σφάλμα ή την παράλειψη και να του παρέχει επικαιροποιημένες πληροφορίες, ώστε τα εσωτερικά αρχεία του πελάτη να ευθυγραμμίζονται με τις πληροφορίες τις οποίες υπέβαλε ο ΕΜΑ στην αρμόδια αρχή εκ μέρους του πελάτη.

(16)

Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ θα πρέπει να μπορούν να διαγράφουν και να τροποποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από οντότητα που τους παρέχει πληροφορίες για να χειριστούν καταστάσεις όπου, σε εξαιρετικές περιστάσεις, η γνωστοποιούσα αρχή αντιμετωπίζει τεχνικές δυσκολίες και δεν μπορεί να διαγράψει ή να τροποποιήσει η ίδια τις πληροφορίες. Ωστόσο, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ δεν θα πρέπει να είναι με άλλον τρόπο υπεύθυνοι για τη διόρθωση των πληροφοριών που περιέχονται σε δημοσιοποιημένες αναφορές, όταν το σφάλμα ή η παράλειψη αποδίδεται στην οντότητα που παρείχε τις πληροφορίες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ δεν μπορούν να γνωρίζουν με βεβαιότητα αν ένα αντιληπτό σφάλμα ή παράλειψη είναι πράγματι εσφαλμένα, καθώς δεν αποτελούσαν συμβαλλομένους στην εκτελεσθείσα συναλλαγή.

(17)

Για να διευκολύνει την αξιόπιστη επικοινωνία μεταξύ ενός ΕΜΔ και της επιχείρησης επενδύσεων που γνωστοποιεί μια συναλλαγή, ιδίως όσον αφορά ακυρώσεις και τροποποιήσεις συγκεκριμένων συναλλαγών, ο ΕΜΔ θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει στα μηνύματα επιβεβαίωσης προς τις γνωστοποιούσες επιχειρήσεις επενδύσεων τον αναγνωριστικό κωδικό της συναλλαγής που αποδόθηκε από τον ΕΜΔ κατά τη δημοσίευση των πληροφοριών.

(18)

Προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), οι ΕΜΑ θα πρέπει να διασφαλίζουν την ομαλή ροή των πληροφοριών προς και από μια αρμόδια αρχή, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας διαβίβασης αναφορών και χειρισμού των απορριφθεισών αναφορών. Οι ΕΜΑ θα πρέπει, επομένως, να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι μπορούν να συμμορφώνονται με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζει η αρμόδια αρχή όσον αφορά τη διεπαφή μεταξύ του ΕΜΑ και της αρμόδιας αρχής.

(19)

Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν ότι αποθηκεύουν τις πληροφορίες γνωστοποίησης συναλλαγών και διαπραγμάτευσης τις οποίες χειρίζονται για επαρκή χρονική περίοδο, προκειμένου να διευκολύνουν την ανάκτηση ιστορικών πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές. Στην ειδική περίπτωση των ΕΜΔ και των ΠΕΔ, θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι καθιερώνουν τις απαραίτητες οργανωτικές ρυθμίσεις για τη διατήρηση των δεδομένων για τουλάχιστον τη χρονική περίοδο που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και ότι είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε κάθε αίτημα παροχής υπηρεσιών που ρυθμίζεται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(20)

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει μια σειρά επιπλέον υπηρεσιών που θα μπορούσε να παρέχει ένας ΠΕΔ και οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς. Ενόψει των πιθανών εξελίξεων της αγοράς, δεν είναι σκόπιμη η παροχή εξαντλητικού καταλόγου των εν λόγω επιπλέον υπηρεσιών τις οποίες θα μπορούσε να παρέχει ένας ΠΕΔ. Επομένως, οι ΠΕΔ θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν επιπλέον υπηρεσίες, οι οποίες υπερβαίνουν τις πρόσθετες υπηρεσίες που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, εφόσον, ωστόσο, οι εν λόγω υπηρεσίες δεν θέτουν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ΠΕΔ ή την ποιότητα του ενοποιημένου δελτίου.

(21)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η επαρκής διάδοση των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται από ΕΜΔ και ΠΕΔ, καθώς και η εύκολη πρόσβαση και χρήση των εν λόγω πληροφοριών από τους συμμετέχοντες στην αγορά, οι πληροφορίες θα πρέπει να δημοσιεύονται σε μορφή αναγνώσιμη από μηχανή, μέσω ισχυρών διαύλων που επιτρέπουν την αυτόματη πρόσβαση στα δεδομένα. Ενώ οι δικτυακοί τόποι μπορεί να μην προσφέρουν πάντα μια αρκετά ισχυρή και κλιμακούμενη αρχιτεκτονική η οποία επιτρέπει την εύκολη αυτόματη πρόσβαση σε δεδομένα, αυτοί οι τεχνολογικοί περιορισμοί μπορεί να αντιμετωπιστούν στο μέλλον. Επομένως, δεν θα πρέπει να επιβάλλεται μια συγκεκριμένη τεχνολογία, αλλά θα πρέπει να καθορίζονται κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληρούνται από την τεχνολογία η οποία θα χρησιμοποιηθεί.

(22)

Όσον αφορά τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν εξαιρεί τη δημοσίευση από τις επιχειρήσεις επενδύσεων των συναλλαγών τους μέσω περισσότερων από έναν ΕΜΔ. Ωστόσο, θα πρέπει να εφαρμόζεται ειδική ρύθμιση που θα επιτρέπει στα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία ενοποιούν τις πληροφορίες συναλλαγής από διάφορους ΕΜΔ, κυρίως ΠΕΔ, να εντοπίζουν τέτοιες πιθανές διπλότυπες συναλλαγές, καθώς, σε άλλη περίπτωση, η ίδια συναλλαγή μπορεί να ενοποιηθεί πολλές φορές και να δημοσιεύεται επανειλημμένα από τους ΠΕΔ. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να υπονομεύσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα του ενοποιημένου δελτίου.

(23)

Επομένως, όταν δημοσιοποιούν μια συναλλαγή, οι ΕΜΔ θα πρέπει να δημοσιεύουν συναλλαγές που γνωστοποιούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβάνοντας ένα πεδίο «ανατύπωσης», που να υποδηλώνει αν μια αναφορά είναι διπλότυπη. Για να επιτραπεί η εφαρμογή μιας προσέγγισης η οποία είναι ουδέτερη όσον αφορά την τεχνολογία που χρησιμοποιείται, είναι αναγκαίο να προβλεφθούν διάφοροι πιθανοί τρόποι με τους οποίους ένας ΕΜΔ θα μπορεί να εντοπίζει διπλότυπες αναφορές.

(24)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε συναλλαγή συμπεριλαμβάνεται μόνον μία φορά στο ενοποιημένο δελτίο και, ως εκ τούτου, να ενισχυθεί η αξιοπιστία των παρεχόμενων πληροφοριών, οι ΠΕΔ δεν θα πρέπει να δημοσιεύουν πληροφορίες σε σχέση με μια συναλλαγή η οποία δημοσιεύεται από έναν ΕΜΔ και προσδιορίζεται ως διπλότυπη.

(25)

Οι ΕΜΔ θα πρέπει να δημοσιεύουν πληροφορίες για συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών χρονοσφραγίδων, όπως ο χρόνος εκτέλεσης των συναλλαγών και ο χρόνος γνωστοποίησης των συναλλαγών. Επιπλέον, το επίπεδο ανάλυσης των χρονοσφραγίδων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη φύση του συναλλακτικού συστήματος στο οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή. Μεγαλύτερο επίπεδο ανάλυσης θα πρέπει να παρέχεται για τη δημοσίευση πληροφοριών για συναλλαγές που εκτελούνται σε ηλεκτρονικά συστήματα σε σχέση με συναλλαγές που εκτελούνται σε μη ηλεκτρονικά συστήματα.

(26)

Οι ΠΕΔ μπορούν να δημοσιεύουν πληροφορίες για μετοχικά και μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Δεδομένων των διαφορετικών απαιτήσεων για τη λειτουργία των εν λόγω δελτίων συναλλαγών, και συγκεκριμένα του σημαντικά ευρύτερου πεδίου χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτεται για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα και της διαφοροποιημένης εφαρμογής των διατάξεων της οδηγίας 2014/65/ΕΕ για το ενοποιημένο δελτίο μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει μόνον το πεδίο εφαρμογής των ενοποιημένων πληροφοριών των ΠΕΔ σχετικά με μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα.

(27)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, δεδομένου ότι αφορούν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των διατάξεων αυτών, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(28)

Ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις απαιτήσεις δημοσίευσης δεδομένων που ισχύουν για τους ΕΜΔ και τους ΠΕΔ. Προκειμένου να διασφαλιστούν συνεπείς πρακτικές για τη δημοσίευση πληροφοριών συναλλαγών μεταξύ τόπων διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και ΠΕΔ και προκειμένου να διευκολυνθεί η ενοποίηση δεδομένων από τους ΠΕΔ, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/587 (3) και (ΕΕ) 2017/583 (4), όπου καθορίζονται λεπτομερείς απαιτήσεις που ισχύουν για τη δημοσίευση πληροφοριών συναλλαγών.

(29)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Καθώς το άρθρο 65 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ εφαρμόζεται από τις 3 Σεπτεμβρίου του έτους μετά το έτος έναρξης εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται από την εν λόγω μεταγενέστερη ημερομηνία.

(30)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(31)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΣΗ

(άρθρο 61 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Άρθρο 1

Ενημέρωση των αρμόδιων αρχών

1.   Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων υποβάλλει στην αρμόδια αρχή τις πληροφορίες που ορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4, και τις πληροφορίες σχετικά με όλες τις οργανωτικές απαιτήσεις που ορίζονται στα κεφάλαια ΙΙ και ΙΙΙ.

2.   Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής τους σχετικά με κάθε ουσιαστική αλλαγή στις πληροφορίες που παρασχέθηκαν κατά τη στιγμή της χορήγησης άδειας λειτουργίας και μετά.

Άρθρο 2

Πληροφορίες για την οργάνωση

1.   Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων συμπεριλαμβάνει στην αίτησή του για χορήγηση άδειας λειτουργίας πρόγραμμα δραστηριοτήτων, που αναφέρεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Το πρόγραμμα δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

πληροφορίες για την οργανωτική δομή του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένου οργανογράμματος και περιγραφής των ανθρώπινων, τεχνικών και νομικών πόρων που διατίθενται για τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες·

β)

πληροφορίες για τις πολιτικές και διαδικασίες συμμόρφωσης του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

i)

το όνομα του προσώπου ή των προσώπων που είναι αρμόδια για την έγκριση και διατήρηση των εν λόγω πολιτικών·

ii)

οι ρυθμίσεις για την παρακολούθηση και την εφαρμογή των πολιτικών και διαδικασιών συμμόρφωσης·

iii)

τα μέτρα που πρόκειται να λαμβάνονται σε περίπτωση παραβίασης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία εκπλήρωσης των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας·

iv)

τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε περίπτωση παραβίασης η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία εκπλήρωσης των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας λειτουργίας·

γ)

κατάλογο όλων των λειτουργιών που ανατίθενται σε τρίτους και των πόρων που διατίθενται για τον έλεγχο των λειτουργιών που ανατίθενται σε τρίτους.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που παρέχει υπηρεσίες άλλες πέραν των υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων περιγράφει τις εν λόγω λειτουργίες στο οργανόγραμμα.

Άρθρο 3

Εταιρική διακυβέρνηση

1.   Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων συμπεριλαμβάνει στην αίτησή του για χορήγηση άδειας λειτουργίας πληροφορίες για τις εσωτερικές πολιτικές εταιρικής διακυβέρνησης και τις διαδικασίες που διέπουν το διοικητικό όργανο, τα ανώτερα στελέχη και, εφόσον υπάρχουν, τις επιτροπές του.

2.   Οι πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

περιγραφή των διαδικασιών επιλογής, διορισμού, αξιολόγησης επιδόσεων και απομάκρυνσης των ανώτερων στελεχών και των μελών του διοικητικού οργάνου·

β)

περιγραφή των διαύλων αναφοράς και της συχνότητας υποβολής αναφορών στα ανώτερα στελέχη και το διοικητικό όργανο·

γ)

περιγραφή των πολιτικών και διαδικασιών για την πρόσβαση σε έγγραφα από μέλη του διοικητικού οργάνου.

Άρθρο 4

Πληροφορίες για τα μέλη του διοικητικού οργάνου

1.   Ένας αιτών που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων συμπεριλαμβάνει στην αίτησή του για χορήγηση άδειας λειτουργίας τις ακόλουθες πληροφορίες για κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου:

α)

όνομα, ημερομηνία και τόπο γέννησης, τον προσωπικό εθνικό αριθμό ταυτότητας ή ισοδύναμό του, διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας·

β)

τη θέση στην οποία διορίστηκε ή πρόκειται να διοριστεί το πρόσωπο αυτό·

γ)

βιογραφικό σημείωμα που να αποδεικνύει επαρκή πείρα και γνώσεις για την ενδεδειγμένη εκτέλεση των καθηκόντων·

δ)

ποινικά μητρώα, κυρίως μέσω επίσημου πιστοποιητικού ή, εάν δεν είναι διαθέσιμο τέτοιο έγγραφο στο οικείο κράτος μέλος, δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου περί εχεγγύων εντιμότητας και εξουσιοδότηση προς την αρμόδια αρχή να διερευνήσει αν το μέλος έχει καταδικαστεί για τυχόν ποινικό αδίκημα σε σχέση με την παροχή χρηματοπιστωτικών ή συναφών με δεδομένα υπηρεσιών ή σε σχέση με πράξεις απάτης ή απιστίας·

ε)

δήλωση του ιδίου του ενδιαφερομένου περί εχεγγύων εντιμότητας και εξουσιοδότηση προς την αρμόδια αρχή να διερευνήσει αν το μέλος:

i)

έχει αποτελέσει αντικείμενο κυρώσεων στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας ασκηθείσας από ρυθμιστική αρχή ή κρατικό φορέα, ή αποτελεί αντικείμενο τυχόν τέτοιας διαδικασίας η οποία δεν έχει περατωθεί·

ii)

έχει αποτελέσει αντικείμενο κυρώσεων σε αστική δίκη σε σχέση με την παροχή χρηματοπιστωτικών ή συναφών με δεδομένα υπηρεσιών ή σε σχέση με πράξεις απάτης ή απιστίας, ή για παράπτωμα ή απάτη όσον αφορά τη διαχείριση επιχείρησης·

iii)

έχει συμμετάσχει στο διοικητικό όργανο επιχείρησης που έχει αποτελέσει αντικείμενο κυρώσεων ή ποινής από ρυθμιστική αρχή ή της οποίας έχει ανακληθεί η εγγραφή ή η άδεια από ρυθμιστική αρχή·

iv)

έχει στερηθεί το δικαίωμα να ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν εγγραφή ή άδεια από ρυθμιστική αρχή·

v)

έχει συμμετάσχει στο διοικητικό όργανο επιχείρησης που έχει κηρύξει πτώχευση ή τελούσε υπό εκκαθάριση, ενόσω το εν λόγω πρόσωπο κατείχε τη θέση αυτή ή εντός ενός έτους από τότε που το πρόσωπο έπαυσε να κατέχει τη θέση αυτή·

vi)

έχει άλλως αποτελέσει αντικείμενο καταδίκης, αναστολής ή αποκλεισμού από την άσκηση καθηκόντων ή αντικείμενο οποιασδήποτε άλλης κύρωσης σε σχέση με απάτη, απιστία ή σε σχέση με την παροχή χρηματοπιστωτικών ή συναφών με δεδομένα υπηρεσιών, από επαγγελματικό φορέα·

vii)

έχει αποκλειστεί από διοικητικά καθήκοντα, αποκλειστεί από καθήκοντα διευθυντικού στελέχους, απολυθεί από απασχόληση ή άλλη σύνδεση με επιχείρηση, συνεπεία παραπτωμάτων ή παρατυπιών·

στ)

ένδειξη του ελάχιστου χρόνου που πρέπει να αφιερώνεται στην εκτέλεση των καθηκόντων του προσώπου εντός του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

ζ)

δήλωση τυχόν δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων που μπορεί να υπάρχουν ή να προκύψουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και πώς διευθετούνται οι εν λόγω συγκρούσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

(άρθρο 64 παράγραφοι 3, 4 και 5, άρθρο 65 παράγραφοι 4, 5 και 6, και άρθρο 66 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Άρθρο 5

Συγκρούσεις συμφερόντων

1.   Οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λειτουργούν και διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές ρυθμίσεις, σχεδιασμένες για την πρόληψη συγκρούσεων συμφερόντων με πελάτες που χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ρυθμιστικές τους υποχρεώσεις, και άλλες οντότητες που αγοράζουν δεδομένα από παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Οι εν λόγω ρυθμίσεις περιλαμβάνουν πολιτικές και διαδικασίες για τον εντοπισμό, τη διαχείριση και τη γνωστοποίηση υφιστάμενων και δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων και περιλαμβάνουν:

α)

κατάλογο των υφιστάμενων και δυνητικών συγκρούσεων συμφερόντων, προσδιορίζοντας την περιγραφή, τον προσδιορισμό, και τον τρόπο πρόληψης, διαχείρισης και γνωστοποίησής τους·

β)

τον διαχωρισμό καθηκόντων και επιχειρηματικών λειτουργιών εντός του φορέα παροχής υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

μέτρων για την πρόληψη ή τον έλεγχο της ανταλλαγής πληροφοριών, σε περίπτωση που προκύψει κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων·

ii)

της χωριστής εποπτείας σχετικών προσώπων, των οποίων οι βασικές αρμοδιότητες περιλαμβάνουν συμφέροντα τα οποία έρχονται ενδεχομένως σε σύγκρουση με τα συμφέροντα πελατών·

γ)

περιγραφή της πολιτικής τελών για τον προσδιορισμό τελών που χρεώνονται από τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και επιχειρήσεις με τις οποίες έχει στενούς δεσμούς ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

δ)

περιγραφή της πολιτικής αμοιβών για τα μέλη του διοικητικού οργάνου και τα ανώτερα στελέχη·

ε)

τους κανόνες για την αποδοχή χρημάτων, δώρων ή διευκολύνσεων από το προσωπικό του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και το διοικητικό του όργανο.

2.   Ο κατάλογος συγκρούσεων συμφερόντων, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), περιλαμβάνει συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από καταστάσεις στις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων:

α)

μπορεί να αποκομίσει οικονομικό κέρδος ή να αποφύγει οικονομική ζημία, εις βάρος πελάτη·

β)

μπορεί να έχει συμφέρον ως προς την έκβαση μιας υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη, το οποίο να είναι διαφορετικό από το συμφέρον του πελάτη στην έκβαση αυτή·

γ)

μπορεί να έχει κίνητρο να δώσει προτεραιότητα στα δικά του συμφέροντα ή στα συμφέροντα άλλου πελάτη ή ομάδας πελατών έναντι των συμφερόντων του πελάτη στον οποίο παρέχεται η υπηρεσία·

δ)

λαμβάνει ή μπορεί να λάβει από οποιοδήποτε πρόσωπο διαφορετικό από πελάτη, σε σχέση με υπηρεσία που παρέχεται σε πελάτη, κίνητρο υπό μορφή χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών ή υπηρεσιών, πέραν της προμήθειας ή των τελών που λαμβάνονται για την υπηρεσία.

Άρθρο 6

Οργανωτικές απαιτήσεις όσον αφορά την εξωτερική ανάθεση

1.   Όταν ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων αναθέτει την εκτέλεση δραστηριοτήτων, για λογαριασμό του, από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων με τις οποίες έχει στενούς δεσμούς, διασφαλίζει ότι ο τρίτος πάροχος υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα και τη δυνατότητα να εκτελεί τις δραστηριότητες με αξιόπιστο και επαγγελματικό τρόπο.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων προσδιορίζει ποιες δραστηριότητες θα ανατεθούν σε τρίτους, καθώς και προδιαγραφές για το επίπεδο ανθρωπίνων και τεχνικών πόρων που απαιτούνται για την εκτέλεση κάθε μιας από τις δραστηριότητες αυτές.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που αναθέτει την εκτέλεση δραστηριοτήτων σε τρίτους διασφαλίζει ότι η εξωτερική ανάθεση δεν περιορίζει την ικανότητα ή τη δυνατότητά του να εκτελεί λειτουργίες των ανώτερων στελεχών ή του διοικητικού οργάνου.

4.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παραμένει υπεύθυνος για κάθε δραστηριότητα εξωτερικής ανάθεσης και λαμβάνει οργανωτικά μέτρα για να διασφαλίσει:

α)

ότι αξιολογεί κατά πόσον ο τρίτος πάροχος υπηρεσιών εκτελεί τις δραστηριότητες που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σε συμμόρφωση με τις ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και απαιτήσεις, και ότι αντιμετωπίζει ικανοποιητικά τις αστοχίες που εντοπίζονται·

β)

τον προσδιορισμό των κινδύνων σε σχέση με τις ανατεθείσες δραστηριότητες και την επαρκή περιοδική παρακολούθηση·

γ)

επαρκείς διαδικασίες ελέγχου όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της αποτελεσματικής εποπτείας των δραστηριοτήτων και των κινδύνων τους, στο πλαίσιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

δ)

επαρκή επιχειρηματική συνέχεια των ανατεθεισών δραστηριοτήτων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ), ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λαμβάνει πληροφορίες για τις ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας του τρίτου παρόχου υπηρεσιών, αξιολογεί την ποιότητά τους και, όπου απαιτείται, ζητεί βελτιώσεις.

5.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων διασφαλίζει ότι ο τρίτος πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με την αρμόδια αρχή του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων όσον αφορά τις ανατεθείσες δραστηριότητες.

6.   Όταν ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων αναθέτει σε τρίτους τυχόν κρίσιμες λειτουργίες, παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του τα εξής:

α)

τα στοιχεία ταυτοποίησης του τρίτου παρόχου υπηρεσιών·

β)

τα οργανωτικά μέτρα και πολιτικές σε σχέση με την εξωτερική ανάθεση και τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή, όπως προσδιορίζονται στην παράγραφο 4·

γ)

εσωτερικές ή εξωτερικές αναφορές σχετικά με τις ανατεθείσες δραστηριότητες.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 6 πρώτο εδάφιο, μια λειτουργία θεωρείται κρίσιμη εάν η πλημμελής εκτέλεση ή η μη εκτέλεσή της θα έθιγε σε ουσιαστικό βαθμό τη συνεχή συμμόρφωση του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων με τους όρους και τις υποχρεώσεις που υπέχει βάσει της άδειας λειτουργίας του ή τις λοιπές υποχρεώσεις του βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 7

Επιχειρηματική συνέχεια και εφεδρικές εγκαταστάσεις

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων χρησιμοποιεί συστήματα και εγκαταστάσεις που είναι κατάλληλα/ες και επαρκώς αξιόπιστα/ες για τη διασφάλιση της συνέχειας και της κανονικότητας της εκτέλεσης των παρεχόμενων υπηρεσιών που αναφέρονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων διενεργεί τακτικούς ελέγχους, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, αξιολογώντας τις τεχνικές του υποδομές και τις συναφείς πολιτικές και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων επιχειρηματικής συνέχειας. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων αποκαθιστά τυχόν ελλείψεις που εντοπίζονται κατά τον έλεγχο.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση συμβάντων δυσλειτουργίας, στις οποίες περιλαμβάνονται:

α)

οι διαδικασίες οι οποίες είναι κρίσιμες για τη διασφάλιση των υπηρεσιών που παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, μεταξύ των οποίων διαδικασίες κλιμάκωσης, σχετικές δραστηριότητες εξωτερικής ανάθεσης ή εξαρτήσεις από εξωτερικούς παρόχους·

β)

ειδικές ρυθμίσεις συνέχειας, οι οποίες καλύπτουν επαρκή αριθμό πιθανών σεναρίων, σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων αστοχιών του συστήματος, φυσικών καταστροφών, διακοπών επικοινωνίας, απώλειας βασικού προσωπικού και αδυναμίας χρήσης των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούνται συνήθως·

γ)

εφεδρεία στοιχείων υλισμικού, τα οποία επιτρέπουν τη μεταγωγή σε εφεδρική υποδομή, συμπεριλαμβανομένης της συνδετικότητας δικτύου και των διαύλων επικοινωνίας·

δ)

τήρηση εφεδρικών, σημαντικών επιχειρηματικών δεδομένων και επικαιροποιημένων πληροφοριών σχετικά με τις απαραίτητες επαφές, που διασφαλίζουν την επικοινωνία τόσο στο πλαίσιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων όσο και με πελάτες·

ε)

οι διαδικασίες μεταφοράς και παροχής υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων από εφεδρική εγκατάσταση·

στ)

ο ελάχιστος στοχευόμενος χρόνος επαναφοράς για κρίσιμες λειτουργίες, ο οποίος είναι όσο το δυνατόν συντομότερος και, σε κάθε περίπτωση, όχι μεγαλύτερος από έξι ώρες, για εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) [στην οδηγία: «εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.)] και παρόχους ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) [στην οδηγία: «παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.)], και έως το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας, για εγκεκριμένους μηχανισμούς αναφορών (ΕΜΑ) [στην οδηγία: «εγκεκριμένους μηχανισμούς γνωστοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.)]·

ζ)

εκπαίδευση προσωπικού στη λειτουργία των ρυθμίσεων επιχειρηματικής συνέχειας, με τους ρόλους των προσώπων, συμπεριλαμβανομένου προσωπικού ειδικών καθηκόντων ασφαλείας το οποίο είναι έτοιμο να αντιδράσει αμέσως μετά από μια διακοπή στην παροχή των υπηρεσιών.

4.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καταρτίζει ένα πρόγραμμα για την περιοδική δοκιμή, τον έλεγχο και, κατά περίπτωση, την τροποποίηση των ρυθμίσεων επιχειρηματικής συνέχειας.

5.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δημοσιεύει στον δικτυακό τόπο του και ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του και τους πελάτες του για τυχόν διακοπή παροχής υπηρεσίας ή διακοπή της σύνδεσης, καθώς και τον χρόνο που εκτιμάται για την επαναφορά της κανονικής λειτουργίας.

6.   Στην περίπτωση των ΕΜΑ, οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5 διαβιβάζονται και στην αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλει αναφορές συναλλαγών ο ΕΜΑ.

Άρθρο 8

Δοκιμές και ικανότητα

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εφαρμόζει σαφώς οριοθετημένες μεθοδολογίες ανάπτυξης και δοκιμής, οι οποίες διασφαλίζουν τα εξής:

α)

η λειτουργία των συστημάτων ΤΠ ανταποκρίνεται στις ρυθμιστικές υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

β)

οι έλεγχοι συμμόρφωσης και διαχείρισης κινδύνου που είναι ενσωματωμένοι στα συστήματα ΤΠ λειτουργούν όπως προβλέπεται·

γ)

τα συστήματα ΤΠ μπορούν να εξακολουθήσουν να λειτουργούν αποτελεσματικά ανά πάσα στιγμή.

2.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων χρησιμοποιεί επίσης τις μεθοδολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πριν και μετά τη θέση σε λειτουργία τυχόν επικαιροποιήσεων των συστημάτων ΤΠ.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του σχετικά με κάθε προγραμματισμένη σημαντική αλλαγή στο σύστημα ΤΠ, πριν από την εφαρμογή της.

4.   Στην περίπτωση των ΕΜΑ, οι γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 διαβιβάζονται επίσης και σε κάθε αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλει αναφορές συναλλαγών ο ΕΜΑ.

5.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων δημιουργεί ένα διαρκές πρόγραμμα για τον περιοδικό έλεγχο και, όπου χρειάζεται, την τροποποίηση των μεθοδολογιών ανάπτυξης και δοκιμής.

6.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς εκτελεί κατά περιόδους δοκιμές αντοχής, τουλάχιστον σε ετήσια βάση. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς συμπεριλαμβάνει, στα δυσμενή σενάρια της δοκιμής αντοχής, απρόβλεπτες συμπεριφορές κρίσιμων συστατικών στοιχείων των συστημάτων και γραμμών επικοινωνίας του. Ο έλεγχος αντοχής προσδιορίζει με ποιον τρόπο το υλισμικό, το λογισμικό και οι επικοινωνίες ανταποκρίνονται σε πιθανές απειλές, προσδιορίζοντας συστήματα που αδυνατούν να ανταποκριθούν στο πλαίσιο των δυσμενών σεναρίων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν στα εν λόγω συστήματα.

7.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων:

α)

διαθέτει επαρκείς ικανότητες για την εκτέλεση των λειτουργιών του, χωρίς διακοπές ή αστοχίες, συμπεριλαμβανομένων ελλιπών ή λανθασμένων δεδομένων·

β)

έχει επαρκή δυνατότητα κλιμάκωσης για να αντιμετωπίσει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τυχόν αύξηση στον όγκο των πληροφοριών προς επεξεργασία και στον αριθμό των αιτημάτων πρόσβασης από τους πελάτες του.

Άρθρο 9

Ασφάλεια

1.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καθορίζει και διατηρεί διαδικασίες και ρυθμίσεις για τη φυσική και ηλεκτρονική ασφάλεια, οι οποίες είναι σχεδιασμένες για τα εξής:

α)

να προστατεύουν τα συστήματα ΤΠ από κακή χρήση ή μη επιτρεπόμενη πρόσβαση·

β)

να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους επιθέσεων κατά των συστημάτων πληροφοριών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)·

γ)

να αποτρέπουν τη μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη εμπιστευτικών πληροφοριών·

δ)

να διασφαλίζουν την ασφάλεια και την ακεραιότητα των δεδομένων.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων («γνωστοποιούσα επιχείρηση») χρησιμοποιεί τρίτον («υποβάλλουσα επιχείρηση») για την υποβολή πληροφοριών σε ΕΜΑ εκ μέρους της, ο ΕΜΑ εφαρμόζει διαδικασίες και ρυθμίσεις προκειμένου να διασφαλίσει ότι η υποβάλλουσα επιχείρηση δεν έχει πρόσβαση σε άλλες πληροφορίες οι οποίες αφορούν ή υποβλήθηκαν από τη γνωστοποιούσα επιχείρηση στον ΕΜΑ, οι οποίες ενδεχομένως έχουν σταλεί απευθείας από τη γνωστοποιούσα επιχείρηση στον ΕΜΑ ή μέσω άλλης υποβάλλουσας επιχείρησης.

3.   Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων καθορίζει και διατηρεί μέτρα και ρυθμίσεις για την ταχεία αναγνώριση και διαχείριση των κινδύνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Όσον αφορά παραβιάσεις των μέτρων για τη φυσική και ηλεκτρονική ασφάλεια που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων ενημερώνει αμέσως:

α)

την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του και υποβάλει αναφορά συμβάντος, προσδιορίζοντας τη φύση του συμβάντος, τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του συμβάντος και τις πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν για την πρόληψη παρόμοιων συμβάντων·

β)

τους πελάτες του, οι οποίοι έχουν επηρεαστεί από την παραβίαση της ασφάλειας.

5.   Στην περίπτωση των ΕΜΑ, η γνωστοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 στοιχείο α) διαβιβάζεται και σε κάθε άλλη αρμόδια αρχή στην οποία υποβάλλει αναφορές συναλλαγών ο ΕΜΑ.

Άρθρο 10

Διαχείριση ελλιπών ή πιθανώς εσφαλμένων πληροφοριών από ΕΜΔ και ΠΕΔ

1.   Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ ορίζουν και διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις με τις οποίες διασφαλίζεται η ακριβής δημοσίευση των αναφορών συναλλαγών τις οποίες λαμβάνουν από επιχειρήσεις επενδύσεων και, στην περίπτωση των ΠΕΔ, από τόπους διαπραγμάτευσης και ΕΜΔ, χωρίς οι ίδιοι να εισάγουν σφάλματα ή να παραλείπουν πληροφορίες, και διορθώνουν τις πληροφορίες όταν οι ίδιοι προκάλεσαν το σφάλμα ή την παράλειψη.

2.   Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ παρακολουθούν συνεχώς, σε πραγματικό χρόνο, τις επιδόσεις των οικείων συστημάτων ΤΠ, διασφαλίζοντας ότι οι αναφορές συναλλαγών τις οποίες έχουν λάβει έχουν δημοσιευθεί επιτυχώς.

3.   Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ προβαίνουν περιοδικά σε συγκρίσεις μεταξύ των αναφορών συναλλαγών τις οποίες λαμβάνουν και των αναφορών συναλλαγών τις οποίες δημοσιεύουν, επαληθεύοντας την ορθότητα της δημοσίευσης των πληροφοριών.

4.   Ο ΕΜΔ επιβεβαιώνει τη λήψη αναφοράς συναλλαγής στη γνωστοποιούσα επιχείρηση επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένου του αναγνωριστικού κωδικού συναλλαγής που έχει αποδοθεί από τον ΕΜΔ. Ο ΕΜΔ ανατρέχει στον αναγνωριστικό κωδικό συναλλαγής σε κάθε επόμενη επικοινωνία με τη γνωστοποιούσα επιχείρηση σε σχέση με μια συγκεκριμένη αναφορά συναλλαγής.

5.   Οι ΕΜΔ καθορίζουν και διατηρούν κατάλληλες ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό, κατά την παραλαβή, αναφορών συναλλαγών που είναι ελλιπείς ή περιέχουν πιθανώς εσφαλμένες πληροφορίες. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν αυτοματοποιημένες ειδοποιήσεις τιμής και όγκου, όπου λαμβάνονται υπόψη τα εξής:

α)

ο τομέας και το τμήμα στο οποίο πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

επίπεδα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ιστορικών επιπέδων διαπραγμάτευσης·

γ)

κατάλληλοι δείκτες αναφοράς τιμής και όγκου·

δ)

εάν χρειάζεται, άλλες παραμέτρους σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού μέσου.

6.   Όταν ο ΕΜΔ εντοπίσει ότι μια αναφορά συναλλαγών την οποία λαμβάνει είναι ελλιπής ή περιέχει πιθανώς εσφαλμένες πληροφορίες, δεν τη δημοσιεύει και ειδοποιεί αμέσως την επιχείρηση επενδύσεων που υπέβαλε την αναφορά συναλλαγών.

7.   Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ διαγράφουν και τροποποιούν πληροφορίες σε μια αναφορά συναλλαγών, κατόπιν αιτήματος από την οντότητα που παρέχει τις πληροφορίες, όταν, για τεχνικούς λόγους, η εν λόγω οντότητα δεν μπορεί να διαγράψει ή να τροποποιήσει τις δικές της πληροφορίες.

8.   Οι ΕΜΔ δημοσιεύουν πολιτικές χωρίς διακρίσεις, σχετικά με την ακύρωση και τις τροποποιήσεις πληροφοριών σε αναφορές συναλλαγών, όπου καθορίζονται οι ποινές τις οποίες μπορούν να επιβάλουν οι ΕΜΔ σε επιχειρήσεις επενδύσεων που υποβάλλουν αναφορές συναλλαγών, όταν οι ελλιπείς ή εσφαλμένες πληροφορίες οδήγησαν σε ακύρωση ή τροποποίηση των αναφορών συναλλαγών.

Άρθρο 11

Διαχείριση ελλιπών ή πιθανώς εσφαλμένων πληροφοριών από ΕΜΑ

1.   Ο ΕΜΑ καθορίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις για τον εντοπισμό αναφορών συναλλαγών που είναι ελλιπείς ή περιέχουν προφανή σφάλματα που προκλήθηκαν από πελάτες. Ο ΕΜΑ διενεργεί επαλήθευση των αναφορών συναλλαγών έναντι των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για το πεδίο, τη μορφή και το περιεχόμενο των πεδίων, σύμφωνα με τον πίνακα 1 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (7).

2.   Ο ΕΜΑ καθορίζει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις για τον εντοπισμό αναφορών συναλλαγών οι οποίες περιέχουν σφάλματα ή παραλείψεις που οφείλονται στον ίδιο τον ΕΜΑ και να διορθώνει, καθώς επίσης και να τροποποιεί ή να διαγράφει, τα εν λόγω σφάλματα ή παραλείψεις. Ο ΕΜΑ διενεργεί επαλήθευση για το πεδίο, τη μορφή και το περιεχόμενο των πεδίων, σύμφωνα με τον πίνακα 1 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590.

3.   Ο ΕΜΑ παρακολουθεί συνεχώς, σε πραγματικό χρόνο, τις επιδόσεις των συστημάτων του, διασφαλίζοντας ότι η αναφορά συναλλαγής την οποία έχει λάβει έχει γνωστοποιηθεί επιτυχώς στην αρμόδια αρχή σύμφωνα, με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Ο ΕΜΑ διενεργεί περιοδικές συγκρίσεις, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής του ή της αρμόδιας αρχής στην οποία υποβάλλει αναφορές συναλλαγών ο ΕΜΑ, μεταξύ των πληροφοριών που λαμβάνει ο ΕΜΑ από τον πελάτη του ή δημιουργεί για λογαριασμό του πελάτη του, για σκοπούς γνωστοποίησης συναλλαγών, και δειγμάτων δεδομένων των πληροφοριών που παρέχονται από την αρμόδια αρχή.

5.   Κάθε διόρθωση, συμπεριλαμβανομένων ακυρώσεων ή τροποποιήσεων των αναφορών συναλλαγών, οι οποίες δεν συνίστανται σε διορθώσεις σφαλμάτων ή παραλείψεων από ΕΜΑ, πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος πελάτη και ανά αναφορά συναλλαγής. Εάν ένας ΕΜΑ ακυρώσει ή τροποποιήσει μια αναφορά κατόπιν αιτήματος πελάτη, παρέχει την εν λόγω επικαιροποιημένη αναφορά συναλλαγής στον πελάτη.

6.   Εάν ένας ΕΜΑ, πριν υποβάλει την αναφορά συναλλαγής, εντοπίσει σφάλμα ή παράλειψη που οφείλεται σε πελάτη, δεν υποβάλλει την εν λόγω αναφορά συναλλαγής και ενημερώνει αμέσως την επιχείρηση επενδύσεων για τις λεπτομέρειες του σφάλματος ή της παράλειψης, ώστε να μπορέσει ο πελάτης να υποβάλει διορθωμένη δέσμη πληροφοριών.

7.   Εάν ένας ΕΜΑ αντιληφθεί σφάλματα ή παραλείψεις που οφείλονται στον ίδιο, υποβάλλει αμέσως σωστή και πλήρη αναφορά.

8.   Ο ΕΜΑ ειδοποιεί αμέσως τον πελάτη για τις λεπτομέρειες του σφάλματος ή της παράλειψης και παρέχει επικαιροποιημένη αναφορά συναλλαγής στον πελάτη. Ο ΕΜΑ ειδοποιεί επίσης αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του και την αρμόδια αρχή στην οποία γνωστοποίησε την αναφορά συναλλαγής ο ΕΜΑ σχετικά με το σφάλμα ή την παράλειψη.

9.   Η απαίτηση διόρθωσης ή ακύρωσης εσφαλμένων αναφορών συναλλαγών ή γνωστοποίησης συναλλαγών που παραλείφθηκαν δεν επεκτείνεται σε σφάλματα ή παραλείψεις που συνέβησαν περισσότερα από πέντε έτη πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ο ΕΜΑ αντιλήφθηκε τα εν λόγω σφάλματα ή παραλείψεις.

Άρθρο 12

Συνδετικότητα των ΕΜΑ

1.   Ο ΕΜΑ διαθέτει πολιτικές, ρυθμίσεις και τεχνικές ικανότητες προκειμένου να συμμορφώνεται με την τεχνική προδιαγραφή για την υποβολή αναφορών συναλλαγών, που απαιτούνται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του και από άλλες αρμόδιες αρχές στις οποίες αποστέλλει αναφορές συναλλαγών ο ΕΜΑ.

2.   Ο ΕΜΑ διαθέτει επαρκείς πολιτικές, ρυθμίσεις και τεχνικές ικανότητες για να λαμβάνει αναφορές συναλλαγών από πελάτες και να διαβιβάζει νέες πληροφορίες στους πελάτες. Ο ΕΜΑ παρέχει στους πελάτες αντίγραφο της αναφοράς συναλλαγής την οποία υπέβαλε στην αρμόδια αρχή για λογαριασμό του πελάτη.

Άρθρο 13

Άλλες υπηρεσίες που παρέχονται από ΠΕΔ

1.   Ο ΠΕΔ μπορεί να παρέχει τις ακόλουθες επιπλέον υπηρεσίες:

α)

παροχή δεδομένων προσυναλλακτικής διαφάνειας·

β)

παροχή ιστορικών δεδομένων·

γ)

παροχή δεδομένων αναφοράς·

δ)

παροχή έρευνας·

ε)

επεξεργασία, διανομή και εμπορία δεδομένων και στατιστικών για χρηματοπιστωτικά μέσα, τόπους διαπραγμάτευσης και άλλα δεδομένα που σχετίζονται με την αγορά·

στ)

σχεδιασμό, διαχείριση, συντήρηση και εμπορία λογισμικού, υλισμικού και δικτύων σχετικών με τη διαβίβαση δεδομένων και πληροφοριών.

2.   Ο ΠΕΔ μπορεί να παρέχει υπηρεσίες πέραν εκείνων που ορίζονται στην παράγραφο 1, οι οποίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της αγοράς, εφόσον οι εν λόγω υπηρεσίες δεν ενέχουν κάποιον κίνδυνο ο οποίος να επηρεάζει την ποιότητα του ενοποιημένου δελτίου ή την ανεξαρτησία του ΠΕΔ, και ο οποίος δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί ή μετριαστεί επαρκώς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ

(άρθρο 64 παράγραφοι 1 και 2, και άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Άρθρο 14

Αναγνωσιμότητα από μηχανή

1.   Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ δημοσιεύουν τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1 και το άρθρο 65 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε μορφή αναγνώσιμη από μηχανή.

2.   Οι ΠΕΔ δημοσιεύουν τις πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σε μορφή αναγνώσιμη από μηχανή.

3.   Οι πληροφορίες θεωρούνται δημοσιευμένες σε μορφή αναγνώσιμη από μηχανή μόνον εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι σε ηλεκτρονική μορφή σχεδιασμένη για απευθείας και αυτόματη ανάγνωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή·

β)

είναι αποθηκευμένες σε κατάλληλη αρχιτεκτονική ΤΠ, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 7, που επιτρέπει την αυτόματη πρόσβαση·

γ)

είναι επαρκώς αξιόπιστες για τη διασφάλιση της συνέχειας και της κανονικότητας της εκτέλεσης των παρεχόμενων υπηρεσιών και διασφαλίζουν επαρκή πρόσβαση όσον αφορά την ταχύτητα·

δ)

μπορούν να προσπελαστούν, να αναγνωσθούν, να χρησιμοποιηθούν και να αντιγραφούν από λογισμικό υπολογιστή το οποίο είναι δωρεάν και δημόσια διαθέσιμο.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο α), η ηλεκτρονική μορφή προσδιορίζεται από δωρεάν, κοινά και ανοικτά πρότυπα.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 στοιχείο α), η ηλεκτρονική μορφή περιλαμβάνει τον τύπο αρχείων ή μηνυμάτων, τους κανόνες προσδιορισμού τους, και το όνομα και τον τύπο δεδομένων των πεδίων που περιέχουν.

5.   Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ:

α)

δημοσιεύουν οδηγίες για το κοινό, στις οποίες εξηγούν πώς και πού μπορεί το κοινό να αποκτήσει εύκολη πρόσβαση στα δεδομένα και να τα χρησιμοποιήσει, καθώς και προσδιορισμό της ηλεκτρονικής μορφής·

β)

δημοσιεύουν τυχόν αλλαγές στις οδηγίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την έναρξη ισχύος τους, εκτός εάν υπάρχει επείγουσα και δεόντως αιτιολογημένη ανάγκη να τεθούν σε ισχύ νωρίτερα οι αλλαγές στις οδηγίες·

γ)

συμπεριλαμβάνουν έναν σύνδεσμο προς τις οδηγίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) στην αρχική σελίδα του δικτυακού τους τόπου.

Άρθρο 15

Πεδίο εφαρμογής του ενοποιημένου δελτίου για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Ο ΠΕΔ συμπεριλαμβάνει, στην ηλεκτρονική ροή δεδομένων, δεδομένα που δημοσιοποιήθηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 σε σχέση με όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα.

2.   Όταν ένας νέος ΕΜΔ ή ένας νέος τόπος διαπραγμάτευσης ξεκινήσουν τη λειτουργία τους, ο ΠΕΔ συμπεριλαμβάνει τα δεδομένα που δημοσιοποιούνται από τον εν λόγω ΕΜΔ ή τόπο διαπραγμάτευσης στην ηλεκτρονική ροή δεδομένων του ενοποιημένου δελτίου του το συντομότερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έξι μήνες από την έναρξη λειτουργίας του ΕΜΔ ή του τόπου διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 16

Προσδιορισμός των πρωτότυπων και διπλότυπων αναφορών συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Όταν ένας ΕΜΔ δημοσιεύει μια αναφορά συναλλαγής η οποία αποτελεί αντίγραφο, εισάγει τον κωδικό «DUPL» σε ένα πεδίο ανατύπωσης, ώστε να διευκολύνει τους παραλήπτες των δεδομένων να κάνουν διάκριση μεταξύ της πρωτότυπης αναφοράς συναλλαγής και τυχόν αντιγράφων της.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ο ΕΜΔ απαιτεί από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να συμμορφώνεται με έναν από τους ακόλουθους όρους:

α)

να πιστοποιεί ότι γνωστοποιεί μόνον συναλλαγές σε ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο μέσω του εν λόγω ΕΜΔ·

β)

να χρησιμοποιεί μηχανισμό ταυτοποίησης ο οποίος επισημαίνει μία αναφορά ως την πρωτότυπη («ORGN») και όλες τις υπόλοιπες αναφορές της ίδιας συναλλαγής ως διπλότυπες («DUPL»).

Άρθρο 17

Δημοσίευση πρωτότυπων αναφορών συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

Ο ΠΕΔ δεν ενοποιεί αναφορές συναλλαγών με τον κωδικό «DUPL» στο πεδίο ανατύπωσης.

Άρθρο 18

Λεπτομέρειες προς δημοσίευση από τον ΕΜΔ

1.   Ο ΕΜΔ δημοσιεύει:

α)

για συναλλαγές που εκτελούνται όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, τις λεπτομέρειες συναλλαγής που ορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 και χρησιμοποιεί τις κατάλληλες επισημάνσεις που αναφέρονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587·

β)

για συναλλαγές που εκτελούνται όσον αφορά ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα, τις λεπτομέρειες συναλλαγής που ορίζονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583 και χρησιμοποιεί τις κατάλληλες επισημάνσεις που αναφέρονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος II του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583.

2.   Όταν δημοσιεύει πληροφορίες για τον χρόνο γνωστοποίησης της συναλλαγής, ο ΕΜΔ συμπεριλαμβάνει την ημερομηνία και ώρα, σε επίπεδο δευτερολέπτου, κατά την οποία δημοσιεύει τη συναλλαγή.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, ο ΕΜΔ που δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με μια συναλλαγή η οποία εκτελέστηκε σε ηλεκτρονικό σύστημα, συμπεριλαμβάνει την ημερομηνία και την ώρα, σε επίπεδο χιλιοστού του δευτερολέπτου, δημοσίευσης της εν λόγω συναλλαγής στην οικεία αναφορά συναλλαγής.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, ως «ηλεκτρονικό σύστημα» νοείται ένα σύστημα στο οποίο οι εντολές αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικής διαπραγμάτευσης ή στο οποίο οι εντολές αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εκτός του συστήματος, εφόσον έχουν δημοσιοποιηθεί μέσω του συγκεκριμένου συστήματος.

5.   Οι χρονοσφραγίδες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, αντίστοιχα, δεν παρεκκλίνουν κατά περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο ή χιλιοστό του δευτερολέπτου από τη συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC), η οποία εκδίδεται και διατηρείται από ένα από τα κέντρα συντονισμού ώρας που απαριθμούνται στην πλέον πρόσφατη ετήσια έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών (BIPM) για τις δραστηριότητες ώρας.

Άρθρο 19

Μη διακριτική μεταχείριση

Οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που πρέπει να δημοσιευθούν αποστέλλονται μέσω όλων των διαύλων διανομής ταυτόχρονα, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου οι πληροφορίες δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικώς εφικτό, ή 15 λεπτά μετά την πρώτη δημοσίευση.

Άρθρο 20

Λεπτομέρειες προς δημοσίευση από τον ΠΕΔ

Ο ΠΕΔ δημοσιοποιεί:

α)

για συναλλαγές που εκτελούνται ως προς μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, τις λεπτομέρειες συναλλαγής που καθορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 και χρησιμοποιεί τις κατάλληλες επισημάνσεις που παρατίθενται στον πίνακα 3 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587·

β)

για συναλλαγές που εκτελούνται ως προς ομολογίες, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα, τις λεπτομέρειες συναλλαγής που καθορίζονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583 και χρησιμοποιεί τις κατάλληλες επισημάνσεις που παρατίθενται στον πίνακα 2 του παραρτήματος II του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ωστόσο, το άρθρο 14 παράγραφος 2 και το άρθρο 20 στοιχείο β) εφαρμόζονται από την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα από την ημερομηνία εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84)

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ.600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 14.8.2013, σ. 8).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/142


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/572 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 2ας Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον προσδιορισμό της προσφοράς προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών δεδομένων και του επιπέδου επιμερισμού των δεδομένων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 12 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να μειωθεί το κόστος της αγοράς δεδομένων για τους συμμετέχοντες στην αγορά, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 προβλέπει ότι τα δεδομένα προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού «διαχωρισμένα» για χωριστά στοιχεία δεδομένων. Είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί το επίπεδο επιμερισμού βάσει του οποίου οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να προσφέρουν δεδομένα. Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία ζήτησης τέτοιων δεδομένων από άλλους συμφεροντούχους, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης θα πρέπει να επιμερίζουν τα δεδομένα κατά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, χώρα έκδοσης, το νόμισμα στο οποίο πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, καθώς και σύμφωνα με το αν τα δεδομένα προέρχονται από προγραμματισμένες ημερήσιες δημοπρασίες ή συνεχή διαπραγμάτευση.

(2)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα παρεχόμενα προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά δεδομένα ανταποκρίνονται καταλλήλως στη ζήτηση από τους συμμετέχοντες στην αγορά, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης θα πρέπει να προσφέρουν οποιονδήποτε συνδυασμό των κριτηρίων επιμερισμού σε εύλογη εμπορική βάση.

(3)

Για ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως για παράγωγα, μπορεί να μην είναι πάντοτε δυνατός ο αδιαμφισβήτητος προσδιορισμός της συγκεκριμένης κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στην οποία ανήκει το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, καθώς ο προσδιορισμός μιας κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού εξαρτάται από το ποια χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών μέσων θεωρούνται καθοριστικής σημασίας. Παρομοίως, μπορεί να μην είναι πάντοτε δυνατός ο αδιαμφισβήτητος προσδιορισμός άλλων κριτηρίων τα οποία πληροί ένα είδος δεδομένων. Για να διασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι αγοράζουν δεδομένα από έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης λαμβάνουν ένα συνεκτικό σύνολο δεδομένων, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης είναι αναγκαίο να προσδιορίζουν, στις περιπτώσεις που τα κριτήρια επιμερισμού δεν μπορούν να εφαρμοστούν με αδιαμφισβήτητο τρόπο, ποια κριτήρια θα πρέπει να πληροί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή ένα είδος δεδομένων.

(4)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(5)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(6)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Προσφορά δεδομένων προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης θέτουν, κατόπιν αιτήματος, τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3, 4 και 6 έως 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 στη διάθεση του κοινού, προσφέροντας τα προσυναλλακτικά και τα μετασυναλλακτικά δεδομένα επιμερισμένα, σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τη φύση της κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού:

i)

μετοχές·

ii)

πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

iii)

ομολογίες και δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα·

iv)

δικαιώματα εκπομπής ρύπων·

v)

παράγωγα·

β)

τη χώρα έκδοσης μετοχών και κρατικών χρεωστικών τίτλων·

γ)

το νόμισμα στο οποίο πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση του χρηματοπιστωτικού μέσου·

δ)

προγραμματισμένες ημερήσιες δημοπρασίες σε αντιδιαστολή με συνεχή διαπραγμάτευση.

2.   Τα παράγωγα που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο v) επιμερίζονται σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

παράγωγα επί μετοχών·

β)

παράγωγα επιτοκίων·

γ)

πιστωτικά παράγωγα·

δ)

παράγωγα επί συναλλάγματος·

ε)

παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων·

στ)

άλλα παράγωγα.

3.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης προσδιορίζουν ποια κριτήρια πληροί ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή είδος δεδομένων, όταν τα κριτήρια επιμερισμού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ή 2 δεν μπορούν να εφαρμοστούν με αδιαμφισβήτητο τρόπο.

4.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 με οποιονδήποτε συνδυασμό, κατόπιν αιτήματος.

5.   Επιπλέον της προσφοράς των δεδομένων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης μπορούν να προσφέρουν δέσμες δεδομένων.

Άρθρο 2

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 55 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 2 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/145


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/573 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 6ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τις απαιτήσεις με τις οποίες εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και η διάρθρωση χρεώσεων είναι δίκαιες και αμερόληπτες

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχείο δ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι σημαντικό να εγκριθούν λεπτομερή ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για να προσδιοριστούν σαφώς οι συνθήκες κατά τις οποίες οι υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και η διάρθρωση χρεώσεων που χρησιμοποιούνται από τόπους διαπραγμάτευσης μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δίκαιες και αμερόληπτες.

(2)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ επεκτείνει τις απαιτήσεις σχετικά με τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και τη διάρθρωση χρεώσεων σε πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και οργανωμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης. Επομένως, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω τόποι εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(3)

Προκειμένου να διασφαλιστούν εναρμονισμένοι όροι, θα πρέπει να ισχύουν κοινές απαιτήσεις για όλα τα είδη υπηρεσιών συστέγασης συστημάτων και για τόπους διαπραγμάτευσης που οργανώνουν τα δικά τους κέντρα δεδομένων ή χρησιμοποιούν κέντρα δεδομένων που ανήκουν σε τρίτους ή τελούν υπό τη διαχείριση τρίτων.

(4)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν την εμπορική πολιτική τους όσον αφορά τη συστέγαση συστημάτων και να προσδιορίζουν σε ποια είδη συμμετεχόντων στην αγορά επιθυμούν να παραχωρήσουν πρόσβαση στις εν λόγω υπηρεσίες, υπό τον όρο η εμπορική πολιτική τους να βασίζεται σε αντικειμενικά, διαφανή και αμερόληπτα κριτήρια. Οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να επεκτείνουν τις ικανότητες συστέγασης συστημάτων τους πέρα από τα όρια του χώρου, των εγκαταστάσεων ηλεκτροδότησης, ψύξης ή παρόμοιων εγκαταστάσεων που είναι διαθέσιμες και θα πρέπει να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν αν θα επεκτείνουν τον χώρο συστέγασης συστημάτων τους ή όχι.

(5)

Οι δίκαιες και χωρίς διακρίσεις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων και διαρθρώσεις χρεώσεων απαιτούν επαρκή βαθμό διαφάνειας, για να εξασφαλιστεί ότι δεν καταστρατηγούνται οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ. Ως εκ τούτου, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν αντικειμενικά κριτήρια κατά τον προσδιορισμό των εκπτώσεων, των κινήτρων και των αντικινήτρων.

(6)

Οι διαρθρώσεις χρεώσεων οι οποίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση συνθηκών που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη εύρυθμη διεξαγωγή συναλλαγών, μέσω της ενθάρρυνσης της εντατικής διαπραγμάτευσης, και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε πιέσεις των υποδομών της αγοράς, θα πρέπει να απαγορεύονται. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιτρέπονται εκπτώσεις όγκου, υπό την προϋπόθεση, ως πλαίσια διαφοροποίησης των τιμών, να βασίζονται στον συνολικό όγκο συναλλαγών, τον συνολικό αριθμό των συναλλαγών ή τις σωρευμένες χρεώσεις διαπραγμάτευσης που δημιουργούνται από ένα μέλος, όπου μόνο οι οριακές συναλλαγές που εκτελούνται μετά την επίτευξη του ορίου εκτελούνται σε μειωμένη τιμή.

(7)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(8)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(9)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Δίκαιες και αμερόληπτες υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης που παρέχουν υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων, εντός των ορίων του χώρου, των εγκαταστάσεων ηλεκτροδότησης, ψύξης ή παρόμοιων διαθέσιμων εγκαταστάσεων, διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω υπηρεσίες παρέχονται με δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2, 3 και 4 σε σχέση με τα ακόλουθα:

α)

κέντρα δεδομένων που τελούν υπό την κατοχή και διαχείρισή τους·

β)

κέντρα δεδομένων που τελούν υπό την κατοχή τους και τα οποία διαχειρίζεται τρίτος τον οποίο επιλέγουν·

γ)

κέντρα δεδομένων που τελούν υπό την κατοχή και διαχείριση τρίτου, με τον οποίο ο τόπος διαπραγμάτευσης έχει συνάψει συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης όσον αφορά την οργάνωση της υποδομής εκτέλεσης του τόπου διαπραγμάτευσης, καθώς και της πρόσβασης εγγύτητας σε αυτόν·

δ)

υπηρεσίες φιλοξενίας εγγύτητας που τελούν υπό την κατοχή και διαχείριση τρίτου, με συμβατικό διακανονισμό με έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν σε όλους τους χρήστες που έχουν εγγραφεί στις ίδιες υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων πρόσβαση στο δίκτυό τους υπό τους ίδιους όρους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον χώρο, την ηλεκτροδότηση, την ψύξη, το μήκος των καλωδίων, την πρόσβαση στα δεδομένα, τη συνδετικότητα της αγοράς, την τεχνολογία, την τεχνική υποστήριξη και τα είδη ανταλλαγής μηνυμάτων.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για την παρακολούθηση όλων των συνδέσεων και των μετρήσεων χρόνου αναμονής, προκειμένου να διασφαλιστεί η μη διακριτική μεταχείριση όλων των χρηστών των υπηρεσιών συστέγασης συστημάτων που έχουν το ίδιο είδος πρόσβασης σε χρόνο απόκρισης.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διαθέτουν μεμονωμένες υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων, χωρίς απαίτηση για αγορά δεσμοποιημένων υπηρεσιών.

Άρθρο 2

Διαφάνεια κατά την παροχή υπηρεσιών συστέγασης συστημάτων

Οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιεύουν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων τους στους δικτυακούς τόπους τους:

α)

έναν κατάλογο των παρεχόμενων υπηρεσιών, ο οποίος περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τον χώρο, την ηλεκτροδότηση, την ψύξη, το μήκος των καλωδίων, την πρόσβαση στα δεδομένα, τη συνδετικότητα της αγοράς, την τεχνολογία, την τεχνική υποστήριξη, τα είδη μηνυμάτων, τις τηλεπικοινωνίες και τα συναφή προϊόντα και υπηρεσίες·

β)

τη διάρθρωση χρεώσεων για κάθε υπηρεσία, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2·

γ)

τους όρους για την πρόσβαση στην υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πληροφορικής και των λειτουργικών ρυθμίσεων·

δ)

τα διάφορα είδη χρόνου αναμονής για πρόσβαση που είναι διαθέσιμα·

ε)

τη διαδικασία κατανομής του χώρου συστέγασης συστημάτων·

στ)

τις απαιτήσεις για τρίτους παρόχους υπηρεσιών συστέγασης συστημάτων, κατά περίπτωση.

Άρθρο 3

Δίκαιες και χωρίς διακρίσεις χρεώσεις

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης επιβάλλουν την ίδια χρέωση και παρέχουν τους ίδιους όρους σε όλους τους χρήστες του ίδιου είδους υπηρεσιών, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν διαφορετικές διαρθρώσεις χρεώσεων για το ίδιο είδος υπηρεσιών μόνο όταν οι εν λόγω διαρθρώσεις χρεώσεων βασίζονται σε αμερόληπτα, μετρήσιμα και αντικειμενικά κριτήρια όσον αφορά:

α)

τον συνολικό όγκο συναλλαγών, τον αριθμό συναλλαγών ή τις σωρευτικές χρεώσεις συναλλαγών·

β)

τις υπηρεσίες ή τις δέσμες υπηρεσιών που παρέχονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης·

γ)

τον σκοπό ή το πεδίο της ζητούμενης χρήσης·

δ)

την παροχή ρευστότητας, σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή με την ιδιότητα του ειδικού διαπραγματευτή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι η διάρθρωση των χρεώσεών τους είναι αρκετά αναλυτική, ώστε να επιτρέπει στους χρήστες να προβλέπουν τις πληρωτέες χρεώσεις με βάση τουλάχιστον τα εξής στοιχεία:

α)

χρεώσιμες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που ενεργοποιούν τη χρέωση·

β)

τη χρέωση για κάθε υπηρεσία, αναφέροντας αν η χρέωση είναι σταθερή ή μεταβλητή·

γ)

εκπτώσεις, κίνητρα ή αντικίνητρα.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθιστούν τις επιμέρους υπηρεσίες διαθέσιμες χωρίς να τις συνδυάζουν με άλλες υπηρεσίες.

Άρθρο 4

Διαφάνεια των διαρθρώσεων των χρεώσεων

Οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιεύουν τα αντικειμενικά κριτήρια για τον καθορισμό των χρεώσεων και των διαρθρώσεων των χρεώσεών τους, καθώς και άλλων όρων που προβλέπονται στο άρθρο 3, μαζί με τις χρεώσεις εκτέλεσης, τις παρεπόμενες χρεώσεις, τις εκπτώσεις, τα κίνητρα και τα αντικίνητρα σε ένα αναλυτικό έγγραφο δημόσιας πρόσβασης στον δικτυακό τόπο τους.

Άρθρο 5

Απαγορευμένες διαρθρώσεις χρεώσεων

Οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν προσφέρουν στα μέλη, τους συμμετέχοντες ή τους πελάτες τους διάρθρωση χρεώσεων όπου, μόλις οι συναλλαγές τους υπερβούν ένα συγκεκριμένο όριο, το σύνολο των συναλλαγών τους επωφελείται από μικρότερη χρέωση για μια καθορισμένη περίοδο, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που εκτελέστηκαν πριν από την επίτευξη του εν λόγω ορίου.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 6 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/148


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/574 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 7ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 50 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο συγχρονισμός των ρολογιών έχει άμεση επίπτωση σε πολλά πεδία. Συγκεκριμένα, συμβάλλει ώστε να διασφαλιστεί ότι τα μετασυναλλακτικά δεδομένα διαφάνειας μπορούν να αποτελέσουν άμεσα μέρος ενός αξιόπιστου και ενοποιημένου δελτίου. Είναι επίσης απαραίτητος για τη διενέργεια ελέγχων των εντολών μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης και τον εντοπισμό περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς, ενώ επιτρέπει επίσης τη σαφέστερη σύγκριση μεταξύ της συναλλαγής και των συνθηκών της αγοράς που επικρατούν κατά τη στιγμή της εκτέλεσής τους.

(2)

Ο αριθμός εντολών που λαμβάνονται κάθε δευτερόλεπτο από έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορεί να είναι πολύ μεγάλος, πολύ μεγαλύτερος από αυτόν των εκτελεσθεισών συναλλαγών. Ο αριθμός αυτός μπορεί να επεκταθεί σε αρκετές χιλιάδες εντολές ανά δευτερόλεπτο, ανάλογα με τον τόπο διαπραγμάτευσης, τον τύπο των μελών, των συμμετεχόντων ή των πελατών ενός δεδομένου τόπου διαπραγμάτευσης, καθώς και τη μεταβλητότητα και ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων. Ως εκ τούτου, η χρονική ακρίβεια ενός δευτερολέπτου δεν θα επαρκούσε για την αποτελεσματική εποπτεία της χειραγώγησης της αγοράς για ορισμένους τύπους δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης. Επομένως, είναι αναγκαίο να καθοριστούν ελάχιστες απαιτήσεις λεπτομέρειας για την καταγραφή της ημερομηνίας και της ώρας κοινοποιητέων συμβάντων από διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς.

(3)

Οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να είναι σε θέση να ανασυντάξουν όλα τα συμβάντα που σχετίζονται με μια εντολή καθ' όλη τη διάρκεια ζωής εκάστης εντολής σε μια χρονική σειρά ακριβείας. Οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να είναι σε θέση να ανασυντάξουν όλα αυτά τα συμβάντα σε πολλαπλούς τόπους διαπραγμάτευσης σε ενοποιημένο επίπεδο, ώστε να μπορούν να διενεργούν αποτελεσματικό έλεγχο μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης όσον αφορά την κατάχρηση της αγοράς. Είναι, επομένως, αναγκαίο να καθιερωθεί ένας κοινός χρόνος αναφοράς και κανόνες σχετικά με τη μέγιστη απόκλιση από τον κοινό χρόνο αναφοράς, ώστε να διασφαλιστεί ότι όλοι οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς καταγράφουν την ώρα και την ημερομηνία βάσει της ίδιας χρονικής πηγής και σύμφωνα με συνεπή πρότυπα. Είναι επίσης αναγκαίο να υπάρχει χρονοσήμανση ακριβείας, η οποία θα επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να προβαίνουν σε διάκριση μεταξύ διαφόρων κοινοποιητέων συμβάντων, τα οποία, υπό άλλες συνθήκες, μπορεί να φαινόταν ότι είχαν προκύψει κατά την ίδια χρονική στιγμή.

(4)

Υπάρχουν, ωστόσο, μοντέλα διαπραγμάτευσης για τα οποία η αυξημένη ακρίβεια μπορεί να μην είναι σημαντική ή εφικτή. Τα συστήματα προφορικής διαπραγμάτευσης ή τα συστήματα αίτησης προσδιορισμού τιμής, όπου η απόκριση απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση ή δεν επιτρέπει την αλγοριθμική συναλλαγή, ή τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια κατ' ιδίαν διαπραγματευθεισών συναλλαγών θα πρέπει να υπόκεινται σε διαφορετικά πρότυπα ακριβείας. Οι χώροι διαπραγμάτευσης που λειτουργούν αυτά τα συστήματα διαπραγμάτευσης συνήθως δεν είναι επιρρεπείς στον υψηλό όγκο συμβάντων που μπορούν να προκύψουν στο ίδιο δευτερόλεπτο, γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν είναι απαραίτητο να επιβληθεί μεγαλύτερη λεπτομέρεια στη χρονοσήμανση των εν λόγω συμβάντων, καθώς είναι λιγότερο πιθανό να προκύψουν πολλαπλά συμβάντα ταυτόχρονα. Επιπλέον, οι συναλλαγές σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης μπορεί να συμφωνούνται με χειροκίνητες μεθόδους, οι οποίες μπορεί να απαιτούν χρόνο. Σε αυτούς τους τόπους διαπραγμάτευσης υπάρχει επίσης μια εγγενής καθυστέρηση μεταξύ της στιγμής εκτέλεσης της συναλλαγής και της στιγμής καταγραφής της στο σύστημα διαπραγμάτευσης, γεγονός που συνεπάγεται ότι η εφαρμογή πιο αυστηρών απαιτήσεων ακριβείας δεν θα οδηγούσε απαραίτητα σε πιο ουσιαστική και ακριβή τήρηση αρχείων από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης, τα μέλη του ή τους συμμετέχοντες σε αυτόν.

(5)

Οι αρμόδιες αρχές χρειάζεται να κατανοούν με ποιον τρόπο οι τόποι διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς διασφαλίζουν την ιχνηλασιμότητά τους προς τη συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC). Αυτό συμβαίνει λόγω της πολυπλοκότητας των διαφόρων συστημάτων και του αριθμού εναλλακτικών μεθόδων που μπορούν να χρησιμοποιούνται για τον συγχρονισμό με την UTC. Δεδομένου ότι η ολίσθηση χρονιστή μπορεί να επηρεαστεί από πολλά διαφορετικά στοιχεία, είναι επίσης σκόπιμο να προσδιοριστεί ένα επίπεδο αποδοχής για τη μέγιστη απόκλιση από την UTC.

(6)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(7)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(8)

Η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Χρόνος αναφοράς

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς συγχρονίζουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος με τη συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC), η οποία εκδίδεται και διατηρείται από τα κέντρα συντονισμού ώρας που απαριθμούνται στην πλέον πρόσφατη ετήσια έκθεση του Διεθνούς Γραφείου Μέτρων και Σταθμών για τις δραστηριότητες ώρας. Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς μπορούν επίσης να συγχρονίζουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε κοινοποιητέου συμβάντος με τη συντονισμένη παγκόσμια ώρα (UTC), η οποία διαδίδεται με δορυφορικό σύστημα, εφόσον κάθε μετατόπιση από την UTC λαμβάνεται υπόψη και αφαιρείται από τη χρονοσφραγίδα.

Άρθρο 2

Επίπεδο ακριβείας για διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι τα ρολόγια εργασίας τους συμμορφώνονται με τα επίπεδα ακριβείας που ορίζονται στον πίνακα 1 του παραρτήματος, σύμφωνα με τον χρόνο αναμονής από πύλη σε πύλη κάθε συστήματος διαπραγμάτευσής τους.

Ο χρόνος αναμονής από πύλη σε πύλη είναι ο χρόνος που μετράται από τη στιγμή λήψης ενός μηνύματος από μια εξωτερική πύλη του συστήματος του τόπου διαπραγμάτευσης, το οποίο αποστέλλεται μέσω του πρωτοκόλλου υποβολής εντολής, υποβάλλεται σε επεξεργασία από τη μηχανή ταύτισης και, στη συνέχεια, αποστέλλεται πίσω, έως ότου σταλεί επιβεβαίωση από την πύλη.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που λειτουργούν σύστημα προφορικής διαπραγμάτευσης, σύστημα αίτησης προσδιορισμού τιμής όπου η απόκριση απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση ή δεν επιτρέπει την αλγοριθμική συναλλαγή, ή σύστημα στο οποίο καταρτίζονται κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) διασφαλίζουν ότι τα ρολόγια εργασίας τους δεν αποκλίνουν κατά περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο από την UTC που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος κανονισμού. Ο διαχειριστής του τόπου διαπραγμάτευσης διασφαλίζει ότι οι χρόνοι καταγράφονται με ακρίβεια τουλάχιστον ενός δευτερολέπτου.

3.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που λειτουργούν πολλαπλούς τύπους συστημάτων διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι κάθε σύστημα συμμορφώνεται με το επίπεδο ακριβείας που ισχύει για το εν λόγω σύστημα, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 3

Επίπεδο ακριβείας για μέλη ή συμμετέχοντες σε τόπους διαπραγμάτευσης

1.   Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες σε τόπους διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν την ώρα κοινοποιητέων συμβάντων συμμορφώνονται με το επίπεδο ακριβείας που ορίζεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες σε τόπους διαπραγμάτευσης οι οποίοι εμπλέκονται σε πολλαπλούς τύπους δραστηριοτήτων διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι τα συστήματα που χρησιμοποιούν για να καταγράψουν κοινοποιητέα συμβάντα συμμορφώνονται με το επίπεδο ακριβείας που ισχύει για κάθε μία από αυτές τις δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 4

Συμμόρφωση με τις μέγιστες απαιτήσεις απόκλισης

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης, τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς καθιερώνουν ένα σύστημα ιχνηλασιμότητας προς την UTC. Είναι σε θέση να αποδείξουν την ιχνηλασιμότητα προς την UTC τεκμηριώνοντας τον σχεδιασμό, τη λειτουργία και τις προδιαγραφές του συστήματος. Είναι σε θέση να προσδιορίσουν το ακριβές σημείο στο οποίο τίθεται μια χρονοσφραγίδα και να αποδείξουν ότι το σημείο στο σύστημα όπου τίθεται η χρονοσφραγίδα εξακολουθεί να είναι συνεπές. Διενεργούν έλεγχο της συμμόρφωσης του συστήματος ιχνηλασιμότητας με τον παρόντα κανονισμό τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 7 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1

Επίπεδο ακριβείας για διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης

Χρόνος αναμονής από πύλη σε πύλη του συστήματος διαπραγμάτευσης

Μέγιστη απόκλιση από την UTC

Επίπεδο λεπτομέρειας της χρονοσφραγίδας

> 1 χιλιοστό του δευτερολέπτου

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου ή καλύτερο

≤ 1 χιλιοστό του δευτερολέπτου

100 μικροδευτερόλεπτα

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου ή καλύτερο


Πίνακας 2

Επίπεδο ακριβείας για μέλη ή συμμετέχοντες σε τόπους διαπραγμάτευσης

Τύπος δραστηριότητας διαπραγμάτευσης

Περιγραφή

Μέγιστη απόκλιση από την UTC

Επίπεδο λεπτομέρειας της χρονοσφραγίδας

Δραστηριότητα που χρησιμοποιεί αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας

Αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας.

100 μικροδευτερόλεπτα

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου ή καλύτερο

Δραστηριότητα σε συστήματα προφορικής διαπραγμάτευσης

Συστήματα προφορικής διαπραγμάτευσης, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της (ΕΕ) 2017/583 (1)

1 δευτερόλεπτο

1 δευτερόλεπτο ή καλύτερο

Δραστηριότητα σε συστήματα αίτησης προσδιορισμού τιμής, όπου η απόκριση απαιτεί ανθρώπινη παρέμβαση ή όπου το σύστημα δεν επιτρέπει την αλγοριθμική συναλλαγή

Συστήματα αίτησης προσδιορισμού τιμής, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/583

1 δευτερόλεπτο

1 δευτερόλεπτο ή καλύτερο

Δραστηριότητα διενέργειας κατ' ιδίαν διαπραγματευθεισών συναλλαγών

Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

1 δευτερόλεπτο

1 δευτερόλεπτο ή καλύτερο

Κάθε άλλη δραστηριότητα διαπραγμάτευσης

Κάθε άλλη δραστηριότητα διαπραγμάτευσης που δεν καλύπτεται στον παρόντα πίνακα.

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου

1 χιλιοστό του δευτερολέπτου ή καλύτερο


(1)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2016 σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα. (Βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας.)


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/152


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/575 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 8ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να δημοσιεύονται από τους τόπους εκτέλεσης για την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο στοιχείο α),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να παρέχονται στο κοινό και στις επιχειρήσεις επενδύσεων σχετικά δεδομένα για την ποιότητα της εκτέλεσης, τα οποία τους βοηθούν να προσδιορίζουν τον καλύτερο τρόπο εκτέλεσης των εντολών των πελατών, είναι σημαντικό να καθοριστούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο, η μορφή και η περιοδικότητα των δεδομένων που σχετίζονται με την ποιότητα εκτέλεσης των χρηματοπιστωτικών μέσων που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται από τόπους διαπραγμάτευσης και συστηματικούς εσωτερικοποιητές. Είναι επίσης σημαντικό να καθοριστούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο, η μορφή και η περιοδικότητα των δεδομένων που αφορούν την ποιότητα εκτέλεσης άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται από τόπους διαπραγμάτευσης. Ως προς αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το είδος του τόπου εκτέλεσης και το είδος του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου.

(2)

Για να αξιολογηθεί πλήρως ο βαθμός της ποιότητας της εκτέλεσης των συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα στην Ένωση, οι τόποι εκτέλεσης που ενδέχεται να επιλέγονται από επιχειρήσεις επενδύσεων για την εκτέλεση των εντολών των πελατών είναι σκόπιμο να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να παρέχονται από τους τόπους εκτέλεσης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Για αυτόν τον σκοπό, σε αυτούς τους τόπους εκτέλεσης θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης, οι μηχανισμοί οργανωμένης διαπραγμάτευσης, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, οι ειδικοί διαπραγματευτές και άλλοι πάροχοι ρευστότητας.

(3)

Λόγω των διαφορών στο είδος του τόπου εκτέλεσης και των χρηματοπιστωτικών μέσων, το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων αναφορών θα πρέπει να ποικίλλει βάσει διαφόρων παραγόντων. Ο όγκος και το είδος των δεδομένων που γνωστοποιούνται είναι σκόπιμο να διαφοροποιούνται αναλόγως των συστημάτων διαπραγμάτευσης, των τρόπων διαπραγμάτευσης και των χώρων συναλλαγών, ώστε να δημιουργηθεί κατάλληλο πλαίσιο για την ποιότητα της εκτέλεσης που επιτυγχάνεται.

(4)

Προκειμένου να αποφεύγονται ακατάλληλες συγκρίσεις μεταξύ τόπων εκτέλεσης και να διασφαλίζεται η συνάφεια των δεδομένων που συγκεντρώνονται, οι τόποι εκτέλεσης θα πρέπει να υποβάλλουν χωριστές αναφορές οι οποίες αντιστοιχούν σε τμήματα που χρησιμοποιούν διαφορετικά βιβλία εντολών ή που ρυθμίζονται διαφορετικά ή που χρησιμοποιούν διαφορετικούς αναγνωριστικούς κωδικούς τμήματος της αγοράς.

(5)

Για να διασφαλίζεται η παροχή μιας επακριβούς εικόνας της ποιότητας της εκτέλεσης που επιτεύχθηκε πραγματικά, οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να δημοσιεύουν μεταξύ των εντολών που εκτελέσθηκαν τις εντολές των οποίων η διαπραγμάτευση έγινε εξωχρηματιστηριακά και οι οποίες δηλώθηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης.

(6)

Στην περίπτωση που ειδικοί διαπραγματευτές και άλλοι πάροχοι ρευστότητας υποβάλλουν αναφορά ως τόποι εκτέλεσης για χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να δημοσιεύουν πληροφορίες μόνο για τις εντολές που εκτελέστηκαν ή για την τιμή που προσφέρθηκε για τους πελάτες τους, στην περίπτωση που είτε προσφέρθηκε τιμή για τις εντολές εξωχρηματιστηριακά είτε οι εντολές εκτελέστηκαν εξωχρηματιστηριακά είτε εκτελέστηκαν σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με την εξαίρεση εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης, εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά.

(7)

Είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη ότι οι άλλοι πάροχοι ρευστότητας θα πρέπει να περιλαμβάνουν επιχειρήσεις οι οποίες δραστηριοποιούνται και αναλαμβάνουν να συναλλάσσονται για ίδιο λογαριασμό και οι οποίες παρέχουν ρευστότητα στο πλαίσιο των συνήθων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους, ανεξαρτήτως του αν εφαρμόζουν ή όχι επίσημες συμφωνίες ή αν δεσμεύονται ή όχι να παρέχουν ρευστότητα σε συνεχή βάση.

(8)

Για να διασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια όσον αφορά την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών ως προς την τιμή, οι παρεχόμενες πληροφορίες σχετικά με την τιμή είναι σκόπιμο να μην περιλαμβάνουν οποιαδήποτε προμήθεια ή δεδουλευμένο τόκο, κατά περίπτωση.

(9)

Για τον προσδιορισμό των κατάλληλων πληροφοριών για την αξιολόγηση της ποιότητας της τιμής, θα πρέπει να απαιτούνται τόσο ημερήσια μέσα επίπεδα όσο και πληροφορίες για συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο, οι συμμετέχοντες θα έχουν στη διάθεσή τους κατάλληλο πλαίσιο και περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα, κατά την ανάλυση της ποιότητας της εκτέλεσης που έχει επιτευχθεί. Για να μπορούν να πραγματοποιούνται συγκρίσεις τιμών μεταξύ χρηματοπιστωτικών μέσων, είναι επίσης αναγκαίο να προσδιορίζεται ο κωδικός νομίσματος οποιασδήποτε γνωστοποιούμενης συναλλαγής.

(10)

Για να διασφαλιστεί η κανονιστική συνέπεια, δεν κρίνεται σκόπιμο να υποχρεούνται οι τόποι διαπραγμάτευσης να παρέχουν λεπτομερή στοιχεία για συναλλαγές οι οποίες εξακολουθούν να υπόκεινται, κατά τον χρόνο δημοσίευσης, σε χρονική μετάθεση της δημοσίευσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές, οι ειδικοί διαπραγματευτές και άλλοι πάροχοι ρευστότητας είναι σκόπιμο να απαλλάσσονται από την υποχρέωση δημοσίευσης δεδομένων συναλλαγών για μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή για οποιεσδήποτε συναλλαγές άνω του συνήθους μεγέθους συναλλαγών της αγοράς ή άνω του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο, προκειμένου να μην υπόκεινται οι εν λόγω τόποι σε περιττό κίνδυνο γνωστοποίησης εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, οι οποίες ενδέχεται να μειώσουν την ικανότητά τους να αντισταθμίζουν ανοίγματα και να παρέχουν ρευστότητα. Όσον αφορά μετοχές, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά που θεωρείται ότι είναι μη ρευστοποιήσιμοι τίτλοι δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το χρησιμοποιούμενο όριο του συνήθους μεγέθους συναλλαγών της αγοράς είναι το ελάχιστο διαθέσιμο σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς για το συγκεκριμένο είδος χρηματοπιστωτικών μέσων. Προκειμένου να αποφεύγεται η αβεβαιότητα, είναι σκόπιμο να διασαφηνιστεί ότι η αναφορά σε μεγάλο μέγεθος και σε συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο έχει την ίδια έννοια που ορίζεται στις απαιτήσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας.

(11)

Είναι απαραίτητο να υπάρχει πλήρης διαφάνεια όσον αφορά όλα τα έξοδα που χρεώνονται κατά την εκτέλεση μιας εντολής μέσω δεδομένου τόπου. Είναι αναγκαίο να προσδιορίζονται όλα τα έξοδα που προκύπτουν κατά την εκτέλεση μιας εντολής πελάτη, τα οποία αφορούν τη χρήση συγκεκριμένου τόπου και τα οποία πληρώνει άμεσα ή έμμεσα ο πελάτης. Σε αυτά τα έξοδα θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι χρεώσεις εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων για την υποβολή, την τροποποίηση ή την ακύρωση εντολών ή την ανάκληση ζευγών τιμών, καθώς και οποιεσδήποτε χρεώσεις αφορούν πρόσβαση σε δεδομένα της αγοράς ή χρήση τερματικών. Στα σχετικά έξοδα μπορεί να περιλαμβάνονται επίσης χρεώσεις εκκαθάρισης ή διακανονισμού ή οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις καταβαλλόμενες σε τρίτα μέρη που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής, όταν αυτά περιλαμβάνονται στις υπηρεσίες που παρέχει ο τόπος εκτέλεσης. Οι πληροφορίες για τα έξοδα θα πρέπει να περιλαμβάνουν επίσης φόρους ή τέλη που χρεώνονται απευθείας στον τόπο εκτέλεσης ή που αναλαμβάνονται από αυτόν εκ μέρους των μελών ή των χρηστών του τόπου εκτέλεσης ή του πελάτη τον οποίο αφορά η εντολή.

(12)

Η πιθανότητα εκτέλεσης δηλώνει την πιθανότητα εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου είδους εντολής και υποστηρίζεται από λεπτομερή στοιχεία για τους όγκους συναλλαγών σε συγκεκριμένο μέσο ή άλλα χαρακτηριστικά εντολών και συναλλαγών. Οι πληροφορίες για την πιθανότητα εκτέλεσης θα πρέπει να επιτρέπουν τον υπολογισμό παραμέτρων, όπως το σχετικό μέγεθος της αγοράς ενός τόπου σε ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων. Η πιθανότητα εκτέλεσης θα πρέπει να αξιολογείται επίσης με βάση δεδομένα για αποτυχημένες συναλλαγές ή για εντολές που ακυρώθηκαν ή τροποποιήθηκαν.

(13)

Η ταχύτητα εκτέλεσης μπορεί να έχει διαφορετική έννοια για τα διάφορα είδη τόπων εκτέλεσης, καθώς η μέτρηση της ταχύτητας διαφέρει τόσο ανά σύστημα διαπραγμάτευσης όσο και ανά χώρο συναλλαγών. Στην περίπτωση συστημάτων συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών, η ταχύτητα εκτέλεσης θα πρέπει να εκφράζεται σε χιλιοστά του δευτερολέπτου, ενώ, στην περίπτωση άλλων συστημάτων διαπραγμάτευσης, σκόπιμο είναι να χρησιμοποιούνται μεγαλύτερες χρονικές μονάδες. Είναι επίσης σκόπιμο να εξαιρείται η αναμονή για τη σύνδεση ενός συγκεκριμένου συμμετέχοντα στον τόπο εκτέλεσης, καθώς αυτή δεν ελέγχεται από τον ίδιο τον τόπο εκτέλεσης.

(14)

Προκειμένου να γίνεται σύγκριση της ποιότητας εκτέλεσης για εντολές διαφορετικού μεγέθους, οι τόποι εκτέλεσης θα πρέπει να απαιτείται να γνωστοποιούν συναλλαγές εντός διαφόρων περιοχών τιμών μεγέθους. Τα όρια αυτών των περιοχών τιμών θα πρέπει να εξαρτώνται από το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου και τη ρευστότητά του, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι παρέχεται επαρκές δείγμα εκτελέσεων σε μέγεθος το οποίο είναι τυπικό στο συγκεκριμένο μέσο.

(15)

Είναι σημαντικό οι τόποι εκτέλεσης να συγκεντρώνουν δεδομένα καθ' όλη τη διάρκεια του κανονικού ωραρίου λειτουργίας τους. Επομένως, η υποβολή των στοιχείων θα πρέπει να πραγματοποιείται ατελώς, σε ηλεκτρονική, μηχανικώς αναγνώσιμη μορφή μέσω διαδικτυακού τόπου, ώστε το κοινό να μπορεί να μεταφορτώνει, να αναζητά, να διαλέγει και να αναλύει όλα τα παρεχόμενα δεδομένα.

(16)

Οι αναφορές τις οποίες υποβάλλουν οι τόποι εκτέλεσης θα πρέπει να συμπληρώνονται από τα αποτελέσματα ενός παρόχου ενοποιημένου δελτίου, ο οποίος έχει συσταθεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, γεγονός που θα επιτρέπει την ανάπτυξη ενισχυμένων μέτρων ποιότητας εκτέλεσης.

(17)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(18)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(19)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός καθορίζει το συγκεκριμένο περιεχόμενο, τον μορφότυπο και την περιοδικότητα των δεδομένων τα οποία πρέπει να δημοσιεύουν οι τόποι εκτέλεσης σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών. Εφαρμόζεται σε τόπους διαπραγμάτευσης, συστηματικούς εσωτερικοποιητές, ειδικούς διαπραγματευτές ή άλλους παρόχους ρευστότητας.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «σύστημα διαπραγμάτευσης»: ο τρόπος με τον οποίο ένας τόπος εκτέλεσης εκτελεί εντολές, με τη χρήση συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών, συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών, αίτησης προσδιορισμού τιμής, περιοδικής δημοπρασίας ή οποιουδήποτε υβριδικού συστήματος που εμπίπτει σε δύο ή περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες ή σε σύστημα στο οποίο η διαδικασία προσδιορισμού της τιμής έχει διαφορετικό χαρακτήρα από τη διαδικασία που εφαρμόζεται στο είδος των συστημάτων που αναφέρονται ανωτέρω·

β)   «συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο»: συγκεκριμένο μέγεθος ανά ομολογία, δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο που τελεί υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, για το οποίο δεν υπάρχει ρευστή αγορά και η συναλλαγή σε αυτά τα μέσα υπόκειται σε χρονική μετάθεση της δημοσίευσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

γ)   «μεγάλου μεγέθους»: εντολή μεγάλου μεγέθους, σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

δ)   «αποτυχημένη συναλλαγή»: συναλλαγή η οποία ακυρώθηκε από τον τόπο εκτέλεσης·

ε)   «πολλαπλασιαστής τιμής»: ο αριθμός των μονάδων του υποκείμενου μέσου οι οποίες περιλαμβάνονται σε μια μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων·

στ)   «ένδειξη συμβόλου τιμής»: ένδειξη σχετικά με το αν η τιμή της συναλλαγής εκφράζεται ως χρηματική αξία, ποσοστό ή απόδοση·

ζ)   «ένδειξη συμβόλου ποσότητας»: ένδειξη σχετικά με το αν η ποσότητα της συναλλαγής εκφράζεται ως αριθμός μονάδων, ονομαστική αξία ή χρηματική αξία·

η)   «είδος παράδοσης»: ένδειξη σχετικά με το αν το χρηματοπιστωτικό μέσο διακανονίζεται με φυσική παράδοση ή με μετρητά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να επιλέξει ο αντισυμβαλλόμενος ή αποφασίζεται από τρίτο μέρος·

θ)   «τρόπος διαπραγμάτευσης»: προγραμματισμένη δημοπρασία στο άνοιγμα, στο κλείσιμο ή ενδοημερήσια δημοπρασία, μη προγραμματισμένη δημοπρασία, διαπραγμάτευση στο κλείσιμο, διαπραγμάτευση εκτός της κύριας συνεδρίασης ή αναφορά συναλλαγών·

ι)   «χώρος συναλλαγών»: το είδος της πλατφόρμας επί της οποίας λειτουργεί ο τόπος εκτέλεσης: ηλεκτρονική, προφορική ή με εκφώνηση και αντιφώνηση·

ια)   «βάθος βιβλίου»: η συνολική διαθέσιμη ρευστότητα, εκφραζόμενη ως το γινόμενο της τιμής και του όγκου όλων των τιμών αγοράς και πώλησης, για έναν καθορισμένο αριθμό προσαυξήσεων τιμής από το μέσο σημείο της καλύτερης τιμής αγοράς και πώλησης·

ιβ)   «μέσο πραγματικό άνοιγμα τιμών»: ο μέσος όρος της διπλάσιας διαφοράς μεταξύ της πραγματικής τιμής εκτέλεσης, σε σύγκριση με το μέσο σημείο της καλύτερης τιμής αγοράς και πώλησης κατά τον χρόνο λήψης, για ελεύθερες εντολές ή εμπορεύσιμες εντολές με όριο·

ιγ)   «μέση ταχύτητα εκτέλεσης για μη τροποποιημένες παθητικές εντολές στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης»: ο μέσος χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ μιας εντολής με όριο τιμής η οποία αντιστοιχεί στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης, την οποία λαμβάνει ο τόπος εκτέλεσης, και της επακόλουθης εκτέλεσης αυτής της εντολής·

ιδ)   «επιθετική εντολή»: εντολή η οποία έχει καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών και η οποία μείωσε τη ρευστότητα·

ιε)   «παθητική εντολή»: εντολή η οποία έχει καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών και η οποία αύξησε τη ρευστότητα·

ιστ)   «εντολή άμεσης εκτέλεσης ή ακύρωσης (immediate or cancel)»: εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών και η οποία δεν παραμένει στο βιβλίο εντολών για οποιαδήποτε υπολειπόμενη ποσότητα η οποία δεν έχει εκτελεστεί·

ιζ)   «εντολή (ολικής) εκτέλεσης ή ακύρωσης (fill or kill)»: εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών, εφόσον μπορεί να εκπληρωθεί ολικά. Εάν η εντολή μπορεί να εκτελεστεί μόνο μερικώς, απορρίπτεται αυτομάτως και δεν εκτελείται.

Άρθρο 3

Δημοσίευση πληροφοριών για τον τόπο εκτέλεσης και το χρηματοπιστωτικό μέσο

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες για το είδος του τόπου εκτέλεσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο.

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες για το είδος του τόπου εκτέλεσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος:

i)

το όνομα και ο αναγνωριστικός κωδικός τόπου του τόπου εκτέλεσης·

ii)

η χώρα γεωγραφικής θέσης της αρμόδιας αρχής·

iii)

το όνομα του τμήματος της αγοράς και ο αναγνωριστικός αριθμός τμήματος της αγοράς·

iv)

η ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης·

v)

το είδος, ο αριθμός και η μέση διάρκεια οποιασδήποτε διακοπής, εντός της κανονικής περιόδου διαπραγμάτευσης του τόπου, κατά την οποία διακόπηκε η διαπραγμάτευση όλων των μέσων που ήταν διαθέσιμα προς διαπραγμάτευση στον τόπο κατά την ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης·

vi)

το είδος, ο αριθμός και η μέση διάρκεια οποιωνδήποτε προγραμματισμένων δημοπρασιών, εντός της κανονικής περιόδου διαπραγμάτευσης του τόπου κατά την ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης·

vii)

ο αριθμός των αποτυχημένων συναλλαγών κατά την ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης·

viii)

η αξία των αποτυχημένων συναλλαγών, εκφραζόμενη ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας των συναλλαγών που εκτελέστηκαν κατά την ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες για το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο.

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες για το είδος του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος:

α)

για χρηματοπιστωτικά μέσα που διαθέτουν αναγνωριστικό κωδικό, σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος:

i)

το όνομα και ο αναγνωριστικός κωδικός του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ii)

η κατάταξη του μέσου·

iii)

το νόμισμα·

β)

για χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν διαθέτουν αναγνωριστικό κωδικό, σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος:

i)

το όνομα και γραπτή περιγραφή του μέσου, συμπεριλαμβανομένου του νομίσματος του υποκείμενου μέσου, του πολλαπλασιαστή τιμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, της ένδειξης συμβόλου ποσότητας και του είδους παράδοσης·

ii)

η κατάταξη του μέσου·

iii)

το νόμισμα.

Άρθρο 4

Τιμή

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά την τιμή των εντολών που εκτελέστηκαν κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης επί του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά την τιμή των εντολών που εκτελέστηκαν κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης επί του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Δημοσιοποιούνται οι ακόλουθες πληροφορίες:

α)

ενδοημερήσια στοιχεία:

i)

για τόπους διαπραγμάτευσης: η απλή μέση τιμή όλων των συναλλαγών που εκτελέστηκαν εντός δύο λεπτών από κάθε ώρα αναφοράς, δηλαδή 9:30:00, 11:30:00, 13:30:00 και 15:30:00 διεθνής ώρα UTC, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία και για κάθε περιοχή τιμών μεγέθους, όπως ορίζεται στο άρθρο 9·

ii)

για συστηματικούς εσωτερικοποιητές, ειδικούς διαπραγματευτές και άλλους παρόχους ρευστότητας: η απλή μέση τιμή όλων των συναλλαγών που εκτελέστηκαν εντός δύο λεπτών από κάθε ώρα αναφοράς, δηλαδή 9:30:00, 11:30:00, 13:30:00 και 15:30:00 διεθνής ώρα UTC, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εντός της περιοχής τιμών μεγέθους 1, όπως ορίζεται στο άρθρο 9·

iii)

η συνολική αξία των πράξεων που εκτελέστηκαν εντός της δίλεπτης περιόδου που αναφέρεται στα σημεία i) και ii)·

iv)

για τόπους διαπραγμάτευσης: εάν δεν πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων λεπτών των σχετικών χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο σημείο i), η τιμή της πρώτης συναλλαγής που εκτελέστηκε εντός κάθε περιοχής τιμών μεγέθους που ορίζεται στο άρθρο 9, εάν υπάρχει, μετά από κάθε ώρα αναφοράς που ορίζεται στο σημείο i), κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία·

v)

για συστηματικούς εσωτερικοποιητές, ειδικούς διαπραγματευτές και άλλους παρόχους ρευστότητας: εάν δεν πραγματοποιήθηκαν συναλλαγές κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων λεπτών των σχετικών χρονικών περιόδων που αναφέρονται στο σημείο ii), η τιμή της πρώτης συναλλαγής που εκτελέστηκε εντός της περιοχής τιμών μεγέθους 1 που ορίζεται στο άρθρο 9, εάν υπάρχει, μετά από κάθε ώρα αναφοράς που ορίζεται στο σημείο ii), κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία·

vi)

η ώρα εκτέλεσης κάθε συναλλαγής αναφερόμενης στα σημεία iv) και v)·

vii)

το μέγεθος συναλλαγής σε όρους αξίας, για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή αναφερόμενη στα σημεία iv) και v)·

viii)

το σύστημα διαπραγμάτευσης και ο τρόπος διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση των συναλλαγών που αναφέρονται στα σημεία iv) και v)·

ix)

ο χώρος συναλλαγών στον οποίο εκτελέστηκαν οι συναλλαγές που αναφέρονται στα σημεία iv) και v)·

x)

η καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης ή η κατάλληλη τιμή αναφοράς κατά την ώρα εκτέλεσης, για κάθε εκτελεσθείσα συναλλαγή αναφερόμενη στα σημεία iv) και v)·

Τα ενδοημερήσια στοιχεία δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος:

β)

ημερήσια στοιχεία:

i)

η απλή μέση και η σταθμισμένη βάσει όγκου μέση τιμή συναλλαγών, εάν πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από μία συναλλαγές·

ii)

η ανώτατη τιμή εκτέλεσης, εάν πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από δύο συναλλαγές·

iii)

η κατώτατη τιμή εκτέλεσης, εάν πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από δύο συναλλαγές.

Τα ημερήσια στοιχεία δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος.

Άρθρο 5

Έξοδα

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά τα έξοδα που χρεώνει ο τόπος διαπραγμάτευσης σε οποιαδήποτε μέλη ή χρήστες του τόπου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά τα έξοδα που χρεώνουν οι τόποι εκτέλεσης σε οποιαδήποτε μέλη ή χρήστες του τόπου, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 5 του παραρτήματος:

α)

περιγραφή του είδους και του επιπέδου όλων των στοιχείων εξόδων που χρεώνει ο τόπος εκτέλεσης, πριν από την εφαρμογή οποιασδήποτε μείωσης ή έκπτωσης, και πληροφορίες για το πώς διαφέρουν αυτά τα έξοδα αναλόγως του χρήστη ή του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου, και τα ποσά κατά τα οποία διαφέρουν. Στα στοιχεία των εξόδων περιλαμβάνονται τα εξής:

i)

χρεώσεις εκτέλεσης·

ii)

χρεώσεις υποβολής, τροποποίησης ή ακύρωσης εντολών ή ανάκλησης ζευγών τιμών·

iii)

χρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση σε δεδομένα της αγοράς και τη χρήση τερματικών·

iv)

οποιεσδήποτε χρεώσεις εκκαθάρισης και διακανονισμού και οποιεσδήποτε άλλες χρεώσεις καταβαλλόμενες σε τρίτα μέρη που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής·

β)

περιγραφή του είδους και του επιπέδου οποιωνδήποτε μειώσεων, εκπτώσεων ή άλλων πληρωμών που προσφέρονται σε χρήστες του τόπου εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το πώς οι εν λόγω μειώσεις, εκπτώσεις ή άλλες πληρωμές διαφέρουν αναλόγως του χρήστη ή του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου, και τα ποσά κατά τα οποία διαφέρουν·

γ)

περιγραφή του είδους και του ύψους οποιωνδήποτε άλλων μη χρηματικών οφελών που προσφέρονται σε χρήστες του τόπου εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το πώς τα εν λόγω μη χρηματικά οφέλη διαφέρουν αναλόγως του χρήστη ή του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου, και αξία κατά την οποία διαφέρουν·

δ)

περιγραφή του είδους και του επιπέδου οποιωνδήποτε φόρων ή τελών τα οποία χρεώνονται στον τόπο εκτέλεσης ή τα οποία αναλαμβάνει ο τόπος εκτέλεσης εκ μέρους των μελών ή των χρηστών του τόπου·

ε)

σύνδεσμος προς τον δικτυακό τόπο του τόπου ή προς άλλη πηγή στην οποία υπάρχουν διαθέσιμες περαιτέρω πληροφορίες για τα έξοδα·

στ)

η συνολική αξία όλων των μειώσεων, εκπτώσεων, μη χρηματικών οφελών ή άλλων πληρωμών που ορίζονται στα στοιχεία β) και γ), εκφραζόμενη ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας υπό διαπραγμάτευση, κατά την περίοδο υποβολής των στοιχείων·

ζ)

η συνολική αξία όλων των εξόδων που ορίζονται στο στοιχείο α), με την εξαίρεση της συνολικής αξίας των μειώσεων, εκπτώσεων, μη χρηματικών οφελών ή άλλων πληρωμών που ορίζονται στα στοιχεία β) και γ), εκφραζόμενη ως ποσοστό επί της συνολικής αξίας υπό διαπραγμάτευση, κατά την περίοδο υποβολής των στοιχείων.

Άρθρο 6

Πιθανότητα εκτέλεσης

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά την πιθανότητα εκτέλεσης για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, πληροφορίες όσον αφορά την πιθανότητα εκτέλεσης για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 6 του παραρτήματος:

α)

ο αριθμός των εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν·

β)

ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν, εάν είναι περισσότερες από μία·

γ)

ο αριθμός των εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν, οι οποίες ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν, με την εξαίρεση παθητικών εντολών με οδηγίες για τη λήξη ή την ακύρωσή τους στο τέλος της ημέρας·

δ)

ο αριθμός των εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν, οι οποίες τροποποιήθηκαν κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία·

ε)

το διάμεσο μέγεθος συναλλαγών κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εάν πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από μία συναλλαγές·

στ)

το διάμεσο μέγεθος όλων των εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εάν ελήφθησαν περισσότερες από μία εντολές ή αιτήσεις προσδιορισμού τιμής·

ζ)

ο αριθμός των καθορισμένων ειδικών διαπραγματευτών.

Άρθρο 7

Συμπληρωματικές πληροφορίες για τόπους εκτέλεσης με σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή ζεύγους εντολών ή άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες κατά τις ώρες αναφοράς που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημεία i) και ii) για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι τόποι εκτέλεσης που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή ζεύγους εντολών ή άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες κατά τις ώρες αναφοράς που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 στοιχείο α) σημεία i) και ii) για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 7 του παραρτήματος:

i)

η καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης και οι αντίστοιχοι όγκοι·

ii)

το βάθος βιβλίου για τρεις προσαυξήσεις τιμής.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή ζεύγους εντολών ή άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι τόποι εκτέλεσης που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών ή ζεύγους εντολών ή άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 8 του παραρτήματος:

α)

το μέσο πραγματικό άνοιγμα τιμών·

β)

ο μέσος όγκος στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης·

γ)

το μέσο άνοιγμα τιμών στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης·

δ)

ο αριθμός ακυρώσεων στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης·

ε)

ο αριθμός τροποποιήσεων στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης·

στ)

το μέσο βάθος βιβλίου για τρεις προσαυξήσεις τιμής·

ζ)

ο μέσος και ο διάμεσος χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ μιας επιθετικής εντολής ή αποδοχής ζεύγους τιμών που ελήφθη από τον τόπο εκτέλεσης και της επακόλουθης ολικής ή μερικής εκτέλεσης·

η)

η μέση ταχύτητα εκτέλεσης για μη τροποποιημένες παθητικές εντολές στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης·

θ)

ο αριθμός αποτυχημένων εντολών (ολικής) εκτέλεσης ή ακύρωσης (fill or kill)·

ι)

ο αριθμός εντολών άμεσης εκτέλεσης ή ακύρωσης (immediate or cancel) που δεν εκπληρώθηκαν·

ια)

ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης και οι οποίες είναι μεγάλου μεγέθους, σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

ιβ)

ο αριθμός και η αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με την εξαίρεση εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο στοιχείο ια)·

ιγ)

ο αριθμός και η μέση διάρκεια των διακοπών στη διαπραγμάτευση, λόγω δημοπρασίας ελέγχου της μεταβλητότητας των τιμών ή αυτόματης διακοπής συναλλαγών που έλαβε χώρα εντός της κανονικής περιόδου διαπραγμάτευσης του τόπου·

ιδ)

το είδος, ο αριθμός και η μέση διάρκεια οποιασδήποτε αναστολής της διαπραγμάτευσης που έλαβε χώρα λόγω απόφασης του τόπου εντός της κανονικής περιόδου διαπραγμάτευσης του τόπου, πέραν οποιωνδήποτε γνωστοποιήθηκαν δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 1 σημείο v).

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές οι οποίοι λειτουργούν με τη χρήση, πλήρως ή εν μέρει, συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι τόποι εκτέλεσης οι οποίοι λειτουργούν με τη χρήση, πλήρως ή εν μέρει, συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 8 του παραρτήματος:

α)

ο αριθμός και η μέση διάρκεια, κατά το κανονικό ωράριο διαπραγμάτευσης του τόπου, οποιωνδήποτε περιόδων που διήρκεσαν πάνω από 15 λεπτά, κατά τις οποίες δεν υποβλήθηκαν τιμές αγοράς ή πώλησης, για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης·

β)

η μέση παρουσία ζευγών τιμών εκφραζόμενη ως ποσοστό επί της κανονικής περιόδου διαπραγμάτευσης του τόπου, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία.

Άρθρο 8

Συμπληρωματικές πληροφορίες για τόπους εκτέλεσης που λειτουργούν με σύστημα αιτήσεων προσδιορισμού τιμής

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος αιτήσεων προσδιορισμού τιμής ή οποιουδήποτε άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι τόποι εκτέλεσης που λειτουργούν με τη χρήση συστήματος αιτήσεων προσδιορισμού τιμής ή οποιουδήποτε άλλου είδους συστήματος διαπραγμάτευσης για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμες οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιεύουν, για κάθε τμήμα της αγοράς στο οποίο λειτουργούν και για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που δεν υπόκειται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης των άρθρων 23 και 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπληρωματικές πληροφορίες για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου.

Οι ακόλουθες πληροφορίες δημοσιεύονται με τη μορφή που ορίζεται στον πίνακα 9 του παραρτήματος:

α)

το μέσο και το διάμεσο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της αποδοχής ενός ζεύγους τιμών και της εκτέλεσης, για το σύνολο των συναλλαγών επί του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου· και

β)

το μέσο και το διάμεσο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ μιας αίτησης προσδιορισμού τιμής και της παροχής οποιωνδήποτε αντίστοιχων ζευγών τιμών, για όλα τα ζεύγη τιμών στο συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 9

Προσδιορισμός των περιοχών τιμών αναφοράς

Οι τόποι εκτέλεσης γνωστοποιούν τις εκτελεσθείσες συναλλαγές που προσδιορίζονται στο άρθρο 4 για τις ακόλουθες περιοχές τιμών:

α)

για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός των μέσων χρηματαγοράς:

i)

περιοχή τιμών 1: αξία μεγαλύτερη από 0 ευρώ και μικρότερη από ή ίση με το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς ή το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο·

ii)

περιοχή τιμών 2: αξία μεγαλύτερη από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς ή το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο και μικρότερη από ή ίση με μεγάλου μεγέθους συναλλαγή·

iii)

περιοχή τιμών 3: αξία μεγαλύτερη από μεγάλου μεγέθους συναλλαγή·

β)

για μη ρευστοποιήσιμες μετοχές, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια ή πιστοποιητικά:

i)

περιοχή τιμών 1: αξία μεγαλύτερη από 0 ευρώ και μικρότερη από ή ίση με το μικρότερο διαθέσιμο σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς στο συγκεκριμένο είδος μέσου·

ii)

περιοχή τιμών 2: αξία μεγαλύτερη από το μικρότερο διαθέσιμο σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς στο συγκεκριμένο είδος μέσου και μικρότερη από ή ίση με μεγάλου μέγεθος συναλλαγή·

iii)

περιοχή τιμών 3: αξία μεγαλύτερη από μεγάλου μεγέθους συναλλαγή·

γ)

για μέσα χρηματαγοράς:

i)

περιοχή τιμών 1: αξία μεγαλύτερη από 0 ευρώ και μικρότερη από ή ίση με 10 εκατ. ευρώ·

ii)

περιοχή τιμών 2: αξία μεγαλύτερη από 10 εκατ. ευρώ και μικρότερη από ή ίση με 50 εκατ. ευρώ·

iii)

περιοχή τιμών 3: αξία μεγαλύτερη από 50 εκατ. ευρώ.

Άρθρο 10

Μορφή δημοσίευσης

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν, για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης, τις πληροφορίες σύμφωνα με τα υποδείγματα που καθορίζονται στο παράρτημα, σε ηλεκτρονική μορφή αναγνώσιμη από μηχάνημα, διαθέσιμη για μεταφόρτωση από το κοινό.

Άρθρο 11

Περιοδικότητα των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύονται

Οι τόποι εκτέλεσης δημοσιεύουν τις πληροφορίες σε τριμηνιαία βάση και εντός τριών μηνών από το τέλος κάθε τριμήνου, ως εξής:

α)

έως τις 30 Ιουνίου, πληροφορίες σχετικά με την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Μαρτίου·

β)

έως τις 30 Σεπτεμβρίου, πληροφορίες σχετικά με την περίοδο από την 1η Απριλίου έως τις 30 Ιουνίου·

γ)

έως τις 31 Δεκεμβρίου, πληροφορίες σχετικά με την περίοδο από την 1η Ιουλίου έως τις 30 Σεπτεμβρίου·

δ)

έως τις 31 Μαρτίου, πληροφορίες σχετικά με την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου.

Άρθρο 12

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1 — Πληροφορίες ταυτοποίησης που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 — είδος τόπου εκτέλεσης

Τόπος

Όνομα

Αναγνωριστικός κωδικός [αναγνωριστικός κωδικός αγοράς βάσει ISO 10383 (MIC) ή αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας (LEI)]

 

Χώρα της αρμόδιας αρχής

Όνομα

 

 

Τμήμα της αγοράς

Όνομα

Αναγνωριστικός κωδικός (κωδικός MIC τμήματος της αγοράς βάσει ISO 10383)

 

Ημερομηνία της ημέρας διαπραγμάτευσης

ISO 8601

 

 

Διακοπές

Είδος

Αριθμός

Μέση διάρκεια

Προγραμματισμένη δημοπρασία

Είδος

Αριθμός

Μέση διάρκεια

Αποτυχημένες συναλλαγές

 

Αριθμός

Αξία (ως % της συνολικής αξίας των συναλλαγών που εκτελέστηκαν τη συγκεκριμένη ημέρα)


Πίνακας 2 — Πληροφορίες ταυτοποίησης που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 — είδος χρηματοπιστωτικού μέσου

Χρηματοπιστωτικό μέσο

Όνομα

Αναγνωριστικός κωδικός (ISO 6166)

Γραπτή περιγραφή του χρηματοπιστωτικού μέσου, εάν δεν υπάρχει διαθέσιμος αναγνωριστικός κωδικός (συμπεριλαμβανομένων του νομίσματος του υποκείμενου μέσου, του πολλαπλασιαστή τιμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, της ένδειξης συμβόλου ποσότητας και του είδους παράδοσης)

 

 

Κατάταξη μέσου

[Κωδικός κατάταξης μέσου (CFI) βάσει ISO 10962]

Νόμισμα

(ISO 4217)


Πίνακας 3 — Πληροφορίες για την τιμή που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχείο α)

 

Περιοχή τιμών μεγέθους

Όλες οι συναλλαγές που εκτελέστηκαν εντός δύο λεπτών από την ώρα Τ

Πρώτη συναλλαγή μετά την ώρα Τ (εάν δεν υπήρξαν συναλλαγές εντός δύο λεπτών από την ώρα Τ)

Ώρα (Τ)

 

Απλή μέση τιμή εκτέλεσης (μη συμπεριλαμβανομένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων)

Συνολική αξία εκτέλεσης

Τιμή

Ώρα εκτέλεσης

Μέγεθος συναλλαγής

Σύστημα διαπραγμάτευσης

Τρόπος διαπραγμάτευσης

Χώρος συναλλαγών

Καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης ή κατάλληλη τιμή αναφοράς κατά την ώρα εκτέλεσης

09.30.00

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

11.30.00

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

13.30.00

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

15.30.00

1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Πίνακας 4 — Πληροφορίες για την τιμή που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 4 στοιχείο β)

Απλή μέση τιμή συναλλαγών

 

Σταθμισμένη βάσει όγκου τιμή συναλλαγών

 

Ανώτατη τιμή εκτέλεσης

 

Κατώτατη τιμή εκτέλεσης

 


Πίνακας 5 — Πληροφορίες για τα έξοδα που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 5

Απαιτούμενες πληροφορίες δυνάμει του άρθρου 5 στοιχεία α) έως δ)

(Περιγραφή)

Σύνδεσμος προς δικτυακό τόπο ή άλλη πηγή στην οποία υπάρχουν διαθέσιμες περαιτέρω πληροφορίες για τα έξοδα

 

Συνολική αξία όλων των προσφερόμενων μειώσεων, εκπτώσεων ή άλλων πληρωμών (ως % επί της συνολικής αξίας υπό διαπραγμάτευση κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων)

%

Συνολική αξία όλων των εξόδων (ως % επί της συνολικής αξίας υπό διαπραγμάτευση κατά την περίοδο υποβολής στοιχείων)

%


Πίνακας 6 — Πληροφορίες για την πιθανότητα εκτέλεσης που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 6

Αριθμός εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν

 

Αριθμός συναλλαγών που εκτελέστηκαν

 

Συνολική αξία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν

 

Αριθμός εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν οι οποίες ακυρώθηκαν ή ανακλήθηκαν

 

Αριθμός εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής που ελήφθησαν οι οποίες τροποποιήθηκαν

 

Διάμεσο μέγεθος συναλλαγών

 

Διάμεσο μέγεθος όλων των εντολών ή αιτήσεων προσδιορισμού τιμής

 

Αριθμός καθορισμένων ειδικών διαπραγματευτών

 


Πίνακας 7 — Πληροφορίες για την πιθανότητα εκτέλεσης που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1

Ώρα

Καλύτερη τιμή αγοράς

Καλύτερη τιμή πώλησης

Μέγεθος τιμής αγοράς

Μέγεθος τιμής πώλησης

Βάθος βιβλίου εντός 3 προσαυξήσεων τιμής

9.30.00

 

 

 

 

 

11.30.00

 

 

 

 

 

13.30.00

 

 

 

 

 

15.30.00

 

 

 

 

 


Πίνακας 8 — Πληροφορίες για την τιμή που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3

Μέσο πραγματικό άνοιγμα τιμών

 

Μέσος όγκος στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης

 

Μέσο άνοιγμα τιμών στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης

 

Αριθμός ακυρώσεων στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης

 

Αριθμός τροποποιήσεων στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης

 

Μέσο βάθος βιβλίου για τρεις προσαυξήσεις τιμής

 

Μέσος χρόνος (έως χιλιοστά του δευτερολέπτου) που μεσολάβησε μεταξύ μιας επιθετικής εντολής ή αποδοχής ζεύγους τιμών που ελήφθη από τον τόπο εκτέλεσης και της επακόλουθης πλήρους ή μερικής εκτέλεσης

 

Διάμεσος χρόνος (έως χιλιοστά του δευτερολέπτου) που μεσολάβησε μεταξύ μιας ελεύθερης εντολής που ελήφθη από τον τόπο εκτέλεσης και της επακόλουθης πλήρους ή μερικής εκτέλεσης

 

Μέση ταχύτητα εκτέλεσης για μη τροποποιημένες παθητικές εντολές στην καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης

 

Αριθμός αποτυχημένων εντολών καθολικής εκτέλεσης ή ακύρωσης (fill or kill)

 

Αριθμός εντολών άμεσης εκτέλεσης ή ακύρωσης (immediate or cancel) που δεν εκπληρώθηκαν

 

Αριθμός συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης και οι οποίες είναι μεγάλου μεγέθους, σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

 

Αξία συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης και οι οποίες είναι μεγάλου μεγέθους, σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

 

Αριθμός συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού MiFIR, με την εξαίρεση εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά και που δεν είναι μεγάλου μεγέθους

 

Αξία συναλλαγών που εκτελέστηκαν στον τόπο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 ή 9 του κανονισμού MiFIR, με την εξαίρεση εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά και που δεν είναι μεγάλου μεγέθους

 

Αριθμός διακοπών στη διαπραγμάτευση

 

Μέση διάρκεια των διακοπών στη διαπραγμάτευση

 

Αριθμός αναστολών

 

Είδος αναστολών

 

Μέση διάρκεια αναστολών

 

Για τόπους με σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών, αριθμός των περιόδων κατά τις οποίες δεν παρασχέθηκαν ζεύγη εντολών

 

Για τόπους με σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει ζεύγους εντολών, μέση διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες δεν παρασχέθηκαν ζεύγη εντολών

 

Μέση παρουσία ζευγών εντολών

 


Πίνακας 9 — Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 8

Μέσος χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ αποδοχής και εκτέλεσης

 

Διάμεσος χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ αποδοχής και εκτέλεσης

 

Μέσος χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ αίτησης προσδιορισμού τιμής και παροχής αντίστοιχων ζευγών τιμών

 

Διάμεσος χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ αίτησης προσδιορισμού τιμής και παροχής αντίστοιχων ζευγών τιμών

 


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/166


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/576 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 8ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την ετήσια δημοσίευση από επιχειρήσεις επενδύσεων των πληροφοριών για την ταυτότητα των τόπων εκτέλεσης και την ποιότητα της εκτέλεσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο στοιχείο β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι σημαντικό το κοινό και οι επενδυτές να μπορούν να αξιολογούν την ποιότητα των πρακτικών εκτέλεσης μιας επιχείρησης επενδύσεων και να εντοπίζουν τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών στους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος. Προκειμένου να γίνονται ουσιαστικές συγκρίσεις και να αναλύεται η επιλογή των πέντε πρώτων τόπων εκτέλεσης, οι πληροφορίες θα πρέπει να δημοσιεύονται από επιχειρήσεις επενδύσεων συγκεκριμένα για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων. Προκειμένου να μπορούν να αξιολογήσουν πλήρως τη ροή εντολών πελατών προς τους τόπους εκτέλεσης, οι επενδυτές και το κοινό θα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζουν σαφώς αν η ίδια η επιχείρηση επενδύσεων ήταν ένας από τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

(2)

Προκειμένου να αξιολογείται πλήρως ο βαθμός της ποιότητας εκτέλεσης που επιτυγχάνεται σε τόπους εκτέλεσης από επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών, καθώς και από τόπους εκτέλεσης σε τρίτες χώρες, ενδείκνυται να δημοσιεύουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού σε σχέση με τόπους διαπραγμάτευσης, συστηματικούς εσωτερικοποιητές, ειδικούς διαπραγματευτές ή άλλους παρόχους ρευστότητας ή κάθε οντότητα που επιτελεί σε τρίτη χώρα παρόμοιες λειτουργίες με αυτές που επιτελούνται από οποιονδήποτε από τους παραπάνω φορείς.

(3)

Προκειμένου να παρέχονται ακριβή και συγκρίσιμα στοιχεία, είναι αναγκαίο να καθοριστούν κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων βάσει των χαρακτηριστικών τους που είναι κατάλληλα για σκοπούς δημοσίευσης. Μια κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων θα πρέπει να είναι αρκετά περιορισμένη, ώστε να αποκαλύπτει διαφορές στη συμπεριφορά εκτέλεσης εντολών μεταξύ κατηγοριών, αλλά ταυτόχρονα και αρκετά ευρεία, ώστε να εξασφαλίζεται η αναλογικότητα της υποχρέωσης υποβολής αναφορών από επιχειρήσεις επενδύσεων. Δεδομένου του εύρους της κατηγορίας μετοχών μεταξύ των χρηματοπιστωτικών μέσων, κρίνεται σκόπιμος ο διαχωρισμός της κατηγορίας αυτής σε υποκατηγορίες βάσει της ρευστότητας. Καθώς η ρευστότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα που διέπει τις συμπεριφορές εκτέλεσης, και δεδομένου ότι οι τόποι διαπραγμάτευσης συχνά ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την προσέλκυση ροών από τους συχνότερα συναλλασσόμενους τίτλους, κρίνεται σκόπιμη η κατηγοριοποίηση των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων σύμφωνα με τη ρευστότητά τους, όπως προσδιορίζεται στο πλαίσιο του καθεστώτος βήματος τιμής, όπως ορίζεται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(4)

Κατά τη δημοσιοποίηση της ταυτότητας των πέντε πρώτων τόπων εκτέλεσης στους οποίους επιχειρήσεις επενδύσεων εκτελούν εντολές πελατών κρίνεται σκόπιμο οι επιχειρήσεις αυτές να δημοσιεύουν πληροφορίες για τον όγκο και τον αριθμό των εντολών που εκτελούνται σε κάθε τόπο εκτέλεσης, ώστε οι επενδυτές να μπορούν να διαμορφώνουν άποψη σχετικά με τη ροή εντολών πελατών από την επιχείρηση προς τον τόπο εκτέλεσης. Όταν, για μία ή περισσότερες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων, μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μικρό μόνον αριθμό εντολών, οι πληροφορίες για τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης δεν θα είναι ιδιαίτερα σημαντικές ούτε αντιπροσωπευτικές όσον αφορά τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών. Επομένως, ενδείκνυται να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να προσδιορίζουν σαφώς τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τις οποίες εκτελούν πολύ μικρό αριθμό εντολών.

(5)

Για την αποτροπή αποκάλυψης πιθανώς ευαίσθητων για την αγορά πληροφοριών για τον όγκο εργασιών που εκτελεί η επιχείρηση επενδύσεων, ο όγκος εκτελέσεων και ο αριθμός εκτελεσθεισών εντολών θα πρέπει να εκφράζεται ως ποσοστό επί του συνολικού όγκου εκτελέσεων και του συνολικού αριθμού εκτελεσθεισών εντολών που πραγματοποίησε η επιχείρηση επενδύσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, αντί ως απόλυτες τιμές.

(6)

Ενδείκνυται να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να δημοσιεύουν πληροφορίες οι οποίες αφορούν τη συμπεριφορά τους κατά την εκτέλεση εντολών. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θεωρούνται υπόλογες για αποφάσεις εκτέλεσης εντολών για τις οποίες δεν είναι υπεύθυνες, ενδείκνυται να γνωστοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων το ποσοστό των εντολών που εκτελέστηκαν σε καθέναν από τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης όπου η επιλογή τόπου εκτέλεσης είχε καθοριστεί από πελάτες.

(7)

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες οι οποίοι μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσουν τη συμπεριφορά εκτέλεσης εντολών των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως οι στενοί δεσμοί μεταξύ επιχειρήσεων επενδύσεων και τόπων εκτέλεσης. Δεδομένης της δυνητικής σημασίας αυτών των παραγόντων, είναι σκόπιμο να απαιτείται ανάλυσή τους κατά την αξιολόγηση της ποιότητας εκτέλεσης που επιτυγχάνεται σε όλους τους τόπους εκτέλεσης.

(8)

Οι διάφοροι τύποι εντολών μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας για την επεξήγηση του τρόπου και του λόγου για τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκτελούν εντολές σε έναν συγκεκριμένο τόπο εκτέλεσης. Μπορεί επίσης να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων θα καταρτίσει τις οικείες στρατηγικές εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένου του προγραμματισμού έξυπνων δρομολογητών εντολών για την εκπλήρωση των ειδικών στόχων των εν λόγω εντολών. Ενδείκνυται επομένως στην υποβολή αναφοράς να προσδιορίζεται σαφώς η διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών τύπων εντολών.

(9)

Προκειμένου να αναλύονται σωστά οι πληροφορίες, είναι σημαντικό να είναι σε θέση οι χρήστες να διακρίνουν μεταξύ τόπων εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται για εντολές επαγγελματιών πελατών και τόπων εκτέλεσης που χρησιμοποιούνται για εντολές ιδιωτών πελατών, δεδομένων των αξιοσημείωτων διαφορών στον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για ιδιώτες πελάτες σε σύγκριση με επαγγελματίες πελάτες, δηλαδή οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει πρωτίστως να αξιολογούν τους παράγοντες της τιμής και του κόστους κατά την εκτέλεση εντολών από ιδιώτες πελάτες. Επομένως, ενδείκνυται να παρέχονται οι πληροφορίες για τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης χωριστά για τους ιδιώτες πελάτες και για τους επαγγελματίες πελάτες αντίστοιχα, ώστε να επιτρέπεται ποιοτική αξιολόγηση της ροής εντολών σε αυτούς τους τόπους εκτέλεσης.

(10)

Προκειμένου να συμμορφώνονται με την υποχρέωση βέλτιστης εκτέλεσης που προβλέπεται στη νομοθεσία, οι επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν εφαρμόζουν τα κριτήρια βέλτιστης εκτέλεσης για επαγγελματίες πελάτες, κατά κανόνα δεν θα χρησιμοποιούν τους ίδιους τόπους εκτέλεσης για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ) και άλλες συναλλαγές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι ΣΧΤ χρησιμοποιούνται ως πηγή χρηματοδότησης που υπόκειται στη δέσμευση ότι ο δανειστής θα επιστρέψει ισοδύναμους τίτλους σε μελλοντική ημερομηνία, και οι όροι των ΣΧΤ κατά κανόνα καθορίζονται διμερώς μεταξύ των αντισυμβαλλομένων πριν από την εκτέλεση. Επομένως, η επιλογή τόπων εκτέλεσης για ΣΧΤ είναι πιο περιορισμένη από ό,τι στην περίπτωση άλλων συναλλαγών, δεδομένου ότι εξαρτάται από τους ειδικούς όρους που έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων μεταξύ των αντισυμβαλλομένων και από το κατά πόσον υπάρχει συγκεκριμένη ζήτηση στους εν λόγω τόπους εκτέλεσης για τα σχετικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Ενδείκνυται, συνεπώς, να συνοψίζουν και να δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης, από άποψη όγκου συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσαν ΣΧΤ σε χωριστή αναφορά, ώστε να μπορεί να διενεργείται ποιοτική αξιολόγηση της ροής εντολών σε αυτούς τους τόπους εκτέλεσης. Λόγω της ειδικής φύσης των ΣΧΤ, και δεδομένου ότι το μεγάλο τους μέγεθος πιθανώς να στρεβλώσει το πιο αντιπροσωπευτικό σύνολο συναλλαγών πελατών (δηλαδή, εκείνες που δεν περιλαμβάνουν ΣΧΤ), είναι επίσης αναγκαίο να αποκλειστούν από τους πίνακες που αφορούν τους πέντε πρώτους τόπους συναλλαγών στους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκτελούν άλλες εντολές πελατών.

(11)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων είναι σκόπιμο να δημοσιεύουν αξιολόγηση της ποιότητας της εκτέλεσης που επιτυγχάνεται σε όλους τους τόπους που χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση. Οι πληροφορίες αυτές θα παρέχουν σαφή εικόνα των στρατηγικών εκτέλεσης και των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση της ποιότητας της εκτέλεσης που επιτυγχάνεται στους εν λόγω τόπους. Οι πληροφορίες αυτές θα επιτρέπουν επίσης στους επενδυτές να αξιολογούν την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης που διενεργούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με τους εν λόγω τόπους εκτέλεσης.

(12)

Συγκεκριμένα, κατά την αξιολόγηση της ποιότητας της εκτέλεσης που επιτυγχάνεται σε όλους τους τόπους εκτέλεσης σε σχέση με το κόστος η επιχείρηση επενδύσεων είναι σκόπιμο να διενεργεί επίσης ανάλυση των ρυθμίσεων που εφαρμόζει η επιχείρηση σε σχέση με τους εν λόγω τόπους όσον αφορά τις πληρωμές που καταβάλλονται ή εισπράττονται και τις εκπτώσεις, επιστροφές τιμήματος ή μη χρηματικά οφέλη που λαμβάνονται. Η αξιολόγηση αυτή θα πρέπει επίσης να επιτρέπει στο κοινό να εξετάζει κατά πόσον αυτές οι ρυθμίσεις επηρεάζουν το κόστος που βαρύνει τον επενδυτή και με ποιον τρόπο συμμορφώνονται με το άρθρο 27 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(13)

Ενδείκνυται επίσης να προσδιοριστεί το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω δημοσίευσης και τα βασικά της χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν τα δεδομένα για την ποιότητα της εκτέλεσης τα οποία καθιστούν διαθέσιμα οι τόποι εκτέλεσης βάσει του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/575 της Επιτροπής (2).

(14)

Οι πληροφορίες για την ταυτότητα των τόπων εκτέλεσης και για την ποιότητα της εκτέλεσης θα πρέπει να δημοσιεύονται ετησίως και θα πρέπει να αφορούν τη συμπεριφορά εκτέλεσης εντολών για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, ώστε να αντικατοπτρίζουν τις σχετικές αλλαγές εντός του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

(15)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει να αποτρέπονται από το να υιοθετούν ένα επιπρόσθετο επίπεδο υποβολής αναφορών το οποίο είναι πιο αναλυτικό, εφόσον σε αυτή την περίπτωση η επιπρόσθετη αναφορά συμπληρώνει και δεν αντικαθιστά όσα απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού.

(16)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(17)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(18)

Η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κανόνες για το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σε ετήσια βάση, σε σχέση με τις εντολές πελατών που εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης, συστηματικούς εσωτερικοποιητές, ειδικούς διαπραγματευτές ή άλλους παρόχους ρευστότητας ή οντότητες που επιτελούν σε τρίτη χώρα παρόμοιες λειτουργίες με αυτές που επιτελούνται από οποιονδήποτε από τους παραπάνω φορείς.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)   «παθητική εντολή»: εντολή η οποία έχει καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών και η οποία αύξησε τη ρευστότητα·

β)   «επιθετική εντολή»: εντολή η οποία έχει καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών και η οποία μείωσε τη ρευστότητα·

γ)   «κατευθυνόμενη εντολή»: εντολή στην οποία προσδιορίστηκε ένας συγκεκριμένος τόπος εκτέλεσης από τον πελάτη πριν από την εκτέλεσή της.

Άρθρο 3

Πληροφορίες για τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης και την ποιότητα εκτέλεσης που επιτυγχάνεται

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιοποιούν τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών για όλες τις εκτελεσθείσες εντολές πελατών ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρεται στο παράρτημα I. Οι πληροφορίες που αφορούν τους ιδιώτες πελάτες δημοσιεύονται με τη μορφή που καθορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος II και οι πληροφορίες που αφορούν τους επαγγελματίες πελάτες δημοσιεύονται με τη μορφή που καθορίζεται στον πίνακα 2 του παραρτήματος II. Η δημοσίευση δεν περιλαμβάνει εντολές σε συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (ΣΧΤ), και περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

την κατηγορία των χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

το όνομα και τον αναγνωριστικό κωδικό του τόπου·

γ)

τον όγκο των εντολών πελατών που εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο εκτέλεσης, εκφρασμένο ως ποσοστό επί του συνολικού εκτελεσμένου όγκου·

δ)

τον αριθμό των εντολών πελατών που εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο εκτέλεσης, εκφρασμένο ως ποσοστό επί των συνολικών εκτελεσθεισών εντολών·

ε)

το ποσοστό των εκτελεσθεισών εντολών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) οι οποίες ήταν παθητικές και επιθετικές εντολές·

στ)

το ποσοστό των εντολών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) οι οποίες ήταν κατευθυνόμενες εντολές·

ζ)

επιβεβαίωση σχετικά με το αν εκτέλεσε κατά μέσο όρο λιγότερες από μία συναλλαγές ανά εργάσιμη ημέρα κατά το προηγούμενο έτος στη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών για όλες τις εκτελεσθείσες εντολές πελατών σε ΣΧΤ ανά κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων που αναφέρεται στο παράρτημα I με τη μορφή που καθορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος II. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

τον όγκο των εντολών πελατών που εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο εκτέλεσης, εκφρασμένο ως ποσοστό επί του συνολικού εκτελεσμένου όγκου·

β)

τον αριθμό των εντολών πελατών που εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο εκτέλεσης, εκφρασμένο ως ποσοστό επί των συνολικών εκτελεσθεισών εντολών·

γ)

επιβεβαίωση σχετικά με το αν η επιχείρηση επενδύσεων εκτέλεσε κατά μέσο όρο λιγότερες από μία συναλλαγές ανά εργάσιμη ημέρα κατά το προηγούμενο έτος στη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων σύνοψη της ανάλυσης και των συμπερασμάτων που συνάγουν από την αναλυτική παρακολούθηση της ποιότητας της εκτέλεσης που επιτυγχάνεται στους τόπους εκτέλεσης όπου εκτέλεσαν όλες τις εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

επεξήγηση της σχετικής σημασίας που έδωσε η επιχείρηση στους ακόλουθους παράγοντες εκτέλεσης: τιμή, κόστος, ταχύτητα, πιθανότητα εκτέλεσης ή κάθε άλλον παράγοντα, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών παραγόντων κατά την αξιολόγηση της ποιότητας της εκτέλεσης·

β)

περιγραφή τυχόν στενών δεσμών, συγκρούσεων συμφερόντων και κοινών ιδιοκτησιών σε σχέση με τόπους εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση εντολών·

γ)

περιγραφή τυχόν συγκεκριμένων ρυθμίσεων με κάθε τόπο εκτέλεσης όσον αφορά πληρωμές που καταβλήθηκαν ή εισπράχθηκαν, εκπτώσεις, επιστροφές τιμήματος ή μη χρηματικά οφέλη που ελήφθησαν·

δ)

επεξήγηση των παραγόντων που οδήγησαν σε τροποποίηση του καταλόγου τόπων εκτέλεσης που αναφέρονται στην πολιτική εκτέλεσης της επιχείρησης, εάν προέκυψε τέτοια τροποποίηση·

ε)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο διαφέρει η εκτέλεση εντολής σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση των πελατών, εάν η επιχείρηση αντιμετωπίζει διαφορετικά τις κατηγορίες πελατών και εάν αυτό μπορεί να επηρεάσει τις ρυθμίσεις για την εκτέλεση εντολών·

στ)

επεξήγηση για το αν δόθηκε προτεραιότητα σε άλλα κριτήρια έναντι της άμεσης τιμής και του κόστους κατά την εκτέλεση εντολών ιδιωτών πελατών και του πώς αυτά τα άλλα κριτήρια ήταν καθοριστικά για την επίτευξη των βέλτιστων δυνατών αποτελεσμάτων όσον αφορά το συνολικό αντάλλαγμα για τον πελάτη·

ζ)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποίησε δεδομένα ή εργαλεία όσον αφορά την ποιότητα της εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένου κάθε δεδομένου που δημοσιεύεται βάσει του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/575·

η)

όπου ισχύει, επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποίησε αποτελέσματα από πάροχο ενοποιημένου δελτίου που καταρτίζεται βάσει του άρθρου 65 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 4

Μορφή

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δημοσιεύουν τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 στους δικτυακούς τόπους τους, συμπληρώνοντας τα υποδείγματα που καθορίζονται στο παράρτημα II, σε ηλεκτρονική μορφή αναγνώσιμη από μηχάνημα, διαθέσιμη για μεταφόρτωση από το κοινό, οι δε πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 3 δημοσιεύονται στους δικτυακούς τόπους τους σε ηλεκτρονική μορφή διαθέσιμη για μεταφόρτωση από το κοινό.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 8 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/575 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα δεδομένα που δημοσιεύονται από τους τόπους εκτέλεσης για την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών (βλέπε σελίδα 152 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων

α)

Μετοχές — Μερίδια και πιστοποιητικά αποθετηρίου

i)

Ζώνες ρευστότητας βήματος τιμής 5 και 6 (από 2 000 συναλλαγές ημερησίως)

ii)

Ζώνες ρευστότητας βήματος τιμής 3 και 4 (από 80 έως 1 999 συναλλαγές ημερησίως)

iii)

Ζώνες ρευστότητας βήματος τιμής 1 και 2 (από 0 έως 79 συναλλαγές ημερησίως)

β)

Χρεωστικοί τίτλοι

i)

Ομόλογα

ii)

Μέσα χρηματαγοράς

γ)

Παράγωγα επί επιτοκίων

i)

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιώματα προαίρεσης εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

ii)

Συμφωνίες ανταλλαγής, προθεσμιακά συμβόλαια και άλλα παράγωγα επί επιτοκίων

δ)

Πιστωτικά παράγωγα

i)

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιώματα προαίρεσης εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

ii)

Άλλα πιστωτικά παράγωγα

ε)

Παράγωγα επί συναλλάγματος

i)

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και δικαιώματα προαίρεσης εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

ii)

Συμφωνίες ανταλλαγής, προθεσμιακά συμβόλαια και άλλα παράγωγα επί συναλλάγματος

στ)

Δομημένα χρηματοπιστωτικά μέσα

ζ)

Παράγωγα επί μετοχών

i)

Δικαιώματα προαίρεσης και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

ii)

Συμφωνίες ανταλλαγής και άλλα παράγωγα επί μετοχών

η)

Τιτλοποιημένα παράγωγα

i)

Τίτλοι επιλογής και παράγωγα πιστοποιητικών

ii)

Άλλα τιτλοποιημένα παράγωγα

θ)

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής

i)

Δικαιώματα προαίρεσης και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης

ii)

Άλλα παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής

ι)

Συμβάσεις επί διαφοράς

ια)

Προϊόντα διαπραγματεύσιμα σε χρηματιστήρια (διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, διαπραγματεύσιμα ομόλογα και διαπραγματεύσιμα βασικά εμπορεύματα)

ιβ)

Δικαιώματα εκπομπής

ιγ)

Λοιπά μέσα


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Πίνακας 1

Κατηγορία μέσου

 

Κοινοποίηση εάν < 1 της μέσης συναλλαγής ανά εργάσιμη ημέρα κατά το προηγούμενο έτος

Ν/Ο

Πέντε πρώτοι τόποι εκτέλεσης από άποψη όγκων συναλλαγών (κατά φθίνουσα σειρά)

Αναλογία όγκου που υποβλήθηκε σε συναλλαγή ως ποσοστό επί του συνολικού όγκου στη συγκεκριμένη κατηγορία

Αναλογία εντολών που εκτελέστηκαν ως ποσοστό επί του συνόλου εντολών στη συγκεκριμένη κατηγορία

Ποσοστό παθητικών εντολών

Ποσοστό επιθετικών εντολών

Ποσοστό κατευθυνόμενων εντολών

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 


Πίνακας 2

Κατηγορία μέσου

 

Κοινοποίηση εάν < 1 της μέσης συναλλαγής ανά εργάσιμη ημέρα κατά το προηγούμενο έτος

Ν/Ο

Πέντε πρώτοι τόποι εκτέλεσης από άποψη όγκων συναλλαγών (κατά φθίνουσα σειρά)

Αναλογία όγκου που υποβλήθηκε σε συναλλαγή ως ποσοστό επί του συνολικού όγκου στη συγκεκριμένη κατηγορία

Αναλογία εντολών που εκτελέστηκαν ως ποσοστό επί του συνόλου εντολών στη συγκεκριμένη κατηγορία

Ποσοστό παθητικών εντολών

Ποσοστό επιθετικών εντολών

Ποσοστό κατευθυνόμενων εντολών

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

 

 

 


Πίνακας 3

Κατηγορία μέσου

 

Κοινοποίηση εάν < 1 της μέσης συναλλαγής ανά εργάσιμη ημέρα κατά το προηγούμενο έτος

Ν/Ο

Πέντε πρώτοι τόποι από άποψη όγκων (κατά φθίνουσα σειρά)

Αναλογία όγκου που εκτελέστηκε ως ποσοστό επί του συνολικού όγκου στη συγκεκριμένη κατηγορία

Αναλογία εντολών που εκτελέστηκαν ως ποσοστό επί του συνόλου εντολών στη συγκεκριμένη κατηγορία

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 

Όνομα και αναγνωριστικός κωδικός τόπου (MIC ή LEI)

 

 


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/174


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/577 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 13ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον μηχανισμό μέγιστου ορίου συναλλαγών και την παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 5 παράγραφος 9 και το άρθρο 22 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ορίζει ότι οι αρμόδιες αρχές και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) πρέπει να πραγματοποιούν σημαντικό αριθμό υπολογισμών, προκειμένου να βαθμονομούν την εφαρμογή του καθεστώτος προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας και την υποχρέωση διαπραγμάτευσης για τα παράγωγα, καθώς και να προσδιορίζουν αν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής.

(2)

Για την πραγματοποίηση των αναγκαίων υπολογισμών, τόσο οι αρμόδιες αρχές όσο και η ΕΑΚΑΑ χρειάζεται να μπορούν να λάβουν αξιόπιστα και υψηλής ποιότητας δεδομένα για κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού για την οποία εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Είναι, επομένως, αναγκαίο να βελτιωθούν η προσβασιμότητα και η ποιότητα των δεδομένων τα οποία έχουν στη διάθεσή τους οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ώστε η ταξινόμηση των χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των ορίων για σκοπούς προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας και, εφόσον είναι αναγκαίο, των αναβαθμονομήσεων αυτών των ορίων, να μπορεί να υπολογιστεί σε πιο ενημερωμένη βάση, μετά την εφαρμογή του καθεστώτος για ορισμένη χρονική περίοδο.

(3)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις οι οποίες να προσδιορίζουν γενικά τα κοινά στοιχεία όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή των δεδομένων που πρέπει να υποβάλλονται από τόπους διαπραγμάτευσης, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) [στην οδηγία: «εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσιοποίησης συναλλαγών» (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ)] και παρόχους ενοποιημένων δελτίων (ΠΕΔ) [στην οδηγία: «παρόχους ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» (Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.)], για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς. Αυτές οι διατάξεις θα πρέπει να αναγνωστούν σε συνάρτηση με τους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/587 (3), (ΕΕ) 2017/583 (4), (ΕΕ) 2017/567 (5), (EE) 2017/565 (6) και (ΕΕ) 2016/2020 (7), οι οποίοι περιγράφουν τη μεθοδολογία και τα δεδομένα που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των σχετικών υπολογισμών και προσδιορίζουν το περιεχόμενο και το εύρος των δεδομένων που είναι αναγκαία για την πραγματοποίηση των υπολογισμών διαφάνειας. Επομένως, κατά την πραγματοποίηση αυτών των υπολογισμών, το περιεχόμενο, η μορφή και η ποιότητα των δεδομένων που υποβάλλονται σχετικά με τόπους διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και ΠΕΔ θα πρέπει να συνάδουν με την εφαρμοστέα μεθοδολογία που ορίζεται στις συναφείς εκτελεστικές πράξεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(4)

Με την εξαίρεση ενδεχόμενων αιτημάτων ad hoc για παροχή δεδομένων και υπολογισμών που πρέπει να πραγματοποιούνται για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ θα πρέπει να υποβάλλουν αανφορές καθημερινά. Έχοντας υπόψη το μεγάλο εύρος χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται και τον μεγάλο όγκο δεδομένων που πρέπει να υποστούν επεξεργασία, αυτή η καθημερινή υποβολή επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να επεξεργάζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια φακέλους διαχειρίσιμου μεγέθους και διασφαλίζει την αποδοτική και έγκαιρη διαχείριση της υποβολής των δεδομένων, του ελέγχου της ποιότητας και της επεξεργασίας των δεδομένων. Η συγκέντρωση δεδομένων σε καθημερινή βάση απλοποιεί επίσης την υποχρέωση παροχής δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και ΠΕΔ, καθώς τους απαλλάσσει από το βάρος να υπολογίζουν τον αριθμό των ημερών διαπραγμάτευσης, στην περίπτωση που εφαρμόζεται το συγκεκριμένο ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας, και να αθροίζουν τα δεδομένα για το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο με διαφορετικές περιόδους ληκτότητας, στην περίπτωση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ληκτότητα. Η πραγματοποίηση αυτού του υπολογισμού σε κεντρικό επίπεδο διασφαλίζει επίσης τη συνεκτική χρήση των κριτηρίων μεταξύ των διαφόρων χρηματοπιστωτικών μέσων και των διαφόρων τόπων διαπραγμάτευσης.

(5)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να αποθηκεύουν δεδομένα τα οποία είναι περιεκτικά και επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ να πραγματοποιούν ακριβείς υπολογισμούς. Παρόλο που οι απαιτούμενες πληροφορίες παρέχονται συνήθως στις μετασυναλλακτικές γνωστοποιήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τους υπολογισμούς υπερβαίνουν τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες σε αυτές τις γνωστοποιήσεις. Σε αυτές περιλαμβάνονται, για παράδειγμα, πληροφορίες για συναλλαγές που έχουν εκτελεστεί βάσει εντολών που έχουν επωφεληθεί από τη μεγάλου μεγέθους απαλλαγή. Αυτές οι πληροφορίες δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε γνωστοποιήσεις συναλλαγών, καθώς οι εν λόγω συναλλαγές θα μπορούσαν να εκτεθούν σε δυσμενείς επιπτώσεις στην αγορά. Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτές οι πληροφορίες μπορεί να είναι αναγκαίες για τη διενέργεια ακριβών υπολογισμών από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να αποθηκεύονται καταλλήλως από τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους ΕΜΔ και τους ΠΕΔ και να κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον είναι αναγκαίο. Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι διαδίδουν επαρκώς τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ. Οι συναλλαγές που εκτελούνται με βάση εντολές μεγάλου μεγέθους θα πρέπει να προσδιορίζονται καταλλήλως στη γνωστοποίηση προς τους ΠΕΔ.

(6)

Θα πρέπει να συγκεντρώνονται δεδομένα από διάφορες πηγές, καθώς μια μεμονωμένη πηγή μπορεί να μην διαθέτει πάντοτε πλήρες σύνολο δεδομένων για μια κατηγορία στοιχείων ενεργητικού ή ακόμα και για ένα συγκεκριμένο μέσο. Επομένως, για να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές και η ΕΑΚΑΑ να λαμβάνουν και να ενοποιούν δεδομένα υψηλής ποιότητας από διάφορες πηγές, οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ θα πρέπει να χρησιμοποιούν, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμες, προκαθορισμένες προδιαγραφές όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή, ώστε η συγκέντρωση των δεδομένων να είναι ευκολότερη και περισσότερο αποδοτική ως προς το κόστος της.

(7)

Λαμβάνοντας υπόψη την ευαισθησία των αναγκαίων υπολογισμών και τις δυνητικές εμπορικές συνέπειες για τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους εκδότες και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, λόγω της δημοσίευσης εσφαλμένων πληροφοριών, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει, στην περίπτωση μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, στην αναστολή της χρήσης των απαλλαγών για έναν συγκεκριμένο τόπο συναλλαγών ή σε ολόκληρη την Ένωση για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να διασαφηνιστεί η μορφή των δεδομένων προς υποβολή στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ, ώστε να δημιουργηθούν αποδοτικοί δίαυλοι επικοινωνίας με τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους ΠΕΔ και να διασφαλιστεί η έγκαιρη και ορθή δημοσίευση των απαιτούμενων δεδομένων.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ορίζει ότι η ΕΑΚΑΑ πρέπει να δημοσιεύει, για χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία εφαρμόζεται ο μηχανισμός μέγιστου ορίου συναλλαγών, υπολογισμούς του συνολικού όγκου των συναλλαγών κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών, και των ποσοστών των συναλλαγών με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής και της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς, ανά την Ένωση και για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών. Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε περισσότερα του ενός νομίσματα, είναι αναγκαίο να μετατρέπονται οι όγκοι των συναλλαγών που εκτελούνται στα διάφορα νομίσματα σε ένα κοινό νόμισμα, προκειμένου να μπορούν να αθροιστούν αυτοί οι όγκοι και να πραγματοποιηθούν οι απαιτούμενοι υπολογισμοί. Επομένως, θα πρέπει να προβλέπεται η μεθοδολογία και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες για τη μετατροπή, εφόσον είναι αναγκαίο, των όγκων συναλλαγών.

(9)

Για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν τους όγκους των συναλλαγών που έχουν εκτελεστεί με χρήση της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς και, στην περίπτωση ευχερώς ρευστοποιήσιμων μέσων, με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής. Δεδομένου ότι οι απαλλαγές εφαρμόζονται σε εντολές και όχι σε συναλλαγές, είναι σημαντικό να διασαφηνιστεί ότι οι όγκοι που πρέπει να αναφέρονται θα πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις συναλλαγές που φέρουν σήμανση «RFPT» (σήμανση συναλλαγής βάσει τιμής αναφοράς) ή «NLIQ» (σήμανση διαπραγματευθείσας συναλλαγής σε ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα) για σκοπούς μετασυναλλακτικής δημοσίευσης συναλλαγών και όπως προσδιορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587. Στην περίπτωση που έχει εκτελεστεί συναλλαγή με βάση δύο εντολές που επωφελούνται από τη μεγάλου μεγέθους απαλλαγή, αυτή η συναλλαγή δεν θα πρέπει να προσμετράται στους όγκους που υπολογίζονται με βάση την απαλλαγή λόγω τιμής αναφοράς και την απαλλαγή λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής.

(10)

Για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΠΕΔ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή ταυτοποιείται με επαρκή βαθμό λεπτομέρειας, ούτως ώστε η ΕΑΚΑΑ να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει όλους τους υπολογισμούς που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Ειδικότερα, ο χρησιμοποιούμενος αναγνωριστικός κωδικός του τόπου διαπραγμάτευσης θα πρέπει να είναι μοναδικός για τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης και να μην χρησιμοποιείται από άλλον τόπο διαπραγμάτευσης τον οποίο διαχειρίζεται ο ίδιος διαχειριστής της αγοράς. Οι αναγνωριστικοί κωδικοί των τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να επιτρέπουν στην ΕΑΚΑΑ να διακρίνει, κατά τρόπο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης για τους οποίους ο διαχειριστής της αγοράς έχει λάβει συγκεκριμένη άδεια, δυνάμει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(11)

Για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, είναι αναγκαίο να υποχρεώνονται οι τόποι διαπραγμάτευσης να υποβάλουν μια πρώτη αναφορά κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η οποία θα αναφέρει τους όγκους συναλλαγών με χρήση της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς και, στην περίπτωση ευχερώς ρευστοποιήσιμων μέσων, με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Για να διασφαλιστεί η αναλογική εφαρμογή αυτής της απαίτησης, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει, για αυτόν τον σκοπό, να βασίζουν την αναφορά τους στους προσαρμοσμένους όγκους συναλλαγών οι οποίες εκτελέστηκαν με χρήση ισοδύναμων απαλλαγών που προβλέπονται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής (9).

(12)

Για να παρέχουν ακριβή δεδομένα στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ, οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αναφορές τους περιλαμβάνουν συναλλαγές που έχουν προσμετρηθεί μόνο μία φορά.

(13)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού είναι στενά συνδεδεμένες, δεδομένου ότι όλες αφορούν τον καθορισμό του περιεχομένου, της συχνότητας, της μορφής των αιτημάτων για παροχή δεδομένων, της μεθόδου που θα χρησιμοποιηθεί για την επεξεργασία αυτών των δεδομένων και άλλων προδιαγραφών σχετικά με τη δημοσίευση πληροφοριών για σκοπούς διαφάνειας, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Για να διασφαλιστεί η συνεκτικότητα μεταξύ αυτών των διατάξεων, οι οποίες θα τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και για να παρασχεθεί μια συνολική εικόνα στα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως σε όσα υπόκεινται σε υποχρεώσεις, είναι σκόπιμο οι διατάξεις αυτές να συμπεριληφθούν σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(14)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(16)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τις λεπτομέρειες των αιτημάτων για παροχή δεδομένων, που θα αποστέλλονται από τις αρμόδιες αρχές, και τις λεπτομέρειες της απάντησης σε αυτά τα αιτήματα, η οποία θα αποστέλλεται από τόπους διαπραγμάτευσης, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) και παρόχους ενοποιημένων δελτίων (ΠΕΔ), για σκοπούς υπολογισμού και προσαρμογής των καθεστώτων που αφορούν την προσυναλλακτική και μετασυναλλακτική διαφάνεια και την υποχρέωση διαπραγμάτευσης και, ιδίως, για σκοπούς προσδιορισμού των ακόλουθων στοιχείων:

α)

αν οι μετοχές, τα μετοχικά και τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα διαθέτουν ρευστή αγορά·

β)

των ορίων για απαλλαγές λόγω προσυναλλακτικής διαφάνειας για μετοχές, μετοχικά και μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα·

γ)

των ορίων για χρονική μετάθεση λόγω μετασυναλλακτικής διαφάνειας για μετοχές, μετοχικά και μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα·

δ)

πότε η ρευστότητα μιας κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων καθίσταται χαμηλότερη από ένα προκαθορισμένο όριο·

ε)

αν μια επιχείρηση επενδύσεων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής·

στ)

του συνήθους μεγέθους συναλλαγών της αγοράς που ισχύει για συστηματικούς εσωτερικοποιητές οι οποίοι διαπραγματεύονται επί μετοχών και μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων, και του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που ισχύει για συστηματικούς εσωτερικοποιητές οι οποίοι διαπραγματεύονται επί μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων·

ζ)

για μετοχές και μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, του συνολικού όγκου συναλλαγών κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, και των ποσοστών των συναλλαγών που εκτελέστηκαν με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής και της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς σε ολόκληρη την Ένωση και για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών·

η)

αν τα παράγωγα είναι επαρκώς ευχερώς ρευστοποιήσιμα για σκοπούς εφαρμογής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης για παράγωγα.

Άρθρο 2

Περιεχόμενο των αιτημάτων για παροχή δεδομένων και των πληροφοριών που πρέπει να υποβάλλονται

1.   Για σκοπούς πραγματοποίησης υπολογισμών οι οποίοι εκτελούνται σε προκαθορισμένες ημερομηνίες ή με προκαθορισμένη συχνότητα, οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τους όλα τα δεδομένα που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των υπολογισμών που ορίζονται στους κατωτέρω κανονισμούς:

α)

στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/587·

β)

στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/583·

γ)

στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/567·

δ)

στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/565.

2.   Οι αρμόδιες αρχές δύναται να ζητούν, όταν είναι αναγκαίο, συμπληρωματικές πληροφορίες για σκοπούς παρακολούθησης και προσαρμογής των ορίων και των παραμέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία α) έως στ) και η) από τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους ΕΜΔ και τους ΠΕΔ.

3.   Οι αρμόδιες αρχές ενδέχεται να ζητούν όλα τα δεδομένα τα οποία απαιτείται να λαμβάνει υπόψη της η ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2016/2020, για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων για τα ακόλουθα:

α)

τη μέση συχνότητα των συναλλαγών·

β)

το μέσο μέγεθος και την κατανομή των συναλλαγών·

γ)

τον αριθμό και το είδος των συμμετεχόντων στην αγορά·

δ)

το μέσο μέγεθος ανοίγματος τιμών.

Άρθρο 3

Συχνότητα αιτημάτων για παροχή δεδομένων και χρόνοι απόκρισης από τόπους διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και ΠΕΔ

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ υποβάλλουν καθημερινά τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ υποβάλλουν τα δεδομένα ως απάντηση σε αίτημα ad hoc αναφερόμενο στο άρθρο 2 παράγραφος 2, εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήψη του εν λόγω αιτήματος, εκτός εάν απαιτείται απάντηση εντός μικρότερου χρονικού διαστήματος λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, όπως διευκρινίζεται στο αίτημα.

3.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΠΕΔ υποβάλλουν δεδομένα τα οποία χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 6 έως 9.

Άρθρο 4

Μορφή των αιτημάτων για παροχή δεδομένων

Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ υποβάλλουν τα δεδομένα που αναφέρονται στο άρθρο 2 σε μορφή κοινού αρχείου XML και, εφόσον υπάρχουν, σύμφωνα με οποιεσδήποτε άλλες προδιαγραφές όσον αφορά το περιεχόμενο και τη μορφή, οι οποίες έχουν καθοριστεί προκειμένου να διευκολύνεται μια αποδοτική και αυτοματοποιημένη διαδικασία παράδοσης των δεδομένων και η ενοποίησή τους με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.

Άρθρο 5

Είδος δεδομένων που πρέπει να αποθηκεύονται και ελάχιστη περίοδος αποθήκευσης δεδομένων από τόπους διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και ΠΕΔ

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ αποθηκεύουν όλα τα δεδομένα που απαιτούνται για τον υπολογισμό, την παρακολούθηση ή την προσαρμογή των ορίων και των παραμέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 2, ανεξαρτήτως του αν αυτές οι πληροφορίες έχουν δημοσιοποιηθεί ή όχι.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ αποθηκεύουν τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για τουλάχιστον τρία έτη.

Άρθρο 6

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών από τόπους διαπραγμάτευσης και ΠΕΔ για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών

1.   Για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στις απαιτήσεις διαφάνειας του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν τα ακόλουθα δεδομένα στην αρμόδια αρχή:

α)

τον συνολικό όγκο των συναλλαγών επί του χρηματοπιστωτικού μέσου οι οποίες εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

τους συνολικούς όγκους των συναλλαγών επί του χρηματοπιστωτικού μέσου οι οποίες εκτελέστηκαν στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης με τη χρήση των απαλλαγών του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αντιστοίχως, με χωριστή αναφορά των συνολικών όγκων για κάθε απαλλαγή.

2.   Για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που υπόκειται στις απαιτήσεις διαφάνειας του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και εφόσον ζητηθεί από την αρμόδια αρχή, οι ΠΕΔ υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τα ακόλουθα δεδομένα:

α)

τους συνολικούς όγκους των συναλλαγών επί του χρηματοπιστωτικού μέσου οι οποίες εκτελέστηκαν σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης στην Ένωση, με χωριστή αναφορά των συνολικών όγκων για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

τους συνολικούς όγκους των συναλλαγών οι οποίες εκτελέστηκαν σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης στην Ένωση με τη χρήση των απαλλαγών του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αντιστοίχως, με χωριστή αναφορά των συνολικών όγκων για κάθε απαλλαγή και για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΠΕΔ υποβάλλουν τα στοιχεία που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 στην αρμόδια αρχή με τη μορφή που ορίζεται στο παράρτημα. Διασφαλίζουν, ιδίως, ότι οι αναγνωριστικοί κωδικοί των τόπων διαπραγμάτευσης τους οποίους δηλώνουν είναι επαρκώς λεπτομερείς, ώστε η αρμόδια αρχή και η ΕΑΚΑΑ να είναι σε θέση να ταυτοποιήσουν τους όγκους των συναλλαγών που έχουν εκτελεστεί με χρήση της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς και, για ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα, με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής, σε κάθε τόπο συναλλαγών, και να μπορούν να υπολογίσουν το ποσοστό που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Για σκοπούς υπολογισμού των όγκων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2:

α)

ο όγκος μιας επιμέρους συναλλαγής προσδιορίζεται πολλαπλασιάζοντας την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου με τον αριθμό των υπό διαπραγμάτευση μονάδων·

β)

ο συνολικός όγκος των συναλλαγών σε κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και στην παράγραφο 2 στοιχείο α) προσδιορίζεται αθροίζοντας τον όγκο όλων των επιμέρους συναλλαγών, οι οποίες έχουν προσμετρηθεί μόνο μία φορά, για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο·

γ)

οι όγκοι συναλλαγών που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) και στην παράγραφο 2 στοιχείο β) προσδιορίζονται αθροίζοντας τους όγκους των επιμέρους συναλλαγών, οι οποίες έχουν προσμετρηθεί μόνο μία φορά, για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο και οι οποίες φέρουν τη σήμανση «τιμή αναφοράς» και «διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα», σύμφωνα με τον πίνακα 4 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΠΕΔ αθροίζουν μόνο συναλλαγές οι οποίες έχουν εκτελεστεί στο ίδιο νόμισμα και αναφέρουν χωριστά κάθε συνολικό όγκο στο νόμισμα που έχει χρησιμοποιηθεί για τις συναλλαγές.

6.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν τα δεδομένα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 5 στην αρμόδια αρχή την πρώτη και τη δέκατη έκτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα έως τις 13:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης. Όταν η πρώτη ή η δέκατη έκτη ημέρα του ημερολογιακού μήνα δεν είναι εργάσιμη ημέρα για τον τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης υποβάλλει τα δεδομένα στην αρμόδια αρχή έως τις 13:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης την επόμενη εργάσιμη ημέρα.

7.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τους συνολικούς όγκους συναλλαγών, που προσδιορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 5, όσον αφορά τις ακόλουθες χρονικές περιόδους:

α)

για αναφορές που υποβάλλονται τη δέκατη έκτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, η περίοδος εκτέλεσης είναι από την πρώτη έως τη δέκατη πέμπτη ημέρα του ίδιου ημερολογιακού μήνα·

β)

για αναφορές που υποβάλλονται την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, η περίοδος εκτέλεσης είναι από τη δέκατη έκτη έως την τελευταία ημέρα του προηγούμενου ημερολογιακού μήνα.

8.   Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 6 και 7, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν την πρώτη αναφορά για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, έως τις 13:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης, και περιλαμβάνουν σε αυτήν τους όγκους συναλλαγών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Για αυτόν τον σκοπό, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν χωριστά, για κάθε ημερολογιακό μήνα, τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

τους όγκους συναλλαγών κατά τη διάρκεια της περιόδου από την πρώτη έως τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα·

β)

τους όγκους συναλλαγών κατά τη διάρκεια της περιόδου από τη δέκατη έκτη έως την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα.

9.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι ΠΕΔ ανταποκρίνονται σε οποιοδήποτε αίτημα ad hoc των αρμόδιων αρχών για τον όγκο των συναλλαγών σε σχέση με τον υπολογισμό που πρέπει να πραγματοποιηθεί για την παρακολούθηση της χρήσης της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς ή της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής, έως το πέρας των εργασιών κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά την υποβολή του αιτήματος.

Άρθρο 7

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών από τις αρμόδιες αρχές προς την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών και της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης για παράγωγα

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ τα δεδομένα που λαμβάνουν από έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή ΠΕΔ, σύμφωνα με το άρθρο 6, έως τις 13:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης κατά την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη λήψη τους.

2.   Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ τα δεδομένα που λαμβάνουν από έναν τόπο διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ ή ΠΕΔ προκειμένου να προσδιοριστεί αν τα παράγωγα είναι επαρκώς ευχερώς ρευστοποιήσιμα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο η), χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός τριών εργάσιμων ημερών από τη λήψη των σχετικών δεδομένων.

Άρθρο 8

Απαιτήσεις υποβολής αναφορών από την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών

1.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τους υπολογισμούς του συνολικού όγκου συναλλαγών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο κατά τους προηγούμενους 12 μήνες, και των ποσοστών των συναλλαγών με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής και της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς, σε ολόκληρη την Ένωση και για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 12 μηνών, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 4, 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το αργότερο έως τις 22:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης, την πέμπτη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος των περιόδων υποβολής αναφορών που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 6 του παρόντος κανονισμού.

2.   Η δημοσίευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 πραγματοποιείται δωρεάν και σε μορφή η οποία είναι αναγνώσιμη τόσο από άνθρωπο όσο και από μηχάνημα, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/571 (11) της Επιτροπής και στο άρθρο 13 παράγραφοι 4 και 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/567.

3.   Εάν ένα χρηματοπιστωτικό μέσο τελεί υπό διαπραγμάτευση σε περισσότερα από ένα νομίσματα στην Ένωση, η ΕΑΚΑΑ μετατρέπει όλους τους όγκους σε ευρώ, με τη χρήση των μέσων συναλλαγματικών ισοτιμιών που υπολογίζονται με βάση τις ημερήσιες συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφοράς του ευρώ, οι οποίες δημοσιεύθηκαν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στον δικτυακό τόπο της κατά τους προηγούμενους 12 μήνες. Μετά τη μετατροπή τους, αυτοί οι όγκοι χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό και τη δημοσίευση του συνολικού όγκου συναλλαγών, και των ποσοστών των συναλλαγών με χρήση της απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής και της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς, σε ολόκληρη την Ένωση και σε κάθε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 9

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14 Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σ. 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/583, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σ. 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/567, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2016 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τα παράγωγα, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις (βλέπε σ. 90 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/565, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/2020 της Επιτροπής, της 26ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα κριτήρια για τη διαπίστωση κατά πόσον τα παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης (ΕΕ L 313 της 19.11.2016, σ. 2).

(8)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 241 της 2.9.2006, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(11)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σ. 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων για τον πίνακα 2

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με έως n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων έως m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής: «.» (τελεία)·

ο αριθμός μπορεί να συνοδεύεται από πρόθημα «–» (μείον), το οποίο υποδηλώνει αρνητικό αριθμό.

Κατά περίπτωση, οι τιμές στρογγυλοποιούνται και δεν περικόπτονται.

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται με τους κωδικούς νομίσματος ISO 4217.

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες θα πρέπει να έχουν τον εξής μορφότυπο:

ΕΕΕΕ-ΜΜ-ΗΗ.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166.

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383.


Πίνακας 2

Μορφότυποι της αναφοράς για τους σκοπούς του μηχανισμού μέγιστου ορίου συναλλαγών

Όνομα πεδίου δεδομένων

Μορφότυπος

Περίοδος υποβολής αναφοράς

{DATEFORMAT}/{DATEFORMAT}

όπου η πρώτη ημερομηνία είναι η έναρξη της περιόδου υποβολής αναφοράς και η δεύτερη ημερομηνία είναι το τέλος της περιόδου υποβολής αναφοράς.

Αναγνωριστικός κωδικός της αναφέρουσας οντότητας

Εάν η αναφέρουσα οντότητα είναι τόπος διαπραγμάτευσης: {MIC}

(κωδικός MIC τμήματος ή, ανάλογα με την περίπτωση, κωδικός MIC δραστηριότητας)

ή

{ALPHANUM-50}

εάν η αναφέρουσα οντότητα είναι ΠΕΔ.

Αναγνωριστικός κωδικός τόπου διαπραγμάτευσης

{MIC}

(κωδικός MIC τμήματος ή, όπου είναι διαθέσιμος, κωδικός MIC δραστηριότητας)

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

{ISIN}

Νόμισμα συναλλαγών

{CURRENCYCODE_3}

Συνολικός όγκος συναλλαγών (ανά νόμισμα)

{DECIMAL-18/5}

Συνολικός όγκος συναλλαγών με χρήση απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού MiFIR (ανά νόμισμα)

{DECIMAL-18/5}

Συνολικός όγκος συναλλαγών με χρήση απαλλαγής λόγω διαπραγματευθείσας συναλλαγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) περίπτωση i) του κανονισμού MiFIR (ανά νόμισμα)

{DECIMAL-18/5}


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/183


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (EE) 2017/578 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 13ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τις απαιτήσεις για τις συμφωνίες και τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), ιδίως το άρθρο 17 παράγραφος 7 στοιχεία α), β) και γ) και το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχεία α) και στ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Θα πρέπει να επιτευχθούν δύο κύριοι στόχοι κατά τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης των αλγοριθμικών διαπραγματευτών που εφαρμόζουν στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης, καθώς και των σχετικών υποχρεώσεων των τόπων διαπραγμάτευσης. Πρώτον, θα πρέπει να εισαχθεί το στοιχείο της προβλεψιμότητας για την προφανή ρευστότητα στο βιβλίο εντολών, μέσω της καθιέρωσης συμβατικών υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που εφαρμόζουν στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης. Δεύτερον, θα πρέπει να παρέχονται κίνητρα για την παρουσία των εν λόγω επιχειρήσεων στην αγορά, ιδίως κατά τη διάρκεια ακραίων συνθηκών της αγοράς.

(2)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού είναι άμεσα συνδεδεμένες, δεδομένου ότι αφορούν μια σειρά συναφών υποχρεώσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν αλγοριθμικές συναλλαγές, εφαρμόζοντας στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης, και για τόπους διαπραγμάτευσης όπου μπορεί να εφαρμόζονται οι εν λόγω στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ αυτών των διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτές, συμπεριλαμβανομένων επενδυτών που δεν είναι κάτοικοι της ΕΕ, να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση σε αυτές, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν αυτές οι διατάξεις σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(3)

Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να ισχύει, εκτός από τις ρυθμιζόμενες αγορές, και για τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τους οργανωμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4)

Οι στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης μπορεί να σχετίζονται με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα και έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας τόπος διαπραγμάτευσης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να παρακολουθεί στρατηγικές που αφορούν περισσότερους από έναν τόπους διαπραγμάτευσης ή χρηματοπιστωτικά μέσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να είναι σε θέση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, να παρακολουθούν τις στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζονται στον χώρο τους και, συνεπώς θα πρέπει να περιορίζουν τις αντίστοιχες συμφωνίες και τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης αποκλειστικά σε αυτές τις καταστάσεις.

(5)

Όλα τα μέλη ή οι συμμετέχοντες που ασκούν αλγοριθμικές συναλλαγές, εφαρμόζοντας στρατηγικές ειδικής διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης όπου προβλέπεται ή επιτρέπεται η άσκηση αλγοριθμικών συναλλαγών, θα πρέπει να συνάπτουν συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης με τον διαχειριστή του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, κίνητρα βάσει συστήματος ειδικής διαπραγμάτευσης θα πρέπει να απαιτούνται μόνο για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών. Τίποτα δεν θα πρέπει να εμποδίζει τους τόπους διαπραγμάτευσης να καθιερώνουν άλλου είδους κίνητρα, με δική τους πρωτοβουλία, για άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή συστήματα συναλλαγών.

(6)

Θα πρέπει να προσδιορίζονται με σαφήνεια οι περιπτώσεις που οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν υποχρεούνται να καθιερώνουν σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών. Για τον σκοπό αυτόν, είναι σκόπιμο να προσδιορίζονται τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα συστήματα συναλλαγών που αυξάνουν τον κίνδυνο υψηλής μεταβλητότητας και για τα οποία είναι θέμα καίριας σημασίας να παρέχονται κίνητρα για παροχή ρευστότητας, προκειμένου να διασφαλίζεται η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των αγορών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, όταν ορισμένα ρευστά χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν αντικείμενο αλγοριθμικής διαπραγμάτευσης σε σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών, ενυπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος υπεραντίδρασης σε εξωτερικά γεγονότα, πράγμα το οποίο μπορεί να επιδεινώσει τη μεταβλητότητα της αγοράς.

(7)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης για τους οποίους κρίνεται σκόπιμο να εφαρμόζονται συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να υποχρεούνται να επανεξετάζουν τις υφιστάμενες συμφωνίες τους, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι διατάξεις των εν λόγω συμφωνιών όσον αφορά την εφαρμογή μιας στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης από τους αλγοριθμικούς διαπραγματευτές συμμορφώνονται με τον παρόντα κανονισμό.

(8)

Το σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης μπορεί να παρέχει κίνητρα στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν υπογράψει συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης ώστε αυτές να τηρούν τις υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο κανονικών συνθηκών συναλλαγών, αλλά θα πρέπει να παρέχει κίνητρα στις επιχειρήσεις που συμβάλλουν αποτελεσματικά στην παροχή ρευστότητας υπό ακραίες συνθήκες της αγοράς. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρχει σύστημα κινήτρων για τον περιορισμό ξαφνικής και μεγάλης κλίμακας ανάκλησης ρευστότητας υπό ακραίες συνθήκες της αγοράς. Προκειμένου να αποφευχθεί η αποκλίνουσα εφαρμογή αυτής της υποχρέωσης, είναι σημαντικό να γνωστοποιούν οι τόποι διαπραγμάτευσης την ύπαρξη ακραίων συνθηκών της αγοράς σε όλα τα μέρη του συστήματος ειδικής διαπραγμάτευσης. Οι εξαιρετικές περιστάσεις θα πρέπει να προσδιορίζονται λεπτομερώς, συνεπώς δεν συμπεριλαμβάνουν τακτικές ή εκ των προτέρων προγραμματισμένες ενημερωτικές εκδηλώσεις που ενδέχεται να επηρεάσουν την ονομαστική αξία ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, λόγω αλλαγών στην αντίληψη του κινδύνου αγοράς, είτε συμβαίνουν κατά τη διάρκεια είτε εκτός ωρών συναλλαγών.

(9)

Τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι πελάτες που έχουν υπογράψει συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης πρέπει να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά την παρουσία, το μέγεθος και το άνοιγμα τιμών σε κάθε περίπτωση. Ωστόσο, τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι πελάτες που πληρούν αυτές τις ελάχιστες απαιτήσεις, μόνο υπό κανονικές συνθήκες διεξαγωγής συναλλαγών, ενδέχεται να μην έχουν πρόσβαση σε όλα τα είδη κινήτρων. Οι τόποι διαπραγμάτευσης δύνανται να καθιερώνουν συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης τα οποία ανταμείβουν μόνο τα μέλη, τους συμμετέχοντες ή τους πελάτες που συμμορφώνονται με αυστηρότερες παραμέτρους όσον αφορά την παρουσία, το μέγεθος και το άνοιγμα τιμών. Συνεπώς, τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης που εφαρμόζονται από τους τόπους διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υποδεικνύουν σαφώς τους όρους πρόσβασης σε κίνητρα και να λαμβάνουν υπόψη την αποτελεσματική συμβολή στη ρευστότητα εντός του τόπου διαπραγμάτευσης, που υπολογίζεται βάσει παρουσίας, μεγέθους και ανοίγματος τιμών από τους συμμετέχοντες στα συστήματα.

(10)

Προκειμένου να αποφευχθεί η αποκλίνουσα εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και να εξασφαλιστεί δίκαιη και χωρίς διακρίσεις εφαρμογή των συστημάτων ειδικής διαπραγμάτευσης, είναι σημαντικό όλα τα μέλη, οι συμμετέχοντες και οι πελάτες ενός τόπου διαπραγμάτευσης να ενημερώνονται με συντονισμένο τρόπο για την εμφάνιση εξαιρετικών περιστάσεων. Επομένως, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι υποχρεώσεις γνωστοποίησης από τους τόπους διαπραγμάτευσης σε τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις.

(11)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(12)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(13)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων συνάπτουν συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης για το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα μέσα για τα οποία ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης με τον τόπο ή τους τόπους διαπραγμάτευσης όπου λαμβάνει χώρα η εν λόγω στρατηγική, όπου, τις μισές ημέρες διαπραγμάτευσης σε περίοδο ενός μήνα, κατά την εκτέλεση της στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης:

α)

εισάγουν δεσμευτικά, ταυτόχρονα ζεύγη εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές·

β)

διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό τουλάχιστον επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον κατά το 50 % των ημερήσιων ωρών συναλλαγών της συνεχούς διαπραγμάτευσης στον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης, με εξαίρεση τις δημοπρασίες έναρξης και λήξης.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

ως ζεύγος εντολών νοείται το δεσμευτικό ζεύγος εντολών, όταν συμπεριλαμβάνει εντολές και ζεύγη εντολών που, σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης, μπορούν να αντιστοιχίζονται με αντίθετη εντολή ή ζεύγος εντολών·

β)

τα ζεύγη εντολών θεωρούνται ταυτόχρονα ζεύγη εντολών, όταν εισάγονται με τέτοιον τρόπο που οι τιμές προσφοράς και ζήτησης υπάρχουν ταυτόχρονα στο βιβλίο εντολών·

γ)

δύο ζεύγη εντολών θεωρούνται συγκρίσιμου μεγέθους, όταν τα μεγέθη τους δεν αποκλίνουν κατά περισσότερο από 50 %·

δ)

τα ζεύγη εντολών θεωρείται ότι έχουν ανταγωνιστικές τιμές, όταν εισάγονται εντός ή σχεδόν εντός του μέγιστου εύρους προσφοράς-ζήτησης που καθορίζεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης και επιβάλλεται σε κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει συνάψει συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης με τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 2

Περιεχόμενο των συμφωνιών ειδικής διαπραγμάτευσης

1.   Το περιεχόμενο μιας δεσμευτικής γραπτής συμφωνίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 στοιχείο β) και στο άρθρο 48 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

το χρηματοπιστωτικό μέσο ή μέσα που καλύπτονται από τη συμφωνία·

β)

τις ελάχιστες υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούνται από την επιχείρηση επενδύσεων όσον αφορά την παρουσία, το μέγεθος και το άνοιγμα των τιμών, που απαιτούν τουλάχιστον εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές, τουλάχιστον επί ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στον τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον για το 50 % των ημερήσιων ωρών συναλλαγών κατά τις οποίες πραγματοποιείται συνεχής διαπραγμάτευση, με εξαίρεση τις δημοπρασίες έναρξης και λήξης, και υπολογισμό για κάθε ημέρα διαπραγμάτευσης·

γ)

τους όρους του ισχύοντος συστήματος ειδικής διαπραγμάτευσης, ανάλογα με την περίπτωση·

δ)

τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων όσον αφορά την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης, μετά από διακοπές λόγω μεταβλητότητας·

ε)

τις υποχρεώσεις εποπτείας, συμμόρφωσης και ελέγχου της επιχείρησης επενδύσεων, που της επιτρέπουν να παρακολουθεί τη δραστηριότητά της στην ειδική διαπραγμάτευση·

στ)

την υποχρέωση σήμανσης των δεσμευτικών ζευγών εντολών που υποβάλλονται στον τόπο διαπραγμάτευσης βάσει της συμφωνίας ειδικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου αυτά τα ζεύγη να διακρίνονται από άλλες ροές εντολών·

ζ)

την υποχρέωση τήρησης αρχείων των δεσμευτικών ζευγών εντολών και των συναλλαγών που σχετίζονται με δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων, οι οποίες διαχωρίζονται σαφώς από άλλες δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, και την υποχρέωση διάθεσης των εν λόγω αρχείων στον τόπο διαπραγμάτευσης και στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρακολουθούν συνεχώς την αποτελεσματική συμμόρφωση των σχετικών επιχειρήσεων επενδύσεων με τις συμφωνίες ειδικής διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 3

Εξαιρετικές περιστάσεις

Η υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να παρέχουν ρευστότητα σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δεν ισχύει σε καμία από τις παρακάτω εξαιρετικές περιστάσεις:

α)

σε κατάσταση ακραίας μεταβλητότητας, που ενεργοποιεί μηχανισμούς μεταβλητότητας για την πλειονότητα των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των υποκείμενων χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τμήμα διαπραγμάτευσης εντός του τόπου διαπραγμάτευσης, σε σχέση με τον οποίο ισχύει η υποχρέωση υπογραφής συμφωνίας ειδικής διαπραγμάτευσης·

β)

πόλεμο, εργατική κινητοποίηση, εμφύλιες ταραχές ή δολιοφθορά στον κυβερνοχώρο·

γ)

μη εύρυθμες συνθήκες διαπραγμάτευσης, όπου διακυβεύεται η διατήρηση της δίκαιης, εύρυθμης και διαφανούς εκτέλεσης των συναλλαγών, και παρέχονται αποδεικτικά στοιχεία ότι συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

η απόδοση του συστήματος του τόπου διαπραγμάτευσης επηρεάζεται σημαντικά από καθυστερήσεις και διακοπές·

ii)

πολλαπλές εσφαλμένες εντολές ή συναλλαγές·

iii)

η ικανότητα ενός τόπου διαπραγμάτευσης να παρέχει υπηρεσίες καθίσταται ανεπαρκής·

δ)

όταν η ικανότητα της επιχείρησης επενδύσεων να διατηρεί πρακτικές συνετής διαχείρισης κινδύνου εμποδίζεται από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i)

τεχνολογικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των προβλημάτων με ροή δεδομένων ή άλλο σύστημα απαραίτητο για την άσκηση στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης·

ii)

ζητήματα διαχείρισης κινδύνου σε σχέση με τα ρυθμιστικά κεφάλαια, τα περιθώρια ασφάλειας και την πρόσβαση σε εκκαθάριση·

iii)

αδυναμία αντιστάθμισης μιας θέσης, λόγω σύντομης απαγόρευσης πώλησης·

ε)

για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναστολής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

Άρθρο 4

Προσδιορισμός των εξαιρετικών περιστάσεων

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης γνωστοποιούν την εμφάνιση των εξαιρετικών περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία α), β), γ) και ε) και, μόλις αυτό καταστεί τεχνικά δυνατό, την επανέναρξη της κανονικής τους διαπραγμάτευσης, αφού παύσουν να υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν σαφείς διαδικασίες επανέναρξης της κανονικής διαπραγμάτευσης, αφού παύσουν να υφίστανται οι εξαιρετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου της εν λόγω επανέναρξης, και δημοσιοποιούν τις εν λόγω διαδικασίες.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν παρατείνουν τη δήλωση εξαιρετικών περιστάσεων πέραν του κλεισίματος της αγοράς, εκτός εάν είναι αναγκαίο υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και ε).

Άρθρο 5

Υποχρέωση των τόπων διαπραγμάτευσης να εφαρμόζουν συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 48 παράγραφος 2 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκτός από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω συστήματος συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών:

α)

μετοχές και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και όπως ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής (4)·

β)

συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης που έχουν άμεση σχέση με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που προσδιορίζονται στο στοιχείο α)·

γ)

συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δείκτη μετοχών και συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης δείκτη μετοχών για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, όπως καθορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής (5).

2.   Για του σκοπούς της παραγράφου 1, σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών σημαίνει σύστημα το οποίο, μέσω βιβλίου εντολών και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αντιστοιχίζει τις εντολές πώλησης με εντολές αγοράς βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τιμής σε συνεχή βάση.

Άρθρο 6

Ελάχιστες υποχρεώσεις όσον αφορά τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης περιγράφουν στο σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσής τους τα κίνητρα και τις απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται όσον αφορά την παρουσία, το μέγεθος και το άνοιγμα των τιμών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, προκειμένου να είναι δυνατή η πρόσβαση σε αυτά τα κίνητρα υπό:

α)

κανονικές συνθήκες διαπραγμάτευσης, κατά τις οποίες ο τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει κίνητρα υπό τέτοιες συνθήκες.

β)

ακραίες συνθήκες της αγοράς, λαμβανομένων υπόψη των πρόσθετων κινδύνων υπό τέτοιες συνθήκες.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν τις παραμέτρους εντοπισμού ακραίων συνθηκών της αγοράς όσον αφορά σημαντικές βραχυπρόθεσμες αλλαγές τιμών και όγκου. Οι τόποι διαπραγμάτευσης θεωρούν την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης μετά τις διακοπές μεταβλητότητας ως ακραίες συνθήκες της αγοράς.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο α), οι τόποι διαπραγμάτευσης δύνανται να διευκρινίζουν στα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσής τους ότι τα κίνητρα χορηγούνται μόνο στον συμμετέχοντα ή συμμετέχοντες με την καλύτερη απόδοση.

Άρθρο 7

Δίκαια και χωρίς διακρίσεις συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν στους δικτυακούς τους τόπους τους όρους των συστημάτων ειδικής διαπραγμάτευσης, τα ονόματα των επιχειρήσεων που έχουν υπογράψει συμφωνίες ειδικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο καθενός από αυτά τα συστήματα, καθώς και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από αυτές τις συμφωνίες.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης γνωστοποιούν τυχόν αλλαγές στους όρους των συστημάτων ειδικής διαπραγμάτευσης στους συμμετέχοντες στα εν λόγω συστήματα, τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την εφαρμογή τους.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν τα ίδια κίνητρα σε όλους τους συμμετέχοντες οι οποίοι αποδίδουν εξίσου όσον αφορά την παρουσία, το μέγεθος και το άνοιγμα των τιμών, στα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης τους.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν περιορίζουν τον αριθμό των συμμετεχόντων σε ένα σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης. Εντούτοις, δύνανται να περιορίζουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων που έχουν αγγίξει προκαθορισμένα όρια στα κίνητρα που περιλαμβάνονται στο σύστημα.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρακολουθούν συνεχώς την αποτελεσματική συμμόρφωση των συμμετεχόντων με τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης.

6.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθιερώνουν διαδικασίες κοινοποίησης της ύπαρξης ακραίων συνθηκών της αγοράς στον τόπο διαπραγμάτευσης σε όλους τους συμμετέχοντες σε σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης, μέσω εύκολα προσβάσιμων διαύλων.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις (βλέπε σελίδα 90 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/189


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/579 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 13ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τον άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο των συμβάσεων παραγώγων εντός της Ένωσης και την αποφυγή της παράκαμψης κανόνων και υποχρεώσεων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 28 παράγραφος 5,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Δεδομένης της μεγάλης ποικιλομορφίας των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, προκειμένου να προσδιοριστεί πότε μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και να καθοριστούν οι περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητο ή σκόπιμο να αποφευχθεί η παράκαμψη κανόνων ή υποχρεώσεων που απορρέουν από οποιαδήποτε διάταξη του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), θα πρέπει να εφαρμοστεί μια προσέγγιση βάσει κριτηρίων.

(2)

Το άρθρο 33 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ορίζει ότι οι όροι που προβλέπονται στα άρθρα 28 και 29 του εν λόγω κανονισμού θεωρείται ότι πληρούνται όταν ένας τουλάχιστον από τους αντισυμβαλλομένους είναι εγκατεστημένος σε χώρα για την οποία η Επιτροπή έχει εκδώσει εκτελεστική πράξη περί ισοδυναμίας σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Τα παρόντα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει, συνεπώς, να εφαρμόζονται επίσης σε συμβάσεις όπου και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα της οποίας οι νομοθετικές και εποπτικές ρυθμίσεις, καθώς και οι ρυθμίσεις επιβολής της νομοθεσίας, δεν έχουν ακόμη κηρυχτεί ισοδύναμες με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(3)

Παρά ταύτα, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με συμβάσεις που έχουν συναφθεί από οντότητες τρίτων χωρών θα βρίσκονται στη διάθεση μόνον των αρμοδίων αρχών των εν λόγω τρίτων χωρών. Ως εκ τούτου, οι αρμόδιες αρχές της Ένωσης θα πρέπει να συνεργάζονται στενά με τις εν λόγω αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών, προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή και η τήρηση των σχετικών διατάξεων.

(4)

Λαμβάνοντας υπόψη την εγγενή σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 285/2014 (3), οι τεχνικοί όροι που είναι αναγκαίοι για την πληρέστερη κατανόηση των τεχνικών προτύπων θα πρέπει να έχουν την ίδια έννοια.

(5)

Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οι οποίες συνάπτονται από οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες και καλύπτονται από εγγύηση που παρέχεται από οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση δημιουργούν χρηματοοικονομικό κίνδυνο για τον εγγυητή που είναι εγκατεστημένος στην Ένωση. Δεδομένου ότι ο κίνδυνος θα εξαρτάται από το ύψος της εγγύησης που χορηγείται από τους χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους για την κάλυψη των συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και δεδομένων των διασυνδέσεων μεταξύ των χρηματοοικονομικών αντισυμβαλλομένων, σε σύγκριση με τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, μόνον οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από οντότητες εγκατεστημένες σε τρίτες χώρες και καλύπτονται από εγγύηση η οποία υπερβαίνει ορισμένα ποσοτικά κατώτατα όρια και παρέχεται από χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους εγκατεστημένους στην Ένωση θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης.

(6)

Οι χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι που είναι εγκατεστημένοι σε τρίτες χώρες μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω των υποκαταστημάτων τους στην Ένωση. Δεδομένου του αντίκτυπου της δραστηριότητας αυτών των υποκαταστημάτων στην αγορά της Ένωσης, οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται μεταξύ των εν λόγω υποκαταστημάτων στην Ένωση θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης.

(7)

Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που συνάπτονται από συγκεκριμένους αντισυμβαλλομένους με πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή εφαρμογής της υποχρέωσης διαπραγμάτευσης, που ισχύει για τις οντότητες οι οποίες θα ήταν οι φυσικοί αντισυμβαλλόμενοι στη σύμβαση, θα πρέπει να θεωρείται ότι παρακάμπτουν τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, καθότι εμποδίζουν την επίτευξη ενός από τους σκοπούς του κανονισμού αυτού, και συγκεκριμένα τον μετριασμό του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

(8)

Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που αποτελούν μέρος μιας ρύθμισης της οποίας τα χαρακτηριστικά δεν υποστηρίζονται από επιχειρηματική λογική ή εμπορική ουσία και έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την καταστρατήγηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τις προϋποθέσεις εξαίρεσης, θα πρέπει να θεωρείται ότι παρακάμπτουν τους κανόνες και τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στον εν λόγω κανονισμό.

(9)

Οι περιπτώσεις όπου οι επιμέρους συνιστώσες της ρύθμισης είναι ασυμβίβαστες με τη νομική υπόσταση της ρύθμισης στο σύνολό της, όπου η ρύθμιση υλοποιείται κατά τρόπο που δεν θα χρησιμοποιούνταν κανονικά σε ό,τι αναμένεται να είναι εύλογη επιχειρηματική συμπεριφορά, όπου η ρύθμιση ή η σειρά ρυθμίσεων περιλαμβάνει στοιχεία που έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση ή την ακύρωση της αμοιβαίας οικονομικής ουσίας τους, όπου οι συναλλαγές είναι κυκλικού χαρακτήρα, θα πρέπει να θεωρούνται ως δείκτες τεχνητής ρύθμισης ή τεχνητής σειράς ρυθμίσεων.

(10)

Δεδομένου ότι οι οντότητες τρίτων χωρών που επηρεάζονται από τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα απαιτούν χρόνο για να μεριμνήσουν για τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όταν οι συμβάσεις τους εξωχρηματιστηριακών παραγώγων πληρούν τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα ώστε να θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, είναι σκόπιμο να μετατεθεί η εφαρμογή της διάταξης που περιέχει τις εν λόγω προϋποθέσεις κατά έξι μήνες.

(11)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(12)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(13)

Η ΕΑΚΑΑ διεξήγαγε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύει ο ακόλουθος ορισμός:

«εγγύηση»: η ρητή και τεκμηριωμένη νομική υποχρέωση από εγγυητή να καλύψει τις πληρωμές στον δικαιούχο των οφειλόμενων ποσών ή των ποσών που ενδέχεται να καταστούν οφειλόμενα, σύμφωνα με τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που καλύπτονται από αυτή την εγγύηση και συνάπτονται από την εγγυημένη οντότητα, όταν υπάρχει αθέτηση όπως ορίζεται στην εγγύηση ή όταν δεν πραγματοποιήθηκε καμία πληρωμή από την εγγυημένη οντότητα.

Άρθρο 2

Συμβάσεις με άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης

1.   Μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θεωρείται ότι έχει άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, όταν τουλάχιστον μία οντότητα τρίτης χώρας επωφελείται από εγγύηση η οποία παρέχεται από χρηματοοικονομικό αντισυμβαλλόμενο εγκατεστημένο στην Ένωση και η οποία καλύπτει το σύνολο ή μέρος της υποχρέωσής της που απορρέει από την εν λόγω σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, εφόσον η εγγύηση πληροί αμφότερες τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

καλύπτει το σύνολο της υποχρέωσης της οντότητας τρίτης χώρας, η οποία απορρέει από μία ή περισσότερες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για συνολικό ονομαστικό ποσό τουλάχιστον 8 δισεκατ. ευρώ ή το αντίστοιχο ποσό στο σχετικό ξένο νόμισμα, ή καλύπτει μόνον ένα μέρος της υποχρέωσης της οντότητας τρίτης χώρας, η οποία απορρέει από μία ή περισσότερες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για συνολικό ονομαστικό ποσό τουλάχιστον 8 δισεκατ. ευρώ ή το αντίστοιχο ποσό στο σχετικό ξένο νόμισμα, διαιρούμενο με το ποσοστό της καλυπτόμενης υποχρέωσης·

β)

είναι τουλάχιστον ίση με το 5 τοις εκατό του αθροίσματος των τρεχόντων ανοιγμάτων, όπως ορίζονται στο άρθρο 272 σημείο 17) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων του εγκατεστημένου στην Ένωση χρηματοοικονομικού αντισυμβαλλομένου που εξέδωσε την εγγύηση.

2.   Όταν η εγγύηση εκδίδεται για μέγιστο ποσό που είναι κάτω από το κατώτατο όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), οι συμβάσεις που καλύπτονται από την εν λόγω εγγύηση δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, εκτός εάν αυξηθεί το ποσό της εγγύησης, οπότε ο άμεσος, ουσιαστικός και προβλέψιμος αντίκτυπος των συμβάσεων εντός της Ένωσης επανεκτιμάται από τον εγγυητή έναντι των προϋποθέσεων που καθορίζονται στα σημεία α) και β) της παραγράφου 1 κατά την ημέρα της αύξησης.

3.   Σε περιπτώσεις όπου η υποχρέωση που απορρέει από μία ή περισσότερες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι κάτω από το κατώτατο όριο που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), οι εν λόγω συμβάσεις δεν θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, ακόμη και εάν το μέγιστο ποσό της εγγύησης που καλύπτει την εν λόγω υποχρέωση είναι ίσο ή ανώτερο του κατώτατου ορίου που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και ακόμη και στην περίπτωση που έχει τηρηθεί η προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

4.   Σε περίπτωση αύξησης της υποχρέωσης που απορρέει από τις συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων ή μείωσης του τρέχοντος ανοίγματος, ο εγγυητής επανεκτιμά κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η εκτίμηση αυτή πραγματοποιείται, αντιστοίχως, κατά την ημέρα της αύξησης της υποχρέωσης όσον αφορά την προϋπόθεση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), και σε μηνιαία βάση όσον αφορά την προϋπόθεση που καθορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β).

5.   Οι συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για συνολικό ονομαστικό ποσό τουλάχιστον 8 δισεκατ. ευρώ ή το αντίστοιχο ποσό στο σχετικό ξένο νόμισμα, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν εκδοθεί ή αυξηθεί μια εγγύηση και στη συνέχεια καλύπτονται από εγγύηση που πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1, θεωρείται ότι έχουν άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης.

6.   Μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θεωρείται ότι έχει άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο εντός της Ένωσης, όταν οι δύο οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε τρίτη χώρα συνάπτουν τη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω των υποκαταστημάτων τους στην Ένωση και, εάν ήταν εγκατεστημένες στην Ένωση, θα χαρακτηρίζονταν χρηματοοικονομικοί αντισυμβαλλόμενοι.

Άρθρο 3

Περιπτώσεις όπου είναι απαραίτητο ή ενδείκνυται να αποφευχθεί η παράκαμψη κανόνων ή υποχρεώσεων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014

1.   Μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων κρίνεται ότι αποσκοπεί στην καταστρατήγηση της εφαρμογής οποιασδήποτε από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εάν ο τρόπος με τον οποίο έχει συναφθεί σύμβαση θεωρείται, όταν εξετάζεται ως σύνολο και λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων, ότι έχει ως πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής οποιασδήποτε από τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει ως πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή της εφαρμογής οποιασδήποτε από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εάν ο πρωταρχικός σκοπός μιας ρύθμισης ή σειράς ρυθμίσεων σχετικά με τη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι να υπονομεύσει το αντικείμενο, το πνεύμα και τον σκοπό οποιασδήποτε από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 που άλλως θα ίσχυαν, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης όπου η σύμβαση αποτελεί μέρος τεχνητής ρύθμισης ή τεχνητής σειράς ρυθμίσεων.

3.   Μια ρύθμιση η οποία εγγενώς στερείται επιχειρηματικής λογικής, εμπορικής ουσίας ή σχετικής οικονομικής αιτιολόγησης και συνίσταται από οποιαδήποτε σύμβαση, συναλλαγή, καθεστώς, δράση, πράξη, συμφωνία, χορήγηση, συνεννόηση, υπόσχεση, δέσμευση ή γεγονός θεωρείται τεχνητή ρύθμιση. Η ρύθμιση μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από ένα στάδια ή μέρη.

Άρθρο 4

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 285/2014 της Επιτροπής, της 13ης Φεβρουαρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα όσον αφορά τον άμεσο, ουσιαστικό και προβλέψιμο αντίκτυπο των συμβάσεων εντός της Ένωσης και την αποφυγή της παράκαμψης κανόνων και υποχρεώσεων (ΕΕ L 85 της 21.3.2014, σ. 1).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/193


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/580 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 24ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 25 παράγραφος 3 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Ο διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα τον τρόπο με τον οποίο τηρούν αρχεία δεδομένων που αφορούν όλες τις εντολές σχετικά με χρηματοπιστωτικά μέσα. Ωστόσο, για να είναι δυνατή η αποτελεσματική και αποδοτική συγκέντρωση, σύγκριση και ανάλυση των σχετικών δεδομένων εντολών για σκοπούς παρακολούθησης της αγοράς, οι εν λόγω πληροφορίες θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών με τη χρήση ενιαίων προτύπων και μορφοτύπων, στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή ζητεί τις εν λόγω πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(2)

Για να διασφαλίζεται η σαφήνεια και η ασφάλεια δικαίου και για να αποφεύγεται η διπλή αποθήκευση των ίδιων πληροφοριών, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία δεδομένων αναφορικά με εντολές, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών που πρέπει να γνωστοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 3.

(3)

Προκειμένου να εντοπίζονται και να διερευνώνται αποτελεσματικά περιστατικά δυνητικής κατάχρησης της αγοράς ή απόπειρας κατάχρησης της αγοράς, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ταυτοποιούν άμεσα πρόσωπα και οντότητες που ενδέχεται να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία εντολής, συμπεριλαμβανομένων μελών ή συμμετεχόντων στον τόπο διαπραγμάτευσης, οντοτήτων που είναι υπεύθυνες για τις επενδυτικές αποφάσεις και τις αποφάσεις εκτέλεσης, μη εκτελούντων μεσιτών και πελατών εκ μέρους των οποίων εισάγονται εντολές. Αντιστοίχως, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης πρέπει να διατηρούν χαρακτηριστικά στοιχεία για τα εν λόγω πρόσωπα.

(4)

Για να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν αποτελεσματικότερα ύποπτα μοντέλα δυνητικώς καταχρηστικής συμπεριφοράς από έναν πελάτη, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ένας πελάτης ενεργεί μέσω διαφόρων επιχειρήσεων επενδύσεων, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να καταγράφουν την ταυτότητα των πελατών εκ μέρους των οποίων τα μέλη ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς υπέβαλαν την εντολή. Οι διαχειριστές θα πρέπει να ταυτοποιούν αυτούς τους πελάτες με μοναδικά αναγνωριστικά στοιχεία, προκειμένου να διευκολύνουν τη βέβαιη και αποδοτική ταυτοποίηση των εν λόγω προσώπων και, επομένως, να διευκολύνουν την αποτελεσματικότερη ανάλυση περιστατικών δυνητικής κατάχρησης της αγοράς στα οποία ενδέχεται να συμμετέχουν πελάτες.

(5)

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να καταγράφουν αναγνωριστικά στοιχεία πελατών για όλους στους πελάτες στην αλυσίδα διαπραγμάτευσης αλλά μόνο για τον πελάτη εκ μέρος του οποίου υπέβαλε την εντολή το μέλος ή ο συμμετέχων.

(6)

Η αναγνώριση στρατηγικών ειδικής διαπραγμάτευσης ή παρόμοιων δραστηριοτήτων είναι σημαντική, ώστε να επιτρέπεται η αποδοτική ανίχνευση περιστατικών χειραγώγησης της αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να διακρίνουν τη ροή εντολών που προέρχεται από μια επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί με βάση όρους προκαθορισμένους από τον εκδότη του μέσου το οποίο είναι το αντικείμενο της εντολής ή από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο υποβάλλεται η εντολή από τη ροή εντολών που προέρχεται από μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία ενεργεί κατά τη διακριτική της ευχέρεια ή κατά τη διακριτική ευχέρεια του πελάτη της.

(7)

Θα πρέπει να τηρείται αρχείο της ακριβούς ημερομηνίας και ώρας και των λεπτομερειών οποιαδήποτε τοποθέτησης, τροποποίησης, ακύρωσης, απόρριψης και εκτέλεσης εντολής. Με αυτόν τον τρόπο καθίσταται δυνατή η παρακολούθηση των αλλαγών τις οποίες υφίσταται η εντολή καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής της, γεγονός που μπορεί να είναι σημαντικό για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση περιστατικών δυνητικής χειραγώγησης της αγοράς και συμπεριφορών προπορευόμενων συναλλαγών (front running).

(8)

Για να εξασφαλιστεί η ακριβής και πλήρης εικόνα του βιβλίου εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης, οι αρμόδιες αρχές ζητούν πληροφορίες για τις συνεδριάσεις διαπραγμάτευσης κατά τις οποίες τελούν υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικά μέσα. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν ιδίως για να προσδιοριστεί πότε ξεκινούν και τελειώνουν οι περίοδοι δημοπρασίας ή η συνεχής διαπραγμάτευση και εάν προκαλούνται μη προγραμματισμένες διακοπές διαπραγμάτευσης λόγω εντολών. Αυτές οι πληροφορίες είναι επίσης απαραίτητες για να προσδιοριστεί πώς θα αλληλεπιδράσουν οι εντολές, ιδίως στην περίπτωση που οι συνεδριάσεις τελειώνουν σε τυχαίες χρονικές περιόδους, όπως οι δημοπρασίες. Πληροφορίες για ενδεικτικές τελικές τιμές (uncrossing prices) και όγκους δημοπρασίας θα συνέβαλαν επίσης στην ανάλυση περιστατικών δυνητικής χειραγώγησης της δημοπρασίας. Δεδομένου ότι μια μεμονωμένη εντολή μπορεί να επηρεάσει είτε την τελική τιμή δημοπρασίας είτε τον τελικό όγκο δημοπρασίας είτε αμφότερα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να βλέπουν τον αντίκτυπο κάθε εντολής σε αυτές τις τιμές. Εάν δεν παρέχονται αυτές οι πληροφορίες, θα είναι δύσκολο να εντοπιστεί ποια εντολή έχει αντίκτυπο σε αυτές τις τιμές. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να αποδοθεί σε κάθε σχετικό συμβάν αύξων αριθμός, ώστε να προσδιορίζεται η ακολουθία των συμβάντων, όταν δύο ή περισσότερα συμβάντα λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα.

(9)

Ο προσδιορισμός της θέσης των εντολών σε ένα βιβλίο εντολών επιτρέπει να ανασυσταθεί το βιβλίο εντολών και να αναλυθεί η ακολουθία εκτέλεσης των εντολών, στοιχείο σημαντικό για την εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς. Η θέση που έχει δοθεί σε μια εντολή εξαρτάται από το πώς προσδιορίζεται η προτεραιότητα από το σύστημα διαπραγμάτευσης. Επομένως, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να χρησιμοποιούν και να τηρούν λεπτομερή στοιχεία της προτεραιότητας των εντολών σύμφωνα με τη μέθοδο προτεραιότητας τιμής-παρουσίας-χρόνου ή μεγέθους-χρόνου.

(10)

Για να είναι δυνατή η αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς, οι εντολές θα πρέπει να μπορούν να συνδέονται με τις αντίστοιχες συναλλαγές τους. Αντιστοίχως, οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να τηρούν χαρακτηριστικούς αναγνωριστικούς κωδικούς συναλλαγών οι οποίοι θα συνδέουν εντολές με συναλλαγές.

(11)

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει, για κάθε εντολή που λαμβάνουν, να καταγράφουν και να τηρούν σε αρχείο το είδος εντολής και τις σχετικές συγκεκριμένες οδηγίες που από κοινού προσδιορίζουν τον τρόπο χειρισμού της εντολής από τους μηχανισμούς αντιστοίχισής τους σύμφωνα με τη δική τους ταξινόμηση. Αυτές οι λεπτομερείς πληροφορίες είναι απαραίτητες ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να παρακολουθούν, στο πλαίσιο της εποπτείας της κατάχρησης της αγοράς, τη δραστηριότητα διαπραγμάτευσης σε ένα δεδομένο βιβλίο εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης και, ιδίως, να αναπαράγουν πώς συμπεριφέρεται κάθε εντολή μέσα στο βιβλίο εντολών. Ωστόσο, δεδομένου του μεγάλου εύρους υφιστάμενων και δυνητικών νέων ειδών εντολών που σχεδιάζονται από διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης και των συγκεκριμένων τεχνικών ζητημάτων που συνδέονται με αυτούς, η τήρηση αυτών των λεπτομερών πληροφοριών σύμφωνα με το εσωτερικό σύστημα ταξινόμησης των διαχειριστών μπορεί να μην επιτρέπει σήμερα στις αρμόδιες αρχές να αναπαράγουν τη δραστηριότητα του βιβλίου εντολών όλων των τόπων διαπραγμάτευσης κατά τρόπο συνεκτικό. Επομένως, για να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να εντοπίζουν με ακρίβεια κάθε εντολή στο βιβλίο εντολών, οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης θα πρέπει να ταξινομούν επίσης κάθε εντολή που λαμβάνουν είτε ως εντολή με όριο (limit order), στην περίπτωση που η εντολή είναι διαπραγματεύσιμη, είτε ως εντολή διακοπής (stop order), στην περίπτωση που η εντολή καθίσταται διαπραγματεύσιμη μόνο με την πραγματοποίηση προκαθορισμένου συμβάντος που αφορά την τιμή.

(12)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(13)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(14)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής, πρότυπα και μορφότυπος των σχετικών δεδομένων εντολών

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης θέτουν στη διάθεση των αρμόδιων αρχών τους τα λεπτομερή στοιχεία κάθε εντολής που διαφημίζεται μέσω των συστημάτων τους τα οποία ορίζονται στα άρθρα 2 έως 13, όπως προσδιορίζεται στη δεύτερη και στην τρίτη στήλη του πίνακα 2 του παραρτήματος, εφόσον αυτά αφορούν την οικεία εντολή.

2.   Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές ζητούν οποιοδήποτε από τα λεπτομερή στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι διαχειριστές των τόπων διαπραγμάτευσης παρέχουν τα εν λόγω λεπτομερή στοιχεία με τη χρήση των προτύπων και των μορφοτύπων που ορίζονται στην τέταρτη στήλη του πίνακα 2 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ταυτοποίηση των οικείων μερών

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν, για όλες τις εντολές, αρχεία τα οποία αφορούν τα εξής:

α)

το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης που υπέβαλε την εντολή στον τόπο διαπραγμάτευσης, ο οποίος ταυτοποιείται όπως προσδιορίζεται στο πεδίο 1 του πίνακα 2 του παραρτήματος·

β)

το πρόσωπο ή τον υπολογιστικό αλγόριθμο εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο υπεβλήθη η εντολή, που είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση σχετικά με την εντολή, ο οποίος προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 4 του πίνακα 2 του παραρτήματος·

γ)

το πρόσωπο ή τον υπολογιστικό αλγόριθμο εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης που είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της εντολής, ο οποίος προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 5 του πίνακα 2 του παραρτήματος·

δ)

το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης που δρομολόγησε την εντολή εκ μέρους και στο όνομα άλλου μέλους ή συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης, ο οποίος προσδιορίζεται ως μη εκτελών μεσίτης όπως ορίζεται στο πεδίο 6 του πίνακα 2 του παραρτήματος·

ε)

τον πελάτη εκ μέρους του οποίου το μέλος ή ο συμμετέχων στον τόπο διαπραγμάτευσης υπέβαλε την εντολή στον τόπο διαπραγμάτευσης, ο οποίος προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 3 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Στην περίπτωση που μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης του τόπου διαπραγμάτευσης έχει λάβει άδεια δυνάμει της νομοθεσίας κράτους μέλους να κατανείμει εντολή στον πελάτη του μετά την υποβολή της εντολής στον τόπο διαπραγμάτευσης και δεν έχει κατανείμει ακόμα την εντολή στον πελάτη του κατά τον χρόνο υποβολής της εντολής, η εντολή αυτή προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 3 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

3.   Στην περίπτωση που υποβάλλονται περισσότερες από μία εντολές στον τόπο διαπραγμάτευσης από κοινού ως ομαδοποιημένη εντολή, η ομαδοποιημένη εντολή προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 3 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 3

Ιδιότητα διαπραγματευτή των μελών ή των συμμετεχόντων στον τόπο διαπραγμάτευσης και δραστηριότητα παροχής ρευστότητας

1.   Η ιδιότητα διαπραγματευτή με την οποία το μέλος ή ο συμμετέχων στον τόπο διαπραγμάτευσης υποβάλλει μια εντολή προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 7 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Οι ακόλουθες εντολές προσδιορίζονται όπως ορίζεται στο πεδίο 8 του πίνακα 2 του παραρτήματος:

α)

εντολή η οποία υποβάλλεται σε τόπο διαπραγμάτευσης από μέλος ή συμμετέχοντα στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης σύμφωνα με άρθρα 17 και 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)·

β)

εντολή η οποία υποβάλλεται σε τόπο διαπραγμάτευσης από μέλος ή συμμετέχοντα στο πλαίσιο οποιασδήποτε άλλης δραστηριότητας παροχής ρευστότητας η οποία διεξάγεται βάσει όρων προκαθορισμένων είτε από τον εκδότη του μέσου που είναι αντικείμενο της εντολής είτε από τον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 4

Καταγραφή ημερομηνίας και ώρας

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο της ημερομηνίας και της ώρας που συνέβη κάθε συμβάν το οποίο απαριθμείται στο πεδίο 21 του πίνακα 2 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού, με την ακρίβεια που προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (4) όπως ορίζεται στο πεδίο 9 του πίνακα 2 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού. Με την εξαίρεση της καταγραφής της ημερομηνίας και της ώρας της απόρριψης εντολών από τα συστήματα του τόπου διαπραγμάτευσης, όλα τα συμβάντα που αναφέρονται στο πεδίο 21 του πίνακα 2 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού καταγράφονται με τη χρήση των ρολογιών εργασίας που χρησιμοποιούνται από τους μηχανισμούς αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης.

2.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο της ημερομηνίας και της ώρας κάθε στοιχείου δεδομένων που απαριθμείται στα πεδία 49, 50 και 51 του πίνακα 2 του παραρτήματος του παρόντος κανονισμού με την ακρίβεια που προσδιορίζεται στο άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574.

Άρθρο 5

Περίοδος ισχύος και περιορισμοί εντολής

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο των περιόδων ισχύος και των περιορισμών της εντολής που απαριθμούνται στα πεδία 10 και 11 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Τηρούνται αρχεία ημερομηνίας και ώρας αναφορικά με τις περιόδους ισχύος όπως ορίζεται στο πεδίο 12 του πίνακα 2 του παραρτήματος για κάθε περίοδο ισχύος.

Άρθρο 6

Προτεραιότητα και αύξων αριθμός

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που λειτουργούν συστήματα διαπραγμάτευσης με προτεραιότητα τιμής-παρουσίας-χρόνου τηρούν αρχείο με τις χρονοσημάνσεις προτεραιότητας για όλες τις εντολές, όπως ορίζεται στο πεδίο 13 του πίνακα 2 του παραρτήματος. Η χρονοσήμανση προτεραιότητας τηρείται με την ακρίβεια που προσδιορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που λειτουργούν συστήματα διαπραγμάτευσης με βάση προτεραιότητα μεγέθους-χρόνου τηρούν αρχείο των ποσοτήτων που καθορίζουν την προτεραιότητα των εντολών, όπως ορίζεται στο πεδίο 14 του πίνακα 2 του παραρτήματος, καθώς και της χρονοσήμανσης προτεραιότητας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

3.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούν συνδυασμό προτεραιότητας τιμής-παρουσίας-χρόνου και προτεραιότητας μεγέθους-χρόνου και εμφανίζουν εντολές στο βιβλίο εντολών τους με χρονική προτεραιότητα συμμορφώνονται με την παράγραφο 1.

4.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούν συνδυασμό προτεραιότητας τιμής-παρουσίας-χρόνου και προτεραιότητας μεγέθους-χρόνου και εμφανίζουν εντολές στο βιβλίο εντολών τους με προτεραιότητα μεγέθους-χρόνου συμμορφώνονται με την παράγραφο 2.

5.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης αποδίδουν και τηρούν αύξοντα αριθμό για όλα τα συμβάντα, όπως ορίζεται στο πεδίο 15 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 7

Αναγνωριστικοί κωδικοί εντολών για χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν μεμονωμένο αναγνωριστικό κωδικό για κάθε εντολή, όπως ορίζεται στο πεδίο 20 του πίνακα 2 του παραρτήματος. Ο αναγνωριστικός κωδικός είναι μοναδικός ανά βιβλίο εντολών, ανά ημέρα διαπραγμάτευσης και ανά χρηματοπιστωτικό μέσο. Εφαρμόζεται από την παραλαβή της εντολής από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης έως την απαλοιφή της εντολής από το βιβλίο εντολών. Ο αναγνωριστικός κωδικός εφαρμόζεται επίσης σε απορριφθείσες εντολές, ανεξαρτήτως του λόγου απόρριψής τους.

2.   Ο διαχειριστής του τόπου διαπραγμάτευσης τηρεί τα σχετικά λεπτομερή στοιχεία εντολών στρατηγικής με λειτουργία συνεπαγωγής (SOIF) τα οποία γνωστοποιούνται στο κοινό όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα. Στο πεδίο 33 του πίνακα 2 του παραρτήματος περιλαμβάνεται δήλωση για το αν η εντολή είναι έμμεση εντολή.

Με την εκτέλεση μιας SOIF, τα λεπτομερή στοιχεία της τηρούνται από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης όπως προσδιορίζεται στο παράρτημα.

Με την εκτέλεση μιας SOIF, ο αναγνωριστικός κωδικός εντολής που συνδέεται με στρατηγική δηλώνεται με τη χρήση του ίδιου αναγνωριστικού κωδικός για όλες τις εντολές που συνδέονται με τη συγκεκριμένη στρατηγική. Ο αναγνωριστικός κωδικός εντολής που συνδέεται με στρατηγική προσδιορίζεται στο πεδίο 46 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

3.   Εντολές οι οποίες υποβάλλονται σε τόπο διαπραγμάτευσης και επιτρέπουν στρατηγική δρομολόγησης προσδιορίζονται από τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ως «δρομολογημένες», όπως ορίζεται στο πεδίο 33 του πίνακα 2 του παραρτήματος, όταν αυτές δρομολογούνται σε άλλον τόπο διαπραγμάτευσης. Εντολές οι οποίες υποβάλλονται σε τόπο διαπραγμάτευσης και επιτρέπουν στρατηγική δρομολόγησης διατηρούν τον ίδιο αναγνωριστικό κωδικό καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ανεξαρτήτως αν οποιαδήποτε εναπομείνασα ποσότητα εμφανίζεται εκ νέου στο βιβλίο εντολών στο οποίο καταχωρίστηκαν.

Άρθρο 8

Συμβάντα που επηρεάζουν τις εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο με τα λεπτομερή στοιχεία που αναφέρονται στο πεδίο 21 του πίνακα 2 του παραρτήματος όσον αφορά τις νέες εντολές.

Άρθρο 9

Είδος εντολής για χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο με τα είδη εντολής για κάθε εντολή που λαμβάνουν χρησιμοποιώντας τη δική τους ταξινόμηση, όπως προσδιορίζεται στο πεδίο 22 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης κατατάσσουν κάθε εντολή που έχουν λάβει είτε ως εντολή διακοπής είτε ως εντολή με όριο, όπως προσδιορίζεται στο πεδίο 23 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 10

Τιμές σχετικά με εντολές

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο με όλα τα λεπτομερή στοιχεία που αφορούν τις τιμές τα οποία αναφέρονται στο τμήμα Θ του πίνακα 2 του παραρτήματος, εφόσον αυτά αφορούν τις εντολές.

Άρθρο 11

Οδηγίες για εντολές

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο όλων των οδηγιών που λαμβάνουν για κάθε εντολή, όπως προσδιορίζεται στο τμήμα I του πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 12

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης

Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αναγνωριστικό κωδικό επιμέρους συναλλαγής για κάθε συναλλαγή που είναι αποτέλεσμα της ολικής ή μερικής εκτέλεσης μιας εντολής, όπως προσδιορίζεται στο πεδίο 48 του πίνακα 2 του παραρτήματος.

Άρθρο 13

Φάσεις διαπραγμάτευσης, ενδεικτική τιμή δημοπρασίας και ενδεικτικός όγκος δημοπρασίας

1.   Οι διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο με τα λεπτομερή στοιχεία των εντολών, όπως προσδιορίζεται στο τμήμα IΑ του πίνακα 2 του παραρτήματος.

2.   Στην περίπτωση που ζητούνται από τις αρμόδιες αρχές λεπτομερή στοιχεία αναφερόμενα στο τμήμα IΑ σύμφωνα με το άρθρο 1, τα στοιχεία που αναφέρονται στα πεδία 9 και 15 έως 18 του πίνακα 2 του παραρτήματος θεωρούνται επίσης στοιχεία σχετικά με την εντολή τα οποία αφορά η εν λόγω αίτηση παροχής στοιχείων.

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 55 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1

Υπόμνημα του πίνακα 2

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» — σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες έχουν τον εξής μορφότυπο:

YYYY-MM-DD.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον)·

οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{INTEGER-n}

Ακέραιος αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές ακέραιες τιμές.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{LEI}

20 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στο ISO 17442

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{NATIONAL_ID}

35 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Ο αναγνωριστικός κωδικός είναι εκείνος που ορίζεται στο άρθρο 6 και στο παράρτημα II του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590 της Επιτροπής (1).


Πίνακας 2

Λεπτομερή στοιχεία εντολών

Αρ.

Πεδίο

Περιεχόμενο των λεπτομερών στοιχείων των εντολών τα οποία πρέπει να είναι στη διάθεση της αρμόδιας αρχής

Πρότυπα και μορφότυποι των λεπτομερών στοιχείων των εντολών που πρέπει να χρησιμοποιούνται κατά την παροχή των σχετικών δεδομένων εντολών στην αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήματος

Τμήμα Α — Ταυτοποίηση των οικείων μερών

1

Ταυτοποίηση της οντότητας που υπέβαλε την εντολή

Η ταυτότητα του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης. Σε περίπτωση άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, αναφέρεται η ταυτότητα του παρόχου άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης.

{LEI}

2

Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση

«true» (σωστό), εάν η εντολή υποβλήθηκε στον τόπο διαπραγμάτευσης με τη χρήση άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«false» (λάθος), εάν η εντολή δεν υποβλήθηκε στον τόπο διαπραγμάτευσης με τη χρήση άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 41) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

3

Αναγνωριστικός κωδικός πελάτη

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του πελάτη του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης. Σε περίπτωση που υπάρχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χρησιμοποιείται ο κωδικός του χρήστη άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης.

Εάν ο πελάτης είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του πελάτη.

Εάν ο πελάτης δεν είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση ομαδοποιημένων εντολών, χρησιμοποιείται η σήμανση AGGR, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

Στην περίπτωση κατανομών σε εκκρεμότητα, χρησιμοποιείται η σήμανση PNAL, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται μόνον εάν το μέλος ή ο συμμετέχων στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν διαθέτει πελάτη.

{LEI}

{NATIONAL_ID}

«AGGR» — ομαδοποιημένες εντολές

«PNAL» — κατανομές σε εκκρεμότητα

4

Επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση είναι φυσικό πρόσωπο εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης, το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο ή που έχει την κύρια ευθύνη για την επενδυτική απόφαση προσδιορίζεται με τη χρήση του {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση ήταν ένας αλγόριθμος, το πεδίο συμπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Το πεδίο αυτό δεν συμπληρώνεται όταν η επενδυτική απόφαση δεν ελήφθη από πρόσωπο ή αλγόριθμο εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

5

Εκτέλεση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής που είναι αποτέλεσμα της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590. Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής είναι φυσικό πρόσωπο, το πρόσωπο προσδιορίζεται με τη χρήση του {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής είναι ένας αλγόριθμος, το συγκεκριμένο πεδίο συμπληρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Στην περίπτωση που περισσότερα του ενός πρόσωπα ή συνδυασμός προσώπων και αλγορίθμων συμμετέχουν στην εκτέλεση της συναλλαγής, το μέλος ή ο συμμετέχων ή ο πελάτης του τόπου διαπραγμάτευσης προσδιορίζει τον συναλλασσόμενο ή τον αλγόριθμο που είναι κυρίως υπεύθυνος, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590, και συμπληρώνει το συγκεκριμένο πεδίο με την ταυτότητα αυτού του συναλλασσομένου ή αλγορίθμου.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

6

Μη εκτελών μεσίτης

Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο δ).

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται όταν είναι άνευ αντικειμένου.

{LEI}

Τμήμα Β — Ιδιότητα διαπραγματευτή και παροχή ρευστότητας

7

Ιδιότητα διαπραγματευτή

Δηλώνεται αν η υποβολή της εντολής προέρχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης που πραγματοποιεί αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 38) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Στην περίπτωση που η υποβολή της εντολής δεν προέρχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης που πραγματοποιεί αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ή διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, στο πεδίο δηλώνεται ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.

«DEAL» — Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

«MTCH» — Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό

«AOTC» — Οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα

8

Δραστηριότητα παροχής ρευστότητας

Δηλώνεται αν η εντολή υποβάλλεται σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή υποβάλλεται στο πλαίσιο άλλης δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος κανονισμού.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

Τμήμα Γ — Ημερομηνία και ώρα

9

Ημερομηνία και ώρα

Η ημερομηνία και ώρα κάθε συμβάντος που αναφέρεται στα τμήματα [Z] και [ΙΑ].

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

Τμήμα Δ — Περίοδος ισχύος και περιορισμοί εντολής

10

Περίοδος ισχύος

Ημερήσια (Good-For-Day): η εντολή λήγει στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης κατά την οποία καταχωρίστηκε στο βιβλίο εντολών.

«DAVY» — Ημερήσια

Έγκυρη μέχρι ακύρωσης (Good-Till-Cancelled): η εντολή θα παραμείνει ενεργή στο βιβλίο εντολών και θα είναι εκτελέσιμη έως ότου ακυρωθεί.

«GTCV» — Έγκυρη μέχρι ακύρωσης

Έγκυρη μέχρι ώρα (Good-Till-Time): η εντολή λήγει το αργότερο σε μια προκαθορισμένη ώρα εντός της τρέχουσας συνεδρίασης διαπραγμάτευσης.

«GTTV» — Έγκυρη μέχρι ώρα

Έγκυρη μέχρι ημερομηνία (Good-Till-Date): η εντολή λήγει στο τέλος μιας καθορισμένης ημερομηνίας.

«GTDV» — Έγκυρη μέχρι ημερομηνία

Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα (Good-Till-Specified Date and Time): η εντολή λήγει σε μια καθορισμένη ημερομηνία και ώρα.

«GTSV» — Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα

Έγκυρη μετά από ώρα (Good After Time): η εντολή είναι ενεργή μόνον μετά από μια προκαθορισμένη ώρα εντός της τρέχουσας συνεδρίασης διαπραγμάτευσης.

«GATV» — Έγκυρη μετά από ώρα

Έγκυρη μετά από ημερομηνία (Good After Date): η εντολή είναι ενεργή μόνον από την έναρξη μιας προκαθορισμένης ημερομηνίας.

«GADV» — Έγκυρη μετά από ημερομηνία

Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα (Good After Specified Date and Time): η εντολή είναι ενεργή μόνον από μια προκαθορισμένη ώρα σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία.

«GASV» — Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα

Άμεση εκτέλεση ή ακύρωση (Immediate-Or-Cancel): εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών (για την ποσότητα που μπορεί να εκτελεστεί) και δεν παραμένει στο βιβλίο εντολών για την υπόλοιπη ποσότητα (εάν υπάρχει) η οποία δεν έχει εκτελεστεί.

«IOCV» — Άμεση εκτέλεση ή ακύρωση

Εκτέλεση ή ακύρωση (Fill-Or-Kill): εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών, εφόσον μπορεί να εκτελεστεί ολικά: σε περίπτωση που η εντολή μπορεί να εκτελεστεί μόνον εν μέρει, απορρίπτεται αυτομάτως και, επομένως, δεν μπορεί να εκτελεστεί.

«FOKV» — Εκτέλεση ή ακύρωση

ή

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

Άλλη: οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ενδείξεις, μοναδικές για συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα, χώρους συναλλαγών ή συστήματα διαπραγμάτευσης.

 

11

Περιορισμός εντολής

Έγκυρη για τη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος (Good For Closing Price Crossing Session): όταν μια εντολή υπάγεται στη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος.

«SESR» — Έγκυρη για τη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος

Έγκυρη για δημοπρασία (Valid For Auction): η εντολή είναι ενεργή μόνον και μπορεί να εκτελεστεί μόνον σε φάσεις δημοπρασίας (οι οποίες μπορούν να προκαθορίζονται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης που υπέβαλε την εντολή, π.χ. δημοπρασία ανοίγματος και κλεισίματος και/ή ενδοημερήσια δημοπρασία).

«VFAR» — Έγκυρη για δημοπρασία

Έγκυρη για συνεχή διαπραγμάτευση μόνον (Valid For Continuous Trading only): η εντολή είναι ενεργή μόνον κατά τη διάρκεια της συνεχούς διαπραγμάτευσης.

«VFCR» — Έγκυρη για συνεχή διαπραγμάτευση μόνον

Άλλη: οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ενδείξεις, μοναδικές για συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα, χώρους συναλλαγών ή συστήματα διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με πολλαπλές σημάνσεις, οι οποίες χωρίζονται με κόμμα, όταν εφαρμόζονται πολλαπλά είδη εντολής.

12

Περίοδος και ώρα ισχύος

Αναφέρεται στη χρονοσφραγίδα που αποτυπώνει την ώρα κατά την οποία η εντολή ενεργοποιείται ή διαγράφεται τελικά από το βιβλίο εντολών.

Ημερήσια: η ημερομηνία καταχώρισης με τη χρονοσφραγίδα αμέσως πριν από τα μεσάνυχτα

Έγκυρη μέχρι ώρα: η ημερομηνία καταχώρισης και η ώρα που προσδιορίζεται στην εντολή.

Έγκυρη μέχρι ημερομηνία: η καθορισμένη ημερομηνία λήξης με τη χρονοσφραγίδα αμέσως πριν από τα μεσάνυχτα.

Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα: η καθορισμένη ημερομηνία και ώρα λήξης

Έγκυρη μετά από ώρα: η ημερομηνία καταχώρισης και η καθορισμένη ώρα κατά την οποία ενεργοποιείται η εντολή

Έγκυρη μετά από ημερομηνία: η καθορισμένη ημερομηνία με τη χρονοσφραγίδα αμέσως μετά τα μεσάνυχτα

Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα: η καθορισμένη ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ενεργοποιείται η εντολή

Έγκυρη μέχρι ακύρωσης: η τελική ημερομηνία και ώρα κατά την οποία η εντολή αποσύρεται αυτομάτως από πράξεις της αγοράς

Άλλη: χρονοσφραγίδα για οποιοδήποτε άλλο πρόσθετο είδος περιόδου ισχύος.

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

Τμήμα Ε — Προτεραιότητα και αύξων αριθμός

13

Χρονοσφραγίδα προτεραιότητας

Το παρόν πεδίο επικαιροποιείται κάθε φορά που αλλάζει η προτεραιότητα μιας εντολής.

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

14

Μέγεθος προτεραιότητας

Για τόπους διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούν προτεραιότητα μεγέθους-χρόνου, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με θετικό αριθμό που αντιστοιχεί στην ποσότητα.

Το παρόν πεδίο επικαιροποιείται κάθε φορά που αλλάζει η προτεραιότητα της εντολής.

Έως 20 θετικά αριθμητικά ψηφία.

15

Αύξων αριθμός

Κάθε ένα συμβάν που αναφέρεται στο τμήμα Ζ ταυτοποιείται με χρήση θετικών ακέραιων αριθμών σε αύξουσα σειρά.

Ο αύξων αριθμός είναι μοναδικός για κάθε είδος συμβάντος· είναι ομοιόμορφος για όλα τα συμβάντα στα οποία έχει τεθεί χρονοσφραγίδα από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης· δεν αλλάζει για την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το συμβάν.

{INTEGER-50}

Τμήμα ΣΤ — Ταυτοποίηση της εντολής

16

Κωδικός MIC τμήματος

Αναγνωριστικό στοιχείο του τόπου διαπραγμάτευσης όπου υπεβλήθη η εντολή.

Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί κωδικούς MIC τμήματος, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC τμήματος.

Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC τμήματος, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC λειτουργίας.

{MIC}

17

Κωδικός βιβλίου εντολών

Ο αλφαριθμητικός κωδικός που έχει οριστεί από τον τόπο διαπραγμάτευσης για κάθε ένα βιβλίο εντολών.

{ALPHANUM-20}

18

Αναγνωριστικός κωδικός χρηματοπιστωτικών μέσων

Μοναδικός και μονοσήμαντος αναγνωριστικός κωδικός του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ISIN}

19

Ημερομηνία παραλαβής

Ημερομηνία παραλαβής της αρχικής εντολής.

{DATEFORMAT}

20

Αναγνωριστικός κωδικός εντολής

Αλφαριθμητικός κωδικός που έχει αποδοθεί από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένη εντολή.

{ALPHANUM-50}

Τμήμα Ζ — Συμβάντα που επηρεάζουν την εντολή

21

Νέα εντολή, τροποποίηση εντολής, ακύρωση εντολής, απόρριψη εντολής, μερική ή ολική εκτέλεση

Νέα εντολή: παραλαβή νέας εντολής από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης.

«NEWO» — Νέα εντολή

Ενεργοποιημένη: μια εντολή η οποία καθίσταται εκτελέσιμη ή, κατά περίπτωση, μη εκτελέσιμη εφόσον εκπληρωθεί μια προκαθορισμένη συνθήκη.

«TRIG» — Ενεργοποιημένη

Αντικατασταθείσα από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης: όταν μέλος, συμμετέχων ή πελάτης του τόπου διαπραγμάτευσης αποφασίσει με δική του πρωτοβουλία να αλλάξει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της εντολής την οποία έχει προηγουμένως καταχωρίσει στο βιβλίο εντολών.

«REME» — Αντικατασταθείσα από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στον τόπο διαπραγμάτευσης

Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (αυτομάτως): όταν οποιοδήποτε χαρακτηριστικό εντολής μεταβάλλεται από τα συστήματα ΤΠ του διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση κατά την οποία μεταβάλλονται τα τρέχοντα χαρακτηριστικά μιας προσδεδεμένης εντολής (peg order) ή μιας κυλιόμενης εντολής ΣΤΟΠ (trailing stop order) ώστε να αποτυπώνουν το πού βρίσκεται η εντολή στο βιβλίο εντολών.

«REMA» — Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (αυτομάτως)

Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (ανθρώπινη παρέμβαση): όταν οποιοδήποτε χαρακτηριστικό εντολής μεταβάλλεται από το προσωπικό του διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση όπου μέλος, συμμετέχων στον τόπο διαπραγμάτευσης αντιμετωπίζει προβλήματα ΤΠ και χρειάζεται να ακυρώσει τις εντολές του επειγόντως.

«REMH» — Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (ανθρώπινη παρέμβαση)

Μεταβολή κατάστασης με πρωτοβουλία του μέλους/συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η ενεργοποίηση και η απενεργοποίηση.

«CHME» — Μεταβολή κατάστασης με πρωτοβουλία του μέλους/συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης

Μεταβολή κατάστασης λόγω πράξεων της αγοράς.

«CHMO» — Μεταβολή κατάστασης λόγω πράξεων της αγοράς

Ακυρωθείσα με πρωτοβουλία του μέλους, του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης· όταν μέλος, συμμετέχων ή πελάτης αποφασίζει με δική του πρωτοβουλία να ακυρώσει την εντολή την οποία έχει προηγουμένως καταχωρίσει.

«CAME» — Ακυρωθείσα με πρωτοβουλία του μέλους ή του συμμετέχοντος στον τόπο διαπραγμάτευσης

Ακυρωθείσα από πράξεις της αγοράς. Σε αυτήν την περίπτωση περιλαμβάνεται μηχανισμός προστασίας ο οποίος προβλέπεται για επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν δραστηριότητες ειδικής διαπραγμάτευσης, όπως προβλέπεται στα άρθρα 17 και 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«CAMO» — Ακυρωθείσα από πράξεις της αγοράς

Απορριφθείσα εντολή: εντολή η οποία ελήφθη, αλλά απορρίφθηκε από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης.

«REMO» — Απορριφθείσα εντολή

Λήξασα εντολή: όταν η εντολή διαγράφεται από το βιβλίο εντολών μετά το τέλος της περιόδου ισχύος της.

«EXPI» — Λήξασα εντολή

Μερικώς εκτελεσθείσα: όταν η εντολή δεν εκτελείται ολικά και, επομένως, παραμένει μια ποσότητα προς εκτέλεση.

«PARF» — Μερικώς εκτελεσθείσα

Εκτελεσθείσα: όταν δεν υπάρχει πλέον ποσότητα προς εκτέλεση.

«FILL» — Εκτελεσθείσα

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

Τμήμα Η — Είδος εντολής

22

Είδος εντολής

Αναγνώριση του είδους εντολής που υποβάλλεται στον τόπο διαπραγμάτευσης ανάλογα με τις προδιαγραφές του τόπου διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-50}

23

Κατάταξη είδους εντολής

Κατάταξη της εντολής βάσει δύο γενικών ειδών εντολής. Εντολή με όριο (LIMIT): στις περιπτώσεις που η εντολή είναι διαπραγματεύσιμη

και

Εντολή διακοπής (STOP): στις περιπτώσεις που η εντολή καθίσταται διαπραγματεύσιμη μόνον με την εκπλήρωση προκαθορισμένου συμβάντος ως προς την τιμή.

Το αρκτικόλεξο «LMTO» για την εντολή με όριο ή το αρκτικόλεξο «STOP» για την εντολή διακοπής.

Τμήμα Θ — Τιμές

24

Οριακή τιμή

Η μέγιστη τιμή στην οποία μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση μια εντολή αγοράς ή η ελάχιστη τιμή στην οποία μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση μια εντολή πώλησης.

Η τιμή ανοίγματος για μια εντολή στρατηγικής. Μπορεί να είναι αρνητική ή θετική.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται στην περίπτωση εντολών που δεν διαθέτουν οριακή τιμή ή στην περίπτωση εντολών χωρίς τιμή.

Στην περίπτωση μετατρέψιμης ομολογίας, η πραγματική τιμή (καθαρή ή μεικτή) που χρησιμοποιείται για την εντολή αποτυπώνεται σε αυτό το πεδίο.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

25

Συμπληρωματική οριακή τιμή

Οποιαδήποτε άλλη οριακή τιμή που ενδέχεται να ισχύει για την εντολή. Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} όταν η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

26

Τιμή ΣΤΟΠ (stop price)

Η τιμή που πρέπει να επιτευχθεί για να ενεργοποιηθεί η εντολή.

Για εντολές ΣΤΟΠ (stop orders) που ενεργοποιούνται από συμβάντα ανεξάρτητα της τιμής του χρηματοπιστωτικού μέσου, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με μηδενική τιμή ΣΤΟΠ.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

27

Προσδεδεμένη οριακή τιμή (pegged limit price)

Η μέγιστη τιμή στην οποία μια προσδεδεμένη εντολή (pegged order) αγοράς μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση ή η ελάχιστη τιμή στην οποία μια προσδεδεμένη εντολή πώλησης μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

28

Τιμή συναλλαγής

Η τιμή διαπραγμάτευσης της συναλλαγής, εξαιρουμένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων, κατά περίπτωση.

Στην περίπτωση συμβολαίων δικαιωμάτων προαίρεσης, είναι η τιμή δικαιώματος (πριμ) της σύμβασης παραγώγων ανά υποκείμενο ή μονάδα του δείκτη.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), είναι η τιμή αναφοράς του άμεσου υποκείμενου μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), είναι το τοκομερίδιο σε μονάδες βάσης.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή, το πεδίο συμπληρώνεται με την ένδειξη «NOAP».

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

«NOAP»

29

Νόμισμα τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή διαπραγμάτευσης για το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εντολή (εφαρμόζεται όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία).

{CURRENCYCODE_3}

30

Νόμισμα σκέλους 2

Όταν υπάρχουν συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος σε διαφορετικά νομίσματα ή διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής, το νόμισμα του σκέλους 2 είναι το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής όπου η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διαφορετικά νομίσματα, το νόμισμα του σκέλους 2 είναι το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Το παρόν πεδίο χρειάζεται να συμπληρώνεται μόνον όταν υπάρχουν συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων και συναλλάγματος.

{CURRENCYCODE_3}

31

Ένδειξη τιμής

Δηλώνεται αν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία, ως ποσοστό, ως απόδοση ή ως μονάδες βάσης.

«MONE» — Χρηματική αξία

«PERC» — Ποσοστό

«YIEL» — Απόδοση

«BAPO» — Μονάδες βάσης

Τμήμα I — Οδηγίες για εντολές

32

Δείκτης αγοράς-πώλησης

Για να δηλώνεται αν η εντολή είναι εντολή αγοράς ή πώλησης.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που έχει το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το δικαίωμα προαίρεσης και λαμβάνει την τιμή δικαιώματος (πριμ).

Στην περίπτωση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακών συμβάσεων, εκτός αυτών που αφορούν συνάλλαγμα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει το μέσο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το μέσο.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν τίτλους, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αναλαμβάνει τον κίνδυνο διακύμανσης της τιμής του υποκείμενου τίτλου και λαμβάνει το ποσό του τίτλου. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το ποσό του τίτλου.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν επιτόκια ή δείκτες πληθωρισμού, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση βασικών συμφωνιών ανταλλαγής (συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα) και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα).

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής και προθεσμιακών συμβάσεων που αφορούν συνάλλαγμα και διασυναλλαγματικών συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το νόμισμα το οποίο εμφανίζεται πρώτο κατά την αλφαβητική κατάταξη σύμφωνα με το πρότυπο ISO 4217 και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το νόμισμα αυτό.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν μερίσματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τις ισοδύναμες καταβολές πραγματικών μερισμάτων. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το μέρισμα και λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση παραγώγων μέσων για τη μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου, με την εξαίρεση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει την προστασία. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί την προστασία.

Στην περίπτωση συμβάσεων παραγώγων που αφορούν βασικά εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το βασικό εμπόρευμα ή τα δικαιώματα εκπομπής που προσδιορίζονται στην έκθεση και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που παραδίδει αυτό το βασικό εμπόρευμα ή τα δικαιώματα εκπομπής.

Στην περίπτωση προθεσμιακών συμβάσεων επιτοκίου (forward rate agreements), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση αύξησης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

Στην περίπτωση μείωσης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

«BUYI» — αγορά

«SELL» — πώληση

33

Κατάσταση εντολής

Για την αναγνώριση εντολών που είναι ενεργές/ανενεργές/υπό αναστολή, σταθερές/ενδεικτικές (αποδίδονται μόνον σε προσφορές τιμών)/έμμεσες/αναδρομολογημένες.

Ενεργές — εντολές χωρίς προσφορά τιμής οι οποίες είναι διαπραγματεύσιμες.

Ανενεργές — εντολές χωρίς προσφορά τιμής οι οποίες δεν είναι διαπραγματεύσιμες.

Σταθερές/ενδεικτικές (firm/indicative) — αποδίδονται μόνον σε προσφορές τιμής. Οι ενδεικτικές προσφορές τιμής είναι ορατές, αλλά δεν μπορούν να εκτελεστούν. Σε αυτές περιλαμβάνονται τίτλοι επιλογής (warrants) σε ορισμένους τόπους διαπραγμάτευσης. Οι σταθερές προσφορές τιμής μπορούν να εκτελεστούν.

Έμμεσες (implicit) — χρησιμοποιείται για εντολές στρατηγικής που προέρχονται από λειτουργίες συνεπαγωγής («implied in» ή «implied out»).

Δρομολογημένες — χρησιμοποιείται για εντολές που έχουν δρομολογηθεί από τον τόπο διαπραγμάτευσης προς άλλους τόπους.

«ACTI» — ενεργές

ή

«INAC» — ανενεργές

ή

«FIRM» — σταθερές προσφορές τιμής

ή

«INDI» — ενδεικτικές προσφορές τιμής

ή

«IMPL» — συνεπαγόμενες εντολές στρατηγικής

ή

«ROUT» — δρομολογημένες εντολές.

Εάν εφαρμόζονται πολλαπλές καταστάσεις, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με πολλαπλές σημάνσεις, οι οποίες χωρίζονται με κόμμα.

34

Ένδειξη ποσότητας

Δηλώνεται αν η αναφερόμενη ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων, ως ονομαστική αξία ή ως χρηματική αξία.

«UNIT» — Αριθμός μονάδων

«NOML» — Ονομαστική αξία

«MONE» — Χρηματική αξία

35

Νόμισμα ποσότητας

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η ποσότητα.

Το πεδίο χρειάζεται να συμπληρώνεται μόνον όταν η ποσότητα εκφράζεται ως ονομαστική ή χρηματική αξία.

{CURRENCYCODE_3}

36

Αρχική ποσότητα

Ο αριθμός των μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγων στην εντολή.

Η ονομαστική ή χρηματική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), η ποσότητα είναι η χρηματική αξία που στοιχηματίζεται ανά μοναδιαία διακύμανση του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση αύξησης ή μείωσης σε ονομαστικές συμβάσεις παραγώγων, ο αριθμός αποτυπώνει την απόλυτη τιμή της μεταβολής και εκφράζεται ως θετικός αριθμός.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), η ποσότητα είναι το ονομαστικό ποσό για το οποίο αγοράζεται ή πωλείται η προστασία.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

37

Εναπομείνασα ποσότητα, συμπεριλαμβανομένης της κρυφής ποσότητας

Η συνολική ποσότητα που απομένει στο βιβλίο εντολών μετά από μερική εκτέλεση ή στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου συμβάντος που επηρεάζει την εντολή.

Στην περίπτωση μερικής εκτέλεσης, είναι ο συνολικός εναπομείνας όγκος μετά την εν λόγω μερική εκτέλεση. Κατά την καταχώριση μιας εντολής, ισούται με την αρχική ποσότητα.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

38

Εμφανιζόμενη ποσότητα

Η ποσότητα που είναι ορατή (σε αντίθεση με την κρυφή) στο βιβλίο εντολών.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

39

Ποσότητα διαπραγμάτευσης

Στην περίπτωση μερικής ή ολικής εκτέλεσης, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με την ποσότητα εκτέλεσης.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

40

Ελάχιστη αποδεκτή ποσότητα (MAQ)

Η ελάχιστη αποδεκτή ποσότητα για την εκτέλεση μιας εντολής, η οποία μπορεί να αποτελείται από περισσότερες από μία μερικές εκτελέσεις και συνήθως αφορά μόνον μη πάγια είδη εντολών.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

41

Ελάχιστο εκτελέσιμο μέγεθος (MES)

Το ελάχιστο μέγεθος εκτέλεσης οποιασδήποτε μεμονωμένης δυνητικής εκτέλεσης.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

42

Ελάχιστο εκτελέσιμο μέγεθος πρώτης εκτέλεσης μόνον

Διευκρινίζεται αν το MES αφορά μόνον την πρώτη εκτέλεση.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται, εάν το πεδίο 41 δεν συμπληρώνεται επίσης.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

43

Δείκτης παθητικής εκτέλεσης μόνον

Δηλώνεται αν η εντολή υποβάλλεται στον τόπο διαπραγμάτευσης με χαρακτηριστικό/σήμανση, ώστε η εντολή να μην εκτελείται αμέσως έναντι οποιωνδήποτε αντίθετων ορατών εντολών.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

44

Δείκτης παθητικής ή επιθετικής εντολής

Στην περίπτωση συμβάντων μερικής εκτέλεσης και εκτέλεσης εντολών, δηλώνεται αν η εντολή βρισκόταν ήδη στο βιβλίο εντολών και παρείχε ρευστότητα (παθητική) ή αν η εντολή ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση και, επομένως, έλαβε ρευστότητα (επιθετική).

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

«PASV» — παθητική ή

«AGRE» — επιθετική.

45

Πρόληψη αυτοεκτέλεσης (self-execution)

Δηλώνεται αν η εντολή έχει καταχωριστεί με κριτήρια πρόληψης της αυτοεκτέλεσης και, επομένως, δεν θα εκτελεστεί έναντι εντολής στην απέναντι πλευρά του βιβλίου την οποία καταχωρίζει το ίδιο μέλος ή ο ίδιος συμμετέχων.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

46

Αναγνωριστικό εντολής συνδεδεμένης με στρατηγική

Ο αλφαριθμητικός κωδικός που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση όλων των συνδεδεμένων εντολών που αποτελούν μέρος στρατηγικής, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2.

{ALPHANUM-50}

47

Στρατηγική δρομολόγησης

Η εφαρμοστέα στρατηγική δρομολόγησης σύμφωνα με τις προδιαγραφές του τόπου διαπραγμάτευσης.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{ALPHANUM-50}

48

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης

Αλφαριθμητικός κωδικός που αποδίδεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στη συναλλαγή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού.

Ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO10383, και ανά ημέρα διαπραγμάτευσης. Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC τμήματος, ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC λειτουργίας ανά ημέρα διαπραγμάτευσης.

Τα συστατικά στοιχεία του αναγνωριστικού κωδικού συναλλαγής δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα των αντισυμβαλλομένων της συναλλαγής στην οποία αποδίδεται ο κωδικός.

{ALPHANUM-52}

Τμήμα IΑ — Φάσεις διαπραγμάτευσης, ενδεικτική τιμή δημοπρασίας και ενδεικτικός όγκος δημοπρασίας

49

Φάσεις διαπραγμάτευσης

Το όνομα καθεμιάς από τις διάφορες φάσεις διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια της οποίας υπάρχει στο βιβλίο εντολών μια εντολή, συμπεριλαμβανομένων περιόδων παύσης, διακοπής και αναστολής της διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-50}

50

Ενδεικτική τιμή δημοπρασίας

Η τιμή στην οποία πρόκειται να κλείσει κάθε δημοπρασία αναφορικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο έχουν δοθεί μία ή περισσότερες εντολές.

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

51

Ενδεικτικός όγκος δημοπρασίας

Ο όγκος (αριθμός μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου) που μπορεί να εκτελεστεί στην ενδεικτική τιμή δημοπρασίας στο πεδίο 50, εάν η δημοπρασία ολοκληρωνόταν ακριβώς κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/212


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/581 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 24ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την πρόσβαση στην εκκαθάριση σχετικά με τους τόπους διαπραγμάτευσης και τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) και ιδίως το άρθρο 35 παράγραφος 6 και το άρθρο 36 παράγραφος 6,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Προκειμένου να προληφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP), καθώς και οι τόποι διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να είναι σε θέση να απορρίπτουν αίτημα πρόσβασης σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή τόπο διαπραγμάτευσης μόνο στην περίπτωση που έχουν καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστούν τον κίνδυνο που απορρέει από την παροχή της πρόσβασης, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός άσκοπος κίνδυνος.

(2)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εάν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή τόπος διαπραγμάτευσης απορρίψει αίτημα πρόσβασης, πρέπει να αιτιολογήσει πλήρως την εν λόγω απόφαση, προσδιορίζοντας, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο οι συναφείς κίνδυνοι που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης δεν θα είναι διαχειρίσιμοι στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι θα εξακολουθεί να υπάρχει σημαντικός άσκοπος κίνδυνος. Αυτή η υποχρέωση εκπληρώνεται καταλλήλως εάν το μέρος που αρνείται την πρόσβαση περιγράφει σαφώς τις αλλαγές οι οποίες θα προέκυπταν στη διαχείριση κινδύνου από την παροχή πρόσβασης και τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει το ίδιο να διαχειριστεί τον κίνδυνο που συνδέεται με τις αλλαγές λόγω της παροχής πρόσβασης και εξηγεί τον αντίκτυπο στις δραστηριότητές του.

(3)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν κάνει διάκριση μεταξύ των κινδύνων τους οποίους διατρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης, όταν παρέχουν πρόσβαση, και περιλαμβάνει τις ίδιες γενικές κατηγορίες προϋποθέσεων οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τόπους διαπραγμάτευσης και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους κατά την αξιολόγηση αιτημάτων παροχής πρόσβασης. Ωστόσο, λόγω του διαφορετικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων σε σύγκριση με τους τόπους διαπραγμάτευσης, οι κίνδυνοι που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης ενδέχεται, πρακτικά, να επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τους τόπους διαπραγμάτευσης και, επομένως, να απαιτείται διαφορετική προσέγγιση μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων και τόπων διαπραγμάτευσης.

(4)

Όταν μια αρμόδια αρχή αξιολογεί αν η πρόσβαση θα απειλούσε την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή θα επηρέαζε αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αν ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους λειτουργικούς και νομικούς κινδύνους, ώστε η συμφωνία παροχής πρόσβασης να μην προκαλεί σημαντικούς άσκοπους κινδύνους σε τρίτους, οι οποίοι δεν μπορούν να μετριαστούν.

(5)

Οι όροι υπό τους οποίους πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση θα πρέπει να είναι εύλογοι και να μην εισάγουν διακρίσεις, έτσι ώστε να μην υπονομεύεται ο σκοπός της μη διακριτικής πρόσβασης. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η διακριτική επιβολή χρεώσεων, ώστε να αποτρέπεται η πρόσβαση. Ωστόσο, οι χρεώσεις θα μπορούσαν να διαφέρουν για αντικειμενικά αιτιολογημένους λόγους, όπως στην περίπτωση που το κόστος εφαρμογής των ρυθμίσεων πρόσβασης είναι υψηλότερο. Κατά την παροχή πρόσβασης, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης επιβαρύνονται με εφάπαξ έξοδα, όπως για την αξιολόγηση των νομικών απαιτήσεων, και με διαρκή έξοδα. Δεδομένου ότι το αντικείμενο του αιτήματος παροχής πρόσβασης και το σχετικό κόστος της υλοποίησης της συμφωνίας παροχής πρόσβασης ενδέχεται να διαφέρουν κατά περίπτωση, δεν είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να καλύπτει τη συγκεκριμένη κατανομή κόστους μεταξύ του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου και του τόπου διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, η κατανομή του κόστους αποτελεί σημαντικό στοιχείο μιας συμφωνίας παροχής πρόσβασης και, επομένως, αμφότερα τα μέρη θα πρέπει να διευκρινίζουν την κάλυψη του κόστους στην εν λόγω συμφωνία.

(6)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε πρόσθετες υπηρεσίες ή δραστηριότητες, οι οποίες δεν καλύπτονται από την αρχική άδεια λειτουργίας, θα πρέπει να υποβάλει αίτηση για επέκταση της άδειας λειτουργίας. Επέκταση της άδειας λειτουργίας απαιτείται στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σκοπεύει να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης για χρηματοπιστωτικά μέσα με διαφορετικό προφίλ κινδύνου ή τα οποία έχουν ουσιώδεις διαφορές από την υπάρχουσα δέσμη προϊόντων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Όταν συμβόλαιο, που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ανήκει σε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία καλύπτονται από την υφιστάμενη άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και έχει, επομένως, παρεμφερή χαρακτηριστικά κινδύνου με τα συμβόλαια που έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το εν λόγω συμβόλαιο θα πρέπει να θεωρείται οικονομικά ισοδύναμο.

(7)

Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν εφαρμόζει διακριτικές απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και περιθωρίου σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει χορηγηθεί πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, οποιαδήποτε μεταβολή στη μεθοδολογία καθορισμού περιθωρίου και στις λειτουργικές απαιτήσεις σχετικά με τον καθορισμό περιθωρίου και τον συμψηφισμό, οι οποίες έχουν εφαρμοστεί σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία έχει εκκαθαρίσει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, θα πρέπει να υπόκειται σε επανεξέταση από την επιτροπή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και να θεωρείται σημαντική μεταβολή στα μοντέλα και στις παραμέτρους για τους σκοπούς της διαδικασίας επανεξέτασης που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η εν λόγω επανεξέταση θα πρέπει να επικυρώνει ότι τα νέα μοντέλα και οι νέες παράμετροι δεν εισάγουν διακρίσεις και λαμβάνουν υπόψη τους συναφείς κινδύνους.

(8)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 αποτρέπει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού με την απαίτηση μη διακριτικής πρόσβασης σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους οι οποίοι προσφέρουν εκκαθάριση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων (OTC) σε τόπους διαπραγμάτευσης. Με τη σειρά του, ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αναγνωρίζει την ανάγκη καθορισμού παρόμοιων απαιτήσεων για τις ρυθμιζόμενες αγορές. Δεδομένου ότι ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να εκκαθαρίζει εξωχρηματιστηριακά και χρηματιστηριακά παράγωγα, η μη διακριτική μεταχείριση οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ο οποίος ζητά πρόσβαση σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλα τα συναφή συμβόλαια τα οποία εκκαθαρίζει ο εν λόγω κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης των συμβολαίων.

(9)

Η οικεία αρμόδια αρχή θα πρέπει να αποστέλλει χωρίς καθυστέρηση κοινοποίηση προς το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σχετικά με την έγκριση μεταβατικών ρυθμίσεων κεντρικών αντισυμβαλλομένων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, προκειμένου να συνδράμει άλλες οικείες αρμόδιες αρχές ώστε να κατανοήσουν τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή η έγκριση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και σε οποιουσδήποτε τόπους διαπραγμάτευσης που διατηρούν στενούς δεσμούς με τον εν λόγω κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η κοινοποίηση θα πρέπει να περιέχει όλες τις συναφείς πληροφορίες που είναι απαραίτητες, ώστε το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και η ΕΑΚΑΑ να είναι σε θέση να κατανοήσουν την απόφαση και να ενισχύσουν τη διαφάνεια.

(10)

Οι σαφείς απαιτήσεις σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχουν οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης, όταν ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές και την ΕΑΚΑΑ ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από μεταβατικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τα άρθρα 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, θα συμβάλουν στη διαφανή και εναρμονισμένη εφαρμογή της διαδικασίας κοινοποίησης. Επομένως, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται στη διαδικασία κοινοποίησης ενιαίοι μορφότυποι για τις κοινοποιήσεις, ώστε να μπορούν να εφαρμόζονται συνεκτικές και ενιαίες πρακτικές εποπτείας.

(11)

Είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο κίνδυνος χρήσης από μεγαλύτερους τόπους διαπραγμάτευσης μεθόδων υπολογισμού οι οποίες ελαχιστοποιούν την ετήσια ονομαστική αξία τους με σκοπό να επωφεληθούν από τον μηχανισμό εξαίρεσης από τις διατάξεις περί πρόσβασης. Στην περίπτωση που υπάρχουν εξίσου αποδεκτές εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας, η χρήση του υπολογισμού που παράγει την υψηλότερη αξία βοηθά να αποφεύγεται αυτός ο κίνδυνος. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να επιτρέπουν σε πραγματικά μικρότερους τόπους διαπραγμάτευσης, οι οποίοι δεν έχουν αποκτήσει ακόμα την τεχνολογική ικανότητα να διαπραγματεύονται επί ίσοις όροις με το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς των μετασυναλλακτικών υποδομών, να χρησιμοποιούν τον μηχανισμό εξαίρεσης. Είναι επίσης σημαντικό οι προβλεπόμενες μέθοδοι να είναι σαφείς και ξεκάθαρες, ώστε να συμβάλλουν στην εφαρμογή συνεκτικών και ενιαίων πρακτικών εποπτείας.

(12)

Είναι σημαντικό οι τόποι διαπραγμάτευσης να εφαρμόζουν με συνέπεια μεθόδους υπολογισμού της ονομαστικής αξίας τους για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ώστε οι διατάξεις περί πρόσβασης να μπορούν να εφαρμόζονται κατά τρόπο δίκαιο από τους τόπους διαπραγμάτευσης. Αυτό αφορά, ιδίως, ορισμένους τύπους χρηματιστηριακών παραγώγων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών σε μονάδες, όπως βαρέλια ή τόνοι.

(13)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να επωφελούνται από τις μεταβατικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5 και στο άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ορισμένες διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος.

(14)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, καθώς αφορούν την άρνηση και την παροχή πρόσβασης σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τόπους διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας με την οποία οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι και οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να εξαιρεθούν από τις απαιτήσεις πρόσβασης που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Για να διασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι περισσότερες από τις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζονται ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, κρίνεται σκόπιμο να συμπεριληφθούν τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 35 παράγραφος 6 και του άρθρου 36 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(16)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΑΝΕΥ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥΣ ΑΝΤΙΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Άνευ διακρίσεων πρόσβαση σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

Άρθρο 1

Προϋποθέσεις άρνησης πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αξιολογεί αν η παροχή πρόσβασης θα προκαλούσε οποιονδήποτε από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 και μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που, αφού καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστεί τους εν λόγω κινδύνους, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί άσκοποι κίνδυνοι που δεν είναι διαχειρίσιμοι.

2.   Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αρνηθεί την πρόσβαση, αναφέρει ποιοι από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 2, 3 και 4 θα προκαλούνταν λόγω της χορήγησης πρόσβασης και εξηγεί γιατί οι εν λόγω κίνδυνοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

Άρθρο 2

Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω του αναμενόμενου όγκου συναλλαγών

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους που αφορούν τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών ο οποίος θα προκύψει από την εν λόγω πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που η πρόσβαση θα έχει κάποια από τις ακόλουθες επιπτώσεις:

α)

υπέρβαση του κλιμακούμενου σχεδιασμού του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου σε τέτοιο βαθμό ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να μην μπορεί να προσαρμόσει τα συστήματά του προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών·

β)

υπέρβαση της προβλεπόμενης ικανότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου κατά τρόπο ώστε ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος να μην μπορεί να αποκτήσει την απαιτούμενη επιπρόσθετη ικανότητα για να εκκαθαρίσει τον αναμενόμενο όγκο συναλλαγών.

Άρθρο 3

Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας

Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα πρόσβασης για λόγους λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας.

Οι λειτουργικοί κίνδυνοι και η πολυπλοκότητα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

ασυμβατότητα των συστημάτων ΤΠ του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και του τόπου διαπραγμάτευσης η οποία εμποδίζει την παροχή συνδεσιμότητας μεταξύ των συστημάτων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

β)

έλλειψη ανθρώπινων πόρων που να διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις, δεξιότητες και πείρα για την εκτέλεση των λειτουργιών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου όσον αφορά τον κίνδυνο που απορρέει από πρόσθετα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην περίπτωση που αυτά διαφέρουν από τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκκαθαρίζει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή αδυναμία διάθεσης των εν λόγω ανθρώπινων πόρων.

Άρθρο 4

Άρνηση πρόσβασης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο λόγω άλλων παραγόντων οι οποίοι προκαλούν σημαντικούς άσκοπους κινδύνους

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους πρόκλησης σημαντικών άσκοπων κινδύνων όταν πληρούνται οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία ζητείται πρόσβαση και δεν θα είναι σε θέση, καταβάλλοντας εύλογες προσπάθειες, να παράσχει υπηρεσία εκκαθάρισης σύμφωνη με τις απαιτήσεις που ορίζονται στους τίτλους II, ΙΙΙ και IV του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

β)

η παροχή πρόσβασης θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομική βιωσιμότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή την ικανότητά του να πληροί ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

γ)

υπάρχουν νομικοί κίνδυνοι·

δ)

υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ των κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης, την οποία δεν μπορεί να διορθώσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σε συνεργασία με τον τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους νομικού κινδύνου, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), στην περίπτωση που, λόγω της παροχής πρόσβασης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα είναι σε θέση να επιβάλει τους κανόνες του σχετικά με τον εκκαθαριστικό συμψηφισμό (close out netting) και τις διαδικασίες σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή δεν θα είναι σε θέση να διαχειριστεί τους κινδύνους που απορρέουν από την ταυτόχρονη χρήση διαφορετικών μοντέλων αποδοχής διαπραγμάτευσης.

ΤΜΗΜΑ 2

Άνευ διακρίσεων πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις άρνησης πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης

1.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης αξιολογεί αν η παροχή πρόσβασης θα προκαλούσε οποιονδήποτε από τους κινδύνους που προσδιορίζονται στα άρθρα 6 και 7 και μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση μόνο στην περίπτωση που, εφόσον καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια να διαχειριστεί τους εν λόγω κινδύνους, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί άσκοποι κίνδυνοι οι οποίοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

2.   Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης αρνηθεί να παράσχει πρόσβαση, αναφέρει ποιοι εκ των κινδύνων που προσδιορίζονται στα άρθρα 6 και 7 θα προκαλούνταν λόγω της παροχής πρόσβασης και εξηγεί γιατί οι εν λόγω κίνδυνοι δεν είναι διαχειρίσιμοι.

Άρθρο 6

Άρνηση πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης λόγω λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας

Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους λειτουργικού κινδύνου και πολυπλοκότητας ως αποτέλεσμα της εν λόγω πρόσβασης, μόνο εάν υπάρχει κίνδυνος ασυμβατότητας μεταξύ των συστημάτων πληροφορικής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου και των συστημάτων πληροφορικής του τόπου διαπραγμάτευσης, η οποία εμποδίζει τον τόπο διαπραγμάτευσης να παρέχει συνδεσιμότητα μεταξύ αυτών των συστημάτων.

Άρθρο 7

Άρνηση πρόσβασης από τόπο διαπραγμάτευσης λόγω άλλων παραγόντων οι οποίοι προκαλούν σημαντικούς άσκοπους κινδύνους

Ο τόπος διαπραγμάτευσης μπορεί να απορρίψει αίτημα παροχής πρόσβασης για λόγους πρόκλησης σημαντικών άσκοπων κινδύνων σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εάν απειλείται η οικονομική βιωσιμότητα του τόπου διαπραγμάτευσης ή η ικανότητά του να πληροί ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δυνάμει του άρθρου 47 παράγραφος 1 στοιχείο στ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

β)

εάν υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης και των κανόνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, την οποία δεν μπορεί να διορθώσει ο τόπος διαπραγμάτευσης σε συνεργασία με τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 8

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πρόσβαση θεωρείται ότι απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο

Επιπροσθέτως του κατακερματισμού της ρευστότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 45) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, για τους σκοπούς του άρθρου 35 παράγραφος 4 στοιχείο β) και του άρθρου 36 παράγραφος 4 στοιχείο β) του εν λόγω κανονισμού, η παροχή πρόσβασης θεωρείται ότι απειλεί την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των αγορών ή ότι επηρεάζει αρνητικά τον συστημικό κίνδυνο, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή μπορεί να αιτιολογήσει την άρνηση, συμπεριλαμβανομένης της παροχής αποδεικτικών στοιχείων ότι οι διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου του ενός ή αμφότερων των μερών του αιτήματος παροχής πρόσβασης δεν επαρκούν για την πρόληψη της πρόκλησης, λόγω της παροχής πρόσβασης, σημαντικών άσκοπων κινδύνων σε τρίτους και δεν υπάρχουν επανορθωτικά μέτρα τα οποία θα μετρίαζαν επαρκώς τους εν λόγω κινδύνους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Άρθρο 9

Προϋποθέσεις υπό τις οποίες πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση

1.   Τα μέρη συμφωνούν για τα αντίστοιχα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παροχή πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένου του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τις σχέσεις τους. Οι όροι της συμφωνίας πρόσβασης:

α)

ορίζονται σαφώς, χαρακτηρίζονται από διαφάνεια, είναι έγκυροι και εφαρμόσιμοι·

β)

στην περίπτωση που δύο ή περισσότεροι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης, προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο θα κατανέμονται οι συναλλαγές στον τόπο διαπραγμάτευσης στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ο οποίος είναι μέρος της συμφωνίας·

γ)

περιέχουν σαφείς κανόνες όσον αφορά τη χρονική στιγμή της εισαγωγής των εντολών μεταβίβασης, οι οποίες ερμηνεύονται σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), στα αντίστοιχα συστήματά τους και τη χρονική στιγμή του αμετάκλητου·

δ)

περιέχουν κανόνες σχετικά με τη λύση της συμφωνίας παροχής πρόσβασης από οποιοδήποτε από τα μέρη, οι οποίοι:

i)

προβλέπουν τη λύση με ομαλό τρόπο, έτσι ώστε να μην εκτίθενται ασκόπως άλλες οντότητες σε επιπρόσθετους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων, χαρακτηριζόμενων από σαφήνεια και διαφάνεια, για τη διαχείριση και την ομαλή εκκαθάριση συμβολαίων και θέσεων που έχουν πραγματοποιηθεί δυνάμει της συμφωνίας παροχής πρόσβασης και που ήταν ανοικτές κατά τη χρονική στιγμή της λύσης·

ii)

διασφαλίζουν ότι παρέχεται στο ενδιαφερόμενο μέρος εύλογος χρόνος για την αντιμετώπιση τυχόν παράβασης η οποία δεν συνεπάγεται την άμεση λύση·

iii)

επιτρέπουν τη λύση, εάν αυξηθούν οι κίνδυνοι κατά τρόπο ο οποίος θα δικαιολογούσε την άρνηση παροχής πρόσβασης σε πρώτο βαθμό·

(ε)

προσδιορίζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία υπόκεινται στη συμφωνία παροχής πρόσβασης·

(στ)

προσδιορίζουν την κάλυψη των εφάπαξ και των τρεχόντων εξόδων που συνεπάγεται το αίτημα παροχής πρόσβασης·

(ζ)

περιέχουν διατάξεις για αξιώσεις και υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από τη συμφωνία παροχής πρόσβασης.

2.   Οι όροι της συμφωνίας παροχής πρόσβασης προβλέπουν ότι τα μέρη της συμφωνίας πρέπει να εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές, διαδικασίες και συστήματα, προκειμένου να διασφαλίζουν τα ακόλουθα:

α)

την έγκαιρη, αξιόπιστη και ασφαλή επικοινωνία μεταξύ των μερών·

β)

την πρότερη διαβούλευση με το έτερο μέρος, στην περίπτωση που αλλαγές στις λειτουργίες οποιουδήποτε μέρους ενδέχεται να έχουν ουσιαστικό αντίκτυπο στη συμφωνία παροχής πρόσβασης ή στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το έτερο μέρος·

γ)

την έγκαιρη ειδοποίηση του έτερου μέρος, πριν από την εφαρμογή μιας αλλαγής, στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται από το στοιχείο β)·

δ)

την επίλυση διαφορών·

ε)

τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και τη διαχείριση των ενδεχόμενων κινδύνων που ανακύπτουν από τη συμφωνία παροχής πρόσβασης·

στ)

τη λήψη από τον τόπο διαπραγμάτευσης όλων των απαραίτητων πληροφοριών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του όσον αφορά την παρακολούθηση των ανοικτών θέσεων·

ζ)

την αποδοχή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο της παράδοσης εμπορευμάτων, ο διακανονισμός των οποίων πραγματοποιείται με φυσική παράδοση.

3.   Τα οικεία μέρη της συμφωνίας παροχής πρόσβασης διασφαλίζουν ότι:

α)

διατηρούνται κατάλληλα πρότυπα διαχείρισης κινδύνου κατά την παροχή πρόσβασης·

β)

οι πληροφορίες οι οποίες παρέχονται στο αίτημα παροχής πρόσβασης επικαιροποιούνται καθ' όλη τη διάρκεια της συμφωνίας παροχής πρόσβασης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με ουσιαστικές μεταβολές·

γ)

οι μη δημόσιες και εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών παρεχόμενων κατά το στάδιο ανάπτυξης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο διαβιβάζονται και ενέργειες βάσει αυτών μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο για τον συγκεκριμένο σκοπό που έχει συμφωνηθεί από τα μέρη.

Άρθρο 10

Άνευ διακρίσεων και διαφανείς χρεώσεις εκκαθάρισης επιβαλλόμενες από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους

1.   Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιβάλλει χρεώσεις μόνο για την εκκαθάριση συναλλαγών οι οποίες εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες. Για αυτόν τον σκοπό, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει σε όλα τα εκκαθαριστικά μέλη και, αναλόγως με την περίπτωση, στους πελάτες την ίδια κλίμακα χρεώσεων και επιστροφών και οι χρεώσεις του δεν εξαρτώνται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιείται η συναλλαγή.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επιβάλλει χρεώσεις σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνο όσον αφορά την πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Για αυτόν τον σκοπό, οι ίδιες χρεώσεις και επιστροφές εφαρμόζονται σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης που έχουν πρόσβαση στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για το ίδιο ή για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός εάν μπορεί να αιτιολογηθεί αντικειμενικά διαφορετική κλίμακα χρεώσεων.

3.   Σύμφωνα με το άρθρο 38 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διασφαλίζει ότι οι κλίμακες χρεώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου είναι εύκολα προσβάσιμες, επαρκώς προσδιορισμένες ανά παρεχόμενη υπηρεσία και επαρκώς αναλυτικές, ώστε να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα των επιβαλλόμενων χρεώσεων.

4.   Οι παράγραφοι 1 έως 3 εφαρμόζονται σε χρεώσεις οι οποίες επιβάλλονται για την κάλυψη εφάπαξ και τρεχόντων εξόδων.

Άρθρο 11

Άνευ διακρίσεων και διαφανείς χρεώσεις επιβαλλόμενες από τόπους διαπραγμάτευσης

1.   Ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιβάλλει χρεώσεις μόνο σχετικά με την πρόσβαση με βάση αντικειμενικά κριτήρια. Για αυτόν τον σκοπό, η ίδια κλίμακα χρεώσεων και επιστροφών εφαρμόζεται σε όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους που έχουν πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης για το ίδιο ή για παρεμφερή χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός εάν μπορεί να αιτιολογηθεί αντικειμενικά διαφορετική κλίμακα χρεώσεων.

2.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης διασφαλίζει ότι οι κλίμακες χρεώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι εύκολα προσβάσιμες και ότι οι χρεώσεις είναι επαρκώς προσδιορισμένες ανά παρεχόμενη υπηρεσία και επαρκώς αναλυτικές, ώστε να διασφαλίζεται η προβλεψιμότητα των χρεώσεων που προκύπτουν.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε όλες τις χρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται για την κάλυψη εφάπαξ και διαρκών εξόδων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΥ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΜΒΟΛΑΙΩΝ

Άρθρο 12

Απαιτήσεις παροχής ασφάλειας και περιθωρίου οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσδιορίζει αν συμβόλαια τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση είναι οικονομικά ισοδύναμα συμβολαίων με παρεμφερή χαρακτηριστικά κινδύνου τα οποία έχει εκκαθαρίσει ήδη ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι όλα τα συμβόλαια που τελούν υπό διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτεται από την άδεια λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 ή από οποιαδήποτε μεταγενέστερη επέκταση της άδειας λειτουργίας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, είναι οικονομικά ισοδύναμα των συμβολαίων της αντίστοιχης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος μπορεί να θεωρεί ότι ένα συμβόλαιο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο έχει παράσχει πρόσβαση, το οποίο παρουσιάζει σημαντικά διαφορετικό προφίλ κινδύνου ή ουσιώδεις διαφορές από τα συμβόλαια που έχει ήδη εκκαθαρίσει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος στην αντίστοιχη κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, δεν είναι οικονομικά ισοδύναμο στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει λάβει επέκταση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όσον αφορά το εν λόγω συμβόλαιο και σχετικά με το αίτημα παροχής πρόσβασης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης.

4.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει στα οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις ίδιες μεθοδολογίες καθορισμού περιθωρίου και παροχής ασφάλειας, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τα συμβόλαια αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει στην εκκαθάριση ενός οικονομικά ισοδύναμου συμβολαίου το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1 τις αλλαγές στα μοντέλα και στις παραμέτρους κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, μόνο εάν είναι απαραίτητο ώστε να μετριάζονται οι παράγοντες κινδύνου που αφορούν τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή τα συμβόλαια τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε αυτόν. Οι εν λόγω μεταβολές θεωρούνται σημαντικές μεταβολές στα μοντέλα και στις παραμέτρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στα άρθρα 28 και 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

Άρθρο 13

Συμψηφισμός οικονομικά ισοδύναμων συμβολαίων

1.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει σε οικονομικά ισοδύναμα συμβόλαια αναφερόμενα στο άρθρο 12 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού τις ίδιες διαδικασίες συμψηφισμού, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τα συμβόλαια αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, εφόσον οποιαδήποτε διαδικασία συμψηφισμού την οποία εφαρμόζει είναι έγκυρη και εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οδηγία 98/26/ΕΚ και την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.

2.   Εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θεωρεί ότι ο νομικός κίνδυνος ή ο κίνδυνος βάσης που συνδέεται με μια διαδικασία συμψηφισμού την οποία εφαρμόζει σε οικονομικά ισοδύναμο συμβόλαιο δεν μετριάζεται επαρκώς, υπάγει την εκκαθάριση του εν λόγω συμβολαίου στην έγκριση μεταβολών στην εν λόγω διαδικασία συμψηφισμού, με αποτέλεσμα την εξαίρεση του συμψηφισμού του εν λόγω συμβολαίου. Οι εν λόγω μεταβολές θεωρούνται σημαντικές μεταβολές στα μοντέλα και στις παραμέτρους κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρονται στα άρθρα 28 και 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

3.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, «κίνδυνος βάσης» είναι ο κίνδυνος που ανακύπτει από μη πλήρως συσχετιζόμενες κινήσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων περιουσιακών στοιχείων ή συμβολαίων τα οποία εκκαθαρίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος.

Άρθρο 14

Συνυπολογισμός περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων συμβολαίων τα οποία εκκαθαρίζει ο ίδιος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος

Στην περίπτωση που ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπολογίζει περιθώρια ασφαλείας σχετικά με την κάλυψη με συνεκτίμηση περιθωρίων ασφαλείας συσχετιζόμενων συμβολαίων (cross-margining) εκκαθαριζόμενων από τον ίδιο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (καθορισμός περιθωρίου ασφαλείας βάσει χαρτοφυλακίου) για χρηματοπιστωτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 41 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και το άρθρο 27 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής (6), ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εφαρμόζει την προσέγγιση καθορισμού περιθωρίου ασφαλείας βάσει χαρτοφυλακίου την οποία εφαρμόζει σε όλα τα συναφή συσχετιζόμενα συμβόλαια, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο τελούν υπό διαπραγμάτευση τα συμβόλαια. Συμβόλαια με σημαντική και αξιόπιστη συσχέτιση ή ισοδύναμη στατιστική παράμετρο εξάρτησης επωφελούνται των ίδιων συμψηφισμών ή μειώσεων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 15

Διαδικασία κοινοποίησης από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο προς την αρμόδια αρχή του

Στην περίπτωση που κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υποβάλλει αίτηση για να κάνει χρήση των μεταβατικών ρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 35 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του με τη χρήση του εντύπου 1 που ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Διαδικασία κοινοποίησης από την αρμόδια αρχή προς την ΕΑΚΑΑ και το σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

Οι οικείες αρμόδιες αρχές κοινοποιούν εγγράφως στην ΕΑΚΑΑ και στο σώμα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων κάθε απόφαση έγκρισης μεταβατικής ρύθμισης σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός ενός μηνός από την απόφαση, με τη χρήση του εντύπου 2 που ορίζεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 17

Διαδικασία κοινοποίησης από τον τόπο διαπραγμάτευσης στην αρμόδια αρχή του σχετικά με την αρχική μεταβατική περίοδο

Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης δεν επιθυμεί να δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του και στην ΕΑΚΑΑ, με τη χρήση των εντύπων 3.1 και 3.2 που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 18

Διαδικασία κοινοποίησης από τον τόπο διαπραγμάτευσης στην αρμόδια αρχή του σχετικά με επέκταση της μεταβατικής περιόδου

Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιθυμεί να εξακολουθήσει να μην δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τριάντα επιπλέον μήνες, υποβάλλει έγγραφη κοινοποίηση στην αρμόδια αρχή του και στην ΕΑΚΑΑ, με τη χρήση των εντύπων 4.1 και 4.2 που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 19

Περαιτέρω προδιαγραφές για τον υπολογισμό της ονομαστικής αξίας

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ένας τόπος διαπραγμάτευσης που δεν επιθυμεί να δεσμεύεται από το άρθρο 36 του εν λόγω κανονισμού για περίοδο τριάντα μηνών από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας του όλες τις συναλλαγές σε χρηματιστηριακά παράγωγα οι οποίες ολοκληρώθηκαν κατά το ημερολογιακό έτος που προηγήθηκε της εφαρμογής του κανονισμού σύμφωνα με τους κανόνες του.

2.   Για τους σκοπούς του υπολογισμού της ετήσιας ονομαστικής αξίας του, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, για το έτος που προηγήθηκε του έτους έναρξης εφαρμογής, ο τόπος διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί πραγματικά αριθμητικά στοιχεία για την περίοδο για την οποία είναι διαθέσιμα.

Όταν, όσον αφορά το έτος που προηγείται του έτους έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο τόπος διαπραγμάτευσης έχει διαθέσιμα δεδομένα για λιγότερους από 12 μήνες, παράγει εκτιμώμενα αριθμητικά στοιχεία για το εν λόγω έτος με τη χρήση των τριών κατωτέρω εισροών:

α)

πραγματικά δεδομένα για τη μεγαλύτερη δυνατή περίοδο που αρχίζει από την έναρξη του έτους που προηγήθηκε του έτους έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των πρώτων οκτώ μηνών·

β)

πραγματικά δεδομένα για την ισοδύναμη περίοδο κατά τη διάρκεια του έτους πριν από το έτος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου·

γ)

πραγματικά δεδομένα για ολόκληρο το έτος πριν από το έτος που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου.

Το κατ' εκτίμηση αριθμητικό στοιχείο για το ετήσιο θεωρητικό ποσό υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τις εισροές που αναφέρονται στο στοιχείο α) του δεύτερου εδαφίου επί τις εισροές που αναφέρονται στο σημείο γ) του δεύτερου εδαφίου και διαιρώντας το γινόμενο με τις εισροές που αναφέρονται στο στοιχείο β) του δεύτερου εδαφίου.

3.   Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιθυμεί να εξακολουθήσει να μην δεσμεύεται από το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για τριάντα επιπλέον μήνες στο τέλος της πρώτης, ή μεταγενέστερης, χρονικής περιόδου τριάντα μηνών, συμπεριλαμβάνει στον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας του, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όλες τις συναλλαγές σε χρηματιστηριακά παράγωγα που ολοκληρώθηκαν βάσει των κανόνων του κατά τη διάρκεια καθενός εκ των πρώτων δύο κυλιόμενων ετών της προηγούμενης περιόδου τριάντα μηνών.

4.   Στην περίπτωση που υπάρχουν αποδεκτές εναλλακτικές προσεγγίσεις για τον υπολογισμό της ετήσιας ονομαστικής αξίας για ορισμένα είδη μέσων, αλλά υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές στις αξίες οι οποίες παράγονται από τέτοιες μεθόδους υπολογισμού, χρησιμοποιείται ο υπολογισμός ο οποίος παράγει την υψηλότερη αξία. Ιδίως για παράγωγα, όπως προθεσμιακές συμβάσεις ή δικαιώματα προαίρεσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των ειδών παραγώγων επί εμπορευμάτων τα οποία ορίζονται σε μονάδες, η ετήσια ονομαστική αξία είναι η πλήρης αξία των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων του παραγώγου στην οικεία τιμή κατά τη χρονική στιγμή ολοκλήρωσης της συναλλαγής.

Άρθρο 20

Μέθοδος έγκρισης και εξακρίβωσης από την ΕΑΚΑΑ

1.   Για σκοπούς εξακρίβωσης σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 6 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο τόπος διαπραγμάτευσης υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ, εφόσον του ζητηθούν, όλα τα δεδομένα και τα αριθμητικά στοιχεία στα οποία βασίζεται ο υπολογισμός.

2.   Κατά την εξακρίβωση των αριθμητικών στοιχείων της ετήσιας ονομαστικής αξίας τα οποία έχουν υποβληθεί, η ΕΑΚΑΑ λαμβάνει επίσης υπόψη της σχετικά μετασυναλλακτικά δεδομένα και ετήσια στατιστικά στοιχεία.

3.   Η ΕΑΚΑΑ εγκρίνει ή απορρίπτει την εξαίρεση εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών για την κοινοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 16 ή με το άρθρο 17, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που προσδιορίζονται στο άρθρο 19.

Άρθρο 21

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Eφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, τα άρθρα 15, 16, 17, 19 και 20 εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(4)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(5)  Οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων (ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σ. 45).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τις απαιτήσεις για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 41).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Έντυπο 1

Κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 15

Ονομασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

Ονομασία(-ες) του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

Τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

 

 

1.

2.

3.

1.

2.

3.


Έντυπο 2

Κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 16

Ονομασία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

Ημερομηνία της απόφασης έγκρισης

Ημερομηνίες έναρξης και λήξης της μεταβατικής περιόδου

Ονομασία(-ες) του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

Τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) τόπου(-ων) διαπραγμάτευσης που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

 

 

 

Έναρξη:

Λήξη:

1.

2.

3.

1.

2.

3.


Έντυπο 3.1

Γενική κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 17

Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης

Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας των τόπων διαπραγμάτευσης στον ίδιο όμιλο με έδρα την Ένωση

Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) κεντρικού(-ών) αντισυμβαλλομένου(-ων) που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

 

 

1.

2.

3.

1.

2.

3.


Έντυπο 3.2

Κοινοποίηση της ονομαστικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 17

Τόπος διαπραγμάτευσης:

Ονομαστική αξία υπό διαπραγμάτευση το 2016

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Χ:

 

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Y:

 

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Ζ:

 


Έντυπο 4.1

Γενική κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 18

Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης

Σχετικά στοιχεία επικοινωνίας

Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας των τόπων διαπραγμάτευσης στον ίδιο όμιλο με έδρα την Ένωση

Ονομασία(-ες) και τόπος(-οι) δικαιοδοσίας του (των) κεντρικού(-ών) αντισυμβαλλομένου(-ων) που συνδέεται(-ονται) με στενούς δεσμούς

 

 

1.

2.

3.

1.

2.

3.


Έντυπο 4.2

Κοινοποίηση της ονομαστικής αξίας που αναφέρεται στο άρθρο 18

Ονομασία του τόπου διαπραγμάτευσης:

Ονομαστική αξία κυλιόμενου έτους

Ονομαστική αξία κυλιόμενου έτους

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Χ:

 

 

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Y:

 

 

Κατηγορία περιουσιακών στοιχείων Ζ:

 

 


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/224


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/582 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 29ης Ιουνίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της υποχρέωσης εκκαθάρισης για τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενες αγορές και τον χρονισμό της αποδοχής προς εκκαθάριση

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 29 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για τη διαχείριση λειτουργικών και άλλων κινδύνων, όταν οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων υποβάλλονται και γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση, και για την παροχή βεβαιότητας στους αντισυμβαλλομένους το συντομότερο δυνατό, είναι σημαντικό να καθορίζεται αν μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων θα γίνεται αποδεκτή για εκκαθάριση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε πρώιμο στάδιο, και στο μέτρο του δυνατού πριν από την ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής, καθώς και οι συνέπειες σε περίπτωση που ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν αποδεχτεί για εκκαθάριση τη συναλλαγή παραγώγων που έχει υποβληθεί.

(2)

Για την εφαρμογή κλιμακωτών τεχνικών λύσεων οι οποίες διασφαλίζουν ότι οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων μπορούν να υποβληθούν και να γίνουν αποδεκτές για εκκαθάριση με τη μεγαλύτερη τεχνολογικά δυνατή ταχύτητα, οι πληροφορίες που απαιτούνται από έναν τόπο διαπραγμάτευσης και έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους θα πρέπει να καθορίζονται εκ των προτέρων και να προσδιορίζονται με σαφήνεια στην τεκμηρίωση του τόπου διαπραγμάτευσης και του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(3)

Για την κατάλληλη τιμολόγηση των συναλλαγών σε παράγωγα, οι αντισυμβαλλόμενοι λαμβάνουν υπόψη ότι οι εκκαθαριζόμενες σε κεντρικό επίπεδο συναλλαγές υπόκεινται σε διαφορετικό καθεστώς εξασφαλίσεων από ό,τι οι μη εκκαθαριζόμενες σε κεντρικό επίπεδο συναλλαγές, ανεξαρτήτως του αν η συναλλαγή εκκαθαρίζεται επειδή υπάρχει η εντολή εκκαθάρισης ή αν η συναλλαγή εκκαθαρίζεται επειδή η εκκαθάριση έχει κατά τα άλλα συμφωνηθεί από τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ως εκ τούτου, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να επωφελούνται από την ύπαρξη της ίδιας διαδικασίας και των ίδιων απαιτήσεων για τις υποχρεωτικά εκκαθαριζόμενες και τις εθελοντικά εκκαθαριζόμενες συναλλαγές σε παράγωγα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές εκκαθαριζόμενων παραγώγων υποβάλλονται και γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση με τη μεγαλύτερη τεχνολογικά δυνατή ταχύτητα.

(4)

Στις περιπτώσεις που οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων συνάπτονται σε τόπο διαπραγμάτευσης, προκειμένου να προσδιοριστεί, πριν από την ημερομηνία σύναψης της συναλλαγής, αν η συναλλαγή θα εκκαθαριστεί από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο τόπος διαπραγμάτευσης και ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να διαθέτουν κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι η εν λόγω συναλλαγή μπορεί να εκκαθαριστεί αυτόματα. Σε αντίθετη περίπτωση, ο τόπος διαπραγμάτευσης θα πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στα εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου να ελέγχουν τις εντολές σε σχέση με τα όρια που καθορίζονται για τους πελάτες τους.

(5)

Οι προθεσμίες που παρέχονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης για την επεξεργασία μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων θα πρέπει να είναι μικρότερες για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με ηλεκτρονικά μέσα από ό,τι για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με μη ηλεκτρονικά μέσα, καθώς το επίπεδο αυτόματης επεξεργασίας αναμένεται να είναι υψηλότερο στην πρώτη περίπτωση.

(6)

Ένας τόπος διαπραγμάτευσης θα πρέπει να αποστέλλει τις πληροφορίες που σχετίζονται με τις εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σε προσυμφωνημένη ηλεκτρονική μορφή, τόσο για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με ηλεκτρονικά μέσα όσο και για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με μη ηλεκτρονικά μέσα. Ως εκ τούτου, η προθεσμία που παρέχεται σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για να αποφασίσει αν μια συναλλαγή εκκαθαριζόμενων παραγώγων μπορεί να γίνει αποδεκτή για εκκαθάριση θα πρέπει να είναι η ίδια για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με ηλεκτρονικά μέσα και για εκκαθαριζόμενα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με μη ηλεκτρονικά μέσα.

(7)

Η επεξεργασία των εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που συνάπτονται σε διμερή βάση είναι συνήθως λιγότερο αυτοματοποιημένη σε σχέση με την επεξεργασία εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που συνάπτονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης. Επομένως, η προθεσμία που παρέχεται στους αντισυμβαλλομένους για την υποβολή μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων που συνάπτεται σε διμερή βάση σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από την προθεσμία που παρέχεται για μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που συνάπτεται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης.

(8)

Για τη διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων που σχετίζονται με τις εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται σε διμερή βάση, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να επιτρέπει στα εκκαθαριστικά μέλη να ελέγχουν τα στοιχεία συναλλαγής των πελατών τους και να αποφασίζουν αν θα την αποδεχτούν. Καθώς η διαδικασία μεταξύ ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου και ενός εκκαθαριστικού μέλους είναι συνήθως αυτοματοποιημένη, η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει να είναι συντομότερη.

(9)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι, καθώς και τα εκκαθαριστικά μέλη, διαχειρίζονται τον πιστωτικό κίνδυνο που συνδέεται με τη δημιουργία τρεχόντων ανοιγμάτων που προκύπτουν από την εκκαθάριση των εκκαθαριζόμενων παραγώγων. Συνήθως, αυτό περιλαμβάνει τον καθορισμό ορίων από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή το εκκαθαριστικό μέλος ανά αντισυμβαλλόμενο, προκειμένου να μετριαστεί ο συνδεόμενος κίνδυνος ανοίγματος, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε νέες αιτήσεις εκκαθάρισης ορισμένων εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που δεν γίνονται αποδεκτές από το εκκαθαριστικό μέλος ή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η διασφάλιση ότι οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων υποβάλλονται για εκκαθάριση με τη μεγαλύτερη τεχνολογικά δυνατή ταχύτητα δεν συνεπάγεται, ως εκ τούτου, ότι όλες οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων θα γίνουν αποδεκτές για εκκαθάριση σε όλες τις περιπτώσεις. Σε περίπτωση που οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων δεν γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση, οι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να γνωρίζουν με μεγαλύτερη σαφήνεια πώς να αντιμετωπίζουν τις εν λόγω συναλλαγές, προκειμένου να αντισταθμίζουν τον κίνδυνο που προκύπτει από αυτές.

(10)

Δεδομένου ότι η επεξεργασία μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων που συνάπτεται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης και υποβάλλεται για εκκαθάριση σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο απαιτεί περιορισμένο χρόνο, ο χρόνος για την κίνηση της αγοράς και για την αλλαγή της τιμής και του κινδύνου της εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων, μεταξύ της εντολής και της μη αποδοχής, είναι επίσης πολύ περιορισμένος. Εφόσον η ζημία που ενδεχομένως θα υποστούν οι αντισυμβαλλόμενοι των οποίων οι συναλλαγές δεν γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο είναι αμελητέα, και προκειμένου να παρέχεται βεβαιότητα στους αντισυμβαλλομένους, οι εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης και δεν γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο θα πρέπει να θεωρούνται άκυρες.

(11)

Δεδομένου ότι η επεξεργασία εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων, πλην των εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που συνάπτονται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, απαιτεί συνήθως περισσότερο χρόνο, το εν λόγω χρονικό διάστημα μπορεί να είναι επαρκώς μεγάλο ώστε να κινηθεί η αγορά, και προκειμένου να αλλάξει στο μεταξύ σημαντικά η τιμή και ο κίνδυνος της εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων. Ως εκ τούτου, η ακύρωση της συναλλαγής μπορεί να μην είναι η κατάλληλη αντιμετώπιση για όλες τις συναλλαγές που δεν γίνονται αποδεκτές από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Για την παροχή βεβαιότητας σχετικά με την αντιμετώπιση των εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων, πλην των εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που συνάπτονται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης και δεν γίνονται αποδεκτές από έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για εκκαθάριση, οι κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης και οι συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, κατά περίπτωση, θα πρέπει να αποσαφηνίζουν εκ των προτέρων πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι εν λόγω συναλλαγές.

(12)

Στην περίπτωση που μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων δεν γίνεται αποδεκτή για εκκαθάριση, για λόγους που δεν συνδέονται με τον πιστωτικό κίνδυνο, όπως τεχνικά ή υλικά προβλήματα που προκύπτουν από τη διαβίβαση ανακριβών ή ελλιπών πληροφοριών, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορεί να εξακολουθούν να επιθυμούν την εκκαθάριση της εν λόγω συναλλαγής παραγώγων. Στις περιπτώσεις που και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι συμφωνούν να υποβάλλουν εκ νέου τη συναλλαγή, με την προϋπόθεση ότι η συναλλαγή θα υποβληθεί εκ νέου εντός σχετικά σύντομου χρονικού διαστήματος από την πρώτη υποβολή και ότι η εκ νέου υποβολή επιτρέπει τη διερεύνηση και τη διαπίστωση του λόγου για τον οποίο η συναλλαγή δεν έγινε αποδεκτή για εκκαθάριση, μπορεί να επιτρέπεται μια δεύτερη υποβολή με τη μορφή μιας νέας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων με τους ίδιους οικονομικούς όρους, καθώς εξακολουθεί να εξασφαλίζει την ορθή διαχείριση λειτουργικών ή άλλων μη πιστωτικών κινδύνων.

(13)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(14)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(15)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ρυθμίσεις για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης πληροφοριών

1.   Ένας τόπος διαπραγμάτευσης αναφέρει αναλυτικά στους κανόνες του τις πληροφορίες που απαιτούνται από τους αντισυμβαλλομένους μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων, προκειμένου να υποβάλει την εν λόγω συναλλαγή σε έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο για εκκαθάριση, καθώς και τη μορφή στην οποία πρέπει να παρέχονται οι εν λόγω πληροφορίες.

2.   Ένας κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναφέρει αναλυτικά στους κανόνες του τις πληροφορίες που απαιτούνται από τους αντισυμβαλλομένους μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων και από τους τόπους διαπραγμάτευσης, προκειμένου να εκκαθαρίσει την εν λόγω συναλλαγή, καθώς και τη μορφή στην οποία πρέπει να παρέχονται οι εν λόγω πληροφορίες.

Άρθρο 2

Προσυναλλακτικός έλεγχος για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και τα εκκαθαριστικά μέλη εφαρμόζουν, για τις εντολές για τη σύναψη εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, εκτός από τις περιπτώσεις όπου πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα στοιχεία α), β) και γ) της παρούσας παραγράφου:

α)

οι κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης απαιτούν από κάθε μέλος ή συμμετέχοντα του τόπου διαπραγμάτευσης που δεν είναι εκκαθαριστικό μέλος ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου μέσω του οποίου εκκαθαρίζεται η εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων, να έχει μια συμβατική ρύθμιση με ένα εκκαθαριστικό μέλος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, βάσει της οποίας το εκκαθαριστικό μέλος καθίσταται αυτόματα αντισυμβαλλόμενος στην εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων·

β)

οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι η εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που συνάπτεται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης εκκαθαρίζεται αυτόματα και άμεσα, με το εκκαθαριστικό μέλος που αναφέρεται στο στοιχείο α) να καθίσταται αντισυμβαλλόμενος του κεντρικού αντισυμβαλλομένου·

γ)

οι κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης προβλέπουν ότι το μέλος ή ο συμμετέχων του τόπου διαπραγμάτευσης ή ο πελάτης του καθίσταται αντισυμβαλλόμενος στην εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων, μετά την εκκαθάριση της εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων, σύμφωνα με τις άμεσες ή έμμεσες ρυθμίσεις εκκαθάρισης που έχουν συναφθεί με το εκκαθαριστικό μέλος.

2.   Ένας τόπος διαπραγμάτευσης παρέχει εργαλεία για την εξασφάλιση του προσυναλλακτικού ελέγχου, ανά εντολή, από κάθε εκκαθαριστικό μέλος, των ορίων που καθορίζονται και τηρούνται από το εν λόγω εκκαθαριστικό μέλος για τον πελάτη του, σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/589 (3).

3.   Ένας τόπος διαπραγμάτευσης εξασφαλίζει, πριν από την ολοκλήρωση της εντολής, ότι η εντολή του πελάτη βρίσκεται εντός των ορίων που ισχύουν για τον εν λόγω πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 2:

α)

εντός 60 δευτερολέπτων από τη λήψη της εντολής, όταν η εντολή υποβάλλεται ηλεκτρονικά·

β)

εντός 10 λεπτών από τη λήψη της εντολής, όταν η εντολή δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά·

4.   Όταν η εντολή δεν βρίσκεται εντός των ορίων που ισχύουν για τον πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο τόπος διαπραγμάτευσης ενημερώνει τον πελάτη και το εκκαθαριστικό μέλος ότι η εντολή δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, σύμφωνα με τα ακόλουθα χρονοδιαγράμματα:

α)

όταν η εντολή υποβάλλεται ηλεκτρονικά, σε πραγματικό χρόνο·

β)

όταν η εντολή δεν υποβάλλεται ηλεκτρονικά, εντός 5 λεπτών από τη στιγμή που η εντολή ελέγχθηκε σε σχέση με τα ισχύοντα όρια.

Άρθρο 3

Χρονοδιαγράμματα για τη διαβίβαση πληροφοριών για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης

1.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος και το εκκαθαριστικό μέλος υπόκεινται στις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου, εκτός από τις περιπτώσεις όπου πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), β) και γ).

2.   Για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης διαβιβάζει τις πληροφορίες που σχετίζονται με κάθε συναλλαγή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός 10 δευτερολέπτων από τη σύναψη της συναλλαγής.

3.   Για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που δεν συνάπτονται ηλεκτρονικά σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, ο τόπος διαπραγμάτευσης διαβιβάζει τις πληροφορίες που σχετίζονται με κάθε συναλλαγή στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο εντός 10 λεπτών από τη σύναψη της συναλλαγής.

4.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποδέχεται ή δεν αποδέχεται για εκκαθάριση μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που έχει συναφθεί σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης, εντός 10 δευτερολέπτων από τη λήψη των πληροφοριών από τον τόπο διαπραγμάτευσης, και ενημερώνει το εκκαθαριστικό μέλος και τον τόπο διαπραγμάτευσης για τυχόν μη αποδοχή σε πραγματικό χρόνο.

5.   Το εκκαθαριστικό μέλος και ο τόπος διαπραγμάτευσης ενημερώνουν τον αντισυμβαλλόμενο που συνήψε την εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων στον τόπο διαπραγμάτευσης σχετικά με τη μη αποδοχή, αμέσως μόλις ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τους ενημερώσει για τη μη αποδοχή.

Άρθρο 4

Χρονοδιαγράμματα για τη διαβίβαση πληροφοριών για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται σε διμερή βάση

1.   Για εκκαθαριζόμενες συναλλαγές παραγώγων που συνάπτονται από τους αντισυμβαλλομένους σε διμερή βάση, το εκκαθαριστικό μέλος:

α)

λαμβάνει αποδεικτικά στοιχεία από τον πελάτη του σχετικά με το χρονοδιάγραμμα σύναψης της συναλλαγής που υποβάλλεται για εκκαθάριση·

β)

εξασφαλίζει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι διαβιβάζουν στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2, εντός 30 λεπτών από τη σύναψη της συναλλαγής.

2.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος διαβιβάζει στο εκκαθαριστικό μέλος του τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σχετικά με τη συναλλαγή, εντός 60 δευτερολέπτων από τη λήψη των εν λόγω πληροφοριών από τους αντισυμβαλλομένους. Το εκκαθαριστικό μέλος αποδέχεται ή δεν αποδέχεται τη συναλλαγή, εντός 60 δευτερολέπτων από τη λήψη των πληροφοριών από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

3.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αποδέχεται ή δεν αποδέχεται την εκκαθάριση μιας εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων, εντός 10 δευτερολέπτων από τη λήψη της αποδοχής ή μη αποδοχής του εκκαθαριστικού μέλους.

4.   Ωστόσο, οι παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν στις περιπτώσεις όπου πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου εξασφαλίζουν τον καθορισμό και την τήρηση, σε τακτική βάση, ορίων από το εκκαθαριστικό μέλος για τον πελάτη του, σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/589·

β)

οι κανόνες του κεντρικού αντισυμβαλλομένου προβλέπουν ότι μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που βρίσκεται εντός των ορίων, σύμφωνα με το στοιχείο α) της παρούσας παραγράφου, εκκαθαρίζεται αυτόματα από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, εντός 60 δευτερολέπτων από τη λήψη των πληροφοριών σχετικά με την εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων από τους αντισυμβαλλομένους.

5.   Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που δεν αποδέχεται για εκκαθάριση μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που συνάπτεται σε διμερή βάση ενημερώνει το εκκαθαριστικό μέλος για τη μη αποδοχή σε πραγματικό χρόνο. Το εκκαθαριστικό μέλος ενημερώνει για τη μη αποδοχή τον αντισυμβαλλόμενο που συνήψε τη συναλλαγή, αμέσως μόλις ενημερωθεί από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 5

Αντιμετώπιση εκκαθαριζόμενων συναλλαγών παραγώγων που δεν γίνονται αποδεκτές για εκκαθάριση

1.   Στις περιπτώσεις που μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων που συνάπτεται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης ηλεκτρονικά δεν γίνεται αποδεκτή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ο τόπος διαπραγμάτευσης ακυρώνει την εν λόγω σύμβαση.

2.   Στις περιπτώσεις που μια εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων, πλην αυτών που συνάπτονται σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης ηλεκτρονικά, δεν γίνεται αποδεκτή από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, η αντιμετώπιση της συναλλαγής διέπεται από:

α)

τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης, στις περιπτώσεις που η σύμβαση υποβάλλεται για εκκαθάριση σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

τη συμφωνία μεταξύ των αντισυμβαλλομένων σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις.

3.   Στις περιπτώσεις που η μη αποδοχή οφείλεται σε τεχνικό ή υλικό πρόβλημα, η εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων μπορεί να υποβληθεί για εκκαθάριση άλλη μία φορά, εντός μιας ώρας από την προηγούμενη υποβολή, με τη μορφή νέας συναλλαγής αλλά με τους ίδιους οικονομικούς όρους, υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αντισυμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει για την εκ νέου υποβολή. Ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο συνήφθη αρχικά η εκκαθαριζόμενη συναλλαγή παραγώγων δεν υπόκειται στις απαιτήσεις του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για την υποβολή της δεύτερης εκκαθαριζόμενης συναλλαγής παραγώγων για εκκαθάριση.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 55 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/589 της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τις οργανωτικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές (βλέπε σελίδα 417 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/229


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/583 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 8, το άρθρο 9 παράγραφος 5, το άρθρο 11 παράγραφος 4, το άρθρο 21 παράγραφος 5, το άρθρο 22 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει υψηλός βαθμός διαφάνειας, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τον πραγματικό όγκο των εκτελεσθεισών και των δυνητικών συναλλαγών σε ομολογίες, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα, ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω συναλλαγές λαμβάνουν χώρα σε ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ), οργανωμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, συστηματικούς εσωτερικοποιητές ή εκτός των εν λόγω μηχανισμών. Ο υψηλός βαθμός διαφάνειας θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ισότιμους όρους ανταγωνισμού μεταξύ των τόπων διαπραγμάτευσης ώστε ο κατακερματισμός της ρευστότητας να μην παρεμποδίζει τη λειτουργία του μηχανισμού διαμόρφωσης της τιμής δεδομένων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν έχει έτσι δυσμενείς επιπτώσεις για τους επενδυτές.

(2)

Ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωριστεί ότι μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να παρέχονται εξαιρέσεις από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας ή χρονικές μεταθέσεις υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας, ώστε να μην θίγεται η ρευστότητα ως ακούσια συνέπεια υποχρεώσεων γνωστοποίησης συναλλαγών και, επομένως, δημοσιοποίησης θέσεων κινδύνου. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστούν οι ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται οι εν λόγω απαλλαγές από την προσυναλλακτική διαφάνεια και χρονικές μεταθέσεις των υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας.

(3)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, δεδομένου ότι εξετάζουν τον καθορισμό των απαιτήσεων προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας που ισχύουν για συναλλαγές με μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Προκειμένου να εξασφαλιστεί συνοχή μεταξύ των διατάξεων αυτών, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και να διευκολυνθούν τα πρόσωπα που υπόκεινται στις εξ αυτών υποχρεώσεις να έχουν πλήρη εικόνα και συνεκτική πρόσβαση στο κείμενο των διατάξεων αυτών, είναι απαραίτητο να συμπεριληφθούν αυτά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(4)

Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές χορηγούν απαλλαγές από απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας ή εγκρίνουν τη χρονική μετάθεση υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας, θα πρέπει να αντιμετωπίζουν όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης, τους οργανωμένους μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπων διαπραγμάτευσης κατά τρόπο ισότιμο και χωρίς διακρίσεις.

(5)

Είναι σκόπιμο να διασαφηνιστεί περιορισμένος αριθμός τεχνικών όρων. Οι εν λόγω τεχνικοί ορισμοί είναι απαραίτητοι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων που περιλαμβάνει ο παρών κανονισμός στην Ένωση και, επομένως, συμβάλλουν στην καθιέρωση ενός ενιαίου εγχειριδίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης. Οι εν λόγω ορισμοί χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τον σκοπό του καθορισμού των υποχρεώσεων διαφάνειας για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, και θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στην κατανόηση του παρόντος κανονισμού.

(6)

Διαπραγματεύσιμα εμπορεύματα (ETC) και προϊόντα διαπραγματεύσιμου χρέους (ETN) τα οποία εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό πρέπει να θεωρούνται ως χρεωστικοί τίτλοι λόγω της νομικής μορφής τους. Ωστόσο, δεδομένου ότι τίθενται υπό διαπραγμάτευση με παρόμοιο τρόπο με τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), πρέπει να εφαρμόζεται καθεστώς διαφάνειας παρόμοιο με αυτό των ΔΑΚ.

(7)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, μια σειρά μέσων πρέπει να θεωρούνται επιλέξιμα για απαλλαγή από την υποχρέωση προσυναλλακτικής διαφάνειας για μέσα για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά. Η απαίτηση πρέπει επίσης να ισχύει για τα παράγωγα που υπόκεινται στην υποχρέωση εκκαθάρισης, τα οποία δεν υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης καθώς και ομολογίες, παράγωγα, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και δικαιώματα εκπομπής που δεν είναι ρευστά.

(8)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης που λειτουργούν με σύστημα αιτήσεων προσδιορισμού τιμής θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις δεσμευτικές προσφορές και τιμές αγοράς ή τις επιδεκτικές εκτέλεσης εκδηλώσεις ενδιαφέροντος και το βάθος των εν λόγω τιμών το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που ο αιτών μπορεί να εκτελέσει μια συναλλαγή σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες που παρέχουν τα ζεύγη τιμών τους στον αιτούντα πρώτοι, δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

(9)

Η πλειονότητα των ρευστών καλυμμένων ομολογιών είναι ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται για τη χορήγηση δανείων για τη χρηματοδότηση αγοράς ακινήτων από ιδιώτες, η μέση αξία των οποίων συνδέεται άμεσα με την αξία του δανείου. Στην αγορά καλυμμένων ομολογιών, οι πάροχοι ρευστότητας εξασφαλίζουν ότι οι επαγγελματίες επενδυτές που πραγματοποιούν συναλλαγές μεγάλης κλίμακας συνάδουν με τους ιδιοκτήτες ακινήτων που πραγματοποιούν συναλλαγές μικρής κλίμακας. Για την αποφυγή της διακοπής της εν λόγω λειτουργίας και των ενδεχόμενων αρνητικών επιπτώσεων για τους ιδιοκτήτες ακινήτων, το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο πάνω από το οποίο μπορούν να επωφεληθούν οι πάροχοι ρευστότητας από μια απαλλαγή της υποχρέωσης προσυναλλακτικής διαφάνειας θα πρέπει να καθορίζεται στο εμπορικό μέγεθος κάτω από το οποίο βρίσκεται το 40 τοις εκατό των συναλλαγών, δεδομένου ότι το μέγεθος συναλλαγής κρίνεται πως αντανακλά τη μέση τιμή ενός ακινήτου.

(10)

Πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο πρέπει να διατίθενται στιγμιαία στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό από τεχνική άποψη· αυτό προϋποθέτει έναν εύλογο βαθμό αποτελεσματικότητας και δαπανών για τα συστήματα εκ μέρους του διαχειριστή της αγοράς, του εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.) ή της ενδιαφερόμενης επιχείρησης επενδύσεων. Οι πληροφορίες θα πρέπει να δημοσιεύονται πλησίον της καθορισμένης μέγιστης προθεσμίας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες τα διαθέσιμα συστήματα δεν επιτρέπουν τη δημοσίευσή τους σε συντομότερο χρονικό διάστημα.

(11)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία των συναλλαγών που εκτελούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης μέσω ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων αναφέρουν τις συναλλαγές τους στους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και θα πρέπει να εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571 (2).

(12)

Η δυνατότητα καθορισμού της εφαρμογής της υποχρέωσης γνωστοποίησης συναλλαγών μετά τη διαπραγμάτευση που εκτελούνται μεταξύ δύο επιχειρήσεων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των συστηματικών εσωτερικοποιητών, σε ομολογίες, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα τα οποία καθορίζονται από παράγοντες εκτός της τρέχουσας αποτίμησης στην αγορά, όπως η μεταβίβαση χρηματοπιστωτικών μέσων ως εξασφάλιση, καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Οι εν λόγω συναλλαγές δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής ή στον κίνδυνο ασάφειας για τους επενδυτές, ούτε εμποδίζουν τη βέλτιστη εκτέλεση και επομένως, ο παρών κανονισμός προσδιορίζει τις συναλλαγές που καθορίζονται από παράγοντες διαφορετικούς από την τρέχουσα αποτίμηση στην αγορά οι οποίες δεν θα πρέπει να δημοσιοποιούνται.

(13)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων συχνά διενεργούν, για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών, συναλλαγές σε παράγωγα και άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα ή περιουσιακά στοιχεία οι οποίες αποτελούνται από έναν αριθμό διασυνδεδεμένων, αλληλοεξαρτώμενων συναλλαγών. Οι εν λόγω συναλλαγές πακέτου επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους πελάτες τους να διαχειρίζονται καλύτερα τους κινδύνους τους με την τιμή κάθε στοιχείου της κοινής συναλλαγής να αντανακλά το συνολικό προφίλ κινδύνου του πακέτου και όχι την επικρατούσα τιμής αγοράς του κάθε στοιχείου. Οι συναλλαγές πακέτου μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές, όπως ανταλλαγή με φυσικές παραδόσεις, στρατηγικές διαπραγμάτευσης που εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης ή εξειδικευμένες συναλλαγές πακέτου και είναι σημαντικό να λαμβάνονται οι εν λόγω ιδιαιτερότητες υπόψη κατά την προσαρμογή του εφαρμοστέου καθεστώτος διαφάνειας. Συνεπώς, είναι σκόπιμο να καθοριστούν για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού οι όροι για την εφαρμογή χρονικών μεταθέσεων για τις συναλλαγές προσυναλλακτικής διαφάνεας και τις συναλλαγές πακέτου. Οι εν λόγω ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να είναι διαθέσιμες για συναλλαγές οι οποίες αντισταθμίζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη συνήθη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων.

(14)

Η ανταλλαγή με φυσικές παραδόσεις αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των χρηματοπιστωτικών αγορών, επιτρέποντας στους συμμετέχοντες στην αγορά να οργανώνουν και να εκτελούν συναλλαγές με υπό διαπραγμάτευση παράγωγα τα οποία συνδέονται άμεσα με μια συναλλαγή στην υποκείμενη πραγματική αγορά. Χρησιμοποιούνται ευρέως και περιλαμβάνουν ένα πλήθος παραγόντων, όπως αγρότες, παραγωγούς, κατασκευαστές και μεταποιητές εμπορευμάτων. Συνήθως μια ανταλλαγή με φυσικές παραδόσεις λαμβάνει χώρα όταν ένας πωλητής ενός ενσώματου περιουσιακού στοιχείου επιδιώκει τη ρευστοποίηση της αντίστοιχης αντισταθμισμένης θέσης του σε μια σύμβαση παραγώγων με τον αγοραστή του περιουσιακού στοιχείου, όταν ο τελευταίος τυχαίνει να κατέχει επίσης μια αντίστοιχη αντιστάθμιση στην ίδια σύμβαση παραγώγων. Ως εκ τούτου διευκολύνουν την αποτελεσματική ρευστοποίηση των αντισταθμισμένων θέσεων οι οποίες δεν είναι πια απαραίτητες.

(15)

Όσον αφορά συναλλαγές οι οποίες εκτελούνται εκτός του πλαισίου κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, είναι εξαιρετικά σημαντικό να διασαφηνιστεί ποια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να δημοσιοποιήσει μια συναλλαγή στην περίπτωση που αμφότερα τα μέρη μιας συναλλαγής είναι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες εδρεύουν στην Ένωση, προκειμένου να αποφεύγεται η διπλή δημοσίευση συναλλαγών. Επομένως, την ευθύνη δημοσιοποίησης μιας συναλλαγής θα πρέπει πάντα να φέρει η πωλούσα επιχείρηση επενδύσεων, εκτός εάν μόνο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής και αυτός είναι η αγοράζουσα επιχείρηση.

(16)

Στην περίπτωση που μόνο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής για ένα δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο και είναι επίσης η επιχείρηση που αγοράζει το εν λόγω μέσο, η εν λόγω επιχείρηση θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση της συναλλαγής, καθώς οι πελάτες της θα αναμένουν από αυτήν να το πράξει, και μπορεί να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο το πεδίο υποβολής στοιχείων αναφέροντας την ιδιότητά της ως συστηματικός εσωτερικοποιητής. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μια συναλλαγή δημοσιοποιείται μόνο μία φορά, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής θα πρέπει να ενημερώνει το έτερο μέρος ότι δημοσιοποιεί τη συναλλαγή.

(17)

Είναι σημαντικό να τηρούνται τρέχοντα πρότυπα για τη δημοσιοποίηση συναλλαγών που εκτελούνται ως συναλλαγές αντιστήριξης (back-to-back), ώστε να αποφεύγεται η δημοσιοποίηση μιας μεμονωμένης συναλλαγής ως πολλαπλές πράξεις και να παρέχεται ασφάλεια δικαίου όσον αφορά το ποια επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση μιας συναλλαγής. Ως εκ τούτου, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και με την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους πρέπει να δημοσιοποιούνται ως ενιαία συναλλαγή.

(18)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ 600/2014 επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν τη δημοσίευση συμπληρωματικών λεπτομερών στοιχείων κατά τη δημοσίευση πληροφοριών που επωφελούνται από μια χρονική μετάθεση, ή να επιτρέπουν χρονικές μεταθέσεις για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο. Για την ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων σε ολόκληρη την ένωση, είναι απαραίτητος ο καθορισμός των προϋποθέσεων και των κριτηρίων στο πλαίσιο των οποίων μπορούν να επιτρέπονται χρονικές μεταθέσεις από τις αρμόδιες αρχές.

(19)

Η διαπραγμάτευση πολλών μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων, ιδίως παραγώγων, είναι σποραδική, μεταβλητή, και υπόκειται σε τακτικές τροποποιήσεις των προτύπων διαπραγμάτευσης. Οι στατικοί προσδιορισμοί των χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν έχουν ρευστή αγορά και οι στατικοί προσδιορισμοί των διαφόρων ορίων για τον σκοπό της προσαρμογής των υποχρεώσεων προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα προσαρμογής του καθεστώτος ρευστότητας και των ορίων στο πλαίσιο των αλλαγών στα πρότυπα διαπραγμάτευσης, δεν θα ήταν επομένως κατάλληλοι. Επομένως, είναι σκόπιμο να οριστεί η μεθοδολογία και οι παράμετροι που είναι απαραίτητες για τη διενέργεια της εκτίμησης ρευστότητας και του υπολογισμού των ορίων για την εφαρμογή απαλλαγών για την προσυναλλακτική διαφάνεια και χρονικών μεταθέσεων για τη μετασυναλλακτική διαφάνεια σε περιοδική βάση.

(20)

Προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή των απαλλαγών για την προσυναλλακτική διαφάνεια και των χρονικών μεταθέσεων για τη μετασυναλλακτική διαφάνεια, είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν ενιαίοι κανόνες όσον αφορά το περιεχόμενο και τη συχνότητα των στοιχείων που οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητούν από τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους ΕΜΔ και τους παρόχους ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) για σκοπούς διαφάνειας. Είναι επίσης αναγκαίο να προσδιοριστεί η μεθοδολογία για τον υπολογισμό των αντίστοιχων ορίων και να δημιουργηθούν ενιαίοι κανόνες όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση. Οι κανόνες για τη συγκεκριμένη μεθοδολογία και τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση υπολογισμών με σκοπό να προσδιοριστεί το καθεστώς διαφάνειας που ισχύει για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/577 της Επιτροπής (3) ο οποίος καθορίζει τα κοινά στοιχεία που αφορούν το περιεχόμενο και τη συχνότητα αιτημάτων για παροχή δεδομένων τα οποία απευθύνονται σε τόπους διαπραγμάτευσης, ΕΜΔ και παρόχους ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) για σκοπούς διαφάνειας και άλλων υπολογισμών με πιο γενικούς όρους.

(21)

Για ομολογίες πλην των ETC και των ETN, οι συναλλαγές κάτω των 100 000 ευρώ θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους υπολογισμούς των ορίων προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας, καθώς θεωρούνται συναλλαγές μικροεπενδυτών. Αυτές οι συναλλαγές μικροεπενδυτών θα πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να επωφελούνται από το νέο καθεστώς διαφάνειας και οποιοδήποτε όριο οδηγεί σε απαλλαγή ή χρονική μετάθεση από τη διαφάνεια θα πρέπει να ορίζεται πάνω από το εν λόγω επίπεδο.

(22)

Σκοπός της εξαίρεσης από τις υποχρεώσεις διαφάνειας που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είναι η εξασφάλιση ότι η αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων που διενεργούνται από το Ευρωσύστημα κατά την εκτέλεση των πρωτογενών καθηκόντων που καθορίζονται στο καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο έχει προσαρτηθεί ως παράρτημα στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση («το καταστατικό»), και στο πλαίσιο αντίστοιχων εθνικών διατάξεων για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) σε κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, δεν διακυβεύεται από την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τις εν λόγω συναλλαγές. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις κεντρικές τράπεζες να είναι σε θέση να ελέγξουν αν, πότε και πώς κοινοποιούνται πληροφορίες σχετικά με τις δράσεις τους, ώστε να μεγιστοποιείται ο επιδιωκόμενος αντίκτυπος και να περιορίζονται τυχόν ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην αγορά. Ως εκ τούτου, πρέπει να παρέχεται ασφάλεια δικαίου για τα μέλη του ΕΣΚΤ και τους αντίστοιχους αντισυμβαλλομένους τους ως προς το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης από τις απαιτήσεις διαφάνειας.

(23)

Μία από τις πρωταρχικές αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει της Συνθήκης και του καταστατικού και βάσει των αντίστοιχων εθνικών διατάξεων για μέλη του ΕΣΚΤ στα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ, είναι οι επιδόσεις της συναλλαγματικής πολιτικής, η οποία συνεπάγεται την τήρηση και τη διαχείριση συναλλαγματικών αποθεμάτων για τη διασφάλιση, όταν είναι απαραίτητο, ότι υπάρχει επαρκής ποσότητα διαθέσιμων πόρων ρευστότητας για τις πράξεις συναλλαγματικής πολιτικής του. Η εφαρμογή των απαιτήσεων διαφάνειας στις πράξεις διαχείρισης συναλλαγματικών αποθεμάτων μπορεί να οδηγήσει σε ακούσια μηνύματα προς την αγορά, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τη συναλλαγματική πολιτική του Ευρωσυστήματος και των μελών του ΕΣΚΤ σε κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ. Παρόμοιες εκτιμήσεις μπορούν επίσης να ισχύουν για τις διαχειριστικές πράξεις συναλλαγματικών διαθεσίμων κατά την άσκηση της πολιτικής νομισματικής και δημοσιονομικής σταθερότητας κατά περίπτωση.

(24)

Η εξαίρεση από τις υποχρεώσεις διαφάνειας για συναλλαγές στις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος είναι μέλος του ΕΣΚΤ δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε σχέση με τις συναλλαγές που έχουν συναφθεί από οποιοδήποτε μέλος του ΕΣΚΤ κατά την εκτέλεση των επενδυτικών δραστηριοτήτων τους. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει δραστηριότητες που διεξάγονται για διοικητικούς σκοπούς για το προσωπικό του μέλους του ΕΣΚΤ, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών που πραγματοποιούνται με την ιδιότητα του διαχειριστή συνταξιοδοτικού καθεστώτος σύμφωνα με το άρθρο 24 του καταστατικού.

(25)

Η προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεων διαφάνειας θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες σημειώνεται σημαντική μείωση της ρευστότητας σε μια κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων που βασίζονται σε αντικειμενικούς και μετρήσιμους παράγοντες. Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ των κατηγοριών που αρχικά προσδιορίζονται ως έχουσες ή μη έχουσες ρευστή αγορά καθώς μπορεί να προκύψει πιο εύκολα περαιτέρω σημαντική μείωση σε σχετικούς όρους σε μια κατηγορία που έχει ήδη καθοριστεί ως μη ρευστοποιημένη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιβληθεί αναστολή των απαιτήσεων διαφάνειας σε μέσα που καθορίζονται ως μη έχοντα ρευστή αγορά μόνο εάν έχει προκύψει πτώση από ένα υψηλότερο σχετικό όριο.

(26)

Το καθεστώς προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας που καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να βαθμονομηθεί καταλλήλως στην αγορά και να εφαρμόζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση. Είναι επομένως απαραίτητο να καθοριστούν οι απαραίτητοι υπολογισμοί που πρέπει να διενεργηθούν, συμπεριλαμβανομένων των περιόδων και μεθόδων υπολογισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς, οι περίοδοι υπολογισμού που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να διασφαλίζουν την επικαιροποίηση σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα των σχετικών ορίων του καθεστώτος ώστε να αντικατοπτρίζονται οι συνθήκες της αγοράς. Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των υπολογισμών σε κεντρικό επίπεδο, ώστε να είναι διαθέσιμα σε όλους τους συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά και σε όλες τις αρμόδιες αρχές στην Ένωση σε έναν ενιαίο τόπο και κατά τρόπο φιλικό προς τον χρήστη. Για αυτόν τον σκοπό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει τους εν λόγω υπολογισμούς στον δικτυακό της τόπο.

(27)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή εφαρμογή των νέων απαιτήσεων διαφάνειας, είναι σκόπιμη η σταδιακή εφαρμογή των διατάξεων περί διαφάνειας. Το όριο ρευστότητας «μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών» που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των ομολογιών για τις οποίες υπάρχει ρευστή αγορά πρέπει να προσαρμοστεί με σταδιακό τρόπο.

(28)

Έως τις 30 Ιουλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, σε ετήσια βάση, να υποβάλλει στην Επιτροπή μια εκτίμηση του ορίου ρευστότητας για τον καθορισμό των υποχρεώσεων προσυναλλακτικής διαφάνειας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και, κατά περίπτωση, να υποβάλλει αναθεωρημένο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο προκειμένου να προσαρμόσει το όριο ρευστότητας.

(29)

Ομοίως, τα εκατοστημόρια συναλλαγών που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που επιτρέπει την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, θα πρέπει να προσαρμοστούν σταδιακά.

(30)

Για τον σκοπό αυτό, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει, σε ετήσια βάση, να υποβάλλει στην Επιτροπή μια εκτίμηση των ορίων απαλλαγής και, κατά περίπτωση, να υποβάλλει αναθεωρημένο ρυθμιστικό πρότυπο για την προσαρμογή των ορίων απαλλαγής που ισχύουν για τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα.

(31)

Για τους σκοπούς των υπολογισμών της διαφάνειας, είναι αναγκαία τα δεδομένα αναφοράς, προκειμένου να προσδιορίζεται η υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων στην οποία ανήκει κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να απαιτείται από τους τόπους διαπραγμάτευσης να παρέχουν πρόσθετα δεδομένα αναφοράς, εκτός από αυτά που απαιτούνται από τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/585 της Επιτροπής (4).

(32)

Κατά το προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων που δεν έχουν ρευστή αγορά σε σχέση με τα συναλλαγματικά παράγωγα, απαιτήθηκε μια ποιοτική αξιολόγηση λόγω της έλλειψης των αναγκαίων δεδομένων για μια συγκεντρωτική και ποσοτική ανάλυση του συνόλου της αγοράς. Συνεπώς, έως ότου είναι διαθέσιμα δεδομένα καλύτερης ποιότητας, τα συναλλαγματικά παράγωγα πρέπει να θεωρείται ως μη έχοντα ρευστή αγορά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(33)

Προκειμένου να επιτραπεί η αποτελεσματική έναρξη των νέων κανόνων διαφάνειας, πρέπει να παρασχεθούν στοιχεία από τους συμμετέχοντες στην αγορά για τον υπολογισμό και τη δημοσίευση των χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά και τα μεγέθη των εντολών μεγάλης κλίμακας ή πάνω από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο αρκετά πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(34)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο ο παρών κανονισμός και οι διατάξεις που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι το νέο ρυθμιστικό καθεστώς διαφάνειας μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

(35)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(36)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι

ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

Ως «συναλλαγή πακέτου» νοείται μία από τις ακόλουθες:

α)

μια συναλλαγή σε μια σύμβαση παραγώγων ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου που εξαρτάται από την ταυτόχρονη εκτέλεση συναλλαγής σε ισοδύναμη ποσότητα ενός υποκείμενου υλικού περιουσιακού στοιχείου (ανταλλαγή με φυσικές παραδόσεις ή ΑΦΠ)·

β)

μια συναλλαγή η οποία αφορά την εκτέλεση δύο ή περισσότερων συναλλαγών στοιχείων σε χρηματοπιστωτικά μέσα και:

i)

η οποία εκτελείται μεταξύ δύο ή περισσότερων αντισυμβαλλομένων·

ii)

όπου κάθε στοιχείο της συναλλαγής ενέχει ουσιαστικό οικονομικό ή δημοσιονομικό κίνδυνο ο οποίος σχετίζεται με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία·

iii)

όπου η εκτέλεση κάθε στοιχείου είναι ταυτόχρονη και εξαρτάται από την εκτέλεση όλων των υπόλοιπων στοιχείων.

2)

Ως «σύστημα αίτησης προσδιορισμού τιμής» νοείται ένα σύστημα διαπραγμάτευσης σε σχέση με το οποίο πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

παρέχεται προσδιορισμός ή προσδιορισμοί τιμής από ένα μέλος ή συμμετέχοντα ως απάντηση σε ένα αίτημα για ζεύγος εντολών που υποβάλλεται από ένα ή περισσότερα άλλα μέλη ή συμμετέχοντες·

β)

το ζεύγος εντολών είναι εκτελέσιμο αποκλειστικά από το μέλος ή τον συμμετέχοντα που υποβάλλει το αίτημα·

γ)

το μέλος ή ο συμμετέχων της αγοράς που υποβάλλει το αίτημα δύναται να συνάψει συναλλαγή με την αποδοχή του ζεύγους ή των ζευγών εντολών που θα του παρασχεθούν κατόπιν του αιτήματος.

3)

Ως «σύστημα προφορικής διαπραγμάτευσης» νοείται ένα σύστημα διαπραγμάτευσης στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ των μελών κανονίζονται μέσω προφορικής διαπραγμάτευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΡΟΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ, ΠΟΛΥΜΕΡΕΙΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΙ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 2

Υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας

[άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν το εύρος των τιμών αγοράς και πώλησης, καθώς και το μέγεθος των εκδηλώσεων ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές, σύμφωνα με τον τύπο του συστήματος διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται και τις απαιτήσεις πληροφόρησης που ορίζονται στο παράρτημα Ι

Άρθρο 3

Εντολές μεγάλης κλίμακας

[άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια εντολή είναι μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών στις περιπτώσεις όπου, κατά τον χρόνο εισαγωγής της εντολής ή μετά από οποιαδήποτε τροποποίηση της εντολής, είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ελάχιστο μέγεθος της εντολής η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

Άρθρο 4

Είδος και ελάχιστο μέγεθος εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών

[άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Το είδος της εντολής που τηρείται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής της στην αγορά, για την οποία μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, είναι μια εντολή η οποία:

α)

προορίζεται να δημοσιοποιηθεί στο βιβλίο εντολών που διαχειρίζεται ο τόπος διαπραγμάτευσης και εξαρτάται από αντικειμενικούς όρους οι οποίοι έχουν καθορίζονται εκ των προτέρων από το πρωτόκολλο του συστήματος·

β)

δεν αλληλεπιδρά με άλλα συναλλακτικά συμφέροντα πριν από τη δημοσιοποίησή της στο βιβλίο εντολών το οποίο διαχειρίζεται ο τόπος διαπραγμάτευσης·

γ)

μόλις δημοσιοποιηθεί στο βιβλίο εντολών, αλληλεπιδρά με άλλες εντολές σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για εντολές τέτοιου είδους κατά τον χρόνο της δημοσιοποίησής της.

2.   Το ελάχιστο μέγεθος των εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά, για τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, είναι, κατά τον χρόνο εισαγωγής τους και μετά από οποιαδήποτε τροποποίηση, κάποιο από τα κατωτέρω:

α)

στην περίπτωση εντολής με αποθεματικό (reserve order), μεγαλύτερο από ή ίσο με 10 000 ευρώ·

β)

για όλες τις άλλες εντολές, μεγαλύτερο από ή ίσο με την ελάχιστη διαπραγματεύσιμη ποσότητα που τίθεται εκ των προτέρων από τον διαχειριστή του συστήματος σύμφωνα με τους κανόνες και τα πρωτόκολλά του.

3.   Εντολή με αποθεματικό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), θεωρείται μια εντολή με όριο τιμής η οποία αποτελείται από μια γνωστοποιημένη εντολή η οποία αφορά μέρος της ποσότητας και μια μη γνωστοποιημένη εντολή η οποία αφορά την υπόλοιπη ποσότητα, στην περίπτωση που η μη γνωστοποιημένη ποσότητα μπορεί να εκτελεστεί μόνο μετά τη δημοσίευσή της στο βιβλίο εντολών ως νέα γνωστοποιημένη εντολή.

Άρθρο 5

Συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο

[άρθρο 8 παράγραφος 4 και άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Μια επιδεκτική εκτέλεσης εκδήλωση ενδιαφέροντος βρίσκεται πάνω από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά πιστωτικό μέσο στις περιπτώσεις όπου, κατά τον χρόνο εισαγωγής ή μετά από οποιαδήποτε τροποποίηση, είναι ίση ή μεγαλύτερη από το ελάχιστο μέγεθος μιας επιδεκτικής εκτέλεσης εκδήλωσης ενδιαφέροντος που καθορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

2.   Ενδεικτικές προσυναλλακτικές τιμές για επιδεκτικές εκτέλεσης εκδήλωσης ενδιαφέροντος που βρίσκονται πάνω από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και κάτω από το σχετικό μέγεθος μεγάλης κλίμακας που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3, πρέπει να θεωρούνται ότι προσεγγίζουν την τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις περιπτώσεις όπου ο τόπος διαπραγμάτευσης δημοσιοποιεί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

τη βέλτιστη διαθέσιμη τιμή·

β)

έναν απλό μέσο όρο τιμών·

γ)

μια μέση σταθμισμένη τιμή βάσει του όγκου, της τιμής, του χρόνου ή του αριθμού των επιδεκτικών εκτέλεσης εκδηλώσεων ενδιαφέροντος.

3.   Οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών τιμών και τον χρόνο δημοσιοποίησης κατά την υποβολή και την επικαιροποίηση ενδεικτικών προσυναλλακτικών τιμών.

Άρθρο 6

Οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά

[άρθρο 9 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μία κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων θεωρείται πως δεν έχει ρευστή αγορά εφόσον αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΕΤΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΕΚΤΟΣ ΤΟΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 7

Υποχρεώσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας

[άρθρο 10 παράγραφος 1 και άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός του τόπου διαπραγμάτευσης και οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν μέσω παραπομπής σε κάθε συναλλαγή τα λεπτομερή στοιχεία που ορίζονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος ΙΙ και χρησιμοποιούν κάθε ισχύουσα επισήμανση που παρατίθεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ.

2.   Στην περίπτωση ακύρωσης μιας αναφοράς συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν νέα αναφορά συναλλαγής, η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής και τη σήμανση ακύρωσης που προσδιορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ.

3.   Στην περίπτωση τροποποίησης μιας αναφοράς συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης και οι διαχειριστές αγοράς και επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες:

α)

νέα αναφορά συναλλαγής η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής και τη σήμανση ακύρωσης που προσδιορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ·

β)

νέα αναφορά συναλλαγής η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής με διορθωμένα όλα τα απαραίτητα λεπτομερή στοιχεία και τη σήμανση τροποποίησης όπως προσδιορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος Ι.

4.   Προσυναλλακτικές πληροφορίες διατίθενται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό και σε κάθε περίπτωση:

α)

για τα τρία πρώτα έτη εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εντός 15 λεπτών από την εκτέλεση της σχετικής συναλλαγής·

β)

εν συνεχεία, εντός 5 λεπτών από την εκτέλεση της σχετικής συναλλαγής.

5.   Στην περίπτωση που μια συναλλαγή μεταξύ δύο επιχειρήσεων επενδύσεων ολοκληρώνεται εκτός του πλαισίου των κανόνων τόπου διαπραγμάτευσης, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε εκ μέρους πελατών, μόνο η επιχείρηση επενδύσεων η οποία πωλεί το οικείο χρηματοπιστωτικό μέσο δημοσιοποιεί τη συναλλαγή μέσω ενός ΕΜΔ.

6.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 5, όταν μόνο μία από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συμμετέχουν σε μια συναλλαγή είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής για το δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο και ενεργεί ως αγοράζουσα επιχείρηση, μόνο η εν λόγω επιχείρηση δημοσιοποιεί τη συναλλαγή μέσω ενός ΕΜΔ, ενημερώνοντας τον πωλητή για τις ενέργειες που πραγματοποίησε.

7.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συναλλαγή δημοσιοποιείται ως ενιαία συναλλαγή. Για το σκοπό αυτό, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και για την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους θεωρούνται ενιαία συναλλαγή.

8.   Πληροφορίες σχετικά με μια συναλλαγή πακέτου καθίστανται διαθέσιμες σε σχέση με κάθε στοιχείο όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη κατανομής των τιμών σε συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα και περιλαμβάνουν την επισήμανση συναλλαγής πακέτου ή την επισήμανση συναλλαγής με ανταλλαγή με φυσικές παραδόσεις όπως ορίζεται στον πίνακα 3 του παραρτήματος ΙΙ. Σε περίπτωση που η συναλλαγή πακέτου είναι επιλέξιμη για αναβολή δημοσιοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 8, οι πληροφορίες για όλα τα στοιχεία διατίθενται αφού παρέλθει η περίοδος αναβολής για τη συναλλαγή.

Άρθρο 8

Αναβολή δημοσίευσης συναλλαγών

[άρθρο 11 παράγραφοι 1 και 3 και άρθρο 21 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή εγκρίνει την αναβολή της δημοσίευσης των λεπτομερών στοιχείων συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης και οι φορείς της αγοράς που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν κάθε συναλλαγή το αργότερο έως τις 19:00 τοπική ώρα τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία της συναλλαγής, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συναλλαγή είναι μεγάλης κλίμακας σε σχέση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών όπως ορίζεται στο άρθρο 9·

β)

η συναλλαγή είναι ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μία κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων για την οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

γ)

η συναλλαγή εκτελείται μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό εκτός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο 38 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) και ενός άλλου αντισυμβαλλομένου και υπερβαίνει το συγκεκριμένο μέγεθος ανά πιστωτικό μέσο όπως καθορίζεται στο άρθρο 10·

δ)

η συναλλαγή είναι μια συναλλαγή πακέτου που πληροί ένα από τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της είναι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν έχουν ρευστή αγορά·

ii)

ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της είναι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι μεγάλης κλίμακας σε σχέση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών, όπως ορίζεται στο άρθρο 9·

iii)

η συναλλαγή εκτελείται μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό εκτός της αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία της είναι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που υπερβαίνουν το συγκεκριμένο μέγεθος ανά πιστωτικό μέσο όπως καθορίζεται στο άρθρο 10·

2.   Όταν παρέλθει η προθεσμία αναβολής που ορίζεται στην παράγραφο 1, όλα τα λεπτομερή στοιχεία της συναλλαγής δημοσιοποιούνται, εκτός εάν επεκταθεί η χρονική περίοδος αναβολής ή χορηγηθεί αναβολή επ' αόριστον σύμφωνα με το άρθρο 11.

3.   Στην περίπτωση που μια συναλλαγή μεταξύ δύο επιχειρήσεων επενδύσεων, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε εκ μέρους πελατών, εκτελείται εκτός του πλαισίου κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, η σχετική αρμόδια αρχή για σκοπούς καθορισμού του εφαρμοζόμενου καθεστώτος αναβολής θεωρείται η αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση μέσω ενός Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. σύμφωνα με τις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 7.

Άρθρο 9

Συναλλαγές μεγάλης κλίμακας

[άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια συναλλαγή θεωρείται μεγάλης κλίμακας σε σχέση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών όταν είναι ίσου ή μεγαλύτερου μεγέθους από το ελάχιστο μέγεθος της συναλλαγής, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

Άρθρο 10

Συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο

[άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια συναλλαγή θεωρείται πως είναι πάνω από το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο όταν είναι ίσου ή μεγαλύτερου μεγέθους από το ελάχιστο μέγεθος της συναλλαγής, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13.

Άρθρο 11

Απαιτήσεις διαφάνειας σε συνδυασμό με την αναβολή δημοσίευσης κατά τη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων αρχών

[άρθρο 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Όταν οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με την άδεια αναστολής δημοσίευσης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ισχύουν τα ακόλουθα:

α)

όταν ισχύει το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές ζητούν τη δημοσιοποίηση οποιασδήποτε εκ των ακόλουθων πληροφοριών κατά τη διάρκεια της πλήρους περιόδου αναβολής, όπως ορίζεται στο άρθρο 8:

i)

όλα τα λεπτομερή στοιχεία μιας συναλλαγής που καθορίζονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος ΙΙ με εξαίρεση τα λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τον όγκο·

ii)

συναλλαγές σε ημερήσια ομαδοποιημένη μορφή για έναν ελάχιστο αριθμό 5 εκτελεσθεισών συναλλαγών την ίδια μέρα, οι οποίες πρέπει να δημοσιοποιούνται την επομένη εργάσιμη ημέρα πριν από τις 09:00 τοπική ώρα·

β)

όταν ισχύει το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν την παράλειψη της δημοσιοποίησης του όγκου μιας μεμονωμένης συναλλαγής για παρατεταμένο χρονικό διάστημα τεσσάρων εβδομάδων·

γ)

όσον αφορά τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν αποτελούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και στις περιπτώσεις που ισχύει το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν, για παρατεταμένη χρονική περίοδο αναβολής τεσσάρων εβδομάδων, τη δημοσιοποίηση της ομαδοποίησης πολλών συναλλαγών που εκτελούνται κατά τη διάρκεια μιας ημερολογιακής εβδομάδας την επόμενη Τρίτη πριν από τις 09:00 τοπική ώρα·

δ)

όσον αφορά τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους και στις περιπτώσεις που ισχύει το άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές επιτρέπουν, για αόριστο χρονικό διάστημα, τη δημοσιοποίηση της ομαδοποίησης πολλών συναλλαγών που εκτελούνται κατά τη διάρκεια μιας ημερολογιακής εβδομάδας την επόμενη Τρίτη πριν από τις 09:00 τοπική ώρα.

2.   Όταν παρέλθει η παρατεταμένη περίοδος αναβολής που ορίζεται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

όσον αφορά το σύνολο των μέσων που δεν αποτελούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, δημοσιοποίηση των πλήρων λεπτομερών στοιχείων όλων των επιμέρους συναλλαγών, την επόμενη εργάσιμη ημέρα πριν από τις 9:00 τοπική ώρα·

β)

όσον αφορά τους κρατικούς χρεωστικούς τίτλους όταν οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν να μην χρησιμοποιήσουν τις επιλογές που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 διαδοχικά, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δημοσιοποίηση των πλήρων λεπτομερών στοιχείων όλων των επιμέρους συναλλαγών την επόμενη εργάσιμη ημέρα πριν τις 9:00 τοπική ώρα·

γ)

όσον αφορά κρατικούς χρεωστικού τίτλους, όταν οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τις επιλογές που προβλέπονται στο άρθρο 11 παράγραφος 3 στοιχεία β) και δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 διαδοχικά σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δημοσιοποίηση πολλών συναλλαγών που εκτελούνται την ίδια ημερολογιακή εβδομάδα σε ομαδοποιημένη μορφή, την Τρίτη μετά τη λήξη της παρατεταμένης περιόδου αναβολής τεσσάρων εβδομάδων από την τελευταία ημέρα της εν λόγω ημερολογιακής εβδομάδας πριν τις 9:00 τοπική ώρα.

3.   Σε σχέση με το σύνολο των μέσων που δεν αποτελούν κρατικούς χρεωστικούς τίτλους, όλα τα λεπτομερή στοιχεία των συναλλαγών σε ατομική βάση δημοσιεύονται τέσσερις εβδομάδας μετά τη δημοσίευση των ομαδοποιημένων λεπτομερών στοιχείων σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) πριν τις 9:00 τοπική ώρα.

4.   Τα ομαδοποιημένα ημερήσια ή εβδομαδιαία δεδομένα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες για ομολογίες, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα όσον αφορά κάθε ημέρα ή εβδομάδα της οικείας ημερολογιακής περιόδου:

α)

τη σταθμισμένη μέση τιμή·

β)

τον συνολικό όγκο διαπραγμάτευσης όπως αναφέρεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ·

γ)

τον συνολικό αριθμό συναλλαγών.

5.   Οι συναλλαγές ομαδοποιούνται ανά κωδικό ISIN. Σε περίπτωση που ο κωδικός ISIN δεν είναι διαθέσιμος, οι συναλλαγές ομαδοποιούνται στο επίπεδο της κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία ισχύει η δοκιμασία ρευστότητας που ορίζεται στο άρθρο 13.

6.   Όταν η ημέρα της εβδομάδας που προβλέπεται για τις δημοσιοποιήσεις και που ορίζεται στην παράγραφο 1 σημεία γ) και δ) και στις παραγράφους 2 και 3 δεν είναι εργάσιμη ημέρα, οι δημοσιοποιήσεις πραγματοποιούνται την επομένη εργάσιμη ημέρα πριν τις 9:00 τοπική ώρα.

Άρθρο 12

Εφαρμογή μετασυναλλακτικής διαφάνειας σε ορισμένες συναλλαγές που εκτελούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης

[άρθρο 21 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014)]

Η υποχρέωση δημοσιοποίησης του όγκου και της τιμής των συναλλαγών και ο χρόνος κατά τον οποίο ολοκληρώνονται όπως ορίζεται στο άρθρο 21 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν ισχύουν για οποιαδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

συναλλαγές που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (7)·

β)

συναλλαγές οι οποίες εκτελούνται από εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8), ή από διαχειριστή οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), που μεταβιβάζουν την πραγματική κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων από έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε άλλον και καμία επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή·

γ)

«συναλλαγή παράδοσης (give-up)» ή «συναλλαγή αποδοχής (give-in)», η οποία είναι μια συναλλαγή κατά την οποία μια επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει συναλλαγή πελάτη σε, ή λαμβάνει συναλλαγή πελάτη από, άλλη επιχείρηση επενδύσεων για σκοπούς μετασυναλλακτικής επεξεργασίας·

δ)

μεταβιβάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων όπως εξασφάλιση σε διμερείς συναλλαγές ή στο πλαίσιο υποχρεώσεων καθορισμού περιθωρίου ή παροχής ασφάλειας από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ως μέρος της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Άρθρο 13

Μεθοδολογία για την εκτέλεση των υπολογισμών διαφάνειας

[άρθρο 9 παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 11 παράγραφος 1 και άρθρο 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τον προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 6 και του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζονται οι ακόλουθες μεθοδολογίες σε όλες τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων:

α)

στατικός προσδιορισμός της ρευστότητας για:

i)

την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων των τιτλοποιημένων παραγώγων, όπως ορίζεται στον πίνακα 4.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί μετοχών: δικαιώματα αγοράς με βάση δείκτη μετοχών, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης με βάση δείκτη μετοχών, δικαιώματα αγοράς ιδίων μετοχών, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης, δικαιώματα αγοράς μερισμάτων υπό μορφή νέων μετοχών, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης δικαιωμάτων μερισμάτων, δικαιώματα αγοράς μερισμάτων με βάση δείκτη μετοχών, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης μερισμάτων με βάση δείκτη μετοχών, δικαιώματα μερισμάτων δείκτη μεταβλητότητας, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης με βάση δείκτη μεταβλητότητας, δικαιώματα αγοράς ΔΑΚ, συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης ΔΑΚ και άλλα παράγωγα επί μετοχών όπως ορίζονται στον πίνακα 6.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iii)

την κατηγορία παραγώγων επί συναλλάγματος, όπως ορίζεται στον πίνακα 8.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iv)

υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων άλλων παραγώγων επί επιτοκίων, άλλων παραγώγων επί εμπορευμάτων, άλλων πιστωτικών παραγώγων, άλλων παραγώγων C10, άλλων συμβάσεων επί διαφορών (CFDs), άλλων δικαιωμάτων εκπομπής και άλλων παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής όπως ορίζεται στους πίνακες 5.1, 7.1, 9.1, 10.1, 11.1, 12.1 και 13.1 του παραρτήματος III·

β)

περιοδική αξιολόγηση βάσει ποσοτικών και, κατά περίπτωση, ποιοτικών κριτηρίων ρευστότητας για:

i)

όλους τους τύπους ομολογιών πλην των ETC και των ETN όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.1 του παραρτήματος ΙΙΙ και όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1·

ii)

τύπους όπως ETC και ETN όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.4 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iii)

κατηγορία περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί επιτοκίων πλην της υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων άλλων παραγώγων επί επιτοκίων όπως ορίζεται στον Πίνακα 5.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iv)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί μετοχών: συμφωνίες ανταλλαγής και συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου όπως ορίζεται στον Πίνακα 6.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

v)

κατηγορία περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί εμπορευμάτων πλην της υποκατηγορίας περιουσιακών στοιχείων άλλων παραγώγων επί εμπορευμάτων όπως ορίζεται στον Πίνακα 7.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

vi)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων πιστωτικών παραγώγων: συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης δείκτη και συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου οφειλέτη όπως ορίζεται στον Πίνακα 9.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

vii)

κατηγορία περιουσιακών στοιχείων παραγώγων C10 πλην της υποκατηγορίας περιουσιακών στοιχείων άλλων παραγώγων C10 όπως ορίζεται στον Πίνακα 10.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

viii)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων συμβάσεων επί διαφοράς (CFDs): CFDs νομισμάτων και CFDs εμπορευμάτων όπως ορίζεται στον Πίνακα 11.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ix)

κατηγορία περιουσιακών στοιχείων δικαιωμάτων εκπομπής πλην της υποκατηγορίας περιουσιακών στοιχείων άλλων δικαιωμάτων εκπομπής όπως ορίζεται στον Πίνακα 12.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

x)

κατηγορία περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής πλην της υποκατηγορίας περιουσιακών στοιχείων άλλων παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής όπως ορίζεται στον Πίνακα 13.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

γ)

περιοδική αξιολόγηση βάσει ποιοτικών κριτηρίων ρευστότητας για:

i)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων πιστωτικών παραγώγων: δικαιώματα προαίρεσης CDS επί δεικτών και δικαιώματα προαίρεσης CDS μεμονωμένου οφειλέτη όπως ορίζεται στον Πίνακα 9.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

τις ακόλουθες υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων συμβάσεων επί διαφοράς (CFDs): CFD μετοχών, CFD ομολογιών, CFD σε συμβόλαια μελλοντικής/προθεσμιακής εκπλήρωσης επί μετοχών και CFD σε δικαιώματα προαίρεσης επί μετοχών, όπως ορίζεται στον Πίνακα 11.1 του παραρτήματος ΙΙΙ·

δ)

περιοδική αξιολόγηση βάσει δύο μεθοδολογιών δοκιμασιών για δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.1 του παραρτήματος ΙΙΙ.

2.   Για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 5 και των εντολών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 3, ισχύουν οι ακόλουθες μεθοδολογίες:

α)

τιμή ορίου για:

i)

τύπους ομολογιών ETC και ETN όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.5 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων των τιτλοποιημένων παραγώγων, όπως ορίζεται στον πίνακα 4.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iii)

κάθε υποκατηγορία παραγώγων επί μετοχών, όπως ορίζεται στους Πίνακες 6.2 και 6.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iv)

κάθε υποκατηγορία παραγώγων επί συναλλάγματος, όπως ορίζεται στον πίνακα 8.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

v)

κάθε υποκατηγορία που θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί επιτοκίων, παραγώγων επί εμπορευμάτων, πιστωτικών παραγώγων, παραγώγων C10 και συμβάσεων επί διαφοράς (CFDs) όπως ορίζεται στους Πίνακες 5.3, 7.3, 9.3, 10.3 και 11.3 του παραρτήματος III·

vi)

κάθε υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων που θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στους Πίνακες 12.3 και 13.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

vii)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο δεν έχει περάσει επιτυχώς τη Δοκιμασία-1 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

viii)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά, το οποίο έχει περάσει επιτυχώς μόνο τη Δοκιμασία-1 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

β)

Το μεγαλύτερο από το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό των συναλλαγών που αντιστοιχεί το εκατοστημόριο συναλλαγής όπως ορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 17 παράγραφος 3 και το κατώτατο όριο για:

i)

κάθε τύπο ομολογιών, πλην των ETC και ETN, όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

κάθε υποκατηγορία που έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί επιτοκίων, παραγώγων επί εμπορευμάτων, πιστωτικών παραγώγων, παραγώγων C10 και CFDs, όπως ορίζεται στους Πίνακες 5.2, 7.2, 9.2, 10.2 και 11.2 του παραρτήματος III·

iii)

κάθε υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων που έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στους Πίνακες 12.2 και 13.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iv)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, το οποίο έχει περάσει επιτυχώς τη Δοκιμασία-1 και τη Δοκιμασία-2 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.3 του παραρτήματος ΙΙΙ.

3.   Για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), ισχύουν οι ακόλουθες μεθοδολογίες:

α)

τιμή ορίου για:

i)

τύπους ομολογιών ETC και ETN όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.5 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων των τιτλοποιημένων παραγώγων, όπως ορίζεται στον πίνακα 4.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iii)

κάθε υποκατηγορία παραγώγων επί μετοχών, όπως ορίζεται στους Πίνακες 6.2 και 6.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

iv)

κάθε υποκατηγορία παραγώγων επί συναλλάγματος, όπως ορίζεται στον πίνακα 8.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

v)

κάθε υποκατηγορία που θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί επιτοκίων, παραγώγων επί εμπορευμάτων, πιστωτικών παραγώγων, παραγώγων C10 και συμβάσεων επί διαφοράς (CFDs) όπως ορίζεται στους Πίνακες 5.3, 7.3, 9.3, 10.3, και 11.3 του παραρτήματος III·

vi)

κάθε υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων που θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά για την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στους Πίνακες 12.3 και 13.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

vii)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο δεν έχει περάσει επιτυχώς τη Δοκιμασία-1 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

viii)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο θεωρείται ότι δεν έχει ρευστή αγορά, το οποίο έχει περάσει επιτυχώς μόνο τη Δοκιμασία-1 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

β)

το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό των συναλλαγών που αντιστοιχούν στο εκατοστημόριο συναλλαγής για κάθε τύπο ομολογιών, πλην των ETC και ETN, όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.3 του παραρτήματος ΙΙΙ·

γ)

το μεγαλύτερο από το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό των συναλλαγών που αντιστοιχούν στο εκατοστημόριο συναλλαγής, το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό του όγκου που αντιστοιχεί στο εκατοστημόριο όγκου και το κατώτατο όριο για κάθε υποκατηγορία που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων παραγώγων επί επιτοκίων, παραγώγων επί εμπορευμάτων, πιστωτικών παραγώγων, παραγώγων C10 και CDFs, όπως ορίζεται στους Πίνακες 5.2, 7.2, 9.2, 10.2 και 11.2 του παραρτήματος III·

δ)

το μεγαλύτερο από το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό των συναλλαγών που αντιστοιχεί το εκατοστημόριο συναλλαγής και το κατώτατο όριο για:

i)

κάθε υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων που θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά για τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στους Πίνακες 12.2 και 13.2 του παραρτήματος ΙΙΙ·

ii)

κάθε δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν το οποίο θεωρείται ότι έχει ρευστή αγορά, το οποίο έχει περάσει επιτυχώς τη Δοκιμασία-1 και τη Δοκιμασία-2 σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο δ), όπως ορίζεται στον Πίνακα 3.3 του παραρτήματος ΙΙΙ.

4.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 στοιχείο γ), στις περιπτώσεις που το μέγεθος συναλλαγών που αντιστοιχεί στο εκατοστημόριο όγκου για τον προσδιορισμό της συναλλαγής μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών είναι μεγαλύτερο από το εκατοστημόριο συναλλαγών 97,5, το μέγεθος συναλλαγών δεν λαμβάνεται υπόψη και το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το μέγεθος των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α), προσδιορίζονται ως το υψηλότερο από το μέγεθος συναλλαγών κάτω από το οποίο βρίσκεται το ποσοστό των συναλλαγών που αντιστοιχούν στο εκατοστημόριο συναλλαγών και το κατώτατο όριο.

5.   Σύμφωνα με τους κατ' εξουσιοδότηση κανονισμούς (ΕΕ) 2017/590 και (ΕΕ) 2017/577, οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν σε καθημερινή βάση τα στοιχεία από τους τόπους διαπραγμάτευσης, τους ΕΜΔ και τους ΠΕΔ, τα οποία είναι αναγκαία για την εκτέλεση των υπολογισμών προκειμένου να καθορίζονται:

α)

τα χρηματοπιστωτικά μέσα και οι κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσω που δεν έχουν ρευστή αγορά όπως ορίζεται στην παράγραφο 1·

β)

τα μεγέθη μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών και το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 και 3.

6.   Οι αρμόδιες αρχές που εκτελούν τους υπολογισμούς για μια κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων προβαίνουν σε ρυθμίσεις συνεργασίας μεταξύ τους ώστε να εξασφαλίζεται η συγκέντρωση των δεδομένων σε ολόκληρη την Ένωση, τα οποία είναι απαραίτητα για τους υπολογισμούς.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχεία β) και δ), της παραγράφου 2 στοιχείο β) και της παραγράφου 3 στοιχεία β), γ) και δ), οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη συναλλαγές που εκτελούνται εντός της Ένωσης από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

8.   Το μέγεθος συναλλαγών για τους σκοπούς της παραγράφου 2 στοιχείο β) και της παραγράφου 3 στοιχεία γ) και δ) καθορίζεται σύμφωνα με τη μονάδα μέτρησης του όγκου όπως ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ. Όπου το μέγεθος συναλλαγών που ορίζεται για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 3 εκφράζεται σε νομισματική αξία και το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν εκφράζεται σε ευρώ, το μέγεθος συναλλαγών μετατρέπεται στο νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το χρηματοπιστωτικό μέσο εφαρμόζοντας τη συναλλαγματική ισοτιμία αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.

9.   Οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορεί να μετατρέψουν τα μεγέθη συναλλαγών που καθορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 στον αντίστοιχο αριθμό μονάδων διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται εκ των προτέρων από τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης για την αντίστοιχη υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων. Οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορούν να διατηρούν τα εν λόγω μεγέθη συναλλαγών έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων των επόμενων υπολογισμών που διενεργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 17.

10.   Οι υπολογισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) περίπτωση i) στην παράγραφο 3 στοιχείο β) εξαιρούν τις συναλλαγές μεγέθους ίσου ή μικρότερου από 100 000 ευρώ.

11.   Για τους σκοπούς των προσδιορισμών που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3, η παράγραφος 2 στοιχείο β) και η παράγραφος 3 στοιχεία β), γ) και δ) δεν εφαρμόζονται όταν ο αριθμός των συναλλαγών που λαμβάνεται υπόψη για τους υπολογισμούς είναι μικρότερος από 1 000· σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται τα ακόλουθα όρια:

α)

100 000 ευρώ για όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN·

β)

οι οριακές τιμές που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α) και στην παράγραφο 3 στοιχείο α) για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α) της εν λόγω παραγράφου.

12.   Εκτός από την περίπτωση κατά την οποία αναφέρονται σε δικαιώματα εκπομπών ή παραγώγων, οι υπολογισμοί που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) και στην παράγραφο 3 στοιχεία β), γ) και δ) στρογγυλοποιούνται στις επόμενες:

α)

100 000 όταν η οριακή τιμή είναι μικρότερη από 1 εκατομμύριο·

β)

500 000 όταν η οριακή τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από 1 εκατομμύριο αλλά μικρότερη από 10 εκατομμύρια·

γ)

5 εκατομμύρια όταν η οριακή τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από 10 εκατομμύρια αλλά μικρότερη από 100 εκατομμύρια·

δ)

25 εκατομμύρια όταν η οριακή τιμή είναι ίση ή μεγαλύτερη από 100 εκατομμύρια.

13.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα ποσοτικά κριτήρια ρευστότητας που ορίζονται για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων στο παράρτημα ΙΙΙ καθορίζονται σύμφωνα με το τμήμα 1 του παραρτήματος ΙΙΙ.

14.   Για παράγωγα επί μετοχών που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά, τα οποία δεν ανήκουν σε υποκατηγορία για την οποία το συγκεκριμένο μέγεθος ανά πιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το μέγεθος των εντολών και των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο συναλλαγών που αναφέρεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) έχουν δημοσιοποιηθεί και τα οποία ανήκουν σε μία από τις υποκατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που ορίζονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) περίπτωση ii), το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο και το μέγεθος των εντολών και των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο συναλλαγών είναι αυτά που ισχύουν για τη μικρότερη ζώνη του μέσου ημερήσιου ονομαστικού ποσού (ADNA) της υποκατηγορίας περιουσιακών στοιχείων στην οποία ανήκει το παράγωγο επί μετοχών.

15.   Τα χρηματοπιστωτικά μέσα που εισάγονται προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά, τα οποία δεν ανήκουν σε οποιαδήποτε κατηγορία για την οποία το συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το μέγεθος των εντολών και των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών που αναφέρεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) έχουν δημοσιοποιηθεί, θεωρείται ότι δεν έχουν ρευστή αγορά έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων των υπολογισμών που εκτελούνται σύμφωνα με την παράγραφο 17. Το εφαρμοστέο συγκεκριμένο μέγεθος ανά χρηματοπιστωτικό μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 5 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και το μέγεθος των εντολών και των συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με τον συνήθη όγκο των συναλλαγών που αναφέρεται στο άρθρο 3 και στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) είναι αυτά των υποκατηγοριών που προσδιορίζεται ότι δεν έχουν ρευστή αγορά τα οποία ανήκουν στην ίδια υποκατηγορία περιουσιακών στοιχείων.

16.   Μετά από το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης αλλά πριν το τέλος της εν λόγω ημέρας, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τα λεπτομερή στοιχεία που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV για την εκτέλεση των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5, κάθε φορά που το χρηματοπιστωτικό μέσο εισάγεται προς διαπραγμάτευση ή τελεί για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή κάθε φορά που μεταβάλλονται τα λεπτομερή στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο παρελθόν.

17.   Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο και κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου έως τις 30 Απριλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και έως τις 30 Απριλίου κάθε επόμενου έτους. Τα εν λόγω αποτελέσματα των υπολογισμών εφαρμόζονται από την 1η Ιουνίου κάθε έτους μετά τη δημοσιοποίηση.

18.   Για τους σκοπούς των υπολογισμών της παραγράφου 1 στοιχείο β) περίπτωση i) και κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 7, 15 και 17, οι αρμόδιες αρχές, όσον αφορά τις ομολογίες πλην των ETC και των ETN, διασφαλίζουν τη δημοσιοποίηση των υπολογισμών που αναφέρονται στην παράγραφο 5 στοιχείο α) σε τριμηνιαία βάση, την πρώτη ημέρα του Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου μετά την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την πρώτη ημέρα του Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου κάθε επόμενο έτος. Οι υπολογισμοί περιλαμβάνουν συναλλαγές που εκτελούνται στην Ένωση κατά το προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο και ισχύουν για την τριμηνιαία περίοδο που αρχίζει από την δέκατη έκτη ημέρα του Φεβρουαρίου, Μαΐου, Αυγούστου και Νοεμβρίου κάθε έτους.

19.   Οι ομολογίες, πλην των ETC και των ETN, που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών του τριμήνου θεωρείται πως έχουν ρευστή αγορά όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.2 του παραρτήματος ΙΙΙ έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του υπολογισμού του ημερολογιακού τριμήνου.

20.   Οι ομολογίες, πλην των ETC και των ETN, που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα του τριμήνου θεωρείται πως έχουν ρευστή αγορά όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.2 του παραρτήματος ΙΙΙ έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του υπολογισμού του επόμενου ημερολογιακού τριμήνου.

Άρθρο 14

Συναλλαγές για τις οποίες ισχύει η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

[άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια συναλλαγή θεωρείται ότι έχει συναφθεί από μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) κατά την εφαρμογή της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής καθώς και της πολιτικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας όταν η εν λόγω συναλλαγή πληροί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η συναλλαγή πραγματοποιείται για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης μιας πράξης που εκτελείται σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 20 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το οποίο αποτελεί παράρτημα της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή μιας πράξης που εκτελείται βάσει αντίστοιχων εθνικών διατάξεων για μέλη του ΕΣΚΤ στα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα δεν είναι το ευρώ·

β)

η συναλλαγή είναι μια συναλλαγματική πράξη, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων που εκτελούνται για την τήρηση ή τη διαχείριση επίσημων συναλλαγματικών αποθεμάτων των κρατών μελών ή την υπηρεσία διαχείρισης αποθεμάτων που παρέχεται από ένα μέλος του ΕΣΚΤ στις κεντρικές τράπεζες σε άλλες χώρες, της οποίας η εξαίρεση έχει επεκταθεί σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

γ)

η συναλλαγή πραγματοποιείται για τους σκοπούς της πολιτικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.

Άρθρο 15

Συναλλαγές για τις οποίες δεν ισχύει η εξαίρεση του άρθρου 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

[άρθρο 1 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Το άρθρο 1 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν ισχύει για τα ακόλουθα είδη συναλλαγών που συνάπτονται από ένα μέλος του ΕΣΚΤ για την εκτέλεση μιας επενδυτικής πράξης που δεν συνδέεται με την εκτέλεση από το εν λόγω μέλος ενός από τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 14:

α)

συναλλαγές που συνάπτονται για τη διαχείριση των ίδιων κεφαλαίων του·

β)

συναλλαγές που συνάπτονται για διοικητικούς σκοπούς για το προσωπικό του μέλους του ΕΣΚΤ, οι οποίες περιλαμβάνουν συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την ιδιότητα του διαχειριστή συνταξιοδοτικού καθεστώτος για το προσωπικό του·

γ)

συναλλαγές που συνάπτονται για το χαρτοφυλάκιο επενδύσεών του σύμφωνα με υποχρεώσεις βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

Άρθρο 16

Προσωρινή αναστολή υποχρεώσεων διαφάνειας

[Άρθρο 9 παράγραφος 5 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13, μια αρμόδια αρχή μπορεί προσωρινά να αναστείλει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όπου για μια κατηγορία ομολογιών, δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων, ο συνολικός όγκος όπως ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ που υπολογίζεται για τις προηγούμενες 30 ημερολογιακές ημέρες αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 40 % του μέσου μηνιαίου όγκου που υπολογίζεται για τους 12 πλήρεις ημερολογιακούς μήνες που προηγούνται των εν λόγω 30 ημερολογιακών ημερών.

2.   Για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13, μια αρμόδια αρχή μπορεί προσωρινά να αναστείλει τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 8 και 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 όταν για μια κατηγορία ομολογιών, δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων, ο συνολικός όγκος όπως ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος ΙΙ που υπολογίζεται για τις προηγούμενες 30 ημερολογιακές ημέρες αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 20 % του μέσου μηνιαίου όγκου που υπολογίζεται για τους 12 πλήρεις ημερολογιακούς μήνες που προηγούνται των εν λόγω 30 ημερολογιακών ημερών.

3.   Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους τις συναλλαγές που εκτελούνται σε όλους τους τόπους στην Ένωση για την κατηγορία σχετικών ομολογιών, δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων κατά την εκτέλεση των υπολογισμών που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2. Οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται στο επίπεδο της κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία ισχύει η δοκιμασία ρευστότητας που ορίζεται στο άρθρο 13.

4.   Πριν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να αναστείλουν τις υποχρεώσεις διαφάνειας, διασφαλίζουν ότι η σημαντική μείωση της ρευστότητας σε όλους τους τόπους δεν είναι το αποτέλεσμα εποχικών επιπτώσεων της αντίστοιχης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων στη ρευστότητα.

Άρθρο 17

Διατάξεις για την αξιολόγηση της ρευστότητας για ομολογίες και για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου προσυναλλακτικού μεγέθους ανά όριο του χρηματοπιστωτικού μέσου βάσει εκατοστημορίων συναλλαγών

1.   Για τον προσδιορισμό των ομολογιών για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά για τους σκοπούς του άρθρου 6 και σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β), η προσέγγιση για το κριτήριο ρευστότητας «μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών» πρέπει να υιοθετείται εφαρμόζοντας τον «μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών» που αντιστοιχεί στο στάδιο S1 (15 ημερήσιες συναλλαγές).

2.   Οι εταιρικές ομολογίες και οι καλυμμένες ομολογίες που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά πρέπει να θεωρείται ότι έχουν ρευστή αγορά μέχρι την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμηνιαίου προσδιορισμού ρευστότητας όπως ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18 όπου:

α)

το μέγεθος έκδοσης υπερβαίνει τα 1 000 000 000 ευρώ κατά τα στάδια S1 και S2, όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6·

β)

το μέγεθος έκδοσης υπερβαίνει τα 500 000 000 ευρώ κατά τα στάδια S3 και S4, όπως καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 6·

3.   Για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 5 και σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 στοιχείο β), η προσέγγιση για το εκατοστημόριο συναλλαγών που πρέπει να εφαρμοστεί χρησιμοποιείται με την εφαρμογή του εκατοστημορίου συναλλαγών που αντιστοιχεί στο στάδιο S1 (30ό εκατοστημόριο).

4.   Η ΕΑΚΑΑ, έως τις 30 Ιουλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και έως τις 30 Ιουλίου κάθε επόμενου έτους, υποβάλλει στην Επιτροπή μια αξιολόγηση της λειτουργίας των ορίων για το κριτήριο ρευστότητας «μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών» για ομολογίες, καθώς και τα εκατοστημόρια συναλλαγών που προσδιορίζουν το ειδικό μέγεθος των χρηματοπιστωτικών μέσων που καλύπτονται από την παράγραφο 8. Η υποχρέωση να υποβληθεί η αξιολόγηση της λειτουργίας των ορίων για το κριτήριο ρευστότητας για ομολογίες παύει να ισχύει μόλις επιτευχθεί το επίπεδο S4 στην ακολουθία της παραγράφου 6. Η υποχρέωση να υποβληθεί η αξιολόγηση για τα εκατοστημόρια συναλλαγών παύει να ισχύει μόλις επιτευχθεί το επίπεδο S4 στην ακολουθία της παραγράφου 6.

5.   Η αξιολόγηση που αναφέρεται στην παράγραφο 4 λαμβάνει υπόψη:

α)

την εξέλιξη του όγκου των συναλλαγών σε μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα που καλύπτονται από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικης διαφάνειας σύμφωνα με το άρθρο 8 και το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

τις επιπτώσεις για τους παρόχους ρευστότητας των ορίων εκατοστημορίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του συγκεκριμένου μεγέθους ανά χρηματοπιστωτικό μέσο· και

γ)

άλλους σχετικούς παράγοντες.

6.   Η ΕΑΚΑΑ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, υποβάλλει στην Επιτροπή μια επικαιροποιημένη έκδοση του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου για την προσαρμογή του ορίου για το κριτήριο ρευστότητας «μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών» για ομολογίες, σύμφωνα με την παρακάτω ακολουθία:

α)

S2 (10 ημερήσιες συναλλαγές) έως τις 30 Ιουλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

S3 (7 ημερήσιες συναλλαγές) έως τις 30 Ιουλίου του επόμενου έτους· και

γ)

S4 (2 ημερήσιες συναλλαγές) έως τις 30 Ιουλίου του επόμενου έτους.

7.   Όταν η ΕΑΚΑΑ δεν υποβάλλει τροποποιημένο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο για την προσαρμογή του ορίου στο επόμενο στάδιο σύμφωνα με την ακολουθία που αναφέρεται στην παράγραφο 6, η αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 εξηγεί γιατί δεν δικαιολογείται η προσαρμογή του ορίου στο σχετικό επόμενο στάδιο. Σε αυτήν την περίπτωση, η μετάβαση στο επόμενο στάδιο θα αναβληθεί για ένα έτος.

8.   Η ΕΑΚΑΑ, στο πλαίσιο της αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5, υποβάλλει στην Επιτροπή μια επικαιροποιημένη έκδοση του ρυθμιστικού τεχνικού προτύπου για την προσαρμογή του ορίου για τα εκατοστημόρια συναλλαγών, σύμφωνα με την παρακάτω ακολουθία:

α)

S2 (40ό εκατοστημόριο) έως τις 30 Ιουλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

S3 (50ό εκατοστημόριο) έως τις 30 Ιουλίου του επόμενου έτους· και

γ)

S4 (60ό εκατοστημόριο) έως τις 30 Ιουλίου του επόμενου έτους.

9.   Όταν η ΕΑΚΑΑ δεν υποβάλλει τροποποιημένο ρυθμιστικό τεχνικό πρότυπο για την προσαρμογή του ορίου στο επόμενο στάδιο σύμφωνα με την ακολουθία που αναφέρεται στην παράγραφο 8, η αξιολόγηση της ΕΑΚΑΑ που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 4 και 5 εξηγεί γιατί δεν δικαιολογείται η προσαρμογή του ορίου στο σχετικό επόμενο στάδιο. Σε αυτήν την περίπτωση, η μετάβαση στο επόμενο στάδιο θα αναβληθεί για ένα έτος.

Άρθρο 18

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Οι αρμόδιες αρχές, το αργότερο έξι μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συγκεντρώνουν τα απαραίτητα δεδομένα, υπολογίζουν και εξασφαλίζουν τη δημοσίευση των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 5.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

οι υπολογισμοί βασίζονται σε μία εξάμηνη περίοδο αναφοράς η οποία αρχίζει 18 μήνες πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

τα αποτελέσματα των υπολογισμών που περιλαμβάνονται στην πρώτη δημοσίευση χρησιμοποιούνται έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων των πρώτων τακτικών υπολογισμών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 17.

3.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, για όλες τις ομολογίες, εκτός από τις ETC και ETN, οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να εξασφαλίσουν τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων των υπολογισμών διαφάνειας που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο β) περίπτωση i) το αργότερο την πρώτη ημέρα του μήνα που προηγείται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, βάσει μιας τρίμηνης περιόδου αναφοράς που αρχίζει την πρώτη ημέρα του πέμπτου μήνα που προηγείται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

4.   Οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς της αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του πρώτου τακτικού υπολογισμού που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18.

5.   Οι ομολογίες, πλην των ETC και των ETN, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά κατά την τρίμηνη περίοδο που προηγήθηκε την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται ότι δεν έχουν ρευστή αγορά όπως ορίζεται στον Πίνακα 2.2 του παραρτήματος ΙΙΙ έως την εφαρμογή των αποτελεσμάτων του πρώτου τακτικού υπολογισμού που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσιοποίηση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σελίδα 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (EE) 2017/577, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον μηχανισμό μέγιστου ορίου συναλλαγών και την παροχή πληροφοριών για σκοπούς υπολογισμού της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς (βλέπε σελίδα 174 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/585 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα πρότυπα και τους μορφοτύπους των στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και τα τεχνικά μέτρα σε σχέση με τις ρυθμίσεις που θα πρέπει να καθιερωθούν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και τις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 368 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(8)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(9)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Περιγραφή του είδους του συστήματος και των συναφών πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 2

Είδος συστήματος

Περιγραφή του συστήματος

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται

Σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών

Σύστημα το οποίο, μέσω βιβλίου εντολών και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αντιστοιχίζει τις εντολές πώλησης με εντολές αγοράς βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τιμής σε συνεχή βάση.

Για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, ο αθροιστικός αριθμός εντολών και ο όγκος που αντιπροσωπεύουν σε κάθε επίπεδο τιμής, τουλάχιστον για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης.

Σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει προσφορών (ζευγών εντολών)

Σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές συνάπτονται με βάση δεσμευτικά ζεύγη εντολών που τίθενται σε συνεχή βάση στη διάθεση των συμμετεχόντων, και το οποίο υποχρεώνει τους ειδικούς διαπραγματευτές να διατηρούν ζεύγη εντολών σε μέγεθος που εξισορροπεί την ανάγκη των μελών και των συμμετεχόντων να διαπραγματεύονται σε εμπορικά μεγέθη, αφενός, με τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται ο ίδιος ο ειδικός διαπραγματευτής, αφετέρου.

Για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, η καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης για κάθε ειδικό διαπραγματευτή του εν λόγω μέσου, μαζί με τους όγκους που συνδέονται με αυτές τις τιμές.

Τα ζεύγη εντολών που δημοσιοποιούνται είναι εκείνα που αντιπροσωπεύουν δεσμευτικές προσφορές αγοράς και πώλησης των χρηματοπιστωτικών μέσων και που περιλαμβάνουν την τιμή και τον όγκο των χρηματοπιστωτικών μέσων στην οποία/στον οποίο είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν ή να πωλήσουν οι εγγεγραμμένοι ειδικοί διαπραγματευτές. Σε εξαιρετικές συνθήκες αγοράς, ωστόσο, μπορούν να επιτρέπονται ενδεικτικές τιμές ή τιμές μόνον πώλησης ή μόνον αγοράς για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία

Σύστημα το οποίο αντιστοιχίζει εντολές βάσει περιοδικής δημοπρασίας και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, η τιμή στην οποία το σύστημα διαπραγμάτευσης με δημοπρασία θα ικανοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσής του και τον όγκο που ενδεχομένως θα ήταν εκτελέσιμος στην τιμή αυτή από τους συμμετέχοντες στο σύστημα αυτό.

Σύστημα διαπραγμάτευσης με αίτηση προσδιορισμού τιμής

Σύστημα διαπραγμάτευσης όπου παρέχεται προσφορά τιμής ή τιμών εις απάντηση σε αίτηση προσδιορισμού τιμής που υποβάλλεται από ένα ή περισσότερα άλλα μέλη ή συμμετέχοντες. Η προσφορά είναι εκτελέσιμη αποκλειστικά από το μέλος ή τον συμμετέχοντα στην αγορά που υπέβαλε την αίτηση. Το μέλος ή ο συμμετέχων που υπέβαλε την αίτηση μπορεί να συνάψει συναλλαγή με την αποδοχή της προσφοράς τιμής ή τιμών που του υποβλήθηκε κατόπιν αιτήσεως.

Οι προσφορές τιμής και οι συνδεόμενοι όγκοι από οποιοδήποτε μέλος ή συμμετέχοντα, που, εάν υπάρξει αποδοχή τους, θα οδηγούσαν σε συναλλαγή βάσει των κανόνων του συστήματος. Όλες οι υποβληθείσες προσφορές τιμής εις απάντηση σε αίτηση προσδιορισμού τιμής μπορούν να δημοσιεύονται ταυτοχρόνως, αλλά όχι αργότερα από τη στιγμή που καθίστανται εκτελέσιμες.

Σύστημα προφορικής διαπραγμάτευσης

Σύστημα διαπραγμάτευσης στο οποίο οι συναλλαγές μεταξύ των μελών κανονίζονται μέσω προφορικής διαπραγμάτευσης.

Οι προσφορές αγοράς και πώλησης και οι συνδεόμενοι όγκοι από οποιοδήποτε μέλος ή συμμετέχοντα, που, εάν υπάρξει αποδοχή τους, θα οδηγούσαν σε συναλλαγή βάσει των κανόνων του συστήματος.

Σύστημα διαπραγμάτευσης που δεν εμπίπτει στις πρώτες 5 γραμμές

Υβριδικό σύστημα που εμπίπτει σε τουλάχιστον δύο από τις πρώτες πέντε γραμμές ή σύστημα στο οποίο η διαδικασία προσδιορισμού της τιμής είναι διαφορετικής φύσεως από εκείνη που εφαρμόζεται στα είδη συστημάτων που εμπίπτουν στις πρώτες πέντε γραμμές.

Επαρκείς πληροφορίες ως προς το επίπεδο εντολών ή ζευγών εντολών και του συναλλακτικού ενδιαφέροντος· ειδικότερα, τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στο μέσο, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού διαμόρφωσης της τιμής.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Λεπτομέρειες για τις συναλλαγές που πρέπει να δημοσιοποιούνται

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων για τον πίνακα 2

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

Όπου:

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» — σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές:

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον).

Κατά περίπτωση, οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383


Πίνακας 2

Κατάλογος λεπτομερειών για τους σκοπούς μετασυναλλακτικής διαφάνειας

Λεπτομέρειες

Χρηματοπιστωτικά μέσα

Περιγραφή/Λεπτομέρειες που πρέπει να δημοσιεύονται

Είδος τόπου εκτέλεσης/δημοσίευσης

Μορφότυπος που πρέπει να συμπληρώνεται όπως ορίζεται στον πίνακα 1

Ημερομηνία και ώρα διαπραγμάτευσης

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Ημερομηνία και ώρα κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, το επίπεδο λεπτομέρειας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (1).

Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, αναφέρεται η ημερομηνία και η ώρα όταν τα μέρη συμφωνούν για το περιεχόμενο των ακόλουθων πεδίων: ποσότητα, τιμή, νομίσματα (στα πεδία 31, 34 και 40, όπως προσδιορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590, αναγνωριστικός κωδικός μέσου, κατάταξη του μέσου και κωδικός υποκείμενου μέσου, κατά περίπτωση. Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ώρα αναφέρεται με ακρίβεια προσέγγισης τουλάχιστον δευτερολέπτου.

Όταν η συναλλαγή προκύπτει από εντολή που διαβιβάστηκε από την εκτελεστική επιχείρηση για λογαριασμό πελάτη σε τρίτο μέρος, και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις διαβίβασης που καθορίζονται στο άρθρο 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590, πρόκειται για την ημερομηνία και την ώρα της συναλλαγής παρά για την ώρα της διαβίβασης της εντολής.

Ρυθμιζόμενη αγορά (RM), Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης — ΠΜΔ (MTF), Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης — ΜΟΔ (OTF)

Εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσίευσης — ΕΜΔ (APA)

Πάροχος ενοποιημένου δελτίου — ΠΕΔ (CTP)

{DATE_TIME_FORMAT}

Είδος αναγνωριστικού κωδικού μέσου

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Είδος κωδικού που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου

RM, MTF, OTF

APA

CTP

«ISIN» = κωδικός ISIN, εάν υπάρχει ISIN

«OTHR» = άλλος αναγνωριστικός κωδικός

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{ISIN}

Όταν ένας αναγνωριστικός κωδικός μέσου δεν είναι ISIN, αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζει το παράγωγο μέσο με βάση τα πεδία 3 έως 5, 7 και 8 και 12 έως 42, όπως ορίζεται στο παράρτημα IV, και τα πεδία 13 και 24 έως 48, όπως ορίζεται στο παράρτημα του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/585, και η ομαδοποίηση των παράγωγων μέσων, όπως ορίζεται στο παράρτημα III.

Τιμή

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Η τιμή διαπραγμάτευσης της συναλλαγής, εξαιρουμένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων, κατά περίπτωση.

Στην περίπτωση συμβολαίων δικαιωμάτων προαίρεσης, είναι η τιμή δικαιώματος (πριμ) της σύμβασης παραγώγων ανά υποκείμενο ή μονάδα του δείκτη.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), είναι η τιμή αναφοράς του υποκείμενου μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), είναι το τοκομερίδιο σε μονάδες βάσης.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή θα πρέπει να είναι «PNDG» (εκκρεμεί).

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή, δεν συμπληρώνεται το πεδίο.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με την τιμή που παρέχεται στο πεδίο «Ποσότητα».

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης

Τόπος εκτέλεσης

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Αναγνωριστικό στοιχείο του τόπου όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 10383, για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης. Εάν δεν υπάρχει κωδικός MIC τμήματος, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC λειτουργίας.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC «XOFF» για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν η συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο δεν εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικό εσωτερικοποιητή ή οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός «SINT» για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν η συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο εκτελείται σε συστηματικό εσωτερικοποιητή.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{MIC} — τόποι διαπραγμάτευσης

«SINT» — συστηματικός εσωτερικοποιητής

Ένδειξη συμβόλου τιμής

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Δηλώνεται αν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία, ως ποσοστό ή ως απόδοση

RM, MTF, OTF

APA

CTP

«MONE» — Χρηματική αξία

«PERC» — Ποσοστό

«YIEL» — Απόδοση

«BAPO» — Μονάδες βάσης

Νόμισμα τιμής

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή (εφαρμόζεται εάν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία)

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{CURRENCYCODE_3}

Ένδειξη συμβόλου της ποσότητας στη μονάδα μέτρησης

Για παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων, παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής και δικαιώματα εκπομπής, εκτός από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού.

Ένδειξη των μονάδων μέτρησης στις οποίες εκφράζεται η ποσότητα στη μονάδα μέτρησης

RM, MTF, OTF

APA

CTP

«TOCD» — τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Ή

{ALPHANUM-25} άλλες περιπτώσεις

Ποσότητα στη μονάδα μέτρησης

Για παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων, παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής και δικαιώματα εκπομπής, εκτός από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού.

Η ισοδύναμη ποσότητα του βασικού εμπορεύματος ή του δικαιώματος εκπομπής που τελεί υπό διαπραγμάτευση, εκφρασμένη στη μονάδα μέτρησης

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/17}

Ποσότητα

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού.

Ο αριθμός των μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγων στη συναλλαγή.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/17}

Ονομαστικό ποσό

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του παρόντος κανονισμού.

Θεωρητικό ποσό ή ονομαστικό ποσό

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), το ονομαστικό ποσό είναι η χρηματική αξία που στοιχηματίζεται ανά μοναδιαία διακύμανση του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), είναι το ονομαστικό ποσό για το οποίο αγοράζεται ή πωλείται η προστασία.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με την τιμή που παρέχεται στο πεδίο «Τιμή».

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/5}

Ονομαστικό νόμισμα

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, εκτός από τις περιπτώσεις που περιγράφονται στο άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β) του κανονισμού.

Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{CURRENCYCODE_3}

Είδος

Για δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής μόνον

Το πεδίο αυτό ισχύει μόνον για τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

«EUAE» — Γενικά δικαιώματα εκπομπής ΕΕ (EUA)

«CERE» — Πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών (CER)

«ERUE» — Μονάδα μείωσης των εκπομπών (ERU)

«EUAA» — Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών

«OTHR» — Άλλα (μόνον για παράγωγα)

Ημερομηνία και ώρα δημοσίευσης

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Ημερομηνία και ώρα κατά την οποία δημοσιεύθηκε η συναλλαγή από τόπο διαπραγμάτευσης ή ΕΜΔ.

Για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, το επίπεδο λεπτομέρειας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574.

Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ώρα αναφέρεται με ακρίβεια προσέγγισης τουλάχιστον δευτερολέπτου.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{DATE_TIME_FORMAT}

Τόπος δημοσίευσης

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του τόπου διαπραγμάτευσης και του ΕΜΔ που δημοσιεύει τη συναλλαγή.

CTP

Τόπος διαπραγμάτευσης: {MIC}

APA: {MIC}, όπου υπάρχει. Ειδάλλως, κωδικός με 4 χαρακτήρες, όπως δημοσιεύεται στον κατάλογο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στον δικτυακό τόπο της ΕΑΚΑΑ.

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής

Για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα

Αλφαριθμητικός κωδικός που αποδίδεται από τόπους διαπραγμάτευσης [σύμφωνα με το άρθρο 12 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/580 (2)] και ΕΜΔ, και χρησιμοποιείται σε κάθε μεταγενέστερη αναφορά στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 10383, και ανά ημέρα διαπραγμάτευσης. Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC τμήματος, ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC λειτουργίας ανά ημέρα διαπραγμάτευσης.

Εάν ο ΕΜΔ δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC, ο κωδικός θα πρέπει να είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό με 4 χαρακτήρες χρησιμοποιούμενο για την ταυτοποίηση του ΕΜΔ ανά ημέρα διαπραγμάτευσης.

Τα συστατικά στοιχεία του αναγνωριστικού κωδικού συναλλαγής δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα των αντισυμβαλλομένων της συναλλαγής στην οποία αποδίδεται ο κωδικός.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

{ALPHANUMERICAL-52}

Συναλλαγή προς εκκαθάριση

Για παράγωγα

Κωδικός που προσδιορίζει αν θα εκκαθαριστεί η συναλλαγή.

RM, MTF, OTF

APA

CTP

«true» — συναλλαγή προς εκκαθάριση

«false» — συναλλαγή όχι προς εκκαθάριση


Πίνακας 3

Κατάλογος σημάνσεων για τους σκοπούς μετασυναλλακτικής διαφάνειας

 

Σήμανση

Ονομασία της σήμανσης

Είδος τόπου εκτέλεσης/δημοσίευσης

Περιγραφή

 

«BENC»

Σήμανση συναλλαγής με βάση δείκτη αναφοράς

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Όλα τα είδη των συναλλαγών στη μέση σταθμισμένη βάσει όγκου τιμή και όλες οι άλλες συναλλαγές όπου η τιμή υπολογίζεται σε περισσότερες της μιας χρονικές στιγμές σύμφωνα με δεδομένο δείκτη αναφοράς.

 

«ACTX»

Σήμανση συναλλαγής διασταύρωσης (agency cross)

APA

CTP

Συναλλαγές όπου μια επιχείρηση επενδύσεων έχει συγκεντρώσει εντολές δύο πελατών κατά τρόπο ώστε η αγορά και η πώληση να διενεργούνται ως μία συναλλαγή που αφορά τον ίδιο όγκο και την ίδια τιμή.

 

«NPFT»

Σήμανση συναλλαγής χωρίς διαμόρφωση τιμών

RM, MTF, OTF

CTP

Όλα τα είδη συναλλαγών που αναφέρονται στο άρθρο 12 του παρόντος κανονισμού και δεν συμβάλλουν στη διαμόρφωση των τιμών.

 

«LRGS»

Σήμανση συναλλαγής μετασυναλλακτικού μεγάλου μεγέθους (LIS)

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται στο πλαίσιο της μετασυναλλακτικής χρονικής μετάθεσης λόγω μεγάλου μεγέθους.

 

«ILQD»

Σήμανση συναλλαγής μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου μέσου

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται στο πλαίσιο της χρονικής μετάθεσης για μέσα για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

 

«SIZE»

Σήμανση συναλλαγής μετασυναλλακτικού SSTI

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται στο πλαίσιο της μετασυναλλακτικής χρονικής μετάθεσης λόγω ειδικού μεγέθους του μέσου (size specific to instrument).

 

«TPAC»

Σήμανση συναλλαγής πακέτου

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγές πακέτου που δεν είναι ανταλλαγή με φυσική παράδοση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1.

 

«XFPH»

Σήμανση συναλλαγής με ανταλλαγή με φυσική παράδοση

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Ανταλλαγή με φυσική παράδοση, όπως ορίζεται στο άρθρο 1.

 

«CANC»

Σήμανση ακύρωσης

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Σε περίπτωση ακύρωσης μιας συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιευθεί.

 

«AMND»

Σήμανση τροποποίησης

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Σε περίπτωση τροποποίησης μιας συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιευθεί.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΧΡΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΘΕΣΗΣ

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i)

«LMTF»

Σήμανση περιορισμένων στοιχείων

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Πρώτη αναφορά με τη δημοσίευση περιορισμένων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i).

«FULF»

Σήμανση πλήρων στοιχείων

Συναλλαγή για την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί περιορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i).

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii)

«DATF»

Σήμανση ημερήσιων συγκεντρωτικών συναλλαγών

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Δημοσίευση ημερήσιων συγκεντρωτικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii).

«FULA»

Σήμανση πλήρων στοιχείων

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Μεμονωμένες συναλλαγές για τις οποίες έχουν ήδη δημοσιευθεί συγκεντρωτικά στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii).

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β)

«VOLO»

Σήμανση παράλειψης όγκου

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγή για την οποία δημοσιεύονται περιορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β).

«FULV»

Σήμανση πλήρων στοιχείων

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγή για την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί περιορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β).

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ)

«FWAF»

Σήμανση συγκεντρωτικών συναλλαγών τεσσάρων εβδομάδων

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Δημοσίευση συγκεντρωτικών συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

«FULJ»

Σήμανση πλήρων στοιχείων

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Μεμονωμένες συναλλαγές οι οποίες έχουν ήδη τύχει συγκεντρωτικής δημοσίευσης, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο γ).

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ)

«IDAF»

Σήμανση συγκεντρωτικών συναλλαγών για αόριστο χρονικό διάστημα

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγές για τις οποίες επιτρέπεται η δημοσίευση διαφόρων συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή για αόριστο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο δ).

Διαδοχική χρήση του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο β) και του άρθρου 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ) για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους

«VOLW»

Σήμανση παράλειψης όγκου

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγή για την οποία δημοσιεύονται περιορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), και για την οποία θα επιτρέπεται διαδοχικά η δημοσίευση διαφόρων συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή για αόριστο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ).

«COAF»

Σήμανση διαδοχικών συγκεντρωτικών συναλλαγών (μετά την παράλειψη του όγκου για κρατικούς χρεωστικούς τίτλους)

RM, MTF, OTF

APA

CTP

Συναλλαγή για την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί περιορισμένα στοιχεία, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο β), και για την οποία έχει επιτραπεί διαδοχικά η δημοσίευση διαφόρων συναλλαγών σε συγκεντρωτική μορφή για αόριστο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 στοιχείο γ).


Πίνακας 4

Μονάδα μέτρησης όγκου

Είδος μέσου

Όγκος

Όλες οι ομολογίες πλην των ETC και των ETN και των δομημένων χρηματοπιστωτικών προϊόντων

Συνολική ονομαστική αξία των χρεωστικών τίτλων που τελούν υπό διαπραγμάτευση

Είδη ομολογιών ETC και ETN

Αριθμός μονάδων υπό διαπραγμάτευση (3)

Τιτλοποιημένα παράγωγα

Αριθμός μονάδων υπό διαπραγμάτευση (3)

Παράγωγα επί επιτοκίων

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Παράγωγα επί συναλλάγματος

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Παράγωγα επί μετοχών

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων·

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Πιστωτικά παράγωγα

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Συμβάσεις επί διαφοράς

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Παράγωγα C10

Ονομαστικό ποσό συμβάσεων υπό διαπραγμάτευση

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Δικαιώματα εκπομπής

Τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα (βλέπε σελίδα 193 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(3)  Τιμή ανά μονάδα.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Αξιολόγηση ρευστότητας, όρια LIS και SSTI για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Οδηγίες για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος

1.

Ως «κατηγορία στοιχείων ενεργητικού» νοούνται οι ακόλουθες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων: ομολογίες, δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τιτλοποιημένα παράγωγα, παράγωγα επί επιτοκίων, παράγωγα επί μετοχών, παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων, παράγωγα επί συναλλάγματος, πιστωτικά παράγωγα, παράγωγα C10, συμβάσεις επί διαφοράς (CFD), δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής.

2.

Ως «κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού» νοείται μια κατηγορία στοιχείων ενεργητικού που έχει κατατμηθεί σε λεπτομερέστερο επίπεδο, με βάση το είδος της σύμβασης ή/και το είδος του υποκείμενου στοιχείου.

3.

Ως «υποκατηγορία» νοείται μια κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού που έχει κατατμηθεί σε λεπτομερέστερο επίπεδο, με βάση περαιτέρω ποιοτικά κριτήρια κατάτμησης, όπως ορίζεται στους πίνακες 2.1 έως 13.3 του παρόντος παραρτήματος.

4.

Ως «μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ)» νοείται η συνολική αξία συναλλαγών για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, που καθορίζεται σύμφωνα με το μέτρο όγκου που ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος II και εκτελέστηκε κατά την περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 7, διαιρούμενη με τον αριθμό των ημερών διαπραγμάτευσης σε αυτή την περίοδο ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

5.

Ως «μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)» νοείται το συνολικό ονομαστικό ποσό για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, που καθορίζεται σύμφωνα με το μέτρο όγκου που ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος II και εκτελέστηκε κατά την περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18 για όλες τις ομολογίες πλην των ETC και ETN και στο άρθρο 13 παράγραφος 7 για όλα τα άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, διαιρούμενο με τον αριθμό των ημερών διαπραγμάτευσης σε αυτή την περίοδο ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

6.

Ως «ποσοστό των ημερών διαπραγμάτευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο» νοείται ο αριθμός των ημερών της περιόδου που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18 για όλες τις ομολογίες πλην των ETC και ETN και στο άρθρο 13 παράγραφος 7 για τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, για τα οποία έχει εκτελεστεί τουλάχιστον μία συναλλαγή για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, διαιρούμενος με τον αριθμό των ημερών διαπραγμάτευσης σε αυτή την περίοδο ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

7.

Ως «μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών» νοείται ο συνολικός αριθμός συναλλαγών που εκτελέστηκαν για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την περίοδο που ορίζεται στο άρθρο 13 παράγραφος 18 για όλες τις ομολογίες πλην των ETC και ETN και στο άρθρο 13 παράγραφος 7 για όλα τα άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, διαιρούμενος με τον αριθμό των ημερών διαπραγμάτευσης σε αυτή την περίοδο ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

8.

Ως «συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης (future)» νοείται η σύμβαση αγοράς ή πώλησης βασικού εμπορεύματος ή χρηματοπιστωτικού μέσου σε καθορισμένη μελλοντική ημερομηνία σε τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης από τον αγοραστή και τον πωλητή. Κάθε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης έχει τυπικούς όρους που υπαγορεύουν την ελάχιστη ποσότητα και την ποιότητα που μπορούν να αγοραστούν ή να πωληθούν, το μικρότερο ποσό κατά το οποίο μπορεί να αλλάξει η τιμή, τις διαδικασίες παράδοσης, την ημερομηνία ληκτότητας και άλλα χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη σύμβαση.

9.

Ως «δικαίωμα προαίρεσης (option)» νοείται μια σύμβαση που παρέχει στον κάτοχο το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει (call) ή να πωλήσει (put) ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή βασικό εμπόρευμα σε προκαθορισμένη τιμή, τιμή άσκησης, σε ή έως μια ορισμένη μελλοντική ημερομηνία ή ημερομηνία άσκησης.

10.

Ως «συμφωνία ανταλλαγής (swap)» νοείται μια σύμβαση με την οποία δύο μέρη συμφωνούν να ανταλλάξουν ταμειακές ροές σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο με ταμειακές ροές ενός άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου σε μια ορισμένη μελλοντική ημερομηνία.

11.

Ως «συμφωνία ανταλλαγής χαρτοφυλακίου» νοείται μια σύμβαση με την οποία οι τελικοί χρήστες μπορούν να ανταλλάξουν περισσότερες από μία συμφωνίες ανταλλαγής.

12.

Ως «προθεσμιακή σύμβαση (forward/forward agreement)» νοείται ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ δύο μερών για την αγορά ή πώληση βασικού εμπορεύματος ή χρηματοπιστωτικού μέσου σε καθορισμένη μελλοντική ημερομηνία σε τιμή που συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη της σύμβασης από τον αγοραστή και τον πωλητή.

13.

Ως «δικαίωμα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaption)» νοείται μια σύμβαση που παρέχει στον κάτοχο το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να συνάψει μια συμφωνία ανταλλαγής σε ή έως μια ορισμένη μελλοντική ημερομηνία ή ημερομηνία άσκησης.

14.

Ως «συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε συμφωνία ανταλλαγής» νοείται ένα συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης που παρέχει στον κάτοχο την υποχρέωση να συνάψει μια συμφωνία ανταλλαγής σε ή έως μια ορισμένη μελλοντική ημερομηνία.

15.

Ως «προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής» νοείται μια προθεσμιακή σύμβαση που παρέχει στον κάτοχο την υποχρέωση να συνάψει μια συμφωνία ανταλλαγής σε ή έως μια ορισμένη μελλοντική ημερομηνία.

2.   Ομολογίες

Πίνακας 2.1

Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN) — κατηγορίες χωρίς ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN)

Για κάθε επιμέρους χρηματοπιστωτικό μέσο καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας σε σωρευτική βάση

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Ποσοστό ημερών διαπραγμάτευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 3]

100 000 ευρώ

S1

S2

S3

S4

80 %

15

10

7

2


Πίνακας 2.2

Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN) — κατηγορίες χωρίς ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN)

Για κάθε επιμέρους ομολογία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 18, εάν χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο συνδυασμό είδους ομολογίας και μεγέθους έκδοσης, όπως ορίζεται σε κάθε γραμμή του πίνακα.

Είδος ομολογίας

 

Μέγεθος έκδοσης

Κρατική ομολογία

ομολογία που εκδίδεται από έναν κρατικό εκδότη ο οποίος είναι:

α)

η Ένωση·

β)

κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή φορέα ειδικού σκοπού του κράτους μέλους·

γ)

κρατικός φορέας που δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία α) και β).

μικρότερο από (σε ευρώ)

1 000 000 000

Άλλες ομολογίες του Δημοσίου

ομολογία που εκδίδεται από οποιονδήποτε από τους ακόλουθους εκδότες του Δημοσίου:

α)

σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία·

β)

φορέα ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη·

γ)

διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος των μελών του, τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης·

δ)

την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

ε)

οντότητα του Δημοσίου που δεν είναι εκδότης κρατικής ομολογίας, όπως ορίζεται στην προηγούμενη γραμμή.

μικρότερο από (σε ευρώ)

500 000 000

Μετατρέψιμη ομολογία

μέσο που αποτελείται από ομολογία ή τιτλοποιημένο χρεωστικό τίτλο με ενσωματωμένο παράγωγο, όπως δικαίωμα προαίρεσης για την αγορά της υποκείμενης μετοχής

μικρότερο από (σε ευρώ)

500 000 000

Καλυμμένη ομολογία

οι ομολογίες που αναφέρονται στο άρθρο 52 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ

κατά τα στάδια S1 και S2

κατά τα στάδια S3 και S4

μικρότερο από (σε ευρώ)

1 000 000 000

μικρότερο από (σε ευρώ)

500 000 000

Εταιρική ομολογία

ομολογία που εκδίδεται από ευρωπαϊκή ανώνυμη εταιρεία που έχει ιδρυθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου (1), ή τύπο εταιρείας που αναφέρεται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή ισοδύναμο σε τρίτες χώρες

κατά τα στάδια S1 και S2

κατά τα στάδια S3 και S4

μικρότερο από (σε ευρώ)

1 000 000 000

μικρότερο από (σε ευρώ)

500 000 000

Είδος ομολογίας

Για τον προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 18, εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλη ομολογία

Για τις ομολογίες που δεν ανήκουν σε κανένα από τα ανωτέρω είδη ομολογιών θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 2.3

Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN) — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN)

Είδος ομολογίας

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ορίων ανά είδος ομολογίας

Εκατοστημόρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για κάθε είδος ομολογίας

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κρατική ομολογία

συναλλαγές που εκτελούνται σε κρατικές ομολογίες, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

300 000 ευρώ

70

300 000 ευρώ

80

90

30

40

50

60

Άλλες ομολογίες του Δημοσίου

συναλλαγές που εκτελούνται σε άλλες ομολογίες του Δημοσίου, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

300 000 ευρώ

70

300 000 ευρώ

80

90

30

40

50

60

Μετατρέψιμη ομολογία

συναλλαγές που εκτελούνται σε μετατρέψιμες ομολογίες, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

200 000 ευρώ

70

200 000 ευρώ

80

90

30

40

50

60

Καλυμμένη ομολογία

συναλλαγές που εκτελούνται σε καλυμμένες ομολογίες, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

300 000 ευρώ

70

300 000 ευρώ

80

90

30

40

40

40

Εταιρική ομολογία

συναλλαγές που εκτελούνται σε εταιρικές ομολογίες, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

200 000 ευρώ

70

200 000 ευρώ

80

90

30

40

50

60

Άλλες ομολογίες

συναλλαγές που εκτελούνται σε άλλες ομολογίες, μετά την εξαίρεση των συναλλαγών που ορίζονται στο άρθρο 13 παράγραφος 10

S1

S2

S3

S4

200 000 ευρώ

70

200 000 ευρώ

80

90

30

40

50

60


Πίνακας 2.4

Ομολογίες (είδη ομολογιών ETC και ETN) — κατηγορίες χωρίς ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Ομολογίες (είδη ομολογιών ETC και ETN)

Είδος ομολογίας

Για κάθε επιμέρους χρηματοπιστωτικό μέσο καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Βασικά εμπορεύματα εισηγμένα στο χρηματιστήριο (EDC)

χρεωστικός τίτλος που εκδίδεται για μια άμεση επένδυση από τον εκδότη σε βασικά εμπορεύματα ή συμβάσεις παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων. Η τιμή του ETC είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη με την απόδοση του υποκείμενου στοιχείου. Ένα ETC παρακολουθεί παθητικά την απόδοση του βασικού εμπορεύματος ή των δεικτών βασικών εμπορευμάτων στους οποίους αναφέρεται.

500 000 ευρώ

10

Διαπραγματεύσιμες ομολογίες (ETN)

χρεωστικός τίτλος που εκδίδεται για μια άμεση επένδυση από τον εκδότη στο υποκείμενο στοιχείο ή τις υποκείμενες συμβάσεις παραγώγων. Η τιμή του ETN είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη με την απόδοση του υποκείμενου στοιχείου. Ένα ETN παρακολουθεί παθητικά την απόδοση του υποκείμενου στοιχείου στο οποίο αναφέρεται.

500 000 ευρώ

10


Πίνακας 2.5

Ομολογίες (είδη ομολογιών ETC και ETN) — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Ομολογίες (είδη ομολογιών ETC και ETN)

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Είδος ομολογίας

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

ETC

1 000 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

ETN

1 000 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Είδος ομολογίας

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

ETC

900 000 ευρώ

900 000 ευρώ

45 000 000 ευρώ

45 000 000 ευρώ

ETN

900 000 ευρώ

900 000 ευρώ

45 000 000 ευρώ

45 000 000 ευρώ

3.   Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP)

Πίνακας 3.1

SFP — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP)

Δοκιμή 1 — αξιολόγηση κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού SFP

Αξιολόγηση κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού SFP για τον προσδιορισμό των χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των τιμών που σχετίζονται με τα ποσοτικά κριτήρια ρευστότητας για τους σκοπούς της αξιολόγησης της κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού SFP

Η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού SFP αξιολογείται με εφαρμογή των ακόλουθων ορίων των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα SFP

300 000 000 ευρώ

500

Δοκιμή 2 — SFP για τα οποία δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Εάν οι τιμές που σχετίζονται με τα ποσοτικά κριτήρια ρευστότητας είναι και οι δύο πάνω από τα ποσοτικά όρια ρευστότητας που καθορίζονται για τους σκοπούς της αξιολόγησης της κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού SFP, η δοκιμή 1 είναι θετική και εκτελείται η δοκιμή 2. Για κάθε επιμέρους χρηματοπιστωτικό μέσο καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Ποσοστό ημερών διαπραγμάτευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 3]

100 000 ευρώ

2

80 %


Πίνακας 3.2

SFP — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS, εάν η δοκιμή 1 δεν είναι επιτυχής

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP)

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS, εάν η δοκιμή 1 δεν είναι επιτυχής

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

100 000 ευρώ

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Πίνακας 3.3

SFP — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS, εάν η δοκιμή 1 είναι επιτυχής

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP)

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ορίων

Εκατοστημόρια και κατώτατες τιμές που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για τα SFP για τα οποία καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εάν η δοκιμή 1 είναι επιτυχής

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα SFP για τα οποία καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

S1

S2

S3

S4

100 000 ευρώ

70

250 000 ευρώ

80

500 000 ευρώ

90

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60


Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για SFP για τα οποία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, εάν η δοκιμή 1 είναι επιτυχής

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

100 000 ευρώ

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

4.   Τιτλοποιημένα παράγωγα

Πίνακας 4.1

Τιτλοποιημένα παράγωγα — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείου ενεργητικού — Τιτλοποιημένα παράγωγα

μια κινητή αξία, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ που είναι διαφορετική από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον:

α)

ως απλοί («plain vanilla») καλυμμένοι τίτλοι επιλογής νοούνται τίτλοι που παρέχουν στον κάτοχο το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αγοράσει (να πωλήσει), κατά την ημερομηνία λήξης ή έως αυτήν, ένα συγκεκριμένο ποσό του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού σε προκαθορισμένη τιμή άσκησης ή, σε περίπτωση που επιτευχθεί ένας τέτοιος χρηματικός διακανονισμός, η καταβολή της θετικής διαφοράς μεταξύ της τρέχουσας τιμής της αγοράς (τιμή άσκησης) και της τιμής άσκησης (τρέχουσα τιμή αγοράς)·

β)

ως πιστοποιητικά μόχλευσης νοούνται πιστοποιητικά που παρακολουθούν την απόδοση του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού με αποτέλεσμα μόχλευσης·

γ)

ως εξωτικοί καλυμμένοι τίτλοι επιλογής νοούνται καλυμμένοι τίτλοι επιλογής των οποίων το κύριο στοιχείο είναι συνδυασμός δικαιωμάτων προαίρεσης·

δ)

διαπραγματεύσιμα δικαιώματα·

ε)

ως πιστοποιητικά επενδύσεων νοούνται πιστοποιητικά που παρακολουθούν την απόδοση του υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού χωρίς αποτέλεσμα μόχλευσης.

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

για όλα τα τιτλοποιημένα παράγωγα θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Πίνακας 4.2

Τιτλοποιημένα παράγωγα — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS

Κατηγορία στοιχείου ενεργητικού — Τιτλοποιημένα παράγωγα

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

5.   Παράγωγα επί επιτοκίων

Πίνακας 5.1

Παράγωγα επί επιτοκίων — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί επιτοκίων

κάθε σύμβαση, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ της οποίας το τελικό υποκείμενο στοιχείο είναι επιτόκιο, ομολογία, δάνειο, οποιοδήποτε καλάθι, χαρτοφυλάκιο ή δείκτης συμπεριλαμβανομένου επιτοκίου, ομολογίας, δανείου ή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος που αναπαριστά την απόδοση επιτοκίου, ομολογίας, δανείου.

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας. Για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εφαρμόζεται το πρόσθετο ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας, ανάλογα με την περίπτωση

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Πρόσθετο ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ομολογιών

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί ομολογιών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — εκδότης του υποκείμενου μέσου

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — η διάρκεια της υποκείμενης παραδοτέας ομολογίας καθορίζεται ως εξής:

 

Βραχυπρόθεσμο: μια υποκείμενη παραδοτέα ομολογία με διάρκεια από 1 έως 4 έτη θεωρείται βραχυπρόθεσμη

 

Μεσοπρόθεσμο: μια υποκείμενη παραδοτέα ομολογία με διάρκεια από 4 έως 8 έτη θεωρείται μεσοπρόθεσμη

 

Μακροπρόθεσμο: μια υποκείμενη παραδοτέα ομολογία με διάρκεια από 8 έως 15 έτη θεωρείται μακροπρόθεσμη

 

Εξαιρετικά μακροπρόθεσμο: μια υποκείμενη παραδοτέα ομολογία με διάρκεια μεγαλύτερη των 15 ετών θεωρείται εξαιρετικά μακροπρόθεσμη

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

5 000 000 ευρώ

10

όποτε για μια υποκατηγορία καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά όσον αφορά ένα συγκεκριμένο κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας, και για την υποκατηγορία που ορίζεται από το επόμενο κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, για την πρώτη σύμβαση προηγούμενου μήνα (back month contract) καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά 2 εβδομάδες πριν από τη λήξη του επόμενου μήνα

Δικαιώματα προαίρεσης επί ομολογιών

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί ομολογιών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη ομολογία ή υποκείμενο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση επί ομολογιών

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

5 000 000 ευρώ

10

 

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακές συμβάσεις επί επιτοκίων

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί επιτοκίων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο επιτόκιο

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — διάρκεια του υποκείμενου επιτοκίου

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

500 000 000 ευρώ

10

όποτε για μια υποκατηγορία καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά όσον αφορά ένα συγκεκριμένο κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας, και για την υποκατηγορία που ορίζεται από το επόμενο κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, για την πρώτη σύμβαση προηγούμενου μήνα (back month contract) καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά 2 εβδομάδες πριν από τη λήξη του επόμενου μήνα

Δικαιώματα προαίρεσης επί επιτοκίων

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί επιτοκίων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο επιτόκιο ή υποκείμενο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης ή προθεσμιακή συμφωνία επί επιτοκίων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — διάρκεια του υποκείμενου επιτοκίου

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

500 000 000 ευρώ

10

 

Δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το είδος υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής: συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (fixed-to-fixed single currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (fixed-to-float single currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (float-to-float single currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (inflation single currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής OIS στο ίδιο νόμισμα (OIS single currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής OIS στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (fixed-to-fixed multi currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα, συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (fixed-to-float multi currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα, συμφωνία ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (float-to-float multi currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα, συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (inflation multi-currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα, συμφωνία ανταλλαγής OIS σε πολλά νομίσματα (OIS multi-currency swap), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής OIS σε πολλά νομίσματα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του δικαιώματος προαίρεσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — ο δείκτης του πληθωρισμού, εάν το είδος της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής είναι είτε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα είτε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

500 000 000 ευρώ

10

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 5 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 5 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 10 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: άνω των 10 ετών

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα και οι ταμειακές ροές του ενός σκέλους προσδιορίζονται από σταθερό επιτόκιο, ενώ αυτές του άλλου σκέλους προσδιορίζονται από κυμαινόμενο επιτόκιο

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (fixed-to-float multi-currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα και όπου οι ταμειακές ροές και των δύο σκελών προσδιορίζονται από κυμαινόμενα επιτόκια

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (float-to-float multi-currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα και όπου οι ταμειακές ροές και των δύο σκελών προσδιορίζονται από σταθερά επιτόκια

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (fixed-to-fixed multi-currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (overnight index swap, OIS) σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα και όπου οι ταμειακές ροές τουλάχιστον του ενός σκέλους προσδιορίζονται από επιτόκιο βάσει συμφωνίας ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS)

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) σε πολλά νομίσματα ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα και όπου οι ταμειακές ροές τουλάχιστον του ενός σκέλους προσδιορίζονται από επιτόκιο βάσει ποσοστού του πληθωρισμού

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (inflation multi-currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο νομισμάτων στα οποία εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και οι ταμειακές ροές του ενός σκέλους προσδιορίζονται από σταθερό επιτόκιο, ενώ αυτές του άλλου σκέλους προσδιορίζονται από κυμαινόμενο επιτόκιο

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (fixed-to-float single currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και όπου οι ταμειακές ροές και των δύο σκελών προσδιορίζονται από κυμαινόμενα επιτόκια

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (float-to-float single currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και όπου οι ταμειακές ροές και των δύο σκελών προσδιορίζονται από σταθερά επιτόκια

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (fixed-to-fixed single currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και όπου οι ταμειακές ροές τουλάχιστον του ενός σκέλους προσδιορίζονται από επιτόκιο βάσει συμφωνίας ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS)

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα

συμφωνία ανταλλαγής ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής όπου δύο μέρη ανταλλάσσουν ταμειακές ροές που εκφράζονται στο ίδιο νόμισμα και όπου οι ταμειακές ροές τουλάχιστον του ενός σκέλους προσδιορίζονται από επιτόκιο βάσει ποσοστού του πληθωρισμού

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (inflation single-currency swap) ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το ονομαστικό νόμισμα στο οποίο εκφράζονται τα δύο σκέλη της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

10

 

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί επιτοκίων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα επί επιτοκίων

 

παράγωγο επί επιτοκίων που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιοδήποτε άλλο παράγωγο επί επιτοκίων για το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 5.2

Παράγωγα επί επιτοκίων — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί επιτοκίων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για κάθε υποκατηγορία για την οποία καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ομολογιών

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

20 000 000 ευρώ

90

70

25 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί ομολογιών

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

20 000 000 ευρώ

90

70

25 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακές συμβάσεις επί επιτοκίων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

5 000 000 ευρώ

70

10 000 000 ευρώ

80

60

20 000 000 ευρώ

90

70

25 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί επιτοκίων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

5 000 000 ευρώ

70

10 000 000 ευρώ

80

60

20 000 000 ευρώ

90

70

25 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (overnight index swap, OIS) σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

4 000 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

9 000 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60


Πίνακας 5.3

Παράγωγα επί επιτοκίων — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί επιτοκίων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κάθε υποκατηγορία για την οποία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ομολογιών

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί ομολογιών

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακές συμβάσεις επί επιτοκίων

5 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί επιτοκίων

5 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (overnight index swap, OIS) σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής κυμαινόμενου με κυμαινόμενο επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής σταθερού με σταθερό επιτόκιο στο ίδιο νόμισμα

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής δεικτών επιτοκίου διάρκειας μιας ημέρας (OIS) στο ίδιο νόμισμα

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (single currency swaps) και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Άλλα παράγωγα επί επιτοκίων

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

9 000 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

6.   Παράγωγα επί μετοχών

Πίνακας 6.1

Παράγωγα επί μετοχών — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί μετοχών

οποιαδήποτε σύμβαση, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ που σχετίζεται με:

α)

μία ή περισσότερες μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ/ETF), πιστοποιητικά, άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, ταμειακές ροές ή άλλα προϊόντα που σχετίζονται με την απόδοση μιας ή περισσοτέρων μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικών ή άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

δείκτη μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικών, άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων, ταμειακών ροών ή άλλων προϊόντων που σχετίζονται με την απόδοση μιας ή περισσοτέρων μετοχών, πιστοποιητικών αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικών ή άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση χρηματιστηριακό δείκτη

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι δείκτης αποτελούμενος από μετοχές

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης επί δείκτη θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση χρηματιστηριακό δείκτη

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι δείκτης αποτελούμενος από μετοχές

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί δείκτη θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Δικαιώματα προαίρεσης μετοχών

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι μετοχή ή καλάθι μετοχών που προκύπτει από εταιρική πράξη

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μετοχών

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι μετοχή ή καλάθι μετοχών που προκύπτει από εταιρική πράξη

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Δικαιώματα προαίρεσης μερισμάτων μετοχών

δικαίωμα προαίρεσης επί του μερίσματος μιας συγκεκριμένης μετοχής

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης μερισμάτων μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μερισμάτων μετοχών

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση επί του μερίσματος μιας συγκεκριμένης μετοχής

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μερισμάτων μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη μερισμάτων

δικαίωμα προαίρεσης επί δείκτη αποτελούμενου από μερίσματα μιας ή περισσότερων μετοχών

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης επί δείκτη μερισμάτων θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μερισμάτων

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση επί δείκτη αποτελούμενου από μερίσματα μιας ή περισσότερων μετοχών

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί δείκτη μερισμάτων θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη μεταβλητότητας

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι ένας δείκτης μεταβλητότητας, ο οποίος ορίζεται ως δείκτης που σχετίζεται με τη μεταβλητότητα ενός συγκεκριμένου υποκείμενου δείκτη μετοχικών τίτλων

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης επί δείκτη μεταβλητότητας θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μεταβλητότητας

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι ένας δείκτης μεταβλητότητας, ο οποίος ορίζεται ως δείκτης που σχετίζεται με τη μεταβλητότητα ενός συγκεκριμένου υποκείμενου δείκτη μετοχικών τίτλων

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί δείκτη μεταβλητότητας θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Δικαιώματα προαίρεσης επί ETF

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο (ΔΑΚ/ETF)

για όλα τα δικαιώματα προαίρεσης επί ETF θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ETF

συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο (ΔΑΚ/ETF)

για όλα τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ETF θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί μετοχών

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Συμφωνίες ανταλλαγής

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — είδος υποκείμενου στοιχείου: μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενος μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — παράμετρος: βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου, παράμετρος μερισματικής απόδοσης, παράμετρος διακύμανσης της απόδοσης, παράμετρος μεταβλητότητας της απόδοσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

50 000 000 ευρώ

15

Βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου

Παράμετρος διακύμανσης/μεταβλητότητας της απόδοσης

Παράμετρος μερισματικής απόδοσης

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής χαρτοφυλακίου ορίζεται από έναν συγκεκριμένο συνδυασμό των εξής:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — είδος υποκείμενου στοιχείου: μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενος μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — παράμετρος: βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου, παράμετρος μερισματικής απόδοσης, παράμετρος διακύμανσης της απόδοσης, παράμετρος μεταβλητότητας της απόδοσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής χαρτοφυλακίου ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

50 000 000 ευρώ

15

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί μετοχών

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα επί μετοχών

 

παράγωγο επί μετοχών που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιοδήποτε άλλο παράγωγο επί μετοχών για το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 6.2

Παράγωγα επί μετοχών — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί μετοχών

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS, κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Τιμές των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για τις υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, με βάση τη ζώνη του μέσου ημερήσιου ονομαστικού ποσού (ADNA) στην οποία ανήκει η υποκατηγορία

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση χρηματιστηριακό δείκτη

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης με βάση χρηματιστηριακό δείκτη ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μετοχών

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 200 εκατ. ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

200 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 600 εκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 600 εκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση χρηματιστηριακό δείκτη

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων με βάση χρηματιστηριακό δείκτη ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μετοχών

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 1 δισεκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

1 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 3 δισεκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

3 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 5 δισεκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 5 δισεκατ. ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

250 000 000 ευρώ

260 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης μετοχών

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί μετοχών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη μετοχή

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μετοχών

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί μετοχών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη μετοχή

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης μερισμάτων μετοχών

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί μερισμάτων μετοχών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη μετοχή με δικαίωμα στη διανομή μερίσματος

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

400 000 ευρώ

450 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

25 000 ευρώ

30 000 ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

50 000 ευρώ

100 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

100 000 ευρώ

150 000 ευρώ

2 000 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις μερισμάτων μετοχών

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί μερισμάτων μετοχών ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη μετοχή με δικαίωμα στη διανομή μερίσματος

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

400 000 ευρώ

450 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

25 000 ευρώ

30 000 ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

50 000 ευρώ

100 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

100 000 ευρώ

150 000 ευρώ

2 000 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη μερισμάτων

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης με βάση δείκτη μερισμάτων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μερισμάτων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 200 εκατ. ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

200 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 600 εκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 600 εκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μερισμάτων

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων με βάση δείκτη μερισμάτων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μερισμάτων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 1 δισεκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

1 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 3 δισεκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

3 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 5 δισεκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 5 δισεκατ. ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

250 000 000 ευρώ

260 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη μεταβλητότητας

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης με βάση δείκτη μεταβλητότητας ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μεταβλητότητας

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 200 εκατ. ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

200 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 600 εκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 600 εκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις με βάση δείκτη μεταβλητότητας

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων με βάση δείκτη μεταβλητότητας ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης μεταβλητότητας

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 100 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 1 δισεκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

1 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 3 δισεκατ. ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

50 000 000 ευρώ

55 000 000 ευρώ

3 δισεκατ. ευρώ ≤ ADNA < 5 δισεκατ. ευρώ

15 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

150 000 000 ευρώ

160 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 5 δισεκατ. ευρώ

25 000 000 ευρώ

30 000 000 ευρώ

250 000 000 ευρώ

260 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί ETF

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί ETF ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο ETF

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί ETF

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί ETF ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο ETF

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

< 5 εκατ. ευρώ ADNA

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

5 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 10 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

10 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 20 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 20 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — είδος υποκείμενου στοιχείου: μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενος μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — παράμετρος: βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου, παράμετρος μερισματικής απόδοσης, παράμετρος διακύμανσης της απόδοσης, παράμετρος μεταβλητότητας της απόδοσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

50 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 100 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 200 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 200 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου

Παράμετρος διακύμανσης/μεταβλητότητας της απόδοσης

Παράμετρος μερισματικής απόδοσης

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

 

 

 

 

 

 

Συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής χαρτοφυλακίου ορίζεται από έναν συγκεκριμένο συνδυασμό των εξής:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — είδος υποκείμενου στοιχείου: μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενος μεμονωμένος πιστούχος, δείκτης, καλάθι

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — παράμετρος: βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου, παράμετρος μερισματικής απόδοσης, παράμετρος διακύμανσης της απόδοσης, παράμετρος μεταβλητότητας της απόδοσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής χαρτοφυλακίου ορίζεται ως εξής:

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

50 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 100 εκατ. ευρώ

250 000 ευρώ

300 000 ευρώ

1 250 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

100 εκατ. ευρώ ≤ ADNA < 200 εκατ. ευρώ

500 000 ευρώ

550 000 ευρώ

2 500 000 ευρώ

3 000 000 ευρώ

ADNA ≥ 200 εκατ. ευρώ

1 000 000 ευρώ

1 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

5 500 000 ευρώ

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

 

 

 

 


Πίνακας 6.3

Παράγωγα επί μετοχών — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί μετοχών

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Συμφωνίες ανταλλαγής

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

100 000 ευρώ

150 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

100 000 ευρώ

150 000 ευρώ

Άλλα παράγωγα επί μετοχών

20 000 ευρώ

25 000 ευρώ

100 000 ευρώ

150 000 ευρώ

7.   Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων·

Πίνακας 7.1

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων μετάλλων

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί εμπορευμάτων μετάλλων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος μετάλλου: πολύτιμα μέταλλα, μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο μέταλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πολύτιμα μέταλλα

Μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων μετάλλων

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί εμπορευμάτων μετάλλων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος μετάλλου: πολύτιμα μέταλλα, μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο μέταλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του δικαιώματος προαίρεσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πολύτιμα μέταλλα

Μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων μετάλλων

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής επί εμπορευμάτων μετάλλων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος μετάλλου: πολύτιμα μέταλλα, μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο μέταλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — ο τύπος διακανονισμού ορίζεται ως μετρητά, φυσική παράδοση ή άλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πολύτιμα μέταλλα

Μη πολύτιμα μέταλλα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων ενέργειας

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί εμπορευμάτων ενέργειας ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, άνθρακας, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο στοιχείο ενέργειας

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — ο τύπος φορτίου ορίζεται ως βασικό φορτίο, φορτίο αιχμής, φορτίο εκτός αιχμής ή άλλα, που ισχύει για τον τύπο ενέργειας: ηλεκτρική ενέργεια

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — τόπος παράδοσης/διακανονισμού σε μετρητά που ισχύει για τους τύπους ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 6 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πετρέλαιο/αποστάγματα πετρελαίου/ελαφρά κλάσματα πετρελαίου

Άνθρακας

Φυσικό αέριο/ηλεκτρική ενέργεια/διά-ενεργειακά

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 4 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 4 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 8 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 8 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων ενέργειας

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί εμπορευμάτων ενέργειας ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, άνθρακας, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο στοιχείο ενέργειας

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του δικαιώματος προαίρεσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — ο τύπος φορτίου ορίζεται ως βασικό φορτίο, φορτίο αιχμής, φορτίο εκτός αιχμής ή άλλα, που ισχύει για τον τύπο ενέργειας: ηλεκτρική ενέργεια

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — τόπος παράδοσης/διακανονισμού σε μετρητά που ισχύει για τους τύπους ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 6 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πετρέλαιο/αποστάγματα πετρελαίου/ελαφρά κλάσματα πετρελαίου

Άνθρακας

Φυσικό αέριο/ηλεκτρική ενέργεια/διά-ενεργειακά

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 4 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 4 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 8 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 8 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων ενέργειας

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής επί εμπορευμάτων ενέργειας ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, άνθρακας, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, φυσικό αέριο, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — υποκείμενο στοιχείο ενέργειας

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — ο τύπος διακανονισμού ορίζεται ως μετρητά, φυσική παράδοση ή άλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — ο τύπος φορτίου ορίζεται ως βασικό φορτίο, φορτίο αιχμής, φορτίο εκτός αιχμής ή άλλα, που ισχύει για τον τύπο ενέργειας: ηλεκτρική ενέργεια

 

Κριτήριο κατάτμησης 6 — τόπος παράδοσης/διακανονισμού σε μετρητά που ισχύει για τους τύπους ενέργειας: πετρέλαιο, αποστάγματα πετρελαίου, ελαφρά κλάσματα πετρελαίου, ηλεκτρική ενέργεια, διά-ενεργειακά

 

Κριτήριο κατάτμησης 7 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

10 000 000 ευρώ

10

Πετρέλαιο/αποστάγματα πετρελαίου/ελαφρά κλάσματα πετρελαίου

Άνθρακας

Φυσικό αέριο/ηλεκτρική ενέργεια/διά-ενεργειακά

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 4 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 4 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 8 μήνες

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 8 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

 

 

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο γεωργικό βασικό εμπόρευμα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/της προθεσμιακής σύμβασης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

10 000 000 ευρώ

10

Δικαιώματα προαίρεσης επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο γεωργικό βασικό εμπόρευμα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του δικαιώματος προαίρεσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

10 000 000 ευρώ

10

Συμφωνίες ανταλλαγής επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενο γεωργικό βασικό εμπόρευμα

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό της συμφωνίας ανταλλαγής

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — ο τύπος διακανονισμού ορίζεται ως μετρητά, φυσική παράδοση ή άλλο

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

10 000 000 ευρώ

10

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων

 

παράγωγο επί βασικών εμπορευμάτων που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιοδήποτε άλλο παράγωγο επί βασικών εμπορευμάτων για το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 7.2

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων μετάλλων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων μετάλλων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων μετάλλων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων ενέργειας

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων ενέργειας

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων ενέργειας

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνίες ανταλλαγής επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

250 000 ευρώ

70

500 000 ευρώ

80

60

750 000 ευρώ

90

70

1 000 000 ευρώ

30

40

50

60


Πίνακας 7.3

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων μετάλλων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων μετάλλων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων μετάλλων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί εμπορευμάτων ενέργειας

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί εμπορευμάτων ενέργειας

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής επί εμπορευμάτων ενέργειας

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Συμφωνίες ανταλλαγής επί γεωργικών βασικών εμπορευμάτων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

Άλλα παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων

250 000 ευρώ

500 000 ευρώ

750 000 ευρώ

1 000 000 ευρώ

8.   Παράγωγα επί συναλλάγματος

Πίνακας 8.1

Παράγωγα επί συναλλάγματος — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί συναλλάγματος

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά νομίσματα, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (NDF)

σημαίνει μια προθεσμιακή σύμβαση που, σύμφωνα με τους όρους της, διακανονίζεται σε μετρητά μεταξύ των αντισυμβαλλομένων της, εφόσον το ποσό διακανονισμού προσδιορίζεται από τη διαφορά της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας αποτίμησης. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, το ένα μέρος θα οφείλει στο άλλο μέρος την καθαρή διαφορά μεταξύ i) της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ορίστηκε κατά την ημερομηνία της συναλλαγής· και ii) της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία αποτίμησης, με βάση το ονομαστικό ποσό, με το καθαρό πληρωτέο ποσό στο νόμισμα διακανονισμού που ορίζεται στη σύμβαση.

μια υποκατηγορία μη παραδοτέων προθεσμιακών συμβάσεων επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της προθεσμιακής σύμβασης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τις μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (NDF) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (DF)

σημαίνει μια προθεσμιακή σύμβαση που περιλαμβάνει μόνον την ανταλλαγή δύο διαφορετικών νομισμάτων σε μια συγκεκριμένη μελλοντική συμβατική ημερομηνία διακανονισμού σε ένα σταθερό επιτόκιο που συμφωνείται κατά την έναρξη της σύμβασης που διέπει την ανταλλαγή.

μια υποκατηγορία παραδοτέων προθεσμιακών συμβάσεων επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της προθεσμιακής σύμβασης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τις παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (NDF) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Μη παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (NDO)

σημαίνει ένα δικαίωμα προαίρεσης που, σύμφωνα με τους όρους του, διακανονίζεται σε μετρητά μεταξύ των αντισυμβαλλομένων του, εφόσον το ποσό διακανονισμού προσδιορίζεται από τη διαφορά της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας αποτίμησης. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, το ένα μέρος θα οφείλει στο άλλο μέρος την καθαρή διαφορά μεταξύ i) της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ορίστηκε κατά την ημερομηνία της συναλλαγής· και ii) της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία αποτίμησης, με βάση το ονομαστικό ποσό, με το καθαρό πληρωτέο ποσό στο νόμισμα διακανονισμού που ορίζεται στη σύμβαση.

μια υποκατηγορία μη παραδοτέων δικαιωμάτων προαίρεσης επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τα μη παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (NDO) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (DO)

σημαίνει ένα δικαίωμα προαίρεσης που περιλαμβάνει μόνον την ανταλλαγή δύο διαφορετικών νομισμάτων σε μια συγκεκριμένη μελλοντική συμβατική ημερομηνία διακανονισμού σε ένα σταθερό επιτόκιο που συμφωνείται κατά την έναρξη της σύμβασης που διέπει την ανταλλαγή.

μια υποκατηγορία παραδοτέων δικαιωμάτων προαίρεσης επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τα παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (DO) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Μη παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (NDS)

σημαίνει μια συμφωνία ανταλλαγής που, σύμφωνα με τους όρους της, διακανονίζεται σε μετρητά μεταξύ των αντισυμβαλλομένων της, εφόσον το ποσό διακανονισμού προσδιορίζεται από τη διαφορά της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων μεταξύ της ημερομηνίας συναλλαγής και της ημερομηνίας αποτίμησης. Κατά την ημερομηνία διακανονισμού, το ένα μέρος θα οφείλει στο άλλο μέρος την καθαρή διαφορά μεταξύ i) της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ορίστηκε κατά την ημερομηνία της συναλλαγής· και ii) της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την ημερομηνία αποτίμησης, με βάση το ονομαστικό ποσό, με το καθαρό πληρωτέο ποσό στο νόμισμα διακανονισμού που ορίζεται στη σύμβαση.

μια υποκατηγορία μη παραδοτέων συμφωνιών ανταλλαγής επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τις μη παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (NDS) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (DS)

σημαίνει μια συμφωνία ανταλλαγής που περιλαμβάνει μόνον την ανταλλαγή δύο διαφορετικών νομισμάτων σε μια συγκεκριμένη μελλοντική συμβατική ημερομηνία διακανονισμού σε ένα σταθερό επιτόκιο που συμφωνείται κατά την έναρξη της σύμβασης που διέπει την ανταλλαγή.

μια υποκατηγορία παραδοτέων συμφωνιών ανταλλαγής επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας της συμφωνίας ανταλλαγής ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τις παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (DS) θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος

μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων ορίζεται ως ο συνδυασμός των δύο νομισμάτων που διέπουν τη σύμβαση παραγώγων

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 εβδομάδα

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 εβδομάδα < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

Για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί συναλλάγματος

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα επί συναλλάγματος

 

παράγωγο επί συναλλάγματος που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιοδήποτε άλλο παράγωγο επί συναλλάγματος για το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 8.2

Παράγωγα επί συναλλάγματος — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί συναλλάγματος

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (NDF)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις (DF)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Μη παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (NDO)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Παραδοτέα δικαιώματα προαίρεσης επί συναλλάγματος (DO)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Μη παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (NDS)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Παραδοτέες συμφωνίες ανταλλαγής επί συναλλάγματος (DS)

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συναλλάγματος

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

Άλλα παράγωγα επί συναλλάγματος

4 000 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

20 000 000 ευρώ

25 000 000 ευρώ

9.   Πιστωτικά παράγωγα

Πίνακας 9.1

Πιστωτικά παράγωγα — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Πιστωτικά παράγωγα

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας. Για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εφαρμόζεται το πρόσθετο ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας, ανάλογα με την περίπτωση

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Κατάσταση υψηλής ρευστότητας του δείκτη

[Πρόσθετο ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας]

Δείκτης συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)

μια συμφωνία ανταλλαγής στο πλαίσιο της οποίας η ανταλλαγή ταμειακών ροών συνδέεται με την πιστοληπτική ικανότητα πολλών εκδοτών χρηματοπιστωτικών μέσων που συνιστούν έναν δείκτη και με την εμφάνιση πιστωτικών γεγονότων

μια υποκατηγορία δείκτη συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενος δείκτης

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του παραγώγου

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του CDS ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

200 000 000 ευρώ

10

Για τον υποκείμενο δείκτη θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά:

1)

καθ' όλη τη διάρκεια της «κατάστασης υψηλής ρευστότητας»

2)

για τις πρώτες 30 εργάσιμες ημέρες της «κατάστασης χαμηλής ρευστότητας 1x»

δείκτης «υψηλής ρευστότητας»: η κυλιόμενη πιο πρόσφατη έκδοση (σειρά) του δείκτη, που δημιουργήθηκε από την ημερομηνία κατά την οποία ισχύει η σύνθεση του δείκτη και λήγει μία ημέρα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ισχύει η σύνθεση της επόμενης έκδοσης (σειράς) του δείκτη.

«κατάσταση χαμηλής ρευστότητας 1x»: η έκδοση (σειρά) του δείκτη, ο οποίος είναι ο αμέσως προηγούμενος της τρέχουσας έκδοσης (σειράς) «υψηλής ρευστότητας» σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Μια έκδοση (σειρά) παύει να είναι «υψηλής ρευστότητας» και τίθεται σε κατάσταση «χαμηλής ρευστότητας 1x» όταν δημιουργείται η τελευταία έκδοση (σειρά) του δείκτη.

Συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) μεμονωμένου πιστούχου

μια συμφωνία ανταλλαγής στο πλαίσιο της οποίας η ανταλλαγή ταμειακών ροών συνδέεται με την πιστοληπτική ικανότητα ενός εκδότη χρηματοπιστωτικών μέσων και με την εμφάνιση πιστωτικών γεγονότων

μια υποκατηγορία συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου πιστούχου ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — υποκείμενη οντότητα αναφοράς

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το είδος της υποκείμενης οντότητας αναφοράς ορίζεται ως εξής:

 

Ως «εκδότης κρατικού και δημόσιου τύπου» νοείται μια οντότητα εκδότη, η οποία είναι:

α)

η Ένωση·

β)

κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή φορέα ειδικού σκοπού του κράτους μέλους·

γ)

κρατικός φορέας που δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία α) και β)·

δ)

σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία·

ε)

φορέας ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη·

στ)

διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος των μελών του, τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης·

ζ)

η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

η)

οντότητα του Δημοσίου που δεν είναι εκδότης κρατικής ομολογίας, όπως ορίζεται στα στοιχεία α) έως γ).

 

Ως «εκδότης εταιρικού τύπου» νοείται μια οντότητα εκδότη που δεν είναι κρατικού και δημόσιου τύπου.

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — το ονομαστικό νόμισμα που ορίζεται ως το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό του παραγώγου

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του CDS ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

10 000 000 ευρώ

10

 

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Πιστωτικά παράγωγα

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί το ακόλουθο ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι ένας δείκτης CDS

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης με βάση δείκτη CDS ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — η υποκατηγορία δεικτών CDS, όπως ορίζεται για την κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού δεικτών συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

για ένα δικαίωμα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS, του οποίου ο υποκείμενος δείκτης CDS είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι υπάρχει ρευστή αγορά και της οποίας το κλιμάκιο ληκτότητας είναι 0-6 μήνες, θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

για ένα δικαίωμα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS, του οποίου ο υποκείμενος δείκτης CDS είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι υπάρχει ρευστή αγορά και της οποίας το κλιμάκιο ληκτότητας δεν είναι 0-6 μήνες, θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

για ένα δικαίωμα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS, του οποίου ο υποκείμενος δείκτης CDS είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά για οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή του κλιμακίου ληκτότητας

Δικαιώματα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου

δικαίωμα προαίρεσης του οποίου το υποκείμενο στοιχείο είναι CDS μεμονωμένου πιστούχου

μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — η υποκατηγορία CDS μεμονωμένου πιστούχου, όπως ορίζεται για την κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού των CDS μεμονωμένου πιστούχου

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του δικαιώματος προαίρεσης ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

για ένα δικαίωμα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου, του οποίου το υποκείμενο CDS μεμονωμένου πιστούχου είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι υπάρχει ρευστή αγορά και της οποίας το κλιμάκιο ληκτότητας είναι 0-6 μήνες, θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

για ένα δικαίωμα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου, του οποίου το υποκείμενο CDS μεμονωμένου πιστούχου είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι υπάρχει ρευστή αγορά και της οποίας το κλιμάκιο ληκτότητας δεν είναι 0-6 μήνες, θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

για ένα δικαίωμα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου, του οποίου το υποκείμενο CDS μεμονωμένου πιστούχου είναι μια υποκατηγορία για την οποία έχει καθοριστεί ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά για οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή του κλιμακίου ληκτότητας

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Πιστωτικά παράγωγα

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα πιστωτικά παράγωγα

 

πιστωτικό παράγωγο που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιαδήποτε άλλα πιστωτικά παράγωγα για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 9.2

Πιστωτικά παράγωγα — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Πιστωτικά παράγωγα

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Δείκτης συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

2 500 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

7 500 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) μεμονωμένου πιστούχου

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

2 500 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

7 500 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) ειδικού τύπου καλαθιού

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

2 500 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

7 500 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

2 500 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

7 500 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60

Δικαιώματα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

2 500 000 ευρώ

70

5 000 000 ευρώ

80

60

7 500 000 ευρώ

90

70

10 000 000 ευρώ

30

40

50

60


Πίνακας 9.3

Πιστωτικά παράγωγα — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Πιστωτικά παράγωγα

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Δείκτης συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS)

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) μεμονωμένου πιστούχου

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Συμφωνία ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) ειδικού τύπου καλαθιού

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης με βάση δείκτη CDS

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Δικαιώματα προαίρεσης CDS μεμονωμένου πιστούχου

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

Άλλα πιστωτικά παράγωγα

2 500 000 ευρώ

5 000 000 ευρώ

7 500 000 ευρώ

10 000 000 ευρώ

10.   Παράγωγα C10

Πίνακας 10.1

Παράγωγα C10 — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — παράγωγα C10

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Ναυτιλιακά παράγωγα

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά τις τιμές των ναύλων, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

μια υποκατηγορία ναυτιλιακών παραγώγων ορίζεται από τα ακόλουθα κριτήρια κατάτμησης:

 

Κριτήριο κατάτμησης 1 — τύπος σύμβασης: Συμφωνίες προθεσμιακής αγοράς ναύλων (FFA) ή δικαιώματα προαίρεσης

 

Κριτήριο κατάτμησης 2 — τύπος φορτίου: υγρό φορτίο, ξηρό φορτίο

 

Κριτήριο κατάτμησης 3 — επιμέρους τύπος φορτίου: πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου χύδην, δεξαμενόπλοια, πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων

 

Κριτήριο κατάτμησης 4 — προσδιορισμός του μεγέθους που σχετίζεται με τον επιμέρους τύπο φορτίου

 

Κριτήριο κατάτμησης 5 — ειδική διαδρομή ή μέση χρονοναύλωση

 

Κριτήριο κατάτμησης 6 — το κλιμάκιο υπολειπόμενης ληκτότητας του παραγώγου ορίζεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 1: 0 < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 μήνας

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 2: 1 μήνας < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 3: 3 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 6 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 4: 6 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 9 μήνες

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 5: 9 μήνες < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 1 έτος

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 6: 1 έτος < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 2 έτη

 

Κλιμάκιο ληκτότητας 7: 2 έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ 3 έτη

 

 

Κλιμάκιο ληκτότητας m: (n-1) έτη < υπολειπόμενη ληκτότητα ≤ n έτη

10 000 000 ευρώ

10

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — παράγωγα C10

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα C10

 

χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το οποίο δεν αποτελεί «ναυτιλιακό παράγωγο», οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού παραγώγων επί επιτοκίων: συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (multi-currency swap) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swap), συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα (multi-currency swaps) ή σε διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής (cross-currency swaps), συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (single-currency swap), συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση σε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα (single-currency swap) και οποιαδήποτε από τις ακόλουθες κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού παραγώγων επί μετοχών: «δικαίωμα προαίρεσης βάσει δείκτη μεταβλητότητας», «συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση βάσει δείκτη μεταβλητότητας», συμφωνία ανταλλαγής με παράμετρο διακύμανσης της απόδοσης, συμφωνία ανταλλαγής με παράμετρο μεταβλητότητας της απόδοσης, συμφωνία ανταλλαγής χαρτοφυλακίου με παράμετρο διακύμανσης της απόδοσης, συμφωνία ανταλλαγής χαρτοφυλακίου με παράμετρο μεταβλητότητας της απόδοσης

οποιαδήποτε άλλα παράγωγα C10 για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 10.2

Παράγωγα C10 — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — παράγωγα C10

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Ναυτιλιακά παράγωγα

ο υπολογισμός των ορίων θα πρέπει να γίνεται για κάθε υποκατηγορία της κατηγορίας επιμέρους στοιχείων ενεργητικού, λαμβάνοντας υπόψη τις συναλλαγές που εκτελούνται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην υποκατηγορία

S1

S2

S3

S4

25 000 ευρώ

70

50 000 ευρώ

80

60

75 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60


Πίνακας 10.3

Παράγωγα C10 — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — παράγωγα C10

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Ναυτιλιακά παράγωγα

25 000 ευρώ

50 000 ευρώ

75 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Άλλα παράγωγα C10

25 000 ευρώ

50 000 ευρώ

75 000 ευρώ

100 000 ευρώ

11.   Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

Πίνακας 11.1

CFD — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

σύμβαση παραγώγων που παρέχει στον κάτοχο έκθεση, η οποία μπορεί να είναι θετική ή αρνητική, στη διαφορά μεταξύ της τιμής ενός υποκείμενου στοιχείου ενεργητικού κατά την έναρξη της σύμβασης και της τιμής όταν η σύμβαση λήξει

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού υποδιαιρείται περαιτέρω σε υποκατηγορίες όπως ορίζονται κατωτέρω

Για κάθε υποκατηγορία καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας ή, κατά περίπτωση, εάν δεν πληροί το ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας, όπως ορίζεται κατωτέρω

Ποιοτικό κριτήριο ρευστότητας

Μέσο ημερήσιο ονομαστικό ποσό (ADNA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) νομισμάτων

μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD νομισμάτων ορίζεται από το υποκείμενο ζεύγος νομισμάτων που ορίζεται ως συνδυασμός των δύο υποκείμενων νομισμάτων της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

 

50 000 000 ευρώ

100

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) βασικών εμπορευμάτων

μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD βασικών εμπορευμάτων ορίζεται από το υποκείμενο βασικό εμπόρευμα της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

 

50 000 000 ευρώ

100

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) μετοχών

μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD μετοχών ορίζεται από τον υποκείμενο μετοχικό τίτλο της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

για μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εάν το υποκείμενο στοιχείο είναι μετοχικός τίτλος για τον οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 17) στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

 

 

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) ομολογιών

μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD ομολογιών ορίζεται από την υποκείμενη ομολογία ή το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί ομολογιών της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

για μια υποκατηγορία συμβάσεων CFD ομολογιών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εάν το υποκείμενο στοιχείο είναι ομολογία ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί ομολογιών για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β).

 

 

Συμβάσεις CFD επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακής σύμβασης μετοχών

μια σύμβαση CFD για μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων μετοχών ορίζεται από το υποκείμενο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση επί μιας μετοχής της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

για μια σύμβαση CFD για μια υποκατηγορία συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακών συμβάσεων μετοχών θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εάν ο υποκείμενος τίτλος είναι συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακή σύμβαση για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β).

 

 

Συμβάσεις CFD επί δικαιώματος προαίρεσης επί μετοχής

μια σύμβαση CFD για μια υποκατηγορία δικαιωμάτων προαίρεσης επί μετοχής ορίζεται από το υποκείμενο δικαίωμα προαίρεσης επί μιας μετοχής της σύμβασης CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting)

για μια σύμβαση CFD για ένα δικαίωμα προαίρεσης επί μετοχής θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, εάν ο υποκείμενος τίτλος είναι δικαίωμα προαίρεσης επί μετοχής για το οποίο υπάρχει ρευστή αγορά, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β).

 

 

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλες συμβάσεις CFD

 

μια σύμβαση CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting) που δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

οποιαδήποτε άλλη σύμβαση CFD/τοποθέτησης επί διαφοράς (spread betting) για την οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 11.2

Συμβάσεις CFD — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τους υπολογισμούς των ορίων

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Όγκος — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) νομισμάτων

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD νομισμάτων για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) βασικών εμπορευμάτων

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD βασικών εμπορευμάτων για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) μετοχών

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD μετοχών για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) ομολογιών

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD ομολογιών για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβάσεις CFD επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακής σύμβασης μετοχών

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης μετοχών για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60

Συμβάσεις CFD επί δικαιώματος προαίρεσης επί μετοχής

συναλλαγές που εκτελούνται σε συμβάσεις CFD επί δικαιώματος προαίρεσης επί μετοχής για τις οποίες θεωρείται ότι υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)

S1

S2

S3

S4

50 000 ευρώ

70

60 000 ευρώ

80

60

90 000 ευρώ

90

70

100 000 ευρώ

30

40

50

60


Πίνακας 11.3

Συμβάσεις CFD — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) νομισμάτων

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) βασικών εμπορευμάτων

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) μετοχών

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD) ομολογιών

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Συμβάσεις CFD επί συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακής σύμβασης μετοχών

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Συμβάσεις CFD επί δικαιώματος προαίρεσης επί μετοχής

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

Άλλες CFD/τοποθετήσεις επί διαφοράς (spread betting)

50 000 ευρώ

60 000 ευρώ

90 000 ευρώ

100 000 ευρώ

12.   Δικαιώματα εκπομπής

Πίνακας 12.1

Δικαιώματα εκπομπής — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δικαιώματα εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας.

Μέση ημερήσια ποσότητα (ADA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

οποιαδήποτε μονάδα η οποία έχει αναγνωριστεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) (σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών) που αντιπροσωπεύει το δικαίωμα εκπομπής του ισοδύναμου ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα (tCO2e)

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

οποιαδήποτε μονάδα η οποία έχει αναγνωριστεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών) που αντιπροσωπεύει το δικαίωμα εκπομπής του ισοδύναμου ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα (tCO2e) στον κλάδο των αερομεταφορών

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

οποιαδήποτε μονάδα η οποία έχει αναγνωριστεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών) που αντιπροσωπεύει το ισοδύναμο των μειώσεων εκπομπών ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα (tCO2e)

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

οποιαδήποτε μονάδα η οποία έχει αναγνωριστεί ότι συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών) που αντιπροσωπεύει το ισοδύναμο των μειώσεων εκπομπών ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα (tCO2e)

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5


Πίνακας 12.2

Δικαιώματα εκπομπής — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δικαιώματα εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ορίων

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

S1

S2

S3

S4

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

90 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

100 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα δικαιώματα εκπομπής του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλες τις πιστοποιημένες μειώσεις των εκπομπών (CER)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλες τις μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60


Πίνακας 12.3

Δικαιώματα εκπομπής — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Δικαιώματα εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για υποκατηγορίες για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

100 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

13.   Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Πίνακας 13.1

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής — κατηγορίες για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για κάθε κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εάν δεν πληροί ένα ή όλα από τα ακόλουθα όρια των ποσοτικών κριτηρίων ρευστότητας.

Μέση ημερήσια ποσότητα (ADA)

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 1]

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

[ποσοτικό κριτήριο ρευστότητας 2]

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά δικαιώματα εκπομπής του τύπου δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA), όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά δικαιώματα εκπομπής του τύπου δικαιώματα εκπομπής του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA), όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά δικαιώματα εκπομπής του τύπου πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER), όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

χρηματοπιστωτικό μέσο που αφορά δικαιώματα εκπομπής του τύπου μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU), όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

150 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

5

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Για τον προσδιορισμό των κατηγοριών χρηματοπιστωτικών μέσων για τα οποία θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο β), εφαρμόζεται η ακόλουθη μεθοδολογία

Άλλα παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

 

παράγωγο επί δικαιωμάτων εκπομπής του οποίου το υποκείμενο στοιχείο δεν είναι δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA), δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA), πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER) και μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

οποιοδήποτε άλλο παράγωγο επί δικαιωμάτων εκπομπής για το οποίο θεωρείται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά


Πίνακας 13.2

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Συναλλαγές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των ορίων

Εκατοστημόρια και κατώτατα όρια που πρέπει να εφαρμόζονται για τον υπολογισμό των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ορίων SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Συναλλαγή — εκατοστημόριο

Κατώτατο όριο

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

S1

S2

S3

S4

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

90 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

100 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

συναλλαγές που εκτελούνται σε όλα τα παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

συναλλαγές που εκτελούνται σε παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

συναλλαγές που εκτελούνται σε παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

S1

S2

S3

S4

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

70

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

80

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

30

40

50

60


Πίνακας 13.3

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής — προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού — Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού

Προσυναλλακτικά και μετασυναλλακτικά όρια SSTI και LIS για κατηγορίες επιμέρους στοιχείων ενεργητικού για τις οποίες καθορίζεται ότι δεν υπάρχει ρευστή αγορά

Προσυναλλακτικό SSTI

Προσυναλλακτικό LIS

Μετασυναλλακτικό SSTI

Μετασυναλλακτικό LIS

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Τιμή ορίου

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUA)

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

90 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

100 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUAA)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου πιστοποιημένες μειώσεις εκπομπών (CER)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής των οποίων το υποκείμενο στοιχείο είναι του τύπου μονάδες μείωσης των εκπομπών (ERU)

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

Άλλα παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

20 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

25 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

40 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα

50 000 τόνοι ισοδυνάμου διοξειδίου του άνθρακα


(1)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) (ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1).

(2)  Οδηγία 2009/101/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 48 δεύτερο εδάφιο της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων, με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες (ΕΕ L 258 της 1.10.2009, σ. 11).

(3)  Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 275 της 25.10.2003, σ. 32).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

Δεδομένα αναφοράς που πρέπει να παρέχονται για τους σκοπούς των υπολογισμών διαφάνειας

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων για τον πίνακα 2

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές:

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

ο αριθμός μπορεί να συνοδεύεται από πρόθημα «-» (μείον), το οποίο υποδηλώνει αρνητικό αριθμό.

Κατά περίπτωση, οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{COUNTRYCODE_2}

2 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός χώρας με 2 γράμματα, όπως ορίζεται στον κωδικό χώρας ISO 3166-1 alpha-2

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες θα πρέπει να έχουν τον εξής μορφότυπο:

YYYY-MM-DD.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{LEI}

20 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στο ISO 17442

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{INDEX}

4 αλφαβητικοί χαρακτήρες

«EONA» — EONIA

«EONS» — EONIA SWAP

«EURI» — Euribor

«EUUS» — EURODOLLAR

«EUCH» — EuroSwiss

«GCFR» — GCF REPO

«ISDA» — ISDAFIX

«LIBI» — LIBID

«LIBO» — LIBOR

«MAAA» — Muni AAA

«PFAN» — Pfandbriefe

«TIBO» — TIBOR

«STBO» — STIBOR

«BBSW» — BBSW

«JIBA» — JIBAR

«BUBO» — BUBOR

«CDOR» — CDOR

«CIBO» — CIBOR

«MOSP» — MOSPRIM

«NIBO» — NIBOR

«PRBO» — PRIBOR

«TLBO» — TELBOR

«WIBO» — WIBOR

«TREA» — Treasury (Δημόσιο Ταμείο)

«SWAP» — SWAP (συμφωνία ανταλλαγής)

«FUSW» — Future SWAP (συμφωνία ανταλλαγής μελλοντικής εκπλήρωσης)


Πίνακας 2

Λεπτομέρειες των δεδομένων αναφοράς που πρέπει να παρέχονται για τους σκοπούς των υπολογισμών διαφάνειας

#

ΠΕΔΙΟ

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ

ΜΟΡΦΟΤΥΠΟΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ

1

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ISIN}

2

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ALPHANUM-350}

3

Αναγνωριστικός κωδικός MiFIR

Προσδιορισμός των μη μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων

 

Τιτλοποιημένα παράγωγα, όπως ορίζονται στο παράρτημα III τμήμα 4 πίνακας 4.1

 

Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP), όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 28) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

 

Ομολογίες (για όλες τις ομολογίες πλην των ETC και ETN), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

 

ETC, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διευκρινίζονται περαιτέρω στο παράρτημα III τμήμα 2 πίνακας 2.4

 

ETN, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και διευκρινίζονται περαιτέρω στο παράρτημα III τμήμα 2 πίνακας 2.4

 

Δικαιώματα εκπομπής, όπως ορίζονται στο παράρτημα III τμήμα 12 πίνακας 12.1

 

Παράγωγο, όπως ορίζεται στο παράρτημα I τμήμα Γ 4) έως 10) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SDRV» — Τιτλοποιημένα παράγωγα

 

«SFPS» — Δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα (SFP)

 

«BOND» — Ομολογίες

 

«ETCS» — ETC

 

«ETNS» — ETN

 

«EMAL» — Δικαιώματα εκπομπής

 

«DERV» — Παράγωγο

4

Κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου τίτλου

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι τιτλοποιημένο παράγωγο ή παράγωγο.

«INTR» — Επιτόκιο

«EQUI» — Μετοχή

«COMM» — Βασικό εμπόρευμα

«CRDT» — Πίστωση

«CURR» — Νόμισμα

«EMAL» — Δικαιώματα εκπομπής

5

Είδος σύμβασης

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο.

«OPTN» — Δικαιώματα προαίρεσης

«FUTR» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης

«FRAS» — Προθεσμιακές συμφωνίες επιτοκίων (FRA)

«FORW» — Προθεσμιακές συμφωνίες

«SWAP» — Συμφωνίες ανταλλαγής

«PSWP» — Συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου

«SWPT» — Δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής

«FONS» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε συμφωνία ανταλλαγής

«FWOS» — Προθεσμιακές συμφωνίες σε συμφωνία ανταλλαγής

«FFAS» — Συμφωνίες προθεσμιακής αγοράς ναύλων (FFA)

«SPDB» — Τοποθετήσεις επί διαφοράς (spread betting)

«CFDS» — Συμβάσεις επί διαφοράς

«OTHR» — Άλλο

6

Ημέρα υποβολής αναφοράς

Ημέρα κατά την οποία παρέχονται τα στοιχεία αναφοράς

{DATEFORMAT}

7

Τόπος διαπραγμάτευσης

Κωδικός MIC τμήματος («segment MIC») για τον τόπο διαπραγμάτευσης, εάν είναι διαθέσιμος, ειδάλλως κωδικός MIC λειτουργίας («operational MIC»).

{MIC}

8

Ληκτότητα

Ληκτότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου. Πεδίο που ισχύει για τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού ομολογιών, παραγώγων επί επιτοκίων, παραγώγων επί μετοχών, παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων, παραγώγων επί συναλλάγματος, πιστωτικών παραγώγων, παραγώγων C10 και παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής.

{DATEFORMAT}

Πεδία σχετικά με ομολογίες (όλα τα είδη ομολογιών πλην των ETC και ETN)

9

Είδος ομολογίας

Είδος ομολογίας, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 2 πίνακας 2.2. Συμπληρώνεται μόνον όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR αντιστοιχεί σε ομολογίες.

«EUSB» — Κρατική ομολογία

«OEPB» — Άλλες ομολογίες του Δημοσίου

«CVTB» — Μετατρέψιμη ομολογία

«CVDB» — Καλυμμένη ομολογία

«CRPB» — Εταιρική ομολογία

«OTHR» — Άλλο

10

Ημερομηνία έκδοσης

Ημερομηνία κατά την οποία εκδίδεται και αρχίζει να τοκίζεται μια ομολογία.

{DATEFORMAT}

Πεδία σχετικά με δικαιώματα εκπομπής

Τα πεδία σε αυτό το τμήμα θα πρέπει να συμπληρώνονται μόνον για δικαιώματα εκπομπής, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 12 πίνακας 12.1

11

Επιμέρους είδος δικαιωμάτων εκπομπής

Δικαιώματα εκπομπής

«CERE» — Πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών (CER)

«ERUE» — Μονάδα μείωσης των εκπομπών (ERU)

«EUAE» — Γενικά δικαιώματα εκπομπής ΕΕ (EUA)

«EUAA» — Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUΑΑ)

Πεδία σχετικά με παράγωγα

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων και παράγωγα C10

12

Προσδιορισμός του μεγέθους που σχετίζεται με το επιμέρους είδος φορτίου

Το πεδίο συμπληρώνεται όταν το προϊόν βάσης που καθορίζεται στον πίνακα 2 πεδίο 35 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/585 αντιστοιχεί σε ναύλο.

{ALPHANUM-25}

13

Ειδική διαδρομή ή μέση χρονοναύλωση

Το πεδίο συμπληρώνεται όταν το προϊόν βάσης που καθορίζεται στον πίνακα 2 πεδίο 35 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/585 αντιστοιχεί σε ναύλο.

{ALPHANUM-25}

14

Τόπος παράδοσης/διακανονισμού σε μετρητά

Το πεδίο συμπληρώνεται όταν το προϊόν βάσης που καθορίζεται στον πίνακα 2 πεδίο 35 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/585 αντιστοιχεί σε ενέργεια.

{ALPHANUM-25}

15

Ονομαστικό νόμισμα

Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό.

{CURRENCYCODE_3}

Παράγωγα επί επιτοκίων

Τα πεδία σε αυτό το τμήμα θα πρέπει να συμπληρώνονται μόνον για παράγωγα επί επιτοκίων, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 5 πίνακας 5.1

16

Είδος υποκείμενου τίτλου

Συμπληρώνεται για είδος σύμβασης διαφορετικό από συμφωνίες ανταλλαγής, δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε συμφωνία ανταλλαγής και προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής με μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές

Συμπληρώνεται για τα είδη σύμβασης συμφωνίες ανταλλαγής, δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης σε συμφωνία ανταλλαγής και προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής σε σχέση με την υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής με μία από τις ακόλουθες εναλλακτικές

«BOND» — Ομολογία

«BNDF» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί ομολογιών

«INTR» — Επιτόκιο

«IFUT» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί επιτοκίων (FRA)

«FFMC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

«XFMC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΜΕ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

«XXMC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΜΕ ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

«OSMC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ OIS ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

«IFMC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

«FFSC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

«XFSC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΜΕ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

«XXSC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΜΕ ΣΤΑΘΕΡΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

«OSSC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ OIS ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

«IFSC» — ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ

17

Εκδότης της υποκείμενης ομολογίας

Συμπληρώνεται όταν το υποκείμενο είδος είναι ομολογία ή συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης επί ομολογιών, με τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI) του εκδότη της άμεσης ή της τελικής υποκείμενης ομολογίας.

{LEI}

18

Ημερομηνία ληκτότητας της υποκείμενης ομολογίας

Συμπληρώνεται με την ημερομηνία ληκτότητας της υποκείμενης ομολογίας.

Το πεδίο αφορά χρεωστικούς τίτλους με καθορισμένη ληκτότητα.

{DATEFORMAT}

19

Ημερομηνία έκδοσης της υποκείμενης ομολογίας

Συμπληρώνεται με την ημερομηνία έκδοσης της υποκείμενης ομολογίας

{DATEFORMAT}

20

Ονομαστικό νόμισμα του δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής

Συμπληρώνεται για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής.

{CURRENCYCODE_3}

21

Ληκτότητα της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής

Συμπληρώνεται για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί συμφωνιών ανταλλαγής και προθεσμιακές συμφωνίες επί συμφωνίας ανταλλαγής μόνον.

{DATEFORMAT}

22

Κωδικός ISIN δείκτη πληθωρισμού

Στην περίπτωση των δικαιωμάτων προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής για έναν από τους ακόλουθους τύπους υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής: συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα· όποτε ο δείκτης πληθωρισμού έχει ISIN, το πεδίο πρέπει να συμπληρώνεται με τον κωδικό ISIN για τον συγκεκριμένο δείκτη.

{ISIN}

23

Ονομασία δείκτη πληθωρισμού

Συμπληρώνεται με την τυποποιημένη ονομασία του δείκτη, στην περίπτωση των δικαιωμάτων προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής για ένα από τα ακόλουθα είδη υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής: συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνίες ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού στο ίδιο νόμισμα, συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης/προθεσμιακές συμβάσεις σε συμφωνία ανταλλαγής βάσει του πληθωρισμού σε πολλά νομίσματα.

{ALPHANUM-25}

24

Επιτόκιο αναφοράς

Ονομασία του επιτοκίου αναφοράς.

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν το επιτόκιο αναφοράς δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

25

Διάρκεια επιτοκίου της σύμβασης

Σε αυτό το πεδίο αναφέρεται η διάρκεια της σύμβασης. Η διάρκεια εκφράζεται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

Παράγωγα επί συναλλάγματος

Τα πεδία σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να συμπληρώνονται μόνον για παράγωγα επί συναλλάγματος, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 8 πίνακας 8.1

26

Επιμέρους είδος σύμβασης

Συμπληρώνεται ώστε να διαφοροποιούνται οι παραδοτέες και οι μη παραδοτέες προθεσμιακές συμβάσεις, τα δικαιώματα προαίρεσης και οι συμφωνίες ανταλλαγής, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 8 πίνακας 8.1.

«DLVB» — Παραδοτέο

«NDLV» — Μη παραδοτέο

Παράγωγα επί μετοχών

Τα πεδία θα πρέπει να συμπληρώνονται για παράγωγα επί μετοχών, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 6 πίνακας 6.1.

27

Είδος υποκείμενου τίτλου

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο, η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου στοιχείου είναι μετοχή και η κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού δεν είναι ούτε συμφωνίες ανταλλαγής ούτε χαρτοφυλάκιο συμφωνιών ανταλλαγής.

«STIX» — Χρηματιστηριακός δείκτης

«SHRS» — Μετοχές

«DIVI» — Δείκτης μερισμάτων

«DVSE» — Μερίσματα μετοχών

«BSKT» — Καλάθι μετοχών που προκύπτει από εταιρική πράξη

«ETFS» — ΔΑΚ/ETF

«VOLI» — Δείκτης μεταβλητότητας

«OTHR» — Άλλο (συμπεριλαμβανομένων πιστοποιητικών αποθετηρίου, πιστοποιητικών και άλλων μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων)

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο, η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου στοιχείου είναι μετοχή, η κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού είναι είτε συμφωνίες ανταλλαγής είτε χαρτοφυλάκιο συμφωνιών ανταλλαγής και το κριτήριο κατάτμησης 2 που ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 6 πίνακας 6.1 είναι μεμονωμένος πιστούχος.

«SHRS» — Μετοχές

«DVSE» — Μερίσματα μετοχών

«ETFS» — ΔΑΚ/ETF

«OTHR» — Άλλο (συμπεριλαμβανομένων πιστοποιητικών αποθετηρίου, πιστοποιητικών και άλλων μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων)

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο, η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου στοιχείου είναι μετοχή, η κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού είναι είτε συμφωνίες ανταλλαγής είτε χαρτοφυλάκιο συμφωνιών ανταλλαγής και το κριτήριο κατάτμησης 2 που ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 6 πίνακας 6.1 είναι δείκτης.

«STIX» — Χρηματιστηριακός δείκτης

«DIVI» — Δείκτης μερισμάτων

«VOLI» — Δείκτης μεταβλητότητας

«OTHR» — Άλλο

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο, η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου στοιχείου είναι μετοχή, η κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού είναι είτε συμφωνίες ανταλλαγής είτε χαρτοφυλάκιο συμφωνιών ανταλλαγής και το κριτήριο κατάτμησης 2 που ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 6 πίνακας 6.1 είναι καλάθι.

«BSKT» — Καλάθι

28

Παράμετρος

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο, η κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου στοιχείου είναι μετοχή και η κατηγορία επιμέρους στοιχείων ενεργητικού είναι ένα από τα εξής: συμφωνίες ανταλλαγής, συμφωνίες ανταλλαγής χαρτοφυλακίου.

«PRBP» — Βασική παράμετρος απόδοσης με επιστροφή του αντιτίμου

«PRDV» — Παράμετρος μερισματικής απόδοσης

«PRVA» — Παράμετρος διακύμανσης της απόδοσης

«PRVO» — Παράμετρος μεταβλητότητας της απόδοσης

Συμβάσεις επί διαφοράς (CFD)

Τα πεδία θα πρέπει να συμπληρώνονται μόνον όταν ο τύπος της σύμβασης είναι σύμβαση επί διαφοράς ή τοποθέτηση επί διαφοράς (spread betting).

29

Είδος υποκείμενου τίτλου

Συμπληρώνεται όταν ο αναγνωριστικός κωδικός MiFIR είναι παράγωγο και το είδος της σύμβασης αντιστοιχεί σε σύμβαση επί διαφοράς ή τοποθέτηση επί διαφοράς (spread betting).

«CURR» — Νόμισμα

«EQUI» — Μετοχή

«BOND» — Ομολογίες

«FTEQ» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επί μετοχής

«OPEQ» — Δικαιώματα προαίρεσης επί μετοχής

«COMM» — Βασικό εμπόρευμα

«EMAL» — Δικαιώματα εκπομπής

«OTHR» — Άλλο

30

Ονομαστικό νόμισμα 1

Νόμισμα 1 του υποκείμενου ζεύγους νομισμάτων. Το πεδίο αυτό ισχύει όταν το είδος υποκείμενου τίτλου είναι νόμισμα.

{CURRENCYCODE_3}

31

Ονομαστικό νόμισμα 2

Νόμισμα 2 του υποκείμενου ζεύγους νομισμάτων. Το πεδίο αυτό ισχύει όταν το είδος υποκείμενου τίτλου είναι νόμισμα.

{CURRENCYCODE_3}

Πιστωτικά παράγωγα

32

Κωδικός ISIN της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης

Συμπληρώνεται για παράγωγα επί συμφωνιών ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης με τον κωδικό ISIN της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής.

{ISIN}

33

Κωδικός του υποκείμενου δείκτη

Συμπληρώνεται για παράγωγα επί δείκτη CDS με τον κωδικό ISIN του δείκτη.

{ISIN}

34

Ονομασία του υποκείμενου δείκτη

Συμπληρώνεται για παράγωγα επί δείκτη CDS με την τυποποιημένη ονομασία του δείκτη.

{ALPHANUM-25}

35

Σειρά

Ο αριθμός σειράς της σύνθεσης του δείκτη, εάν ισχύει.

Συμπληρώνεται για δείκτη CDS ή παράγωγο επί δείκτη CDS με τη σειρά του δείκτη CDS.

{DECIMAL-18/17}

36

Έκδοση

Νέα έκδοση της σειράς εκδίδεται εάν ένα από τα στοιχεία παρουσιάσει αθέτηση και ο δείκτης πρέπει να σταθμιστεί εκ νέου, ώστε να αντιστοιχεί στον νέο αριθμό του συνόλου των στοιχείων που συνθέτουν τον δείκτη.

Συμπληρώνεται για δείκτη CDS ή παράγωγο επί δείκτη CDS με την έκδοση του δείκτη CDS.

{DECIMAL-18/17}

37

Μήνες ανανέωσης

Όλοι οι μήνες κατά τους οποίους αναμένεται ανανέωση, όπως καθορίζεται από τον πάροχο του δείκτη για ένα δεδομένο έτος. Το πεδίο θα πρέπει να επαναλαμβάνεται για κάθε μήνα της ανανέωσης.

Συμπληρώνεται για δείκτη CDS ή παράγωγο επί δείκτη CDS.

«01», «02», «03», «04», «05», «06», «07», «08», «09», «10», «11», «12»

38

Ημερομηνία επόμενης ανανέωσης

Συμπληρώνεται στην περίπτωση δείκτη CDS ή παραγώγου επί δείκτη CDS με την επόμενη ημερομηνία ανανέωσης του δείκτη, όπως καθορίζεται από τον πάροχο του δείκτη.

{DATEFORMAT}

39

Εκδότης κρατικού και δημόσιου τύπου

Συμπληρώνεται όταν η οντότητα αναφοράς ενός CDS μεμονωμένου πιστούχου ή παράγωγου επί CDS μεμονωμένου πιστούχου είναι κρατικός εκδότης, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 9 πίνακας 9.1.

«TRUE» — η οντότητα αναφοράς είναι εκδότης κρατικού και δημόσιου τύπου

«FALSE» — η οντότητα αναφοράς δεν είναι εκδότης κρατικού και δημόσιου τύπου

40

Υποχρέωση αναφοράς

Συμπληρώνεται για ένα παράγωγο επί συμφωνίας ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης μεμονωμένου πιστούχου με το ISIN της υποχρέωσης αναφοράς.

{ISIN}

41

Οντότητα αναφοράς

Συμπληρώνεται με την οντότητα αναφοράς CDS μεμονωμένου πιστούχου ή παραγώγου επί CDS μεμονωμένου πιστούχου.

{COUNTRYCODE_2}

ή

Κωδικός χώρας με 2 γράμματα, βάσει του ISO 3166-2, που ακολουθείται από παύλα «-» και κωδικό υποδιαίρεσης χώρας με έως 3 αλφαριθμητικούς χαρακτήρες

ή

{LEI}

42

Ονομαστικό νόμισμα

Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό.

{CURRENCYCODE_3}

Παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής

Τα πεδία σε αυτό το τμήμα θα πρέπει να συμπληρώνονται μόνον για παράγωγα επί δικαιωμάτων εκπομπής, όπως ορίζεται στο παράρτημα III τμήμα 13 πίνακας 13.1

43

Επιμέρους είδος παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής

Συμπληρώνεται όταν η μεταβλητή #3 «αναγνωριστικός κωδικός MiFIR» είναι «DERV» — παράγωγο και η μεταβλητή #4 «κατηγορία στοιχείων ενεργητικού του υποκείμενου τίτλου» είναι «EMAL» — δικαιώματα εκπομπής.

«CERE» — Πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών (CER)

«ERUE» — Μονάδα μείωσης των εκπομπών (ERU)

«EUAE» — Γενικά δικαιώματα εκπομπής ΕΕ (EUA)

«EUAA» — Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών (EUΑΑ)

«OTHR» — Άλλο


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/350


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/584 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν οργανωτικές απαιτήσεις για τόπους διαπραγμάτευσης

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχεία α), γ) και ζ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι πολύ σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι τόποι διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών διαθέτουν επαρκή συστήματα και ελέγχους.

(2)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται όχι μόνον στις ρυθμιζόμενες αγορές, αλλά και στους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τους μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στο άρθρο 18 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(3)

Ο αντίκτυπος της τεχνολογικής εξέλιξης και, ιδίως, οι αλγοριθμικές συναλλαγές αποτελούν έναν από τους κύριους παράγοντες που καθορίζουν τη χωρητικότητα και τις ρυθμίσεις διαχείρισης των τόπων διαπραγμάτευσης. Οι κίνδυνοι που ανακύπτουν από τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών μπορεί να εμφανίζονται σε οποιουδήποτε είδους σύστημα συναλλαγών υποστηριζόμενο με ηλεκτρονικά μέσα. Επομένως, θα πρέπει να καθοριστούν ειδικές οργανωτικές απαιτήσεις σχετικά με τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τους μηχανισμούς οργανωμένης διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν ή καθιστούν δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών μέσω των συστημάτων τους. Τέτοια συστήματα συναλλαγών είναι τα συστήματα στα οποία μπορούν να πραγματοποιούνται αλγοριθμικές συναλλαγές σε αντίθεση με συστήματα συναλλαγών στα οποία δεν επιτρέπεται η διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων συναλλαγών στα οποία οι συναλλαγές κανονίζονται μέσω προφορικής διαπραγμάτευσης.

(4)

Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης, ο ρόλος του τμήματος συμμόρφωσης, η στελέχωση και η εξωτερική ανάθεση θα πρέπει να ρυθμίζονται στο πλαίσιο των οργανωτικών απαιτήσεων, ώστε να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των ηλεκτρονικών συστημάτων συναλλαγών.

(5)

Θα πρέπει να καθοριστούν απαιτήσεις όσον αφορά τα συστήματα των τόπων διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν ή καθιστούν δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εφαρμογή τους θα πρέπει να πραγματοποιείται σε συνάρτηση με αυτοαξιολόγηση, την οποία πρέπει να διενεργεί κάθε τόπος διαπραγμάτευσης, καθώς δεν παρουσιάζουν όλα τα μοντέλα διαπραγμάτευσης τους ίδιους κινδύνους. Επομένως, ορισμένες οργανωτικές απαιτήσεις μπορεί να μην είναι κατάλληλες για ορισμένα μοντέλα διαπραγμάτευσης, παρόλο που τα συστήματα συναλλαγών τους θα μπορούσαν να υποστηρίζονται σε κάποιον βαθμό με ηλεκτρονικά μέσα. Ειδικότερα, οι ειδικές απαιτήσεις που θα καθοριστούν σχετικά με συστήματα αιτήσεων προσδιορισμού τιμής ή υβριδικά συστήματα θα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας αλγοριθμικών συναλλαγών που διενεργείται. Επίσης, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να καθορίζουν αυστηρότερες απαιτήσεις, στην περίπτωση που είναι απαραίτητο.

(6)

Οι κίνδυνοι που απορρέουν από τις αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να λαμβάνονται προσεκτικά υπόψη, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στους κινδύνους που μπορεί να επηρεάζουν τα βασικά στοιχεία ενός συστήματος συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένου του υλισμικού, του λογισμικού και των σχετικών γραμμών επικοινωνίας που χρησιμοποιούν οι τόποι διαπραγμάτευσης και τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι πελάτες των τόπων διαπραγμάτευσης («μέλη») για να εκτελέσουν τις δραστηριότητές τους και οποιουδήποτε είδους συστημάτων εκτέλεσης ή συστημάτων διαχείρισης εντολών τα οποία διαχειρίζονται οι τόποι διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των αλγορίθμων αντιστοίχισης.

(7)

Οι οργανωτικές απαιτήσεις που ισχύουν ειδικά για τόπους διαπραγμάτευσης θα πρέπει να καθορίζονται μέσω αξιόπιστης αυτοαξιολόγησης, κατά την οποία θα πρέπει να αξιολογούνται ορισμένες παράμετροι. Η εν λόγω αυτοαξιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες που δεν ορίζονται ρητώς και οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν την οργάνωση των τόπων διαπραγμάτευσης.

(8)

Η ελάχιστη περίοδος τήρησης των αρχείων αυτοαξιολόγησης και δέουσας επιμέλειας των μελών για το σκοπό του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να είναι η ίδια με την περίοδο που ορίζεται για τις γενικές υποχρεώσεις τήρησης αρχείων σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(9)

Στην περίπτωση που οι τόποι διαπραγμάτευσης πρέπει να διενεργούν παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο, η δημιουργία ειδοποιήσεων μετά την εν λόγω παρακολούθηση θα πρέπει να γίνεται στιγμιαία στο μέτρο που το επιτρέπουν οι τεχνικές δυνατότητες και, επομένως, εντός πέντε δευτερολέπτων το πολύ, ώστε να είναι αποτελεσματική. Για τον ίδιο λόγο, οποιεσδήποτε ενέργειες μετά την εν λόγω παρακολούθηση θα πρέπει να αναλαμβάνονται το συντομότερο δυνατό, θεωρώντας ότι υπάρχει εύλογος βαθμός αποτελεσματικότητας και δαπανών για τα συστήματα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου.

(10)

Οι εγκαταστάσεις δοκιμών που παρέχουν οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να θέτουν σε κίνδυνο την εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών. Για τον σκοπό αυτό, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υποχρεούνται να θεσπίσουν κατάλληλη πολιτική θεμιτής χρήσης, να διασφαλίζουν ότι το περιβάλλον δοκιμής είναι σαφώς διαχωρισμένο από το περιβάλλον παραγωγής ή να επιτρέπουν τη διενέργεια δοκιμών μόνο εκτός των ωρών διαπραγμάτευσης.

(11)

Οι δοκιμές συμμόρφωσης θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα βασικότερα στοιχεία του συστήματος ή των αλγορίθμων που χρησιμοποιούν τα μέλη λειτουργούν σωστά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τόπου, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς τους να αλληλεπιδρούν όπως αναμένεται με τη λογική αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης και της κατάλληλης επεξεργασίας των ροών δεδομένων από και προς τον τόπο διαπραγμάτευσης. Οι δοκιμές για την αντιμετώπιση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών θα πρέπει να σχεδιάζονται έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν συγκεκριμένα την αντίδραση του αλγορίθμου ή της στρατηγικής σε συνθήκες που μπορεί να προκαλέσουν διατάραξη της αγοράς.

(12)

Στην περίπτωση που οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν ρυθμίσεις για τη δοκιμή αλγορίθμων παρέχοντας σύμβολα δοκιμών, θα πρέπει να θεωρείται ότι εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους να παρέχουν εγκαταστάσεις δοκιμών για την αντιμετώπιση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών. Για να είναι σε θέση τα μέλη να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τα εν λόγω σύμβολα δοκιμών, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να δημοσιεύουν τις προδιαγραφές και τα χαρακτηριστικά των συμβόλων δοκιμών με τον ίδιο βαθμό λεπτομέρειας με τον οποίο αυτά δημοσιεύθηκαν για πραγματικές συμβάσεις παραγωγής.

(13)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν μέσα ώστε να διευκολύνουν τις δοκιμές για την αντιμετώπιση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών. Ωστόσο, τα μέλη τους δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα εν λόγω μέσα. Η λήψη από τους τόπους διαπραγμάτευσης δήλωσης των μελών τους με την οποία επιβεβαιώνουν ότι έχουν πραγματοποιηθεί οι εν λόγω δοκιμές και αναφέρουν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εν λόγω δοκιμές θα πρέπει να θεωρείται επαρκής εγγύηση, αλλά οι τόποι διαπραγμάτευσης δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να επικυρώσουν την επάρκεια των εν λόγω μέσων ή το αποτέλεσμα των εν λόγω δοκιμών.

(14)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν κατάλληλο εξοπλισμό, ώστε να ακυρώνουν ανεκτέλεστες εντολές ως μέτρο έκτακτης ανάγκης, στην περίπτωση που ανακύπτουν απροσδόκητες περιστάσεις.

(15)

Η παροχή υπηρεσίας άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης (ΑΗΠ) σε απροσδιόριστο αριθμό προσώπων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τον πάροχο της υπηρεσίας αυτής και, επίσης, την ανθεκτικότητα και τη χωρητικότητα του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποστέλλονται οι εντολές. Για την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων, στην περίπτωση που οι τόποι διαπραγμάτευσης επιτρέπουν την εκχώρηση αρμοδιοτήτων, ο πάροχος ΑΗΠ θα πρέπει να μπορεί να προσδιορίσει τις διάφορες ροές εντολών από τους δικαιούχους της εκχώρησης.

(16)

Στην περίπτωση που ένας τόπος διαπραγμάτευσης επιτρέπει την απευθείας πρόσβαση, οι υποψήφιοι πελάτες απευθείας πρόσβασης θα πρέπει να υπόκεινται σε διαδικασία αδειοδότησης από τον τόπο διαπραγμάτευσης. Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει επίσης να μπορούν να αποφασίζουν ότι η παροχή υπηρεσιών άμεσης πρόσβασης στην αγορά από τα μέλη τους υπόκειται σε χορήγηση άδειας.

(17)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να προσδιορίζουν τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν τα μέλη τους, ώστε αυτά να επιτρέπεται να παρέχουν ΑΗΠ, και να καθορίζουν τα ελάχιστα πρότυπα που πρέπει να πληρούν οι υποψήφιοι πελάτες ΑΗΠ κατά τη διαδικασία δέουσας επιμέλειας. Οι εν λόγω απαιτήσεις και τα εν λόγω πρότυπα θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα με βάση τους κινδύνους που εγείρονται λόγω του χαρακτήρα, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των αναμενόμενων συναλλαγών, καθώς και της παρεχόμενης υπηρεσίας. Ειδικότερα, θα πρέπει να περιλαμβάνουν αξιολόγηση του επιπέδου των αναμενόμενων συναλλαγών, του όγκου εντολών και του τύπου της παρεχόμενης σύνδεσης.

(18)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι απαραίτητο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(19)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών στην Επιτροπή.

(20)

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συγκροτήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΠΟΥ ΚΑΘΙΣΤΟΥΝ ΔΥΝΑΤΗ Ή ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΑΛΓΟΡΙΘΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

(άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ο παρών κανονισμός ορίζει λεπτομερείς κανόνες για τις οργανωτικές απαιτήσεις των συστημάτων των τόπων διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν ή καθιστούν δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών, όσον αφορά την ανθεκτικότητα και τη χωρητικότητά τους, τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούν οι τόποι διαπραγμάτευσης για να διασφαλίζεται η κατάλληλη δοκιμή των αλγορίθμων και τις απαιτήσεις που αφορούν την ΑΗΠ σύμφωνα το άρθρο 48 παράγραφος 12 στοιχεία α), β) και ζ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ένας τόπος διαπραγμάτευσης θεωρείται ότι επιτρέπει ή καθιστά δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών όταν η υποβολή εντολών και η αντιστοίχιση εντολών πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα.

3.   Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οποιεσδήποτε ρυθμίσεις ή οποιαδήποτε συστήματα που επιτρέπουν ή καθιστούν δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών θεωρούνται «συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών».

Άρθρο 2

Αυτοαξιολογήσεις συμμόρφωσης με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

(άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Πριν να χρησιμοποιηθεί ένα σύστημα συναλλαγών και τουλάχιστον μία φορά ετησίως, οι τόποι διαπραγμάτευσης αυτοαξιολογούν τη συμμόρφωσή τους με το άρθρο 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Η αυτοαξιολόγηση περιλαμβάνει ανάλυση όλων των παραμέτρων που ορίζονται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης τηρούν αρχείο της αυτοαξιολόγησης που διενήργησαν για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 3

Διακυβέρνηση των τόπων διαπραγμάτευσης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ως μέρος του συνολικού τους πλαισίου διακυβέρνησης και λήψης αποφάσεων, οι τόποι διαπραγμάτευσης διαμορφώνουν και παρακολουθούν τα συστήματα συναλλαγών τους μέσω μιας σαφούς και τυποποιημένης ρύθμισης διακυβέρνησης, η οποία ορίζει:

α)

την ανάλυση τεχνικών ζητημάτων, ζητημάτων κινδύνου και συμμόρφωσης την οποία πραγματοποιούν κατά τη λήψη εξαιρετικά σημαντικών αποφάσεων·

β)

σαφείς γραμμές λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για την έγκριση της ανάπτυξης, της χρησιμοποίησης και μεταγενέστερων επικαιροποιήσεων συστημάτων συναλλαγών και για την επίλυση προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την παρακολούθηση των συστημάτων συναλλαγών·

γ)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την κοινοποίηση πληροφοριών, έτσι ώστε να μπορούν να ζητούνται και να εφαρμόζονται οδηγίες κατά τρόπο αποδοτικό και έγκαιρο·

δ)

διαχωρισμό καθηκόντων και αρμοδιοτήτων, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης από τους τόπους διαπραγμάτευσης.

2.   Το διοικητικό όργανο ή τα ανώτερα διοικητικά στελέχη των τόπων διαπραγμάτευσης εγκρίνουν:

α)

την αυτοαξιολόγηση της συμμόρφωσης σύμφωνα με το άρθρο 2·

β)

μέτρα για την επέκταση της χωρητικότητας του τόπου διαπραγμάτευσης, στην περίπτωση που είναι απαραίτητο για τη συμμόρφωση με το άρθρο 11·

γ)

ενέργειες για την αποκατάσταση σημαντικών ελλείψεων που εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 και μετά την περιοδική επανεξέταση των επιδόσεων και της χωρητικότητας των συστημάτων συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 4

Τμήμα συμμόρφωσης εντός των ρυθμίσεων διακυβέρνησης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι το τμήμα συμμόρφωσής τους είναι υπεύθυνο για:

α)

την παροχή διασαφηνίσεων σε όλα τα μέλη του προσωπικού που ασχολούνται με τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών σχετικά με τις νομικές υποχρεώσεις των τόπων διαπραγμάτευσης όσον αφορά τις εν λόγω συναλλαγές·

β)

την ανάπτυξη και τη διατήρηση πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες διασφαλίζουν ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών συμμορφώνονται με τις εν λόγω υποχρεώσεις.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό τους να κατανοεί τουλάχιστον γενικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών και οι αλγόριθμοι.

Το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό είναι σε συνεχή επικοινωνία με πρόσωπα εντός του τόπου διαπραγμάτευσης τα οποία διαθέτουν λεπτομερείς τεχνικές γνώσεις σχετικά με τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών ή τους αλγορίθμους του τόπου.

Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν επίσης ώστε το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό να βρίσκεται, ανά πάσα στιγμή, σε άμεση επικοινωνία με πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στη λειτουργική δυνατότητα που αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 2 στοιχείο γ) («λειτουργική δυνατότητα τερματισμού») ή να έχει, ανά πάσα στιγμή, πρόσβαση στην εν λόγω λειτουργική δυνατότητα τερματισμού και στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για το σύστημα αλγοριθμικών συναλλαγών.

3.   Στην περίπτωση που το τμήμα συμμόρφωσης ή στοιχεία αυτού έχουν ανατεθεί εξωτερικά σε τρίτο πρόσωπο, οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν στο τρίτο πρόσωπο την ίδια πρόσβαση σε πληροφορίες την οποία θα παρείχαν στο δικό τους αρμόδιο για θέματα συμμόρφωσης προσωπικό. Οι τόποι διαπραγμάτευσης συνάπτουν συμφωνία με τους εν λόγω συμβούλους για θέματα συμμόρφωσης, με την οποία διασφαλίζεται ότι:

α)

το απόρρητο των δεδομένων είναι εγγυημένο·

β)

δεν παρεμποδίζεται ο έλεγχος του τμήματος συμμόρφωσης από εσωτερικούς και εξωτερικούς ελεγκτές ή από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 5

Στελέχωση

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης απασχολούν επαρκή αριθμό προσωπικού που διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες για τη διαχείριση των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών και των αλγορίθμων συναλλαγών τους και επαρκείς γνώσεις:

α)

των οικείων συστημάτων και αλγορίθμων συναλλαγών·

β)

της παρακολούθησης και της δοκιμής των εν λόγω συστημάτων και αλγορίθμων·

γ)

των τύπων συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι πελάτες των τόπων διαπραγμάτευσης («μέλη»)·

δ)

των νομικών υποχρεώσεων του τόπου διαπραγμάτευσης.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν τις απαραίτητες δεξιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 προσωπικό διαθέτει τις εν λόγω απαραίτητες δεξιότητες κατά την πρόσληψή του ή τις αποκτά μέσω εκπαίδευσης μετά την πρόσληψη. Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε οι δεξιότητες του εν λόγω προσωπικού να επικαιροποιούνται διαρκώς και αξιολογούν τις εν λόγω δεξιότητες σε τακτική βάση.

3.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 εκπαίδευση του προσωπικού είναι προσαρμοσμένη στην πείρα και στις αρμοδιότητες του προσωπικού, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

4.   Στο αναφερόμενο στην παράγραφο 1 προσωπικό περιλαμβάνεται προσωπικό το οποίο διαθέτει επαρκή αρχαιότητα, ώστε να επιτελεί τα καθήκοντά του αποτελεσματικά εντός του τόπου διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 6

Εξωτερική ανάθεση και προμήθεια

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης που αναθέτουν εξωτερικά το σύνολο ή μέρος των επιχειρησιακών λειτουργιών τους σχετικά με συστήματα που επιτρέπουν ή καθιστούν δυνατή τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών μεριμνούν ώστε:

α)

η συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης να αφορά αποκλειστικά τις επιχειρησιακές λειτουργίες και να μην αλλοιώνει τις αρμοδιότητες των ανώτερων διοικητικών στελεχών και του διοικητικού οργάνου·

β)

να μην αλλοιώνονται η σχέση και οι υποχρεώσεις του τόπου διαπραγμάτευσης προς τα μέλη του, τις αρμόδιες αρχές ή οποιαδήποτε τρίτα μέρη, όπως πελάτες υπηρεσιών παροχής ροών δεδομένων·

γ)

να πληρούν τις απαιτήσεις με τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται, ώστε να έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον τίτλο III της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, στις επιχειρησιακές λειτουργίες περιλαμβάνονται όλες οι άμεσες δραστηριότητες σχετικά με τη λειτουργία και την εποπτεία των συστημάτων συναλλαγών που υποστηρίζουν τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

συνδετικότητα προηγούμενου σταδίου, χωρητικότητα υποβολής εντολών, δυνατότητες περιορισμού και ικανότητα εξισορρόπησης των εντολών πελατών που εισάγονται μέσω διαφορετικών πυλών·

β)

μηχανή διαπραγμάτευσης για την αντιστοίχιση εντολών·

γ)

συνδετικότητα επόμενου σταδίου, επεξεργασία εντολών και συναλλαγών και οποιοσδήποτε άλλος τύπος ροής δεδομένων αγοράς·

δ)

υποδομή για την παρακολούθηση των επιδόσεων των στοιχείων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ).

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης τεκμηριώνουν τη διαδικασία επιλογής του παρόχου υπηρεσιών στον οποίο πρόκειται να εκχωρηθούν οι επιχειρησιακές λειτουργίες («πάροχος υπηρεσιών»). Λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν, πριν από τη σύναψη της συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης και καθ' όλη τη διάρκειά της, ότι πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών διαθέτει την ικανότητα να εκτελεί τις λειτουργίες που του ανατίθενται αξιόπιστα και με επαγγελματισμό και έχει λάβει οποιεσδήποτε άδειες απαιτούμενες από τον νόμο για τους εν λόγω σκοπούς·

β)

ο πάροχος υπηρεσιών εποπτεύει με τον προσήκοντα τρόπο την εκτέλεση των λειτουργιών που του ανατίθενται και διαχειρίζεται κατάλληλα τους κινδύνους που συνδέονται με τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης·

γ)

οι υπηρεσίες που έχουν ανατεθεί παρέχονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές της συμφωνίας εξωτερικής ανάθεσης, οι οποίες βασίζονται σε προκαθορισμένες μεθόδους για την αξιολόγηση του προτύπου επιδόσεων του παρόχου υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων μετρήσεων για τη μέτρηση της παρεχόμενης υπηρεσίας και προδιαγραφών των απαιτήσεων που πρέπει να πληρούνται·

δ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την αποτελεσματική εποπτεία των ανατεθειμένων σε τρίτους λειτουργιών και τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης·

ε)

ο τόπος διαπραγμάτευσης έχει την ικανότητα να λάβει άμεσα μέτρα, αν ο πάροχος υπηρεσιών δεν επιτελεί τις λειτουργίες αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις·

στ)

ο πάροχος υπηρεσιών κοινοποιεί στον τόπο διαπραγμάτευσης οποιοδήποτε γεγονός που ενδέχεται να επηρεάζει ουσιωδώς την ικανότητά του να επιτελέσει τις λειτουργίες που του έχουν ανατεθεί αποτελεσματικά και σύμφωνα με τις νομικές υποχρεώσεις του·

ζ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης είναι σε θέση να καταγγείλει τη συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης στην περίπτωση που είναι απαραίτητο, χωρίς αυτό να θίγει τη συνέχιση και την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει σε πελάτες·

η)

ο πάροχος υπηρεσιών συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγεται ο τόπος διαπραγμάτευσης σε σχέση με τις δραστηριότητες που του ανατίθενται·

θ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει αποτελεσματική πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με τις δραστηριότητες που ανατίθενται σε τρίτους και στις επιχειρηματικές εγκαταστάσεις του παρόχου υπηρεσιών, ενώ οι ελεγκτές του τόπου διαπραγμάτευσης και οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν αποτελεσματική πρόσβαση σε δεδομένα σχετικά με τις δραστηριότητες που ανατίθενται σε τρίτους·

ι)

ο τόπος διαπραγμάτευσης καθορίζει απαιτήσεις τις οποίες πρέπει να πληρούν οι πάροχοι υπηρεσιών για την προστασία εμπιστευτικών πληροφοριών που αφορούν τον τόπο διαπραγμάτευσης και τα μέλη του, καθώς και τις ιδιόκτητες πληροφορίες και το ιδιόκτητο λογισμικό του τόπου·

ια)

ο πάροχος υπηρεσιών πληροί τις αναφερόμενες στο στοιχείο ι) απαιτήσεις·

ιβ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης και ο πάροχος υπηρεσιών θεσπίζουν, εφαρμόζουν και διατηρούν σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την αποκατάσταση λειτουργίας μετά από καταστροφή και πραγματοποιούν περιοδικές δοκιμές των μέσων εφεδρικής λειτουργίας, όταν αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένης υπόψη της επιχειρησιακής λειτουργίας που έχει ανατεθεί εξωτερικά·

ιγ)

η συμφωνία εξωτερικής ανάθεσης προσδιορίζει τις υποχρεώσεις του παρόχου υπηρεσιών στην περίπτωση που αυτός δεν μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες του, συμπεριλαμβανομένης της παροχής της υπηρεσίας από αντικαταστάτρια επιχείρηση·

ιδ)

ο τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τις ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας του παρόχου υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 16.

4.   Οι συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης συνάπτονται γραπτώς και καθορίζουν:

α)

την κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ του παρόχου υπηρεσιών και του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

σαφή περιγραφή:

i)

των επιχειρησιακών λειτουργιών που ανατίθενται εξωτερικά·

ii)

της πρόσβασης του τόπου διαπραγμάτευσης στα βιβλία και στα αρχεία του παρόχου υπηρεσιών·

iii)

της διαδικασίας για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση δυνητικών περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων·

iv)

της ευθύνης που αναλαμβάνει κάθε μέρος·

v)

της διαδικασίας τροποποίησης και καταγγελίας της συμφωνίας.

γ)

τα μέσα προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ο τόπος διαπραγμάτευσης και ο πάροχος υπηρεσιών διευκολύνουν, με οποιονδήποτε τρόπο είναι απαραίτητο, την άσκηση των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για την πρόθεσή τους να αναθέσουν επιχειρησιακές λειτουργίες σε τρίτους στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

όταν ο πάροχος υπηρεσιών παρέχει την ίδια υπηρεσία σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης·

β)

όταν πρόκειται να ανατεθούν σε τρίτους κρίσιμες επιχειρησιακές λειτουργίες που είναι απαραίτητες για τη συνέχιση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων· σε αυτή την περίπτωση οι τόποι διαπραγμάτευσης ζητούν να λάβουν προηγουμένως την άδεια της αρμόδιας αρχής.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο β), στις κρίσιμες επιχειρησιακές λειτουργίες περιλαμβάνονται οι λειτουργίες που είναι απαραίτητες για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και ε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

7.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για οποιεσδήποτε συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης που δεν υπόκεινται σε υποχρέωση προηγούμενης έγκρισης αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΧΩΡΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΤΟΠΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 7

Δέουσα επιμέλεια για τα μέλη των τόπων διαπραγμάτευσης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν τις προϋποθέσεις χρήσης των συστημάτων ηλεκτρονικής υποβολής εντολών που παρέχουν από τα μέλη τους. Οι εν λόγω προϋποθέσεις καθορίζονται έχοντας υπόψη το μοντέλο διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης και καλύπτουν τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

προσυναλλακτικούς ελέγχους της τιμής, του όγκου και της αξίας εντολών και της χρήσης του συστήματος και μετασυναλλακτικούς ελέγχους των δραστηριοτήτων συναλλαγών των μελών·

β)

τα απαιτούμενα προσόντα του προσωπικού που καλύπτει βασικές θέσεις εντός των μελών·

γ)

δοκιμές τεχνικής και λειτουργικής συμμόρφωσης·

δ)

την πολιτική χρήσης της λειτουργικής δυνατότητας τερματισμού·

ε)

διατάξεις σχετικά με το αν το μέλος μπορεί να παρέχει στους πελάτες του άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση στο σύστημα και, αν ναι, τις προϋποθέσεις που εφαρμόζονται για τους εν λόγω πελάτες.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διενεργούν αξιολόγηση δέουσας επιμέλειας των υποψήφιων μελών τους με βάση τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και καθορίζουν τις διαδικασίες για την εν λόγω αξιολόγηση.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διενεργούν ετησίως αξιολόγηση με βάση τον κίνδυνο της συμμόρφωσης των μελών τους με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και ελέγχουν αν τα μέλη τους συνεχίζουν να είναι καταχωρισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων. Η αξιολόγηση με βάση τον κίνδυνο λαμβάνει υπόψη την κλίμακα και τον δυνητικό αντίκτυπο των συναλλαγών που διενεργεί κάθε μέλος, καθώς και το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την τελευταία αξιολόγηση με βάση τον κίνδυνο του εν λόγω μέλους.

4.   Όταν είναι απαραίτητο, οι τόποι διαπραγμάτευσης διενεργούν συμπληρωματικές αξιολογήσεις της συμμόρφωσης των μελών τους με τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, κατόπιν της ετήσιας αξιολόγησης με βάση τον κίνδυνο που ορίζεται στην παράγραφο 3.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν κριτήρια και διαδικασίες για την επιβολή κυρώσεων στα μέλη που δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους. Οι εν λόγω κυρώσεις περιλαμβάνουν αναστολή της πρόσβασης στον τόπο διαπραγμάτευσης και απώλεια της ιδιότητας του μέλους.

6.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης τηρούν για τουλάχιστον πέντε έτη αρχεία:

α)

των όρων και των διαδικασιών διενέργειας της αξιολόγησης δέουσας επιμέλειας·

β)

των κριτηρίων και των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων·

γ)

της αρχικής αξιολόγησης δέουσας επιμέλειας των μελών τους·

δ)

της ετήσιας αξιολόγησης με βάση τον κίνδυνο των μελών τους·

ε)

των μελών που απέτυχαν στην ετήσια αξιολόγηση με βάση τον κίνδυνο και τυχόν κυρώσεων που επιβλήθηκαν στα εν λόγω μέλη.

Άρθρο 8

Δοκιμή των συστημάτων συναλλαγών

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Πριν να χρησιμοποιήσουν ή να επικαιροποιήσουν ένα σύστημα συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης χρησιμοποιούν σαφώς καθορισμένες μεθόδους ανάπτυξης και δοκιμών οι οποίες διασφαλίζουν τουλάχιστον ότι:

α)

το σύστημα συναλλαγών δεν συμπεριφέρεται κατά τρόπο ακούσιο·

β)

οι έλεγχοι συμμόρφωσης και διαχείρισης κινδύνων που είναι ενσωματωμένοι στα συστήματα λειτουργούν όπως θα έπρεπε, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης δημιουργίας αναφορών σφαλμάτων·

γ)

το σύστημα συναλλαγών μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά στην περίπτωση σημαντικής αύξησης του αριθμού των μηνυμάτων που διαχειρίζεται το σύστημα.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι σε θέση να καταδείξουν ανά πάσα στιγμή ότι έχουν λάβει όλα τα εύλογα μέτρα, ώστε να αποφύγουν τη συμβολή των συστημάτων συναλλαγών τους στην πρόκληση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών.

Άρθρο 9

Δοκιμές συμμόρφωσης

(άρθρο 48 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης απαιτούν από τα μέλη τους να πραγματοποιούν δοκιμές συμμόρφωσης πριν να χρησιμοποιήσουν ή να επικαιροποιήσουν σημαντικά:

α)

την πρόσβαση στο σύστημα του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

το σύστημα συναλλαγών, τον αλγόριθμο συναλλαγών ή τη στρατηγική συναλλαγών του μέλους.

2.   Οι δοκιμές συμμόρφωσης διασφαλίζουν ότι η βασική λειτουργία του συστήματος, του αλγορίθμου και της στρατηγικής συναλλαγών του μέλους συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις του τόπου διαπραγμάτευσης.

3.   Οι δοκιμές συμμόρφωσης επαληθεύουν τη λειτουργία των εξής:

α)

της ικανότητας του συστήματος ή του αλγορίθμου να αλληλεπιδρά όπως θα αναμενόταν με τη λογική αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης και της επαρκούς επεξεργασίας των ροών δεδομένων από και προς τον τόπο διαπραγμάτευσης·

β)

των βασικών λειτουργικών δυνατοτήτων, όπως της υποβολής, της τροποποίησης ή της ακύρωσης μιας εντολής ή μιας εκδήλωσης ενδιαφέροντος, μεταφορτώσεων στατικών δεδομένων και δεδομένων της αγοράς και όλων των ροών επιχειρηματικών δεδομένων·

γ)

της συνδετικότητας, συμπεριλαμβανομένης της ακύρωσης της εντολής αποσύνδεσης, της απώλειας και περιορισμών ροών δεδομένων της αγοράς, και της ανάκτησης, συμπεριλαμβανομένης της ενδοημερήσιας επανέναρξης των συναλλαγών, και της διαχείρισης μέσων που έχουν ανασταλεί ή μη επικαιροποιημένων δεδομένων της αγοράς.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν περιβάλλον δοκιμών συμμόρφωσης στα υφιστάμενα και στα υποψήφια μέλη τους, το οποίο:

α)

είναι προσπελάσιμο υπό όρους ισοδύναμους με τους όρους που ισχύουν για τις άλλες υπηρεσίες δοκιμών του τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

παρέχει κατάλογο χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία μπορούν να υποβληθούν σε δοκιμή και είναι αντιπροσωπευτικά κάθε κατηγορίας μέσων που είναι διαθέσιμα στο περιβάλλον παραγωγής·

γ)

είναι διαθέσιμο κατά τις γενικές ώρες λειτουργίας της αγοράς ή, αν είναι διαθέσιμο μόνο εκτός των ωρών λειτουργίας της αγοράς, σε προκαθορισμένη περιοδική βάση·

δ)

υποστηρίζεται από προσωπικό με επαρκείς γνώσεις.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν έκθεση των αποτελεσμάτων των δοκιμών συμμόρφωσης μόνο στα υφιστάμενα ή στα υποψήφια μέλη τους.

6.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης απαιτούν από τα υφιστάμενα και τα υποψήφια μέλη τους να χρησιμοποιούν τις εγκαταστάσεις δοκιμών συμμόρφωσης που διαθέτουν.

7.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε το περιβάλλον δοκιμών να είναι πραγματικά διαχωρισμένο από το περιβάλλον παραγωγής για τη διενέργεια των δοκιμών συμμόρφωσης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 έως 3.

Άρθρο 10

Δοκιμή των αλγορίθμων των μελών για την αποφυγή συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών

(άρθρο 48 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης απαιτούν από τα μέλη τους να πιστοποιούν ότι οι αλγόριθμοι τους οποίους χρησιμοποιούν έχουν υποβληθεί σε δοκιμή ώστε να μην συμβάλλουν ή να μην δημιουργούν συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών πριν από τη χρησιμοποίηση ή τη σημαντική αναβάθμιση ενός αλγορίθμου συναλλαγών ή μιας στρατηγικής συναλλαγών και να εξηγούν τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εν λόγω δοκιμές.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρέχουν στα μέλη τους πρόσβαση σε περιβάλλον δοκιμών το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

εγκαταστάσεις προσομοίωσης οι οποίες αναπαράγουν όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικά το περιβάλλον παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, και οι οποίες παρέχουν τις λειτουργικές δυνατότητες, τα πρωτόκολλα και τη δομή που επιτρέπουν στα μέλη να υποβάλλουν σε δοκιμή ένα εύρος σεναρίων τα οποία θεωρούν ότι αφορούν τη δραστηριότητά τους·

β)

σύμβολα δοκιμών τα οποία έχουν καθοριστεί και διατηρούνται από τον τόπο διαπραγμάτευσης.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε το περιβάλλον δοκιμών να είναι πραγματικά διαχωρισμένο από το περιβάλλον παραγωγής για τη διενέργεια των δοκιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 11

Χωρητικότητα των τόπων διαπραγμάτευσης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε τα συστήματα συναλλαγών τους να διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα για να επιτελούν τις λειτουργίες τους χωρίς να υπάρχουν αστοχίες, διακοπές λειτουργίας ή σφάλματα στα συστήματα κατά τη διενέργεια συναλλαγών αντιστοίχισης, ο αριθμός των οποίων είναι τουλάχιστον ίσος με το διπλάσιο του μέγιστου αριθμού μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο που καταγράφηκε στο εν λόγω σύστημα κατά τη διάρκεια των προηγούμενων πέντε ετών.

Για τους σκοπούς του καθορισμού του μέγιστου αριθμού μηνυμάτων, λαμβάνονται υπόψη τα κατωτέρω μηνύματα:

α)

οποιαδήποτε εισερχόμενα μηνύματα, συμπεριλαμβανομένων εντολών και τροποποιήσεων ή ακυρώσεων εντολών·

β)

οποιαδήποτε εξερχόμενα μηνύματα, συμπεριλαμβανομένης της απόκρισης του συστήματος σε εισερχόμενο μήνυμα, της εμφάνισης δεδομένων του βιβλίου εντολών και της διάδοσης μιας μετασυναλλακτικής ροής που υποδηλώνει ανεξάρτητη χρήση της χωρητικότητας του συστήματος συναλλαγών.

2.   Τα στοιχεία ενός συστήματος συναλλαγών που λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς της παραγράφου 1 είναι τα στοιχεία που υποστηρίζουν τις κατωτέρω δραστηριότητες:

α)

συνδετικότητα προηγούμενου σταδίου, χωρητικότητα υποβολής εντολών, δυνατότητες περιορισμού και ικανότητα εξισορρόπησης των εντολών πελατών που εισάγονται μέσω διαφορετικών πυλών·

β)

μηχανή αντιστοίχισης η οποία επιτρέπει την αντιστοίχιση εντολών του τόπου διαπραγμάτευσης με κατάλληλο χρόνο αναμονής·

γ)

συνδετικότητα επόμενου σταδίου, επεξεργασία εντολών και συναλλαγών και οποιοσδήποτε άλλος τύπος ροής δεδομένων αγοράς·

δ)

υποδομή για την παρακολούθηση των επιδόσεων των προαναφερθέντων στοιχείων.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης αξιολογούν αν η χωρητικότητα των συστημάτων συναλλαγών τους παραμένει επαρκής, όταν ο αριθμός των μηνυμάτων υπερβεί τον μέγιστο αριθμό μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο που καταγράφηκε στο εν λόγω σύστημα κατά τα προηγούμενα πέντε έτη. Μετά την αξιολόγηση, οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε μέτρα που σχεδιάζουν να λάβουν για την επέκταση της χωρητικότητάς τους και τον χρόνο υλοποίησης των εν λόγω μέτρων.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους μπορούν να αντεπεξέρχονται σε αυξανόμενες ροές μηνυμάτων χωρίς να υποβαθμίζονται ουσιαστικά οι επιδόσεις των συστημάτων τους. Ειδικότερα, ο σχεδιασμός του συστήματος συναλλαγών επιτρέπει την επέκταση της χωρητικότητάς του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, όποτε αυτό είναι απαραίτητο.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν και αναφέρουν αμέσως στην αρμόδια αρχή και στα μέλη οποιαδήποτε σημαντική διακοπή των συναλλαγών η οποία δεν οφείλεται στη μεταβλητότητα της αγοράς και οποιεσδήποτε άλλες σημαντικές διαταραχές της συνδετικότητας.

Άρθρο 12

Γενικές υποχρεώσεις παρακολούθησης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν ώστε τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών τους να είναι ανά πάσα στιγμή προσαρμοσμένα στις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα μέσω αυτών και αρκετά ανθεκτικά, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια και η κανονικότητα στη λειτουργία των αγορών στις οποίες λειτουργούν, ανεξαρτήτως του μοντέλου διαπραγμάτευσης το οποίο χρησιμοποιείται.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών τους όσον αφορά τα κατωτέρω:

α)

τις επιδόσεις και τη χωρητικότητά τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 παράγραφος 4·

β)

τις εντολές που αποστέλλονται από τα μέλη τους μεμονωμένα και σε συγκεντρωτική βάση.

Ειδικότερα, οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν όρια περιορισμού και παρακολουθούν τη ροή συγκέντρωσης εντολών, προκειμένου να εντοπίζουν δυνητικές απειλές για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

3.   Ειδοποιήσεις σε πραγματικό χρόνο παράγονται εντός πέντε δευτερολέπτων από το σχετικό συμβάν.

Άρθρο 13

Συνεχής παρακολούθηση

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι σε θέση να καταδείξουν ανά πάσα στιγμή στις αρμόδιες αρχές στις οποίες υπάγονται ότι παρακολουθούν σε πραγματικό χρόνο τις επιδόσεις και τη χρήση των στοιχείων των συστημάτων συναλλαγών τους που αναφέρονται στο άρθρο 11 παράγραφος 2 όσον αφορά τις κατωτέρω παραμέτρους:

α)

το ποσοστό μέγιστης χρησιμοποιούμενης χωρητικότητας μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο·

β)

τον συνολικό αριθμό μηνυμάτων που διαχειρίζεται το σύστημα συναλλαγών, με κατανομή στα στοιχεία του συστήματος συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

του αριθμού των ληφθέντων μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο·

ii)

του αριθμού των απεσταλμένων μηνυμάτων ανά δευτερόλεπτο·

iii)

του αριθμού των μηνυμάτων που απορρίφθηκαν από το σύστημα ανά δευτερόλεπτο·

γ)

το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήψης ενός μηνύματος σε οποιαδήποτε εξωτερική πύλη του συστήματος συναλλαγών και της αποστολής σχετικού μηνύματος από την ίδια πύλη μετά την επεξεργασία του αρχικού μηνύματος από τη μηχανή αντιστοίχισης·

δ)

τις επιδόσεις της μηχανής αντιστοίχισης.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης λαμβάνουν κάθε κατάλληλο μέτρο σχετικά με οποιαδήποτε ζητήματα που εντοπίζονται στο σύστημα συναλλαγών κατά τη διάρκεια της συνεχούς παρακολούθησης, το συντομότερο δυνατό, κατά σειρά προτεραιότητας, και είναι σε θέση να προσαρμόζουν, να χαλαρώνουν ή να τερματίζουν τη λειτουργία του συστήματος συναλλαγών, αν είναι απαραίτητο.

Άρθρο 14

Περιοδική επανεξέταση των επιδόσεων και της χωρητικότητας των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησης που πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 2, οι τόποι διαπραγμάτευσης αξιολογούν τις επιδόσεις και τη χωρητικότητα των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών τους και των σχετικών διαδικασιών που αφορούν τη διακυβέρνηση, τη λογοδοσία, την έγκριση και τις ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας.

2.   Στο πλαίσιο της αναφερόμενης στην παράγραφο 1 αξιολόγησης, οι τόποι διαπραγμάτευσης πραγματοποιούν δοκιμές προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων κατά τις οποίες προσομοιώνουν δυσμενή σενάρια, ώστε να επαληθεύουν τις επιδόσεις του υλισμικού, του λογισμικού και των επικοινωνιών και να εντοπίζουν τα σενάρια υπό τα οποία το σύστημα συναλλαγών ή μέρη του συστήματος συναλλαγών επιτελούν τις λειτουργίες τους με αστοχίες, διακοπές λειτουργίας ή σφάλματα των συστημάτων κατά τη διάρκεια συναλλαγών αντιστοίχισης.

3.   Οι δοκιμές προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων καλύπτουν όλες τις φάσεις διαπραγμάτευσης, τα τμήματα συναλλαγών και τους τύπους των μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης και προσομοιώνουν τις δραστηριότητες των μελών με την υφιστάμενη ρύθμιση συνδετικότητας.

4.   Τα δυσμενή σενάρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2 βασίζονται στα ακόλουθα:

α)

σε αυξημένο αριθμό ληφθέντων μηνυμάτων σε σχέση με τον μέγιστο αριθμό μηνυμάτων τα οποία διαχειρίστηκε το σύστημα του τόπου διαπραγμάτευσης κατά τα προηγούμενα πέντε έτη·

β)

σε απροσδόκητη συμπεριφορά των επιχειρησιακών λειτουργιών του τόπου διαπραγμάτευσης·

γ)

σε τυχαίο συνδυασμό ακραίων και κανονικών συνθηκών της αγοράς και απρόσμενη συμπεριφορά των επιχειρησιακών λειτουργιών του τόπου διαπραγμάτευσης.

5.   Η αξιολόγηση των επιδόσεων και της χωρητικότητας του τόπου διαπραγμάτευσης που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 4 διενεργείται από ανεξάρτητο αξιολογητή ή από τμήμα εντός του τόπου διαπραγμάτευσης διαφορετικό του τμήματος που έχει την ευθύνη για την αξιολογούμενη λειτουργία.

6.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης λαμβάνουν μέτρα για την άμεση και αποτελεσματική αποκατάσταση τυχόν ελλείψεων που εντοπίζονται κατά την αξιολόγηση των επιδόσεων και της χωρητικότητας του τόπου διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στις παραγράφους 1 έως 4 και τηρούν αρχείο της επανεξέτασης και τυχόν διορθωτικών μέτρων που λαμβάνονται σχετικά με το θέμα αυτό για τουλάχιστον πέντε έτη.

Άρθρο 15

Ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι σε θέση να καταδείξουν ανά πάσα στιγμή ότι τα συστήματά τους έχουν επαρκή σταθερότητα διαθέτοντας αποτελεσματικές ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας για την αντιμετώπιση συμβάντων δυσλειτουργίας.

2.   Οι ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές μπορούν να συνεχιστούν εντός δύο ωρών ή περίπου σε δύο ώρες από οποιοδήποτε συμβάν δυσλειτουργίας και ότι ο μέγιστος όγκος δεδομένων που μπορεί να απολεσθούν από οποιαδήποτε υπηρεσία τεχνολογιών πληροφορικής του τόπου διαπραγμάτευσης μετά από οποιοδήποτε συμβάν δυσλειτουργίας είναι σχεδόν μηδενικός.

Άρθρο 16

Σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Εντός του πλαισίου διακυβέρνησης και λήψης αποφάσεών τους σύμφωνα με το άρθρο 3, οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας για την εφαρμογή αποτελεσματικών ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας σύμφωνα με το άρθρο 15. Το σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας καθορίζει διαδικασίες και ρυθμίσεις για τη διαχείριση συμβάντων δυσλειτουργίας.

2.   Το σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας περιέχει τουλάχιστον τα κατωτέρω στοιχεία:

α)

ένα εύρος πιθανών αρνητικών σεναρίων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της μη διαθεσιμότητας συστημάτων, προσωπικού, χώρου εργασίας, εξωτερικών προμηθευτών ή κέντρων δεδομένων ή της απώλειας ή αλλοίωσης κρίσιμων δεδομένων και εγγράφων·

β)

τις διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση συμβάντος δυσλειτουργίας·

γ)

τον μέγιστο χρόνο που απαιτείται για τη συνέχιση της δραστηριότητας συναλλαγών και τον όγκο δεδομένων που μπορεί να απολεσθούν στο σύστημα πληροφορικής·

δ)

διαδικασίες για τη μετεγκατάσταση του συστήματος συναλλαγών σε εφεδρική τοποθεσία και τη λειτουργία του συστήματος από την εν λόγω τοποθεσία·

ε)

εφεδρεία κρίσιμων επιχειρηματικών δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων επικαιροποιημένων πληροφοριών των απαραίτητων συνδέσμων επικοινωνίας, ώστε να διασφαλίζεται η επικοινωνία εντός του τόπου διαπραγμάτευσης, μεταξύ του τόπου διαπραγμάτευσης και των μελών του και μεταξύ του τόπου διαπραγμάτευσης και των υποδομών εκκαθάρισης και διακανονισμού·

στ)

εκπαίδευση του προσωπικού στη λειτουργία των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας·

ζ)

ανάθεση καθηκόντων και δημιουργία ειδικής επιχειρησιακής ομάδας ασφάλειας η οποία θα είναι έτοιμη να αντιδράσει αμέσως μετά από οποιοδήποτε συμβάν δυσλειτουργίας·

η)

συνεχές πρόγραμμα για τη δοκιμή, την αξιολόγηση και την επανεξέταση των ρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για την τροποποίηση των ρυθμίσεων με βάση τα αποτελέσματα του εν λόγω προγράμματος.

3.   Ο συγχρονισμός των ρολογιών μετά από συμβάν δυσλειτουργίας περιλαμβάνεται στο σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μεριμνούν για τη διενέργεια και την περιοδική επανεξέταξη εκτίμησης επιπτώσεων για τον προσδιορισμό των κινδύνων και των συνεπειών της δυσλειτουργίας. Για τον σκοπό αυτό, οποιαδήποτε απόφαση του τόπου διαπραγμάτευσης να μην ληφθεί υπόψη στο σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας ένας κίνδυνος μη διαθεσιμότητας του συστήματος συναλλαγών ο οποίος έχει εντοπιστεί, τεκμηριώνεται επαρκώς και εγκρίνεται ρητώς από το διοικητικό όργανο του τόπου διαπραγμάτευσης.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι τα ανώτερα διοικητικά στελέχη τους:

α)

καθορίζουν σαφείς στόχους και στρατηγικές όσον αφορά την επιχειρησιακή συνέχεια·

β)

κατανέμουν επαρκείς ανθρώπινους, τεχνολογικούς και οικονομικούς πόρους για την επίτευξη των στόχων και των στρατηγικών που αναφέρονται στο στοιχείο α)·

γ)

εγκρίνουν το σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας και οποιεσδήποτε απαραίτητες τροποποιήσεις του λόγω οργανωτικών, τεχνολογικών και νομικών αλλαγών·

δ)

ενημερώνονται, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, για το αποτέλεσμα της εκτίμησης επιπτώσεων ή οποιασδήποτε επανεξέτασής της και για τα ευρήματα σχετικά με την επάρκεια του σχεδίου επιχειρησιακής συνέχειας·

ε)

συστήνουν τμήμα επιχειρησιακής συνέχειας εντός του οργανισμού.

6.   Το σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας καθορίζει διαδικασίες για την αντιμετώπιση οποιασδήποτε διαταραχής κρίσιμων επιχειρησιακών λειτουργιών που έχουν ανατεθεί σε τρίτους, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες οι εν λόγω κρίσιμες επιχειρησιακές λειτουργίες καθίστανται μη διαθέσιμες.

Άρθρο 17

Περιοδική επανεξέταση των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Στο πλαίσιο της αυτοαξιολόγησής τους σύμφωνα με το άρθρο 2, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν σε δοκιμή βάσει ρεαλιστικών σεναρίων τη λειτουργία του σχεδίου επιχειρησιακής συνέχειας και επαληθεύουν την ικανότητα του τόπου διαπραγμάτευσης να ανακάμπτει μετά από συμβάντα δυσλειτουργίας και να συνεχίζει τις συναλλαγές, όπως ορίζεται στο άρθρο 15 παράγραφος 2.

2.   Στην περίπτωση που θεωρείται απαραίτητο, οι τόποι διαπραγμάτευσης, έχοντας υπόψη τα αποτελέσματα της περιοδικής επανεξέτασης σύμφωνα με την παράγραφο 1, μεριμνούν για την επανεξέταση του σχεδίου και των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειάς τους είτε από ανεξάρτητο αξιολογητή είτε από τμήμα εντός του τόπου διαπραγμάτευσης διαφορετικό του τμήματος που είναι υπεύθυνο για το υπό αξιολόγηση τμήμα. Τα αποτελέσματα των δοκιμών τεκμηριώνονται εγγράφως, αποθηκεύονται και υποβάλλονται στα ανώτερα διοικητικά στελέχη του τόπου διαπραγμάτευσης, καθώς και στις λειτουργικές μονάδες που συμμετέχουν στο σχέδιο επιχειρησιακής συνέχειας.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι η δοκιμή του σχεδίου επιχειρησιακής συνέχειας δεν εμποδίζει τις συνήθεις δραστηριότητες συναλλαγών.

Άρθρο 18

Πρόληψη συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών

(άρθρο 48 παράγραφοι 4, 5 και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν τουλάχιστον τις ακόλουθες ρυθμίσεις, ώστε να προλαμβάνουν συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών και παραβάσεις των ορίων χωρητικότητας:

α)

όρια ανά μέλος του αριθμού εντολών που αποστέλλονται ανά δευτερόλεπτο·

β)

μηχανισμούς διαχείρισης της μεταβλητότητας·

γ)

προσυναλλακτικούς ελέγχους.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι σε θέση να:

α)

ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε μέλος ή χρήστη απευθείας πρόσβασης σχετικά με τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους ελέγχους συναλλαγών που εφαρμόζουν·

β)

αναστέλλουν την πρόσβαση μέλους ή διαπραγματευτή στο σύστημα συναλλαγών με πρωτοβουλία του τόπου διαπραγμάτευσης ή κατόπιν αίτησης του εν λόγω μέλους, εκκαθαριστικού μέλους, του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εφόσον αυτό προβλέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ή της αρμόδιας αρχής·

γ)

εφαρμόζουν λειτουργική δυνατότητα τερματισμού για την ακύρωση ανεκτέλεστων εντολών που έχουν υποβληθεί από μέλος ή πελάτη που διαθέτει απευθείας πρόσβαση στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

εφόσον ζητηθεί από το μέλος ή τον πελάτη που διαθέτει απευθείας πρόσβαση, στην περίπτωση που το μέλος ή ο πελάτης δεν μπορεί για τεχνικούς λόγους να διαγράψει τις εντολές του·

ii)

στην περίπτωση που το βιβλίο εντολών περιέχει εσφαλμένες διπλές εντολές·

iii)

κατόπιν αναστολής την οποία κινεί είτε ο διαχειριστής της αγοράς είτε η αρμόδια αρχή·

δ)

ακυρώνουν ή ανακαλούν συναλλαγές στην περίπτωση δυσλειτουργίας των μηχανισμών διαχείρισης της μεταβλητότητας που εφαρμόζει ο τόπος διαπραγμάτευσης ή των επιχειρησιακών λειτουργιών του συστήματος συναλλαγών·

ε)

εξισορροπούν την είσοδο εντολών μεταξύ των διαφόρων πυλών τους, στην περίπτωση που ο τόπος διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί περισσότερες από μία πύλες, ώστε να αποφεύγεται η κατάρρευση.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης καθορίζουν πολιτικές και ρυθμίσεις σχετικά με:

α)

μηχανισμούς για τη διαχείριση της μεταβλητότητας, σύμφωνα με το άρθρο 19·

β)

προσυναλλακτικούς και μετασυναλλακτικούς ελέγχους που εφαρμόζει ο τόπος διαπραγμάτευσης και προσυναλλακτικούς και μετασυναλλακτικούς ελέγχους που είναι απαραίτητοι για την πρόσβαση των μελών τους στην αγορά·

γ)

την υποχρέωση των μελών να εφαρμόζουν τη δική τους λειτουργική δυνατότητα τερματισμού·

δ)

απαιτήσεις πληροφοριών για τα μέλη·

ε)

αναστολή πρόσβασης·

στ)

πολιτική ακύρωσης σχετικά με εντολές και συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

του χρόνου·

ii)

των διαδικασιών·

iii)

υποχρεώσεων γνωστοποίησης και διαφάνειας·

iv)

διαδικασιών επίλυσης διαφορών·

v)

μέτρων για την ελαχιστοποίηση των εσφαλμένων συναλλαγών·

ζ)

ρυθμίσεις περιορισμού των εντολών, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

του αριθμού εντολών ανά δευτερόλεπτο σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα·

ii)

πολιτικής ίσης μεταχείρισης μεταξύ των μελών, εκτός αν ο περιορισμός αφορά μεμονωμένα μέλη·

iii)

μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται μετά από ένα συμβάν περιορισμού.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τις πολιτικές και τις ρυθμίσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει όσον αφορά τον ειδικό αριθμό εντολών ανά δευτερόλεπτο σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα και τις ειδικές παραμέτρους των μηχανισμών διαχείρισης της μεταβλητότητας τους οποίους εφαρμόζουν.

5.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης τηρούν πλήρη αρχεία των πολιτικών και των ρυθμίσεών τους σύμφωνα με την παράγραφο 3 για ελάχιστο χρονικό διάστημα πέντε ετών.

Άρθρο 19

Μηχανισμοί διαχείρισης της μεταβλητότητας

(άρθρο 48 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι κατάλληλοι μηχανισμοί για την αυτόματη διακοπή ή τον αυτόματο περιορισμό των συναλλαγών είναι σε λειτουργία ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια των ωρών διαπραγμάτευσης.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι:

α)

οι μηχανισμοί για τη διακοπή ή τον περιορισμό των συναλλαγών υποβάλλονται σε δοκιμή πριν από την εφαρμογή τους και, στη συνέχεια, περιοδικά, κάθε φορά που επανεξετάζονται η χωρητικότητα και οι επιδόσεις των συστημάτων συναλλαγών·

β)

κατανέμονται πόροι πληροφορικής και ανθρώπινοι πόροι για τον σχεδιασμό, τη συντήρηση και την παρακολούθηση των μηχανισμών που εφαρμόζονται για τη διακοπή ή τον περιορισμό των συναλλαγών·

γ)

οι μηχανισμοί για τη διαχείριση της μεταβλητότητας της αγοράς είναι υπό συνεχή παρακολούθηση.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης τηρούν αρχεία των κανόνων και των παραμέτρων των μηχανισμών για τη διαχείριση της μεταβλητότητας και οποιωνδήποτε μεταβολών σε αυτούς, καθώς και αρχεία της λειτουργίας, της διαχείρισης και της αναβάθμισης των εν λόγω μηχανισμών.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι οι κανόνες των μηχανισμών για τη διαχείριση της μεταβλητότητας περιλαμβάνουν διαδικασίες για τη διαχείριση καταστάσεων στις οποίες οι παράμετροι θα πρέπει να παρακάμπτονται κατά τρόπο μη ηλεκτρονικό, ώστε να διασφαλίζονται συνθήκες εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών.

Άρθρο 20

Προσυναλλακτικοί και μετασυναλλακτικοί έλεγχοι

(άρθρο 48 παράγραφοι 4 και 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διενεργούν τους κατωτέρω προσυναλλακτικούς ελέγχους, προσαρμοσμένους για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτούς:

α)

όρια τιμών (price collars), τα οποία αυτομάτως αποκλείουν ή ακυρώνουν εντολές που δεν πληρούν καθορισμένες παραμέτρους τιμών, εξετάζοντας κάθε μεμονωμένη εντολή·

β)

μέγιστη τιμή εντολής, η οποία εμποδίζει την εισαγωγή εντολών με ασυνήθιστα υψηλή αξία εντολής στο βιβλίο εντολών, με αναφορά σε ονομαστικές τιμές ανά χρηματοπιστωτικό μέσο·

γ)

μέγιστο όγκο εντολών, ο οποίος εμποδίζει αυτομάτως την εισαγωγή εντολών ασυνήθιστα μεγάλου μεγέθους στο βιβλίο εντολών.

2.   Οι προσυναλλακτικοί έλεγχοι που ορίζονται στην παράγραφο 1 σχεδιάζονται έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι:

α)

η αυτοματοποιημένη εφαρμογή τους έχει την ικανότητα να αναπροσαρμόζει ένα όριο κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης διαπραγμάτευσης και σε όλες τις φάσεις της·

β)

η παρακολούθησή τους δεν σημειώνει καθυστέρηση άνω των πέντε δευτερολέπτων·

γ)

μια εντολή απορρίπτεται μόλις σημειωθεί παραβίαση ορίου·

δ)

εφαρμόζονται διαδικασίες και ρυθμίσεις για την έγκριση εντολών άνω των ορίων, εφόσον ζητηθεί από το οικείο μέλος. Οι εν λόγω διαδικασίες και ρυθμίσεις εφαρμόζονται σχετικά με συγκεκριμένη εντολή ή σύνολο εντολών προσωρινά, σε εξαιρετικές περιστάσεις.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να θεσπίζουν τους μετασυναλλακτικούς ελέγχους που κρίνουν κατάλληλους με βάση αξιολόγηση κινδύνου της δραστηριότητας των μελών τους.

Άρθρο 21

Προκαθορισμός των προϋποθέσεων παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης

(άρθρο 48 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν ΑΗΠ μέσω των συστημάτων τους καθορίζουν και δημοσιεύουν τους κανόνες και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ια μέλη τους μπορούν να παρέχουν ΑΗΠ στους δικούς τους πελάτες. Οι εν λόγω κανόνες και προϋποθέσεις καλύπτουν τουλάχιστον τις ειδικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 22 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/589 της Επιτροπής (3).

Άρθρο 22

Ειδικές απαιτήσεις για τόπους διαπραγμάτευσης που επιτρέπουν την απευθείας πρόσβαση

(άρθρο 48 παράγραφος 7 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης επιτρέπουν την παροχή απευθείας πρόσβασης κατόπιν άδειάς τους και απαιτούν από τις επιχειρήσεις που διαθέτουν απευθείας πρόσβαση να υπόκεινται τουλάχιστον στους ίδιους ελέγχους με αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 3 στοιχείο β).

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι απευθείας πρόσβασης έχουν αποκλειστικό δικαίωμα ανά πάσα στιγμή να καθορίζουν ή να τροποποιούν τις παραμέτρους που ισχύουν για τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 ελέγχους επί της ροής εντολών των πελατών τους που διαθέτουν απευθείας πρόσβαση.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης μπορούν να αναστέλλουν ή να αποσύρουν την παροχή απευθείας πρόσβασης σε πελάτες που έχουν παραβιάσει την οδηγία 2014/65/ΕΕ, τους κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (4) και (ΕΕ) αριθ. 596/2014 (5) ή τους εσωτερικούς κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 23

Ασφάλεια και όρια πρόσβασης

(άρθρο 48 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν διαδικασίες και ρυθμίσεις φυσικής και ηλεκτρονικής ασφάλειας, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να προστατεύουν τα συστήματά τους από κατάχρηση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση και να διασφαλίζουν την ακεραιότητα των δεδομένων που αποτελούν μέρος ή διέρχονται από τα συστήματά τους, συμπεριλαμβανομένων ρυθμίσεων που επιτρέπουν την πρόληψη ή την ελαχιστοποίηση των κινδύνων επιθέσεων κατά των πληροφοριακών συστημάτων, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) της οδηγίας 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

2.   Ειδικότερα, οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν και διατηρούν μέτρα και ρυθμίσεις φυσικής και ηλεκτρονικής ασφάλειας για τον άμεσο εντοπισμό και την πρόληψη ή ελαχιστοποίηση των κινδύνων που αφορούν:

α)

μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στο σύστημα συναλλαγών τους ή σε μέρος αυτού, συμπεριλαμβανομένης της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στον χώρο εργασίας και στα κέντρα δεδομένων·

β)

παρεμβολές στα συστήματα που εμποδίζουν σημαντικά ή διακόπτουν τη λειτουργία ενός πληροφοριακού συστήματος μέσω της εισαγωγής δεδομένων, της μετάδοσης, της καταστροφής, της διαγραφής, της επιδείνωσης, της αλλοίωσης ή της κατάργησης τέτοιων δεδομένων ή καθιστώντας απροσπέλαστα τέτοια δεδομένα·

γ)

παρεμβολές στα δεδομένα που διαγράφουν, βλάπτουν, υποβαθμίζουν, αλλοιώνουν ή καταργούν δεδομένα στο πληροφοριακό σύστημα ή καθιστούν απροσπέλαστα τέτοια δεδομένα·

δ)

υποκλοπές, με τεχνικά μέσα, μη δημόσιων μεταδόσεων δεδομένων προς, από ή εντός ενός πληροφοριακού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών από πληροφοριακό σύστημα που περιέχει τέτοια δεδομένα.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή σχετικά με συμβάντα κατάχρησης ή μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης παρέχοντας αμέσως αναφορά συμβάντος στην οποία αναφέρεται ο χαρακτήρας του συμβάντος, τα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του συμβάντος και οι πρωτοβουλίες που ελήφθησαν για την αποφυγή της επανάληψης παρόμοιων συμβάντων στο μέλλον.

Άρθρο 24

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/589 της Επιτροπής, της 19ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τις οργανωτικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων που ασκούν αλγοριθμικές συναλλαγές (βλέπε σελίδα 417 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(6)  Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Αυγούστου 2013, για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 218 της 14.8.2013, σ. 8).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Παράμετροι που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στις αυτοαξιολογήσεις των τόπων διαπραγμάτευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1

α)

Χαρακτήρας του τόπου διαπραγμάτευσης, όσον αφορά:

i)

τους τύπους και το ρυθμιστικό καθεστώς των μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο, όπως, π.χ., αν ο τόπος διαπραγμάτευσης διαπραγματεύεται ευχερώς ρευστοποιήσιμους τίτλους υποκείμενους σε υποχρεωτική διαπραγμάτευση·

ii)

τον ρόλο του τόπου διαπραγμάτευσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως, π.χ., αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτόν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης αλλού.

β)

Κλίμακα, όσον αφορά τον δυνητικό αντίκτυπο του τόπου διαπραγμάτευσης στη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών με βάση τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

τον αριθμό των αλγορίθμων που λειτουργούν στον τόπο·

ii)

τη χωρητικότητα του τόπου όσον αφορά τον όγκο των μηνυμάτων που ανταλλάσσονται·

iii)

τον όγκο των συναλλαγών που εκτελούνται στον τόπο·

iv)

το ποσοστό των αλγοριθμικών συναλλαγών επί της συνολικής δραστηριότητας συναλλαγών και του συνολικού κύκλου εργασιών που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο·

v)

το ποσοστό δραστηριότητας συναλλαγών υψηλής συχνότητας (HFT) επί της συνολικής δραστηριότητας συναλλαγών και του συνολικού ποσού που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο·

vi)

τον αριθμό των μελών και των συμμετεχόντων σε αυτόν·

vii)

τον αριθμό των μελών του που παρέχουν ΑΗΠ, συμπεριλαμβανομένου, κατά περίπτωση, του συγκεκριμένου αριθμού μελών του που παρέχουν απευθείας πρόσβαση, και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται ή μπορεί να εκχωρηθεί ΑΗΠ·

viii)

την αναλογία ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές, όπως παρατηρείται και προσδιορίζεται σύμφωνα με τον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (EE) 2017/566 της Επιτροπής (1)·

ix)

τον αριθμό και το ποσοστό εξ αποστάσεως μελών·

x)

τον αριθμό των παρεχόμενων τοποθεσιών συστέγασης συστημάτων ή φιλοξενίας συστημάτων σε εγγύτητα·

xi)

τον αριθμό των χωρών και των περιφερειών στις οποίες ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα ο τόπος διαπραγμάτευσης·

xii)

τις συνθήκες λειτουργίας των μηχανισμών για τη διαχείριση της μεταβλητότητας και αν χρησιμοποιούνται δυναμικά ή στατικά όρια διαπραγμάτευσης για την ενεργοποίηση της διακοπής συναλλαγών ή της απόρριψης εντολών.

γ)

Πολυπλοκότητα, όσον αφορά:

i)

τις κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης·

ii)

τα μοντέλα διαπραγμάτευσης που είναι διαθέσιμα στον τόπο διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων μοντέλων διαπραγμάτευσης που λειτουργούν ταυτόχρονα, όπως συστήματα δημοπρασίας, συστήματα συνεχούς διαπραγμάτευσης και υβριδικά συστήματα·

iii)

τη χρήση απαλλαγών προσυναλλακτικής διαφάνειας σε συνδυασμό με τα χρησιμοποιούμενα μοντέλα διαπραγμάτευσης·

iv)

την ποικιλομορφία των συστημάτων συναλλαγών που χρησιμοποιεί ο τόπος και τον βαθμό του ελέγχου που ασκεί ο τόπος διαπραγμάτευσης στον καθορισμό, την προσαρμογή, τη δοκιμή και την επανεξέταση των συστημάτων συναλλαγών του·

v)

τη δομή του τόπου διαπραγμάτευσης όσον αφορά την ιδιοκτησία και τη διακυβέρνηση και την οργανωτική, επιχειρησιακή, τεχνική, φυσική και γεωγραφική οργάνωσή του·

vi)

τις διάφορες τοποθεσίες συνδετικότητας και τεχνολογίας του τόπου διαπραγμάτευσης·

vii)

την ποικιλομορφία της φυσικής υποδομής διαπραγμάτευσης του τόπου διαπραγμάτευσης·

viii)

το επίπεδο εξωτερικής ανάθεσης του τόπου διαπραγμάτευσης, ιδίως στην περίπτωση εξωτερικής ανάθεσης οποιωνδήποτε επιχειρησιακών λειτουργιών·

ix)

τη συχνότητα των μεταβολών στα μοντέλα διαπραγμάτευσης, τα συστήματα τεχνολογιών πληροφορικής και τα μέλη του τόπου διαπραγμάτευσης.


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/566 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναλογία ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές για την πρόληψη μη εύρυθμων συνθηκών διεξαγωγής συναλλαγών (βλέπε σελίδα 84 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/368


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/585 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα πρότυπα και τους μορφοτύπους των στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα και τα τεχνικά μέτρα σε σχέση με τις ρυθμίσεις που θα πρέπει να καθιερωθούν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και τις αρμόδιες αρχές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 27 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για τον σκοπό της αποτελεσματικής παρακολούθησης της αγοράς από τις αρμόδιες αρχές, τα στοιχεία αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να γνωστοποιούνται σε εναρμονισμένο μορφότυπο και σύμφωνα με ενιαία πρότυπα.

(2)

Η γνωστοποίηση και η δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς σε ηλεκτρονική, αναγνώσιμη από μηχάνημα και με δυνατότητα μεταφόρτωσης μορφή και μορφότυπο διευκολύνει την αποτελεσματική χρήση και την ανταλλαγή των εν λόγω στοιχείων.

(3)

Η ταχεία λήψη των στοιχείων αναφοράς για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης ή μέσω συστηματικού εσωτερικοποιητή, επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) να εξασφαλίζουν την ποιότητα των στοιχείων και την αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς, συμβάλλοντας έτσι στην ακεραιότητα της αγοράς.

(4)

Για να εξασφαλιστεί ότι οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές υποβάλλουν πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφοράς και ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν με αποτελεσματικό τρόπο και να χρησιμοποιούν εγκαίρως τα εν λόγω στοιχεία, θα πρέπει να καθοριστεί το κατάλληλο χρονοδιάγραμμα υποβολής. Θα πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος, ώστε να μπορούν να εντοπίζονται ανακρίβειες ή ελλείψεις πριν από τη δημοσίευση. Προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι τα στοιχεία που υποβάλλονται είναι σύμφωνα με τις αντίστοιχες πληροφορίες που γνωστοποιούνται βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τα στοιχεία αναφοράς σε σχέση με μια δεδομένη ημέρα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται από τις αρμόδιες αρχές για την επικύρωση και ανταλλαγή των αναφορών για τις συναλλαγές που εκτελούνται την ίδια ημέρα.

(5)

Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αποστολείς και οι παραλήπτες των στοιχείων αναφοράς πρέπει να διασφαλίζουν την αποτελεσματική λήψη, αποτελεσματική ανταλλαγή και την ποιότητα των στοιχείων, καθώς και τη συνοχή τους με τις αντίστοιχες αναφορές συναλλαγών που προβλέπονται στο άρθρο 26 του εν λόγω κανονισμού. Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει, συνεπώς, να παρέχουν πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφοράς και θα πρέπει να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές σχετικά με ελλείψεις ή ανακρίβειες που εντοπίζονται σε στοιχεία που έχουν ήδη παρασχεθεί. Θα πρέπει επίσης να διατηρούν επαρκή συστήματα και ελέγχους, με σκοπό την ακριβή, πλήρη και έγκαιρη παροχή των στοιχείων αναφοράς.

(6)

Για τους σκοπούς της αποτελεσματικής χρήσης και ανταλλαγής των στοιχείων αναφοράς, και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία αναφοράς είναι συνεπή με τα αντίστοιχα στοιχεία που παρέχονται στις αναφορές συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές πρέπει να χαρακτηρίζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις νομικές οντότητες που πρόκειται να περιληφθούν στα στοιχεία αναφοράς με βάση ενιαία αποδεκτά πρότυπα. Ειδικότερα, και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα στοιχεία αναφοράς συνάδουν με τις αντίστοιχες αναφορές συναλλαγών, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι λαμβάνονται και περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στοιχεία οι κωδικοί ISIN (Διεθνής Αριθμός Αναγνώρισης Τίτλων) σύμφωνα με το πρότυπο ISO 6166 που αφορούν τα προς γνωστοποίηση χρηματοπιστωτικά μέσα.

(7)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(8)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(9)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Περιεχόμενο, πρότυπα, μορφή και μορφότυπος των στοιχείων αναφοράς

Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές παρέχουν στις αρμόδιες αρχές όλες τις λεπτομέρειες των στοιχείων αναφοράς για χρηματοπιστωτικά μέσα («στοιχεία αναφοράς») που αναφέρονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος, τα οποία αφορούν το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό μέσο. Όλες οι παρεχόμενες λεπτομέρειες υποβάλλονται σύμφωνα με τα πρότυπα και τους μορφοτύπους που καθορίζονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος, σε ηλεκτρονική και αναγνώσιμη από μηχάνημα μορφή και σε υπόδειγμα σε κοινό μορφότυπο XML, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του προτύπου ISO 20022.

Άρθρο 2

Χρονοδιάγραμμα παροχής των στοιχείων αναφοράς στις αρμόδιες αρχές

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές παρέχουν στην αρμόδια αρχή τους, έως τις 21:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης (CET) κάθε ημέρα κατά την οποία είναι ανοικτοί για συναλλαγές, τα στοιχεία αναφοράς για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή τελούν υπό διαπραγμάτευση, καθώς και όταν οι εντολές ή οι προσφορές υποβάλλονται μέσω του συστήματός τους, πριν από τις 18:00 CET εκείνη την ημέρα.

2.   Σε περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό μέσο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελεί υπό διαπραγμάτευση, καθώς και όταν μια εντολή ή προσφορά υποβάλλεται για πρώτη φορά, μετά τις 18:00 CET, σε μια ημέρα κατά την οποία ένας τόπος διαπραγμάτευσης ή συστηματικός εσωτερικοποιητής είναι ανοικτός για συναλλαγές, τα στοιχεία αναφοράς για το σχετικό χρηματοπιστωτικό μέσο παρέχονται έως τις 21:00 CET την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο τόπος διαπραγμάτευσης ή ο συστηματικός εσωτερικοποιητής είναι ανοικτός για συναλλαγές.

Άρθρο 3

Προσδιορισμός των χρηματοπιστωτικών μέσων και των νομικών οντοτήτων

1.   Πριν από την έναρξη της διαπραγμάτευσης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικό εσωτερικοποιητή, ο εν λόγω τόπος διαπραγμάτευσης ή συστηματικός εσωτερικοποιητής λαμβάνει τον κωδικό ISIN (Διεθνής Αριθμός Αναγνώρισης Τίτλων) σύμφωνα με το πρότυπο ISO 6166 για το χρηματοπιστωτικό μέσο.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές διασφαλίζουν ότι οι αναγνωριστικοί κωδικοί νομικής οντότητας που περιλαμβάνονται στα παρεχόμενα στοιχεία αναφοράς συμμορφώνονται με το πρότυπο ISO 17442:2012, αφορούν τον ενδιαφερόμενο εκδότη και περιλαμβάνονται στη βάση δεδομένων Παγκόσμιων Αναγνωριστικών Κωδικών Νομικών Οντοτήτων, που διατηρείται από την κεντρική λειτουργική μονάδα η οποία έχει οριστεί από την Επιτροπή ρυθμιστικής εποπτείας του αναγνωριστικού κωδικού νομικής οντότητας.

Άρθρο 4

Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λήψης των στοιχείων αναφοράς

1.   Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν και αξιολογούν την πληρότητα των στοιχείων αναφοράς που λαμβάνουν από έναν τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικό εσωτερικοποιητή, καθώς και τη συμμόρφωση των εν λόγω στοιχείων με τα πρότυπα και τους μορφοτύπους που καθορίζονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος.

2.   Μετά τη λήψη των στοιχείων αναφοράς για κάθε ημέρα κατά την οποία οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές είναι ανοικτοί για συναλλαγές, οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στους τόπους διαπραγμάτευσης και τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές τυχόν ελλείψεις στα εν λόγω στοιχεία και τυχόν αδυναμία αποστολής τους εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 2.

3.   Η ΕΑΚΑΑ παρακολουθεί και αξιολογεί την πληρότητα των στοιχείων αναφοράς που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές, καθώς και τη συμμόρφωση των εν λόγω στοιχείων με τα πρότυπα και τους μορφοτύπους που καθορίζονται στον πίνακα 3 του παραρτήματος.

4.   Μετά τη λήψη των στοιχείων αναφοράς από τις αρμόδιες αρχές, η ΕΑΚΑΑ τις ενημερώνει σχετικά με τυχόν ελλείψεις στα εν λόγω στοιχεία και τυχόν αδυναμία αποστολής τους εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 1.

Άρθρο 5

Ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της ποιότητας των στοιχείων αναφοράς

Οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν αξιολογήσεις ποιότητας σχετικά με το περιεχόμενο και την ακρίβεια των στοιχείων αναφοράς που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τουλάχιστον σε τριμηνιαία βάση.

Άρθρο 6

Μέθοδοι και ρυθμίσεις για την παροχή των στοιχείων αναφοράς

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εξασφαλίζουν ότι παρέχουν πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφοράς στις αρμόδιες αρχές τους, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3.

2.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές καθιερώνουν μεθόδους και ρυθμίσεις που τους επιτρέπουν να εντοπίζουν ελλείψεις ή ανακρίβειες στα στοιχεία αναφοράς που έχουν ήδη υποβληθεί. Ένας τόπος διαπραγμάτευσης ή συστηματικός εσωτερικοποιητής που διαπιστώνει ότι τα υποβληθέντα στοιχεία αναφοράς είναι ελλιπή ή ανακριβή ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του και διαβιβάζει σε αυτήν τα σχετικά πλήρη και ορθά στοιχεία αναφοράς, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Άρθρο 7

Ρυθμίσεις για την αποτελεσματική ανταλλαγή και δημοσίευση των στοιχείων αναφοράς

1.   Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν στην ΕΑΚΑΑ πλήρη και ακριβή στοιχεία αναφοράς καθημερινά, το αργότερο έως τις 23:59 CET, χρησιμοποιώντας το ασφαλές κανάλι ηλεκτρονικής επικοινωνίας που έχει δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτόν μεταξύ των αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ.

2.   Την ημέρα μετά τη λήψη των στοιχείων αναφοράς σύμφωνα με την παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει στην ενοποίηση των στοιχείων που ελήφθησαν από κάθε αρμόδια αρχή.

3.   Η ΕΑΚΑΑ καθιστά διαθέσιμα τα ενοποιημένα στοιχεία σε όλες τις αρμόδιες αρχές έως τις 08:00 CET την επομένη της λήψης τους, χρησιμοποιώντας τα ασφαλή κανάλια ηλεκτρονικής επικοινωνίας που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

4.   Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τα ενοποιημένα στοιχεία σε σχέση με μια δεδομένη ημέρα για την επικύρωση των αναφορών συναλλαγών σχετικά με συναλλαγές που εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης ημέρας και γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

5.   Κάθε αρμόδια αρχή χρησιμοποιεί τα ενοποιημένα στοιχεία για μια συγκεκριμένη ημέρα με σκοπό την ανταλλαγή των αναφορών συναλλαγών που έχουν υποβληθεί για τη συγκεκριμένη ημέρα, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

6.   Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τα στοιχεία αναφοράς σε ηλεκτρονική, αναγνώσιμη από μηχάνημα και με δυνατότητα μεταφόρτωσης μορφή.

Άρθρο 8

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 55 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας 1

Υπόμνημα του πίνακα 3

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CFI_CODE}

6 χαρακτήρες

Κωδικός κατάταξης μέσου (CFI) βάσει ISO 10962

{COUNTRYCODE_2}

2 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός χώρας με 2 γράμματα, όπως ορίζεται στον κωδικό χώρας ISO 3166-1 alpha-2

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» — σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες έχουν τον εξής μορφότυπο:

YYYY-MM-DD.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με έως n ψηφία συνολικά εκ των οποίων έως m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον)·

οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{INDEX}

4 αλφαβητικοί χαρακτήρες

«EONA» — EONIA

«EONS» — EONIA SWAP

«EURI» — Euribor

«EUUS» — EURODOLLAR

«EUCH» — EuroSwiss

«GCFR» — GCF REPO

«ISDA» — ISDAFIX

«LIBI» — LIBID

«LIBO» — LIBOR

«MAAA» — Muni AAA

«PFAN» — Pfandbriefe

«TIBO» — TIBOR

«STBO» — STIBOR

«BBSW» — BBSW

«JIBA» — JIBAR

«BUBO» — BUBOR

«CDOR» — CDOR

«CIBO» — CIBOR

«MOSP» — MOSPRIM

«NIBO» — NIBOR

«PRBO» — PRIBOR

«TLBO» — TELBOR

«WIBO» — WIBOR

«TREA» — Treasury (Δημόσιο Ταμείο)

«SWAP» — SWAP (συμφωνία ανταλλαγής)

«FUSW» — Future SWAP (συμφωνία ανταλλαγής μελλοντικής εκπλήρωσης)

{INTEGER-n}

Ακέραιος αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές ακέραιες τιμές.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166.

{LEI}

20 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στο ISO 17442

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{FISN}

35 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός FISN, όπως ορίζεται στο ISO 18774


Πίνακας 2

Κατάταξη παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής για τον πίνακα 3 (πεδία 35 έως 37)

Βασική κατηγορία προϊόντων

Υποκατηγορία προϊόντων

Επιμέρους προϊόντα

«AGRI» — Γεωργικά

«GROS» — Σιτηρά και ελαιούχοι σπόροι

«FWHT» — Κτηνοτροφικός σίτος

«SOYB» — Σπέρματα σόγιας

«CORN» — Αραβόσιτος

«RPSD» — Ελαιοκράμβη

«RICE» — Ρύζι

«OTHR» — Άλλο

«SOFT» — Γεωργικά προϊόντα (Softs)

«CCOA» — Κακάο

«ROBU» — Καφές Robusta

«WHSG» — Λευκή ζάχαρη

«BRWN» — Ακατέργαστη ζάχαρη

«OTHR» — Άλλο

«POTA» — Γεώμηλα

 

«OOLI» — Ελαιόλαδο

«LAMP» — Λαμπάντε

«DIRY» — Γαλακτοκομικά

 

«FRST» — Δασοκομικά

 

«SEAF» — Θαλασσινά

 

«LSTK» — Ζωικό κεφάλαιο

 

«GRIN» — Σιτηρά

«MWHT» — Σίτος αλευροποιίας

«NRGY» — Ενέργεια

«ELEC» — Ηλεκτρισμός

«BSLD» — Βασικό φορτίο

«FITR» — Χρηματοπιστωτικά δικαιώματα μεταφοράς

«PKLD» — Φορτίο αιχμής

«OFFP» — Εκτός αιχμής

«OTHR» — Άλλο

«NGAS» — Φυσικό αέριο

«GASP» — GASPOOL

«LNGG» — LNG (ΥΦΑ)

«NBPG» — NBP

«NCGG» — NCG

«TTFG» — TTF

«OILP» — Πετρέλαιο

«BAKK» — Bakken

«BDSL» — Βιοντίζελ

«BRNT» — Brent

«BRNX» — Brent NX

«CNDA» — Καναδικό

«COND» — Συμπυκνώματα

«DSEL» — Ντίζελ

«DUBA» — Ντουμπάι

«ESPO» — ESPO

«ETHA» — Αιθανόλη

«FUEL» — Καύσιμα

«FOIL» — Μαζούτ

«GOIL» — Πετρέλαιο εσωτερικής καύσης

«GSLN» — Βενζίνη

«HEAT» — Πετρέλαιο θέρμανσης

«JTFL» — Καύσιμο αεριωθουμένων

«KERO» — Κηροζίνη

«LLSO» — Light Louisiana Sweet (LLS)

«MARS» — Mars

«NAPH» — Νάφθα

«NGLO» — NGL

«TAPI» — Tapis

«URAL» — Urals

«WTIO» — WTI

«COAL» — Άνθρακας

«INRG» — Inter Energy

«RNNG» — Ανανεώσιμη ενέργεια

«LGHT» — Ελαφρά κλάσματα

«DIST» — Αποστάγματα

 

«ENVR» — Περιβαλλοντικά

«EMIS» — Εκπομπές

«CERE» — Πιστοποιημένη μείωση των εκπομπών

«ERUE» — Μονάδα μείωσης των εκπομπών

«EUAE» — Γενικά δικαιώματα εκπομπής ΕΕ

«EUAA» — Δικαιώματα εκπομπής ΕΕ του κλάδου των αερομεταφορών

«OTHR» — Άλλο

«WTHR» — Καιρικές συνθήκες

«CRBR» — Σχετικά με τον άνθρακα

 

«FRGT» — Φορτίο

«WETF» — Υγρό

«TNKR» — Δεξαμενόπλοια

«DRYF» — Ξηρό

«DBCR» — Πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου χύδην

«CSHP» — Πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων

 

«FRTL» — Λιπάσματα

«AMMO» — Αμμωνία

«DAPH» — (DAP) Διαμμωνικό φωσφορικό άλας

«PTSH» — Ποτάσα

«SLPH» — Θείο

«UREA» — Ουρία

«UAAN» — UAN (ουρία και νιτρικό αμμώνιο)

 

«INDP» — Βιομηχανικά προϊόντα

«CSTR» — Κατασκευές

«MFTG» — Μεταποίηση

 

«METL» — Μέταλλα

«NPRM» — Μη πολύτιμα

«ALUM» — Αλουμίνιο

«ALUA» — Κράμα αλουμινίου

«CBLT» — Κοβάλτιο

«COPR» — Χαλκός

«IRON» — Σιδηρομετάλλευμα

«LEAD» — Μόλυβδος

«MOLY» — Μολυβδαίνιο

«NASC» — NASAAC

«NICK» — Νικέλιο

«STEL» — Χάλυβας

«TINN» — Κασσίτερος

«ZINC» — Ψευδάργυρος

«OTHR» — Άλλο

«PRME» — Πολύτιμα

«GOLD» — Χρυσός

«SLVR» — Άργυρος

«PTNM» — Λευκόχρυσος

«PLDM» — Παλλάδιο

«OTHR» — Άλλο

«MCEX» — Πολλαπλά βασικά εμπορεύματα εξωτικά

 

 

«PAPR» — Χαρτί

«CBRD» — Κυματοειδές χαρτόνι συσκευασίας

«NSPT» — Δημοσιογραφικό χαρτί

«PULP» — Χαρτοπολτός

«RCVP» — Ανακτημένο χαρτί

 

«POLY» — Πολυπροπυλένιο

«PLST» — Πλαστικό

 

«INFL» — Πληθωρισμός

 

 

«OEST» — Επίσημες οικονομικές στατιστικές

 

 

«OTHC» — Άλλα C10, όπως ορίζονται στον πίνακα 10.1 του τμήματος 10 του παραρτήματος III του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής (1)

 

 

«OTHR» — Άλλα

 

 


Πίνακας 3

Λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται ως στοιχεία αναφοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου

Αρ.

ΠΕΔΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ

ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΤΥΠΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Γενικά πεδία

1

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ISIN}

2

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ALPHANUM-350}

3

Κατάταξη μέσου

Ταξινόμηση που χρησιμοποιείται για την κατάταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Παρέχεται πλήρης και ακριβής κωδικός κατάταξης χρηματοπιστωτικών μέσων (CFI).

{CFI_CODE}

4

Δείκτης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής

Επισήμανση του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο εμπίπτει στον ορισμό των παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή είναι παράγωγο που αφορά τα δικαιώματα εκπομπής που αναφέρονται στο τμήμα Γ σημείο 4 του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«true» — Ναι

«false» — Όχι

Πεδία σχετικά με τον εκδότη

5

Αναγνωριστικός κωδικός εκδότη ή διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης

Κωδικός LEI εκδότη ή διαχειριστή τόπου διαπραγμάτευσης.

{LEI}

Πεδία σχετικά με τον τόπο

6

Τόπος διαπραγμάτευσης

Κωδικός MIC τμήματος («segment MIC») για τον τόπο διαπραγμάτευσης ή τον συστηματικό εσωτερικοποιητή, εάν είναι διαθέσιμος, ειδάλλως κωδικός MIC λειτουργίας («operating MIC»).

{MIC}

7

Σύντομη ονομασία χρηματοπιστωτικού μέσου

Σύντομη ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 18774.

{FISN}

8

Αίτηση για εισαγωγή προς διαπραγμάτευση από τον εκδότη

Αναφέρεται αν ο εκδότης του χρηματοπιστωτικού μέσου έχει ζητήσει ή εγκρίνει τη διαπραγμάτευση του οικείου χρηματοπιστωτικού μέσου ή την εισαγωγή του προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης.

«true» — Ναι

«false» — Όχι

9

Ημερομηνία έγκρισης της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση

Ημερομηνία και ώρα της έγκρισης, από τον εκδότη, της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή της διαπραγμάτευσης των οικείων χρηματοπιστωτικών μέσων σε τόπο διαπραγμάτευσης.

{DATE_TIME_FORMAT}

10

Ημερομηνία αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση

Ημερομηνία και ώρα της υποβολής αίτησης εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης.

{DATE_TIME_FORMAT}

11

Ημερομηνία εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή ημερομηνία πρώτης διαπραγμάτευσης

Ημερομηνία και ώρα της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης ή ημερομηνία και ώρα κατά την οποία το μέσο τελεί υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά ή παραλήφθηκε εντολή ή ζεύγος εντολών για πρώτη φορά από τον τόπο διαπραγμάτευσης.

{DATE_TIME_FORMAT}

12

Ημερομηνία λύσης

Εάν είναι διαθέσιμη, ημερομηνία και ώρα κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο παύει να τελεί υπό διαπραγμάτευση ή να είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση στον τόπο διαπραγμάτευσης.

{DATE_TIME_FORMAT}

Πεδία σχετικά με το ονομαστικό νόμισμα

13

Ονομαστικό νόμισμα 1

Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό.

Στην περίπτωση σύμβασης παραγώγων επί επιτοκίων ή νομισμάτων, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα του σκέλους 1 ή το νόμισμα 1 του ζεύγους.

Για δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, όταν η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι στο ίδιο νόμισμα, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής. Για δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, όταν η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διάφορα νομίσματα, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα του σκέλους 1 της συμφωνίας ανταλλαγής.

{CURRENCYCODE_3}

Πεδία σχετικά με ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους

14

Συνολικό εκδοθέν ονομαστικό ποσό

Συνολικό εκδοθέν ονομαστικό ποσό σε χρηματική αξία.

{DECIMAL-18/5}

15

Ημερομηνία ληκτότητας

Ημερομηνία ληκτότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το πεδίο αφορά χρεωστικούς τίτλους με καθορισμένη ληκτότητα.

{DATEFORMAT}

16

Νόμισμα της ονομαστικής αξίας

Νόμισμα της ονομαστικής αξίας των χρεωστικών τίτλων.

{CURRENCYCODE_3}

17

Ονομαστική αξία ανά μονάδα/ελάχιστη αξία υπό διαπραγμάτευση

Ονομαστική αξία εκάστου μέσου. Εάν δεν είναι διαθέσιμη, συμπληρώνεται η ελάχιστη αξία υπό διαπραγμάτευση.

{DECIMAL-18/5}

18

Σταθερό ποσοστό

Το σταθερό ποσοστό απόδοσης επί χρεωστικού τίτλου, όταν διακρατείται μέχρι τη λήξη, εκφρασμένο ως ποσοστό επί τοις εκατό.

{DECIMAL-11/10}

Εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (π.χ. 7,0 σημαίνει 7 % και 0,3 σημαίνει 0,3 %)

19

Αναγνωριστικός κωδικός του δείκτη/δείκτη αναφοράς ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου

Εφόσον υπάρχει αναγνωριστικός κωδικός.

{ISIN}

20

Ονομασία του δείκτη/δείκτη αναφοράς ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου

Εάν δεν υπάρχει αναγνωριστικός κωδικός, ονομασία του δείκτη.

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν η ονομασία του δείκτη δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

21

Διάρκεια του δείκτη/δείκτη αναφοράς ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου

Διάρκεια του δείκτη/δείκτη αναφοράς ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου. Η διάρκεια εκφράζεται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

22

Εύρος τιμών σε μονάδες βάσης του δείκτη/δείκτη αναφοράς ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου

Αριθμός μονάδων βάσης άνω ή κάτω του δείκτη που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τιμής

{INTEGER-5}

23

Εξοφλητική προτεραιότητα του ομολόγου

Προσδιορισμός του είδους ομολόγου: χρέος υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας, ενδιάμεσης εξοφλητικής προτεραιότητας, μειωμένης ή χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας («junior»).

«SNDB» — Χρέος υψηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας

«MZZD» — Χρέος ενδιάμεσης εξοφλητικής προτεραιότητας

«SBOD» — Χρέος μειωμένης εξοφλητικής προτεραιότητας

«JUND» — Χρέος χαμηλότερης εξοφλητικής προτεραιότητας

Πεδία σχετικά με τα παράγωγα και τα τιτλοποιημένα παράγωγα

24

Ημερομηνία λήξης

Ημερομηνία λήξης του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το πεδίο αφορά παράγωγα με καθορισμένη ημερομηνία λήξης.

{DATEFORMAT}

25

Πολλαπλασιαστής τιμής

Αριθμός μονάδων του υποκείμενου μέσου τις οποίες αντιπροσωπεύει μία μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων.

Για συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαίωμα προαίρεσης επί δείκτη, αναφέρεται το ποσό ανά μονάδα δείκτη.

Για στοιχήματα επί ανοιγμάτων («spreadbets»), αναφέρεται η εξέλιξη της τιμής του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται το στοίχημα επί ανοιγμάτων.

{DECIMAL-18/17}

26

Κωδικός υποκείμενου μέσου

Κωδικός ISIN του υποκείμενου μέσου.

Για τα αμερικανικά πιστοποιητικά καταθέσεων (ADR), τα παγκόσμια πιστοποιητικά καταθέσεων (GDR) και τα παρεμφερή μέσα, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο βασίζονται τα εν λόγω μέσα.

Για τα μετατρέψιμα ομόλογα, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του μέσου στο οποίο μπορεί να μετατραπεί το ομόλογο.

Για παράγωγα ή άλλα μέσα με υποκείμενο μέσο, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του υποκείμενου μέσου, όταν το υποκείμενο μέσο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Όταν το υποκείμενο μέσο είναι μερίσματα μετοχών, τότε αναφέρεται ο κωδικός ISIN των σχετικών μετοχών που παρέχουν δικαίωμα στα υποκείμενα μερίσματα.

Για τις συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, παρέχεται ο κωδικός ISIN της υποχρέωσης αναφοράς.

Σε περίπτωση που το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης και έχει οριστεί κωδικός ISIN, αναφέρεται ο κωδικός ISIN για τον εν λόγω δείκτη.

Όταν το υποκείμενο μέσο είναι καλάθι, αναφέρεται ο κωδικός ISIN κάθε συστατικού στοιχείου του καλαθιού που εισάγεται προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Τα πεδία 26 και 27 συμπληρώνονται όσες φορές είναι απαραίτητο, ώστε να απαριθμούνται όλα τα μέσα στο καλάθι.

{ISIN}

27

Υποκείμενος εκδότης

Εάν το μέσο αναφέρεται σε εκδότη, και όχι σε ένα μεμονωμένο μέσο, αναφέρεται ο κωδικός LEI του εκδότη.

{LEI}

28

Ονομασία του υποκείμενου δείκτη

Εάν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης, αναφέρεται η ονομασία του δείκτη.

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν η ονομασία του δείκτη δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

29

Διάρκεια του υποκείμενου δείκτη

Εάν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης, αναφέρεται η διάρκεια του δείκτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

30

Είδος δικαιώματος προαίρεσης

Επισήμανση του κατά πόσον η σύμβαση παραγώγων είναι δικαίωμα προαίρεσης με θέση αγοράς (δικαίωμα αγοράς ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή δικαίωμα προαίρεσης με θέση πώλησης (δικαίωμα πώλησης ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης κατά τη στιγμή της εκτέλεσης. Όσον αφορά τα δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής, πρόκειται για:

«θέση πώλησης», σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής παραλήπτη, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως παραλήπτης με σταθερό επιτόκιο,

«θέση αγοράς», σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής αγοραστή, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως αγοραστής με σταθερό επιτόκιο,

Όσον αφορά τα ανώτατα και κατώτατα όρια, πρόκειται για:

«θέση πώλησης», σε περίπτωση κατώτατου ορίου,

«θέση αγοράς», σε περίπτωση ανώτατου ορίου. Το πεδίο αφορά μόνο τα παράγωγα που είναι δικαιώματα προαίρεσης ή τίτλοι επιλογής.

«PUTO» — Θέση πώλησης

«CALL» — Θέση αγοράς

«OTHR» — όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης

31

Τιμή άσκησης

Προκαθορισμένη τιμή στην οποία ο κάτοχος θα πρέπει να αγοράζει ή να πωλεί το υποκείμενο μέσο, ή επισήμανση ότι η τιμή δεν μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της εκτέλεσης.

Το πεδίο αφορά δικαιώματα προαίρεσης ή τίτλους επιλογής, όταν η τιμή άσκησης μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της εκτέλεσης.

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή είναι «PNDG» (εκκρεμεί).

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή άσκησης, δεν συμπληρώνεται το πεδίο.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση

DECIMAL-18/17 σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη

32

Νόμισμα της τιμής άσκησης

Νόμισμα της τιμής άσκησης

{CURRENCYCODE_3}

33

Τύπος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης

Επισήμανση του κατά πόσον το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να ασκηθεί μόνο σε καθορισμένη ημερομηνία (ευρωπαϊκός και ασιατικός τύπος), σε σειρά προκαθορισμένων ημερομηνιών (Βερμούδων) ή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης (αμερικανικός τύπος).

Το πεδίο αυτό αφορά μόνο δικαιώματα προαίρεσης, τίτλους επιλογής και πιστοποιητικά δικαιώματος («entitlement certificates»).

«EURO» — Ευρωπαϊκός

«AMER» — Αμερικανικός

«ASIA» — Ασιατικός

«BERM» — Βερμούδων

«OTHR» — Οποιοσδήποτε άλλος τύπος

34

Είδος παράδοσης

Επισήμανση του κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο διακανονίζεται είτε με φυσική παράδοση είτε χρηματικά.

Όταν το είδος παράδοσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, αναγράφεται η τιμή «OPTL»

Το πεδίο αυτό αφορά μόνο παράγωγα.

«PHYS» — Διακανονισμός με φυσική παράδοση

«CASH» — Με χρηματικό διακανονισμό

«OPTL» — Προαιρετικό για τον αντισυμβαλλόμενο ή όταν καθορίζεται από τρίτο μέρος

Παράγωγα επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής

35

Βασική κατηγορία προϊόντων

Βασικά προϊόντα της κατηγορίας υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, κατά τον πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής.

Επιτρέπονται μόνο τιμές στη στήλη «Βασική κατηγορία προϊόντων» του πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων.

36

Υποκατηγορία προϊόντων

Υποκατηγορία προϊόντων της κατηγορίας υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, κατά τον πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής.

Για το πεδίο αυτό απαιτείται βασικό προϊόν.

Επιτρέπονται μόνο τιμές στη στήλη «Υποκατηγορία προϊόντων» του πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων.

37

Επιμέρους προϊόντα

Επιμέρους προϊόντα της κατηγορίας υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων, κατά τον πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων και δικαιωμάτων εκπομπής.

Για το πεδίο αυτό απαιτείται υποκατηγορία προϊόντων.

Επιτρέπονται μόνο τιμές στη στήλη «Επιμέρους προϊόντα» του πίνακα ταξινόμησης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων.

38

Είδος συναλλαγής

Είδος συναλλαγής όπως καθορίζεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης

«FUTR» — Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης

«OPTN» — Δικαιώματα προαίρεσης

«TAPO» — TAPOS

«SWAP» — Συμφωνίες ανταλλαγής

«MINI» — Minis

«OTCT» — Εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές

«ORIT» — Outright

«CRCK» — Crack

«DIFF» — Διαφορικό

«OTHR» — Άλλο

39

Είδος τελικής τιμής

Είδος τελικής τιμής όπως καθορίζεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης

«ARGM» — Argus/McCloskey

«BLTC» — Baltic

«EXOF» — Exchange

«GBCL» — GlobalCOAL

«IHSM» — IHS McCloskey

«PLAT» — Platts

«OTHR» — Άλλο

Παράγωγα επιτοκίων

Τα πεδία της ενότητας αυτής συμπληρώνονται μόνο για μέσα που έχουν ως υποκείμενο μη χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως επιτόκιο.

40

Επιτόκιο αναφοράς

Ονομασία του επιτοκίου αναφοράς

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν το επιτόκιο αναφοράς δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

41

Διάρκεια επιτοκίου της σύμβασης

Εάν τα περιουσιακά στοιχεία εμπίπτουν στην κατηγορία των επιτοκίων, στο πεδίο αυτό ορίζεται η διάρκεια της σύμβασης. Η διάρκεια εκφράζεται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

42

Ονομαστικό νόμισμα 2

Για συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος σε διαφορετικά νομίσματα ή διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής, αναφέρεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής όπου η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διαφορετικά νομίσματα, αναφέρεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της συμφωνίας ανταλλαγής.

{CURRENCYCODE_3}

43

Σταθερό επιτόκιο του σκέλους 1

Αναφορά του χρησιμοποιούμενου σταθερού επιτοκίου του σκέλους 1, κατά περίπτωση.

{DECIMAL -11/10}

Εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (π.χ. 7,0 σημαίνει 7 % και 0,3 σημαίνει 0,3 %)

44

Σταθερό επιτόκιο του σκέλους 2

Αναφορά του χρησιμοποιούμενου σταθερού επιτοκίου του σκέλους 2, κατά περίπτωση.

{DECIMAL -11/10}

Εκφράζεται ως ποσοστό επί τοις εκατό (π.χ. 7,0 σημαίνει 7 % και 0,3 σημαίνει 0,3 %)

45

Κυμαινόμενο επιτόκιο του σκέλους 2

Αναφορά του χρησιμοποιούμενου επιτοκίου, κατά περίπτωση.

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν το επιτόκιο αναφοράς δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

46

Διάρκεια επιτοκίου της σύμβασης του σκέλους 2

Ένδειξη της περιόδου αναφοράς του επιτοκίου, που ορίζεται σε προκαθορισμένα χρονικά διαστήματα με αναφορά σε επιτόκιο αναφοράς της αγοράς. Η διάρκεια εκφράζεται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

Παράγωγα επί συναλλάγματος

Τα πεδία της ενότητας αυτής συμπληρώνονται μόνο για μέσα που έχουν ως υποκείμενο μη χρηματοπιστωτικό μέσο τύπου συναλλάγματος.

47

Ονομαστικό νόμισμα 2

Στο πεδίο εισάγεται το υποκείμενο νόμισμα 2 του ζεύγους νομισμάτων (το νόμισμα 1 θα αναγράφεται στο πεδίο 13 για το ονομαστικό νόμισμα 1).

{CURRENCYCODE_3}

48

Είδος συναλλάγματος

Είδος υποκείμενου νομίσματος

«FXCR» — Διασταυρούμενες ισοτιμίες

«FXEM» — Αναδυόμενες συναλλαγματικές αγορές

«FXMJ» — Majors


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/583 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις ομολογίες, τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, τα δικαιώματα εκπομπής και τα παράγωγα (βλέπε σελίδα 229 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/382


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/586 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων και ερευνών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 80 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το εύρος του πεδίου εφαρμογής και του είδους των πληροφοριών που ανταλλάσσονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να είναι επαρκές ώστε να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εκπληρώσουν με αποτελεσματικό τρόπο τα εποπτικά καθήκοντα και τις λειτουργίες τους. Κατά συνέπεια, απαιτείται οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να επιβλέπουν τη συμπεριφορά των φυσικών και των νομικών προσώπων στις αντίστοιχες δικαιοδοσίες τους.

(2)

Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν αποτελεσματικά τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τους φορείς της αγοράς και τους παρόχους υπηρεσιών δεδομένων, είναι σημαντικό να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες όσον αφορά τα εξής: γενικές πληροφορίες και καταστατικά έγγραφα (συμπεριλαμβανομένων εθνικών εγγράφων σύστασης, ή άλλων εγγράφων που παρέχουν μια εικόνα της δομής και των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων μιας οντότητας)· πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία αδειοδότησης· πληροφορίες σχετικά με τα διοικητικά όργανα των επιχειρήσεων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων για παράδειγμα πληροφοριών που μπορούν να επαληθεύσουν την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου, όπως την επαγγελματική τους πείρα (μεταξύ άλλων του βιογραφικού τους σημειώματος στο οποίο αναφέρεται η σχετική εκπαίδευση και κατάρτισή τους, προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία και επαγγελματικές δραστηριότητες ή άλλα σχετικά καθήκοντα που απαιτούνται επί του παρόντος για τους σκοπούς της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)· πληροφορίες σχετικά με την υπόληψή τους· πληροφορίες για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές όπως γενικές εταιρικές πληροφορίες και πληροφορίες σχετικά με την υπόληψή τους· πληροφορίες σχετικά με την αδειοδότηση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τις επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί ή για τις οποίες έχει απορριφθεί αδειοδότηση· πληροφορίες σχετικά με τις απαιτήσεις οργάνωσης των ρυθμιζόμενων αγορών· πληροφορίες σχετικά με την αδειοδότηση των παρόχων υπηρεσιών δεδομένων· πληροφορίες σχετικά με τις εξαιρέσεις που έχουν χορηγηθεί ή έχουν απορριφθεί για την κατηγοριοποίηση των πελατών ως «επαγγελματιών»· πληροφορίες σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα επιβολής· πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες και το σχετικό ιστορικό συμπεριφοράς και συμμόρφωσης.

(3)

Είναι σημαντικό να παρέχεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν επίσης σχετικές πληροφορίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση των πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες.

(4)

Για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων τους κατά τρόπο ολοκληρωμένο, είναι επίσης σημαντικό για τις αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που μπορεί να διαθέτουν, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με επιχειρήσεις επενδύσεων, φορείς της αγοράς, παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης ή πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει του άρθρου 2 ή 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι σε θέση να ανταλλάσσουν σχετικές γενικές πληροφορίες για τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες χωρίς την απαιτούμενη αδειοδότηση βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(5)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(6)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(7)

Η ΕΑΚΑΑ ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2),

(8)

Η ΕΑΚΑΑ δεν προέβη σε δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων καθώς αυτά συνδέονται με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων και ερευνών, και αυτό θεωρήθηκε δυσανάλογο σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής και τις επιπτώσεις,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ της αρμόδιας αρχής στην οποία υποβάλλεται αίτηση συνεργασίας (αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση) και της αρμόδιας αρχής η οποία υποβάλλει αίτηση συνεργασίας (αιτούσα αρχή) σύμφωνα με το άρθρο 80 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ μπορεί να αφορούν τις ακόλουθες οντότητες:

α)

μια επιχείρηση επενδύσεων, έναν διαχειριστή αγοράς ή έναν πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ·

β)

ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει αδειοδοτηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες·

γ)

οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ή οποιαδήποτε άλλη μη μετοχική οντότητα ή ένωση που δεν αναφέρεται στα στοιχεία α) και β).

Άρθρο 2

Πληροφορίες που ανταλλάσσονται σε σχέση με επιχειρήσεις επενδύσεων, φορείς της αγοράς ή παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

1.   Στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή αποφασίζει να ζητήσει συνεργασία μπορεί να ζητήσει τις ακόλουθες πληροφορίες σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο α):

α)

γενικές πληροφορίες και έγγραφα σχετικά με τη σύσταση των οντοτήτων:

i)

πληροφορίες σχετικά με την επωνυμία των οντοτήτων, τη διεύθυνση των κεντρικών γραφείων και/ή της καταστατικής τους έδρας, στοιχεία επικοινωνίας, τον εθνικό αριθμό ταυτότητας της οντότητας και αποσπάσματα από τα μητρώα που τηρούνται σε εθνικό επίπεδο·

ii)

πληροφορίες σχετικά με τα καταστατικά έγγραφα που απαιτείται να διαθέτουν οι οντότητες βάσει της σχετικής εθνικής τους νομοθεσίας·

β)

πληροφορίες που ορίζονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ σχετικά με τη διαδικασία αδειοδότησης μιας επιχείρησης εφόσον οι πληροφορίες αυτές δεν περιλαμβάνονται στο δημόσιο μητρώο της ΕΑΚΑΑ το οποίο έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ια) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

γ)

πληροφορίες που σχετίζονται με τα μέλη του διοικητικού οργάνου, ή πρόσωπα που διευθύνουν στην πράξη τις δραστηριότητες, των οντοτήτων, και οι οποίες έχουν παρασχεθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης, μεταξύ άλλων:

i)

τις επωνυμίες τους, τον προσωπικό αναγνωριστικό αριθμό (εφόσον είναι διαθέσιμος στο εν λόγω κράτος μέλος), τον τόπο κατοικίας και τα στοιχεία επικοινωνίας·

ii)

πληροφορίες σχετικά με τη θέση στην οποία έχουν διοριστεί τα εν λόγω πρόσωπα εντός της οντότητας·

iii)

οργανόγραμμα της διοικητικής δομής ή ταυτοποίηση των προσώπων που είναι αρμόδια για τις δραστηριότητες που διεξάγει η οντότητα στο πλαίσιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

δ)

πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου ή των προσώπων που διευθύνουν στην πράξη τις δραστηριότητες των οντοτήτων, μεταξύ άλλων:

i)

πληροφορίες σχετικά με την επαγγελματική πείρα·

ii)

πληροφορίες σχετικά με την υπόληψη ενός μέλους ή προσώπου που περιλαμβάνουν:

πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο, ή ποινικές έρευνες ή διαδικασίες, σχετικές αστικές και διοικητικές υποθέσεις, και πειθαρχικές ενέργειες (μεταξύ άλλων απαγόρευση άσκησης δραστηριοτήτων διευθυντή επιχείρησης ή διαδικασίες πτώχευσης, αφερεγγυότητας ή παρόμοιες διαδικασίες), μέσω επίσημου πιστοποιητικού εφόσον είναι διαθέσιμο, ή μέσω άλλου ισοδύναμου εγγράφου,

πληροφορίες σχετικά με ανοικτές έρευνες, διαδικασίες εκτέλεσης, κυρώσεις, ή άλλες εκτελεστικές αποφάσεις εναντίον ενός προσώπου,

άρνηση καταχώρισης, έγκρισης, προσχώρησης ή άδειας άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων, επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή επαγγέλματος· απόσυρση, ανάκληση ή καταγγελία της εν λόγω καταχώρισης, έγκρισης, προσχώρησης ή άδειας άσκησης εμπορικών δραστηριοτήτων, ή αποκλεισμό από ένα ρυθμιστικό ή κυβερνητικό όργανο ή από έναν επαγγελματικό φορέα ή ένωση,

απόλυση από θέση απασχόλησης ή από θέση εμπιστοσύνης, σχέση καταπίστευσης ή παρόμοια·

ε)

πληροφορίες σχετικά με μετόχους και μέλη με ειδικές συμμετοχές συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

τον κατάλογο των προσώπων με ειδική συμμετοχή·

ii)

για μετόχους που είναι μέλη επιχειρηματικού ομίλου, οργανόγραμμα του επιχειρηματικού ομίλου στο οποίο θα αναφέρονται οι δραστηριότητες κάθε επιχείρησης εντός του ομίλου και θα προσδιορίζονται τυχόν επιχειρήσεις ή ιδιώτες εντός του ομίλου οι οποίοι δραστηριοποιούνται βάσει των διατάξεων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ·

iii)

πληροφορίες και έγγραφα που απαιτούνται για την αξιολόγηση της καταλληλότητάς τους·

στ)

πληροφορίες σχετικά με την οργανωτική δομή, τις συνθήκες λειτουργίας και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, μεταξύ άλλων:

i)

πληροφορίες σχετικά με τις πολιτικές και διαδικασίες συμμόρφωσης και διαχείρισης κινδύνων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ σε σχέση με τις οντότητες και τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους τους·

ii)

αρχεία συμμόρφωσης των οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές·

iii)

πληροφορίες σχετικά με τις οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις που έχουν σχεδιαστεί για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων όπως ορίζεται στο άρθρο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

iv)

στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που παράγουν χρηματοπιστωτικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης κάθε χρηματοπιστωτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την αγορά-στόχο και τη στρατηγική διανομής, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις ρυθμίσεις πολιτικής επανεξέτασης της επιχείρησης·

v)

σε σχέση με τις επιχειρήσεις επενδύσεων, πληροφορίες σχετικά με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

vi)

πληροφορίες που μπορεί να ζητηθούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με τις δραστηριότητες και τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 16 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ζ)

πληροφορίες σχετικά με την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων που χορηγείται σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

η)

πληροφορίες σχετικά με την άδεια λειτουργίας των ρυθμιζόμενων αγορών και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που χορηγείται αντίστοιχα σύμφωνα με τα άρθρα 44, 45 και 46, καθώς και τα άρθρα 59 έως 63 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

θ)

πληροφορίες σχετικά με τις εξαιρέσεις που χορηγούνται ή απορρίπτονται σε σχέση με πελάτες που μπορούν να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες μετά από αίτησή τους, όπως ορίζεται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ι)

πληροφορίες σχετικά με τις κυρώσεις και τα μέτρα επιβολής που επιβάλλονται κατά των οντοτήτων, μεταξύ άλλων:

i)

πληροφορίες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε μια οντότητα, ή σε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου ή σε πρόσωπα που διευθύνουν στην πράξη τις δραστηριότητες της οντότητας·

ii)

πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις από οντότητες, ή από πρόσωπα που κατέχουν διευθυντικές θέσεις·

iii)

πληροφορίες σχετικά με το ποινικό μητρώο, ποινικές ή διοικητικές έρευνες ή διαδικασίες, σχετικές αστικές και διοικητικές υποθέσεις, και πειθαρχικές ενέργειες, μέσω επίσημου πιστοποιητικού εφόσον είναι διαθέσιμο, ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου·

ια)

πληροφορίες που σχετίζονται με τις επιχειρησιακές δραστηριότητες και το σχετικό ιστορικό συμπεριφοράς και συμμόρφωσης που αφορά το θέμα της αίτησης, μεταξύ άλλων:

i)

πληροφορίες σχετικά με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας οντότητας, σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ·

ii)

εσωτερικά πρακτικά ή αρχεία που τηρούνται από τις επιχειρήσεις και τα υποκαταστήματα για έλεγχο από την αρμόδια αρχή·

ιβ)

κάθε άλλη πληροφορία που είναι απαραίτητη για τη συνεργασία στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων ή ερευνών που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος απαιτεί τη σύσταση υποκαταστήματος από επιχείρηση τρίτης χώρας σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει από την αρχή που είναι αρμόδια για την εποπτεία του εν λόγω υποκαταστήματος, πληροφορίες που λαμβάνονται από την αρχή του κράτους προέλευσης σε σχέση με την άδεια που χορηγείται για το άνοιγμα του υποκαταστήματος, μεταξύ άλλων:

α)

πληροφορίες που αφορούν την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) ή τις διατάξεις και τα μέτρα που έχουν εγκριθεί για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

β)

απαντήσεις του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης της τρίτης χώρας, ή των προσώπων που διευθύνουν στην πράξη τις δραστηριότητες της οντότητας, σε ερωτήσεις της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 3

Πληροφορίες που ανταλλάσσονται σε σχέση με τα πιστωτικά ιδρύματα

Στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή αποφασίζει να ζητήσει συνεργασία, μπορεί να ζητήσει τις ακόλουθες πληροφορίες σε σχέση με τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο β):

α)

πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία α), στ), θ) και ι)·

β)

κάθε άλλη πληροφορία που αφορά την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή τις διατάξεις και τα μέτρα που έχουν εγκριθεί για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

γ)

κάθε άλλη πληροφορία που είναι απαραίτητη για τη συνεργασία στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων ή ερευνών που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 4

Πληροφορίες που ανταλλάσσονται σε σχέση με πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο γ)

1.   Όταν η αρμόδια αρχή αποφασίζει να ζητήσει συνεργασία σε σχέση με φυσικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο γ), μπορεί να ζητήσει τουλάχιστον το όνομα του προσώπου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, τον προσωπικό εθνικό αριθμό ταυτότητας, τη διεύθυνση και στοιχεία επικοινωνίας.

2.   Σε σχέση με τα νομικά πρόσωπα, ή οποιαδήποτε άλλη μη μετοχική οντότητα ή ένωση, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο γ), η αρμόδια αρχή μπορεί επίσης να ζητήσει τουλάχιστον έγγραφα που πιστοποιούν την εταιρική επωνυμία και τη διεύθυνση των κεντρικών γραφείων, καθώς και την ταχυδρομική διεύθυνση αν είναι διαφορετική, στοιχεία επικοινωνίας και τον εθνικό αριθμό ταυτότητας· καταχώριση νομικής μορφής σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία· πλήρη κατάλογο των προσώπων που διευθύνουν στην πράξη την επιχείρηση, τα ονόματά τους, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, τη διεύθυνση, τα στοιχεία επικοινωνίας, τον εθνικό αριθμό ταυτότητας.

3.   Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές μπορεί να ζητήσουν την ανταλλαγή των κατωτέρω πληροφοριών σε σχέση με πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες χωρίς την απαιτούμενη άδεια ή καταχώριση σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ:

α)

λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες που παρέχονται·

β)

λεπτομερή στοιχεία των προσώπων που είναι γνωστό ότι έχουν έρθει σε επικοινωνία με το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο σε σχέση με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων χωρίς την απαιτούμενη άδεια ή καταχώριση.

4.   Σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν πληροφορίες σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο γ) οι οποίες λαμβάνονται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης με αυτόν ή σύμφωνα με τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μπορεί να ζητήσουν κάθε άλλη πληροφορία η οποία είναι απαραίτητη για τη συνεργασία στο πλαίσιο εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων επαληθεύσεων ή ερευνών, που αναφέρονται στο άρθρο 80 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 5

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από την ημερομηνία που εμφανίζεται πρώτη στο άρθρο 93 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(3)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(4)  Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (ΕΕ L 84 της 26.3.1997, σ. 22).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/387


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/587 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 6, το άρθρο 7 παράγραφος 2, το άρθρο 14 παράγραφος 7, το άρθρο 20 παράγραφος 3, το άρθρο 22 παράγραφος 4 και το άρθρο 23 παράγραφος 3,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχει υψηλός βαθμός διαφάνειας, ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τον πραγματικό όγκο των εκτελεσθεισών και των δυνητικών συναλλαγών σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω συναλλαγές λαμβάνουν χώρα σε ρυθμιζόμενες αγορές, πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) και από συστηματικούς εσωτερικοποιητές ή εκτός των εν λόγω μηχανισμών. Ο υψηλός βαθμός διαφάνειας θα πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι ο κατακερματισμός της ρευστότητας δεν παρεμποδίζει τη λειτουργία του μηχανισμού διαμόρφωσης της τιμής δεδομένων χρηματοπιστωτικών μέσων τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε διαφορετικούς τόπους διαπραγμάτευσης και δεν έχει έτσι δυσμενείς επιπτώσεις για τους επενδυτές.

(2)

Ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωριστεί ότι μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να παρέχονται απαλλαγές από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας ή χρονικές μεταθέσεις των υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας, ώστε να μην θίγεται η ρευστότητα ως ακούσια συνέπεια υποχρεώσεων γνωστοποίησης εντολών και συναλλαγών και, επομένως, δημοσιοποίησης θέσεων κινδύνου. Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμο να προσδιοριστούν οι ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες μπορούν να χορηγούνται οι εν λόγω απαλλαγές από την προσυναλλακτική διαφάνεια και χρονικές μεταθέσεις των υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας.

(3)

Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού συνδέονται στενά, δεδομένου ότι αφορούν τις απαιτήσεις διαφάνειας που ισχύουν για τόπους διαπραγμάτευσης και επιχειρήσεις επενδύσεων όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα. Για να διασφαλιστεί η συνεκτικότητα μεταξύ των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες θα πρέπει να τεθούν σε ισχύ ταυτόχρονα, και για να παρασχεθεί μια συνολική εικόνα και αποτελεσματική πρόσβαση στα ενδιαφερόμενα μέρη και ιδίως σε όσα υπόκεινται σε υποχρεώσεις, είναι σκόπιμο οι διατάξεις αυτές να συμπεριληφθούν σε έναν ενιαίο κανονισμό.

(4)

Στην περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές χορηγούν απαλλαγές από απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας ή εγκρίνουν τη χρονική μετάθεση υποχρεώσεων μετασυναλλακτικής διαφάνειας, θα πρέπει να αντιμετωπίζουν όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους πολυμερείς μηχανισμούς διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπων διαπραγμάτευσης κατά τρόπο ισότιμο και χωρίς διακρίσεις.

(5)

Είναι σκόπιμο να διασαφηνιστεί περιορισμένος αριθμός τεχνικών όρων. Οι εν λόγω τεχνικοί ορισμοί είναι απαραίτητοι, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων που περιλαμβάνει ο παρών κανονισμός στην Ένωση και, επομένως, συμβάλλουν στην καθιέρωση ενός ενιαίου εγχειριδίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές στην Ένωση. Οι εν λόγω ορισμοί είναι αμιγώς λειτουργικοί, ώστε να καθορίζονται οι υποχρεώσεις διαφάνειας για τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, και θα πρέπει να περιορίζονται αυστηρά στην κατανόηση του παρόντος κανονισμού.

(6)

Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εισάγει στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος διαφάνειας μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια και πιστοποιητικά, καθώς και μετοχές και άλλα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση μόνο σε ΠΜΔ. Για να καθιερωθεί ολοκληρωμένο και ομοιόμορφο καθεστώς διαφάνειας, είναι απαραίτητο να βαθμονομηθεί το περιεχόμενο των προσυναλλακτικών πληροφοριών τις οποίες πρέπει να δημοσιοποιούν οι τόποι διαπραγμάτευσης.

(7)

Οι τόποι διαπραγμάτευσης που λειτουργούν με σύστημα αιτήσεων προσδιορισμού τιμής θα πρέπει να δημοσιοποιούν τουλάχιστον τις δεσμευτικές προσφορές και τιμές αγοράς ή τις επιδεκτικές ενέργειας εκδηλώσεις ενδιαφέροντος και το βάθος των εν λόγω τιμών το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που ο αιτών μπορεί να εκτελέσει μια συναλλαγή σύμφωνα με τους κανόνες του συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες που παρέχουν τα ζεύγη τιμών τους στον αιτούντα πρώτοι δεν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση.

(8)

Η συγκεκριμένη μεθοδολογία και τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την πραγματοποίηση υπολογισμών με σκοπό να προσδιοριστεί το καθεστώς διαφάνειας που ισχύει για μετοχές και μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνάρτηση με τα κοινά στοιχεία που αφορούν το περιεχόμενο και τη συχνότητα αιτημάτων για παροχή δεδομένων τα οποία απευθύνονται σε τόπους διαπραγμάτευσης, εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) και παρόχους ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) για σκοπούς υπολογισμού της διαφάνειας και άλλων υπολογισμών που ορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (EE) 2017/577 της Επιτροπής (2).

(9)

Το καθεστώς προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας που καθιερώθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θα πρέπει να βαθμονομηθεί καταλλήλως στην αγορά και να εφαρμόζεται κατά τρόπο ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση. Συγκεκριμένα, ο στατικός προσδιορισμός των σημαντικότερων αγορών από άποψη ρευστότητας, των μεγεθών των μεγάλου μεγέθους εντολών και των συνήθων μεγεθών στην αγορά δεν θα αποτύπωνε επαρκώς τις συχνές τροποποιήσεις των προτύπων διαπραγμάτευσης που επηρεάζουν τις μετοχές και τα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να καθοριστούν οι απαραίτητοι υπολογισμοί που θα εκτελούνται, συμπεριλαμβανομένων των χρονικών περιόδων που θα λαμβάνονται υπόψη κατά την πραγματοποίηση υπολογισμών και των χρονικών περιόδων κατά τη διάρκεια των οποίων ισχύουν τα αποτελέσματα αυτών των υπολογισμών, οι μέθοδοι υπολογισμού, καθώς και η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την πραγματοποίηση των υπολογισμών, σύμφωνα με την οικεία αρμόδια αρχή που έχει καθοριστεί για τους σκοπούς του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως προσδιορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής (3). Σε αυτό το πλαίσιο, προκειμένου να αποφευχθούν οι στρεβλώσεις της αγοράς, οι περίοδοι υπολογισμού θα πρέπει να διασφαλίζουν την επικαιροποίηση σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα των σχετικών ορίων του καθεστώτος ώστε να αντικατοπτρίζονται οι συνθήκες της αγοράς. Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των υπολογισμών σε κεντρικό επίπεδο, ώστε να είναι διαθέσιμα σε όλους τους συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά και σε όλες τις αρμόδιες αρχές στην Ένωση σε έναν ενιαίο τόπο και κατά τρόπο φιλικό προς τον χρήστη. Για αυτόν τον σκοπό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους και η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει τους εν λόγω υπολογισμούς στον δικτυακό της τόπο.

(10)

Για να εκτελούνται οι υπολογισμοί προκειμένου να καθορίζονται οι απαιτήσεις προσυναλλακτικής και μετασυναλλακτικής διαφάνειας σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, θα πρέπει να αναπτυχθούν το περιεχόμενο, η συχνότητα των αιτημάτων για παροχή δεδομένων, οι μορφότυποι και το χρονοδιάγραμμα βάσει του οποίου οι τόποι διαπραγμάτευσης, οι ΕΜΔ και οι ΠΕΔ πρέπει να ανταποκρίνονται στα εν λόγω αιτήματα σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Τα αποτελέσματα των υπολογισμών που πραγματοποιούνται με βάση τα δεδομένα που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 πρέπει να δημοσιεύονται, ώστε οι συμμετέχοντες στην αγορά να ενημερώνονται για τα εν λόγω αποτελέσματα και να επιτυγχάνουν στην πράξη την προσυναλλακτική και τη μετασυναλλακτική διαφάνεια. Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των υπολογισμών σε κεντρικό επίπεδο, ώστε να είναι διαθέσιμα σε όλους τους συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά και σε όλες τις αρμόδιες αρχές στην Ένωση σε έναν ενιαίο τόπο και κατά τρόπο φιλικό προς τον χρήστη. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να κοινοποιούν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) τα αποτελέσματα των υπολογισμών τους και, εν συνεχεία, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να δημοσιεύει τους εν λόγω υπολογισμούς στον δικτυακό της τόπο.

(11)

Για τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, σε αντίθεση με τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών δεν θεωρείται αντιπροσωπευτική για τη βαθμονόμηση των ορίων μεγάλου μεγέθους. Για αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα, το μέτρο της πραγματικής ρευστότητας δεν αντικατοπτρίζεται επαρκώς από τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών, καθώς οι μηχανισμοί δημιουργίας και εξόφλησης που υπάρχουν εγγενώς στα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια επιτρέπουν την πρόσβαση σε επιπρόσθετη και μη εμφανιζόμενη ρευστότητα. Για να μειωθεί ο κίνδυνος καταστρατήγησης, είναι επίσης σημαντικό δύο διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια με το ίδιο υποκείμενο μέσο να διαθέτουν τα ίδια όρια μεγάλου μεγέθους ανεξαρτήτως του εάν διαθέτουν παρεμφερή μέση ημερήσια αξία συναλλαγών ή όχι. Επομένως, θα πρέπει να καθιερωθεί ενιαίο όριο μεγάλου μεγέθους για όλα τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, το οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται ανεξαρτήτως του υποκείμενου μέσου τους ή της ρευστότητάς τους.

(12)

Πληροφορίες που απαιτείται να δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο πρέπει να διατίθενται στιγμιαία στο μέτρο που το επιτρέπουν οι τεχνικές δυνατότητες· αυτό προϋποθέτει έναν εύλογο βαθμό αποτελεσματικότητας και δαπανών για τα συστήματα εκ μέρους του ενδιαφερόμενου προσώπου. Οι πληροφορίες θα πρέπει να δημοσιεύονται πλησίον της καθορισμένης μέγιστης προθεσμίας μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες τα διαθέσιμα συστήματα δεν επιτρέπουν τη δημοσίευσή τους σε συντομότερο χρονικό διάστημα.

(13)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να δημοσιοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία των συναλλαγών που εκτελούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης μέσω ενός ΕΜΔ Επομένως, θα πρέπει να καθοριστεί ο τρόπος με τον οποίο οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία των συναλλαγών στους ΕΜΔ και οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να εφαρμόζονται σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις που ισχύουν για ΕΜΔ, όπως προσδιορίζονται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571.

(14)

Οι επενδυτές χρειάζονται αξιόπιστες και έγκαιρες πληροφορίες για το επίπεδο συναλλακτικού ενδιαφέροντος για χρηματοπιστωτικά μέσα. Πληροφορίες για ορισμένα είδη συναλλαγών, όπως η μεταβίβαση χρηματοπιστωτικών μέσων ως εξασφάλιση, δεν παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες στους επενδυτές σχετικά με το επίπεδο πραγματικού συναλλακτικού ενδιαφέροντος για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Η επιβολή υποχρέωσης στις επιχειρήσεις επενδύσεων να δημοσιοποιούν τις εν λόγω συναλλαγές θα προκαλούσε σημαντικές λειτουργικές προκλήσεις και κόστος χωρίς να βελτιώνει τη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμόζονται υποχρεώσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας όσον αφορά συναλλαγές οι οποίες εκτελούνται εκτός ενός τόπου διαπραγμάτευσης μόνο στην περίπτωση αγοράς ή πώλησης μετοχής, πιστοποιητικού αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμου αμοιβαίου κεφαλαίου, πιστοποιητικού ή άλλου παρόμοιου χρηματοπιστωτικού μέσου. Είναι απαραίτητο να μην δημοσιεύονται ορισμένες συναλλαγές, όπως αυτές που περιλαμβάνουν χρήση οποιωνδήποτε τέτοιων χρηματοπιστωτικών μέσων για σύσταση ασφάλειας, δανεισμό ή άλλους σκοπούς, εφόσον η ανταλλαγή γίνεται με κριτήρια άλλα από την αποτίμηση σε τρέχουσες αγοραίες τιμές, καθώς δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής και ενδεχομένως να προκαλούσαν σύγχυση των επενδυτών και να παρεμπόδιζαν τη βέλτιστη εκτέλεση των συναλλαγών.

(15)

Όσον αφορά συναλλαγές οι οποίες εκτελούνται εκτός του πλαισίου κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, είναι εξαιρετικά σημαντικό να διασαφηνιστεί ποια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να δημοσιοποιήσει μια συναλλαγή στην περίπτωση που αμφότερα τα μέρη μιας συναλλαγής είναι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες εδρεύουν στην Ένωση, προκειμένου να αποφεύγεται η διπλή δημοσίευση συναλλαγών. Επομένως, την ευθύνη δημοσιοποίησης μιας συναλλαγής θα πρέπει πάντα να φέρει η πωλούσα επιχείρηση επενδύσεων, εκτός εάν μόνο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής και αυτός είναι η αγοράζουσα επιχείρηση.

(16)

Στην περίπτωση που μόνο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής για ένα δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο και είναι επίσης η επιχείρηση που αγοράζει το εν λόγω μέσο, η εν λόγω επιχείρηση θα πρέπει να είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση της συναλλαγής, καθώς οι πελάτες της θα αναμένουν από αυτήν να το πράξει, και μπορεί να συμπληρώσει με τον καλύτερο τρόπο το πεδίο υποβολής στοιχείων αναφέροντας την ιδιότητά της ως συστηματικός εσωτερικοποιητής. Προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μια συναλλαγή δημοσιοποιείται μόνο μία φορά, ο συστηματικός εσωτερικοποιητής θα πρέπει να ενημερώνει το έτερο μέρος ότι δημοσιοποιεί τη συναλλαγή.

(17)

Είναι σημαντικό να τηρούνται τρέχοντα πρότυπα για τη δημοσιοποίηση συναλλαγών που εκτελούνται ως συναλλαγές αντιστήριξης (back-to-back), ώστε να αποφεύγεται η δημοσιοποίηση μιας μεμονωμένης συναλλαγής ως πολλαπλές πράξεις και να παρέχεται ασφάλεια δικαίου όσον αφορά το ποια επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση μιας συναλλαγής. Ως εκ τούτου, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και με την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους πρέπει να δημοσιοποιούνται ως ενιαία συναλλαγή.

(18)

Για να διασφαλιστεί ότι το νέο ρυθμιστικό καθεστώς διαφάνειας μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, θα πρέπει να προβλέπεται η συγκέντρωση ορισμένων δεδομένων και η πρώιμη δημοσιοποίηση των σημαντικότερων αγορών από άποψη ρευστότητας, των μεγεθών των εντολών μεγάλου μεγέθους, των ορίων αναβολής της δημοσίευσης και συνήθων μεγεθών στην αγορά.

(19)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι το νέο ρυθμιστικό καθεστώς διαφάνειας μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

(20)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(21)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΑ

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «συναλλαγή χαρτοφυλακίου»: συναλλαγές σε πέντε ή περισσότερα διαφορετικά χρηματοπιστωτικά μέσα, στην περίπτωση που η διαπραγμάτευση για τις εν λόγω συναλλαγές πραγματοποιείται ταυτόχρονα από τον ίδιο πελάτη και ως ενιαία παρτίδα έναντι συγκεκριμένης τιμής αναφοράς·

2)   «συναλλαγή παράδοσης (give-up)» ή «συναλλαγή αποδοχής (give-in)»: συναλλαγή κατά την οποία μια επιχείρηση επενδύσεων διαβιβάζει συναλλαγή πελάτη σε, ή λαμβάνει συναλλαγή πελάτη από, άλλη επιχείρηση επενδύσεων για σκοπούς μετασυναλλακτικής επεξεργασίας·

3)   «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 6 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/577 περί γνωστοποίησης και διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων)·

4)   «συστηματικός εσωτερικοποιητής»: επιχείρηση επενδύσεων η οποία ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 20) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

Άρθρο 2

Συναλλαγές που δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής

[Άρθρο 23 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια συναλλαγή σε μετοχές δεν συμβάλλει στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

η συναλλαγή εκτελείται με βάση τιμή η οποία υπολογίζεται σε περισσότερα του ενός χρονικά σημεία σύμφωνα με δεδομένο δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών οι οποίες εκτελούνται με βάση σταθμισμένη βάσει όγκου μέση τιμή ή σταθμισμένη βάσει χρόνου μέση τιμή·

β)

η συναλλαγή είναι μέρος συναλλαγής χαρτοφυλακίου·

γ)

η συναλλαγή εξαρτάται από την αγορά, πώληση, δημιουργία ή εξόφληση σύμβασης παραγώγου ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, στην περίπτωση που όλα τα συστατικά μέρη της συναλλαγής πρόκειται να εκτελεστούν μόνο ως ενιαία παρτίδα·

δ)

η συναλλαγή εκτελείται από εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), ή από διαχειριστή οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ο οποίος μεταβιβάζει την πραγματική κυριότητα των μετοχών από έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε άλλον και καμία επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή·

ε)

η συναλλαγή είναι συναλλαγή παράδοσης (give-up) ή συναλλαγή αποδοχής (give-in)·

στ)

σκοπός της συναλλαγής είναι η μεταβίβαση μετοχών ως εξασφάλιση σε διμερείς συναλλαγές ή στο πλαίσιο υποχρεώσεων καθορισμού περιθωρίου ή παροχής ασφάλειας από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ως μέρος της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ζ)

η συναλλαγή έχει ως αποτέλεσμα την παράδοση μετοχών στο πλαίσιο της άσκησης μετατρέψιμων ομολόγων, δικαιωμάτων προαίρεσης, καλυπτόμενων τίτλων επιλογής (covered warrants) ή άλλων παρεμφερών παραγώγων·

η)

η συναλλαγή είναι συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων·

θ)

η συναλλαγή εκτελείται σύμφωνα με τους κανόνες ή τις διαδικασίες τόπου διαπραγμάτευσης, κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, ώστε να πραγματοποιηθεί αγορά κάλυψης (buy-in) μη διακανονισθεισών συναλλαγών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΠΡΟΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Τμήμα 1

Προσυναλλακτική διαφάνεια για τους τόπους διαπραγμάτευσης

Άρθρο 3

Υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας

[Άρθρο 3 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπους διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν το εύρος των τιμών αγοράς και πώλησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές αυτές. Οι πληροφορίες πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το είδος των συστημάτων διαπραγμάτευσης τα οποία διαχειρίζονται, όπως ορίζεται στον πίνακα 1 του παραρτήματος I.

2.   Οι απαιτήσεις διαφάνειας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται επίσης σε οποιαδήποτε «επιδεκτική εκτέλεσης εκδήλωση ενδιαφέροντος», όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 33) και σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Άρθρο 4

Σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας

[Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για μια μετοχή, ένα πιστοποιητικό αποθετηρίου, ένα διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, ένα πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο θεωρείται ότι είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης με την υψηλότερη αξία συναλλαγών εντός της Ένωσης για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

2.   Προκειμένου να καθοριστούν οι σημαντικότερες αγορές από άποψη ρευστότητας σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν την αξία συναλλαγών σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 4 όσον αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο θεωρούνται αρμόδια αρχή και για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο τελεί υπό διαπραγμάτευση το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

3.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

περιλαμβάνει, για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης, συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης, με την εξαίρεση της τιμής αναφοράς, κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές που έχουν επισημανθεί όπως ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I και συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν με βάση τουλάχιστον μία εντολή η οποία έχει επωφεληθεί από μεγάλου μεγέθους απαλλαγή, εφόσον το μέγεθος συναλλαγής υπερβαίνει το εφαρμοζόμενο όριο μεγάλου μεγέθους το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7·

β)

καλύπτει είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

4.   Έως ότου να προσδιοριστεί η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 3, σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας θεωρείται ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο εισήχθη προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά ή τέλεσε υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

5.   Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά τέσσερις εβδομάδες το νωρίτερο πριν από το τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

Άρθρο 5

Ειδικά χαρακτηριστικά των κατ' ιδίαν διαπραγματευθεισών συναλλαγών

[Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά ή άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα θεωρείται συναλλαγή της οποίας η διαπραγμάτευση γίνεται κατ' ιδίαν αλλά γνωστοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης και εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

δύο μέλη ή συμμετέχοντες στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης συμμετέχουν με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ιδιότητες:

i)

ο ένας διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, ενώ ο άλλος ενεργεί εκ μέρους πελάτη·

ii)

αμφότεροι διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό·

iii)

αμφότεροι ενεργούν εκ μέρους πελάτη·

β)

ένα μέλος ή ένας συμμετέχων στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης:

i)

είτε ενεργεί εκ μέρους και του αγοραστή και του πωλητή·

ii)

είτε διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό έναντι εντολής πελάτη.

Άρθρο 6

Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές υποκείμενες σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς

[Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα συναλλαγή σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα υπόκειται σε όρους διαφορετικούς από την τρέχουσα τιμή της αγοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

η συναλλαγή εκτελείται με βάση τιμή η οποία υπολογίζεται σε περισσότερα του ενός χρονικά σημεία σύμφωνα με δεδομένο δείκτη αναφοράς, συμπεριλαμβανομένων συναλλαγών οι οποίες εκτελούνται με βάση σταθμισμένη βάσει όγκου μέση τιμή ή σταθμισμένη βάσει χρόνου μέση τιμή·

β)

η συναλλαγή είναι μέρος συναλλαγής χαρτοφυλακίου·

γ)

η συναλλαγή εξαρτάται από την αγορά, πώληση, δημιουργία ή εξόφληση σύμβασης παραγώγου ή άλλου χρηματοπιστωτικού μέσου, στην περίπτωση που όλα τα συστατικά μέρη της συναλλαγής προορίζονται να εκτελεστούν ως ενιαία παρτίδα·

δ)

η συναλλαγή εκτελείται από εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ή από διαχειριστή οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ο οποίος μεταβιβάζει την πραγματική κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων από έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε άλλον και καμία επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή·

ε)

η συναλλαγή είναι συναλλαγή παράδοσης (give-up) ή συναλλαγή αποδοχής (give-in)·

στ)

σκοπός της συναλλαγής είναι η μεταβίβαση χρηματοπιστωτικών μέσων ως εξασφάλιση σε διμερείς συναλλαγές ή στο πλαίσιο υποχρεώσεων καθορισμού περιθωρίου ή παροχής ασφάλειας από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ως μέρος της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ζ)

η συναλλαγή έχει ως αποτέλεσμα την παράδοση χρηματοπιστωτικών μέσων στο πλαίσιο της άσκησης μετατρέψιμων ομολόγων, δικαιωμάτων προαίρεσης, καλυμμένων τίτλων επιλογής (covered warrants) ή άλλων παρεμφερών χρηματοπιστωτικών παραγώγων·

η)

η συναλλαγή είναι συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων·

θ)

η συναλλαγή εκτελείται σύμφωνα με τους κανόνες ή τις διαδικασίες τόπου διαπραγμάτευσης, κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή κεντρικού αποθετηρίου τίτλων, ώστε να πραγματοποιηθεί αγορά κάλυψης (buy-in) μη διακανονισθεισών συναλλαγών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

ι)

οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή ισοδύναμη με συναλλαγή που περιγράφεται στα στοιχεία α) έως θ) ως προς το ότι εξαρτάται από τεχνικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν συνδέονται με την τρέχουσα αποτίμηση του υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά.

Άρθρο 7

Εντολές μεγάλου μεγέθους

[Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οποιαδήποτε εντολή που αφορά μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο θεωρείται μεγάλου μεγέθους εάν είναι ίση με ή μεγαλύτερη από το ελάχιστο μέγεθος εντολών που ορίζεται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος II.

2.   Οποιαδήποτε εντολή που αφορά διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο θεωρείται μεγάλου μεγέθους εάν είναι ίση με ή μεγαλύτερη από 1 000 000 ευρώ.

3.   Για σκοπούς προσδιορισμού των εντολών μεγάλου μεγέθους, οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν, σύμφωνα με την παράγραφο 4, τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης.

4.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 3 έχει τα κατωτέρω χαρακτηριστικά:

α)

περιλαμβάνει συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν στην Ένωση σχετικά με το χρηματοπιστωτικό μέσο, ανεξαρτήτως του εάν η διαπραγμάτευσή τους έγινε εντός ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

καλύπτει την περίοδο που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους ή, κατά περίπτωση, το μέρος του ημερολογιακού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευση του οποίου δεν είχε ανασταλεί.

Οι παράγραφοι 3 και 4 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά τέσσερις εβδομάδες το νωρίτερο πριν από το τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

5.   Εκτός από την περίπτωση κατά την οποία τροποποιείται η τιμή ή άλλοι σχετικοί όροι για την εκτέλεση μιας εντολής, η απαλλαγή που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εξακολουθεί να εφαρμόζεται όσον αφορά εντολή η οποία είναι μεγάλου μεγέθους κατά τον χρόνο εισαγωγής της στο βιβλίο εντολών αλλά, κατόπιν μερικής εκτέλεσής της, καθίσταται χαμηλότερη από το όριο που ισχύει για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.

6.   Πριν να τελέσει υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο σε τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, η αρμόδια αρχή εκτιμά τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, λαμβάνοντας υπόψη οποιοδήποτε ιστορικό προηγούμενης διαπραγμάτευσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και μεριμνά για τη δημοσίευση της εν λόγω εκτίμησης.

7.   Η εκτιμώμενη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 6 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των εντολών μεγάλου μεγέθους κατά τη διάρκεια περιόδου έξι εβδομάδων μετά την ημερομηνία κατά την οποία η μετοχή, το πιστοποιητικό αποθετηρίου, το πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη προς διαπραγμάτευση ή τέλεσε υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά σε τόπο διαπραγμάτευσης.

8.   Η αρμόδια αρχή υπολογίζει και μεριμνά για τη δημοσίευση της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών με βάση τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες διαπραγμάτευσης πριν από το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

9.   Η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 8 χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό εντολών μεγάλου μεγέθους, έως ότου να εφαρμοστεί μέση ημερήσια αξία συναλλαγών η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

10.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών υπολογίζεται διαιρώντας τη συνολική αξία συναλλαγών για ένα επιμέρους χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 4, διά του αριθμού των ημερών διαπραγμάτευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ο αριθμός των ημερών διαπραγμάτευσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο είναι ο αριθμός των ημερών διαπραγμάτευσης στη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4.

Άρθρο 8

Είδος και ελάχιστο μέγεθος εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών

[Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Το είδος της εντολής που τηρείται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής της στην αγορά, για την οποία μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, είναι μια εντολή η οποία:

α)

προορίζεται να δημοσιοποιηθεί στο βιβλίο εντολών που διαχειρίζεται ο τόπος διαπραγμάτευσης και εξαρτάται από αντικειμενικούς όρους οι οποίοι έχουν προκαθοριστεί από το πρωτόκολλο του συστήματος·

β)

δεν μπορεί να αλληλεπιδράσει με άλλα συναλλακτικά συμφέροντα πριν από τη δημοσιοποίησή της στο βιβλίο εντολών το οποίο διαχειρίζεται ο τόπος διαπραγμάτευσης·

γ)

μόλις δημοσιοποιηθεί στο βιβλίο εντολών, αλληλεπιδρά με άλλες εντολές σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν για εντολές τέτοιου είδους κατά τον χρόνο της δημοσιοποίησής της.

2.   Το μέγεθος των εντολών που τηρούνται σε μηχανισμό διαχείρισης εντολών ενός τόπου διαπραγμάτευσης εν αναμονή της δημοσιοποίησής τους στην αγορά, για τις οποίες μπορεί να χορηγηθεί απαλλαγή από τις υποχρεώσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας, είναι, κατά τον χρόνο εισαγωγής τους και μετά από οποιαδήποτε τροποποίηση, κάποιο από τα κατωτέρω:

α)

στην περίπτωση εντολής με αποθεματικό (reserve order), μεγαλύτερο από ή ίσο με 10 000 ευρώ·

β)

για όλες τις άλλες εντολές, μεγαλύτερο από ή ίσο με την ελάχιστη διαπραγματεύσιμη ποσότητα που τίθεται εκ των προτέρων από τον διαχειριστή του συστήματος σύμφωνα με τους κανόνες και τα πρωτόκολλά του.

3.   Εντολή με αποθεματικό, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), θεωρείται μια εντολή με όριο τιμής η οποία αποτελείται από μια γνωστοποιημένη εντολή η οποία αφορά μέρος μιας ποσότητας και μια μη γνωστοποιημένη εντολή η οποία αφορά την υπόλοιπη ποσότητα, στην περίπτωση που η μη γνωστοποιημένη ποσότητα μπορεί να εκτελεστεί μόνο μετά τη δημοσίευσή της στο βιβλίο εντολών ως νέα γνωστοποιημένη εντολή.

Τμήμα 2

Προσυναλλακτική διαφάνεια για τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές και τις επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης

Άρθρο 9

Ρυθμίσεις για τη δημοσίευση δεσμευτικού ζεύγους εντολών

[Άρθρο 14 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Μια ρύθμιση την οποία εφαρμόζει ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής προκειμένου να συμμορφώνεται με την υποχρέωση δημοσιοποίησης δεσμευτικών ζευγών τιμών πρέπει να πληροί τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

η ρύθμιση περιλαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλίζεται ότι οι προς δημοσίευση πληροφορίες είναι αξιόπιστες, παρακολουθούνται συνεχώς για τη διαπίστωση σφαλμάτων και διορθώνονται αμέσως μόλις διαπιστωθούν σφάλματα·

β)

η ρύθμιση συμμορφώνεται με τεχνικές ρυθμίσεις ισοδύναμες των ρυθμίσεων που προσδιορίζονται για εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) στο άρθρο 15 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/571, οι οποίες διευκολύνουν την ενοποίηση των δεδομένων με παρόμοια δεδομένα προερχόμενα από άλλες πηγές·

γ)

η ρύθμιση καθιστά τις πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό σε μη διακριτική βάση·

δ)

η ρύθμιση περιλαμβάνει δημοσιοποίηση του χρόνου κατά τον οποίο καταχωρίστηκαν ή τροποποιήθηκαν τα ζεύγη τιμών σύμφωνα με το άρθρο 50 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όπως προσδιορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (9).

Άρθρο 10

Τιμές που αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά

[Άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Οι τιμές τις οποίες δημοσιεύει ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά, εάν πλησιάζουν από άποψη τιμής, κατά τον χρόνο δημοσιοποίησης, ζεύγη τιμών ισοδύναμου μεγέθους για το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο στη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο.

Άρθρο 11

Σύνηθες μέγεθος στην αγορά

[Άρθρο 14 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Το σύνηθες μέγεθος στην αγορά για μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά καθορίζεται με βάση τη μέση αξία συναλλαγών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 και σύμφωνα με τον πίνακα 3 του παραρτήματος II.

2.   Για να καθοριστεί το σύνηθες μέγεθος στην αγορά το οποίο ισχύει για ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν τη μέση αξία συναλλαγών όσον αφορά το σύνολο των μετοχών, των αποθετήριων εγγράφων, των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων, των πιστοποιητικών και άλλων παρόμοιων χρηματοπιστωτικών μέσων που τελούν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, για τα οποία υπάρχει ρευστή αγορά και για τα οποία θεωρούνται αρμόδια αρχή.

3.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

λαμβάνει υπόψη τις συναλλαγές που εκτελέστηκαν στην Ένωση σχετικά με το οικείο χρηματοπιστωτικό μέσο, ανεξαρτήτως του εάν αυτές εκτελέστηκαν εντός ή εκτός τόπου διαπραγμάτευσης·

β)

καλύπτει είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή, κατά περίπτωση, την περίοδο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί·

γ)

δεν περιλαμβάνει μετασυναλλακτικές συναλλαγές μεγάλου μεγέθους, όπως ορίζονται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I.

Οι παράγραφοι 2 και 3 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή τέλεσαν υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά τέσσερις εβδομάδες το νωρίτερο πριν από το τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

4.   Πριν να τελέσει υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο σε τόπο διαπραγμάτευσης στην Ένωση, η αρμόδια αρχή εκτιμά τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, λαμβάνοντας υπόψη οποιοδήποτε ιστορικό προηγούμενης διαπραγμάτευσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου και άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και μεριμνά για τη δημοσίευση της εν λόγω εκτίμησης.

5.   Η εκτιμώμενη μέση αξία συναλλαγών που ορίζεται στην παράγραφο 4 χρησιμοποιείται ως σύνηθες μέγεθος στην αγορά για μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο κατά τη διάρκεια περιόδου έξι εβδομάδων από την ημερομηνία κατά την οποία η μετοχή, το πιστοποιητικό αποθετηρίου, το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, το πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη προς διαπραγμάτευση ή τέλεσε υπό διαπραγμάτευση για πρώτη φορά σε τόπο διαπραγμάτευσης.

6.   Η αρμόδια αρχή υπολογίζει και μεριμνά για τη δημοσίευση της μέσης αξίας συναλλαγών με βάση τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες διαπραγμάτευσης πριν από το τέλος της περιόδου των έξι εβδομάδων που αναφέρεται στην παράγραφο 5.

7.   Η μέση αξία συναλλαγών της παραγράφου 6 εφαρμόζεται αμέσως μετά τη δημοσίευσή της και έως ότου να εφαρμοστεί νέα μέση αξία συναλλαγών υπολογιζόμενη σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3.

8.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών υπολογίζεται διαιρώντας τη συνολική αξία συναλλαγών για ένα επιμέρους χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 4, διά του συνολικού αριθμού των συναλλαγών που εκτελέστηκαν για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΕΤΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΕΚΤΟΣ ΤΟΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗΣ

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις μετασυναλλακτικής διαφάνειας

[Άρθρο 6 παράγραφος 1 και άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται έναν τόπο διαπραγμάτευσης και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία κάθε συναλλαγής εφαρμόζοντας τους πίνακες αναφοράς 2, 3 και 4 του παραρτήματος I.

2.   Στην περίπτωση ακύρωσης μιας αναφοράς συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν νέα αναφορά συναλλαγής, η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής και τη σήμανση ακύρωσης που προσδιορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I.

3.   Στην περίπτωση τροποποίησης μιας αναφοράς συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιοποιηθεί, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τις κατωτέρω πληροφορίες:

α)

νέα αναφορά συναλλαγής η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής και τη σήμανση ακύρωσης που προσδιορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I·

β)

νέα αναφορά συναλλαγής η οποία περιέχει όλα τα λεπτομερή στοιχεία της αρχικής αναφοράς συναλλαγής με διορθωμένα όλα τα απαραίτητα λεπτομερή στοιχεία και τη σήμανση τροποποίησης που προσδιορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος I.

4.   Στην περίπτωση που μια συναλλαγή μεταξύ δύο επιχειρήσεων επενδύσεων ολοκληρώνεται εκτός του πλαισίου των κανόνων τόπου διαπραγμάτευσης, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε εκ μέρους πελατών, μόνο η επιχείρηση επενδύσεων η οποία πωλεί το οικείο χρηματοπιστωτικό μέσο δημοσιοποιεί τη συναλλαγή μέσω ενός ΕΜΔ.

5.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 4, όταν μόνο μία από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που συμμετέχουν σε μια συναλλαγή είναι συστηματικός εσωτερικοποιητής για το δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο και ενεργεί ως αγοράζουσα επιχείρηση, μόνο η εν λόγω επιχείρηση δημοσιοποιεί τη συναλλαγή μέσω ενός ΕΜΔ, ενημερώνοντας τον πωλητή για τις ενέργειες που πραγματοποίησε.

6.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η συναλλαγή δημοσιοποιείται ως ενιαία συναλλαγή. Για το σκοπό αυτό, δυο αντιστοιχισμένες πράξεις που συνάπτονται κατά τον ίδιο χρόνο και για την ίδια τιμή με την παρεμβολή του ίδιου μέρους θεωρούνται ενιαία συναλλαγή.

Άρθρο 13

Εφαρμογή μετασυναλλακτικής διαφάνειας σε ορισμένα είδη συναλλαγών που εκτελούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης

[Άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Η υποχρέωση του άρθρου 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα:

α)

εξαιρούμενες συναλλαγές οι οποίες απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (10) κατά περίπτωση·

β)

συναλλαγές οι οποίες εκτελούνται από εταιρεία διαχείρισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ή από διαχειριστή οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ο οποίος μεταβιβάζει την πραγματική κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων από έναν οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε άλλον και καμία επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος στη συναλλαγή·

γ)

συναλλαγές παράδοσης (give-up) και συναλλαγές αποδοχής (give-in)·

δ)

μεταβιβάσεις χρηματοπιστωτικών μέσων ως εξασφάλιση σε διμερείς συναλλαγές ή στο πλαίσιο υποχρεώσεων καθορισμού περιθωρίου ή παροχής ασφάλειας από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή ως μέρος της διαδικασίας διαχείρισης αθέτησης υποχρέωσης από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 14

Δημοσιοποίηση συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο

[Άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούνται μετασυναλλακτικές πληροφορίες στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

όταν η συναλλαγή πραγματοποιείται κατά τις ημερήσιες ώρες συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό και, σε κάθε περίπτωση, εντός ενός λεπτού από την οικεία συναλλαγή·

β)

όταν η συναλλαγή πραγματοποιείται εκτός των ημερήσιων ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, πριν το άνοιγμα της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης.

2.   Για συναλλαγές που πραγματοποιούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, δημοσιοποιούνται μετασυναλλακτικές πληροφορίες στις κατωτέρω περιπτώσεις:

α)

όταν η συναλλαγή πραγματοποιείται κατά τις ημερήσιες ώρες συναλλαγών της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4 για την οικεία μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο, ή κατά τις ημερήσιες ώρες συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο είναι τεχνικά εφικτό και, σε κάθε περίπτωση, εντός ενός λεπτού από την οικεία συναλλαγή·

β)

όταν η συναλλαγή πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε περίπτωση που δεν καλύπτεται από το στοιχείο α), αμέσως μετά την έναρξη των ημερήσιων ωρών συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων και το αργότερο πριν από το άνοιγμα της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4

3.   Πληροφορίες σχετικά με συναλλαγή χαρτοφυλακίου δημοσιοποιούνται όσον αφορά κάθε συνιστώσα συναλλαγή, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο που είναι τεχνικά εφικτό, έχοντας υπόψη την ανάγκη κατανομής των τιμών σε επιμέρους μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα. Κάθε συνιστώσα συναλλαγή αξιολογείται χωριστά για σκοπούς προσδιορισμού της δυνατότητας αναβολής της δημοσίευσης της εν λόγω συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 15.

Άρθρο 15

Αναβολή δημοσίευσης συναλλαγών

[Άρθρο 7 παράγραφος 1 και άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή εγκρίνει την αναβολή της δημοσίευσης των λεπτομερών στοιχείων συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι διαχειριστές αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν κάθε συναλλαγή το αργότερο έως το τέλος της οικείας περιόδου που ορίζεται στους πίνακες 4, 5 και 6 του παραρτήματος II, εφόσον πληρούνται τα κατωτέρω κριτήρια:

α)

η συναλλαγή πραγματοποιείται μεταξύ μιας επιχείρησης επενδύσεων που διενεργεί τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό χωρίς αυτή να είναι αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό και ενός άλλου αντισυμβαλλομένου·

β)

το μέγεθος της συναλλαγής ισούται με ή υπερβαίνει το οικείο ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος που προσδιορίζεται στους πίνακες 4, 5 ή 6 του παραρτήματος II, κατά περίπτωση.

2.   Το οικείο ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1 καθορίζεται σύμφωνα με τη μέση ημερήσια αξία συναλλαγών, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7.

3.   Για συναλλαγές η δημοσίευση των οποίων επιτρέπεται να αναβληθεί έως το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στους πίνακες 4, 5 και 6 του παραρτήματος II, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που πραγματοποιούν συναλλαγές εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης δημοσιοποιούν τα λεπτομερή στοιχεία των εν λόγω συναλλαγών είτε:

α)

όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο κάθε συναλλαγής μετά το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης που περιλαμβάνει τη δημοπρασία κλεισίματος, κατά περίπτωση, για συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν τουλάχιστον δύο ώρες πριν από το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης· ή

β)

το αργότερο έως το μεσημέρι, τοπική ώρα, της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης, για συναλλαγές που δεν καλύπτονται από το στοιχείο α).

Για συναλλαγές που πραγματοποιούνται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, οι αναφορές σε ημέρες διαπραγμάτευσης και δημοπρασίες κλεισίματος αφορούν τη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας, όπως καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 4.

4.   Στην περίπτωση που μια συναλλαγή μεταξύ δύο επιχειρήσεων επενδύσεων εκτελείται εκτός του πλαισίου κανόνων ενός τόπου διαπραγμάτευσης, αρμόδια αρχή για σκοπούς καθορισμού του εφαρμοζόμενου καθεστώτος αναβολής θεωρείται η αρμόδια αρχή της επιχείρησης επενδύσεων που είναι υπεύθυνη για τη δημοσιοποίηση μέσω ενός ΕΜΔ, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 12.

Άρθρο 16

Αναφορές σε ημέρα διαπραγμάτευσης και ημερήσιες ώρες συναλλαγών

1.   Κάθε αναφορά σε ημέρα διαπραγμάτευσης σχετικά με τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά σε οποιαδήποτε ημέρα κατά την οποία ο τόπος διαπραγμάτευσης είναι ανοικτός για συναλλαγές.

2.   Κάθε αναφορά σε ημερήσιες ώρες συναλλαγών ενός τόπου διαπραγμάτευσης ή μιας επιχείρησης επενδύσεων θεωρείται αναφορά στις ώρες που ο τόπος διαπραγμάτευσης ή η επιχείρηση επενδύσεων ορίζει εκ των προτέρων και δημοσιεύει ως δικές του/της ώρες διαπραγμάτευσης.

3.   Κάθε αναφορά στην έναρξη της ημέρας διαπραγμάτευσης σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στην έναρξη των ημερήσιων ωρών διαπραγμάτευσης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης.

4.   Κάθε αναφορά στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης σε δεδομένο τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται αναφορά στο τέλος των ημερήσιων ωρών διαπραγμάτευσης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΟΙΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΠΡΟΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

Άρθρο 17

Μεθοδολογία, ημερομηνία δημοσίευσης και ημερομηνία εφαρμογής των υπολογισμών διαφάνειας

[Άρθρο 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

1.   Εντός 14 μηνών από την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και έως την 1η Μαρτίου κάθε έτους στη συνέχεια, οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν δεδομένα, υπολογίζουν και μεριμνούν για τη δημοσίευση των ακόλουθων πληροφοριών, όσον αφορά κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο για το οποίο θεωρούνται αρμόδια αρχή:

α)

του τόπου διαπραγμάτευσης ο οποίος είναι η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2·

β)

της μέσης ημερήσιας αξίας συναλλαγών για σκοπούς προσδιορισμού του μεγέθους των εντολών μεγάλου μεγέθους σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3·

γ)

της μέσης αξίας συναλλαγών για σκοπούς προσδιορισμού του συνήθους μεγέθους στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2.

2.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για περίοδο 12 μηνών από την 1η Απριλίου του έτους δημοσίευσης των πληροφοριών.

Στην περίπτωση που οι αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο πληροφορίες αντικαθιστώνται από νέες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 3 κατά τη διάρκεια της δωδεκάμηνης περιόδου που αναφέρεται σε αυτή, οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν τις εν λόγω νέες πληροφορίες για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

3.   Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 να επικαιροποιούνται τακτικά για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και να περιλαμβάνονται στις εν λόγω επικαιροποιήσεις όλες οι αλλαγές σε μια συγκεκριμένη μετοχή, πιστοποιητικό αποθετηρίου, διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο, πιστοποιητικό ή άλλο παρόμοιο χρηματοπιστωτικό μέσο που επηρεάζει σημαντικά τους προηγούμενους υπολογισμούς και τις δημοσιευμένες πληροφορίες.

4.   Για τους σκοπούς των αναφερόμενων στην παράγραφο 1, η αξία συναλλαγών σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο υπολογίζεται αθροίζοντας τα αποτελέσματα του πολλαπλασιασμού, για κάθε συναλλαγή που έχει εκτελεσθεί κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου, του αριθμού των μονάδων του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου τις οποίες έχουν ανταλλάξει οι αγοραστές με τους πωλητές με την τιμής μονάδας που ισχύει για την εν λόγω συναλλαγή.

5.   Μετά από το τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης αλλά πριν το τέλος της ημέρας, οι τόποι διαπραγμάτευσης υποβάλλουν στις αρμόδιες αρχές τα λεπτομερή στοιχεία που ορίζονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος III, κάθε φορά που το χρηματοπιστωτικό μέσο εισάγεται προς διαπραγμάτευση ή τελεί για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ή κάθε φορά που μεταβάλλονται τα λεπτομερή στοιχεία που έχουν υποβληθεί στο παρελθόν.

Άρθρο 18

Αναφορά σε αρμόδιες αρχές

[Άρθρο 22 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014]

Αρμόδια αρχή για συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, υπεύθυνη για την πραγματοποίηση των υπολογισμών και τη διασφάλιση της δημοσίευσης των πληροφοριών που αναφέρονται στα άρθρα 4, 7, 11 και 17, θεωρείται η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/571.

Άρθρο 19

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 17 παράγραφος 1, οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν δεδομένα, υπολογίζουν και μεριμνούν για τη δημοσίευση αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών, σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα τελούν για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία προγενέστερη κατά τουλάχιστον δέκα εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των υπολογισμών το αργότερο τέσσερις εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα τελούν για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει μία ημέρα πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν το αποτέλεσμα των υπολογισμών το αργότερο την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 υπολογισμοί πραγματοποιούνται ως εξής:

α)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα τελούν για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία προγενέστερη κατά τουλάχιστον δεκαέξι εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι υπολογισμοί βασίζονται σε δεδομένα που είναι διαθέσιμα για περίοδο αναφοράς σαράντα εβδομάδων η οποία αρχίζει πενήντα δύο εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα τελούν για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δεκαέξι εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι υπολογισμοί βασίζονται σε δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες της περιόδου διαπραγμάτευσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα τελούν για πρώτη φορά υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει μία ημέρα πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι υπολογισμοί βασίζονται στο ιστορικό προηγούμενης διαπραγμάτευσης των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα.

3.   Οι αρμόδιες αρχές, οι διαχειριστές αγοράς και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων επιχειρήσεων επενδύσεων που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης, χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 για περίοδο δεκαπέντε μηνών, η οποία αρχίζει κατά την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

4.   Κατά την αναφερόμενη στην παράγραφο 3 περίοδο, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τα ακόλουθα όσον αφορά τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2:

α)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 εξακολουθούν να είναι κατάλληλες για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) και γ) και του άρθρου 14 παράγραφοι 2 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 επικαιροποιούνται βάσει μεγαλύτερης περιόδου διαπραγμάτευσης και πιο ολοκληρωμένου ιστορικού διαπραγμάτευσης, εφόσον είναι απαραίτητο.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, το άρθρο 19 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/577 της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον μηχανισμό μέγιστου ορίου συναλλαγών και την παροχή πληροφοριών για τους σκοπούς της διαφάνειας και άλλους υπολογισμούς (βλέπε σελίδα 174 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σελίδα 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(5)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(6)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(7)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(9)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται

Πίνακας 1

Περιγραφή του είδους των συστημάτων διαπραγμάτευσης και των συναφών πληροφοριών που πρέπει να δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 3

Είδος συστήματος διαπραγμάτευσης

Περιγραφή του συστήματος διαπραγμάτευσης

Πληροφορίες που πρέπει να δημοσιοποιούνται

Σύστημα συνεχούς διαπραγμάτευσης βάσει βιβλίου εντολών

Σύστημα το οποίο, μέσω βιβλίου εντολών και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, αντιστοιχίζει τις εντολές πώλησης με εντολές αγοράς βάσει της καλύτερης διαθέσιμης τιμής σε συνεχή βάση.

Ο αθροιστικός αριθμός εντολών και οι μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που τους αντιστοιχούν σε κάθε επίπεδο τιμής, τουλάχιστον για τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμής αγοράς και πώλησης.

Σύστημα διαπραγμάτευσης βάσει προσφορών (ζευγών εντολών)

Σύστημα στο οποίο οι συναλλαγές συνάπτονται με βάση δεσμευτικά ζεύγη εντολών που τίθενται σε συνεχή βάση στη διάθεση των συμμετεχόντων, και το οποίο υποχρεώνει τους ειδικούς διαπραγματευτές να διατηρούν ζεύγη εντολών σε μέγεθος που εξισορροπεί την ανάγκη των μελών και των συμμετεχόντων να διαπραγματεύονται σε εμπορικά μεγέθη, αφενός, με τον κίνδυνο στον οποίον εκτίθεται ο ίδιος ο ειδικός διαπραγματευτής, αφετέρου.

Η καλύτερη τιμή αγοράς και πώλησης ανά τιμή εκάστου ειδικού διαπραγματευτή σε μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση στο σύστημα διαπραγμάτευσης, μαζί με τους όγκους που συνδέονται με αυτές τις τιμές.

Τα ζεύγη εντολών που δημοσιοποιούνται είναι εκείνα που αντιπροσωπεύουν δεσμευτικές προσφορές αγοράς και πώλησης των χρηματοπιστωτικών μέσων και που περιλαμβάνουν την τιμή και τον όγκο των χρηματοπιστωτικών μέσων στην οποία/στον οποίο είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν ή να πωλήσουν οι εγγεγραμμένοι ειδικοί διαπραγματευτές. Σε εξαιρετικές συνθήκες αγοράς, ωστόσο, μπορούν να επιτρέπονται ενδεικτικές τιμές ή τιμές μόνον πώλησης ή μόνον αγοράς για περιορισμένο χρονικό διάστημα.

Σύστημα διαπραγμάτευσης με περιοδική δημοπρασία

Σύστημα το οποίο αντιστοιχίζει εντολές βάσει περιοδικής δημοπρασίας και αλγορίθμου διαπραγμάτευσης που λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση.

Η τιμή στην οποία το σύστημα διαπραγμάτευσης με δημοπρασία θα ικανοποιούσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αλγόριθμο διαπραγμάτευσής του όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση στο σύστημα διαπραγμάτευσης και ο δυνητικά εκτελεστός όγκος συναλλαγών στην τιμή αυτή από τους συμμετέχοντες στο σύστημα

Σύστημα αίτησης προσδιορισμού τιμής

Σύστημα διαπραγμάτευσης όπου παρέχεται προσφορά τιμής ή τιμών εις απάντηση σε αίτηση προσδιορισμού τιμής που υποβάλλεται από ένα ή περισσότερα μέλη ή έναν ή περισσότερους συμμετέχοντες. Η προσφορά είναι εκτελέσιμη αποκλειστικά από το μέλος ή τον συμμετέχοντα που υπέβαλε την αίτηση. Το μέλος ή ο συμμετέχων που υπέβαλε την αίτηση μπορεί να συνάψει συναλλαγή με την αποδοχή της προσφοράς τιμής ή τιμών που του υποβλήθηκε κατόπιν αιτήσεως.

Οι προσφορές τιμής και οι συνδεόμενοι όγκοι από οποιοδήποτε μέλος ή συμμετέχοντα, που, εάν υπάρξει αποδοχή τους, θα οδηγήσουν σε συναλλαγή βάσει των κανόνων του συστήματος. Όλες οι υποβληθείσες προσφορές τιμής εις απάντηση σε αίτηση προσδιορισμού τιμής μπορούν να δημοσιεύονται ταυτοχρόνως, αλλά όχι αργότερα από τη στιγμή που καθίστανται εκτελέσιμες.

Κάθε άλλο σύστημα διαπραγμάτευσης

Οποιοδήποτε άλλο είδος συστήματος διαπραγμάτευσης, συμπεριλαμβανομένου υβριδικού συστήματος που εμπίπτει σε δύο ή περισσότερα είδη συστημάτων διαπραγμάτευσης που αναφέρονται στον παρόντα πίνακα.

Επαρκείς πληροφορίες ως προς το επίπεδο εντολών ή ζευγών εντολών και του συναλλακτικού ενδιαφέροντος όσον αφορά μετοχές, πιστοποιητικά αποθετηρίου, ΔΑΚ, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα που υπόκεινται σε διαπραγμάτευση στο σύστημα διαπραγμάτευσης· ειδικότερα, τα πέντε καλύτερα επίπεδα τιμών αγοράς και πώλησης και/ή ζεύγη εντολών για κάθε ειδικό διαπραγματευτή στο εν λόγω μέσο, εφόσον το επιτρέπουν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού διαμόρφωσης της τιμής.


Πίνακας 2

Πίνακας συμβόλων για τον πίνακα 3

Σύμβολο

Τύπος δεδομένων

Ορισμός

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» – σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «–» (μείον)·

Κατά περίπτωση, οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383


Πίνακας 3

Κατάλογος λεπτομερειών για τους σκοπούς μετασυναλλακτικής διαφάνειας

Αναγνωριστικός κωδικός πεδίου

Περιγραφή και λεπτομέρειες που πρέπει να δημοσιεύονται

Είδος τόπου εκτέλεσης ή δημοσίευσης

Μορφότυπος που πρέπει να συμπληρώνεται, όπως ορίζεται στον πίνακα 2

Ημερομηνία και ώρα διαπραγμάτευσης

Ημερομηνία και ώρα κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, το επίπεδο λεπτομέρειας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574.

Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία και η ώρα όταν τα μέρη συμφωνούν για το περιεχόμενο των ακόλουθων πεδίων: ποσότητα, τιμή, νομίσματα στα πεδία 31, 34 και 44, όπως προσδιορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590, αναγνωριστικός κωδικός μέσου, κατάταξη του μέσου και κωδικός υποκείμενου μέσου, κατά περίπτωση. Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ώρα αναφέρεται με ακρίβεια προσέγγισης τουλάχιστον δευτερολέπτου.

Όταν η συναλλαγή προκύπτει από εντολή που διαβιβάστηκε από την εκτελεστική επιχείρηση για λογαριασμό πελάτη σε τρίτο μέρος, και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις διαβίβασης που καθορίζονται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590, πρόκειται για την ημερομηνία και την ώρα της συναλλαγής παρά για την ώρα της διαβίβασης της εντολής.

Ρυθμιζόμενη αγορά (RM), Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης — ΠΜΔ (MTF), Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης — ΜΟΔ (OTF)

Εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσίευσης — ΕΜΔ (APA)

Πάροχος ενοποιημένου δελτίου — ΠΕΔ (CTP)

{DATE_TIME_FORMAT}

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

RM, MTF

APA

CTP

{ISIN}

Τιμή

Η τιμή διαπραγμάτευσης της συναλλαγής, εξαιρουμένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων, κατά περίπτωση.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή θα πρέπει να είναι «PNDG» (εκκρεμεί).

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή, δεν συμπληρώνεται το πεδίο.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στο πεδίο «Ποσότητα».

RM, MTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη

Νόμισμα τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή (εφαρμόζεται εάν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία).

RM, MTF

APA

CTP

{CURRENCYCODE_3}

Ποσότητα

Αριθμός μονάδων των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Η ονομαστική ή χρηματική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στο πεδίο «Τιμή».

RM, MTF

APA

CTP

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

Τόπος εκτέλεσης

Αναγνωριστικό στοιχείο του τόπου όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 10383, για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης. Εάν δεν υπάρχει κωδικός MIC τμήματος, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC λειτουργίας.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC «XOFF» για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν η συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο δεν εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης, συστηματικό εσωτερικοποιητή ή οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός «SINT» για χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση ή υπό διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης, όταν η συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο εκτελείται σε συστηματικό εσωτερικοποιητή.

RM, MTF

APA

CTP

τόποι διαπραγμάτευσης: {MIC}

Συστηματικοί εσωτερικοποιητές: «SINT»

Ημερομηνία και ώρα δημοσίευσης

Ημερομηνία και ώρα κατά την οποία δημοσιεύθηκε η συναλλαγή από τόπο διαπραγμάτευσης ή ΕΜΔ.

Για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, το επίπεδο λεπτομέρειας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία και η ώρα αναφέρονται με ακρίβεια προσέγγισης τουλάχιστον δευτερολέπτου.

RM, MTF

APA

CTP

{DATE_TIME_FORMAT}

Τόπος δημοσίευσης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του τόπου διαπραγμάτευσης ή του ΕΜΔ που δημοσιεύει τη συναλλαγή.

CTP

τόπος διαπραγμάτευσης: {MIC}

ΕΜΔ: Κωδικός MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 10383 (4 χαρακτήρες), όπου υπάρχει. Ειδάλλως, κωδικός με 4 χαρακτήρες, όπως δημοσιεύεται στον κατάλογο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στον δικτυακό τόπο της ΕΑΚΑΑ.

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής

Αλφαριθμητικός κωδικός που αποδίδεται από τόπους διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 12 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/580 της Επιτροπής (1) και ΕΜΔ, και χρησιμοποιείται σε κάθε μεταγενέστερη αναφορά στη συγκεκριμένη συναλλαγή.

Ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO10383, και ανά ημέρα διαπραγμάτευσης. Εάν ο τόπος διαπραγμάτευσης δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC τμήματος, ο αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό MIC λειτουργίας ανά ημέρα διαπραγμάτευσης.

Εάν ο ΕΜΔ δεν χρησιμοποιεί κωδικούς MIC, ο κωδικός θα πρέπει να είναι μοναδικός, ομοιόμορφος και σταθερός ανά κωδικό με 4 χαρακτήρες χρησιμοποιούμενο για την ταυτοποίηση του ΕΜΔ ανά ημέρα διαπραγμάτευσης.

Τα συστατικά στοιχεία του αναγνωριστικού κωδικού συναλλαγής δεν αποκαλύπτουν την ταυτότητα των αντισυμβαλλομένων της συναλλαγής στην οποία αποδίδεται ο κωδικός.

RM, MTF

APA

CTP

{ALPHANUM-52}


Πίνακας 4

Κατάλογος σημάνσεων για τους σκοπούς μετασυναλλακτικής διαφάνειας

Σήμανση

Ονομασία

Είδος τόπου εκτέλεσης ή δημοσίευσης

Περιγραφή

«BENC»

Σήμανση συναλλαγών με βάση δείκτη αναφοράς

RM, MTF

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται με βάση τιμή η οποία υπολογίζεται σε περισσότερα του ενός χρονικά σημεία σύμφωνα με δεδομένο δείκτη αναφοράς, όπως με βάση σταθμισμένη βάσει όγκου μέση τιμή ή σταθμισμένη βάσει χρόνου μέση τιμή.

«ACTX»

Σήμανση συναλλαγών διασταύρωσης (agency cross)

APA

CTP

Συναλλαγές όπου μια επιχείρηση επενδύσεων έχει συγκεντρώσει τις εντολές των πελατών κατά τρόπο ώστε η αγορά και η πώληση να διενεργούνται ως μία συναλλαγή που αφορά τον ίδιο όγκο και την ίδια τιμή.

«NPFT»

Σήμανση συναλλαγών που δεν συμβάλλουν σε διαμόρφωση τιμής

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές όπου η ανταλλαγή των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων καθορίζεται από παράγοντες διαφορετικούς από την τρέχουσα αποτίμηση του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά, όπως παρατίθεται στο άρθρο 13.

«TNCP»

Σήμανση συναλλαγών που δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής για τους σκοπούς του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

RM, MTF

APA

CTP

Συναλλαγές που δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής για τους σκοπούς του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και όπως καθορίζεται στο άρθρο 2.

«SDIV»

Σήμανση ειδικής συναλλαγής με μέρισμα

RM, MTF

APA

CTP

Συναλλαγές που είτε:

 

εκτελούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου χωρίς μέρισμα, όπου το μέρισμα ή άλλη μορφή διανομής μερισμάτων περιέρχεται στον αγοραστή αντί για τον πωλητή· είτε

 

εκτελούνται κατά τη διάρκεια της περιόδου μαζί με μέρισμα, όπου το μέρισμα ή άλλη μορφή διανομής μερισμάτων περιέρχεται στον πωλητή αντί για τον αγοραστή.

«LRGS»

Σήμανση συναλλαγής μετασυναλλακτικού μεγάλου μεγέθους

RM, MTF

APA

CTP

Συναλλαγές που είναι μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, για τις οποίες επιτρέπεται αναβολή της δημοσίευσης βάσει του άρθρου 15.

«RFPT»

Σήμανση συναλλαγής με τιμή αναφοράς

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται στο πλαίσιο συστημάτων που λειτουργούν σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

«NLIQ»

Σήμανση κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσας συναλλαγής σε ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

«OILQ»

Σήμανση κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσας συναλλαγής σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο ii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

«PRIC»

Σήμανση κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσας συναλλαγής υποκείμενης σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο iii) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και όπως ορίζεται στο άρθρο 6.

«ALGO»

Σήμανση αλγοριθμικής συναλλαγής

RM, MTF

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται καθώς μια επιχείρηση επενδύσεων διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 39) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«SIZE»

Σήμανση συναλλαγής μεγέθους μεγαλύτερου από το σύνηθες μέγεθος της αγοράς

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται σε συστηματικό εσωτερικοποιητή, όπου το μέγεθος της εισερχόμενης εντολής ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από το σύνηθες μέγεθος της αγοράς, όπως προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11.

«ILQD»

Σήμανση συναλλαγής σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα

APA

CTP

Συναλλαγές σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, όπως προσδιορίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 έως 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού της Επιτροπής (EE) 2017/567 (2), που εκτελούνται σε συστηματικό εσωτερικοποιητή.

«RPRI»

Σήμανση συναλλαγών που έχουν λάβει βελτίωση τιμής

APA

CTP

Συναλλαγές που εκτελούνται σε συστηματικό εσωτερικοποιητή, με βελτίωση τιμής σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

«CANC»

Σήμανση ακύρωσης

RM, MTF

APA

CTP

Σε περίπτωση ακύρωσης μιας συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιευθεί.

«AMND»

Σήμανση τροποποίησης

RM, MTF

APA

CTP

Σε περίπτωση τροποποίησης μιας συναλλαγής που έχει προηγουμένως δημοσιευθεί.

«DUPL»

Σήμανση διπλότυπων αναφορών συναλλαγών

APA

Όταν η συναλλαγή αναφέρεται σε περισσότερους από έναν ΕΜΔ, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/571.


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα (βλέπε σελίδα 193 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/567 της Επιτροπής, της 18ης Μαΐου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους ορισμούς, τη διαφάνεια, τη συμπίεση χαρτοφυλακίου και τα εποπτικά μέτρα σχετικά με παρεμβάσεις σε προϊόντα και θέσεις (βλ. σελίδα 90 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Εντολές μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, συνήθη μεγέθη της αγοράς και αναβολή δημοσίευσης συναλλαγών και καθυστερήσεις

Πίνακας 1

Εντολές μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ) σε ευρώ

ADT < 50 000

50 000 ≤ ADT < 100 000

100 000 ≤ ADT < 500 000

500 000 ≤ ADT < 1 000 000

1 000 000 ≤ ADT < 5 000 000

5 000 000 ≤ ADT < 25 000 000

25 000 000 ≤ ADT < 50 000 000

50 000 000 ≤ ADT < 100 000 000

ADT ≥ 100 000 000

Ελάχιστο μέγεθος εντολών που θεωρούνται μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, σε ευρώ

15 000

30 000

60 000

100 000

200 000

300 000

400 000

500 000

650 000


Πίνακας 2

Εντολές μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

Μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ) σε ευρώ

ADT < 50 000

ADT ≥ 50 000

Ελάχιστο μέγεθος εντολών που θεωρούνται μεγάλου μεγέθους σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, σε ευρώ

15 000

30 000


Πίνακας 3

Συνήθη μεγέθη της αγοράς

Μέση αξία των συναλλαγών (ΜΑΣ) σε ευρώ

AVT < 20 000

20 000 ≤ AVT < 40 000

40 000 ≤ AVT < 60 000

60 000 ≤ AVT < 80 000

80 000 ≤ AVT < 100 000

100 000 ≤ AVT < 120 000

120 000 ≤ AVT < 140 000

κ.λπ.

Σύνηθες μέγεθος της αγοράς

10 000

30 000

50 000

70 000

90 000

110 000

130 000

κ.λπ.


Πίνακας 4

Όρια αναβολής δημοσίευσης και καθυστερήσεις για μετοχές και πιστοποιητικά αποθετηρίου

Μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ) σε ευρώ

Ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής για επιτρεπόμενη καθυστέρηση, σε ευρώ

Χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης μετά τη συναλλαγή

> 100 εκατ.

10 000 000

60 λεπτά

20 000 000

120 λεπτά

35 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

50 εκατ. – 100 εκατ.

7 000 000

60 λεπτά

15 000 000

120 λεπτά

25 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

25 εκατ. – 50 εκατ.

5 000 000

60 λεπτά

10 000 000

120 λεπτά

12 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

5 εκατ. – 25 εκατ.

2 500 000

60 λεπτά

4 000 000

120 λεπτά

5 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

1 εκατ. – 5 εκατ.

450 000

60 λεπτά

750 000

120 λεπτά

1 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

500 000 – 1 εκατ.

75 000

60 λεπτά

150 000

120 λεπτά

225 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

100 000 – 500 000

30 000

60 λεπτά

80 000

120 λεπτά

120 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

50 000 – 100 000

15 000

60 λεπτά

30 000

120 λεπτά

50 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

< 50 000

7 500

60 λεπτά

15 000

120 λεπτά

25 000

Τέλος της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης


Πίνακας 5

Όρια αναβολής δημοσίευσης και καθυστερήσεις για ΔΑΚ

Ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής για επιτρεπόμενη καθυστέρηση, σε ευρώ

Χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης μετά τη συναλλαγή

10 000 000

60 λεπτά

50 000 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης


Πίνακας 6

Όρια αναβολής δημοσίευσης και καθυστερήσεις για πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα

Μέση ημερήσια αξία συναλλαγών (ΜΗΑΣ) σε ευρώ

Ελάχιστο απαιτούμενο μέγεθος συναλλαγής για επιτρεπόμενη καθυστέρηση, σε ευρώ

Χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης μετά τη συναλλαγή

ADT < 50 000

15 000

120 λεπτά

30 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης

ADT ≥ 50 000

30 000

120 λεπτά

60 000

Τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Δεδομένα αναφοράς που πρέπει να παρέχονται για τους σκοπούς των υπολογισμών διαφάνειας

Πίνακας 1

Πίνακας συμβόλων

Σύμβολο

Τύπος δεδομένων

Ορισμός

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383


Πίνακας 2

Λεπτομέρειες των δεδομένων αναφοράς που πρέπει να παρέχονται για τους σκοπούς των υπολογισμών διαφάνειας

#

Πεδίο

Λεπτομέρειες που πρέπει να αναφέρονται

Πρότυπα και μορφότυποι για την υποβολή στοιχείων

1

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ISIN}

2

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ALPHANUM-350}

3

Τόπος διαπραγμάτευσης

Κωδικός MIC τμήματος («segment MIC») για τον τόπο διαπραγμάτευσης ή τον συστηματικό εσωτερικοποιητή, εάν είναι διαθέσιμος, ειδάλλως κωδικός MIC λειτουργίας («operational MIC»).

{MIC}

4

Αναγνωριστικός κωδικός MiFIR

Προσδιορισμός των μετοχικών χρηματοπιστωτικών μέσων

 

Μετοχές, όπως αναφέρονται στο άρθρο 4 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά αποθετηρίου (αποθετήρια έγγραφα), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 45) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ΔΑΚ), όπως ορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 46) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

 

Πιστοποιητικά, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 27) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

 

Άλλο μετοχικό χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κινητή αξία που είναι μέσο μετοχικού κεφαλαίου παρόμοιο με μετοχή, ΔΑΚ, πιστοποιητικό αποθετηρίου ή πιστοποιητικό, αλλά δεν είναι μετοχή, ΔΑΚ, πιστοποιητικό αποθετηρίου ή πιστοποιητικό.

Μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

SHRS = μετοχές

 

ETFS = ΔΑΚ

 

DPRS = πιστοποιητικά αποθετηρίου

 

CRFT = πιστοποιητικά

 

OTHR = άλλα μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/411


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/588 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 14ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το καθεστώς βήματος τιμής για μετοχές, αποθετήρια έγγραφα και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 49 παράγραφοι 3 και 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Θα πρέπει να καθοριστεί καθεστώς βήματος τιμής ή ελάχιστο βήμα τιμής σε σχέση με ορισμένα χρηματοπιστωτικά όργανα, ώστε να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Ειδικότερα, ο κίνδυνος ύπαρξης ενός συνεχώς μειούμενου βήματος τιμής για μετοχές, αποθετήρια έγγραφα και ορισμένους τύπους διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων και ο αντίκτυπός του στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς θα πρέπει να ελέγχονται μέσω ενός υποχρεωτικού καθεστώτος βήματος τιμής.

(2)

Για άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα, δεδομένου του χαρακτήρα των εν λόγω μέσων και των μικροδομών των αγορών στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, δεν μπορεί να υποτεθεί ότι ένα καθεστώς βήματος τιμής συμβάλλει αποτελεσματικά στην εύρυθμη λειτουργία των αγορών και, επομένως, τα εν λόγω μέσα δεν θα πρέπει να υπόκεινται στο καθεστώς βήματος τιμής.

(3)

Ειδικότερα, τα πιστοποιητικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο σε ορισμένα κράτη μέλη. Δεδομένων των χαρακτηριστικών των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων και της ρευστότητας, της κλίμακας και του χαρακτήρα των αγορών στις οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, δεν είναι απαραίτητη η θέσπιση υποχρεωτικού καθεστώτος βήματος τιμής για την πρόληψη της εμφάνισης συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών.

(4)

Τα μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα και τα προϊόντα σταθερής απόδοσης αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αντικείμενο εξωχρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης, ενώ περιορισμένος μόνο αριθμός συναλλαγών εκτελούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης. Λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών της ρευστότητας των εν λόγω μέσων σε ηλεκτρονικές πλατφόρμες και του κατακερματισμού τους, δεν θεωρείται απαραίτητη η θέσπιση υποχρεωτικού καθεστώτος βήματος τιμής ούτε για τα εν λόγω μέσα.

(5)

Ο συσχετισμός μεταξύ διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων και των υποκείμενων μέσων μετοχικού κεφαλαίου καθιστά απαραίτητο τον προσδιορισμό ελάχιστου βήματος τιμής για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια το υποκείμενο μέσο των οποίων είναι μετοχές και αποθετήρια έγγραφα. Ωστόσο, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που δεν έχουν ως υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο μετοχές ή αποθετήρια έγγραφα δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεωτικό καθεστώς βήματος τιμής.

(6)

Είναι σημαντικό όλα τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό να διέπονται από το ίδιο καθεστώς βήματος τιμής με βάση μια ενιαία ζώνη ρευστότητας, ανεξαρτήτως του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών τους, έτσι ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος παράκαμψης του καθεστώτος βήματος τιμής σε σχέση με τα εν λόγω μέσα.

(7)

Η έννοια της «σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας» θα πρέπει να διασαφηνιστεί για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, καθώς ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) χρησιμοποιεί τον όρο αυτόν τόσο για τους σκοπούς της απαλλαγής λόγω τιμής αναφοράς όσον και για τους σκοπούς της γνωστοποίησης συναλλαγών.

(8)

Το καθεστώς βήματος τιμής προσδιορίζει μόνο την ελάχιστη διαφορά μεταξύ δύο επιπέδων τιμών εντολών που έχουν αποσταλεί σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στο βιβλίο εντολών. Επομένως, θα πρέπει να εφαρμόζεται με τον ίδιο τρόπο, ανεξαρτήτως του νομίσματος του χρηματοπιστωτικού μέσου.

(9)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν συμβάντα τα οποία είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι προκαλούν αλλαγή στον αριθμό των συναλλαγών σε ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, λόγω της οποίας το εφαρμοστέο βήμα τιμής μπορεί να μην είναι πλέον κατάλληλο. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθοριστεί ειδική διαδικασία για την αποφυγή συνθηκών μη εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς λόγω εταιρικών πράξεων που μπορεί να καθιστούν ακατάλληλο το βήμα τιμής ενός συγκεκριμένου μέσου. Η εν λόγω διαδικασία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε εταιρικές πράξεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά τη ρευστότητα του εν λόγω μέσου. Κατά την αξιολόγηση των επιπτώσεων μιας εταιρικής πράξης σε ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη οποιεσδήποτε προηγούμενες εταιρικές πράξεις με παρεμφερή χαρακτηριστικά.

(10)

Για να διασφαλιστεί ότι το καθεστώς βήματος τιμής μπορεί να λειτουργεί αποτελεσματικά και ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά έχουν αρκετό χρόνο για να υλοποιήσουν τις νέες απαιτήσεις, θα πρέπει να προβλέπεται η συγκέντρωση ορισμένων δεδομένων και η πρώιμη δημοσιοποίηση του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό.

(11)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι απαραίτητο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, για να διασφαλιστεί ότι το καθεστώς βήματος τιμής μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά, ορισμένες διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εφαρμόζονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.

(12)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(13)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για μια μετοχή ή ένα αποθετήριο έγγραφο θεωρείται ότι είναι η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και προσδιορίζεται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής (4).

Άρθρο 2

Βήμα τιμής για μετοχές, αποθετήρια έγγραφα και διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια

(Άρθρο 49 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν σε εντολές για μετοχές ή αποθετήρια έγγραφα βήμα τιμής το οποίο είναι ίσο προς ή μεγαλύτερο από το βήμα τιμής που αντιστοιχεί:

α)

στη ζώνη ρευστότητας του πίνακα του παραρτήματος, η οποία αντιστοιχεί στην κλίμακα του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών στη σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για το εν λόγω μέσο· και

β)

στην κλίμακα τιμών στην εν λόγω ζώνη ρευστότητας που αντιστοιχεί στην τιμή της εντολής.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1 στοιχείο α), στην περίπτωση που η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για μια μετοχή ή ένα αποθετήριο έγγραφο χρησιμοποιεί μόνο σύστημα συναλλαγών το οποίο αντιστοιχίζει εντολές με βάση περιοδική δημοπρασία και έναν αλγόριθμο συναλλαγών ο οποίος λειτουργεί χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν τη ζώνη ρευστότητας που αντιστοιχεί στον ελάχιστο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών στον πίνακα του παραρτήματος.

3.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν σε εντολές για διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια βήμα τιμής το οποίο είναι ίσο προς ή μεγαλύτερο από το βήμα τιμής που αντιστοιχεί:

α)

στη ζώνη ρευστότητας του πίνακα στο παράρτημα, η οποία αντιστοιχεί στον μέγιστο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών· και

β)

στην κλίμακα τιμών στην εν λόγω ζώνη ρευστότητας που αντιστοιχεί στην τιμή της εντολής.

4.   Οι οριζόμενες στην παράγραφο 3 απαιτήσεις εφαρμόζονται μόνο σε διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια που έχουν ως υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο αποκλειστικά μετοχές οι οποίες υπόκεινται στο καθεστώς βήματος τιμής σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή ένα καλάθι τέτοιων μετοχών.

Άρθρο 3

Μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών για μετοχές και αποθετήρια έγγραφα

(Άρθρο 49 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Για να προσδιοριστεί η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για μια συγκεκριμένη μετοχή ή ένα συγκεκριμένο αποθετήριο έγγραφο, η αρχή που είναι αρμόδια για την εν λόγω μετοχή ή το εν λόγω αποθετήριο έγγραφο υπολογίζει τον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό έγγραφο στην εν λόγω αγορά και μεριμνά για τη δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, ως την 1η Μαρτίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, στη συνέχεια, έως την 1η Μαρτίου κάθε έτους.

Η αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο αρμόδια αρχή είναι η αρμόδια αρχή της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 16 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής (5).

2.   Ο υπολογισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

α)

περιλαμβάνει, για κάθε τόπο διαπραγμάτευσης, συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κανόνες του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης, με την εξαίρεση της τιμής αναφοράς, κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές που έχουν επισημανθεί όπως ορίζεται στον πίνακα 4 του παραρτήματος Ι του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 και συναλλαγές οι οποίες εκτελέστηκαν με βάση τουλάχιστον μία εντολή η οποία έχει επωφεληθεί από μεγάλου μεγέθους απαλλαγή, εφόσον το μέγεθος συναλλαγής υπερβαίνει το εφαρμοζόμενο όριο μεγάλου μεγέθους το οποίο προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587.

β)

καλύπτει είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε, κατά περίπτωση, την περίοδο του προηγούμενου ημερολογιακού έτους κατά την οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο ήταν εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και η διαπραγμάτευσή του δεν είχε ανασταλεί.

3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε μετοχές και αποθετήρια έγγραφα τα οποία εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά τέσσερις εβδομάδες το νωρίτερο πριν από το τέλος του προηγούμενου ημερολογιακού έτους.

4.   Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν το βήμα τιμής της ζώνης ρευστότητας που αντιστοιχεί στον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών που έχει δημοσιευθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 από την 1η Απριλίου μετά την εν λόγω δημοσίευση.

5.   Πριν από την πρώτη εισαγωγή προς διαπραγμάτευση ή πριν από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης μιας μετοχής ή ενός αποθετηρίου εγγράφου, η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά ή πρόκειται να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο εκτιμά τον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών για τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη το προηγούμενο ιστορικό διαπραγμάτευσης του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης, κατά περίπτωση, καθώς και το προηγούμενο ιστορικό διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά και δημοσιεύει την εν λόγω εκτίμηση.

Τα βήματα τιμής της ζώνης ρευστότητας που αντιστοιχεί στην εν λόγω δημοσιευμένη εκτίμηση του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών εφαρμόζεται από τη δημοσίευση της εν λόγω εκτίμησης έως τη δημοσίευση του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών για το εν λόγω μέσο σύμφωνα με την παράγραφο 6.

6.   Εντός έξι εβδομάδων από την πρώτη ημέρα διαπραγμάτευσης της μετοχής ή του αποθετήριου εγγράφου, η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εισήχθη προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά ή αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά το χρηματοπιστωτικό μέσο υπολογίζει και μεριμνά για τη δημοσίευση του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο για τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, με τη χρήση δεδομένων που αφορούν τις τέσσερις πρώτες εβδομάδες διαπραγμάτευσης του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου.

Τα βήματα τιμής της ζώνης ρευστότητας που αντιστοιχεί στον εν λόγω δημοσιευμένο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών εφαρμόζεται από τη δημοσίευση έως τον υπολογισμό και τη δημοσίευση νέου μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών για το εν λόγω μέσο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 4.

7.   Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών για ένα χρηματοπιστωτικό μέσο υπολογίζεται διαιρώντας, για τη σχετική χρονική περίοδο και τον οικείο τόπο διαπραγμάτευσης, τον συνολικό αριθμό συναλλαγών στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο δια του αριθμού των ημερών διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 4

Εταιρικές πράξεις

(Άρθρο 49 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή θεωρεί ότι μια εταιρική πράξη μπορεί να τροποποιήσει τον μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών ενός συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, προκαλώντας κατ' αυτόν τον τρόπο την υπαγωγή του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου σε διαφορετική ζώνη ρευστότητας, η αρμόδια αρχή προσδιορίζει και μεριμνά για τη δημοσίευση νέας εφαρμοστέας ζώνης ρευστότητας για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, αντιμετωπίζοντάς το ως αν είχε εισαχθεί για διαπραγμάτευση ή αποτελούσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά, και εφαρμόζει τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφοι 5 και 6.

Άρθρο 5

Μεταβατικές διατάξεις

1.   Η αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εισήχθη προς διαπραγμάτευση για πρώτη φορά ή αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης για πρώτη φορά μια μετοχή ή ένα αποθετήριο έγγραφο πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 συγκεντρώνει τα απαραίτητα δεδομένα, υπολογίζει και μεριμνά για τη δημοσίευση του μέσου ημερήσιου αριθμού συναλλαγών για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο και τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης εντός των κατωτέρω προθεσμιών:

α)

το αργότερο τέσσερις εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία οι μετοχές ή τα αποθετήρια έγγραφα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία προγενέστερη κατά τουλάχιστον δέκα εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

το αργότερο την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει μία ημέρα πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 στοιχείο α) υπολογισμοί πραγματοποιούνται ως εξής:

α)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία οι μετοχές ή τα αποθετήρια έγγραφα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία προγενέστερη κατά τουλάχιστον δεκαέξι εβδομάδες της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι υπολογισμοί βασίζονται σε δεδομένα που είναι διαθέσιμα για περίοδο αναφοράς σαράντα εβδομάδων η οποία αρχίζει πενήντα δύο εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

β)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία οι μετοχές ή τα αποθετήρια έγγραφα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δεκαέξι εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο υπολογισμός βασίζεται σε δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τις πρώτες τέσσερις εβδομάδες της περιόδου διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

στην περίπτωση που η ημερομηνία κατά την οποία οι μετοχές ή τα αποθετήρια έγγραφα αποτελούν για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης είναι ημερομηνία εντός της περιόδου η οποία αρχίζει δέκα εβδομάδες πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και λήγει μία ημέρα πριν την ημερομηνία εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο υπολογισμός βασίζεται στο ιστορικό διαπραγμάτευσης της μετοχής ή του αποθετηρίου εγγράφου ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που θεωρείται ότι έχουν παρεμφερή χαρακτηριστικά με τις εν λόγω μετοχές ή τα εν λόγω αποθετήρια έγγραφα.

3.   Το βήμα τιμής της ζώνης ρευστότητας που αντιστοιχεί στον δημοσιευμένο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εφαρμόζεται ως την 1η Απριλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε το βήμα τιμής για χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία αναφέρονται στα στοιχεία β) και γ) της παραγράφου 2 και εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητάς τους δεν συμβάλλει στην πρόκληση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών. Στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή εντοπίσει κίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών εξαιτίας του εν λόγω βήματος τιμής, προσδιορίζει και δημοσιεύει επικαιροποιημένο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών για τα οικεία χρηματοπιστωτικά μέσα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον εν λόγω κίνδυνο. Ο εν λόγω προσδιορισμός πραγματοποιείται με βάση πιο ολοκληρωμένα δεδομένα ιστορικού διαπραγμάτευσης των εν λόγω εγγράφων, τα οποία καλύπτουν και μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Οι τόποι διαπραγμάτευσης εφαρμόζουν αμέσως τη ζώνη ρευστότητας που αντιστοιχεί στον εν λόγω επικαιροποιημένο μέσο ημερήσιο αριθμό συναλλαγών. Εφαρμόζουν την εν λόγω ζώνη έως την 1η Απριλίου του έτους που έπεται της ημερομηνίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή έως οποιαδήποτε περαιτέρω δημοσίευση από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, το άρθρο 5 εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 14 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ.1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ.716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σελίδα 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας βήματος τιμής

 

Ζώνες ρευστότητας

Κλίμακες τιμών

0 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών < 10

10 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών < 80

80 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών < 600

600 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών < 2 000

2 000 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών < 9 000

9 000 ≤ μέσος ημερήσιος αριθμός συναλλαγών

0 ≤ τιμή < 0,1

0,0005

0,0002

0,0001

0,0001

0,0001

0,0001

0,1 ≤ τιμή < 0,2

0,001

0,0005

0,0002

0,0001

0,0001

0,0001

0,2 ≤ τιμή < 0,5

0,002

0,001

0,0005

0,0002

0,0001

0,0001

0,5 ≤ τιμή < 1

0,005

0,002

0,001

0,0005

0,0002

0,0001

1 ≤ τιμή < 2

0,01

0,005

0,002

0,001

0,0005

0,0002

2 ≤ τιμή < 5

0,02

0,01

0,005

0,002

0,001

0,0005

5 ≤ τιμή < 10

0,05

0,02

0,01

0,005

0,002

0,001

10 ≤ τιμή < 20

0,1

0,05

0,02

0,01

0,005

0,002

20 ≤ τιμή < 50

0,2

0,1

0,05

0,02

0,01

0,005

50 ≤ τιμή < 100

0,5

0,2

0,1

0,05

0,02

0,01

100 ≤ τιμή < 200

1

0,5

0,2

0,1

0,05

0,02

200 ≤ τιμή < 500

2

1

0,5

0,2

0,1

0,05

500 ≤ τιμή < 1 000

5

2

1

0,5

0,2

0,1

1 000 ≤ τιμή < 2 000

10

5

2

1

0,5

0,2

2 000 ≤ τιμή < 5 000

20

10

5

2

1

0,5

5 000 ≤ τιμή < 10 000

50

20

10

5

2

1

10 000 ≤ τιμή < 20 000

100

50

20

10

5

2

20 000 ≤ τιμή < 50 000

200

100

50

20

10

5

50 000 ≤ τιμή

500

200

100

50

20

10


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/417


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/589 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 19ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα τα οποία προσδιορίζουν τις οργανωτικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 17 παράγραφος 7 στοιχεία α) και δ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Τα συστήματα και οι έλεγχοι κινδύνου που χρησιμοποιούνται από επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές, που παρέχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση ή ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη, θα πρέπει είναι αποδοτικά, ανθεκτικά και να διαθέτουν κατάλληλες δυνατότητες, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα του επιχειρηματικού μοντέλου των εν λόγω επιχειρήσεων επενδύσεων.

(2)

Για τον σκοπό αυτό, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να αντιμετωπίζουν όλους τους κινδύνους που μπορεί να επηρεάζουν τα βασικά στοιχεία ενός συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που αφορούν το υλισμικό, το λογισμικό και τις σχετικές γραμμές επικοινωνιών που χρησιμοποιούνται από τις επιχειρήσεις αυτές για να πραγματοποιούν τις δραστηριότητες συναλλαγών. Προκειμένου να διασφαλίζονται ίδιες προϋποθέσεις για τις αλγοριθμικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως του τρόπου διαπραγμάτευσης, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε τύπο συστήματος εκτέλεσης ή συστήματος διαχείρισης εντολών το οποίο χρησιμοποιεί μια επιχείρηση επενδύσεων.

(3)

Στο πλαίσιο του συνολικού πλαισίου διακυβέρνησης και λήψης αποφάσεών της, μια επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτει σαφή και επισημοποιημένη ρύθμιση διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων σαφών γραμμών λογοδοσίας, αποτελεσματικών διαδικασιών μετάδοσης πληροφοριών και διαχωρισμού καθηκόντων και ευθυνών. Η ρύθμιση αυτή θα πρέπει να διασφαλίζει μειωμένη εξάρτηση από ένα επιμέρους πρόσωπο ή μια επιμέρους μονάδα.

(4)

Θα πρέπει να διενεργούνται δοκιμές συμμόρφωσης, προκειμένου να εξακριβώνεται ότι τα συστήματα συναλλαγών μιας επιχείρησης επενδύσεων επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν καταλλήλως με τα συστήματα συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης ή του παρόχου άμεσης πρόσβασης στην αγορά (ΑΠΑ) και ότι η επεξεργασία των δεδομένων της αγοράς πραγματοποιείται ορθά.

(5)

Οι αλγόριθμοι επενδυτικών αποφάσεων λαμβάνουν αυτοματοποιημένες αποφάσεις διενέργειας συναλλαγών, προσδιορίζοντας ποια χρηματοπιστωτικά μέσα θα αγοραστούν ή θα πωληθούν. Οι αλγόριθμοι εκτέλεσης εντολών βελτιστοποιούν τις διαδικασίες εκτέλεσης εντολών μέσω της αυτόματης παραγωγής και υποβολής εντολών ή ζευγών εντολών, σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, μόλις ληφθεί η επενδυτική απόφαση. Οι αλγόριθμοι συναλλαγών που είναι αλγόριθμοι επενδυτικών αποφάσεων θα πρέπει να διαφοροποιούνται από τους αλγόριθμους εκτέλεσης εντολών, λαμβάνοντας υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπό τους στη συνολική δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(6)

Οι απαιτήσεις σχετικά με τη δοκιμή των αλγόριθμων συναλλαγών θα πρέπει να βασίζονται στον δυνητικό αντίκτυπο των εν λόγω αλγόριθμων στη συνολική δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Από αυτή την άποψη, από τις απαιτήσεις δοκιμών θα πρέπει να εξαιρούνται μόνον αλγόριθμοι οι οποίοι είναι αμιγώς αλγόριθμοι επενδυτικών αποφάσεων, οι οποίοι παράγουν εντολές που πρόκειται να εκτελεστούν μόνον με μη αυτόματα μέσα και με ανθρώπινη παρέμβαση.

(7)

Κατά την εισαγωγή αλγόριθμων συναλλαγών, μια επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να διασφαλίζει την αρχή της ελεγχόμενης χρησιμοποίησης αλγόριθμων συναλλαγών, ανεξαρτήτως του αν οι εν λόγω αλγόριθμοι συναλλαγών είναι νέοι ή έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στο παρελθόν σε άλλον τόπο διαπραγμάτευσης ή αν η αρχιτεκτονική τους έχει τροποποιηθεί ουσιαστικά. Η ελεγχόμενη θέση σε χρήση αλγόριθμων συναλλαγών θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι αλγόριθμοι συναλλαγών λειτουργούν όπως αναμένεται σε ένα περιβάλλον παραγωγής. Συνεπώς, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να θέτει προσεκτικά όρια στον αριθμό των χρηματοπιστωτικών μέσων υπό διαπραγμάτευση, την τιμή, την αξία και τον αριθμό εντολών, τις θέσεις στρατηγικής και τον αριθμό των αγορών στις οποίες πραγματοποιούνται συναλλαγές, και παρακολουθώντας εντατικότερα τη δραστηριότητα του αλγόριθμου.

(8)

Η συμμόρφωση μιας επιχείρησης επενδύσεων με τις ειδικές οργανωτικές απαιτήσεις θα πρέπει να προσδιορίζεται μέσω αυτοαξιολόγησης, η οποία περιλαμβάνει αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω αυτοαξιολόγηση θα πρέπει να περιλαμβάνει, επίσης, οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες οι οποίες μπορεί να έχουν αντίκτυπο στην οργάνωση της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων. Η εν λόγω αυτοαξιολόγηση θα πρέπει να διενεργείται τακτικά και θα πρέπει να επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να έχει πλήρη εικόνα των συστημάτων συναλλαγών και των αλγόριθμων συναλλαγών που χρησιμοποιεί, καθώς και των κινδύνων που απορρέουν από αλγοριθμικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως του αν τα εν λόγω συστήματα και αλγόριθμοι έχουν αναπτυχθεί από την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων, έχουν αγοραστεί από τρίτους ή έχουν σχεδιαστεί και αναπτυχθεί σε στενή συνεργασία με έναν πελάτη ή τρίτο μέρος.

(9)

Οι επενδυτικές επιχειρήσεις θα πρέπει να μπορούν να αποσύρουν το σύνολο ή ένα μέρος των εντολών τους, όταν αυτό καθίσταται απαραίτητο («λειτουργική δυνατότητα τερματισμού»). Για να έχει αποτέλεσμα η εν λόγω απόσυρση, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να είναι πάντα σε θέση να γνωρίζει ποιοι αλγόριθμοι συναλλαγών, διαπραγματευτές ή πελάτες είναι υπεύθυνοι για μια εντολή.

(10)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα συστήματα συναλλαγών τους να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οποιονδήποτε σκοπό αντίθετο προς τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) ή τους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο είναι συνδεδεμένες. Οποιεσδήποτε ύποπτες συναλλαγές ή εντολές θα πρέπει να γνωστοποιούνται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

(11)

Τα διάφορα είδη κινδύνου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται μέσω διαφορετικών ειδών ελέγχων. Οι προσυναλλακτικοί έλεγχοι θα πρέπει να διενεργούνται πριν από την υποβολή μιας εντολής σε τόπο διαπραγμάτευσης. Μια επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να παρακολουθεί επίσης τη συναλλακτική δραστηριότητά της και να εφαρμόζει συστήματα ειδοποιήσεων σε πραγματικό χρόνο, τα οποία θα εντοπίζουν ενδείξεις μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή παραβίασης των προσυναλλακτικών ορίων της. Θα πρέπει να εφαρμόζονται μετασυναλλακτικοί έλεγχοι για την παρακολούθηση των κινδύνων αγοράς και των πιστωτικών κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων, μέσω ελέγχου συμφωνίας μετά την ολοκλήρωση των συναλλαγών. Επίσης, θα πρέπει να προλαμβάνονται περιπτώσεις δυνητικής κατάχρησης της αγοράς και οι παραβιάσεις των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης, μέσω ειδικών συστημάτων επιτήρησης που παράγουν ειδοποιήσεις το αργότερο την επόμενη ημέρα και που είναι βαθμονομημένα έτσι ώστε να ελαχιστοποιούν τις ψευδείς θετικές και τις ψευδείς αρνητικές ειδοποιήσεις.

(12)

Η παραγωγή ειδοποιήσεων με βάση παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο θα πρέπει να γίνεται στιγμιαία, στο μέτρο που το επιτρέπουν οι τεχνικές δυνατότητες. Οποιεσδήποτε ενέργειες με βάση την εν λόγω παρακολούθηση θα πρέπει να πραγματοποιούνται το συντομότερο δυνατό, έχοντας υπόψη ένα εύλογο επίπεδο αποδοτικότητας και δαπανών των οικείων προσώπων και συστημάτων.

(13)

Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση («πάροχος ΑΗΠ») θα πρέπει να διατηρεί την ευθύνη για τη συναλλαγή που διενεργείται με τη χρήση του κώδικα συναλλαγών της από τους πελάτες ΑΗΠ. Ένας πάροχος ΑΗΠ θα πρέπει, ως εκ τούτου, να καθιερώνει πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζει ότι οι συναλλαγές των δικών του πελατών ΑΗΠ συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για αυτόν. Η εν λόγω ευθύνη θα πρέπει να αποτελεί τον κύριο παράγοντα καθορισμού των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ελέγχων και αξιολόγησης της καταλληλότητας υποψήφιων πελατών ΑΗΠ. Επομένως, ο πάροχος ΑΗΠ θα πρέπει να γνωρίζει επαρκώς τις προθέσεις, τις δυνατότητες, τους χρηματοοικονομικούς πόρους και την αξιοπιστία των πελατών ΑΗΠ, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι διαθέσιμες στο κοινό, πληροφοριών για το πειθαρχικό ιστορικό των δυνητικών πελατών ΑΗΠ ενώπιον των αρμόδιων αρχών και σε τόπους διαπραγμάτευσης.

(14)

Ο πάροχος ΑΗΠ θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, ακόμη και στην περίπτωση που δεν διενεργεί αλγοριθμικές συναλλαγές, εφόσον οι πελάτες του μπορεί να χρησιμοποιούν την ΑΗΠ για τη διενέργεια αλγοριθμικών συναλλαγών.

(15)

Η αξιολόγηση δέουσας επιμέλειας των δυνητικών πελατών ΑΗΠ θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στους κινδύνους που εγείρουν ο χαρακτήρας, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των αναμενόμενων δραστηριοτήτων συναλλαγών τους, και στην παρεχόμενη άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση. Θα πρέπει να αξιολογούνται, ιδίως, ο αναμενόμενος όγκος συναλλαγών και εντολών και το είδος της σύνδεσης που προσφέρεται με τους οικείους τόπους διαπραγμάτευσης.

(16)

Θα πρέπει να καθορίζονται το περιεχόμενο και η μορφή των εντύπων τα οποία θα χρησιμοποιούν επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες εφαρμόζουν την τεχνική συναλλαγών υψηλής συχνότητας, για την υποβολή στις αρμόδιες αρχές των αρχείων των εντολών τους, καθώς και η χρονική διάρκεια τήρησης των εν λόγω αρχείων.

(17)

Για να διασφαλίζεται η συνέπεια με τη γενική υποχρέωση των επιχειρήσεων επενδύσεων να τηρούν αρχεία εντολών, οι περίοδοι υποχρεωτικής τήρησης αρχείων που ισχύουν για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες εφαρμόζουν την τεχνική αλγοριθμικών συναλλαγών υψηλής συχνότητας θα πρέπει να είναι εναρμονισμένες με τις περιόδους που ορίζονται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3).

(18)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(19)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών («ΕΑΚΑΑ») στην Επιτροπή.

(20)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους/οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4).

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ

Άρθρο 1

Γενικές οργανωτικές απαιτήσεις

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Στο πλαίσιο του συνολικού πλαισίου διακυβέρνησης και λήψης αποφάσεών της, μια επιχείρηση επενδύσεων καθιερώνει και παρακολουθεί τα συστήματα συναλλαγών και τους αλγόριθμους συναλλαγών της, μέσω μιας σαφούς και τυποποιημένης ρύθμισης διακυβέρνησης, η οποία λαμβάνει υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και καθορίζει:

α)

σαφείς γραμμές λογοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών για την έγκριση της ανάπτυξης, της θέσης σε χρήση και των επακόλουθων επικαιροποιήσεων αλγόριθμων συναλλαγών και για την επίλυση των προβλημάτων που εντοπίζονται κατά την παρακολούθηση των αλγόριθμων συναλλαγών·

β)

αποτελεσματικές διαδικασίες για την κοινοποίηση πληροφοριών εντός της επιχείρησης επενδύσεων, έτσι ώστε να μπορούν να ζητούνται και να εφαρμόζονται οδηγίες κατά τρόπο αποδοτικό και έγκαιρο·

γ)

καταμερισμό των καθηκόντων και των ευθυνών των θυρίδων συναλλαγών, αφενός, και των υποστηρικτικών τμημάτων, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων ελέγχου κινδύνων και συμμόρφωσης, αφετέρου, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν είναι δυνατή η απόκρυψη μη εγκεκριμένων συναλλακτικών δραστηριοτήτων.

Άρθρο 2

Ο ρόλος του τμήματος συμμόρφωσης

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό της να κατανοεί τουλάχιστον γενικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών και οι αλγόριθμοι συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων. Το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό είναι σε συνεχή επικοινωνία με πρόσωπα εντός της επιχείρησης τα οποία διαθέτουν λεπτομερείς τεχνικές γνώσεις σχετικά με τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών και τους αλγόριθμους της επιχείρησης.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά επίσης ώστε το αρμόδιο για τη συμμόρφωση προσωπικό της να βρίσκεται, ανά πάσα στιγμή, σε επικοινωνία με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα εντός της επιχείρησης επενδύσεων που έχουν πρόσβαση στη λειτουργική δυνατότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12 («λειτουργική δυνατότητα τερματισμού») ή άμεση πρόσβαση στην εν λόγω λειτουργική δυνατότητα τερματισμού και στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για κάθε σύστημα συναλλαγών ή αλγόριθμο.

3.   Στην περίπτωση που το τμήμα συμμόρφωσης ή στοιχεία αυτού έχουν ανατεθεί εξωτερικά σε τρίτο πρόσωπο, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στο τρίτο πρόσωπο την ίδια πρόσβαση σε πληροφορίες την οποία θα παρείχε στο δικό της αρμόδιο για θέματα συμμόρφωσης προσωπικό. Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε, μέσω του εν λόγω εξωτερικού τμήματος συμμόρφωσης:

α)

να διασφαλίζεται το απόρρητο των δεδομένων·

β)

ο έλεγχος του τμήματος συμμόρφωσης να μπορεί να ελέγχεται από εσωτερικούς και εξωτερικούς ελεγκτές ή από την αρμόδια αρχή.

Άρθρο 3

Στελέχωση

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων απασχολεί επαρκή αριθμό προσωπικού που διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες για τη διαχείριση των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών και των αλγόριθμων συναλλαγών της και επαρκείς τεχνικές γνώσεις:

α)

των οικείων συστημάτων και αλγόριθμων συναλλαγών·

β)

της παρακολούθησης και της δοκιμής των εν λόγω συστημάτων και αλγόριθμων·

γ)

των στρατηγικών συναλλαγών που εφαρμόζει η επιχείρηση επενδύσεων, μέσω των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών και των αλγόριθμων συναλλαγών της·

δ)

των νομικών υποχρεώσεων της επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων καθορίζει τις απαραίτητες δεξιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 προσωπικό διαθέτει τις εν λόγω απαραίτητες δεξιότητες κατά την πρόσληψή του ή τις αποκτά μέσω εκπαίδευσης μετά την πρόσληψη. Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε οι δεξιότητες του εν λόγω προσωπικού να επικαιροποιούνται διαρκώς μέσω συνεχούς εκπαίδευσης, και αξιολογεί τις εν λόγω δεξιότητες σε τακτική βάση.

3.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 εκπαίδευση του προσωπικού είναι προσαρμοσμένη στην πείρα και στις αρμοδιότητες του προσωπικού, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων. Ειδικότερα, το προσωπικό που ασχολείται με την υποβολή εντολών εκπαιδεύεται σε συστήματα υποβολής εντολών και σε θέματα κατάχρησης της αγοράς.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τα τμήματα κινδύνου και συμμόρφωσης σχετικά με αλγοριθμικές συναλλαγές να διαθέτει:

α)

επαρκείς γνώσεις των αλγοριθμικών συναλλαγών και των σχετικών στρατηγικών·

β)

επαρκείς δεξιότητες για την παρακολούθηση πληροφοριών παρεχόμενων από αυτόματες ειδοποιήσεις·

γ)

επαρκείς εξουσίες ώστε να αμφισβητεί το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για τις αλγοριθμικές συναλλαγές, όταν οι εν λόγω συναλλαγές εγείρουν συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών ή υπόνοιες κατάχρησης της αγοράς.

Άρθρο 4

Εξωτερική ανάθεση και προμήθεια τεχνολογιών πληροφορικής

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων παραμένει πλήρως υπεύθυνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού, στην περίπτωση που αναθέτει εξωτερικά ή προμηθεύεται λογισμικό ή υλισμικό το οποίο χρησιμοποιείται σε δραστηριότητες αλγοριθμικών συναλλαγών.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων διαθέτει επαρκείς γνώσεις και την απαραίτητη τεκμηρίωση, ώστε να διασφαλίζει την αποτελεσματική συμμόρφωση με την παράγραφο 1 σε σχέση με οποιοδήποτε υλισμικό ή λογισμικό που χρησιμοποιείται σε αλγοριθμικές συναλλαγές και που αποτελεί προϊόν προμήθειας ή εξωτερικής ανάθεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

ΤΜΗΜΑ I

Δοκιμή και θέση σε χρήση αλγορίθμων, συστημάτων και στρατηγικών συναλλαγών

Άρθρο 5

Γενική μεθοδολογία

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Πριν από τη θέση σε χρήση ή την ουσιαστική επικαιροποίηση συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, αλγόριθμου συναλλαγών ή στρατηγικής αλγοριθμικών συναλλαγών, η επιχείρηση επενδύσεων καθιερώνει σαφώς οριοθετημένες μεθοδολογίες για την ανάπτυξη και τη δοκιμή των εν λόγω συστημάτων, αλγόριθμων ή στρατηγικών.

2.   Τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της επιχείρησης επενδύσεων διορίζουν πρόσωπο το οποίο εγκρίνει τη θέση σε χρήση ή την ουσιαστική επικαιροποίηση ενός συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, ενός αλγόριθμου συναλλαγών ή μιας στρατηγικής αλγοριθμικών συναλλαγών.

3.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 μεθοδολογίες καλύπτουν τον σχεδιασμό, τις επιδόσεις, την τήρηση αρχείων και την έγκριση του συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, του αλγόριθμου συναλλαγών ή της στρατηγικής αλγοριθμικών συναλλαγών. Επίσης, καθορίζουν την κατανομή ευθυνών, την κατανομή επαρκών πόρων και τις διαδικασίες για τη λήψη οδηγιών εντός της επιχείρησης επενδύσεων.

4.   Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 1 μεθοδολογίες διασφαλίζουν ότι το σύστημα αλγοριθμικών συναλλαγών, ο αλγόριθμος συναλλαγών ή η στρατηγική αλγοριθμικών συναλλαγών:

α)

δεν συμπεριφέρεται κατά μη αναμενόμενο τρόπο·

β)

συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

γ)

συμμορφώνεται με τους κανόνες και τα συστήματα των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους έχει πρόσβαση η επιχείρηση επενδύσεων·

δ)

δεν συμβάλλει στην πρόκληση συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, εξακολουθεί να λειτουργεί αποτελεσματικά υπό ακραίες συνθήκες στην αγορά και, στην περίπτωση που είναι αναγκαίο υπό τις εν λόγω συνθήκες, επιτρέπει τη διακοπή της λειτουργίας του συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών ή του αλγόριθμου συναλλαγών.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων προσαρμόζει τις μεθοδολογίες δοκιμών που εφαρμόζει στους τόπους διαπραγμάτευσης και στις αγορές στις οποίες θα τεθεί σε χρήση ο αλγόριθμος συναλλαγών. Η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί περαιτέρω δοκιμές, εάν υπάρχουν ουσιαστικές μεταβολές στο σύστημα αλγοριθμικών συναλλαγών ή στην πρόσβαση στον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το σύστημα αλγοριθμικών συναλλαγών, ο αλγόριθμος συναλλαγών ή η στρατηγική αλγοριθμικών συναλλαγών.

6.   Οι παράγραφοι 2 έως 5 εφαρμόζονται μόνο σε αλγόριθμους συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την εκτέλεση εντολών.

7.   Η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχεία οποιωνδήποτε ουσιαστικών μεταβολών στο λογισμικό που χρησιμοποιείται για αλγοριθμικές συναλλαγές, τα οποία επιτρέπουν να προσδιορίζεται:

α)

πότε πραγματοποιήθηκε μια μεταβολή·

β)

το πρόσωπο που έκανε τη μεταβολή·

γ)

το πρόσωπο που ενέκρινε τη μεταβολή·

δ)

τον χαρακτήρα της μεταβολής.

Άρθρο 6

Δοκιμές συμμόρφωσης

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων ελέγχει τη συμμόρφωση των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών και των αλγόριθμων συναλλαγών που χρησιμοποιεί με:

α)

το σύστημα του τόπου διαπραγμάτευσης, σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

i)

όταν έχει πρόσβαση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης ως μέλος·

ii)

όταν συνδέεται με τον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, μέσω ρυθμίσεων διαμεσολαβούμενης πρόσβασης για πρώτη φορά·

iii)

όταν υπάρχει ουσιαστική μεταβολή των συστημάτων του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης·

iv)

πριν τη θέση σε χρήση ή την ουσιαστική επικαιροποίηση του συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, του αλγόριθμου συναλλαγών ή της στρατηγικής αλγοριθμικών συναλλαγών της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων.

β)

το σύστημα του παρόχου άμεσης πρόσβασης στην αγορά σε οποιαδήποτε από τις κατωτέρω περιπτώσεις:

i)

όταν έχει πρόσβαση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, μέσω ρύθμισης άμεσης πρόσβασης στη αγορά για πρώτη φορά·

ii)

όταν υπάρχει ουσιαστική μεταβολή η οποία επηρεάζει τη λειτουργική δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στην αγορά του εν λόγω παρόχου·

iii)

πριν τη θέση σε χρήση ή την ουσιαστική επικαιροποίηση του συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών, του αλγόριθμου συναλλαγών ή της στρατηγικής αλγοριθμικών συναλλαγών της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων.

2.   Οι δοκιμές συμμόρφωσης επιβεβαιώνουν αν τα βασικά στοιχεία του συστήματος αλγοριθμικών συναλλαγών ή του αλγόριθμου συναλλαγών λειτουργούν σωστά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τόπου διαπραγμάτευσης ή του παρόχου άμεσης πρόσβασης στην αγορά. Για τον σκοπό αυτό, εξακριβώνεται μέσω των δοκιμών ότι το σύστημα αλγοριθμικών συναλλαγών ή ο αλγόριθμος συναλλαγών:

α)

αλληλεπιδρά με τη λογική αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης, όπως αναμένεται·

β)

επεξεργάζεται καταλλήλως τις ροές δεδομένων που μεταφορτώνονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 7

Περιβάλλοντα δοκιμών

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι οι δοκιμές της συμμόρφωσης με τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 4 στοιχεία α), β) και δ) διενεργούνται σε περιβάλλον που είναι χωριστό από το περιβάλλον παραγωγής της και χρησιμοποιείται ειδικά για τη δοκιμή και την ανάπτυξη συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών και αλγόριθμων συναλλαγών.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, περιβάλλον παραγωγής είναι ένα περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν αποτελεσματικά τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών και περιλαμβάνει το λογισμικό και το υλισμικό που χρησιμοποιούν οι διαπραγματευτές, τη δρομολόγηση εντολών προς τόπους διαπραγμάτευσης, δεδομένα της αγοράς, εξαρτώμενες βάσεις δεδομένων, συστήματα ελέγχου κινδύνων, συστήματα συλλογής και ανάλυσης δεδομένων και συστήματα μετασυναλλακτικής επεξεργασίας.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις δοκιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 χρησιμοποιώντας το δικό της περιβάλλον δοκιμών ή περιβάλλον δοκιμών παρεχόμενο από τόπο διαπραγμάτευσης, πάροχο άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης ή πωλητή.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί την πλήρη ευθύνη για τη δοκιμή των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών, των αλγόριθμων συναλλαγών ή των στρατηγικών αλγοριθμικών συναλλαγών που χρησιμοποιεί και για την πραγματοποίηση οποιωνδήποτε απαιτούμενων μεταβολών σε αυτά.

Άρθρο 8

Ελεγχόμενη θέση σε χρήση αλγόριθμων

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Προτού θέσει σε χρήση έναν αλγόριθμο συναλλαγών, η επιχείρηση επενδύσεων θέτει προκαθορισμένα όρια:

α)

στον αριθμό των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων·

β)

στην τιμή, την αξία και τους αριθμούς των εντολών·

γ)

στις θέσεις στρατηγικής· και

δ)

στον αριθμό των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποστέλλονται εντολές.

ΤΜΗΜΑ 2

Διαχείρισή μετά τη θέση σε χρήση

Άρθρο 9

Ετήσια αυτοαξιολόγηση και επικύρωση

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων διενεργεί ετησίως διαδικασία αυτοαξιολόγησης και επικύρωσης και εκδίδει, με βάση αυτή τη διαδικασία, έκθεση επικύρωσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η επιχείρηση επενδύσεων επανεξετάζει, αξιολογεί και επικυρώνει τα εξής:

α)

τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών, τους αλγόριθμους συναλλαγών και τις στρατηγικές αλγοριθμικών συναλλαγών που εφαρμόζει·

β)

το πλαίσιο διακυβέρνησης, λογοδοσίας και έγκρισης που εφαρμόζει·

γ)

τις ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας που εφαρμόζει·

δ)

τη συνολική συμμόρφωσή της με το άρθρο 17 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, με βάση τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της.

Η αυτοαξιολόγηση περιλαμβάνει επίσης τουλάχιστον ανάλυση της συμμόρφωσης με τα κριτήρια που ορίζονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

2.   Το τμήμα διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565 (5) της Επιτροπής, καταρτίζει την έκθεση επικύρωσης και, για τον σκοπό αυτό, απασχολεί προσωπικό που διαθέτει τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις. Το τμήμα διαχείρισης κινδύνων ενημερώνει το τμήμα συμμόρφωσης για τυχόν ελλείψεις που εντοπίζονται στην έκθεση επικύρωσης.

3.   Η έκθεση επικύρωσης ελέγχεται από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης, εφόσον υπάρχει τέτοιο τμήμα, και υπόκειται στην έγκριση των ανώτερων διοικητικών στελεχών της επιχείρησης επενδύσεων.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων αποκαθιστά τυχόν ελλείψεις που εντοπίζονται στην έκθεση επικύρωσης.

5.   Στην περίπτωση που η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει συστήσει τμήμα διαχείρισης κινδύνων, που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565, οι οριζόμενες στον παρόντα κανονισμό απαιτήσεις σχετικά με το τμήμα διαχείρισης κινδύνων εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε άλλο τμήμα το οποίο έχει συστήσει η επιχείρηση επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565.

Άρθρο 10

Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Στο πλαίσιο της ετήσιας αυτοαξιολόγησής της που αναφέρεται στο άρθρο 9, η επιχείρηση επενδύσεων ελέγχει ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών της και οι διαδικασίες και οι έλεγχοι που αναφέρονται τα άρθρα 12 έως 18 μπορούν να ανταποκριθούν σε αυξημένες ροές εντολών ή σε ακραίες συνθήκες στην αγορά. Η επιχείρηση επενδύσεων σχεδιάζει τις εν λόγω δοκιμές, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα της δραστηριότητας συναλλαγών και τα συστήματα συναλλαγών της. Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε οι δοκιμές να διενεργούνται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επηρεάζουν το περιβάλλον παραγωγής. Οι εν λόγω δοκιμές περιλαμβάνουν:

α)

τη διενέργεια δοκιμών ανταλλαγής μεγάλου όγκου μηνυμάτων, με τη χρήση του μέγιστου αριθμού μηνυμάτων που ελήφθησαν και εστάλησαν από την επιχείρηση επενδύσεων κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, πολλαπλασιασμένου επί δύο·

β)

τη διενέργεια δοκιμών μεγάλου όγκου συναλλαγών, με τη χρήση του μέγιστου όγκου συναλλαγών που πραγματοποίησε η επιχείρηση επενδύσεων κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, πολλαπλασιασμένου επί δύο.

Άρθρο 11

Διαχείριση ουσιαστικών μεταβολών

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε οποιασδήποτε προτεινόμενης ουσιαστικής μεταβολής στο περιβάλλον παραγωγής που αφορά αλγοριθμικές συναλλαγές να προηγείται έλεγχος της εν λόγω μεταβολής, από πρόσωπο διορισμένο από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη της επιχείρησης επενδύσεων. Το βάθος του ελέγχου είναι ανάλογο του μεγέθους της προτεινόμενης μεταβολής.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων καθιερώνει διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι οποιαδήποτε μεταβολή στις λειτουργικές δυνατότητες των συστημάτων της γνωστοποιείται στους διαπραγματευτές που είναι υπεύθυνοι για τον αλγόριθμο συναλλαγών, στο τμήμα συμμόρφωσης και στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων.

ΤΜΗΜΑ 3

Μέσα διασφάλισης της ανθεκτικότητας

Άρθρο 12

Λειτουργική δυνατότητα τερματισμού

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να ακυρώσει άμεσα, ως μέτρο έκτακτης ανάγκης, οποιαδήποτε ή το σύνολο των ανεκτέλεστων εντολών τις οποίες έχει υποβάλει σε οποιονδήποτε ή στο σύνολο των τόπων διαπραγμάτευσης με τους οποίους είναι συνδεδεμένη η επιχείρηση επενδύσεων («λειτουργική δυνατότητα τερματισμού»).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στις ανεκτέλεστες εντολές περιλαμβάνονται οι εντολές που προέρχονται από μεμονωμένους διαπραγματευτές, θυρίδες συναλλαγών ή, κατά περίπτωση, πελάτες.

3.   Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η επιχείρηση επενδύσεων είναι σε θέση να εντοπίζει ποιος αλγόριθμος συναλλαγών και ποιος διαπραγματευτής, θυρίδα συναλλαγών ή, κατά περίπτωση, πελάτης είναι υπεύθυνος για κάθε εντολή που έχει αποσταλεί σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 13

Αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης για τον εντοπισμό περιπτώσεων χειραγώγησης της αγοράς

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί το σύνολο των δραστηριοτήτων συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα μέσω των συστημάτων συναλλαγών της, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων συναλλαγών των πελατών της, προκειμένου να εντοπίζει ενδείξεις δυνητικής χειραγώγησης της αγοράς, όπως αναφέρεται στο άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η επιχείρηση επενδύσεων καθιερώνει και διατηρεί αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης, το οποίο παρακολουθεί αποτελεσματικά εντολές και συναλλαγές, παράγει ειδοποιήσεις και αναφορές και, κατά περίπτωση, χρησιμοποιεί εργαλεία απεικόνισης.

3.   Το αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης καλύπτει το πλήρες εύρος των δραστηριοτήτων συναλλαγών που αναλαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων και το σύνολο των εντολών που υποβάλλονται από αυτή. Το σύστημα αυτό σχεδιάζεται λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων συναλλαγών της επιχείρησης συναλλαγών, όπως το είδος και τον όγκο των υπό διαπραγμάτευση μέσων, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της ροής εντολών της και τις αγορές στις οποίες έχει πρόσβαση.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων επαληθεύει οποιεσδήποτε ενδείξεις ύποπτης δραστηριότητας συναλλαγών που έχουν εντοπιστεί από το αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης, κατά το στάδιο διερεύνησης σε σχέση με άλλες σχετικές δραστηριότητες συναλλαγών που έχει αναλάβει η εν λόγω επιχείρηση.

5.   Το αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί να προσαρμόζεται στις αλλαγές στις ρυθμιστικές υποχρεώσεις και στη δραστηριότητα συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών στη στρατηγική συναλλαγών της επιχείρησης και των πελατών της.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων επανεξετάζει το αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησής της τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος, ώστε να αξιολογεί αν το σύστημα αυτό και οι παράμετροι και τα φίλτρα που χρησιμοποιούνται εξακολουθούν να είναι κατάλληλα με βάση τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις της επιχείρησης επενδύσεων και τη δραστηριότητα συναλλαγών της, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς του να ελαχιστοποιεί την παραγωγή ψευδών θετικών και ψευδών αρνητικών ειδοποιήσεων επιτήρησης.

7.   Χρησιμοποιώντας επαρκώς λεπτομερές επίπεδο χρονικής ανάλυσης, το αυτοματοποιημένο σύστημα επιτήρησης της επιχείρησης επενδύσεων είναι σε θέση να διαβάζει, να αναπαράγει και να αναλύει δεδομένα εντολών και συναλλαγών εκ των υστέρων, διαθέτοντας επαρκείς δυνατότητες ώστε να μπορεί να λειτουργεί σε ένα αυτοματοποιημένο περιβάλλον συναλλαγών χωρίς μεγάλους χρόνους αναμονής, κατά περίπτωση. Μπορεί επίσης να παράγει δυνάμενες να χρησιμοποιηθούν ειδοποιήσεις κατά την έναρξη της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης ή, στην περίπτωση που πραγματοποιούνται μη αυτοματοποιημένες διαδικασίες, στο τέλος της επόμενης ημέρας διαπραγμάτευσης. Το σύστημα επιτήρησης της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτει επαρκή τεκμηρίωση και διαδικασίες για την αποτελεσματική παρακολούθηση των ειδοποιήσεων που παράγει.

8.   Το προσωπικό που είναι αρμόδιο για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων για τους σκοπούς των παραγράφων 1 έως 7 γνωστοποιεί στο τμήμα συμμόρφωσης οποιαδήποτε δραστηριότητα συναλλαγών η οποία μπορεί να μην συμμορφώνεται με τις πολιτικές και τις διαδικασίες της επιχείρησης επενδύσεων ή με τις ρυθμιστικές της υποχρεώσεις. Το τμήμα συμμόρφωσης αξιολογεί τις εν λόγω πληροφορίες και λαμβάνει κατάλληλα μέτρα. Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνεται η γνωστοποίηση στοιχείων στον τόπο διαπραγμάτευσης ή η υποβολή αναφοράς ύποπτης συναλλαγής ή εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

9.   Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι τα αρχεία πληροφοριών συναλλαγών και λογαριασμών τα οποία τηρεί είναι ακριβή, πλήρη και συνεκτικά, ελέγχοντας, το συντομότερο δυνατό, τη συμφωνία των δικών της αρχείων καταγραφής ηλεκτρονικών συναλλαγών με αρχεία παρεχόμενα από συνεργαζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης, μεσίτες, εκκαθαριστικά μέλη, κεντρικούς αντισυμβαλλομένους, παρόχους δεδομένων ή άλλους επιχειρηματικούς εταίρους της, κατά περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της.

Άρθρο 14

Ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας για τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών της, οι οποίες είναι κατάλληλες με βάση τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της. Οι εν λόγω ρυθμίσεις είναι καταγεγραμμένες σε σταθερό μέσο.

2.   Οι ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας της επιχείρησης επενδύσεων αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά οποιαδήποτε συμβάντα διατάραξης των υπηρεσιών και, κατά περίπτωση, διασφαλίζουν την έγκαιρη συνέχιση των αλγοριθμικών συναλλαγών. Οι ρυθμίσεις αυτές προσαρμόζονται στα συστήματα συναλλαγών του καθενός από τους τόπους διαπραγμάτευσης που αξιολογούνται και περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

πλαίσιο διακυβέρνησης για την ανάπτυξη και τη θέση σε χρήση της ρύθμισης επιχειρησιακής συνέχειας·

β)

ένα εύρος πιθανών αρνητικών σεναρίων σχετικά με τη λειτουργία των συστημάτων αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της μη διαθεσιμότητας συστημάτων, προσωπικού, χώρου εργασίας, εξωτερικών προμηθευτών ή κέντρων δεδομένων ή της απώλειας ή αλλοίωσης δεδομένων και εγγράφων·

γ)

διαδικασίες για τη μετεγκατάσταση του συστήματος συναλλαγών σε εφεδρική τοποθεσία και τη λειτουργία του συστήματος συναλλαγών από την εν λόγω τοποθεσία, στην περίπτωση που η ύπαρξη μιας τέτοιας τοποθεσίας είναι κατάλληλη με βάση τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων αλγοριθμικών συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων·

δ)

εκπαίδευση του προσωπικού στη λειτουργία των ρυθμίσεων επιχειρησιακής συνέχειας·

ε)

πολιτική χρήσης σχετικά με τη λειτουργική δυνατότητα που αναφέρεται στο άρθρο 12·

στ)

ρυθμίσεις για τον τερματισμό της λειτουργίας του οικείου αλγόριθμου συναλλαγών ή του συστήματος συναλλαγών, κατά περίπτωση·

ζ)

εναλλακτικές ρυθμίσεις για τη διαχείριση εκκρεμών εντολών και θέσεων από την επιχείρηση επενδύσεων.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε η λειτουργία του αλγόριθμου συναλλαγών ή του συστήματος συναλλαγών που εφαρμόζει να μπορεί να τερματίζεται σύμφωνα με τις ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειάς της, χωρίς να προκαλούνται συνθήκες μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων επανεξετάζει και υποβάλλει σε δοκιμή τις ρυθμίσεις επιχειρησιακής συνέχειας ετησίως και τροποποιεί τις ρυθμίσεις με βάση την εν λόγω επανεξέταση.

Άρθρο 15

Προσυναλλακτικοί έλεγχοι της εισαγωγής εντολών

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων διενεργεί τους κατωτέρω προσυναλλακτικούς ελέγχους επί της εισαγωγής εντολών για όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα:

α)

όρια τιμών (price collars), τα οποία αυτομάτως αποκλείουν ή ακυρώνουν εντολές που δεν πληρούν καθορισμένες παραμέτρους τιμών, πραγματοποιώντας διάκριση μεταξύ διαφορετικών χρηματοπιστωτικών μέσων, τόσο για κάθε διαδοχική εντολή όσο και κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου·

β)

μέγιστες τιμές εντολής, οι οποίες εμποδίζουν την εισαγωγή εντολών με ασυνήθιστα υψηλή αξία εντολής στο βιβλίο εντολών·

γ)

μέγιστους όγκους εντολών, οι οποίοι εμποδίζουν την εισαγωγή εντολών με ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος εντολής στο βιβλίο εντολών·

δ)

μέγιστα όρια μηνυμάτων, τα οποία εμποδίζουν την αποστολή υπερβολικά μεγάλου αριθμού μηνυμάτων στα βιβλία εντολών σχετικά με την υποβολή, την τροποποίηση ή την ακύρωση μιας εντολής.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων περιλαμβάνει αμέσως όλες τις εντολές που έχουν αποσταλεί σε τόπο διαπραγμάτευσης στον υπολογισμό των προσυναλλακτικών ορίων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει σύστημα επαναλαμβανόμενων αυτοματοποιημένων ρυθμιστών (throttle) εκτέλεσης, που ελέγχουν πόσες φορές έχει εφαρμοστεί μια στρατηγική αλγοριθμικών συναλλαγών. Μετά από έναν προκαθορισμένο αριθμό επαναλαμβανόμενων εκτελέσεων, το σύστημα συναλλαγών απενεργοποιείται αυτομάτως, έως ότου να ενεργοποιηθεί εκ νέου από εντεταλμένο μέλος του προσωπικού.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων ορίζει όρια κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου, τα οποία βασίζονται στην κεφαλαιακή της βάση, στις ρυθμίσεις εκκαθάρισής της, στη στρατηγική συναλλαγών της, στην ανοχή της στους κινδύνους, στην πείρα της, καθώς και σε ορισμένες μεταβλητές, όπως είναι το χρονικό διάστημα από την έναρξη της διενέργειας αλγοριθμικών συναλλαγών από την επιχείρηση επενδύσεων και η εξάρτησή της από τρίτους πωλητές. Η επιχείρηση επενδύσεων προσαρμόζει τα εν λόγω όρια κινδύνου αγοράς και πιστωτικού κινδύνου, ώστε να αντιστοιχούν στον μεταβαλλόμενο αντίκτυπο των εντολών στην οικεία αγορά, λόγω των διαφορετικών επιπέδων τιμών και ρευστότητας.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων αποκλείει ή ακυρώνει αυτομάτως εντολές από έναν διαπραγματευτή, εάν λάβει γνώση ότι ο εν λόγω διαπραγματευτής δεν έχει άδεια να πραγματοποιεί συναλλαγές σε ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Η επιχείρηση επενδύσεων αποκλείει ή ακυρώνει αυτομάτως εντολές, στην περίπτωση που οι εν λόγω εντολές μπορεί να διακυβεύουν την τήρηση των ορίων κινδύνου που έχει θέσει η επιχείρηση επενδύσεων. Πραγματοποιούνται έλεγχοι, κατά περίπτωση, σε ανοίγματα σε μεμονωμένους πελάτες, χρηματοπιστωτικά μέσα, διαπραγματευτές, θυρίδες συναλλαγών ή στην επιχείρηση επενδύσεων συνολικά.

6.   Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει διαδικασίες και ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση εντολών που έχουν αποκλειστεί από τους προσυναλλακτικούς ελέγχους της επιχείρησης επενδύσεων, αλλά τις οποίες η ίδια επιθυμεί να υποβάλει παρ' όλα αυτά. Οι εν λόγω διαδικασίες και ρυθμίσεις εφαρμόζονται σχετικά με συγκεκριμένη συναλλαγή προσωρινά και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Υπόκεινται σε επαλήθευση από το τμήμα διαχείρισης κινδύνων και σε έγκριση από αρμοδίως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο εντός της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 16

Παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Κατά τις ώρες που αποστέλλει εντολές σε τόπους διαπραγμάτευσης, η επιχείρηση επενδύσεων παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο όλες τις δραστηριότητες αλγοριθμικών συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα με τη χρήση του κωδικού διαπραγμάτευσής της, συμπεριλαμβανομένου του κωδικού διαπραγμάτευσης των πελατών της, προκειμένου να εντοπίζει ενδείξεις συνθηκών μη εύρυθμης διεξαγωγής συναλλαγών, μεταξύ άλλων για συναλλαγές σε διαφορετικές αγορές, κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων ή προϊόντα, στην περίπτωση που η επιχείρηση ή οι πελάτες της ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες.

2.   Την παρακολούθηση της δραστηριότητας αλγοριθμικών συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο αναλαμβάνει ο διαπραγματευτής που είναι υπεύθυνος για τον αλγόριθμο συναλλαγών ή τη στρατηγική αλγοριθμικών συναλλαγών, και το τμήμα διαχείρισης κινδύνων ή ένα ανεξάρτητο τμήμα ελέγχου κινδύνων που έχει συσταθεί για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης. Το εν λόγω τμήμα ελέγχου κινδύνων θεωρείται ανεξάρτητο, ανεξαρτήτως του αν η παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο διενεργείται από μέλος του προσωπικού της επιχείρησης επενδύσεων ή από τρίτον, υπό την προϋπόθεση ότι το τμήμα αυτό δεν εξαρτάται ιεραρχικά από τον διαπραγματευτή και μπορεί να τον αμφισβητήσει, κατά περίπτωση και όπως είναι αναγκαίο, εντός του πλαισίου διακυβέρνησης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

3.   Τα μέλη του προσωπικού που είναι επιφορτισμένα με την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο αντιμετωπίζουν επιχειρησιακά και ρυθμιστικά ζητήματα εγκαίρως και λαμβάνουν μέτρα αποκατάστασης στις περιπτώσεις που είναι αναγκαίο.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε η αρμόδια αρχή, οι οικείοι τόποι διαπραγμάτευσης και, κατά περίπτωση, οι πάροχοι ΑΗΠ, τα εκκαθαριστικά μέλη και οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να έχουν, ανά πάσα στιγμή, πρόσβαση στα μέλη του προσωπικού που είναι επιφορτισμένα με την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο. Για τον σκοπό αυτό, η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει και υποβάλλει περιοδικά σε δοκιμή τους διαύλους επικοινωνίας της, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών επικοινωνίας της εκτός των ωρών συναλλαγών, προκειμένου να διασφαλίζει ότι, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, τα μέλη του προσωπικού που διαθέτουν εξουσίες καταλλήλου επιπέδου μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους εγκαίρως.

5.   Τα συστήματα παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο παράγουν ειδοποιήσεις σε πραγματικό χρόνο, ώστε να βοηθούν το προσωπικό να εντοπίζει μη αναμενόμενες δραστηριότητες συναλλαγών οι οποίες διενεργούνται μέσω αλγόριθμου. Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει διαδικασία για τη λήψη μέτρων επανόρθωσης, το συντομότερο δυνατό μετά την παραγωγή μιας ειδοποίησης, συμπεριλαμβανομένης, εάν είναι αναγκαίο, της ομαλής απόσυρσης από την αγορά. Τα εν λόγω συστήματα παράγουν επίσης ειδοποιήσεις σχετικά με αλγόριθμους και εντολές ΑΗΠ που ενεργοποιούν διακόπτες κυκλώματος σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης. Ειδοποιήσεις σε πραγματικό χρόνο παράγονται εντός πέντε δευτερολέπτων από το σχετικό συμβάν.

Άρθρο 17

Μετασυναλλακτικοί έλεγχοι

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί συνεχώς τους μετασυναλλακτικούς ελέγχους τους οποίους προβλέπει. Στην περίπτωση που ενεργοποιείται μετασυναλλακτικός έλεγχος, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν την προσαρμογή ή τον τερματισμό λειτουργίας του οικείου αλγόριθμου συναλλαγών ή του συστήματος συναλλαγών ή την ομαλή απόσυρση από την αγορά.

2.   Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 μετασυναλλακτικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν τη συνεχή αξιολόγηση και παρακολούθηση του κινδύνου αγοράς και του πιστωτικού κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων όσον αφορά το πραγματικό άνοιγμά της.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχεία πληροφοριών συναλλαγών και λογαριασμών τα οποία είναι ακριβή, πλήρη και συνεκτικά. Η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί έλεγχο συμφωνίας των δικών της αρχείων καταγραφής ηλεκτρονικών συναλλαγών με πληροφορίες σχετικά με τις εκκρεμείς εντολές της και τα ανοίγματά της στον κίνδυνο, τις οποίες παρέχουν οι τόποι διαπραγμάτευσης στους οποίους αποστέλλει εντολές, οι μεσίτες ή οι πάροχοι ΑΗΠ, τα εκκαθαριστικά μέλη, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ή οι πάροχοι δεδομένων της ή άλλοι οικείοι επιχειρηματικοί εταίροι της. Ο έλεγχος συμφωνίας πραγματοποιείται σε πραγματικό χρόνο, στην περίπτωση που οι ανωτέρω αναφερόμενοι συμμετέχοντες στην αγορά παρέχουν τις πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο. Η επιχείρηση επενδύσεων έχει τη δυνατότητα να υπολογίζει σε πραγματικό χρόνο το εκκρεμές άνοιγμά της και το εκκρεμές άνοιγμα των διαπραγματευτών και των πελατών της.

4.   Όσον αφορά παράγωγα, οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 μετασυναλλακτικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν ελέγχους σχετικά με τις μέγιστες θετικές, αρνητικές και συνολικές θέσεις στρατηγικής, ενώ τα όρια συναλλαγών καθορίζονται σε μονάδες που είναι κατάλληλες για τα είδη των σχετικών χρηματοπιστωτικών μέσων.

5.   Μετασυναλλακτική παρακολούθηση διενεργούν οι διαπραγματευτές που είναι υπεύθυνοι για τον αλγόριθμο και το τμήμα ελέγχου κινδύνων της επιχείρησης επενδύσεων.

Άρθρο 18

Ασφάλεια και όρια πρόσβασης

(άρθρο 17 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει στρατηγική ΤΠ με καθορισμένους στόχους και μέτρα που:

α)

συμφωνούν με την επιχειρηματική στρατηγική και τη στρατηγική κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων και είναι προσαρμοσμένα στις επιχειρησιακές δραστηριότητές της και στους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται η επιχείρηση·

β)

βασίζονται σε αξιόπιστη οργάνωση ΤΠ, συμπεριλαμβανομένης εξυπηρέτησης, παραγωγής και ανάπτυξης·

γ)

συμφωνούν με μια αποτελεσματική διαχείριση ασφάλειας ΤΠ.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων οργανώνει και διατηρεί κατάλληλες ρυθμίσεις φυσικής και ηλεκτρονικής ασφάλειας, οι οποίες ελαχιστοποιούν τους κινδύνους επιθέσεων στα πληροφοριακά συστήματά της και συμπεριλαμβάνουν την αποτελεσματική διαχείριση ταυτότητας και πρόσβασης. Οι εν λόγω ρυθμίσεις διασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα, τη γνησιότητα και τη διαθεσιμότητα των δεδομένων, καθώς και την αξιοπιστία και την ανθεκτικότητα των πληροφοριακών συστημάτων της επιχείρησης επενδύσεων.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή για οποιαδήποτε ουσιώδη παραβίαση των μέτρων φυσικής και ηλεκτρονικής ασφάλειας τα οποία εφαρμόζει. Υποβάλλει αναφορά συμβάντος στην αρμόδια αρχή, προσδιορίζοντας τη φύση του συμβάντος, τα μέτρα που ελήφθησαν μετά το συμβάν και τις πρωτοβουλίες που ελήφθησαν για την αποφυγή της επανάληψης παρόμοιων συμβάντων.

4.   Η επιχείρηση επενδύσεων πραγματοποιεί, σε ετήσια βάση, δοκιμές διείσδυσης και σαρώσεις τρωτότητας για την προσομοίωση επιθέσεων στον κυβερνοχώρο.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι μπορεί να εντοπίζει όλα τα πρόσωπα που έχουν ζωτικής σημασίας δικαιώματα πρόσβασης χρήστη στα συστήματα πληροφορικής της. Η επιχείρηση επενδύσεων περιορίζει τον αριθμό των εν λόγω προσώπων και παρακολουθεί την πρόσβασή τους στα συστήματα πληροφορικής, ώστε να διασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα ανά πάσα στιγμή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΑΜΕΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Άρθρο 19

Γενικές διατάξεις για την ΑΗΠ

(άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Ένας πάροχος ΑΗΠ καθιερώνει πολιτικές και διαδικασίες για να διασφαλίζει ότι οι συναλλαγές των δικών του πελατών ΑΗΠ συμμορφώνονται με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης, ώστε να διασφαλίζουν ότι ο πάροχος ΑΗΠ πληροί τις απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 20

Έλεγχοι των παρόχων ΑΗΠ

(άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ο πάροχος ΑΗΠ εφαρμόζει τους ελέγχους που ορίζονται στα άρθρα 13, 15 και 17 και την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο που ορίζεται στο άρθρο 16 στη ροή εντολών καθενός εκ των δικών του πελατών ΑΗΠ. Οι εν λόγω έλεγχοι και η εν λόγω παρακολούθηση είναι χωριστοί και διακριτοί από τους ελέγχους και την παρακολούθηση που εφαρμόζουν οι πελάτες ΑΗΠ. Ειδικότερα, οι εντολές ενός πελάτη ΑΗΠ υποβάλλονται πάντα στους μετασυναλλακτικούς ελέγχους που καθορίζει και ελέγχει ο πάροχος ΑΗΠ.

2.   Ο πάροχος ΑΗΠ μπορεί να χρησιμοποιεί τους δικούς του προσυναλλακτικούς και μετασυναλλακτικούς ελέγχους, ελέγχους παρεχόμενους από τρίτους ή ελέγχους προσφερόμενους από τον τόπο διαπραγμάτευσης, και παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο. Σε όλες τις περιπτώσεις, ο πάροχος ΑΗΠ παραμένει υπεύθυνος για την αποτελεσματικότητα των εν λόγω ελέγχων. Ο πάροχος ΑΗΠ διασφαλίζει επίσης ότι ο ίδιος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να καθορίζει ή να τροποποιεί τις παραμέτρους ή τα όρια των εν λόγω προσυναλλακτικών ή μετασυναλλακτικών ελέγχων και της παρακολούθησης σε πραγματικό χρόνο. Ο πάροχος ΑΗΠ παρακολουθεί την εκτέλεση των προσυναλλακτικών και μετασυναλλακτικών ελέγχων σε συνεχή βάση.

3.   Τα όρια των προσυναλλακτικών ελέγχων επί της υποβολής εντολών βασίζονται στα πιστωτικά όρια και όρια κινδύνου τα οποία εφαρμόζει ο πάροχος ΑΗΠ στη δραστηριότητα συναλλαγών των δικών του πελατών ΑΗΠ. Τα εν λόγω όρια βασίζονται στον αρχικό έλεγχο δέουσας επιμέλειας και στον περιοδικό επανέλεγχο του πελάτη ΑΗΠ από τον πάροχο ΑΗΠ.

4.   Οι παράμετροι και τα όρια των ελέγχων που εφαρμόζονται σε πελάτες ΑΗΠ οι οποίοι χρησιμοποιούν πρόσβαση μέσω διαμεσολαβητή είναι εξίσου αυστηρά με τις παραμέτρους και τα όρια που επιβάλλονται σε πελάτες ΑΗΠ οι οποίοι χρησιμοποιούν άμεση πρόσβαση στην αγορά.

Άρθρο 21

Προδιαγραφές για τα συστήματα των παρόχων ΑΗΠ

(άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ο πάροχος ΑΗΠ μεριμνά ώστε τα συστήματα συναλλαγών του να του επιτρέπουν:

α)

να παρακολουθεί εντολές υποβαλλόμενες από πελάτη ΑΗΠ ο οποίος χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσης του πελάτη ΑΗΠ·

β)

να αποκλείει ή να ακυρώνει αυτομάτως εντολές από άτομα τα οποία λειτουργούν συστήματα συναλλαγών που υποβάλλουν εντολές σχετικά με αλγοριθμικές συναλλαγές, τα οποία δεν έχουν εξουσιοδοτηθεί να αποστέλλουν εντολές μέσω ΑΗΠ·

γ)

να αποκλείει ή να ακυρώνει αυτομάτως εντολές από πελάτη ΑΗΠ για χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία ο εν λόγω πελάτης δεν έχει λάβει άδεια να πραγματοποιεί συναλλαγές, με τη χρήση εσωτερικού συστήματος σήμανσης για τον εντοπισμό και τον αποκλεισμό μεμονωμένων πελατών ΑΗΠ ή μιας ομάδας πελατών ΑΗΠ·

δ)

να αποκλείει ή να ακυρώνει αυτομάτως εντολές από πελάτη ΑΗΠ οι οποίες παραβιάζουν τα όρια διαχείρισης κινδύνου του παρόχου ΑΗΠ, μέσω ελέγχου των ανοιγμάτων μεμονωμένων πελατών ΑΗΠ, χρηματοπιστωτικών μέσων ή ομάδων πελατών ΑΗΠ·

ε)

να διακόπτει ροές εντολών μεταδιδόμενων από τους δικούς του πελάτες ΑΗΠ·

στ)

να αναστέλλει ή να καταργεί υπηρεσίες ΑΗΠ παρεχόμενες σε οποιονδήποτε πελάτη ΑΗΠ, στην περίπτωση που ο πάροχος ΑΗΠ δεν θεωρεί ότι η συνέχιση της πρόσβασης θα είναι σύμφωνη με τους κανόνες και τις διαδικασίες του για δίκαιες και εύρυθμες συναλλαγές και για την ακεραιότητα της αγοράς·

ζ)

να επανελέγχει, όταν είναι αναγκαίο, τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου κινδύνων των πελατών ΑΗΠ.

2.   Ο πάροχος ΑΗΠ διαθέτει διαδικασίες για την αξιολόγηση, τη διαχείριση και τον μετριασμό των κινδύνων διαταραχής της αγοράς και κινδύνων που εγείρονται ειδικά για την επιχείρηση. Ο πάροχος ΑΗΠ είναι σε θέση να εντοπίζει τα πρόσωπα που πρέπει να ενημερωθούν στην περίπτωση σφάλματος το οποίο προκαλεί παραβιάσεις του προφίλ κινδύνου ή πιθανές παραβάσεις των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης.

3.   Ο πάροχος ΑΗΠ είναι, ανά πάσα στιγμή, σε θέση να εντοπίζει τους διάφορους πελάτες ΑΗΠ, τις θυρίδες συναλλαγών τους και τους διαπραγματευτές των εν λόγω πελατών ΑΗΠ, οι οποίοι υποβάλλουν εντολές μέσω των συστημάτων του παρόχου ΑΗΠ, αποδίδοντας μοναδικό αναγνωριστικό κωδικό σε καθέναν από αυτούς.

4.   Ο πάροχος ΑΗΠ που επιτρέπει σε πελάτη ΑΗΠ να παρέχει τη δική του πρόσβαση ΑΗΠ στους δικούς του πελάτες («εκχώρηση αρμοδιοτήτων») είναι σε θέση να εντοπίζει τις διάφορες ροές εντολών από τους δικαιούχους της εν λόγω εκχώρησης αρμοδιοτήτων, χωρίς να απαιτείται να γνωρίζει την ταυτότητα των δικαιούχων της εν λόγω ρύθμισης

5.   Ο πάροχος ΑΗΠ καταγράφει δεδομένα σχετικά με τις εντολές που υποβάλλουν οι δικοί του πελάτες ΑΗΠ, συμπεριλαμβανομένων τροποποιήσεων και ακυρώσεων, τις ειδοποιήσεις που παράγονται από το σύστημα παρακολούθησής του και τις τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στη διαδικασία φιλτραρίσματός του.

Άρθρο 22

Αξιολόγηση δέουσας επιμέλειας των υποψήφιων πελατών ΑΗΠ

(άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ο πάροχος ΑΗΠ διενεργεί αξιολόγηση δέουσας επιμέλειας των υποψηφίων πελατών ΑΗΠ, ώστε να διασφαλίζει ότι πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο παρέχει πρόσβαση.

2.   Η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 αξιολόγηση δέουσας επιμέλειας καλύπτει:

α)

τη δομή διακυβέρνησης και ιδιοκτησίας του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ·

β)

τους τύπους στρατηγικών που θα αναληφθούν από τον υποψήφιο πελάτη ΑΗΠ·

γ)

την επιχειρησιακή οργάνωση, τα συστήματα, τους προσυναλλακτικούς και μετασυναλλακτικούς ελέγχους και την παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ. Η επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει ΑΗΠ με την οποία επιτρέπεται σε πελάτες ΑΗΠ να χρησιμοποιούν λογισμικό συναλλαγών τρίτων μερών για την πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης διασφαλίζει ότι το λογισμικό περιλαμβάνει προσυναλλακτικούς ελέγχους ισοδύναμους με τους προσυναλλακτικούς ελέγχους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό·

δ)

τις αρμοδιότητες εντός του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ για την αντιμετώπιση ενεργειών και σφαλμάτων·

ε)

το ιστορικό μοντέλο συναλλαγών και τη συμπεριφορά του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ·

στ)

το επίπεδο αναμενόμενου όγκου συναλλαγών και εντολών του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ·

ζ)

την ικανότητα του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ να εκπληρώνει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τον πάροχο ΑΗΠ·

η)

το πειθαρχικό ιστορικό του υποψήφιου πελάτη ΑΗΠ, εάν είναι διαθέσιμο.

3.   Ο πάροχος ΑΗΠ που επιτρέπει εκχώρηση αρμοδιοτήτων διασφαλίζει, προτού χορηγήσει την πρόσβαση σε οποιονδήποτε υποψήφιο πελάτη ΑΗΠ, ότι ο εν λόγω πελάτης εφαρμόζει πλαίσιο δέουσας επιμέλειας το οποίο είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το πλαίσιο δέουσας επιμέλειας που περιγράφεται στις παραγράφους 1 και 2.

Άρθρο 23

Περιοδικός επανέλεγχος των πελατών ΑΗΠ

(άρθρο 17 παράγραφος 5 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ο πάροχος ΑΗΠ επανεξετάζει ετησίως τις διαδικασίες αξιολόγησης δέουσας επιμέλειας τις οποίες εφαρμόζει.

2.   Ο πάροχος ΑΗΠ επαναξιολογεί ετησίως με βάση τον κίνδυνο την επάρκεια των συστημάτων και των ελέγχων των πελατών του, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη αλλαγές στην κλίμακα, τον χαρακτήρα ή την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων ή των στρατηγικών συναλλαγών τους, αλλαγές στη στελέχωση, τη δομή ιδιοκτησίας, τους λογαριασμούς συναλλαγών ή τους τραπεζικούς λογαριασμούς, το ρυθμιστικό καθεστώς και την οικονομική θέση τους, και το κατά πόσον ο πελάτης ΑΗΠ έχει εκφράσει πρόθεση να εκχωρήσει περαιτέρω την πρόσβαση την οποία λαμβάνει από τον πάροχο ΑΗΠ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΝΕΡΓΟΥΝ ΩΣ ΓΕΝΙΚΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΛΗ

Άρθρο 24

Συστήματα και έλεγχοι επιχειρήσεων επενδύσεων που ενεργούν ως γενικά εκκαθαριστικά μέλη

(άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οποιαδήποτε συστήματα χρησιμοποιούμενα από επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος («εκκαθαριστική επιχείρηση») για την υποστήριξη της παροχής εκκαθαριστικών υπηρεσιών προς τους πελάτες της υπόκεινται σε κατάλληλες αξιολογήσεις δέουσας επιμέλειας, ελέγχους και παρακολούθηση.

Άρθρο 25

Αξιολογήσεις δέουσας επιμέλειας των υποψήφιων εκκαθαριστικών πελατών

(άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση αξιολογεί αρχικά τον υποψήφιο εκκαθαριστικό πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη τον χαρακτήρα, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της επιχείρησης του υποψήφιου εκκαθαριστικού πελάτη. Κάθε υποψήφιος εκκαθαριστικός πελάτης αξιολογείται με βάση τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πιστωτική δύναμη, συμπεριλαμβανομένων τυχόν εγγυήσεων που παρέχονται·

β)

συστήματα εσωτερικού ελέγχου κινδύνων·

γ)

επιδιωκόμενη στρατηγική συναλλαγών·

δ)

συστήματα πληρωμών και ρυθμίσεις που επιτρέπουν στον υποψήφιο εκκαθαριστικό πελάτη να διασφαλίζει την έγκαιρη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων ή μετρητών ως περιθώριο, όπως απαιτείται από την εκκαθαριστική επιχείρηση σε σχέση με τις υπηρεσίες εκκαθάρισης που παρέχει·

ε)

ρυθμίσεις συστημάτων και πρόσβαση σε πληροφορίες που βοηθούν τον υποψήφιο εκκαθαριστικό πελάτη να τηρεί οποιοδήποτε μέγιστο όριο συναλλαγών που έχει συμφωνηθεί με την εκκαθαριστική επιχείρηση·

στ)

οποιαδήποτε εξασφάλιση παρεχόμενη στην εκκαθαριστική επιχείρηση από τον υποψήφιο εκκαθαριστικό πελάτη·

ζ)

λειτουργικοί πόροι, συμπεριλαμβανομένων τεχνολογικών διασυνδέσεων και συνδεσιμότητας·

η)

οποιαδήποτε ανάμειξη του υποψήφιου εκκαθαριστικού πελάτη σε παράβαση των κανόνων που διασφαλίζουν την ακεραιότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της ανάμειξης σε περιστατικά κατάχρησης της αγοράς, οικονομικά εγκλήματα ή δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

2.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση επανεξετάζει ετησίως τις συνεχείς επιδόσεις των εκκαθαριστικών πελατών της, με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η δεσμευτική έγγραφη συμφωνία που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ περιλαμβάνει τα εν λόγω κριτήρια και ορίζει τη συχνότητα με την οποία η εκκαθαριστική επιχείρηση επανεξετάζει τις επιδόσεις των εκκαθαριστικών πελατών της με βάση τα εν λόγω κριτήρια, στις περιπτώσεις που η επανεξέταση αυτή γίνεται συχνότερα από μία φορά κατ' έτος. Η δεσμευτική έγγραφη συμφωνία καθορίζει τις συνέπειες για τους εκκαθαριστικούς πελάτες που δεν πληρούν τα εν λόγω κριτήρια.

Άρθρο 26

Όρια θέσεων

(άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση καθορίζει και κοινοποιεί στους εκκαθαριστικούς πελάτες της κατάλληλα όρια συναλλαγών και θέσεων για τον μετριασμό και τη διαχείριση των κινδύνων αντισυμβαλλομένου και ρευστότητας, του λειτουργικού κινδύνου και άλλων κινδύνων που αντιμετωπίζει.

2.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση παρακολουθεί τις θέσεις των εκκαθαριστικών πελατών της με βάση τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, όσο το δυνατό πλησιέστερα στον πραγματικό χρόνο, και διαθέτει κατάλληλες προσυναλλακτικές και μετασυναλλακτικές διαδικασίες για τη διαχείριση του κινδύνου παράβασης των ορίων θέσεων, μέσω κατάλληλης πρακτικής καθορισμού περιθωρίων και με άλλα κατάλληλα μέσα.

3.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση τεκμηριώνει εγγράφως τις αναφερόμενες στην παράγραφο 2 διαδικασίες και καταγράφει αν οι εκκαθαριστικοί πελάτες της συμμορφώνονται με τις εν λόγω διαδικασίες.

Άρθρο 27

Δημοσιοποίηση πληροφοριών σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες

(άρθρο 17 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση δημοσιοποιεί τις συνθήκες υπό τις οποίες παρέχει τις εκκαθαριστικές υπηρεσίες της. Παρέχει τις εν λόγω υπηρεσίες υπό εύλογους εμπορικούς όρους.

2.   Η εκκαθαριστική επιχείρηση ενημερώνει τους υποψήφιους και τους υφιστάμενους εκκαθαριστικούς πελάτες της για τα επίπεδα προστασίας και του κόστους που συνδέονται με τα διάφορα επίπεδα διαχωρισμού που παρέχει. Στα στοιχεία των διαφόρων επιπέδων διαχωρισμού περιλαμβάνεται περιγραφή των κύριων νομικών αποτελεσμάτων των αντίστοιχων προσφερόμενων επιπέδων διαχωρισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για το εφαρμοστέο δίκαιο περί αφερεγγυότητας στην οικεία δικαιοδοσία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΑΛΓΟΡΙΘΜΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΣΕ ΥΨΗΛΗ ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 28

Περιεχόμενο και μορφότυπος των αρχείων εντολών

(άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η επιχείρηση επενδύσεων που εφαρμόζει τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα καταγράφει, αμέσως μετά την υποβολή εντολής, τα λεπτομερή στοιχεία κάθε υποβαλλόμενης εντολής, με τη χρήση του μορφοτύπου που ορίζεται στους πίνακες 2 και 3 του παραρτήματος II.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων που εφαρμόζει τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα επικαιροποιεί τις αναφερόμενες στην παράγραφο 1 πληροφορίες χρησιμοποιώντας τα πρότυπα και τους μορφότυπους που προσδιορίζονται στην τέταρτη στήλη των πινάκων 2 και 3 του παραρτήματος II.

3.   Τα αναφερόμενα στις παραγράφους 1 και 2 αρχεία τηρούνται για πέντε έτη από την ημερομηνία υποβολής μιας εντολής σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων για εκτέλεση.

Άρθρο 29

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

(άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 19 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(5)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός της Επιτροπής (ΕΕ) 2017/565, της 25ης Απριλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας)).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην αυτοαξιολόγηση της επιχείρησης επενδύσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1

1.

Όταν εξετάζει τον χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

το ρυθμιστικό καθεστώς της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, των πελατών ΑΗΠ της, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμιστικών απαιτήσεων στις οποίες υπόκειται ως επιχείρηση επενδύσεων βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και άλλων σχετικών ρυθμιστικών απαιτήσεων·

β)

τους ρόλους της επιχείρησης στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του αν είναι ειδικός διαπραγματευτής και αν εκτελεί εντολές για πελάτες ή διενεργεί συναλλαγές μόνον για ίδιο λογαριασμό·

γ)

το επίπεδο αυτοματισμού της διαπραγμάτευσης και άλλων διαδικασιών ή δραστηριοτήτων της επιχείρησης·

δ)

τα είδη και το ρυθμιστικό καθεστώς των μέσων, των προϊόντων και των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων τα οποία διαπραγματεύεται η επιχείρηση·

ε)

τα είδη στρατηγικών που χρησιμοποιεί η επιχείρηση και τους κινδύνους που ενέχουν οι στρατηγικές αυτές για τη διαχείριση κινδύνων της ιδίας της επιχείρησης και για τη δίκαιη και εύρυθμη λειτουργία των αγορών· η επιχείρηση λαμβάνει ιδίως υπόψη τον χαρακτήρα των στρατηγικών αυτών, όπως της ειδικής διαπραγμάτευσης ή του αρμπιτράζ, και κατά πόσον οι εν λόγω στρατηγικές είναι μακροπρόθεσμες, βραχυπρόθεσμες, κατευθυντικές ή μη κατευθυντικές·

στ)

την ευαισθησία των στρατηγικών και των δραστηριοτήτων συναλλαγών της επιχείρησης στον χρόνο αναμονής·

ζ)

το είδος και το ρυθμιστικό καθεστώς των τόπων διαπραγμάτευσης και άλλων δεξαμενών ρευστότητας στις οποίες έχει πρόσβαση και, ιδίως, αν η δραστηριότητα συναλλαγών στους εν λόγω τόπους διαπραγμάτευσης και άλλες δεξαμενές ρευστότητας συνίσταται σε φανερή, μη φανερή ή εξωχρηματιστηριακή διαπραγμάτευση·

η)

τις λύσεις συνδεσιμότητας της επιχείρησης και αν έχει πρόσβαση σε τόπους διαπραγμάτευσης ως μέλος, πελάτης ΑΗΠ ή πάροχος ΑΗΠ·

θ)

τον βαθμό στον οποίο η επιχείρηση βασίζεται σε τρίτους για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των αλγορίθμων ή των συστημάτων συναλλαγών της, και αν οι εν λόγω αλγόριθμοι ή τα εν λόγω συστήματα συναλλαγών έχουν αναπτυχθεί από την επιχείρηση αποκλειστικά, έχουν αναπτυχθεί από κοινού με τρίτους, έχουν αγοραστεί από τρίτους ή έχουν ανατεθεί εξωτερικά σε τρίτους·

ι)

τη δομή ιδιοκτησίας και διακυβέρνησης της επιχείρησης, τον τρόπο με τον οποίο η επιχείρηση είναι δομημένη οργανωτικά και επιχειρησιακά, και αν είναι κοινοπραξία, θυγατρική, εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία ή άλλης μορφής εταιρεία·

ια)

τη διαχείριση κινδύνων, τη συμμόρφωση, τη δομή ελέγχου και την οργάνωση της επιχείρησης·

ιβ)

την ημερομηνία σύστασης της επιχείρησης και το επίπεδο πείρας και ικανότητας του προσωπικού της, καθώς και αν έχει συσταθεί προσφάτως.

2.

Όταν εξετάζει την κλίμακα των δραστηριοτήτων της, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

τον αριθμό αλγορίθμων και στρατηγικών που εφαρμόζονται παράλληλα·

β)

τον αριθμό των επιμέρους μέσων, προϊόντων και κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης·

γ)

τον αριθμό των θυρίδων συναλλαγών και των επιμέρους αναγνωριστικών κωδικών συναλλαγών που χρησιμοποιούνται για τα φυσικά πρόσωπα και τους αλγορίθμους που είναι υπεύθυνα/οι για την εκτέλεση των εντολών·

δ)

τη χωρητικότητα όγκου μηνυμάτων που ανταλλάσσονται και, ιδίως, τον αριθμό των εντολών που υποβάλλονται, προσαρμόζονται, ακυρώνονται και εκτελούνται·

ε)

τη χρηματική αξία των ακαθάριστων και καθαρών ενδοημερήσιων θέσεων και θέσεων μιας ημέρας της επιχείρησης·

στ)

τον αριθμό των αγορών στις οποίες έχει πρόσβαση είτε ως μέλος είτε ως συμμετέχων είτε μέσω ΑΗΠ·

ζ)

τον αριθμό και το μέγεθος των πελατών της επιχείρησης και, ιδίως, των πελατών ΑΗΠ της επιχείρησης·

η)

τον αριθμό των τοποθεσιών συστέγασης συστημάτων ή φιλοξενίας συστημάτων σε εγγύτητα με τις οποίες έχει συνδεσιμότητα η επιχείρηση·

θ)

το μέγεθος δυναμικότητας της υποδομής συνδεσιμότητας της επιχείρησης·

ι)

τον αριθμό των εκκαθαριστικών μελών της επιχείρησης ή των συμμετοχών της σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους ως μέλους·

ια)

το μέγεθος της επιχείρησης όσον αφορά τον αριθμό διαπραγματευτών και προσωπικού διαπραγμάτευσης, διατήρησης θέσεων και οργανωτικής υποστήριξης (front-office, middle-office, back-office) που απασχολείται σε όρους ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης·

ιβ)

τον αριθμό των φυσικών τοποθεσιών της επιχείρησης·

ιγ)

τον αριθμό των χωρών και των περιοχών στις οποίες ασκεί δραστηριότητες συναλλαγών η επιχείρηση·

ιδ)

τα ετήσια κέρδη της επιχείρησης.

3.

Όταν εξετάζει την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει υπόψη τα εξής, κατά περίπτωση:

α)

τον χαρακτήρα των στρατηγικών που εφαρμόζει η επιχείρηση ή οι πελάτες της, στον βαθμό που η επιχείρηση γνωρίζει τις στρατηγικές αυτές και, ιδίως, αν οι στρατηγικές αυτές υποδηλώνουν αλγορίθμους που κινούν εντολές σχετικά με συσχετιζόμενα μέσα ή σε περισσότερους από έναν τόπους διαπραγμάτευσης ή σε περισσότερες από μία δεξαμενές ρευστότητας·

β)

τους αλγορίθμους της επιχείρησης, όσον αφορά την κωδικοποίηση, τις εισροές στις οποίες βασίζονται οι αλγόριθμοι, τις αλληλεξαρτήσεις και τις εξαιρέσεις από τους κανόνες που περιέχονται στους αλγορίθμους ή οτιδήποτε άλλο·

γ)

τα συστήματα συναλλαγών της επιχείρησης όσον αφορά την ποικιλομορφία των συστημάτων συναλλαγών που χρησιμοποιούνται και τον βαθμό του ελέγχου που ασκεί η επιχείρηση στον καθορισμό, την προσαρμογή, τη δοκιμή και την επανεξέταση των συστημάτων συναλλαγών της·

δ)

τη δομή της επιχείρησης όσον αφορά την ιδιοκτησία και τη διακυβέρνηση και την οργανωτική, επιχειρησιακή, τεχνική, φυσική ή γεωγραφική οργάνωσή της·

ε)

την ποικιλομορφία της συνδεσιμότητας, της τεχνολογίας ή των εκκαθαριστικών λύσεων της επιχείρησης·

στ)

την ποικιλομορφία της φυσικής υποδομής διαπραγμάτευσης της επιχείρησης·

ζ)

το επίπεδο εξωτερικής ανάθεσης που αναλαμβάνει ή παρέχει η επιχείρηση και, ιδίως, στην περίπτωση που ανατίθενται εξωτερικά βασικές λειτουργίες·

η)

την παροχή ή τη χρήση ΑΗΠ από την επιχείρηση, κατά πόσον πρόκειται για άμεση πρόσβαση στην αγορά ή πρόσβαση μέσω διαμεσολαβητή, και τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται ΑΗΠ σε πελάτες· και

θ)

την ταχύτητα διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση ή τους πελάτες της.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Περιεχόμενο και μορφότυπος των αρχείων εντολών σύμφωνα με το άρθρο 28

Πίνακας 1

Υπόμνημα των πινάκων 2 και 3

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» — σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον)·

Οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{INTEGER-n}

Ακέραιος αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές ακέραιες τιμές.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{LEI}

20 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στο ISO 17442

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{NATIONAL_ID}

35 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Ο αναγνωριστικός κωδικός είναι εκείνος που ορίζεται στο άρθρο 6 και στο παράρτημα II του [ΡΤΠ 22 για τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης συναλλαγών, βάσει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014].


Πίνακας 2

Πληροφορίες σχετικά με κάθε αρχική απόφαση διαπραγμάτευσης και εισερχόμενες εντολές από πελάτες

Αρ.

Πεδίο

Περιγραφή

Πρότυπα και μορφότυποι

1

Όνομα πελάτη

Πλήρες όνομα του πελάτη. Αν ο πελάτης έχει περισσότερα από ένα ονόματα, συμπληρώνονται όλα τα ονόματα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται στην περίπτωση που καλύπτεται από τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας (LEI).

{ALPHANUM-140}

2

Επώνυμο πελάτη

Πλήρες επώνυμο του πελάτη. Αν ο πελάτης έχει περισσότερα από ένα επώνυμα, συμπληρώνονται όλα τα επώνυμα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται στην περίπτωση που καλύπτεται από τον LEI.

{ALPHANUM-140}

3

Αναγνωριστικός κωδικός πελάτη

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του πελάτη της επιχείρησης επενδύσεων. Σε περίπτωση που υπάρχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χρησιμοποιείται ο κωδικός του χρήστη άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης.

Εάν ο πελάτης είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του πελάτη.

Εάν ο πελάτης δεν είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση ομαδοποιημένων εντολών, χρησιμοποιείται η σήμανση AGGR, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/580 της Επιτροπής (1).

Στην περίπτωση κατανομών σε εκκρεμότητα, χρησιμοποιείται η σήμανση PNAL, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/580.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται μόνον εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν διαθέτει πελάτες.

{LEI}

{NATIONAL_ID}

«AGGR» — ομαδοποιημένες εντολές

«PNAL» — κατανομές σε εκκρεμότητα

4

Όνομα του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη

Στο παρόν πεδίο συμπληρώνεται το πλήρες όνομα του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη.

Αν το πρόσωπο αυτό έχει περισσότερα από ένα ονόματα, συμπληρώνονται όλα τα ονόματα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

5

Επώνυμο του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη

Στο παρόν πεδίο συμπληρώνεται το πλήρες επώνυμο του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του πελάτη. Αν το πρόσωπο αυτό έχει περισσότερα από ένα επώνυμα, συμπληρώνονται όλα τα επώνυμα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

6

Επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός της επιχείρησης επενδύσεων ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590 της Επιτροπής (2).

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση ήταν φυσικό πρόσωπο, το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο ή που είχε την κύρια ευθύνη για την επενδυτική απόφαση προσδιορίζεται με τη χρήση του {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση ήταν ένας αλγόριθμος, το πεδίο συμπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 8 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Το πεδίο αυτό δεν συμπληρώνεται όταν η επενδυτική απόφαση δεν ελήφθη από πρόσωπο ή αλγόριθμο εντός της επιχείρησης επενδύσεων.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

7

Χαρακτηριστικό αρχικής εντολής

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση της εντολής που ελήφθη από τον πελάτη ή που δημιουργήθηκε από την επιχείρηση επενδύσεων, πριν από την επεξεργασία της εντολής και την υποβολή της στον τόπο διαπραγμάτευσης ή στην επιχείρηση επενδύσεων.

{ALPHANUM-50}

8

Δείκτης αγοράς-πώλησης

Για να δηλώνεται αν η εντολή είναι εντολή αγοράς ή πώλησης.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που έχει το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το δικαίωμα προαίρεσης και λαμβάνει την τιμή δικαιώματος (πριμ).

Στην περίπτωση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακών συμβάσεων, εκτός αυτών που αφορούν συνάλλαγμα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει το μέσο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το μέσο.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν τίτλους, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αναλαμβάνει τον κίνδυνο διακύμανσης της τιμής του υποκείμενου τίτλου και λαμβάνει το ποσό του τίτλου. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το ποσό του τίτλου.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν επιτόκια ή δείκτες πληθωρισμού, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση βασικών συμφωνιών ανταλλαγής (συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα) και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα).

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής και προθεσμιακών συμβάσεων που αφορούν συνάλλαγμα και διασυναλλαγματικών συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το νόμισμα το οποίο εμφανίζεται πρώτο κατά την αλφαβητική κατάταξη σύμφωνα με το πρότυπο ISO 4217 και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το νόμισμα αυτό.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν μερίσματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τις ισοδύναμες καταβολές πραγματικών μερισμάτων. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το μέρισμα και λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση παραγώγων μέσων για τη μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου, με την εξαίρεση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει την προστασία. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί την προστασία.

Στην περίπτωση συμβάσεων παραγώγων που αφορούν βασικά εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το βασικό εμπόρευμα ή τα δικαιώματα εκπομπής που προσδιορίζονται στην αναφορά και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που παραδίδει αυτό το βασικό εμπόρευμα ή τα δικαιώματα εκπομπής.

Στην περίπτωση προθεσμιακών συμβάσεων επιτοκίου (forward rate agreements), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση αύξησης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

Στην περίπτωση μείωσης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

«BUYI» — αγορά

«SELL» — πώληση

9

Αναγνωριστικός κωδικός χρηματοπιστωτικού μέσου

Μοναδικός και μονοσήμαντος αναγνωριστικός κωδικός του χρηματοπιστωτικού μέσου

{ISIN}

10

Τιμή

Η οριακή τιμή της εντολής, εξαιρουμένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων, κατά περίπτωση.

Στην περίπτωση εντολών ΣΤΟΠ (stop orders), είναι η τιμή ΣΤΟΠ (stop price) για την εντολή.

Στην περίπτωση που υπάρχουν συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, η τιμή είναι η τιμή δικαιώματος (πριμ) της σύμβασης παραγώγων ανά υποκείμενο τίτλο ή μονάδα του δείκτη.

Στην περίπτωση που υπάρχουν τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), η τιμή είναι η τιμή αναφοράς του άμεσου υποκείμενου μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, η τιμή είναι το τοκομερίδιο σε μονάδες βάσης.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, η τιμή αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή, το πεδίο συμπληρώνεται με την ένδειξη «NOAP».

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή είναι «PNDG» (εκκρεμεί).

Όταν η συμφωνηθείσα τιμή είναι μηδενική, χρησιμοποιείται μηδενική τιμή.

Κατά περίπτωση, οι τιμές δεν στρογγυλοποιούνται ούτε περικόπτονται.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη.

«NOAP» σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται τιμή.

11

Ένδειξη συμβόλου τιμής

Δηλώνεται αν η τιμή και η τιμή άσκησης εκφράζονται ως χρηματική αξία, ως ποσοστό, ως απόδοση ή ως μονάδες βάσης.

«MONE» — Χρηματική αξία

«PERC» — Ποσοστό

«YIEL» — Απόδοση

«BAPO» — Μονάδες βάσης

12

Πολλαπλασιαστής τιμής

Αριθμός μονάδων των υποκείμενων μέσων τις οποίες αντιπροσωπεύει μία μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων.

Χρηματική αξία που καλύπτεται από μεμονωμένη σύμβαση ανταλλαγής, στην περίπτωση που στο πεδίο ποσότητας δηλώνεται ο αριθμός των συμβάσεων ανταλλαγής στη συναλλαγή. Για συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαίωμα προαίρεσης επί δείκτη, αναφέρεται το ποσό ανά μονάδα δείκτη.

Για τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), αναφέρεται η διακύμανση της τιμής του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται η τοποθέτηση επί διαφοράς.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στα πεδία 10 και 26.

{DECIMAL- 18/17}

«1» — Για μη παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω συμβάσεων.

13

Νόμισμα τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή για το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εντολή (εφαρμόζεται όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία).

{CURRENCYCODE_3}

14

Νόμισμα σκέλους 2

Όταν υπάρχουν συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος σε διαφορετικά νομίσματα ή διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής, το νόμισμα του σκέλους 2 είναι το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής όπου η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διαφορετικά νομίσματα, το νόμισμα του σκέλους 2 είναι το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Το παρόν πεδίο αφορά μόνον συμβάσεις παραγώγων επί επιτοκίων και συναλλάγματος.

{CURRENCYCODE_3}

15

Κωδικός υποκείμενου μέσου

Κωδικός ISIN του υποκείμενου μέσου.

Για τα αμερικανικά πιστοποιητικά αποθετηρίου (ADR), τα παγκόσμια πιστοποιητικά αποθετηρίου (GDR) και τα παρόμοια μέσα, αναφέρεται ο κωδικός {ISIN} του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο βασίζονται τα εν λόγω μέσα.

Για τα μετατρέψιμα ομόλογα, αναφέρεται ο κωδικός {ISIN} του μέσου στο οποίο μπορεί να μετατραπεί το ομόλογο.

Για παράγωγα ή άλλα μέσα με υποκείμενο μέσο, αναφέρεται ο κωδικός ISIN για το υποκείμενο μέσο, όταν το υποκείμενο μέσο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Όταν το υποκείμενο μέσο είναι μέρισμα μετοχών, αναφέρεται ο κωδικός ISIN των σχετικών μετοχών που παρέχουν δικαίωμα στο υποκείμενο μέρισμα.

Για τα συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, παρέχεται ο κωδικός ISIN της υποχρέωσης αναφοράς.

Σε περίπτωση που το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης και έχει οριστεί κωδικός ISIN, αναφέρεται ο κωδικός ISIN για τον εν λόγω δείκτη.

Όταν το υποκείμενο μέσο είναι καλάθι, αναφέρονται όλοι οι κωδικοί ISIN για κάθε συστατικό στοιχείο του καλαθιού που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Το παρόν πεδίο επαναλαμβάνεται όσες φορές είναι απαραίτητο, ώστε να απαριθμούνται όλα τα προς γνωστοποίηση μέσα στο καλάθι.

{ISIN}

16

Είδος δικαιώματος προαίρεσης

Δηλώνεται κατά πόσον η σύμβαση παραγώγων είναι δικαίωμα προαίρεσης με θέση αγοράς (δικαίωμα αγοράς ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή δικαίωμα προαίρεσης με θέση πώλησης (δικαίωμα πώλησης ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης κατά τη στιγμή υποβολής της εντολής. Όσον αφορά τα δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, πρόκειται για:

«PUTO» (θέση πώλησης), σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής παραλήπτη, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως παραλήπτης με σταθερό επιτόκιο.

«CALL» (θέση αγοράς), σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής αγοραστή, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως αγοραστής με σταθερό επιτόκιο.

Όσον αφορά τα ανώτατα και κατώτατα όρια, πρόκειται για:

«PUTO» (θέση πώλησης), σε περίπτωση κατώτατου ορίου.

«CALL» (θέση αγοράς), σε περίπτωση ανώτατου ορίου.

Το πεδίο αφορά μόνον τα παράγωγα που είναι δικαιώματα προαίρεσης ή τίτλοι επιλογής.

«PUTO» — Θέση πώλησης

«CALL» — Θέση αγοράς

«OTHR» — όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης

17

Τιμή άσκησης

Προκαθορισμένη τιμή στην οποία ο κάτοχος θα πρέπει να αγοράζει ή να πωλεί το υποκείμενο μέσο, ή επισήμανση ότι η τιμή δεν μπορεί να καθοριστεί κατά τη στιγμή υποβολής της εντολής.

Το πεδίο αφορά μόνον δικαίωμα προαίρεσης ή τίτλο επιλογής, όταν η τιμή άσκησης μπορεί να καθοριστεί κατά τη στιγμή υποβολής της εντολής.

Όταν δεν εφαρμόζεται η τιμή άσκησης, δεν συμπληρώνεται το πεδίο.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη.

18

Νόμισμα της τιμής άσκησης

Το νόμισμα της τιμής άσκησης.

{CURRENCYCODE_3}

19

Προκαταβολική πληρωμή

Χρηματική αξία οποιασδήποτε προκαταβολικής πληρωμής, σε μονάδες βάσης του ονομαστικού ποσού, που ελήφθη ή κατεβλήθη από τον πωλητή.

Στην περίπτωση που ο πωλητής λαμβάνει την προκαταβολική πληρωμή, συμπληρώνεται θετική τιμή. Στην περίπτωση που ο πωλητής καταβάλλει την προκαταβολική πληρωμή, συμπληρώνεται αρνητική τιμή.

Στην περίπτωση αύξησης ή μείωσης του ονομαστικού ποσού σε συμβάσεις παραγώγων, ο αριθμός αποτυπώνει την απόλυτη τιμή της μεταβολής και εκφράζεται ως θετικός αριθμός.

{DECIMAL-18/5}

20

Είδος παράδοσης

Δηλώνεται κατά πόσον η συναλλαγή διακανονίζεται είτε με φυσική παράδοση είτε χρηματικά.

Όταν το είδος παράδοσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τη στιγμή υποβολής της εντολής, αναγράφεται η τιμή «OPTL».

Το πεδίο χρειάζεται να συμπληρώνεται μόνον όταν πρόκειται για παράγωγα.

«PHYS» — Διακανονισμός με φυσική παράδοση

«CASH» — Με χρηματικό διακανονισμό

«OPTL» — Προαιρετικό για τον αντισυμβαλλόμενο ή όταν καθορίζεται από τρίτο μέρος.

21

Τύπος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης

Δηλώνεται κατά πόσον το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να ασκηθεί μόνον σε καθορισμένη ημερομηνία (ευρωπαϊκός και ασιατικός τύπος), σε σειρά προκαθορισμένων ημερομηνιών (Βερμούδων) ή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης (αμερικανικός τύπος).

Το παρόν πεδίο αφορά μόνον δικαιώματα προαίρεσης.

«EURO» — Ευρωπαϊκός

«AMER» — Αμερικανικός

«ASIA» — Ασιατικός

«BERM» — Βερμούδων

«OTHR» — Οποιοσδήποτε άλλος τύπος

22

Ημερομηνία ληκτότητας

Ημερομηνία ληκτότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το πεδίο αφορά μόνον χρεωστικούς τίτλους με καθορισμένη ημερομηνία ληκτότητας.

{DATEFORMAT}

23

Ημερομηνία λήξης

Ημερομηνία λήξης του δηλωμένου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το πεδίο αφορά μόνον παράγωγα με καθορισμένη ημερομηνία λήξης.

{DATEFORMAT}

24

Νόμισμα ποσότητας

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η ποσότητα.

Το πεδίο εφαρμόζεται μόνον εάν η ποσότητα εκφράζεται ως ονομαστική ή χρηματική αξία.

{CURRENCYCODE_3}

25

Ένδειξη ποσότητας

Δηλώνεται αν η αναφερόμενη ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων, ως ονομαστική αξία ή ως χρηματική αξία.

«UNIT» — Αριθμός μονάδων

«NOML» — Ονομαστική αξία

«MONE» — Χρηματική αξία

26

Αρχική ποσότητα

Ο αριθμός των μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγων στην εντολή.

Η ονομαστική ή χρηματική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), η ποσότητα είναι η χρηματική αξία που στοιχηματίζεται ανά μοναδιαία διακύμανση του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση αύξησης ή μείωσης του ονομαστικού ποσού σε συμβάσεις παραγώγων, ο αριθμός αποτυπώνει την απόλυτη τιμή της μεταβολής και εκφράζεται ως θετικός αριθμός.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), η ποσότητα είναι το ονομαστικό ποσό για το οποίο αγοράζεται ή πωλείται η προστασία.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

27

Ημερομηνία και ώρα

Η ακριβής ημερομηνία και ώρα λήψης της εντολής ή η ακριβής ημερομηνία και ώρα λήψης της απόφασης διαπραγμάτευσης. Κατά περίπτωση, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 3 και τον πίνακα 2 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής (3).

{DATE_TIME_FORMAT}

Κατά περίπτωση, ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

28

Συμπληρωματικές πληροφορίες από τον πελάτη

Οποιεσδήποτε οδηγίες, παράμετροι, συνθήκες και οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες της εντολής, που διαβιβάστηκαν από τον πελάτη στην επιχείρηση επενδύσεων.

Ελεύθερο κείμενο


Πίνακας 3

Πληροφορίες σχετικά με εξερχόμενες και εκτελεσθείσες εντολές

Αρ.

Πεδίο/περιεχόμενο

Περιγραφή

Μορφότυπος

1

Δείκτης αγοράς-πώλησης

Δηλώνεται αν η εντολή είναι εντολή αγοράς ή πώλησης, όπως προσδιορίζεται στην περιγραφή του πεδίου 8 του πίνακα 2.

«BUYI» — αγορά

«SELL» — πώληση

2

Ιδιότητα διαπραγματευτή

Δηλώνεται αν η υποβολή της εντολής προέρχεται από το μέλος, τον συμμετέχοντα ή πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης που πραγματοποιεί αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 38) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Στην περίπτωση που η υποβολή της εντολής δεν προέρχεται από το μέλος, τον συμμετέχοντα ή πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης που πραγματοποιεί αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό ή διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, στο πεδίο δηλώνεται ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.

«DEAL» — Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

«MTCH» — Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό

«AOTC» — Οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα

3

Δραστηριότητα παροχής ρευστότητας

Δηλώνεται αν η εντολή υποβάλλεται σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή υποβάλλεται στο πλαίσιο άλλης δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/575 της Επιτροπής (4).

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

4

Εκτέλεση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός της επιχείρησης επενδύσεων ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής που είναι αποτέλεσμα της εντολής, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής είναι φυσικό πρόσωπο, το πρόσωπο προσδιορίζεται με τη χρήση του {NATIONAL_ID}.

Στην περίπτωση που υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής είναι ένας αλγόριθμος, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590.

Στην περίπτωση που περισσότερα του ενός πρόσωπα ή συνδυασμός προσώπων και αλγορίθμων συμμετέχουν στην εκτέλεση της συναλλαγής, η επιχείρηση προσδιορίζει τον συναλλασσόμενο ή τον αλγόριθμο που είναι κυρίως υπεύθυνος, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 9 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/590, και συμπληρώνει το παρόν πεδίο με την ταυτότητα αυτού του συναλλασσομένου ή αλγορίθμου.

Το παρόν πεδίο αφορά μόνον εκτελεσθείσες εντολές.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

5

Ο αναγνωριστικός κωδικός της εντολής που υποβλήθηκε στον τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων

Εσωτερικός κωδικός που χρησιμοποιείται από την επιχείρηση επενδύσεων για την αναγνώριση της εντολής που υποβλήθηκε στον τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων, εφόσον ο κωδικός είναι μοναδικός ανά ημέρα διαπραγμάτευσης και ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.

{ALPHANUM-50}

6

Ο αναγνωριστικός κωδικός της εντολής που έχει αποδοθεί από άλλη επιχείρηση επενδύσεων ή άλλον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο υποβλήθηκε η εντολή.

Αλφαριθμητικός κωδικός που έχει αποδοθεί από άλλη επιχείρηση επενδύσεων ή τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο υποβλήθηκε η εντολή από την επιχείρηση επενδύσεων προς εκτέλεση. Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με τον αναγνωριστικό κωδικό που αποδίδεται από την εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων ή τόπο διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-50}

7

Αναγνωριστικός κωδικός παραλήπτη εντολής

Ο κωδικός της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία διαβιβάστηκε η εντολή ή ο κωδικός του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο διαβιβάστηκε η εντολή.

Για επιχείρηση επενδύσεων: {LEI}

Για τόπο διαπραγμάτευσης: {MIC}

8

Είδος εντολής

Αναγνώριση του είδους εντολής που υποβάλλεται στον τόπο διαπραγμάτευσης ανάλογα με τις προδιαγραφές του τόπου διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-50}

9

Οριακή τιμή

Η μέγιστη τιμή στην οποία μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση μια εντολή αγοράς ή η ελάχιστη τιμή στην οποία μπορεί να τελεί υπό διαπραγμάτευση μια εντολή πώλησης.

Η τιμή ανοίγματος για μια εντολή στρατηγικής. Μπορεί να είναι αρνητική ή θετική.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται στην περίπτωση εντολών που δεν διαθέτουν οριακή τιμή ή στην περίπτωση εντολών χωρίς τιμή.

Στην περίπτωση μετατρέψιμης ομολογίας, η πραγματική τιμή (καθαρή ή μεικτή) που χρησιμοποιείται για την εντολή αποτυπώνεται στο παρόν πεδίο.

Στην περίπτωση εκτέλεσης εντολής, η επιχείρηση επενδύσεων καταγράφει επίσης την τιμή στην οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν μια τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

10

Νόμισμα τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή διαπραγμάτευσης (εφαρμόζεται όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία) για το χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αφορά η εντολή.

{CURRENCYCODE_3}

11

Ένδειξη συμβόλου τιμής

Δηλώνεται αν η τιμή και η τιμή άσκησης εκφράζονται ως χρηματική αξία, ως ποσοστό, ως απόδοση ή ως μονάδες βάσης.

«MONE» — Χρηματική αξία

«PERC» — Ποσοστό

«YIEL» — Απόδοση

«BAPO» — Μονάδες βάσης

12

Συμπληρωματική οριακή τιμή

Οποιαδήποτε άλλη οριακή τιμή που ενδέχεται να ισχύει για την εντολή. Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} όταν η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

13

Τιμή ΣΤΟΠ (stop price)

Η τιμή που πρέπει να επιτευχθεί για να ενεργοποιηθεί η εντολή.

Για εντολές ΣΤΟΠ (stop orders) που ενεργοποιούνται από συμβάντα ανεξάρτητα από την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με μηδενική τιμή ΣΤΟΠ.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

14

Προσδεδεμένη οριακή τιμή (pegged limit price)

Η μέγιστη τιμή στην οποία μια προσδεδεμένη εντολή (pegged order) αγοράς μπορεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή η ελάχιστη τιμή στην οποία μια προσδεδεμένη εντολή πώλησης μπορεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/13} όταν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

{DECIMAL-11/10} όταν η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης.

15

Εναπομείνασα ποσότητα, συμπεριλαμβανομένης της κρυφής ποσότητας

Η συνολική ποσότητα που απομένει στο βιβλίο εντολών μετά από μερική εκτέλεση ή στην περίπτωση οποιουδήποτε άλλου συμβάντος που επηρεάζει την εντολή.

Στην περίπτωση μερικής εκτέλεσης, είναι ο συνολικός εναπομείνας όγκος μετά την εν λόγω μερική εκτέλεση. Κατά την καταχώριση μιας εντολής, ισούται με την αρχική ποσότητα.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

16

Εμφανιζόμενη ποσότητα

Η ποσότητα που είναι ορατή (σε αντίθεση με την κρυφή) στο βιβλίο εντολών.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

17

Ποσότητα διαπραγμάτευσης

Στην περίπτωση μερικής ή ολικής εκτέλεσης, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με την εκτελεσθείσα ποσότητα.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

18

Ελάχιστη αποδεκτή ποσότητα (MAQ)

Η ελάχιστη αποδεκτή ποσότητα για την εκτέλεση μιας εντολής, η οποία μπορεί να αποτελείται από περισσότερες από μία μερικές εκτελέσεις και συνήθως αφορά μόνον μη πάγια είδη εντολών.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

19

Ελάχιστο εκτελέσιμο μέγεθος (MES)

Το ελάχιστο μέγεθος εκτέλεσης οποιασδήποτε μεμονωμένης δυνητικής εκτέλεσης.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{DECIMAL-18/17} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων.

{DECIMAL-18/5} όταν η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία.

20

Ελάχιστο εκτελέσιμο μέγεθος πρώτης εκτέλεσης μόνον

Διευκρινίζεται αν το MES αφορά μόνον την πρώτη εκτέλεση.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται, εάν το πεδίο 19 δεν συμπληρώνεται επίσης.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

21

Δείκτης παθητικής εκτέλεσης μόνον

Δηλώνεται αν η εντολή υποβάλλεται στον τόπο διαπραγμάτευσης με χαρακτηριστικό/σήμανση, ώστε η εντολή να μην εκτελείται αμέσως έναντι οποιωνδήποτε αντίθετων ορατών εντολών.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

22

Πρόληψη αυτοεκτέλεσης (self-execution)

Δηλώνεται αν η εντολή έχει καταχωριστεί με κριτήρια πρόληψης της αυτοεκτέλεσης και, επομένως, δεν θα εκτελεστεί έναντι εντολής στην απέναντι πλευρά του βιβλίου την οποία καταχωρίζει το ίδιο μέλος ή ο ίδιος συμμετέχων.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

23

Ημερομηνία και ώρα (υποβολής της εντολής)

Η ακριβής ημερομηνία και ώρα υποβολής μιας εντολής στον τόπο διαπραγμάτευσης ή σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων.

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

24

Ημερομηνία και ώρα (παραλαβής της εντολής)

Η ακριβής ημερομηνία και ώρα οποιουδήποτε μηνύματος που διαβιβάζεται προς και λαμβάνεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης ή άλλη επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την εντολή.

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

25

Αύξων αριθμός

Κάθε συμβάν που αναφέρεται στο πεδίο 26 ταυτοποιείται από την επιχείρηση επενδύσεων, με χρήση θετικών ακέραιων αριθμών σε αύξουσα σειρά.

Ο αύξων αριθμός είναι μοναδικός για κάθε είδος συμβάντος, ομοιόμορφος για όλα τα συμβάντα, φέρει χρονοσφραγίδα από την επιχείρηση επενδύσεων και δεν αλλάζει για την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα το συμβάν.

{INTEGER-50}

26

Νέα εντολή, τροποποίηση εντολής, ακύρωση εντολής, απόρριψη εντολής, μερική ή ολική εκτέλεση

Νέα εντολή: παραλαβή νέας εντολής από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης.

«NEWO» — Νέα εντολή

Ενεργοποιημένη: μια εντολή η οποία καθίσταται εκτελέσιμη ή, κατά περίπτωση, μη εκτελέσιμη εφόσον εκπληρωθεί μια προκαθορισμένη συνθήκη.

«TRIG» — Ενεργοποιημένη

Αντικατασταθείσα από το μέλος, τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης: όταν μέλος, συμμετέχων ή πελάτης του τόπου διαπραγμάτευσης αποφασίσει με δική του πρωτοβουλία να αλλάξει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της εντολής την οποία έχει προηγουμένως καταχωρίσει στο βιβλίο εντολών.

«REME» — Αντικατασταθείσα από το μέλος, τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης

Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (αυτομάτως): όταν οποιοδήποτε χαρακτηριστικό εντολής μεταβάλλεται από τα συστήματα ΤΠ του διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση κατά την οποία μεταβάλλονται τα τρέχοντα χαρακτηριστικά μιας προσδεδεμένης εντολής (peg order) ή μιας κυλιόμενης εντολής ΣΤΟΠ (trailing stop order), ώστε να αποτυπώνουν το πού βρίσκεται η εντολή στο βιβλίο εντολών.

«REMA» — Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (αυτομάτως)

Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (ανθρώπινη παρέμβαση): όταν οποιοδήποτε χαρακτηριστικό εντολής μεταβάλλεται από το προσωπικό του διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η περίπτωση όπου μέλος, συμμετέχων ή πελάτης του τόπου διαπραγμάτευσης αντιμετωπίζει προβλήματα ΤΠ και χρειάζεται να ακυρώσει τις εντολές του επειγόντως.

«REMH» — Αντικατασταθείσα από πράξεις της αγοράς (ανθρώπινη παρέμβαση)

Μεταβολή κατάστασης με πρωτοβουλία του μέλους, του συμμετέχοντος ή του πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης. Συμπεριλαμβάνεται η ενεργοποίηση και η απενεργοποίηση.

«CHME» — Μεταβολή κατάστασης με πρωτοβουλία του μέλους/συμμετέχοντος/πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης

Μεταβολή κατάστασης λόγω πράξεων της αγοράς.

«CHMO» — Μεταβολή κατάστασης λόγω πράξεων της αγοράς

Ακυρωθείσα με πρωτοβουλία του μέλους, του συμμετέχοντος ή του πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης.

«CAME» — Ακυρωθείσα με πρωτοβουλία του μέλους, του συμμετέχοντος ή του πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης

Ακυρωθείσα από πράξεις της αγοράς. Εν προκειμένω περιλαμβάνεται μηχανισμός προστασίας, ο οποίος προβλέπεται για επιχειρήσεις επενδύσεων που διενεργούν αλγοριθμικές συναλλαγές για την άσκηση στρατηγικής ειδικής διαπραγμάτευσης, όπως ορίζεται στα άρθρα 17 και 48 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«CAMO» — Ακυρωθείσα από πράξεις της αγοράς

Απορριφθείσα εντολή: εντολή η οποία ελήφθη, αλλά απορρίφθηκε από τον διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης.

«REMO» — Απορριφθείσα εντολή

Λήξασα εντολή: όταν η εντολή διαγράφεται από το βιβλίο εντολών μετά το τέλος της περιόδου ισχύος της.

«EXPI» — Λήξασα εντολή

Μερικώς εκτελεσθείσα: όταν η εντολή δεν εκτελείται ολικά και, επομένως, παραμένει μια ποσότητα προς εκτέλεση.

«PARF» — Μερικώς εκτελεσθείσα

Εκτελεσθείσα: όταν δεν υπάρχει πλέον ποσότητα προς εκτέλεση.

«FILL» — Εκτελεσθείσα

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

27

Δείκτης ανοικτής πώλησης

Ανοικτή πώληση που διενεργήθηκε από επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελάτη, όπως περιγράφεται στο άρθρο 11 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590.

«SSHO» — Ανοικτή πώληση χωρίς εξαιρέσεις

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί συναλλαγή για λογαριασμό πελάτη ο οποίος πωλεί και η επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί, με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια, να προσδιορίσει αν πρόκειται για συναλλαγή ανοικτής πώλησης, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με την ένδειξη «UNDI».

«SSEX» — Ανοικτή πώληση με εξαίρεση

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/590, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

Το παρόν πεδίο αφορά μόνον μέσα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), εφόσον ο πωλητής είναι η επιχείρηση επενδύσεων ή πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων.

Το παρόν πεδίο ισχύει μόνον όταν πρόκειται για εκτελεσθείσες εντολές.

«SELL» — Όχι ανοικτή πώληση

«UNDI» — Μη διαθέσιμες πληροφορίες

28

Δείκτης απαλλαγής

Δηλώνεται αν η συναλλαγή εκτελέστηκε στο πλαίσιο προσυναλλακτικής απαλλαγής, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Για μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«RFPT» = Συναλλαγή με τιμή αναφοράς

 

«NLIQ» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

 

«OILQ» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

 

«PRIC» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές υποκείμενες σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς του εν λόγω μετοχικού χρηματοπιστωτικού μέσου.

Για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SIZE» = Συναλλαγή άνω του ειδικού μεγέθους

 

«ILQD» = Συναλλαγή μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου μέσου

Το παρόν πεδίο ισχύει μόνον όταν πρόκειται για εντολές που εκτελέστηκαν στο πλαίσιο απαλλαγής σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Συμπληρώνεται με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες σημάνσεις:

 

«RFPT» — Τιμή αναφοράς

 

«NLIQ» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα)

 

«OILQ» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα)

 

«PRIC» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (υπό όρους)

 

«SIZE» — Άνω του ειδικού μεγέθους

 

«ILQD» — Μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο μέσο

29

Στρατηγική δρομολόγησης

Η εφαρμοστέα στρατηγική δρομολόγησης σύμφωνα με τις προδιαγραφές του τόπου διαπραγμάτευσης.

Το παρόν πεδίο δεν συμπληρώνεται εάν είναι άνευ αντικειμένου.

{ALPHANUM-50}

30

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης

Αλφαριθμητικός κωδικός που αποδίδεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στη συναλλαγή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/575.

Το παρόν πεδίο ισχύει μόνον όταν πρόκειται για εντολές που εκτελέστηκαν σε τόπο διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-52}

31

Περίοδος ισχύος

Ημερήσια (Good-For-Day): η εντολή λήγει στο τέλος της ημέρας διαπραγμάτευσης κατά την οποία καταχωρίστηκε στο βιβλίο εντολών.

«GDAY» — Ημερήσια

Έγκυρη μέχρι ακύρωσης (Good-Till-Cancelled): η εντολή θα παραμείνει ενεργή στο βιβλίο εντολών και θα είναι εκτελέσιμη έως ότου ακυρωθεί.

«GTCA» — Έγκυρη μέχρι ακύρωσης

Έγκυρη μέχρι ώρα (Good-Till-Time): η εντολή λήγει το αργότερο σε μια προκαθορισμένη ώρα εντός της τρέχουσας συνεδρίασης διαπραγμάτευσης.

«GTHT» — Έγκυρη μέχρι ώρα

Έγκυρη μέχρι ημερομηνία (Good-Till-Date): η εντολή λήγει στο τέλος μιας καθορισμένης ημερομηνίας.

«GTHD» — Έγκυρη μέχρι ημερομηνία

Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα (Good-Till-Specified Date and Time): η εντολή λήγει σε μια καθορισμένη ημερομηνία και ώρα.

«GTDT» — Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα

Έγκυρη μετά από ώρα (Good After Time): η εντολή είναι ενεργή μόνον μετά από μια προκαθορισμένη ώρα εντός της τρέχουσας συνεδρίασης διαπραγμάτευσης.

«GAFT» — Έγκυρη μετά από ώρα

Έγκυρη μετά από ημερομηνία (Good After Date): η εντολή είναι ενεργή μόνον από την έναρξη μιας προκαθορισμένης ημερομηνίας.

«GAFD» — Έγκυρη μετά από ημερομηνία

Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα (Good After Specified Date and Time): η εντολή είναι ενεργή μόνον από μια προκαθορισμένη ώρα σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία.

«GADT» — Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα

Άμεση εκτέλεση ή ακύρωση (Immediate-Or-Cancel): εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών (για την ποσότητα που μπορεί να εκτελεστεί) και δεν παραμένει στο βιβλίο εντολών για την υπόλοιπη ποσότητα (εάν υπάρχει) η οποία δεν έχει εκτελεστεί.

«IOCA» — Άμεση εκτέλεση ή ακύρωση

Εκτέλεση ή ακύρωση (Fill-Or-Kill): εντολή η οποία εκτελείται μόλις καταχωριστεί στο βιβλίο εντολών, εφόσον μπορεί να εκτελεστεί ολικά: Σε περίπτωση που η εντολή μπορεί να εκτελεστεί μόνον μερικώς, απορρίπτεται αυτομάτως και, επομένως, δεν μπορεί να εκτελεστεί.

Άλλη: οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ενδείξεις, μοναδικές για συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα, χώρους συναλλαγών ή συστήματα διαπραγμάτευσης.

«F» — Εκτέλεση ή ακύρωση

ή

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

32

Περιορισμός εντολής

Έγκυρη για τη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος (Good For Closing Price Crossing Session): όταν μια εντολή υπάγεται στη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος.

«SESR» — Έγκυρη για τη συνεδρίαση διασταύρωσης τιμής κλεισίματος

Έγκυρη για δημοπρασία (Valid For Auction): η εντολή είναι ενεργή μόνον και μπορεί να εκτελεστεί μόνον σε φάσεις δημοπρασίας (οι οποίες μπορούν να προκαθορίζονται από το μέλος, τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη του τόπου διαπραγμάτευσης που υπέβαλε την εντολή, π.χ. δημοπρασία ανοίγματος και/ή κλεισίματος και/ή ενδοημερήσια δημοπρασία).

«VFAR» — Έγκυρη για δημοπρασία

Έγκυρη για συνεχή διαπραγμάτευση μόνον (Valid For Continuous Trading only): η εντολή είναι ενεργή μόνον κατά τη διάρκεια της συνεχούς διαπραγμάτευσης.

«VFCR» — Έγκυρη για συνεχή διαπραγμάτευση μόνον

Άλλη: οποιεσδήποτε επιπρόσθετες ενδείξεις, μοναδικές για συγκεκριμένα επιχειρηματικά μοντέλα, χώρους συναλλαγών ή συστήματα διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-4} χαρακτήρες που δεν χρησιμοποιούνται ήδη από τον τόπο διαπραγμάτευσης για δικούς του σκοπούς κατάταξης.

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με πολλαπλές σημάνσεις, οι οποίες χωρίζονται με κόμμα, όταν εφαρμόζονται πολλαπλά είδη εντολής.

33

Ημερομηνία και ώρα περιόδου ισχύος

Αναφέρεται στη χρονοσφραγίδα που αποτυπώνει την ώρα κατά την οποία η εντολή ενεργοποιείται ή διαγράφεται τελικά από το βιβλίο εντολών.

Ημερήσια: η ημερομηνία καταχώρισης με τη χρονοσφραγίδα αμέσως πριν από τα μεσάνυχτα.

Έγκυρη μέχρι ώρα: η ημερομηνία καταχώρισης και η ώρα που προσδιορίζεται στην εντολή.

Έγκυρη μέχρι ημερομηνία: η καθορισμένη ημερομηνία λήξης με τη χρονοσφραγίδα αμέσως πριν από τα μεσάνυχτα.

Έγκυρη μέχρι καθορισμένη ημερομηνία και ώρα: η καθορισμένη ημερομηνία και ώρα λήξης.

Έγκυρη μετά από ώρα: η ημερομηνία καταχώρισης και η καθορισμένη ώρα κατά την οποία ενεργοποιείται η εντολή.

Έγκυρη μετά από ημερομηνία: η καθορισμένη ημερομηνία με τη χρονοσφραγίδα αμέσως μετά τα μεσάνυχτα.

Έγκυρη μετά από καθορισμένη ημερομηνία και ώρα: Εξ ορισμού είναι η καθορισμένη ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ενεργοποιείται η εντολή.

Έγκυρη μέχρι ακύρωσης: η τελική ημερομηνία και ώρα κατά την οποία η εντολή αποσύρεται αυτομάτως από πράξεις της αγοράς.

Άλλη: χρονοσφραγίδα για οποιοδήποτε άλλο πρόσθετο είδος περιόδου ισχύος.

{DATE_TIME_FORMAT}

Ο αριθμός των ψηφίων μετά τα «δευτερόλεπτα» καθορίζεται σύμφωνα με τον πίνακα 2 του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (EE) 2017/574.

34

Ομαδοποιημένη εντολή

Δηλώνεται αν η εντολή είναι ομαδοποιημένη εντολή, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/575.

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

35

Συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με την εξερχόμενη εντολή

Οποιεσδήποτε οδηγίες, παράμετροι, συνθήκες και οποιεσδήποτε άλλες λεπτομέρειες της εντολής, που:

διαβιβάζονται από την επιχείρηση επενδύσεων στον τόπο διαπραγμάτευσης και, ιδίως, οι οδηγίες, οι παράμετροι, οι συνθήκες και οι λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για να κατανοήσει σαφώς ο τόπος διαπραγμάτευσης πώς πρέπει να χειριστεί την εντολή· ή

διαβιβάζονται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στην επιχείρηση επενδύσεων και, ιδίως, οι οδηγίες, οι παράμετροι, οι συνθήκες και οι λεπτομέρειες που είναι αναγκαίες για να λάβει η επιχείρηση επενδύσεων σαφείς πληροφορίες σχετικά με το πώς πραγματοποιήθηκε ο χειρισμός της εντολής.

Ελεύθερο κείμενο


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα (βλέπε σ. 193 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/590 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές (βλέπε σ. 449 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σ. 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/575 της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τα δεδομένα που πρέπει να δημοσιεύονται από τους τόπους εκτέλεσης για την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών (βλέπε σ. 152 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/449


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/590 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 28ης Ιουλίου 2016

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την αναφορά των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1), και ιδίως το άρθρο 26 παράγραφος 9,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

για τους σκοπούς της αποτελεσματικής ανάλυσης των δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές, θα πρέπει να υπάρχει συνοχή όσον αφορά τα πρότυπα και τους μορφότυπους που χρησιμοποιούνται κατά την αναφορά των συναλλαγών.

(2)

Δεδομένων των πρακτικών της αγοράς, της εποπτικής εμπειρίας και των εξελίξεων στην αγορά, η έννοια της συναλλαγής για σκοπούς αναφοράς θα πρέπει να είναι ευρεία. Θα πρέπει να καλύπτει αγορές και πωλήσεις μέσων προς αναφορά, καθώς και άλλες περιπτώσεις απόκτησης ή διάθεσης μέσων προς αναφορά, καθώς αυτά μπορεί επίσης να εγείρουν ανησυχίες κατάχρησης της αγοράς. Επιπλέον, οι μεταβολές στο ονομαστικό ποσό μπορεί να εγείρουν ανησυχίες σχετικά με πιθανή κατάχρηση της αγοράς, καθώς είναι παρόμοιου χαρακτήρα με τις πρόσθετες συναλλαγές αγοράς ή πώλησης. Προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να κάνουν διάκριση των εν λόγω μεταβολών από άλλες αγορές ή πωλήσεις, θα πρέπει να αναφέρονται ρητά πληροφορίες για τις εν λόγω μεταβολές στις αναφορές συναλλαγών.

(3)

Η έννοια της συναλλαγής δεν θα πρέπει να περιλαμβάνει πράξεις ή συμβάντα τα οποία δεν χρειάζεται να αναφέρονται σε αρμόδιες αρχές για σκοπούς επιτήρησης της αγοράς. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληροφορίες για τις εν λόγω πράξεις και συμβάντα δεν περιλαμβάνονται σε αναφορές συναλλαγών, θα πρέπει να εξαιρούνται ρητά από την έννοια της συναλλαγής.

(4)

Προκειμένου να διευκρινιστεί ποιες επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να αναφέρουν συναλλαγές, θα πρέπει να καθορίζονται οι δραστηριότητες ή οι υπηρεσίες που οδηγούν σε συναλλαγή. Παρομοίως, μια επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να θεωρείται ότι εκτελεί συναλλαγή όταν παρέχει υπηρεσία ή ασκεί δραστηριότητα που αναφέρεται στα σημεία 1, 2 και 3 του τμήματος Α του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), λαμβάνει την απόφαση επένδυσης σύμφωνα με εντολή που δίδεται από πελάτη υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας ή μεταβιβάζει χρηματοπιστωτικά μέσα προς ή από λογαριασμούς, εφόσον, σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω υπηρεσίες ή δραστηριότητες έχουν οδηγήσει σε συναλλαγή. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες θεωρείται ότι έχουν διαβιβάσει εντολές που καταλήγουν σε συναλλαγές δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι έχουν εκτελέσει τις εν λόγω συναλλαγές.

(5)

Προκειμένου να αποφευχθεί η μη αναφορά ή η διπλή αναφορά από επιχειρήσεις επενδύσεων που διαβιβάζουν εντολές μεταξύ τους, η επιχείρηση επενδύσεων που σκοπεύει να διαβιβάσει την εντολή θα πρέπει να συμφωνήσει με την επιχείρηση που λαμβάνει την εντολή εάν η λαμβάνουσα επιχείρηση θα αναφέρει όλες τις λεπτομέρειες της προκύπτουσας συναλλαγής ή θα διαβιβάσει την εντολή σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων. Ελλείψει συμφωνίας, η εντολή θα πρέπει να θεωρείται ότι δεν έχει διαβιβαστεί και κάθε επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να υποβάλει τη δική της αναφορά συναλλαγής η οποία θα περιέχει [όλες] τις λεπτομέρειες που αφορούν τη συναλλαγή που αναφέρεται από κάθε επιχείρηση επενδύσεων. Επιπλέον, οι λεπτομέρειες που συνδέονται με την εντολή προς διαβίβαση μεταξύ επιχειρήσεων θα πρέπει να καθορίζονται προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν συναφείς, ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες.

(6)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ο ακριβής και αποτελεσματικός προσδιορισμός των επιχειρήσεων επενδύσεων που είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση συναλλαγών, οι εν λόγω επιχειρήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν ταυτοποιηθεί στην αναφορά συναλλαγής που υποβάλλεται σύμφωνα με την υποχρέωσή τους να αναφέρουν τις συναλλαγές χρησιμοποιώντας αναγνωριστικούς κωδικούς νομικής οντότητας (LEI) οι οποίοι έχουν επικυρωθεί, εκδοθεί και ανανεωθεί δεόντως.

(7)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ο συνεπής και αξιόπιστος προσδιορισμός των φυσικών προσώπων που επισημαίνονται στις αναφορές συναλλαγών, θα πρέπει να προσδιορίζονται μέσω ενός συνδυασμού της χώρας της ιθαγένειάς τους και αναγνωριστικών κωδικών που έχουν εκχωρηθεί από τη χώρα της ιθαγένειας των εν λόγω προσώπων. Όταν οι εν λόγω αναγνωριστικοί κωδικοί δεν είναι διαθέσιμοι, τα φυσικά πρόσωπα θα πρέπει να προσδιορίζονται με αναγνωριστικούς κωδικούς οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί από τον συνδυασμό της ημερομηνίας γέννησής τους και του ονοματεπώνυμού τους.

(8)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η εποπτεία της αγοράς, ο αναγνωριστικός κωδικός πελάτη θα πρέπει να είναι συνεπής, μοναδικός και ισχυρός. Οι αναφορές συναλλαγών θα πρέπει επομένως να περιλαμβάνουν το πλήρες όνομα και την ημερομηνία γέννησης πελατών οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα και να προσδιορίζουν πελάτες οι οποίοι είναι νομικές οντότητες βάσει των LEI τους.

(9)

Τα πρόσωπα ή οι αλγόριθμοι υπολογιστή οι οποίοι λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις μπορεί να ευθύνονται για κατάχρηση της αγοράς. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς, όταν λαμβάνονται επενδυτικές αποφάσεις από πρόσωπο άλλο πέραν του πελάτη ή από αλγόριθμο υπολογιστή, το πρόσωπο ή ο αλγόριθμος θα πρέπει να προσδιορίζονται στην αναφορά συναλλαγής μέσω μοναδικών, ισχυρών και συνεπών αναγνωριστικών κωδικών. Όταν περισσότερα από ένα πρόσωπα σε μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνουν την επενδυτική απόφαση, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη θα πρέπει να προσδιορίζεται στην αναφορά.

(10)

Τα πρόσωπα ή οι αλγόριθμοι υπολογιστών που είναι υπεύθυνα για τον προσδιορισμό του χώρου πρόσβασης ή μιας επιχείρησης επενδύσεων στην οποία θα διαβιβαστούν οι εντολές ή άλλων συνθηκών που σχετίζονται με την εκτέλεση της εντολής, μπορεί επομένως να ευθύνονται για κατάχρηση της αγοράς. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς, ένα πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή στο πλαίσιο μιας επιχείρησης επενδύσεων, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τις εν λόγω δραστηριότητες, θα πρέπει να προσδιορίζεται στην αναφορά συναλλαγής. Όταν εμπλέκονται και πρόσωπο και αλγόριθμος υπολογιστή, ή όταν εμπλέκονται περισσότερα από ένα πρόσωπα ή αλγόριθμοι, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να προσδιορίζει, σε συνεχή βάση και σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια, ποιο πρόσωπο ή αλγόριθμος έχει την πρωταρχική ευθύνη για τις εν λόγω δραστηριότητες.

(11)

Προκειμένου να επιτραπεί η αποτελεσματική παρακολούθηση της αγοράς, οι αναφορές συναλλαγών θα πρέπει να αποκλείουν ρητές πληροφορίες για οποιαδήποτε αλλαγή στη θέση μιας επιχείρησης επενδύσεων ή πελάτη της, η οποία οφείλεται σε συναλλαγή προς αναφορά κατά τη στιγμή διενέργειας της εν λόγω συναλλαγής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει επομένως να αναφέρουν με συνέπεια τα σχετικά πεδία σε μια μεμονωμένη αναφορά συναλλαγής, και θα πρέπει να αναφέρουν μια συναλλαγή ή διαφορετικά σκέλη μιας συναλλαγής κατά τρόπο ώστε οι αναφορές τους, συλλογικά, να παρέχουν σαφή συνολική εικόνα η οποία αντικατοπτρίζει με ακρίβεια τις μεταβολές θέσης.

(12)

Οι συναλλαγές ανοικτών πωλήσεων θα πρέπει να επισημαίνονται ρητά, ανεξάρτητα από το εάν οι εν λόγω συναλλαγές συνιστούν πλήρη ή μερική συναλλαγή ανοικτής πώλησης.

(13)

Η αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς στην περίπτωση συναλλαγής σε συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων παρουσιάζει ιδιαίτερες προκλήσεις όσον αφορά την εποπτεία της αγοράς. Η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει συνολική άποψη και να είναι σε θέση να εξετάζει ξεχωριστά τη συναλλαγή σε σχέση με κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αποτελεί μέρος συναλλαγής στην οποία εμπλέκονται περισσότερα από ένα χρηματοπιστωτικά μέσα. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες εκτελούν συναλλαγές σε συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων θα πρέπει να αναφέρουν τη συναλλαγή για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο ξεχωριστά και να συνδέουν τις εν λόγω αναφορές με αναγνωριστικό κωδικό ο οποίος θα είναι μοναδικός σε επίπεδο επιχείρησης όσον αφορά την ομάδα αναφορών συναλλαγών που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη εκτέλεση.

(14)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας που ασκούν τα νομικά πρόσωπα όσον αφορά την κατάχρηση της αγοράς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι αναπτύσσονται, αποδίδονται και διατηρούνται LEI σύμφωνα με διεθνώς καθορισμένες αρχές, ώστε να διασφαλίζεται ο συνεπής και με μοναδικό τρόπο προσδιορισμός των νομικών προσώπων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να λαμβάνουν LEI από τους πελάτες τους πριν από την παροχή υπηρεσιών οι οποίες θα ενεργοποιήσουν υποχρεώσεις αναφοράς σε σχέση με συναλλαγές που διενεργούνται για λογαριασμό των εν λόγω πελατών και να χρησιμοποιούν τα LEI αυτά στις αναφορές συναλλαγών τους.

(15)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική και αποδοτική παρακολούθηση της αγοράς, οι αναφορές συναλλαγών θα πρέπει να υποβάλλονται μόνο μία φορά και σε μία αρμόδια αρχή η οποία μπορεί να τις δρομολογήσει σε άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές. Ως εκ τούτου, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μια συναλλαγή, θα πρέπει να υποβάλει την αναφορά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ανεξάρτητα από το εάν εμπλέκεται υποκατάστημα ή από το εάν η αναφέρουσα επιχείρηση εκτέλεσε τη συναλλαγή μέσω υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, όταν εκτελείται μια συναλλαγή εν όλω ή εν μέρει μέσω υποκαταστήματος μιας επιχείρησης επενδύσεων που βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, η αναφορά θα πρέπει να υποβάλλεται μόνο μία φορά στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να ασκούν εποπτεία στις υπηρεσίες που παρέχονται από υποκαταστήματα στην επικράτειά τους, πρέπει να λαμβάνουν αναφορές συναλλαγών των δραστηριοτήτων των υποκαταστημάτων. Για τον λόγο αυτόν, και προκειμένου να δρομολογηθούν οι αναφορές συναλλαγών σε όλες τις σχετικές αρμόδιες αρχές για τα υποκαταστήματα που συμμετέχουν στις εν λόγω συναλλαγές, είναι απαραίτητο να περιλαμβάνονται αναλυτικά δεδομένα για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στις αναφορές.

(16)

Η πληρότητα και η ακρίβεια των δεδομένων γνωστοποίησης συναλλαγών είναι απαραίτητη για την εποπτεία της κατάχρησης της αγοράς. Ως εκ τούτου, οι τόποι διαπραγμάτευσης και οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτουν μεθόδους και μηχανισμούς που να διασφαλίζουν ότι οι αναφορές συναλλαγών που υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές είναι πλήρεις και ακριβείς. Οι εγκεκριμένοι μηχανισμοί γνωστοποίησης συναλλαγών (Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.) δεν θα πρέπει να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, καθώς υπόκεινται σε δικό τους ειδικό καθεστώς το οποίο ορίζεται στον κατ' εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής (3) και έχουν ανάλογες απαιτήσεις για τη διασφάλιση της πληρότητας και της ακρίβειας των δεδομένων.

(17)

Προκειμένου να μπορεί να παρακολουθεί τις ακυρώσεις ή τις διορθώσεις, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να διατηρεί τις λεπτομέρειες των διορθώσεων και ακυρώσεων που της υποβάλλει ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. σε περίπτωση που ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., σύμφωνα με τις οδηγίες της επιχείρησης επενδύσεων, ακυρώσει ή διορθώσει μια αναφορά συναλλαγής που έχει υποβληθεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης επενδύσεων.

(18)

Ο προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας επιτρέπει τη δρομολόγηση των αναφορών συναλλαγών σε άλλες αρμόδιες αρχές και διευκολύνει τους επενδυτές να προσδιορίσουν τις αρμόδιες αρχές στις οποίες πρέπει να αναφέρουν τις αρνητικές θέσεις τους σύμφωνα με τα άρθρα 5, 7 και 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Οι κανόνες για τον προσδιορισμό της συναφούς αρμόδιας αρχής δυνάμει της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά για τα περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα και επομένως πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητοι. Ωστόσο, θα πρέπει να θεσπιστούν νέοι κανόνες, ιδίως για τα μέσα που δεν καλύπτονται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ, δηλαδή για χρεωστικούς τίτλους που εκδίδονται από οντότητα τρίτης χώρας, δικαιώματα εκπομπής ρύπων και παράγωγα για τα οποία το άμεσο υποκείμενο μέσο δεν διαθέτει παγκόσμιο αναγνωριστικό κωδικό, ή είναι καλάθι ή δείκτης εκτός ΕΟΧ.

(19)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και εκείνες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(20)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(21)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους και οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Πρότυπα και μορφότυποι δεδομένων για την αναφορά συναλλαγών

Μια αναφορά συναλλαγής περιλαμβάνει όλες τις λεπτομέρειες που αναφέρονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I, οι οποίες αφορούν τα οικεία χρηματοπιστωτικά μέσα. Όλες οι λεπτομέρειες που πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε αναφορές συναλλαγών υποβάλλονται σύμφωνα με τα πρότυπα και τους μορφοτύπους που καθορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος I, σε ηλεκτρονική και αναγνώσιμη από μηχάνημα μορφή και σε υπόδειγμα σε κοινό μορφότυπο XML, σύμφωνα με τη μεθοδολογία του προτύπου ISO 20022.

Άρθρο 2

Έννοια της συναλλαγής

1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το αποτέλεσμα μιας απόκτησης ή διάθεσης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου που αναφέρεται στο άρθρο 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 συνιστά συναλλαγή.

2.   Μια απόκτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα εξής:

α)

αγορά ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

σύναψη σύμβασης παραγώγου·

γ)

αύξηση του ονομαστικού ποσού σύμβασης παραγώγου·

3.   Η διάθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

πώληση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

κλείσιμο σύμβασης παραγώγου·

γ)

μείωση του ονομαστικού ποσού σύμβασης παραγώγου.

4.   Για τους σκοπούς του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, η συναλλαγή περιλαμβάνει επίσης ταυτόχρονη απόκτηση και διάθεση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου όταν δεν υπάρχει μεταβολή στην κυριότητα του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου αλλά απαιτείται μετασυναλλακτική δημοσιοποίηση σύμφωνα με τα άρθρα 6, 10, 20 ή 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

5.   Για τους σκοπούς του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η συναλλαγή δεν περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

α)

συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)·

β)

σύμβαση η οποία συνάπτεται αποκλειστικά για σκοπούς συμψηφισμού και διακανονισμού·

γ)

διακανονισμό αμοιβαίων υποχρεώσεων μεταξύ των μερών όταν πραγματοποιείται μεταφορά της καθαρής υποχρέωσης·

δ)

απόκτηση ή διάθεση η οποία συνιστά αποκλειστικά αποτέλεσμα δραστηριότητας θεματοφυλακής·

ε)

μετασυναλλακτική ανάθεση ή ανανέωση σύμβασης παραγώγων όπου ένα από τα μέρη της σύμβασης παραγώγων αντικαθίσταται από τρίτο·

στ)

συμπίεση χαρτοφυλακίου·

ζ)

τη δημιουργία ή επαναγορά μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων μέσω διαχειριστή του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων·

η)

την άσκηση δικαιώματος ενσωματωμένου σε χρηματοπιστωτικό μέσο ή τη μετατροπή μιας μετατρέψιμης ομολογίας και την προκύπτουσα συναλλαγή στο υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο·

θ)

τη δημιουργία, λήξη ή εξαγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ως αποτέλεσμα προκαθορισμένων συμβατικών όρων ή ως αποτέλεσμα υποχρεωτικών συμβάντων τα οποία υπερβαίνουν τον έλεγχο του επενδυτή, όταν δεν λαμβάνεται επενδυτική απόφαση από τον επενδυτή κατά τη στιγμή δημιουργίας, λήξης ή εξαγοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου·

ι)

τη μείωση ή αύξηση του ονομαστικού ποσού μιας σύμβασης παραγώγων ως αποτέλεσμα προκαθορισμένων συμβατικών όρων ή ως αποτέλεσμα υποχρεωτικών συμβάντων, όταν δεν λαμβάνεται επενδυτική απόφαση από τον επενδυτή κατά τη στιγμή της μεταβολής του ονομαστικού ποσού·

ια)

μεταβολή στη σύνθεση ενός δείκτη ή καλαθιού η οποία προκύπτει μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής·

ιβ)

απόκτηση στο πλαίσιο σχεδίου επανεπένδυσης μερισμάτων·

ιγ)

απόκτηση ή διάθεση στο πλαίσιο σχεδίου παροχής κινήτρων σε εργαζόμενους μέσω μετοχών ή η οποία προκύπτει από τη διαχείριση μη απαιτητού καταπιστεύματος στοιχείων ενεργητικού ή υπολειπόμενων κλασματικών δικαιωμάτων μετοχών έπειτα από συμβάντα στο πλαίσιο της επιχείρησης ή στο πλαίσιο προγραμμάτων μείωσης των μετόχων, όταν πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

i)

οι ημερομηνίες απόκτησης ή διάθεσης είναι προκαθορισμένες και έχουν δημοσιοποιηθεί εκ των προτέρων·

ii)

η επενδυτική απόφαση σχετικά με την απόκτηση ή τη διάθεση που λαμβάνεται από τον επενδυτή αντιστοιχεί σε επιλογή από τον επενδυτή να προβεί σε συναλλαγή χωρίς δυνατότητα μονομερούς μεταβολής των όρων της συναλλαγής·

iii)

υπάρχει καθυστέρηση τουλάχιστον δέκα εργάσιμων ημερών μεταξύ της λήψης της επενδυτικής απόφασης και της στιγμής εκτέλεσης·

iv)

η αξία της συναλλαγής περιορίζεται στο ισοδύναμο των 1 000 EUR για μια εφάπαξ συναλλαγή για τον συγκεκριμένο επενδυτή στο συγκεκριμένο μέσο ή, όταν ο διακανονισμός καταλήγει σε συναλλαγές, η σωρευτική αξία της συναλλαγής περιορίζεται στο ισοδύναμο των 500 EUR για τον συγκεκριμένο επενδυτή στο συγκεκριμένο μέσο ανά ημερολογιακό μήνα·

ιδ)

μια ανταλλαγή και προσφορά σε ομολογία ή άλλη μορφή τιτλοποιημένου χρέους, όταν οι όροι και προϋποθέσεις της προσφοράς είναι προκαθορισμένοι και δημοσιευμένοι εκ των προτέρων και η επενδυτική απόφαση αντιστοιχεί σε επιλογή του επενδυτή να προβεί σε συναλλαγή χωρίς δυνατότητα μονομερούς μεταβολής των όρων της·

ιε)

απόκτηση ή διάθεση η οποία συνιστά αποκλειστικά αποτέλεσμα μεταβίβασης εξασφαλίσεων.

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο α) του πρώτου εδαφίου δεν ισχύει για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων στις οποίες είναι αντισυμβαλλόμενος ένα μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ).

Η εξαίρεση που προβλέπεται στο στοιχείο i) πρώτο εδάφιο δεν ισχύει για αρχικές δημόσιες προσφορές ή δευτερεύουσες δημόσιες προσφορές ή τοποθετήσεις, ή έκδοση χρεωστικών τίτλων.

Άρθρο 3

Ερμηνεία της εκτέλεσης συναλλαγής

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων θεωρείται ότι έχει εκτελέσει συναλλαγή κατά την έννοια του άρθρου 2, όταν παρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υπηρεσίες ή εκτελεί οποιαδήποτε από τις ακόλουθες δραστηριότητες που καταλήγουν σε συναλλαγή:

α)

λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα·

β)

εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών·

γ)

διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό·

δ)

λήψη επενδυτικής απόφασης σύμφωνα με εντολή που δίδεται από πελάτη υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας·

ε)

διαβίβαση χρηματοπιστωτικών μέσων σε ή από λογαριασμούς.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν θεωρείται ότι έχει εκτελέσει συναλλαγή όταν έχει διαβιβάσει εντολή σύμφωνα με το άρθρο 4.

Άρθρο 4

Διαβίβαση εντολής

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία διαβιβάζει εντολή σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (διαβιβάζουσα επιχείρηση) θεωρείται ότι έχει διαβιβάσει την εν λόγω εντολή μόνο εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η εντολή παραλήφθηκε από τον πελάτη της ή προκύπτει από την απόφασή της να αποκτήσει ή να διαθέσει συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με εντολή υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας που της παρέχει ένας ή περισσότεροι πελάτες της·

β)

η διαβιβάζουσα επιχείρηση έχει διαβιβάσει τις λεπτομέρειες της εντολής που αναφέρονται στην παράγραφο 2 σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων (λαμβάνουσα επιχείρηση)·

γ)

η λαμβάνουσα επιχείρηση υπόκειται στο άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και συμφωνεί είτε να αναφέρει τη συναλλαγή που προκύπτει από την οικεία εντολή είτε να διαβιβάσει τις λεπτομέρειες της εντολής σύμφωνα με το παρόν άρθρο σε άλλη επιχείρηση επενδύσεων.

Για τους σκοπούς του στοιχείου γ) πρώτο εδάφιο, η συμφωνία προσδιορίζει το χρονικό όριο για την παροχή των λεπτομερειών της εντολής από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση στη λαμβάνουσα επιχείρηση και προβλέπει ότι η λαμβάνουσα επιχείρηση επαληθεύει κατά πόσον οι λεπτομέρειες της εντολής που έλαβε περιέχουν προφανή σφάλματα ή παραλείψεις πριν υποβάλει αναφορά συναλλαγής ή διαβιβάσει την εντολή σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

2.   Οι ακόλουθες λεπτομέρειες συναλλαγής διαβιβάζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, εφόσον είναι συναφείς με μια συγκεκριμένη εντολή:

α)

ο αναγνωριστικός κωδικός του χρηματοπιστωτικού μέσου·

β)

κατά πόσον η εντολή αφορά την απόκτηση ή τη διάθεση του χρηματοπιστωτικού μέσου·

γ)

η τιμή και η ποσότητα που αναγράφονται στην εντολή·

δ)

ο χαρακτηρισμός και τα στοιχεία του πελάτη της διαβιβάζουσας επιχείρησης για τους σκοπούς της εντολής·

ε)

ο χαρακτηρισμός και τα στοιχεία του υπευθύνου λήψης απόφασης για τον πελάτη όταν η επενδυτική απόφαση λαμβάνεται βάσει εκπροσώπου·

στ)

χαρακτηρισμός για τον προσδιορισμό της ανοικτής πώλησης·

ζ)

χαρακτηρισμός για την αναγνώριση του προσώπου ή του αλγορίθμου ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης επενδύσεων·

η)

η χώρα του υποκαταστήματος της επιχείρησης επενδύσεων που εποπτεύει το αρμόδιο πρόσωπο για την επενδυτική απόφαση και η χώρα του υποκαταστήματος της επιχείρησης επενδύσεων που έλαβε την εντολή από τον πελάτη ή έλαβε επενδυτική απόφαση για πελάτη σύμφωνα με εντολή υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας που της έδωσε ο πελάτης·

θ)

για εντολή σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, ένδειξη του κατά πόσον η συναλλαγή πρόκειται να μειώσει τον κίνδυνο κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 57 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

ι)

ο κωδικός αναγνώρισης της διαβιβάζουσας επιχείρησης.

Για τους σκοπούς του στοιχείου δ) του πρώτου εδαφίου, όταν ο πελάτης είναι φυσικό πρόσωπο, θα πρέπει να προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6.

Για τους σκοπούς του στοιχείου ι) του πρώτου εδαφίου, όταν η διαβιβασθείσα εντολή λαμβάνεται από προηγούμενη επιχείρηση η οποία δεν διαβίβασε την εντολή σύμφωνα με τους όρους που παρατίθενται στο παρόν άρθρο, ο κωδικός θα είναι αυτός που προσδιορίζει τη διαβιβάζουσα επιχείρηση. Όταν η διαβιβασθείσα εντολή λαμβάνεται από προηγούμενη διαβιβάζουσα επιχείρηση σύμφωνα με τους όρους που παρατίθενται στο παρόν άρθρο, ο κωδικός που παρέχεται σύμφωνα με το στοιχείο ι) που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο θα είναι ο κωδικός που προσδιορίζει την προηγούμενη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

3.   Όταν υπάρχουν περισσότερες από μία επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με μια δεδομένη εντολή, οι λεπτομέρειες της εντολής που αναφέρονται στα στοιχεία δ) έως θ) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 διαβιβάζονται σε σχέση με τον πελάτη της πρώτης διαβιβάζουσας επιχείρησης.

4.   Όταν η εντολή συγκεντρώνεται για πολλούς πελάτες, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 διαβιβάζονται σε κάθε πελάτη.

Άρθρο 5

Προσδιορισμός της επιχείρησης επενδύσεων που εκτελεί τη συναλλαγή

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία εκτελεί συναλλαγή διασφαλίζει τον προσδιορισμό της με αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας ISO 17442 ο οποίος έχει επικυρωθεί, εκδοθεί και ανανεωθεί δεόντως στην αναφορά συναλλαγής που υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία εκτελεί συναλλαγή διασφαλίζει ότι τα δεδομένα αναφοράς που σχετίζονται με τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας είναι ανανεωμένα σύμφωνα με τους όρους οποιασδήποτε πιστοποιημένης τοπικής επιχειρησιακής μονάδας του παγκόσμιου συστήματος αναγνωριστικών κωδικών νομικής οντότητας.

Άρθρο 6

Χαρακτηρισμός για την αναγνώριση φυσικών προσώπων

1.   Ένα φυσικό πρόσωπο προσδιορίζεται σε αναφορά συναλλαγής μέσω του χαρακτηρισμού που προκύπτει από τον συνδυασμό του κωδικού ISO 3166-1 άλφα 2 (κωδικός χώρας που αποτελείται από 2 γράμματα) της ιθαγένειας του προσώπου, με τον εθνικό αναγνωριστικό κωδικό του πελάτη που παρατίθεται στο παράρτημα II βάσει της ιθαγένειας του προσώπου.

2.   Ο εθνικός αναγνωριστικός κωδικός πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 εκχωρείται σύμφωνα με τα επίπεδα προτεραιότητας που παρέχονται στο παράρτημα II, χρησιμοποιώντας τον αναγνωριστικό κωδικό υψηλότερης προτεραιότητας που έχει το πρόσωπο, ανεξάρτητα από το εάν ο αναγνωριστικός κωδικός είναι ήδη γνωστός στην επιχείρηση επενδύσεων.

3.   Όταν ένα φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος περισσότερων από μιας χωρών του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ), χρησιμοποιούνται ο κωδικός χώρας της πρώτης ιθαγένειας κατά την αλφαβητική ταξινόμηση με τον κωδικό ISO 3166-1 άλφα-2 και τον αναγνωριστικό κωδικό της εν λόγω ιθαγένειας που εκχωρείται σύμφωνα με την παράγραφο 2. Όταν ένα φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος χώρας εκτός του ΕΟΧ, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός υψηλότερης προτεραιότητας σύμφωνα με το πεδίο σχετικά με «όλες τις άλλες χώρες» του παραρτήματος II. Όταν ένα φυσικό πρόσωπο είναι υπήκοος χώρας του ΕΟΧ και χώρας εκτός του ΕΟΧ, χρησιμοποιούνται ο κωδικός χώρας της ιθαγένειας ΕΟΧ και ο αναγνωριστικός κωδικός υψηλότερης προτεραιότητας της εν λόγω ιθαγένειας που έχει εκχωρηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

4.   Όταν ο αναγνωριστικός κωδικός που έχει εκχωρηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2 αναφέρεται σε CONCAT, το φυσικό πρόσωπο προσδιορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιώντας τον συνδυασμό των ακόλουθων στοιχείων, με την εξής σειρά:

α)

την ημερομηνία γέννησης του προσώπου, με τη μορφή YYYYMMDD·

β)

τους πρώτους πέντε χαρακτήρες του μικρού ονόματος·

γ)

τους πρώτους πέντε χαρακτήρες του επωνύμου.

5.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 4, τα προθέματα των ονομάτων εξαιρούνται και τα ονόματα και επώνυμα που περιέχουν λιγότερους από πέντε χαρακτήρες θα συνοδεύονται από το επίθημα «#», ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αναφορές σε ονόματα και επώνυμα σύμφωνα με την παράγραφο 4 περιέχουν πέντε χαρακτήρες. Όλοι οι χαρακτήρες αναγράφονται με κεφαλαία. Δεν χρησιμοποιούνται απόστροφοι, τόνοι, ενωτικά, σημεία στίξης ή κενά.

Άρθρο 7

Στοιχεία της ταυτότητας του πελάτη και του αναγνωριστικού κωδικού και στοιχεία για τον υπεύθυνο λήψης απόφασης

1.   Μια αναφορά συναλλαγής που σχετίζεται με συναλλαγή η οποία εκτελέστηκε για λογαριασμό πελάτη ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο περιλαμβάνει το πλήρες όνομα και την ημερομηνία γέννησης του πελάτη, όπως ορίζεται στα πεδία 9, 10, 11, 18, 19 και 20 του πίνακα 2 του παραρτήματος I.

2.   Όταν ο πελάτης δεν είναι το πρόσωπο που λαμβάνει την επενδυτική απόφαση σε σχέση με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, η αναφορά συναλλαγής προσδιορίζει το πρόσωπο που λαμβάνει την εν λόγω απόφαση για λογαριασμό του πελάτη όπως ορίζεται στα πεδία 12 έως 15 για τον αγοραστή και στα πεδία 21 έως 24 για τον πωλητή, στον πίνακα 2 του παραρτήματος I.

Άρθρο 8

Προσδιορισμός προσώπου ή αλγορίθμου υπολογιστή υπεύθυνου για την επενδυτική απόφαση

1.   Όταν ένα πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή σε μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει την επενδυτική απόφαση απόκτησης ή διάθεσης ενός συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου, το εν λόγω πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή προσδιορίζεται όπως ορίζεται στο πεδίο 57 του πίνακα 2 του παραρτήματος I. Η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει το εν λόγω πρόσωπο ή αλγόριθμο υπολογιστή μόνο όταν η σχετική επενδυτική απόφαση λαμβάνεται είτε για λογαριασμό της ίδιας της επιχείρησης επενδύσεων είτε για λογαριασμό πελάτη σύμφωνα με εντολή υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας που έλαβε από τον πελάτη.

2.   Όταν περισσότερα από ένα πρόσωπα σε μια επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνουν την επενδυτική απόφαση, η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει το πρόσωπο που αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για την εν λόγω απόφαση. Το πρόσωπο που αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για την επενδυτική απόφαση προσδιορίζεται σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια που ορίζει η επιχείρηση επενδύσεων.

3.   Όταν ένας αλγόριθμος υπολογιστή σε μια επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 1, η επιχείρηση επενδύσεων εκχωρεί έναν χαρακτηρισμό για τον προσδιορισμό του αλγορίθμου υπολογιστή σε μια αναφορά συναλλαγής. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

είναι μοναδικός για κάθε σύνολο κωδικού ή συναλλακτική στρατηγική που συνθέτει τον αλγόριθμο, ανεξάρτητα από τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή τις αγορές στις οποίες εφαρμόζεται ο αλγόριθμος·

β)

χρησιμοποιείται με συνέπεια όταν αναφέρεται στον αλγόριθμο ή στην έκδοση του αλγορίθμου, από τη στιγμή της εκχώρησης·

γ)

είναι μοναδικός ανά τον χρόνο.

Άρθρο 9

Προσδιορισμός προσώπου ή αλγορίθμου υπολογιστή υπεύθυνου για την εκτέλεση συναλλαγής

1.   Όταν ένα πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή σε μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία εκτελεί συναλλαγή προσδιορίζει σε ποιον τόπο διαπραγμάτευσης, συστηματικό εσωτερικοποιητή ή οργανωμένη πλατφόρμα συναλλαγών που βρίσκεται εκτός της Ένωσης θα αποκτήσει πρόσβαση, σε ποιες επιχειρήσεις θα διαβιβάσει εντολές ή οποιεσδήποτε συνθήκες που σχετίζονται με την εκτέλεση μιας εντολής, το εν λόγω πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή προσδιορίζεται στο πεδίο 59 του πίνακα 2 του παραρτήματος I.

2.   Όταν ένα πρόσωπο σε μια επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της συναλλαγής, η επιχείρηση επενδύσεων εκχωρεί έναν χαρακτηρισμό για τον προσδιορισμό του εν λόγω προσώπου σε αναφορά συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.   Όταν ένας αλγόριθμος υπολογιστή σε μια επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση της συναλλαγής, η επιχείρηση επενδύσεων εκχωρεί έναν χαρακτηρισμό για τον προσδιορισμό του εν λόγω αλγορίθμου υπολογιστή σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3.

4.   Όταν εμπλέκονται και πρόσωπο και αλγόριθμος υπολογιστή στην εκτέλεση της συναλλαγής, ή όταν εμπλέκονται περισσότερα από ένα πρόσωπα ή αλγόριθμοι, η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει ποιο πρόσωπο ή αλγόριθμος υπολογιστή έχει την πρωταρχική ευθύνη για την εκτέλεση της συναλλαγής. Το πρόσωπο ή ο αλγόριθμος υπολογιστή που αναλαμβάνει την πρωταρχική ευθύνη για την εκτέλεση προσδιορίζεται σύμφωνα με προκαθορισμένα κριτήρια που ορίζει η επιχείρηση επενδύσεων.

Άρθρο 10

Χαρακτηρισμός για τον προσδιορισμό εφαρμοστέας απαλλαγής από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής διαφάνειας

Οι αναφορές συναλλαγών προσδιορίζουν την εφαρμοστέα απαλλαγή από την υποχρέωση προ-συναλλακτικής διαφάνειας σύμφωνα με το άρθρο 4 ή το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η συναλλαγή σύμφωνα με το πεδίο 61 του πίνακα 2 του παραρτήματος I του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 11

Χαρακτηρισμός για τον προσδιορισμό ανοικτής πώλησης

1.   Οι αναφορές συναλλαγών προσδιορίζουν συναλλαγές οι οποίες, κατά τη στιγμή της εκτέλεσής τους, αποτελούν συναλλαγές ανοικτής πώλησης ή αποτελούν εν μέρει συναλλαγή ανοικτής πώλησης, σύμφωνα με το πεδίο 62 του πίνακα 2 του παραρτήματος I.

2.   Μια επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει, με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια, τις συναλλαγές ανοικτών πωλήσεων στις οποίες ο πελάτης της είναι ο πωλητής, καθώς και τις περιπτώσεις στις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων συγκεντρώνει εντολές από διάφορους πελάτες. Η επιχείρηση επενδύσεων προσδιορίζει τις εν λόγω συναλλαγές ανοικτής πώλησης στην αναφορά συναλλαγής της σύμφωνα με το πεδίο 62 του πίνακα 2 του παραρτήματος I.

3.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί συναλλαγή ανοικτής πώλησης για δικό της λογαριασμό, προσδιορίζει στην αναφορά συναλλαγής εάν η συναλλαγή ανοικτής πώλησης πραγματοποιήθηκε με ειδική διαπραγμάτευση ή μέσω βασικού διαπραγματευτή στο πλαίσιο εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012.

Άρθρο 12

Αναφορά εκτέλεσης για συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί συναλλαγή στην οποία εμπλέκονται δύο ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, αναφέρει τη συναλλαγή για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο ξεχωριστά και συνδέει τις εν λόγω αναφορές με αναγνωριστικό κωδικό ο οποίος είναι μοναδικός σε επίπεδο επιχείρησης όσον αφορά την ομάδα αναφορών συναλλαγών που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη εκτέλεση όπως ορίζεται στο πεδίο 40 του πίνακα 2 του παραρτήματος I.

Άρθρο 13

Όροι υπό τους οποίους αναπτύσσονται, αποδίδονται και διατηρούνται αναγνωριστικοί κωδικοί νομικής οντότητας

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αναγνωριστικοί κωδικοί νομικής οντότητας αναπτύσσονται, αποδίδονται και διατηρούνται σύμφωνα με τις ακόλουθες αρχές:

α)

μοναδικότητα·

β)

ακρίβεια·

γ)

συνέπεια·

δ)

ουδετερότητα·

ε)

αξιοπιστία·

στ)

προέλευση από ανοικτή πηγή·

ζ)

ευελιξία·

η)

κλιμακωσιμότητα·

θ)

προσβασιμότητα.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι οι αναγνωριστικοί κωδικοί νομικής οντότητας αναπτύσσονται, αποδίδονται και διατηρούνται μέσω ενιαίων παγκόσμιων λειτουργικών προτύπων, υπόκεινται στο πλαίσιο διακυβέρνησης της επιτροπής ρυθμιστικής εποπτείας του αναγνωριστικού κωδικού νομικής οντότητας και είναι διαθέσιμοι σε εύλογο κόστος.

2.   Η επιχείρηση επενδύσεων δεν παρέχει υπηρεσία η οποία ενεργοποιεί την υποχρέωση να υποβάλει αναφορά συναλλαγής για συναλλαγή που πραγματοποιείται για λογαριασμό πελάτη ο οποίος είναι επιλέξιμος για τον αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας, πριν λάβει τον εν λόγω αναγνωριστικό κωδικό νομικής οντότητας από τον πελάτη.

3.   Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι το μήκος και η κατασκευή του κωδικού συμμορφώνονται με το πρότυπο ISO 17442 και ότι ο κωδικός περιλαμβάνεται στη βάση δεδομένων Παγκόσμιων Αναγνωριστικών Κωδικών Νομικών Οντοτήτων, που διατηρείται από την κεντρική λειτουργική μονάδα η οποία έχει οριστεί από την επιτροπή ρυθμιστικής εποπτείας του αναγνωριστικού κωδικού νομικής οντότητας και αφορά τον ενδιαφερόμενο πελάτη.

Άρθρο 14

Αναφορές συναλλαγών που εκτελέστηκαν από υποκαταστήματα

1.   Μια επιχείρηση επενδύσεων αναφέρει συναλλαγές που εκτελούνται εν όλω ή εν μέρει μέσω των υποκαταστημάτων της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί μια συναλλαγή εν όλω ή εν μέρει μέσω του υποκαταστήματός της, αναφέρει την εν λόγω συναλλαγή μόνο μία φορά.

3.   Όταν απαιτείται η συμπερίληψη των λεπτομερειών του κωδικού χώρας ενός υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων σε μια αναφορά συναλλαγής σύμφωνα με τα πεδία 8, 17, 37, 58 ή 60 του πίνακα 2 του παραρτήματος Ι, λόγω της μερικής ή πλήρους εκτέλεσης συναλλαγής μέσω του εν λόγω υποκαταστήματος, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί στην αναφορά συναλλαγής τον κωδικό χώρας ISO 3166 για το οικείο υποκατάστημα σε όλες τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

εφόσον το υποκατάστημα έλαβε την εντολή από πελάτη ή έλαβε επενδυτική απόφαση για πελάτη σύμφωνα με εντολή υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας που του έδωσε ο πελάτης·

β)

εφόσον το υποκατάστημα είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του αρμόδιου προσώπου για την οικεία επενδυτική απόφαση·

γ)

εφόσον το υποκατάστημα είναι υπεύθυνο για την εποπτεία του αρμόδιου προσώπου για την εκτέλεση της συναλλαγής·

δ)

εφόσον η συναλλαγή εκτελέστηκε σε τόπο διαπραγμάτευσης ή οργανωμένη πλατφόρμα συναλλαγών εκτός της Ένωσης αξιοποιώντας το γεγονός ότι το υποκατάστημα είναι μέλος του εν λόγω τόπου διαπραγμάτευσης ή οργανωμένης πλατφόρμας συναλλαγών.

4.   Όταν μία ή περισσότερες από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 δεν ισχύουν για το υποκατάστημα της επιχείρησης επενδύσεων, τα σχετικά πεδία στον πίνακα 2 του παραρτήματος I συμπληρώνονται με τον κωδικό χώρας για το κράτος μέλος καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή, στην περίπτωση επιχείρησης τρίτης χώρας, τον κωδικό χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα της επιχείρησης.

5.   Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας υποβάλλει την αναφορά συναλλαγής στην αρμόδια αρχή από την οποία έλαβε εξουσιοδότηση. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας συμπληρώνει τα σχετικά πεδία στον πίνακα 2 του παραρτήματος I με τον κωδικό ISO χώρας για το κράτος μέλος της εξουσιοδοτούσας αρμόδιας αρχής.

Όταν μια επιχείρηση τρίτης χώρας έχει συστήσει υποκαταστήματα σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη εντός της Ένωσης, τα εν λόγω υποκαταστήματα επιλέγουν από κοινού μία από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στην οποία θα αποστέλλονται οι αναφορές συναλλαγών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 3.

Άρθρο 15

Μέθοδοι και ρυθμίσεις για την αναφορά των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών

1.   Οι μέθοδοι και οι ρυθμίσεις βάσει των οποίων δημιουργούνται και υποβάλλονται οι αναφορές συναλλαγών από τόπους διαπραγμάτευσης και επιχειρήσεις επενδύσεων περιλαμβάνουν τα εξής:

α)

συστήματα που διασφαλίζουν την ασφάλεια και την εμπιστευτικότητα των αναφερόμενων στοιχείων·

β)

μηχανισμούς για την πιστοποίηση της γνησιότητας της πηγής της αναφοράς συναλλαγής·

γ)

προληπτικά μέτρα που επιτρέπουν την έγκαιρη επανέναρξη της υποβολής αναφοράς σε περίπτωση αστοχίας του συστήματος υποβολής αναφοράς·

δ)

μηχανισμούς για τον προσδιορισμό σφαλμάτων και παραλείψεων σε αναφορές συναλλαγών·

ε)

μηχανισμούς για την αποτροπή διπλής υποβολής αναφορών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων βασίζεται σε τόπο διαπραγμάτευσης για την αναφορά των λεπτομερειών των συναλλαγών που εκτελούνται από την επιχείρηση επενδύσεων μέσω των συστημάτων του τόπου διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

στ)

μηχανισμούς για τη διασφάλιση ότι ο τόπος διαπραγμάτευσης υποβάλλει αναφορές μόνο για λογαριασμό των επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες επέλεξαν να βασιστούν στον τόπο διαπραγμάτευσης για την αποστολή αναφορών για λογαριασμό τους, για συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν μέσω συστημάτων του τόπου διαπραγμάτευσης·

ζ)

μηχανισμούς για την αποφυγή της αναφοράς συναλλαγών όταν δεν υπάρχει υποχρέωση αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε επειδή δεν υφίσταται συναλλαγή υπό την έννοια του άρθρου 2 του παρόντος κανονισμού είτε επειδή το μέσο το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω συναλλαγής δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 26 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

η)

μηχανισμούς για τον εντοπισμό μη αναφερθεισών συναλλαγών για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση αναφοράς δυνάμει του άρθρου 26 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων όπου η εκ νέου υποβολή αναφορών συναλλαγών οι οποίες είχαν απορριφθεί από την οικεία αρμόδια αρχή δεν έχει πραγματοποιηθεί επιτυχώς.

2.   Όταν ο τόπος διαπραγμάτευσης ή η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει γνώση για τυχόν σφάλμα ή παράλειψη σε μια αναφορά συναλλαγής που υποβάλλεται σε αρμόδια αρχή, οποιαδήποτε αδυναμία υποβολής αναφοράς συναλλαγής καθώς και αδυναμία εκ νέου υποβολής απορριφθείσας αναφοράς συναλλαγής για συναλλαγές προς αναφορά για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωση αναφοράς, ενημερώνει άμεσα τη σχετική αρμόδια αρχή για το γεγονός αυτό.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν μηχανισμούς για τη διασφάλιση ότι οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις και ακριβείς. Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν δοκιμή της διαδικασίας αναφοράς και τακτική διασταύρωση των αρχείων διαπραγμάτευσης της μονάδας διαπραγμάτευσης με δείγματα δεδομένων που τους παρέχουν οι αρμόδιες αρχές για αυτόν το λόγο.

4.   Στις περιπτώσεις που οι αρμόδιες αρχές δεν παρέχουν δείγματα δεδομένων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασταυρώνουν τα αρχεία διαπραγμάτευσης της μονάδας διαπραγμάτευσης με πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις αναφορές συναλλαγών που έχουν υποβάλει στις αρμόδιες αρχές, ή στις αναφορές συναλλαγών τις οποίες υπέβαλαν Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. ή τόποι διαπραγμάτευσης για λογαριασμό τους. Η διασταύρωση περιλαμβάνει έλεγχο της έγκαιρης υποβολής της αναφοράς, της ακρίβειας και πληρότητας των μεμονωμένων πεδίων δεδομένων και της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα και τους μορφοτύπους που καθορίζονται στον πίνακα 2 του παραρτήματος Ι.

5.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν μηχανισμούς οι οποίοι διασφαλίζουν ότι οι αναφορές συναλλαγών τους, όταν εξετάζονται συλλογικά, αντικατοπτρίζουν όλες τις αλλαγές στη θέση τους και στη θέση των πελατών τους στα εμπλεκόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα κατά τη στιγμή της εκτέλεσης των συναλλαγών στα χρηματοπιστωτικά μέσα.

6.   Όταν ένας Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ., σύμφωνα με τις οδηγίες από την επιχείρηση επενδύσεων, ακυρώσει ή διορθώσει μια αναφορά συναλλαγής που υποβάλλεται για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων, η επιχείρηση επενδύσεων διατηρεί τις λεπτομέρειες των διορθώσεων και ακυρώσεων που της υποβάλλει ο Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.

7.   Οι αναφορές που αναφέρονται στο άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αποστέλλονται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του τόπου διαπραγμάτευσης.

8.   Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν ασφαλείς ηλεκτρονικούς διαύλους επικοινωνίας όταν ανταλλάσσουν αναφορές συναλλαγών μεταξύ τους.

Άρθρο 16

Προσδιορισμός της σημαντικότερης αγοράς από άποψη ρευστότητας

1.   Στην περίπτωση κινητής αξίας εισαχθείσας προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δικαιώματος εκπομπής ή μεριδίου σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων, η σημαντικότερη αγορά από άποψη ρευστότητας για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο (η σημαντικότερη αγορά) προσδιορίζεται μία φορά κάθε ημερολογιακό έτος βάσει των δεδομένων του προηγούμενου έτος, εφόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο είχε εισαχθεί για διαπραγμάτευση ή τελούσε υπό διαπραγμάτευση στις αρχές του προηγούμενου ημερολογιακού έτους, ως εξής:

α)

για μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μία ή περισσότερες ρυθμιζόμενες, αγορές, η σημαντικότερη αγορά είναι εκείνη στην οποία ο κύκλος εργασιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παράγραφος 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής (8) για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, είναι ο υψηλότερος·

β)

για μέσα που δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, η σημαντικότερη αγορά είναι ο ΠΜΔ όπου ο κύκλος εργασιών του προηγούμενου ημερολογιακού έτους για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο είναι ο υψηλότερος·

γ)

για τους σκοπούς των στοιχείων α) και β), ο υψηλότερος κύκλος εργασιών υπολογίζεται με εξαίρεση όλων των συναλλαγών που επωφελούνται από απαλλαγές από απαιτήσεις προσυναλλακτικής διαφάνειας σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α), β) ή γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

2.   Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, όταν μια κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, δικαίωμα εκπομπής ή μερίδιο σε οργανισμό συλλογικών επενδύσεων δεν είχε εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δεν τελούσε υπό διαπραγμάτευση κατά τις αρχές του προηγούμενου ημερολογιακού έτους ή όταν δεν υπάρχουν καθόλου ή δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών, σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ) του παρόντος άρθρου, ώστε να προσδιοριστεί η σημαντικότερη αγορά για το εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο, η σημαντικότερη αγορά για το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι η αγορά του κράτους μέλους στην οποία υποβλήθηκε για πρώτη φορά αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση ή στην οποία υποβλήθηκε για πρώτη φορά σε διαπραγμάτευση το μέσο.

3.   Στην περίπτωση κινητής αξίας εισαχθείσας προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσου της χρηματαγοράς ο εκδότης του οποίου έχει την έδρα του στην Ένωση, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η έδρα του εκδότη.

4.   Στην περίπτωση κινητής αξίας εισαχθείσας προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσου της χρηματαγοράς ο εκδότης του οποίου έχει την έδρα του εκτός της Ένωσης, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους όπου υποβλήθηκε για πρώτη φορά το αίτημα εισαγωγής προς διαπραγμάτευση του εν λόγω χρηματοπιστωτικού μέσου ή όπου το χρηματοπιστωτικό μέσο υποβλήθηκε για πρώτη φορά σε διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης.

5.   Στην περίπτωση χρηματοπιστωτικού μέσου το οποίο είναι σύμβαση παραγώγου ή σύμβαση επί διαφοράς ή κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η σημαντικότερη αγορά προσδιορίζεται ως εξής:

α)

όταν το υποκείμενο στο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή δικαίωμα εκπομπής που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τελεί υπό διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά που θεωρείται πιο σημαντική για την υποκείμενη κινητή αξία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2 του παρόντος άρθρου·

β)

όταν το υποκείμενο σε χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή μέσο της χρηματαγοράς που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή τελεί υπό διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά που θεωρείται ως η πιο σημαντική για το υποκείμενο χρηματοπιστωτικό μέσο σύμφωνα με την παράγραφο 3 ή 4 του παρόντος άρθρου·

γ)

όταν το υποκείμενο σε χρηματοπιστωτικό μέσο είναι καλάθι που περιέχει χρηματοπιστωτικά μέσα, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους στην οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσε αντικείμενο προς διαπραγμάτευση σε τόπο διαπραγμάτευσης·

δ)

όταν το υποκείμενο σε χρηματοπιστωτικό μέσο είναι δείκτης που περιέχει χρηματοπιστωτικά μέσα, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους στην οποία το χρηματοπιστωτικό μέσο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης·

ε)

όταν το υποκείμενο του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι παράγωγο που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους στην οποία το εν λόγω παράγωγο εισήχθη προς διαπραγμάτευση ή αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης·

6.   Για χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία δεν καλύπτονται από τις παραγράφους 1 έως 5, η σημαντικότερη αγορά είναι η αγορά του κράτους μέλους του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο εισήχθη για πρώτη φορά προς διαπραγμάτευση το χρηματοπιστωτικό μέσο ή στον οποίο το χρηματοπιστωτικό μέσο αποτέλεσε για πρώτη φορά αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ωστόσο, το άρθρο 2 παράγραφος 5 δεύτερο εδάφιο αρχίζει να ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της κατ' εξουσιοδότηση πράξης που πρόκειται να εκδοθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 9 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 28 Ιουλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84.

(2)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(3)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/571 της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, τις οργανωτικές απαιτήσεις και τη δημοσίευση συναλλαγών για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων (βλέπε σελίδα 126 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 236/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για τις ανοικτές πωλήσεις και ορισμένες πτυχές των συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (ΕΕ L 86 της 24.3.2012, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(8)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/587 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις απαιτήσεις διαφάνειας για τους τόπους διαπραγμάτευσης και τις επιχειρήσεις επενδύσεων ως προς τις μετοχές, τα πιστοποιητικά αποθετηρίου, τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, τα πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα και τις υποχρεώσεις εκτέλεσης συναλλαγών σχετικά με ορισμένες μετοχές σε τόπο διαπραγμάτευσης ή από συστηματικό εσωτερικοποιητή (βλέπε σελίδα 387 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Πίνακας 1

Υπόμνημα του πίνακα 2

ΣΥΜΒΟΛΟ

ΤΥΠΟΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΣ

{ALPHANUM-n}

Έως n αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Πεδίο με ελεύθερο κείμενο.

{CFI_CODE}

6 χαρακτήρες

Κωδικός κατάταξης μέσου (CFI) βάσει ISO 10962

{COUNTRYCODE_2}

2 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός χώρας με 2 γράμματα, όπως ορίζεται στον κωδικό χώρας ISO 3166-1 alpha-2

{CURRENCYCODE_3}

3 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός νομίσματος με 3 γράμματα, όπως ορίζεται στους κωδικούς νομίσματος ISO 4217

{DATE_TIME_FORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας και ώρας ISO 8601

Ημερομηνία και ώρα με τον ακόλουθο μορφότυπο:

YYYY-MM-DDThh:mm:ss.ddddddZ.

«YYYY» είναι το έτος·

«MM» είναι ο μήνας·

«DD» είναι η ημέρα·

«T» — σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιείται το γράμμα «T»

«hh» είναι η ώρα·

«mm» είναι το λεπτό·

«ss.dddddd» είναι το δευτερόλεπτο και το κλάσμα δευτερολέπτου·

Z είναι η συντονισμένη παγκόσμια ώρα UTC.

Οι ημερομηνίες και οι ώρες πρέπει να αναφέρονται σε UTC.

{DATEFORMAT}

Μορφότυπος ημερομηνίας ISO 8601

Οι ημερομηνίες έχουν τον εξής μορφότυπο:

YYYY-MM-DD.

{DECIMAL-n/m}

Δεκαδικός αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά, εκ των οποίων το πολύ m ψηφία μπορεί να είναι κλασματικά ψηφία.

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές.

σημείο υποδιαστολής:«.» (τελεία)·

οι αρνητικοί αριθμοί έχουν πρόσημο «-» (μείον)·

Οι τιμές στρογγυλεύονται χωρίς αποκοπή.

{INDEX}

4 αλφαβητικοί χαρακτήρες

«EONA» — EONIA

«EONS» — EONIA SWAP

«EURI» — Euribor

«EUUS» — EURODOLLAR

«EUCH» — EuroSwiss

«GCFR» — GCF REPO

«ISDA» — ISDAFIX

«LIBI» — LIBID

«LIBO» — LIBOR

«MAAA» — Muni AAA

«PFAN» — Pfandbriefe

«TIBO» — TIBOR

«STBO» — STIBOR

«BBSW» — BBSW

«JIBA» — JIBAR

«BUBO» — BUBOR

«CDOR» — CDOR

«CIBO» — CIBOR

«MOSP» — MOSPRIM

«NIBO» — NIBOR

«PRBO» — PRIBOR

«TLBO» — TELBOR

«WIBO» — WIBOR

«TREA» — Treasury (Δημόσιο Ταμείο)

«SWAP» — SWAP (συμφωνία ανταλλαγής)

«FUSW» — Future SWAP (συμφωνία ανταλλαγής μελλοντικής εκπλήρωσης)

{INTEGER-n}

Ακέραιος αριθμός με το πολύ n ψηφία συνολικά

Αριθμητικό πεδίο τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές ακέραιες τιμές.

{ISIN}

12 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Κωδικός ISIN, όπως ορίζεται στο ISO 6166

{LEI}

20 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός νομικής οντότητας, όπως ορίζεται στο ISO 17442

{MIC}

4 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Αναγνωριστικός κωδικός αγοράς, όπως ορίζεται στο ISO 10383

{NATIONAL_ID}

35 αλφαριθμητικοί χαρακτήρες

Ο αναγνωριστικός κωδικός προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 και τον πίνακα του παραρτήματος II.


Πίνακας 2

Στοιχεία που πρέπει να γνωστοποιούνται στις αναφορές συναλλαγών

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά.


Αρ.

ΠΕΔΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ

ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΤΥΠΟΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

1

Κατάσταση αναφοράς

Επισήμανση του κατά πόσον η αναφορά συναλλαγής είναι νέα αναφορά ή ακύρωση.

«NEWT» — Νέα

«CANC» — Ακύρωση

2

Κωδικός αναφοράς συναλλαγής

Αναγνωριστικός αριθμός ο οποίος είναι μοναδικός για την επιχείρηση που εκτελεί τη συναλλαγή για κάθε αναφορά συναλλαγής.

Σε περίπτωση που, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ένας τόπος διαπραγμάτευσης υποβάλλει αναφορά συναλλαγής για λογαριασμό επιχείρησης που δεν υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ο τόπος διαπραγμάτευσης συμπληρώνει το παρόν πεδίο με αριθμό ο οποίος δημιουργείται εσωτερικά από τον τόπο διαπραγμάτευσης και είναι μοναδικός για κάθε αναφορά συναλλαγής που υποβάλλεται από τον τόπο διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-52}

3

Αναγνωριστικός κωδικός συναλλαγής του τόπου διαπραγμάτευσης

Αριθμός ο οποίος δημιουργείται από τόπους διαπραγμάτευσης και μεταδίδεται στον αγοραστή και στον πωλητή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής (1).

Το παρόν πεδίο απαιτείται να συμπληρώνεται μόνο για το σκέλος της αγοράς μιας συναλλαγής που εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης.

{ALPHANUM-52}

4

Αναγνωριστικός κωδικός της εκτελούσας οντότητας

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση της οντότητας που εκτελεί τη συναλλαγή.

{LEI}

5

Επιχείρηση επενδύσεων καλυπτόμενη από την οδηγία 2014/65/ΕΕ

Δηλώνεται αν η οντότητα που προσδιορίζεται στο πεδίο 4 είναι επιχείρηση επενδύσεων που καλύπτεται από το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

«true» — ναι

«false» — όχι

6

Αναγνωριστικός κωδικός της υποβάλλουσας οντότητας

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση της οντότητας που υποβάλλει την αναφορά συναλλαγής στην αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Όταν η αναφορά υποβάλλεται από την εκτελούσα επιχείρηση απευθείας στην αρμόδια αρχή, το πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό LEI της εκτελούσας επιχείρησης (στην περίπτωση που η εκτελούσα επιχείρηση είναι νομική οντότητα).

Όταν η αναφορά υποβάλλεται από τόπο διαπραγμάτευσης, το πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό LEI του διαχειριστή του τόπου διαπραγμάτευσης.

Όταν η αναφορά υποβάλλεται από ΕΜΑ, το πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό LEI του ΕΜΑ.

{LEI}

Στοιχεία αγοραστή

Στην περίπτωση κοινών λογαριασμών, τα πεδία 7-11 συμπληρώνονται ξανά για κάθε αγοραστή.

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, οι πληροφορίες στα πεδία 7-15 συμπληρώνονται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, η λαμβάνουσα επιχείρηση αντιμετωπίζει τη διαβιβάζουσα επιχείρηση ως αγοραστή.

7

Αναγνωριστικός κωδικός αγοραστή

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Εάν ο αγοραστής είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του αγοραστή.

Εάν ο αγοραστής δεν είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζεται στο άρθρο 6.

Όταν η συναλλαγή έχει εκτελεστεί σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης ο οποίος χρησιμοποιεί κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και όταν η ταυτότητα του αγοραστή δεν έχει γνωστοποιηθεί, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν η συναλλαγή έχει εκτελεστεί σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης ο οποίος δεν χρησιμοποιεί κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και όταν η ταυτότητα του αγοραστή δεν έχει γνωστοποιηθεί, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC του τόπου διαπραγμάτευσης ή του οργανωμένου χώρου συναλλαγών εκτός της Ένωσης.

Όταν ο αγοραστής είναι επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του συστηματικού εσωτερικοποιητή.

Χρησιμοποιείται η σήμανση «INTC» για να χαρακτηριστεί ένας ομαδικός λογαριασμός πελατών εντός της επιχείρησης επενδύσεων, για τη γνωστοποίηση μιας μεταφοράς από ή σε αυτόν τον λογαριασμό, με σχετική κατανομή στον επιμέρους πελάτη ή στους επιμέρους πελάτες από ή στον εν λόγω λογαριασμό, αντιστοίχως.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που έχει το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το δικαίωμα προαίρεσης και λαμβάνει την τιμή δικαιώματος (πριμ).

Στην περίπτωση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακών συμβάσεων, εκτός αυτών που αφορούν συνάλλαγμα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει το μέσο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το μέσο.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν τίτλους, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αναλαμβάνει τον κίνδυνο διακύμανσης της τιμής του υποκείμενου τίτλου και λαμβάνει το ποσό του τίτλου. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το ποσό του τίτλου.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν επιτόκια ή δείκτες πληθωρισμού, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση βασικών συμφωνιών ανταλλαγής (συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα) και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα).

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής και προθεσμιακών συμβάσεων που αφορούν συνάλλαγμα και διασυναλλαγματικών συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το νόμισμα το οποίο εμφανίζεται πρώτο κατά την αλφαβητική κατάταξη σύμφωνα με το πρότυπο ISO 4217 και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το νόμισμα αυτό.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν μερίσματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τις ισοδύναμες καταβολές πραγματικών μερισμάτων. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το μέρισμα και λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση παραγώγων μέσων για τη μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου, με την εξαίρεση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει την προστασία. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί την προστασία.

Στην περίπτωση συμβάσεων παραγώγων που αφορούν βασικά εμπορεύματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το βασικό εμπόρευμα που προσδιορίζεται στην αναφορά και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που παραδίδει αυτό το βασικό εμπόρευμα.

Στην περίπτωση προθεσμιακών συμβάσεων επιτοκίου (forward rate agreements), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση αύξησης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

Στην περίπτωση μείωσης της ονομαστικής αξίας, αγοραστής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή και πωλητής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

{LEI}

{MIC}

{NATIONAL_ID}

«INTC»

Συμπληρωματικά στοιχεία

Τα πεδία 8-15 αφορούν μόνο περιπτώσεις όπου ο αγοραστής είναι πελάτης

Τα πεδία 9-11 αφορούν μόνο περιπτώσεις όπου ο αγοραστής είναι φυσικό πρόσωπο

8

Χώρα του υποκαταστήματος για τον αγοραστή

Όταν ο αγοραστής είναι πελάτης, το παρόν πεδίο προσδιορίζει τη χώρα του υποκαταστήματος που έλαβε την εντολή από τον πελάτη ή έλαβε επενδυτική απόφαση για έναν πελάτη, σύμφωνα με εντολή υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας, που του έδωσε ο πελάτης σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3.

Αν η δραστηριότητα αυτή δεν διενεργήθηκε από υποκατάστημα, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό χώρας του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή τον κωδικό χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα της επιχείρησης επενδύσεων (στην περίπτωση επιχειρήσεων τρίτης χώρας).

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με χρήση των πληροφοριών που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

{COUNTRYCODE_2}

9

Αγοραστής — όνομα

Πλήρες όνομα του αγοραστή. Αν ο αγοραστής έχει περισσότερα από ένα ονόματα, συμπληρώνονται όλα τα ονόματα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

10

Αγοραστής — επώνυμο

Πλήρες επώνυμο του αγοραστή. Αν ο αγοραστής έχει περισσότερα από ένα επώνυμα, συμπληρώνονται όλα τα επώνυμα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

11

Αγοραστής — ημερομηνία γέννησης

Ημερομηνία γέννησης του αγοραστή

{DATEFORMAT}

Υπεύθυνος λήψης της απόφασης για τον αγοραστή

Τα πεδία 12-15 αφορούν μόνο περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος λήψης της απόφασης ενεργεί δυνάμει εξουσίας εκπροσώπησης.

12

Κωδικός υπευθύνου λήψης της απόφασης για τον αγοραστή

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του προσώπου που λαμβάνει την απόφαση αγοράς του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Όταν η απόφαση λαμβάνεται από επιχείρηση επενδύσεων, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με την ταυτότητα της επιχείρησης επενδύσεων και όχι του προσώπου που λαμβάνει την επενδυτική απόφαση.

Εάν ο υπεύθυνος λήψης της απόφασης είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του υπευθύνου λήψης της απόφασης.

Εάν ο υπεύθυνος λήψης της απόφασης δεν είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζεται στο άρθρο 6.

{LEI}

{NATIONAL_ID}

Στοιχεία του υπευθύνου λήψης της απόφασης για τον αγοραστή

Τα πεδία 13-15 αφορούν μόνο τις περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος λήψης της απόφασης είναι φυσικό πρόσωπο.

13

Υπεύθυνος λήψης της απόφασης αγοράς — Όνομα

Πλήρες όνομα του υπευθύνου λήψης της απόφασης για λογαριασμό του αγοραστή. Αν το πρόσωπο αυτό έχει περισσότερα από ένα ονόματα, συμπληρώνονται όλα τα ονόματα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

14

Υπεύθυνος λήψης της απόφασης αγοράς — Επώνυμο

Πλήρες επώνυμο του υπευθύνου λήψης της απόφασης για λογαριασμό του αγοραστή. Αν το πρόσωπο αυτό έχει περισσότερα από ένα επώνυμα, συμπληρώνονται όλα τα επώνυμα, διαχωριζόμενα με κόμμα.

{ALPHANUM-140}

15

Υπεύθυνος λήψης της απόφασης αγοράς — Ημερομηνία γέννησης

Ημερομηνία γέννησης του υπευθύνου λήψης της απόφασης για λογαριασμό του αγοραστή.

{DATEFORMAT}

Στοιχεία του πωλητή και υπεύθυνος λήψης της απόφασης

Στην περίπτωση κοινών λογαριασμών, τα πεδία 16-20 συμπληρώνονται ξανά για κάθε πωλητή.

Όταν η συναλλαγή για έναν πωλητή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, οι πληροφορίες στα πεδία 16-24 συμπληρώνονται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, η λαμβάνουσα επιχείρηση αντιμετωπίζει τη διαβιβάζουσα επιχείρηση ως πωλητή.

16

Αναγνωριστικός κωδικός πωλητή

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Εάν ο πωλητής είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του πωλητή.

Εάν ο πωλητής δεν είναι νομική οντότητα, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζεται στο άρθρο 6.

Όταν η συναλλαγή έχει εκτελεστεί σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης ο οποίος χρησιμοποιεί κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και όταν η ταυτότητα του πωλητή δεν έχει γνωστοποιηθεί, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

Όταν η συναλλαγή έχει εκτελεστεί σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης ο οποίος δεν χρησιμοποιεί κεντρικό αντισυμβαλλόμενο και όταν η ταυτότητα του πωλητή δεν έχει γνωστοποιηθεί, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC του τόπου διαπραγμάτευσης ή του οργανωμένου χώρου συναλλαγών εκτός της Ένωσης.

Όταν ο πωλητής είναι επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής, χρησιμοποιείται ο κωδικός LEI του συστηματικού εσωτερικοποιητή.

Χρησιμοποιείται η σήμανση «INTC» για να χαρακτηριστεί ένας ομαδικός λογαριασμός πελατών εντός της επιχείρησης επενδύσεων, για τη γνωστοποίηση μιας μεταφοράς από ή σε αυτόν τον λογαριασμό, με σχετική κατανομή στον επιμέρους πελάτη ή στους επιμέρους πελάτες από ή στον εν λόγω λογαριασμό, αντιστοίχως.

Στην περίπτωση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής (swaptions), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που έχει το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα προαίρεσης και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το δικαίωμα προαίρεσης και λαμβάνει την τιμή δικαιώματος (πριμ).

Στην περίπτωση συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης και προθεσμιακών συμβάσεων, εκτός αυτών που αφορούν συνάλλαγμα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει το μέσο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί το μέσο.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν τίτλους, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αναλαμβάνει τον κίνδυνο διακύμανσης της τιμής του υποκείμενου τίτλου και λαμβάνει το ποσό του τίτλου. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το ποσό του τίτλου.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν επιτόκια ή δείκτες πληθωρισμού, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο. Στην περίπτωση βασικών συμφωνιών ανταλλαγής (συμφωνιών ανταλλαγής κυμαινόμενων επιτοκίων), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα) και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τη διαφορά τιμής (άνοιγμα).

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής και προθεσμιακών συμβάσεων που αφορούν συνάλλαγμα και διασυναλλαγματικών συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το νόμισμα το οποίο εμφανίζεται πρώτο κατά την αλφαβητική κατάταξη σύμφωνα με το πρότυπο ISO 4217 και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το νόμισμα αυτό.

Στην περίπτωση συμφωνιών ανταλλαγής που αφορούν μερίσματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει τις ισοδύναμες καταβολές πραγματικών μερισμάτων. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το μέρισμα και λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση παραγώγων μέσων για τη μεταβίβαση πιστωτικού κινδύνου, με την εξαίρεση δικαιωμάτων προαίρεσης και δικαιωμάτων προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που αγοράζει την προστασία. Πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που πωλεί την προστασία.

Στην περίπτωση συμβάσεων παραγώγων που αφορούν βασικά εμπορεύματα, αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το βασικό εμπόρευμα που προσδιορίζεται στην αναφορά και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που παραδίδει αυτό το βασικό εμπόρευμα.

Στην περίπτωση προθεσμιακών συμβάσεων επιτοκίου (forward rate agreements), αγοραστής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που καταβάλλει το σταθερό επιτόκιο και πωλητής είναι ο αντισυμβαλλόμενος που λαμβάνει το σταθερό επιτόκιο.

Στην περίπτωση αύξησης της ονομαστικής αξίας, πωλητής είναι ο ίδιος με τον πωλητή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

Στην περίπτωση μείωσης της ονομαστικής αξίας, πωλητής είναι ο ίδιος με τον αγοραστή του χρηματοπιστωτικού μέσου στην αρχική συναλλαγή.

{LEI}

{MIC}

{NATIONAL_ID}

«INTC»

17-24

Τα πεδία 17-24 είναι αντίστοιχα όλων των πεδίων 8-15 που αφορούν τον αγοραστή (στοιχεία αγοραστή και υπεύθυνος λήψης της απόφασης) και αφορούν τον πωλητή.

Στοιχεία διαβίβασης

Τα πεδία 26 και 27 συμπληρώνονται μόνο για αναφορές συναλλαγών από λαμβάνουσα επιχείρηση, εφόσον πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις διαβίβασης του άρθρου 4.

Όταν μια επιχείρηση ενεργεί ως λαμβάνουσα επιχείρηση και ως διαβιβάζουσα επιχείρηση, συμπληρώνει το πεδίο 25 για να δηλώσει ότι είναι διαβιβάζουσα επιχείρηση και συμπληρώνει τα πεδία 26 και 27 από την οπτική της ως λαμβάνουσα επιχείρηση.

25

Δείκτης διαβίβασης εντολής

Η διαβιβάζουσα επιχείρηση συμπληρώνει την ένδειξη «σωστό» στην αναφορά της διαβιβάζουσας επιχείρησης, στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις διαβίβασης που προσδιορίζονται στο άρθρο 4.

«λάθος» — σε όλες τις άλλες περιπτώσεις

«true» (σωστό)

«false» (λάθος)

26

Αναγνωριστικός κωδικός της διαβιβάζουσας επιχείρησης για τον αγοραστή

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της επιχείρησης που διαβιβάζει την εντολή.

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση, στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τον αναγνωριστικό κωδικό που παρέχεται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

{LEI}

27

Αναγνωριστικός κωδικός της διαβιβάζουσας επιχείρησης για τον πωλητή

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της επιχείρησης που διαβιβάζει την εντολή.

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση, στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τον αναγνωριστικό κωδικό που παρέχεται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

{LEI}

Στοιχεία συναλλαγής

28

Ημερομηνία και ώρα διαπραγμάτευσης

Ημερομηνία και ώρα κατά την οποία εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, το επίπεδο λεπτομέρειας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/574 (2).

Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, αναφέρεται η ημερομηνία και η ώρα όταν τα μέρη συμφωνούν για το περιεχόμενο των ακόλουθων πεδίων: ποσότητα, τιμή, νομίσματα στα πεδία 31, 34 και 44, αναγνωριστικός κωδικός μέσου, κατάταξη του μέσου και κωδικός υποκείμενου μέσου, κατά περίπτωση. Για συναλλαγές που δεν εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, η ώρα αναφέρεται με ακρίβεια προσέγγισης τουλάχιστον δευτερολέπτου.

Όταν η συναλλαγή προκύπτει από εντολή που διαβιβάστηκε από την εκτελούσα επιχείρηση για λογαριασμό πελάτη σε τρίτο μέρος, και δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις διαβίβασης που καθορίζονται στο άρθρο 4, πρόκειται για την ημερομηνία και την ώρα της συναλλαγής παρά για την ώρα της διαβίβασης της εντολής.

{DATE_TIME_FORMAT}

29

Ιδιότητα διαπραγματευτή

Δηλώνεται αν η συναλλαγή είναι αποτέλεσμα διενέργειας από την επιχείρηση που την εκτέλεσε αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 38) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Στην περίπτωση που η συναλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα διενέργειας από την επιχείρηση που την εκτέλεσε αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό ή διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, στο πεδίο δηλώνεται ότι η συναλλαγή πραγματοποιήθηκε υπό οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.

«DEAL» — Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό

«MTCH» — Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό

«AOTC» — Οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα

30

Ποσότητα

Ο αριθμός των μονάδων του χρηματοπιστωτικού μέσου ή ο αριθμός των συμβάσεων παραγώγων στη συναλλαγή.

Η ονομαστική ή χρηματική αξία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), η ποσότητα είναι η χρηματική αξία που στοιχηματίζεται ανά μοναδιαία διακύμανση του υποκείμενου χρηματοπιστωτικού μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), η ποσότητα είναι το ονομαστικό ποσό για το οποίο αγοράζεται ή πωλείται η προστασία.

Στην περίπτωση αύξησης ή μείωσης στο ονομαστικό ποσό συμβάσεων παραγώγων, ο αριθμός αποτυπώνει την απόλυτη τιμή της μεταβολής και εκφράζεται ως θετικός αριθμός.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στα πεδία 33 και 46.

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως αριθμός μονάδων

{DECIMAL-18/5} σε περίπτωση που η ποσότητα εκφράζεται ως χρηματική ή ονομαστική αξία

31

Νόμισμα ποσότητας

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η ποσότητα.

Εφαρμόζεται μόνον εάν η ποσότητα εκφράζεται ως ονομαστική ή χρηματική αξία.

{CURRENCYCODE_3}

32

Αύξηση/μείωση ονομαστικού ποσού παραγώγου

Δηλώνεται αν η συναλλαγή αποτελεί αύξηση ή μείωση του ονομαστικού ποσού μιας σύμβασης παραγώγων.

Το πεδίο αφορά μόνο περιπτώσεις αλλαγής στο ονομαστικό ποσό μιας σύμβασης παραγώγων.

«INCR» — Αύξηση

«DECR» — Μείωση

33

Τιμή

Η τιμή διαπραγμάτευσης της συναλλαγής, εξαιρουμένων προμηθειών και δεδουλευμένων τόκων, κατά περίπτωση.

Στην περίπτωση συμβολαίων δικαιωμάτων προαίρεσης, είναι η τιμή δικαιώματος (πριμ) της σύμβασης παραγώγων ανά υποκείμενο ή μονάδα του δείκτη.

Στην περίπτωση τοποθετήσεων επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), είναι η τιμή αναφοράς του υποκείμενου μέσου.

Στην περίπτωση συμβολαίων ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS), είναι το τοκομερίδιο σε μονάδες βάσης.

Όταν η τιμή δηλώνεται με χρηματικούς όρους, αναφέρεται στη μονάδα του κύριου νομίσματος.

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή είναι «PNDG» (εκκρεμεί)

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή, η αναγραφόμενη ένδειξη είναι «NOAP»

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στα πεδία 30 και 46.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη

«NOAP» σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται τιμή

34

Νόμισμα τιμής

Το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται η τιμή (εφαρμόζεται εάν η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία).

{CURRENCYCODE_3}

35

Καθαρό ποσό

Το καθαρό ποσό της συναλλαγής είναι το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή του χρεωστικού τίτλου μετά τον διακανονισμό της συναλλαγής. Το χρηματικό αυτό ποσό ισούται με: (καθαρή τιμή * ονομαστική αξία) + οποιαδήποτε δεδουλευμένα τοκομερίδια. Επομένως, το καθαρό ποσό της συναλλαγής δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε προμήθεια ή άλλη χρέωση που επιβάλλεται στον αγοραστή του χρεωστικού τίτλου.

Το πεδίο αφορά μόνο περιπτώσεις όπου το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι χρεωστικός τίτλος.

{DECIMAL-18/5}

36

Τόπος

Αναγνωριστικό στοιχείο του τόπου όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC τμήματος, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 10383, για συναλλαγές που εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης, συστηματικό εσωτερικοποιητή ή οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης. Εάν δεν υπάρχει κωδικός MIC τμήματος, χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC λειτουργίας.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC «XOFF» για χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή για τα οποία υποβλήθηκε αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, όταν η συναλλαγή στο εν λόγω χρηματοπιστωτικό μέσο δεν εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης, συστηματικό εσωτερικοποιητή ή οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης, ή όταν η επιχείρηση επενδύσεων δεν γνωρίζει ότι διαπραγματεύεται με άλλη επιχείρηση επενδύσεων η οποία ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.

Χρησιμοποιείται ο κωδικός MIC «ΧΧΧΧ» για χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση και τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης, αλλά το υποκείμενο μέσο έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης.

{MIC}

37

Χώρα του υποκαταστήματος μέλους

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της χώρας ενός υποκαταστήματος της επιχείρησης επενδύσεων του οποίου χρησιμοποιήθηκε η ιδιότητα ως μέλους της αγοράς για την εκτέλεση της συναλλαγής.

Στην περίπτωση που δεν χρησιμοποιήθηκε η ιδιότητα ενός υποκαταστήματος ως μέλους της αγοράς, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό χώρας του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή τον κωδικό χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα της επιχείρησης (στην περίπτωση επιχειρήσεων τρίτης χώρας).

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται μόνο για το σκέλος της αγοράς μιας συναλλαγής που εκτελείται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης.

{COUNTRYCODE_2}

38

Προκαταβολική πληρωμή

Χρηματική αξία οποιασδήποτε προκαταβολικής πληρωμής που ελήφθη ή κατεβλήθη από τον πωλητή.

Στην περίπτωση που ο πωλητής λαμβάνει την προκαταβολική πληρωμή, συμπληρώνεται θετική τιμή. Στην περίπτωση που ο πωλητής καταβάλλει την προκαταβολική πληρωμή, συμπληρώνεται αρνητική τιμή.

{DECIMAL-18/5}

39

Νόμισμα προκαταβολικής πληρωμής

Το νόμισμα της προκαταβολικής πληρωμής.

{CURRENCYCODE_3}

40

Αναγνωριστικό συνιστώσας πολύπλοκης συναλλαγής

Εσωτερικό αναγνωριστικό της γνωστοποιούσας επιχείρησης για τον προσδιορισμό όλων των αναφορών που αφορούν την ίδια εκτέλεση συνδυασμού χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 12. Ο κωδικός πρέπει να είναι μοναδικός σε επίπεδο επιχείρησης για την ομάδα αναφορών που αφορούν την εκτέλεση.

Το πεδίο εφαρμόζεται μόνο όταν οι ισχύουν οι προϋποθέσεις που προσδιορίζονται στο άρθρο 12.

{ALPHANUM-35}

Στοιχεία μέσου

41

Αναγνωριστικός κωδικός μέσου

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το παρόν πεδίο αφορά χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση εισαγωγής προς διαπραγμάτευση, τα οποία έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης ή συστηματικό εσωτερικοποιητή. Αφορά επίσης χρηματοπιστωτικά μέσα που διαθέτουν κωδικό ISIN και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένο χώρο συναλλαγών εκτός της Ένωσης, εφόσον το υποκείμενο μέσο είναι χρηματοπιστωτικό μέσο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης.

{ISIN}

Τα πεδία 42-56 δεν αφορούν περιπτώσεις όπου:

οι συναλλαγές εκτελούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης ή με επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής· ή

το πεδίο 41 συμπληρώνεται με κωδικό ISIN που υπάρχει στον κατάλογο δεδομένων αναφοράς της ΕΑΚΑΑ.

42

Πλήρης ονομασία μέσου

Πλήρης ονομασία του χρηματοπιστωτικού μέσου.

{ALPHANUM-350}

43

Κατάταξη μέσου

Ταξινόμηση που χρησιμοποιείται για την κατάταξη του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Παρέχεται πλήρης και ακριβής κωδικός κατάταξης χρηματοπιστωτικών μέσων (CFI).

{CFI_CODE}

44

Ονομαστικό νόμισμα 1

Νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το ονομαστικό ποσό.

Στην περίπτωση σύμβασης παραγώγων επί επιτοκίων ή νομισμάτων, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα του σκέλους 1 ή το νόμισμα 1 του ζεύγους.

Για δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, όταν η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι στο ίδιο νόμισμα, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα της υποκείμενης συμφωνίας ανταλλαγής. Για δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, όταν η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διάφορα νομίσματα, αυτό θα είναι το ονομαστικό νόμισμα του σκέλους 1 της συμφωνίας ανταλλαγής.

{CURRENCYCODE_3}

45

Ονομαστικό νόμισμα 2

Για συμφωνίες ανταλλαγής συναλλάγματος σε διάφορα νομίσματα ή διασυναλλαγματικές συμφωνίες ανταλλαγής, αναφέρεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της σύμβασης.

Για δικαιώματα προαίρεσης σε συμφωνίες ανταλλαγής, όταν η υποκείμενη συμφωνία ανταλλαγής είναι σε διάφορα νομίσματα, αναφέρεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται το σκέλος 2 της συμφωνίας ανταλλαγής.

{CURRENCYCODE_3}

46

Πολλαπλασιαστής τιμής

Αριθμός μονάδων του υποκείμενου μέσου τις οποίες αντιπροσωπεύει μία μεμονωμένη σύμβαση παραγώγων.

Χρηματική αξία που καλύπτεται από μεμονωμένη σύμβαση ανταλλαγής, στην περίπτωση που στο πεδίο ποσότητας δηλώνεται ο αριθμός των συμβάσεων ανταλλαγής στη συναλλαγή. Για συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαίωμα προαίρεσης επί δείκτη, αναφέρεται το ποσό ανά μονάδα δείκτη.

Για τοποθετήσεις επί χρηματοπιστωτικών διαφορών (spread bets), αναφέρεται η διακύμανση της τιμής του υποκείμενου μέσου στο οποίο βασίζεται η τοποθέτηση επί διαφοράς.

Οι πληροφορίες που παρέχονται στο παρόν πεδίο είναι σύμφωνες με τις τιμές που παρέχονται στα πεδία 30 και 33.

{DECIMAL-18/17}

47

Κωδικός υποκείμενου μέσου

Κωδικός ISIN του υποκείμενου μέσου.

Για τα αμερικανικά πιστοποιητικά αποθετηρίου (ADR), τα παγκόσμια πιστοποιητικά αποθετηρίου (GDR) και τα παρόμοια μέσα, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του χρηματοπιστωτικού μέσου στο οποίο βασίζονται τα εν λόγω μέσα.

Για τα μετατρέψιμα ομόλογα, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του μέσου στο οποίο μπορεί να μετατραπεί το ομόλογο.

Για παράγωγα ή άλλα μέσα με υποκείμενο μέσο, αναφέρεται ο κωδικός ISIN του υποκείμενου μέσου, όταν το υποκείμενο μέσο είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Όταν το υποκείμενο μέσο είναι μέρισμα μετοχών, τότε αναφέρεται ο κωδικός ISIN των σχετικών μετοχών που παρέχουν δικαίωμα στο υποκείμενο μέρισμα.

Για τα συμβόλαια ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης, παρέχεται ο κωδικός ISIN της υποχρέωσης αναφοράς.

Σε περίπτωση που το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης και έχει οριστεί κωδικός ISIN, αναφέρεται ο κωδικός ISIN για τον εν λόγω δείκτη.

Όταν το υποκείμενο μέσο είναι καλάθι, αναφέρεται ο κωδικός ISIN κάθε συστατικού στοιχείου του καλαθιού που είναι εισηγμένο προς διαπραγμάτευση ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης. Το πεδίο 47 συμπληρώνεται όσες φορές είναι απαραίτητο, ώστε να απαριθμούνται όλα τα προς γνωστοποίηση μέσα στο καλάθι.

{ISIN}

48

Ονομασία του υποκείμενου δείκτη

Όταν το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης, αναφέρεται η ονομασία του δείκτη.

{INDEX}

ή

{ALPHANUM-25} — εάν η ονομασία του δείκτη δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο {INDEX}

49

Διάρκεια του υποκείμενου δείκτη

Σε περίπτωση που το υποκείμενο μέσο είναι δείκτης, αναφέρεται η διάρκεια του δείκτη.

{INTEGER-3}+«DAYS» — ημέρες

{INTEGER-3}+«WEEK» — εβδομάδες

{INTEGER-3}+«MNTH» — μήνες

{INTEGER-3}+«YEAR» — έτη

50

Είδος δικαιώματος προαίρεσης

Επισήμανση του κατά πόσον η σύμβαση παραγώγων είναι δικαίωμα προαίρεσης με θέση αγοράς (δικαίωμα αγοράς ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή δικαίωμα προαίρεσης με θέση πώλησης (δικαίωμα πώλησης ενός συγκεκριμένου υποκείμενου περιουσιακού στοιχείου) ή αν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης κατά τη στιγμή της εκτέλεσης.

Όσον αφορά τα δικαιώματα προαίρεσης επί συμφωνιών ανταλλαγής, πρόκειται για:

«PUTO» (θέση πώλησης), σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής παραλήπτη, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως παραλήπτης με σταθερό επιτόκιο.

«CALL» (θέση αγοράς), σε περίπτωση δικαιώματος προαίρεσης σε συμφωνία ανταλλαγής αγοραστή, όπου ο αγοραστής έχει το δικαίωμα να συνάψει συμφωνία ανταλλαγής ως αγοραστής με σταθερό επιτόκιο.

Όσον αφορά τα ανώτατα και κατώτατα όρια, πρόκειται για:

«PUTO» (θέση πώλησης), σε περίπτωση κατώτατου ορίου.

«CALL» (θέση αγοράς), σε περίπτωση ανώτατου ορίου.

Το πεδίο αφορά μόνο τα παράγωγα που είναι δικαιώματα προαίρεσης ή τίτλοι επιλογής.

«PUTO» — Θέση πώλησης

«CALL» — Θέση αγοράς

«OTHR» — όταν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για θέση αγοράς ή θέση πώλησης

51

Τιμή άσκησης

Προκαθορισμένη τιμή στην οποία ο κάτοχος θα πρέπει να αγοράζει ή να πωλεί το υποκείμενο μέσο, ή επισήμανση ότι η τιμή δεν μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της εκτέλεσης.

Το πεδίο αφορά μόνο δικαίωμα προαίρεσης ή τίτλο επιλογής, όταν η τιμή άσκησης μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της εκτέλεσης.

Όταν η τιμή δεν είναι ακόμη διαθέσιμη, η αναγραφόμενη τιμή είναι «PNDG» (εκκρεμεί).

Όταν δεν εφαρμόζεται τιμή άσκησης, δεν συμπληρώνεται το πεδίο.

{DECIMAL-18/13} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως χρηματική αξία

{DECIMAL-11/10} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως ποσοστό ή απόδοση

{DECIMAL-18/17} σε περίπτωση που η τιμή εκφράζεται ως μονάδες βάσης

«PNDG» σε περίπτωση η τιμή που δεν είναι διαθέσιμη

52

Νόμισμα της τιμής άσκησης

Το νόμισμα της τιμής άσκησης.

{CURRENCYCODE_3}

53

Τύπος άσκησης του δικαιώματος προαίρεσης

Επισήμανση του κατά πόσον το δικαίωμα προαίρεσης μπορεί να ασκηθεί μόνο σε καθορισμένη ημερομηνία (ευρωπαϊκός και ασιατικός τύπος), σε σειρά προκαθορισμένων ημερομηνιών (Βερμούδων) ή σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια της σύμβασης (αμερικανικός τύπος).

Το παρόν πεδίο αφορά μόνο δικαιώματα προαίρεσης, τίτλους επιλογής και πιστοποιητικά δικαιώματος («entitlement certificates»).

«EURO» — Ευρωπαϊκός

«AMER» — Αμερικανικός

«ASIA» — Ασιατικός

«BERM» — Βερμούδων

«OTHR» — Οποιοσδήποτε άλλος τύπος

54

Ημερομηνία ληκτότητας

Ημερομηνία ληκτότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Το πεδίο αφορά μόνο χρεωστικούς τίτλους με καθορισμένη ληκτότητα.

{DATEFORMAT}

55

Ημερομηνία λήξης

Ημερομηνία λήξης του χρηματοπιστωτικού μέσου. Το πεδίο αφορά μόνο παράγωγα με καθορισμένη ημερομηνία λήξης.

{DATEFORMAT}

56

Είδος παράδοσης

Επισήμανση του κατά πόσον η συναλλαγή διακανονίζεται είτε με φυσική παράδοση είτε χρηματικά.

Όταν το είδος παράδοσης δεν μπορεί να προσδιοριστεί κατά τη στιγμή της εκτέλεσης, αναγράφεται η τιμή «OPTL».

Το πεδίο αφορά μόνο παράγωγα.

«PHYS» — Διακανονισμός με φυσική παράδοση

«CASH» — Με χρηματικό διακανονισμό

«OPTL» — Προαιρετικό για τον αντισυμβαλλόμενο ή όταν καθορίζεται από τρίτο μέρος

Συναλλασσόμενος, αλγόριθμοι, απαλλαγές και δείκτες

57

Επενδυτική απόφαση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός της επιχείρησης επενδύσεων ο οποίος είναι υπεύθυνος για την επενδυτική απόφαση.

Για φυσικά πρόσωπα, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζεται στο άρθρο 6.

Εάν η επενδυτική απόφαση ελήφθη από αλγόριθμο, το πεδίο συμπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 8.

Το πεδίο αφορά μόνο επενδυτικές αποφάσεις εντός της επιχείρησης.

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

58

Χώρα του υποκαταστήματος που εποπτεύει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την επενδυτική απόφαση

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της χώρας του υποκαταστήματος της επιχείρησης επενδύσεων για το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την επενδυτική απόφαση, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β).

Στην περίπτωση που το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την επενδυτική απόφαση δεν τελούσε υπό την εποπτεία υποκαταστήματος, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό χώρας του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή τον κωδικό χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα της επιχείρησης (στην περίπτωση επιχειρήσεων τρίτης χώρας).

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στην αναφορά της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

Το παρόν πεδίο δεν αφορά περιπτώσεις όπου η επενδυτική απόφαση ελήφθη από αλγόριθμο.

{COUNTRYCODE_2}

59

Εκτέλεση εντός της επιχείρησης

Κωδικός που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση του προσώπου ή του αλγορίθμου εντός της επιχείρησης επενδύσεων ο οποίος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση.

Για φυσικά πρόσωπα, χρησιμοποιείται ο αναγνωριστικός κωδικός που προσδιορίζεται στο άρθρο 6. Εάν η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε από αλγόριθμο, το πεδίο συμπληρώνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 9.

{NATIONAL_ID} — Φυσικά πρόσωπα

{ALPHANUM-50} — Αλγόριθμοι

60

Χώρα του υποκαταστήματος που εποπτεύει το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση

Κωδικός που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της χώρας του υποκαταστήματος της επιχείρησης επενδύσεων για το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την εκτέλεση της συναλλαγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο γ).

Στην περίπτωση που το υπεύθυνο πρόσωπο δεν τελούσε υπό την εποπτεία υποκαταστήματος, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με τον κωδικό χώρας του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων ή τον κωδικό χώρας της χώρας στην οποία βρίσκεται το κεντρικό γραφείο ή η καταστατική έδρα της επιχείρησης (στην περίπτωση επιχειρήσεων τρίτης χώρας).

Το παρόν πεδίο δεν αφορά περιπτώσεις όπου η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε από αλγόριθμο.

{COUNTRYCODE_2}

61

Δείκτης απαλλαγής

Δηλώνεται αν η συναλλαγή εκτελέστηκε στο πλαίσιο προσυναλλακτικής απαλλαγής, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Για μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«RFPT» = Συναλλαγή με τιμή αναφοράς

 

«NLIQ» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

 

«OILQ» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές σε μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα χρηματοπιστωτικά μέσα

 

«PRIC» = Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσες συναλλαγές υποκείμενες σε όρους άλλους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς του εν λόγω μετοχικού χρηματοπιστωτικού μέσου.

Για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SIZE» = Συναλλαγή άνω του ειδικού μεγέθους

 

«ILQD» = Συναλλαγή μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου μέσου

Το παρόν πεδίο συμπληρώνεται μόνο για το σκέλος της αγοράς μιας συναλλαγής που εκτελείται στο πλαίσιο απαλλαγής σε τόπο διαπραγμάτευσης.

Συμπληρώνεται με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες σημάνσεις:

 

«RFPT» — Τιμή αναφοράς

 

«NLIQ» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα)

 

«OILQ» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα)

 

«PRIC» — Κατ' ιδίαν διαπραγματευθείσα (υπό όρους)

 

«SIZE» — Άνω του ειδικού μεγέθους

 

«ILQD» — Μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο μέσο

62

Δείκτης ανοικτής πώλησης

Ανοικτή πώληση που διενεργήθηκε από επιχείρηση επενδύσεων για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελάτη, όπως περιγράφεται στο άρθρο 11.

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί συναλλαγή για λογαριασμό πελάτη ο οποίος πωλεί και η επιχείρηση επενδύσεων δεν μπορεί, με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια, να προσδιορίσει αν πρόκειται για συναλλαγή ανοικτής πώλησης, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται με την ένδειξη «UNDI».

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4 του παρόντος κανονισμού, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στις αναφορές της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση.

Το παρόν πεδίο αφορά μόνο μέσα που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 236/2012, εφόσον ο πωλητής είναι η επιχείρηση επενδύσεων ή πελάτης της επιχείρησης επενδύσεων.

«SESH» — Ανοικτή πώληση χωρίς εξαιρέσεις

«SSEX» — Ανοικτή πώληση με εξαίρεση

«SELL» — Όχι ανοικτή πώληση

«UNDI» — Μη διαθέσιμες πληροφορίες

63

Δείκτης μετασυναλλακτικών πληροφοριών για εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές

Δείκτης σχετικά με το είδος της συναλλαγής σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 3 στοιχείο α) και το άρθρο 21 παράγραφος 5 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Για όλα τα μέσα:

 

«BENC» = Συναλλαγές με δείκτη αναφοράς

 

«ACTX» = Συναλλαγές διασταύρωσης (agency cross)

 

«LRGS» = Συναλλαγές μετασυναλλακτικού μεγάλου μεγέθους

 

«ILQD» = Συναλλαγή μη ευχερώς ρευστοποιήσιμου μέσου

 

«SIZE» = Συναλλαγή άνω του ειδικού μεγέθους

 

«CANC» = Ακυρώσεις

 

«AMND» = Τροποποιήσεις

Για μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«SDIV» = Συναλλαγές ειδικού μερίσματος

 

«RPRI» = Συναλλαγές που έχουν λάβει βελτίωση τιμής

 

«DUPL» = Διπλότυπες αναφορές συναλλαγών

 

«TNCP» = Συναλλαγές που δεν συμβάλλουν στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής για τους σκοπούς του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014

Για μη μετοχικά χρηματοπιστωτικά μέσα:

 

«TPAC» = Συναλλαγή πακέτου

 

«XFPH» = Συναλλαγή με αντάλλαγμα φυσική παράδοση

Συμπληρώνεται με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες σημάνσεις:

 

«BENC» — Δείκτης αναφοράς

 

«ACTX» — Διασταύρωση (agency cross)

 

«LRGS» — Μεγάλου μεγέθους

 

«ILQD» — Μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο μέσο

 

«SIZE» — Άνω του ειδικού μεγέθους

 

«CANC» — Ακυρώσεις

 

«AMND» — Τροποποιήσεις

 

«SDIV» — Ειδικού μερίσματος

 

«RPRI» — Βελτίωση τιμής

 

«DUPL» — Διπλότυπη

 

«TNCP» — Δεν συμβάλλει στη διαδικασία διαμόρφωσης της τιμής

 

«TPAC» — Πακέτο

 

«XFPH» — Με αντάλλαγμα φυσική παράδοση

64

Δείκτης παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων

Δηλώνεται αν η συναλλαγή μειώνει τον κίνδυνο κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 57 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Όταν η συναλλαγή αφορά διαβιβασθείσα εντολή που πληροί τις προϋποθέσεις διαβίβασης που ορίζονται στο άρθρο 4, το παρόν πεδίο συμπληρώνεται από τη λαμβάνουσα επιχείρηση στις αναφορές της λαμβάνουσας επιχείρησης, με τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τη διαβιβάζουσα επιχείρηση. Το παρόν πεδίο αφορά μόνο συναλλαγές παραγώγων επί βασικών εμπορευμάτων.

«true» — ναι

«false» — όχι

65

Δείκτης συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων

Συμπληρώνεται η ένδειξη «true» όταν η συναλλαγή εμπίπτει στο πεδίο δραστηριότητας, αλλά εξαιρείται από τη γνωστοποίηση βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365

«false» σε αντίθετη περίπτωση.

«true» — ναι

«false» — όχι


(1)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/580 της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την τήρηση σχετικών στοιχείων που αφορούν εντολές για χρηματοπιστωτικά μέσα (βλέπε σελίδα 193 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(2)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/574 της Επιτροπής, της 7ης Ιουνίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για το επίπεδο ακριβείας των ρολογιών εργασίας (βλέπε σελίδα 148 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Εθνικοί αναγνωριστικοί κωδικοί πελάτη για φυσικά πρόσωπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις αναφορές συναλλαγών

Κωδικός

alpha-2 κατά ISO 3166 — 1

Ονομασία χώρας

Αναγνωριστικός 1ης προτεραιότητας

Αναγνωριστικός 2ης προτεραιότητας

Αναγνωριστικός 3ης προτεραιότητας

AT

Αυστρία

CONCAT

 

 

BE

Βέλγιο

Εθνικός αριθμός Βελγίου

(Numéro de registre national — Rijksregisternummer)

CONCAT

 

BG

Βουλγαρία

Προσωπικός αριθμός Βουλγαρίας

CONCAT

 

CY

Κύπρος

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

 

CZ

Τσεχική Δημοκρατία

Εθνικός αριθμός ταυτότητας

(Rodné číslo)

Αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

DE

Γερμανία

CONCAT

 

 

DK

Δανία

Προσωπικός κωδικός ταυτότητας

10-ψήφιος αλφαριθμητικός κωδικός: DDMMYYXXXX

CONCAT

 

EE

Εσθονία

Προσωπικός κωδικός ταυτότητας Εσθονίας

(Isikukood)

 

 

ES

Ισπανία

Αριθμός φορολογικού μητρώου

(Código de identificación fiscal)

 

 

FI

Φινλανδία

Προσωπικός κωδικός ταυτότητας

CONCAT

 

FR

Γαλλία

CONCAT

 

 

GB

Ηνωμένο Βασίλειο

Αριθμός εθνικής ασφάλισης Ηνωμένου Βασιλείου

CONCAT

 

GR

Ελλάδα

10-ψήφιος κωδικός μερίδας επενδυτή στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ)

CONCAT

 

HR

Κροατία

Προσωπικός αριθμός ταυτότητας

(OIB — Osobni identifikacijski broj)

CONCAT

 

HU

Ουγγαρία

CONCAT

 

 

IE

Ιρλανδία

CONCAT

 

 

IS

Ισλανδία

Προσωπικός κωδικός ταυτότητας (Kennitala)

 

 

IT

Ιταλία

Αριθμός φορολογικού μητρώου

(Codice fiscale)

 

 

LI

Λιχτενστάιν

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

Εθνικός αριθμός δελτίου ταυτότητας

CONCAT

LT

Λιθουανία

Προσωπικός κωδικός

(Asmens kodas)

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

LU

Λουξεμβούργο

CONCAT

 

 

LV

Λετονία

Προσωπικός κωδικός

(Personas kods)

CONCAT

 

MT

Μάλτα

Εθνικός αριθμός ταυτότητας

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

 

NL

Κάτω Χώρες

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

Εθνικός αριθμός δελτίου ταυτότητας

CONCAT

NO

Νορβηγία

11-ψήφιος προσωπικός αναγνωριστικός αριθμός

(Foedselsnummer)

CONCAT

 

PL

Πολωνία

Εθνικός αριθμός ταυτότητας

(PESEL)

Αριθμός φορολογικού μητρώου

(Numer identyfikacji podatkowej)

 

PT

Πορτογαλία

Αριθμός φορολογικού μητρώου

(Número de Identificação Fiscal)

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

RO

Ρουμανία

Εθνικός αριθμός ταυτότητας

(Cod Numeric Personal)

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

SE

Σουηδία

Προσωπικός αριθμός ταυτότητας

CONCAT

 

SI

Σλοβενία

Προσωπικός αριθμός ταυτότητας

(EMŠO: Enotna Matična Številka Občana)

CONCAT

 

SK

Σλοβακία

Προσωπικός αριθμός

(Rodné číslo)

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

Όλες οι άλλες χώρες

Εθνικός αριθμός διαβατηρίου

CONCAT

 


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/479


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/591 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 1ης Δεκεμβρίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για την εφαρμογή ορίων θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (1), και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφοι 3 και 12,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Για να διασφαλιστεί μια εναρμονισμένη προσέγγιση όσον αφορά την εφαρμογή ορίων θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων στην Ένωση, θα πρέπει να προσδιοριστεί μεθοδολογία για τον υπολογισμό αυτών των ορίων. Η μεθοδολογία θα πρέπει να αποτρέπει την καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας και να προάγει τη συνέπεια, παρέχοντας ταυτόχρονα επαρκή ευελιξία στις αρμόδιες αρχές ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων και των αγορών των υποκείμενων εμπορευμάτων. Η μεθοδολογία υπολογισμού των ορίων θα πρέπει να επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να εξισορροπούν τον στόχο του καθορισμού ορίων σε ένα επαρκώς χαμηλό επίπεδο, ώστε να μην επιτρέπεται σε πρόσωπα τα οποία κατέχουν θέσεις στα εν λόγω παράγωγα επί εμπορευμάτων να κάνουν κατάχρηση ή να προκαλούν στρέβλωση της αγοράς, με τους στόχους της υποστήριξης ορθών όρων τιμολόγησης και διακανονισμού, της ανάπτυξης νέων παραγώγων επί εμπορευμάτων και της παροχής της δυνατότητας στα παράγωγα επί εμπορευμάτων να συνεχίσουν την υποστήριξη της λειτουργίας εμπορικών δραστηριοτήτων στην αγορά των υποκείμενων εμπορευμάτων.

(2)

Για να προσδιοριστεί με σαφήνεια περιορισμένος αριθμός εννοιών που απορρέουν από την οδηγία 2014/65/ΕΕ, καθώς και για να διευκρινιστούν τεχνικοί όροι που είναι απαραίτητοι για τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να καθοριστούν ορισμένοι όροι, ώστε να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή.

(3)

Οι θετικές και οι αρνητικές θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων συμμετεχόντων στην αγορά θα πρέπει να συμψηφίζονται μεταξύ τους, ώστε να προσδιορίζεται το πραγματικό μέγεθος μιας θέσης την οποία ελέγχει ένα πρόσωπο οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Το μέγεθος μιας θέσης την οποία κατέχει ένα πρόσωπο μέσω σύμβασης δικαιώματος αγοράς ή πώλησης θα πρέπει να υπολογίζεται με βάση τον συντελεστή δέλτα ισοδυνάμου. Δεδομένου ότι ο παρών κανονισμός εφαρμόζει διαφορετική μεθοδολογία για τον υπολογισμό ορίων θέσεων σε συμβόλαια που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και άλλον μήνα, ο εν λόγω συμψηφισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται χωριστά για τις θέσεις σε συμβόλαια που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και χωριστά για τις θέσεις σε συμβόλαια που λήγουν άλλον μήνα.

(4)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ορίζει ότι οποιαδήποτε θέση την οποία κατέχουν πρόσωπα εξ ονόματος άλλου προσώπου θα πρέπει να περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του ορίου θέσης του εν λόγω άλλου προσώπου, τα όρια θέσης θα πρέπει να εφαρμόζονται και σε επίπεδο εταιρείας και σε επίπεδο ομίλου και είναι, ως εκ τούτου, απαραίτητο να αθροίζονται οι θέσεις σε επίπεδο ομίλου. Θα πρέπει να προβλέπεται άθροιση σε επίπεδο ομίλου μόνο εάν η μητρική εταιρεία μπορεί να ελέγχει τη χρήση των θέσεων. Αναλόγως, οι μητρικές εταιρείες θα πρέπει να αθροίζουν θέσεις τις οποίες κατέχουν οι θυγατρικές τους με οποιεσδήποτε θέσεις τις οποίες κατέχει άμεσα η μητρική εταιρεία, ενώ οι θυγατρικές αθροίζουν χωριστά τις δικές τους θέσεις. Η εν λόγω άθροιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον υπολογισμό θέσεων σε επίπεδο μητρικής εταιρείας οι οποίες είναι υψηλότερες ή, λόγω συμψηφισμού θετικών και αρνητικών θέσεων διαφορετικών θυγατρικών, χαμηλότερες από τις θέσεις σε επίπεδο επιμέρους θυγατρικής. Οι θέσεις δεν θα πρέπει να αθροίζονται σε επίπεδο μητρικής εταιρείας εάν βρίσκονται στην κατοχή οργανισμών συλλογικών επενδύσεων οι οποίοι κατέχουν τις εν λόγω θέσεις εκ μέρους των επενδυτών τους και όχι εκ μέρους των μητρικών εταιρειών τους, στην περίπτωση που η μητρική εταιρεία δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο στη χρήση των εν λόγω θέσεων για ίδιο όφελος.

(5)

Στην έννοια του ίδιου παραγώγου επί εμπορευμάτων θα πρέπει να καθορίζεται απαιτητικό κατώτατο όριο ώστε να μην επιτρέπεται ο συμψηφισμός κατά τρόπο ακατάλληλο θέσεων σε ανόμοια παράγωγα επί εμπορευμάτων, προκειμένου τα πρόσωπα που τον επιχειρούν να παρακάμπτουν και να αποδυναμώνουν την αξιοπιστία του ορίου θέσης στην κύρια σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων. Θα πρέπει ωστόσο να επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές να συμψηφίζουν όρια παρεμφερών θέσεων για παρεμφερείς συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων υπό τον συντονισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ). Τα παράγωγα επί εμπορευμάτων θα πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης μόνον εάν υπερβαίνουν το όριο ρευστότητας που προσδιορίζεται στον παρόντα κανονισμό για επαρκή χρονική περίοδο.

(6)

Στην περίπτωση που μια σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων αποτιμάται στο ίδιο υποκείμενο εμπόρευμα το οποίο είναι παραδοτέο στην ίδια τοποθεσία και υπό τις ίδιες συμβατικές προϋποθέσεις και εάν έχει οικονομικό αποτέλεσμα στενά συσχετιζόμενο με σύμβαση η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, θα πρέπει να θεωρείται οικονομικά ισοδύναμη ανεξαρτήτως μικρών διαφορών στις συμβατικές προδιαγραφές ως προς τα μεγέθη παρτίδας και την ημερομηνία παράδοσης. Επίσης, διαφορές στις ρυθμίσεις διαχείρισης κινδύνου κατά την ολοκλήρωση των συναλλαγών, όπως οι ρυθμίσεις εκκαθάρισης, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τον χαρακτηρισμό των εν λόγω συμβάσεων ως οικονομικά ισοδύναμων. Προκειμένου να προλαμβάνεται ο εσφαλμένος συμψηφισμός δυνητικώς δεσποζουσών θέσεων οι οποίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης με τη χρήση διμερών διακανονισμών σε συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και να διασφαλίζεται η αποδοτική λειτουργία του καθεστώτος ορίων θέσεων στην πράξη, τα παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο εξωχρηματιστηριακής διαπραγμάτευσης πρέπει να θεωρούνται οικονομικά ισοδύναμα συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης μόνο σε περιορισμένες περιπτώσεις. Για να αποτρέπεται η αποφυγή των ορίων θέσεων και να ενισχύεται η ακεραιότητα του καθεστώτος ορίων θέσεων, η οικονομικά ισοδύναμη σύμβαση εξωχρηματιστηριακών παραγώγων θα πρέπει να ορίζεται υπό στενή έννοια, ώστε να μην επιτρέπεται ο συμψηφισμός μιας θέσης σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα με πολλές άλλες θέσεις ή η άσκηση διακριτικής ευχέρειας κατά την επιλογή των θέσεων με τις οποίες θα συμψηφιστεί.

(7)

Για να προσδιορίζεται ποιες θέσεις σε παράγωγα επί εμπορευμάτων μειώνουν, με βάση αντικειμενικές μετρήσεις, τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα, θα πρέπει να καθοριστούν ορισμένα κριτήρια, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης του λογιστικού ορισμού μιας σύμβασης αντιστάθμισης με βάση τους κανόνες των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ). Ο εν λόγω λογιστικός ορισμός θα πρέπει να είναι επίσης στη διάθεση μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων, παρόλο που αυτές δεν εφαρμόζουν τους κανόνες των ΔΠΧΑ σε επίπεδο οντότητας.

(8)

Επιπροσθέτως, οι μη χρηματοοικονομικές οντότητες θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνικές διαχείρισης κινδύνου για να μετριάζουν τους συνολικούς κινδύνους που ανακύπτουν από την εμπορική δραστηριότητά τους ή από την εμπορική δραστηριότητα του ομίλου τους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που ανακύπτουν από διάφορες γεωγραφικές αγορές, διάφορα προϊόντα, χρονικά πλαίσια ή οντότητες («αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου»). Όταν μια μη χρηματοοικονομική οντότητα χρησιμοποιεί αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου, μπορεί να μην είναι σε θέση να αποδείξει την αποκλειστική σύνδεση μεταξύ μιας συγκεκριμένης θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων και ενός συγκεκριμένου κινδύνου που ανακύπτει από την εμπορική δραστηριότητα την οποία πρόκειται να αντισταθμίσει το παράγωγο επί εμπορευμάτων. Μια μη χρηματοοικονομική οντότητα μπορεί επίσης να χρησιμοποιεί μη ισοδύναμο παράγωγο επί εμπορευμάτων για να αντισταθμίσει συγκεκριμένο κίνδυνο ο οποίος ανακύπτει από εμπορική δραστηριότητα, στην περίπτωση που δεν υπάρχει διαθέσιμο πανομοιότυπο παράγωγο επί εμπορευμάτων ή που ένα στενότερα συσχετιζόμενο παράγωγο επί εμπορευμάτων δεν διαθέτει επαρκή ρευστότητα («προσεγγιστική αντιστάθμιση»). Στις εν λόγω περιπτώσεις, οι πολιτικές και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου θα πρέπει να μπορούν να προλαμβάνουν την κατηγοριοποίηση μη αντισταθμιστικών συναλλαγών ως συναλλαγών αντιστάθμισης και να μπορούν να παρέχουν μια επαρκώς αναλυτική εικόνα του χαρτοφυλακίου αντιστάθμισης, ώστε να εντοπίζονται και να υπολογίζονται σε σχέση με τα όρια θέσεων οι κερδοσκοπικές συνιστώσες. Οι θέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την εμπορική δραστηριότητα αποκλειστικά διότι έχουν συμπεριληφθεί ως τμήμα χαρτοφυλακίου το οποίο μειώνει τους κινδύνους συνολικά.

(9)

Ένας κίνδυνος μπορεί να εξελίσσεται διαχρονικά και, για να προσαρμόζονται στην εξέλιξη του κινδύνου, παράγωγα επί εμπορευμάτων τα οποία είχαν εκτελεστεί αρχικά για τη μείωση του κινδύνου που συνδέεται με την εμπορική δραστηριότητα, μπορεί να πρέπει να συμψηφιστούν με τη χρήση πρόσθετων συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες εκκαθαρίζουν τις συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες δεν συνδέονται πλέον με τον εμπορικό κίνδυνο. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη ενός κινδύνου ο οποίος έχει αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων για σκοπούς μείωσης του κινδύνου δεν θα πρέπει, στη συνέχεια, να προκαλεί την επαναξιολόγηση της εν λόγω θέσης ως μη προνομιακής συναλλαγής εξυπαρχής.

(10)

Οι μη χρηματοοικονομικές οντότητες θα πρέπει να μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για εξαίρεση όσον αφορά την αντιστάθμιση εμπορικών συναλλαγών πριν από τη δημιουργία μιας θέσης. Η αίτηση θα πρέπει να παρέχει στην αρμόδια αρχή σαφή και συνοπτική εικόνα των εμπορικών δραστηριοτήτων της μη χρηματοοικονομικής οντότητας σχετικά με ένα υποκείμενο εμπόρευμα, τους σχετικούς κινδύνους και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα παράγωγα επί εμπορευμάτων για τη μετρίαση των εν λόγω κινδύνων. Τα όρια θέσεων εφαρμόζονται ανά πάσα στιγμή και, εάν η αρμόδια αρχή δεν χορηγήσει τελικά την εξαίρεση, η μη χρηματοοικονομική οντότητα θα πρέπει να μειώσει αναλόγως οποιαδήποτε θέση η οποία υπερβαίνει ένα όριο, ενώ μπορεί να της επιβληθούν μέτρα εποπτείας στην περίπτωση παραβίασης ενός ορίου. Οι μη χρηματοοικονομικές οντότητες θα πρέπει να επαναξιολογούν τις δραστηριότητές τους περιοδικά, ώστε να διασφαλίζουν ότι η συνεχιζόμενη εφαρμογή της εξαίρεσης είναι δικαιολογημένη.

(11)

Η περίοδος του τρέχοντος μήνα, δηλαδή η χρονική περίοδος αμέσως πριν από την παράδοση κατά τη λήξη, είναι συγκεκριμένη για κάθε παράγωγο επί εμπορευμάτων και μπορεί να μην αντιστοιχεί σε έναν μήνα ακριβώς. Επομένως, ο όρος σύμβαση του τρέχοντος μήνα θα πρέπει να αναφέρεται στην επόμενη σύμβαση του συγκεκριμένου παραγώγου επί εμπορευμάτων σε χρονική σειρά λήξης. Ο περιορισμός των θέσεων τις οποίες μπορεί να κατέχει ένα πρόσωπο στην περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνει η παράδοση του φυσικού εμπορεύματος περιορίζει την υποκείμενη παραδοτέα ποσότητα την οποία μπορεί να παραδώσει ή να παραλάβει ένα πρόσωπο, αποτρέποντας έτσι τη συσσώρευση δεσποζουσών θέσεων οι οποίες μπορεί να επιτρέπουν στα πρόσωπα που τις κατέχουν να ασκούν πίεση στην αγορά περιορίζοντας την πρόσβαση στα εμπορεύματα. Επομένως, το βασικό όριο για τα όρια θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα για παράγωγα επί εμπορευμάτων με φυσική παράδοση και με χρηματικό διακανονισμό θα πρέπει να υπολογίζεται ως ποσοστό της εκτιμώμενης παραδοτέας ποσότητας. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να εφαρμόζουν ένα χρονοδιάγραμμα μείωσης των ορίων θέσεων από το χρονικό σημείο κατά το οποίο μια σύμβαση καθίσταται σύμβαση τρέχοντος μήνα έως τη λήξη της, προκειμένου να διασφαλίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια ότι τα όρια θέσεων έχουν καθοριστεί επαρκώς καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου του τρέχοντος μήνα και να εξασφαλίζεται ο ομαλός διακανονισμός.

(12)

Το όριο θέσης επί παραγώγων που λήγουν άλλον μήνα εφαρμόζεται σε όλες τις άλλες προθεσμίες λήξης πέραν του τρέχοντος μήνα. Το βασικό όριο για τα όρια θέσεων επί παραγώγων που λήγουν άλλον μήνα για παράγωγα επί εμπορευμάτων με φυσική παράδοση και με χρηματικό διακανονισμό θα πρέπει να υπολογίζεται ως ποσοστό επί των συνολικών ανοικτών θέσεων. Η κατανομή των θέσεων σε μια σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων κατά τους άλλους μήνες παρουσιάζει συχνά συγκέντρωση κατά τους μήνες που είναι πλησιέστεροι στη λήξη. Επομένως, το σύνολο των ανοικτών θέσεων αποτελεί καταλληλότερο βασικό όριο για τον καθορισμό ορίων θέσεων σε σύγκριση με τη χρήση ενός μέσου όρου στις διάφορες προθεσμίες λήξης.

(13)

Έχει καθοριστεί βασικό όριο της τάξης του 25 % της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων με βάση την εμπειρία άλλων αγορών και άλλων δικαιοδοσιών. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να προσαρμόζουν το βασικό όριο ώστε να μπορεί να μειώνεται κατά ποσοστό έως 20 % (ή 22,5 % στην περίπτωση ορισμένων παραγώγων επί γεωργικών εμπορευμάτων) και να αυξάνεται κατά ποσοστό έως 10 % (ή 15 % στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων με μικρότερη δυνατότητα ρευστοποίησης), εάν αυτό απαιτείται λόγω των χαρακτηριστικών της αγοράς, όπως η απουσία συμμετεχόντων στην αγορά, ώστε να υποστηρίζεται ο ομαλός διακανονισμός και η ομαλή λειτουργία της σύμβασης και της υποκείμενης αγοράς της. Δεδομένου ότι τυχόν αναπροσαρμογή του μεγέθους του βασικού ορίου ισχύει μόνον εφόσον, και για όσο διάστημα, την απαιτούν τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά της αγοράς, θα πρέπει επομένως να είναι δυνατές προσωρινές προσαρμογές στο βασικό όριο. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το βασικό όριο προσαρμόζεται προς τα κάτω κάθε φορά που είναι απαραίτητο, ώστε να προλαμβάνονται οι δεσπόζουσες θέσεις και να υποστηρίζονται οι ορθοί όροι τιμολόγησης του παραγώγου επί εμπορευμάτων και του υποκείμενου εμπορεύματος. Το εύρος τιμών αποτυπώνει το γεγονός ότι η οδηγία 2014/65/ΕΕ καλύπτει μεγαλύτερο εύρος παραγώγων επί εμπορευμάτων και αγορών σε σύγκριση με άλλες αγορές και δικαιοδοσίες. Ο ορισμός των παραγώγων επί εμπορευμάτων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 30) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) είναι ευρύς και περιλαμβάνει επίσης τιτλοποιημένα παράγωγα και παράγωγα διακανονιζόμενα σε μετρητά τα οποία δεν διαθέτουν ενσώματο υποκείμενο μέσο, όπως οι κλιματικές μεταβλητές. Στην περίπτωση τιτλοποιημένων παραγώγων δεν εφαρμόζεται η έννοια του τρέχοντος μήνα και των άλλων μηνών. Στην περίπτωση παραγώγων που δεν διαθέτουν ενσώματο υποκείμενο μέσο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η παραδοτέα ποσότητα για τον καθορισμό ορίου θέσης. Επομένως, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να ενισχύουν ή να προσαρμόζουν τις μεθοδολογίες προκειμένου να καθορίζουν όρια θέσεων για τα εν λόγω παράγωγα επί εμπορευμάτων με βάση διαφορετικές παραμέτρους, όπως ο αριθμός των εκδοθέντων τίτλων ή η χρήση ανοικτών θέσεων και για τον τρέχοντα μήνα.

(14)

Ορισμένα παράγωγα επί εμπορευμάτων, ιδίως αυτά που αφορούν ηλεκτρική ενέργεια και φυσικό αέριο, προβλέπουν τη συνεχή παράδοση του υποκείμενου μέσου κατά τη διάρκεια μιας προσδιορισμένης χρονικής περιόδου όπως ημέρας, μήνα ή έτους. Επίσης, ορισμένες συμβάσεις με μεγαλύτερες περιόδους παράδοσης, όπως έτος ή τρίμηνο, μπορεί να αντικαθιστώνται αυτομάτως από συναφείς συμβάσεις με βραχύτερες περιόδους παράδοσης, όπως τρίμηνο ή μήνα (διαδοχικές συμβάσεις). Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι σωστό να καθοριστεί όριο θέσης επί παραγώγου που λήγει τον τρέχοντα μήνα για τη σύμβαση που θα αντικατασταθεί πριν από την παράδοση, καθώς το εν λόγω όριο δεν θα κάλυπτε τη λήξη και τη φυσική παράδοση ή τον διακανονισμό της σύμβασης με μετρητά. Στο μέτρο που περίοδοι παράδοσης συμβάσεων για το ίδιο υποκείμενο μέσο επικαλύπτονται, θα πρέπει να εφαρμόζεται ενιαίο όριο θέσης για όλες τις συναφείς συμβάσεις, ώστε να λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη οι θέσεις σε όλες αυτές τις συμβάσεις που μπορεί δυνητικά να παραδοθούν. Για να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία, οι συναφείς συμβάσεις θα πρέπει να υπολογίζονται σε μονάδες του υποκείμενου μέσου, να αθροίζονται και να διακανονίζονται αναλόγως.

(15)

Για ορισμένα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων, τα οποία επηρεάζουν ουσιαστικά τις τελικές τιμές των τροφίμων, η μεθοδολογία επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να καθορίζουν βασικό όριο και όριο θέσης κατώτερο του ελάχιστου γενικού εύρους τιμών, εφόσον εντοπίζουν αποδεικτικά στοιχεία κερδοσκοπικής δραστηριότητας η οποία επηρεάζει σημαντικά τις τιμές.

(16)

Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αξιολογούν εάν, λόγω των παραγόντων που απαριθμούνται στο άρθρο 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, απαιτείται προσαρμογή του βασικού ορίου για να καθοριστεί το τελικό επίπεδο του ορίου θέσης. Οι εν λόγω παράγοντες θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση αναλόγως του συγκεκριμένου παραγώγου επί εμπορευμάτων. Οι μεθοδολογίες θα πρέπει να παρέχουν κατευθύνσεις σχετικά με τον τρόπο καθορισμού του ορίου χωρίς να αφαιρούν τη λήψη της τελικής απόφασης για το κατάλληλο όριο θέσης σε ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων από την αρμόδια αρχή, ώστε να αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς. Οι παράγοντες θα πρέπει να παρέχουν σημαντικές ενδείξεις στις αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΚΑΑ ώστε να τις διευκολύνουν να διαμορφώνουν γνώμη και να διασφαλίζουν την κατάλληλη ευθυγράμμιση των ορίων θέσεων σε ολόκληρη την Ένωση, μεταξύ άλλων αξιολογώντας τον αντίκτυπο της μεταβλητότητας κατά περίπτωση και με τη συχνότητα που είναι αναγκαία ώστε να διασφαλίζεται ότι τα όρια θέσεων εξακολουθούν να είναι κατάλληλα.

(17)

Τα όρια θέσεων δεν θα πρέπει να προκαλούν φραγμούς στην ανάπτυξη νέων παραγώγων επί εμπορευμάτων και δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την επαρκή λειτουργία τμημάτων των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων τα οποία διαθέτουν μικρότερη ρευστότητα. Κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τον χρόνο που απαιτείται για την ανάπτυξη και την προσέλκυση ρευστότητας σε νέα και υφιστάμενα παράγωγα επί εμπορευμάτων, και ιδίως στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων τα οποία μπορεί να υποστηρίζουν τη διαχείριση κινδύνων σε εξειδικευμένες ή μη ώριμες αγορές ή που έχουν σκοπό την ανάπτυξη νέων συμφωνιών αντιστάθμισης σε νέα εμπορεύματα. Δεδομένου του μεγάλου εύρους αγορών και εμπορευμάτων στα οποία εφαρμόζεται το καθεστώς των ορίων θέσεων, δεν υπάρχει ενιαία και προκαθορισμένη χρονική περίοδος η οποία να αποτυπώνει επαρκώς τη μετάβαση μιας σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων από το καθεστώς της νέας σύμβασης στο καθεστώς της καθιερωμένης σύμβασης. Αντιστοίχως, υπάρχουν πολλές συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες μπορεί να μην προσελκύσουν ποτέ αρκετούς συμμετέχοντες ή ρευστότητα ώστε τα όρια θέσεων να μπορέσουν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά χωρίς να υπάρχει κίνδυνος συχνής και απροειδοποίητης παράβασης του ορίου και, συνεπώς, διατάραξης της τιμολόγησης και του διακανονισμού των εν λόγω παραγώγων επί εμπορευμάτων. Για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι κίνδυνοι για την αποδοτική λειτουργία των αγορών, η μεθοδολογία προβλέπει κλιμακούμενη προσέγγιση, στην οποία το όριο θέσης για τον τρέχοντα μήνα και για τους άλλους μήνες καθορίζεται σε σταθερό επίπεδο 2 500 παρτίδων για παράγωγα επί εμπορευμάτων και 2,5 εκατομμυρίων εκδοθέντων τίτλων για τιτλοποιημένα παράγωγα με υποκείμενο εμπόρευμα για συμβάσεις που δεν υπερβαίνουν οριακή τιμή 10 000 παρτίδων ή 10 εκατομμυρίων τίτλων, αντιστοίχως. Οι συμβάσεις που υπερβαίνουν αυτές τις οριακές τιμές, ενώ εξακολουθούν να είναι σχετικά μη ρευστοποιήσιμες, θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται, κατά περίπτωση, από μεγαλύτερο όριο, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν περιορίζονται κατά τρόπο αθέμιτο οι συναλλαγές στις εν λόγω συμβάσεις.

(18)

Ο αριθμός, η σύνθεση και ο ρόλος των συμμετεχόντων στην αγορά σε ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων μπορεί να επηρεάζουν τον χαρακτήρα και το μέγεθος των θέσεων που κατέχουν στην αγορά ορισμένοι συμμετέχοντες. Για ορισμένα παράγωγα επί εμπορευμάτων ορισμένοι συμμετέχοντες στην αγορά μπορεί να κατέχουν μεγάλη θέση, η οποία αντικατοπτρίζει τον ρόλο τους στην αγοραπωλησία και στην παράδοση του εμπορεύματος, όταν βρίσκονται στην απέναντι πλευρά της αγοράς σε σχέση με την πλειονότητα των άλλων συμμετεχόντων στην αγορά που παρέχουν ρευστότητα ή υπηρεσίες διαχείρισης κινδύνων για την υποκείμενη αγορά εμπορευμάτων.

(19)

Η προσφορά, η χρήση, η διαθεσιμότητα του υποκείμενου εμπορεύματος, καθώς και η πρόσβαση σε αυτό αποτελούν χαρακτηριστικά της αγοράς της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων. Μέσω της αξιολόγησης αναλυτικότερων συνιστωσών αυτών των χαρακτηριστικών, όπως η αλλοιωσιμότητα του εμπορεύματος και η μέθοδος μεταφοράς, η αρμόδια αρχή μπορεί να προσδιορίζει την ευελιξία της αγοράς και να προσαρμόζει τα όρια θέσεων καταλλήλως.

(20)

Για ορισμένα παράγωγα επί εμπορευμάτων μπορεί να υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των ανοικτών θέσεων και της παραδοτέας ποσότητας. Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση που υπάρχουν σχετικά ελάχιστες συναλλαγές παραγώγων σε σύγκριση με την παραδοτέα ποσότητα, οπότε οι ανοικτές θέσεις θα είναι μικρότερες σε σύγκριση με την παραδοτέα ποσότητα ή, για παράδειγμα, στην περίπτωση που συγκεκριμένο παράγωγο επί εμπορευμάτων χρησιμοποιείται ευρέως για την αντιστάθμιση πολλών διαφορετικών ανοιγμάτων σε κίνδυνο και, επομένως, η παραδοτέα ποσότητα είναι μικρότερη σε σύγκριση με τις ανοικτές θέσεις. Τέτοιες σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των ανοικτών θέσεων και της παραδοτέας ποσότητας δικαιολογούν αυξήσεις ή μειώσεις του βασικού ορίου που εφαρμόζεται για το όριο θέσεων επί παραγώγων που λήγουν άλλον μήνα, ώστε να αποφεύγεται η διατάραξη της αγοράς όταν πλησιάζει ο τρέχων μήνας (μήνας παράδοσης) του παραγώγου.

(21)

Η νέα νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων που προβλέπει η οδηγία 2014/65/ΕΕ και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2017. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η συνοχή και η ασφάλεια δικαίου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να εφαρμόζεται από την ίδια ημερομηνία.

(22)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι απαραίτητο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

(23)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η ΕΑΚΑΑ στην Επιτροπή.

(24)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους — οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3),

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης που κατέχει ένα πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων και τη μεθοδολογία υπολογισμού των ορίων θέσεων στο μέγεθος της εν λόγω θέσης.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «Μη χρηματοοικονομική οντότητα»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δεν είναι:

α)

επιχείρηση επενδύσεων που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕE·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4)·

γ)

ασφαλιστική επιχείρηση που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου (5)·

δ)

ασφαλιστική επιχείρηση που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)·

ε)

αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)·

στ)

ΟΣΕΚΑ και, κατά περίπτωση, η εταιρεία διαχείρισής του, που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)·

ζ)

ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών κατά την έννοια του άρθρου 6 στοιχείο α) της οδηγίας 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)·

η)

οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων υπό τη διαχείριση ΔΟΕΕ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας ή έχει καταχωριστεί σύμφωνα με την οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)·

θ)

κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11)·

ι)

κεντρικό αποθετήριο τίτλων που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12).

Μια οντότητα τρίτης χώρας είναι μη χρηματοοικονομική οντότητα σε περιπτώσεις όπου δεν θα ήταν υποχρεωτικό να λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει οποιασδήποτε ανωτέρω αναφερόμενης νομοθεσίας εάν είχε την έδρα της στην Ένωση και υπόκειτο στο δίκαιο της Ένωσης.

2)   «Σύμβαση τρέχοντος μήνα»: η σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων σε σχέση με συγκεκριμένο υποκείμενο εμπόρευμα η οποία είναι η επόμενη σύμβαση που θα λήξει σύμφωνα με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης.

3)   «Σύμβαση άλλου μήνα»: οποιαδήποτε σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων η οποία δεν είναι σύμβαση τρέχοντος μήνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΜΕΘΟΔΟΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΕΘΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΗΣ ΘΕΣΗΣ ΕΝΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Άρθρο 3

Άθροιση και συμψηφισμός θέσεων σε παράγωγο επί εμπορευμάτων

(άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Η καθαρή θέση ενός προσώπου σε παράγωγο επί εμπορευμάτων είναι το άθροισμα των θέσεων που κατέχει στο εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που θεωρούνται ίδια με το εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1, και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σύμφωνα με το άρθρο 6.

2.   Στην περίπτωση που ένα πρόσωπο κατέχει θετικές και αρνητικές θέσεις σε οποιοδήποτε από τα παράγωγα επί εμπορευμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, το πρόσωπο συμψηφίζει τις εν λόγω θέσεις για να καθοριστεί η καθαρή θέση του για το εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων.

3.   Οι θέσεις που κατέχει μια μη χρηματοοικονομική οντότητα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων τα οποία, με βάση αντικειμενικές μετρήσεις, μειώνουν τους κινδύνους σύμφωνα με το άρθρο 7, όπως έχει εγκριθεί από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 8, δεν αθροίζονται για σκοπούς προσδιορισμού της καθαρής θέσης της εν λόγω μη χρηματοοικονομικής οντότητας.

4.   Ένα πρόσωπο προσδιορίζει χωριστά την καθαρή θέση που κατέχει σε ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων για τις συμβάσεις τρέχοντος μήνα και χωριστά για τις συμβάσεις άλλου μήνα.

Άρθρο 4

Μέθοδος υπολογισμού των θέσεων για νομικές οντότητες εντός ομίλου

(άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Μια μητρική εταιρεία προσδιορίζει την καθαρή θέση της αθροίζοντας τις κατωτέρω θέσεις σύμφωνα με το άρθρο 3:

α)

τη δική της καθαρή θέση·

β)

τις καθαρές θέσεις καθεμιάς εκ των θυγατρικών της.

2.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, η μητρική εταιρεία ενός οργανισμού συλλογικών επενδύσεων ή, στην περίπτωση που ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει διορίσει εταιρεία διαχείρισης, η μητρική εταιρεία της εν λόγω εταιρείας διαχείρισης δεν αθροίζει τις θέσεις σε παράγωγα επί εμπορευμάτων οποιουδήποτε οργανισμού συλλογικών επενδύσεων στην περίπτωση που δεν επηρεάζει κατ' οποιονδήποτε τρόπο τις επενδυτικές αποφάσεις σχετικά με το άνοιγμα, τη διατήρηση ή το κλείσιμο των εν λόγω θέσεων.

Άρθρο 5

Ίδια παράγωγα επί εμπορευμάτων και σημαντικές ποσότητες

(άρθρο 57 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης θεωρείται ίδιο με παράγωγο επί εμπορευμάτων το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε άλλο τόπο διαπραγμάτευσης εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:

α)

αμφότερα τα παράγωγα επί εμπορευμάτων έχουν πανομοιότυπες συμβατικές προδιαγραφές, όρους και προϋποθέσεις, με την εξαίρεση των ρυθμίσεων διαχείρισης κινδύνων κατά την ολοκλήρωση της συναλλαγής·

β)

αμφότερα τα παράγωγα επί εμπορευμάτων σχηματίζουν μια ενιαία εμπορεύσιμη μονάδα ανοικτών θέσεων ή, στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων τα οποία ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκδοθέντων τίτλων μέσω της οποίας οι κατεχόμενες θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης μπορούν να εκκαθαριστούν με τις κατεχόμενες θέσεις στο παράγωγο επί εμπορευμάτων που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον άλλο τόπο διαπραγμάτευσης.

2.   Ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε έναν τόπο διαπραγμάτευσης στην περίπτωση που η διαπραγμάτευση του παραγώγου επί εμπορευμάτων στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών:

α)

υπερβαίνει μέση ποσότητα ημερήσιων ανοικτών θέσεων της τάξης των 10 000 παρτίδων κατά τον τρέχοντα μήνα και άλλους μήνες συνδυαστικά· ή

β)

στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, όταν ο αριθμός των υπό διαπραγμάτευση μονάδων πολλαπλασιαζόμενος με την τιμή υπερβαίνει μέσο ημερήσιο ποσό ύψους 1 εκατ. ευρώ.

3.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιείται η μεγαλύτερη ποσότητα συναλλαγών στο ίδιο παράγωγο επί εμπορευμάτων είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης στον οποίο σημειώνεται, κατά τη διάρκεια ενός έτους:

α)

ο μεγαλύτερος μέσος όρος ημερήσιων ανοικτών θέσεων· ή

β)

στην περίπτωση παραγώγων επί εμπορευμάτων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, το μεγαλύτερο μέσο ημερήσιο ποσό.

Άρθρο 6

Συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων οικονομικά ισοδύναμες με παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης

(άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Ένα εξωχρηματιστηριακό παράγωγο θεωρείται οικονομικά ισοδύναμο με παράγωγο επί εμπορευμάτων που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στην περίπτωση που διαθέτει πανομοιότυπες συμβατικές προδιαγραφές, όρους και προϋποθέσεις, με την εξαίρεση διαφορετικών προδιαγραφών μεγέθους παρτίδας, ημερομηνιών παράδοσης που αποκλίνουν περισσότερο από μία ημερολογιακή ημέρα και διαφορετικών ρυθμίσεων μετασυναλλακτικής διαχείρισης κινδύνων.

Άρθρο 7

Θέσεις που μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες

(άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Μια θέση την οποία κατέχει μη χρηματοοικονομική οντότητα σε παράγωγα επί εμπορευμάτων τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης ή σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, σύμφωνα με το άρθρο 6, μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες της εν λόγω μη χρηματοοικονομικής οντότητας στην περίπτωση που είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα παράγωγα σύμφωνα με την παράγραφο 2 («θέση σε χαρτοφυλάκιο παραγώγων επί εμπορευμάτων») πληροί ένα από τα κατωτέρω κριτήρια:

α)

μειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δυνητική αλλαγή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, εμπορευμάτων ή υποχρεώσεων που η μη χρηματοοικονομική οντότητα ή ο όμιλός της κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτά ή προβλέπει εύλογα ότι κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτά κατά την κανονική πορεία της δραστηριότητάς του·

β)

χαρακτηρίζεται ως σύμβαση αντιστάθμισης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς (ΔΠΧΑ) που εγκρίθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, μια θέση που μειώνει τον κίνδυνο, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα παράγωγα, είναι η θέση για την οποία η μη χρηματοοικονομική οντότητα ή το πρόσωπο που κατέχει τη θέση εκ μέρους της εν λόγω οντότητας:

α)

περιγράφει τα ακόλουθα στις εσωτερικές πολιτικές της:

i)

τους τύπους των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τα κριτήρια επιλεξιμότητάς τους·

ii)

τη σύνδεση μεταξύ του χαρτοφυλακίου και των κινδύνων που μειώνει το χαρτοφυλάκιο·

iii)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να διασφαλιστεί ότι οι θέσεις που αφορούν τις εν λόγω συμβάσεις δεν εξυπηρετούν άλλον σκοπό πέραν της κάλυψης των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες της μη χρηματοοικονομικής οντότητας, και ότι οποιαδήποτε θέση που εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια·

β)

μπορεί να παρέχει επαρκώς αναλυτική εικόνα των χαρτοφυλακίων όσον αφορά την κατηγορία παραγώγων επί εμπορευμάτων, το υποκείμενο εμπόρευμα, τον χρονικό ορίζοντα και οποιουσδήποτε άλλους συναφείς παράγοντες.

Άρθρο 8

Αίτηση εξαίρεσης από τα όρια θέσεων

(άρθρο 57 παράγραφος 1 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Μια μη χρηματοοικονομική οντότητα που κατέχει κατάλληλη θέση σε παράγωγο επί εμπορευμάτων υποβάλλει αίτηση για την εξαίρεση που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ στην αρμόδια αρχή η οποία καθορίζει το όριο θέσης για το εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων.

2.   Το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 πρόσωπο υποβάλλει στην αρμόδια αρχή τις κατωτέρω πληροφορίες, οι οποίες αποδεικνύουν πώς η θέση μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της μη χρηματοοικονομικής οντότητας:

α)

περιγραφή του χαρακτήρα και της αξίας των εμπορικών δραστηριοτήτων της μη χρηματοοικονομικής οντότητας στο εμπόρευμα το οποίο αφορά το παράγωγο επί εμπορευμάτων για το οποίο ζητείται εξαίρεση·

β)

περιγραφή του χαρακτήρα και της αξίας των δραστηριοτήτων της μη χρηματοοικονομικής οντότητας στη διαπραγμάτευση και στις θέσεις που κατέχει στα συναφή παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης και στις οικονομικά ισοδύναμες με αυτά συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

γ)

περιγραφή του χαρακτήρα και του μεγέθους των ανοιγμάτων και των κινδύνων στο εμπόρευμα τους οποίους αναλαμβάνει ή αναμένεται να αναλάβει η μη χρηματοοικονομική οντότητα ως αποτέλεσμα των εμπορικών δραστηριοτήτων της και οι οποίοι μειώνονται ή θα μειώνονταν με τη χρήση παραγώγων επί εμπορευμάτων·

δ)

επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο η χρήση παραγώγων επί εμπορευμάτων από τη μη χρηματοοικονομική οντότητα μειώνει το άνοιγμα και τους κινδύνους της στις εμπορικές δραστηριότητές της.

3.   Η αρμόδια αρχή εγκρίνει ή απορρίπτει την αίτηση εντός 21 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της αίτησης και ενημερώνει τη μη χρηματοοικονομική οντότητα για την έγκριση ή την απόρριψη της εξαίρεσης.

4.   Η μη χρηματοοικονομική οντότητα ενημερώνει την αρμόδια αρχή εάν υπάρξει σημαντική αλλαγή στον χαρακτήρα ή στην αξία των εμπορικών δραστηριοτήτων της μη χρηματοοικονομικής οντότητας ή στις δραστηριότητες συναλλαγών σε παράγωγα επί εμπορευμάτων και η αλλαγή αφορά τις πληροφορίες που ορίζονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), και υποβάλλει νέα αίτηση εξαίρεσης, εάν σκοπεύει να συνεχίσει να χρησιμοποιεί την εξαίρεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ

ΤΜΗΜΑ 1

Προσδιορισμός των βασικών μεγεθών

Άρθρο 9

Μεθοδολογία καθορισμού του βασικού μεγέθους για όρια θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα

(άρθρο 57 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν βασικό μέγεθος για το όριο θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων που λήγει κατά τον τρέχοντα μήνα υπολογίζοντας το 25 % της παραδοτέας ποσότητας για το εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων.

2.   Το βασικό μέγεθος ορίζεται σε παρτίδες οι οποίες αποτελούν τη μονάδα διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιείται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση του παραγώγου επί εμπορευμάτων και αντιπροσωπεύουν τυποποιημένη ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος.

3.   Στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή καθορίζει διαφορετικά όρια θέσεων για διαφορετικά χρονικά σημεία εντός της περιόδου του τρέχοντος μήνα, τα εν λόγω όρια θέσεων μειώνονται σταδιακά προς τη λήξη του παραγώγου επί εμπορευμάτων και λαμβάνουν υπόψη τις ρυθμίσεις διαχείρισης θέσεων του τόπου διαπραγμάτευσης.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν το βασικό μέγεθος για το όριο θέσης για κάθε σύμβαση παραγώγων με υποκείμενο μέσο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως τρόφιμο που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, με σύνολο συνδυασμένων ανοικτών θέσεων σε συμβάσεις τρέχοντος μήνα και άλλου μήνα το οποίο υπερβαίνει τις 50 000 παρτίδες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών, υπολογίζοντας το 20 % της παραδοτέας ποσότητας στο συγκεκριμένο παράγωγο εμπορεύματος.

Άρθρο 10

Παραδοτέα ποσότητα

(άρθρο 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν την παραδοτέα ποσότητα για ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων προσδιορίζοντας την ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την εκπλήρωση των απαιτήσεων παράδοσης του παραγώγου επί εμπορευμάτων.

2.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την παραδοτέα ποσότητα για ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 με βάση τη μέση μηνιαία ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος που ήταν διαθέσιμη για παράδοση κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ενός έτους αμέσως πριν από τον εν λόγω καθορισμό.

3.   Για να προσδιοριστεί η ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος που πληροί τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τα κατωτέρω κριτήρια:

α)

τις συμφωνίες αποθήκευσης για το υποκείμενο εμπόρευμα·

β)

τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την προμήθεια του υποκείμενου εμπορεύματος.

Άρθρο 11

Μεθοδολογία καθορισμού του βασικού μεγέθους για όρια θέσεων επί παραγώγων που λήγουν άλλον μήνα

(άρθρο 57 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν βασικό μέγεθος για το όριο θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων που λήγει άλλον μήνα υπολογίζοντας το 25 % των ανοικτών θέσεων στο εν λόγω παράγωγο επί εμπορευμάτων.

2.   Το βασικό μέγεθος ορίζεται σε παρτίδες οι οποίες αποτελούν τη μονάδα διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιείται από τον τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο πραγματοποιείται η διαπραγμάτευση του παραγώγου επί εμπορευμάτων και αντιπροσωπεύουν τυποποιημένη ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος.

Άρθρο 12

Ανοικτές θέσεις

(άρθρο 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι αρμόδιες αρχές υπολογίζουν τις ανοικτές θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων αθροίζοντας τον αριθμό των παρτίδων του εν λόγω παραγώγου επί εμπορευμάτων που είναι σε κυκλοφορία σε τόπους διαπραγμάτευσης μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Άρθρο 13

Μεθοδολογία καθορισμού του βασικού μεγέθους όσον αφορά ορισμένες συμβάσεις

(άρθρο 57 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 9, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν το βασικό μέγεθος για όρια θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα για συμβάσεις τρέχοντος μήνα με χρηματικό διακανονισμό οι οποίες υπόκεινται στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οι οποίες δεν προβλέπουν μετρήσιμη παραδοτέα ποσότητα των υποκείμενων εμπορευμάτων τους υπολογίζοντας το 25 % των ανοικτών θέσεων στις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων.

2.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 9 και 11, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν το βασικό μέγεθος για τα όρια θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ υπολογίζοντας το 25 % του αριθμού των εκδοθέντων τίτλων. Το βασικό μέγεθος καθορίζεται ως αριθμός τίτλων.

3.   Κατά παρέκκλιση των άρθρων 9 και 11, στην περίπτωση που ένα παράγωγο επί εμπορευμάτων προβλέπει τη συνεχή παράδοση του υποκείμενου μέσου κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου, τα βασικά μεγέθη που υπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 11 εφαρμόζονται σε συναφή παράγωγα επί εμπορευμάτων για το ίδιο υποκείμενο μέσο, στο μέτρο που οι περίοδοι παράδοσής τους επικαλύπτονται. Το βασικό μέγεθος καθορίζεται σε μονάδες του υποκείμενου μέσου.

ΤΜΗΜΑ II

Συναφείς παράγοντες για τον υπολογισμό ορίων θέσεων

Άρθρο 14

Αξιολόγηση παραγόντων

(άρθρο 57 παράγραφος 3 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν τα όρια θέσεων σε παράγωγο επί εμπορευμάτων που λήγει τον τρέχοντα μήνα και άλλον μήνα προσαρμόζοντας το βασικό μέγεθος που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 9, 11 και 13 με βάση τον δυνητικό αντίκτυπο των παραγόντων που αναφέρονται στα άρθρα 16 έως 20 στην ακεραιότητα της αγοράς του εν λόγω παραγώγου και του υποκείμενου εμπορεύματός του σε όριο:

α)

κυμαινόμενο μεταξύ 5 % και 35 %· ή

β)

κυμαινόμενο μεταξύ 2,5 % και 35 % για οποιαδήποτε σύμβαση παραγώγων με υποκείμενο μέσο το οποίο είναι τρόφιμο που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση με σύνολο συνδυασμένων ανοικτών θέσεων σε συμβάσεις τρέχοντος μήνα και άλλου μήνα το οποίο υπερβαίνει τις 50 000 παρτίδες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών.

Άρθρο 15

Νέες και μη ρευστοποιήσιμες συμβάσεις

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 14:

α)

για παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης με σύνολο συνδυασμένων ανοικτών θέσεων σε συμβάσεις τρέχοντος μήνα και άλλου μήνα το οποίο δεν υπερβαίνει τις 10 000 παρτίδες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν το όριο θέσεων στα εν λόγω παράγωγα επί εμπορευμάτων στις 2 500 παρτίδες·

β)

για παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης με σύνολο συνδυασμένων ανοικτών θέσεων σε συμβάσεις τρέχοντος μήνα και άλλου μήνα το οποίο υπερβαίνει τις 10 000 παρτίδες αλλά δεν υπερβαίνει τις 20 000 παρτίδες κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν το όριο θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και άλλον μήνα σε ποσοστό κυμαινόμενο από 5 % έως 40 %·

γ)

για παράγωγα επί εμπορευμάτων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ με συνολικό αριθμό εκδοθέντων τίτλων που δεν υπερβαίνει τα 10 εκατ. κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών, η αρμόδια αρχή καθορίζει το όριο των θέσεων στα εν λόγω παράγωγα επί εμπορευμάτων στα 2,5 εκατ. τίτλους·

δ)

για παράγωγα επί εμπορευμάτων που ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 44) στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ με συνολικό αριθμό εκδοθέντων τίτλων που υπερβαίνει τα 10 εκατ. αλλά δεν υπερβαίνει τα 20 εκατ. κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών, η αρμόδια αρχή καθορίζει το όριο των θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και άλλον μήνα σε ποσοστό κυμαινόμενο από 5 % έως 40 %.

2.   Ο τόπος διαπραγμάτευσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή όταν οι συνολικές ανοικτές θέσεις οποιουδήποτε εν λόγω παραγώγου επί εμπορευμάτων ανέλθουν σε οποιαδήποτε από τις ποσότητες παρτίδων ή σε οποιονδήποτε αριθμό εκδοθέντων τίτλων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο κατά τη διάρκεια μιας περιόδου τριών διαδοχικών μηνών. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν το όριο θέσης όταν λάβουν τέτοια ενημέρωση.

Άρθρο 16

Διάρκεια των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Στην περίπτωση ορίων θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα, εάν το παράγωγο επί εμπορευμάτων έχει μικρή προθεσμία λήξης, οι αρμόδιες αρχές μειώνουν το όριο θέσης.

2.   Στην περίπτωση ορίων θέσεων επί παραγώγων που λήγουν άλλον μήνα, εάν το παράγωγο επί εμπορευμάτων έχει μεγάλο αριθμό χωριστών ημερομηνιών λήξης, οι αρμόδιες αρχές αυξάνουν το όριο θέσης.

Άρθρο 17

Παραδοτέα ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο β) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Στην περίπτωση που η παραδοτέα ποσότητα του υποκείμενου εμπορεύματος μπορεί να περιοριστεί ή να ελεγχθεί ή εάν το επίπεδο παραδοτέας ποσότητας είναι χαμηλό σε σχέση με την ποσότητα που απαιτείται για ομαλό διακανονισμό, οι αρμόδιες αρχές μειώνουν το όριο θέσης. Οι αρμόδιες θέσεις αξιολογούν τον βαθμό στον οποίο αυτή η παραδοτέα ποσότητα χρησιμοποιείται επίσης ως παραδοτέα ποσότητα για άλλα παράγωγα επί εμπορευμάτων.

Άρθρο 18

Σύνολο ανοικτών θέσεων

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Στην περίπτωση που υπάρχει μεγάλη ποσότητα συνολικών ανοικτών θέσεων, οι αρμόδιες αρχές μειώνουν το όριο θέσης.

2.   Όταν οι ανοικτές θέσεις είναι σημαντικά υψηλότερες από την παραδοτέα ποσότητα, οι αρμόδιες αρχές μειώνουν το όριο θέσης.

3.   Όταν οι ανοικτές θέσεις είναι σημαντικά χαμηλότερες από την παραδοτέα ποσότητα, οι αρμόδιες αρχές αυξάνουν το όριο θέσης.

Άρθρο 19

Αριθμός των συμμετεχόντων στην αγορά

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο ε) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Στην περίπτωση που ο μέσος ημερήσιος αριθμός των συμμετεχόντων στην αγορά οι οποίοι κατέχουν θέση στο παράγωγο επί εμπορευμάτων κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ενός έτους είναι υψηλός, η αρμόδια αρχή μειώνει το όριο θέσης.

2.   Κατά παρέκκλιση του άρθρου 14, οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν το όριο θέσεων επί παραγώγων που λήγουν κατά τον τρέχοντα μήνα και άλλον μήνα σε ποσοστό κυμαινόμενο από 5 % έως 50 % εάν:

α)

ο μέσος αριθμός των συμμετεχόντων στην αγορά που κατέχουν μια θέση στο παράγωγο επί εμπορευμάτων κατά την περίοδο έως τον καθορισμό του ορίου θέσης είναι μικρότερος από 10· ή

β)

ο αριθμός των επιχειρήσεων επενδύσεων που ενεργούν ως ειδικός διαπραγματευτής (market maker) σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 7) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ στο παράγωγο επί εμπορευμάτων κατά τον χρόνο καθορισμού ή επανεξέτασης του ορίου θέσης είναι μικρότερος από 3.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να καθορίζουν διαφορετικά όρια θέσης για διαφορετικά χρονικά διαστήματα εντός της περιόδου του τρέχοντος μήνα, της περιόδου άλλου μήνα ή και για τις δύο περιόδους.

Άρθρο 20

Χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο στ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

1.   Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τον τρόπο με τον οποίο τα χαρακτηριστικά της υποκείμενης αγοράς επηρεάζουν τη λειτουργία και τη διαπραγμάτευση του παραγώγου επί εμπορευμάτων και το μέγεθος των θέσεων που κατέχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ευκολία και την ταχύτητα πρόσβασης που έχουν στο υποκείμενο εμπόρευμα οι συμμετέχοντες στην αγορά.

2.   Η αξιολόγηση της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνει υπόψη τα εξής:

α)

εάν υπάρχουν περιορισμοί στην προμήθεια του εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένης της αλλοιωσιμότητας του παραδοτέου εμπορεύματος·

β)

τη μέθοδο μεταφοράς και παράδοσης του φυσικού εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

i)

του εάν το εμπόρευμα μπορεί να παραδοθεί σε καθορισμένα σημεία παράδοσης μόνο·

ii)

των περιορισμών χωρητικότητας των καθορισμένων σημείων παράδοσης·

γ)

τη διάρθρωση, την οργάνωση και τη λειτουργία της αγοράς, συμπεριλαμβανομένης της εποχικότητας που χαρακτηρίζει αγορές εξορυκτικών και γεωργικών εμπορευμάτων, στις οποίες η φυσική προσφορά παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους·

δ)

τη σύνθεση και τον ρόλο των συμμετεχόντων στην υποκείμενη αγορά εμπορευμάτων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά που παρέχουν ειδικές υπηρεσίες οι οποίες επιτρέπουν τη λειτουργία της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων, όπως υπηρεσίες διαχείρισης κινδύνων, παράδοσης, αποθήκευσης ή διακανονισμού·

ε)

μακροοικονομικούς ή άλλους συναφείς παράγοντες που επηρεάζουν τη λειτουργία της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης, της αποθήκευσης και του διακανονισμού του εμπορεύματος·

στ)

τα χαρακτηριστικά, τις φυσικές ιδιότητες και τη διάρκεια ζωής του υποκείμενου εμπορεύματος.

Άρθρο 21

Μεταβλητότητα των σχετικών αγορών

(άρθρο 57 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Αφού έχουν πρώτα εφαρμόσει τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 16 έως 20 τα οποία είναι σχετικά με τον καθορισμό του ορίου θέσης για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορεύματος που αναφέρεται στο άρθρο 57 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές προσαρμόζουν περαιτέρω το εν λόγω όριο θέσης εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

υπάρχει υπερβολική μεταβλητότητα της τιμής του παραγώγου επί εμπορεύματος ή του υποκείμενου βασικού εμπορεύματος·

β)

η περαιτέρω προσαρμογή του ορίου θέσης θα μείωνε ουσιαστικά την υπερβολική μεταβλητότητα της τιμής του εν λόγω παραγώγου επί εμπορεύματος ή του υποκείμενου βασικού εμπορεύματος.

Άρθρο 22

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 1η Δεκεμβρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 173.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(4)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(5)  Πρώτη οδηγία 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής (ΕΕ L 228 της 16.8.1973, σ. 3).

(6)  Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ L 345 της 19.12.2002, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ (ΕΕ L 323 της 9.12.2005, σ. 1).

(8)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(9)  Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών (ΕΕ L 235 της 23.9.2003, σ. 10).

(10)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(11)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).


31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/492


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2017/592 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 1ης Δεκεμβρίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τα κριτήρια βάσει των οποίων μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (1), και ιδίως το άρθρο 2 παράγραφος 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η εκτίμηση για το κατά πόσο ένα πρόσωπο διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών στην Ένωση ως δραστηριότητα παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς του πρέπει να πραγματοποιείται σε επίπεδο ομίλου. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ένας όμιλος θεωρείται ότι αποτελείται από τη μητρική επιχείρηση και όλες τις θυγατρικές επιχειρήσεις της και περιλαμβάνει οντότητες εγκατεστημένες στην Ένωση ή σε τρίτες χώρες ανεξαρτήτως του αν η έδρα του ομίλου βρίσκεται εντός ή εκτός της Ένωσης.

(2)

Η εκτίμηση πρέπει να συνίσταται σε δύο δοκιμές, οι οποίες βασίζονται αμφότερες στη συναλλακτική δραστηριότητα των προσώπων εντός του ομίλου και πρέπει να υπολογίζονται κατά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού. Η πρώτη δοκιμή θα πρέπει να προσδιορίζει εάν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου είναι σημαντικοί συμμετέχοντες σε σχέση με το μέγεθος της χρηματοπιστωτικής αγοράς στη συγκεκριμένη κατηγορία στοιχείων ενεργητικού και εάν, ως εξ αυτού, θα έπρεπε να υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων. Η δεύτερη δοκιμή θα πρέπει να προσδιορίζει εάν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών σε τόσο μεγάλη έκταση έναντι της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου ώστε οι εν λόγω δραστηριότητες δεν μπορούν να θεωρούνται παρεπόμενες σε επίπεδο ομίλου και εάν, συνεπώς, τα πρόσωπα θα έπρεπε να υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων.

(3)

Η πρώτη δοκιμή συγκρίνει το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας ενός προσώπου με τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα στην Ένωση κατά κατηγορία στοιχείων ενεργητικού, προκειμένου να καθορίσει το μερίδιο αγοράς του προσώπου. Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας πρέπει να καθορίζεται αφαιρώντας από τον όγκο της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητας του προσώπου το σύνολο του όγκου των συναλλαγών για τους σκοπούς της ενδοομιλικής ρευστότητας ή της διαχείρισης κινδύνου, της αντικειμενικά μετρήσιμης μείωσης των κινδύνων που σχετίζονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης ή της εκπλήρωσης υποχρεώσεων για παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης («προνομιακές συναλλαγές»).

(4)

Ο όγκος της συναλλακτικής δραστηριότητας θα πρέπει να καθορίζεται από την ακαθάριστη ονομαστική αξία των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών με βάση έναν κυλιόμενο μέσο όρο των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων. Το συνολικό μέγεθος της αγοράς θα πρέπει να καθορίζεται με βάση τη συναλλακτική δραστηριότητα που ασκείται στην Ένωση σε σχέση με κάθε κατηγορία στοιχείων ενεργητικού για την οποία επιδιώκεται η εξαίρεση, συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης εντός και εκτός τόπων διαπραγμάτευσης στην Ένωση.

(5)

Επειδή οι αγορές εμπορευμάτων διαφέρουν σημαντικά ως προς το μέγεθος, τον αριθμό των συμμετεχόντων στην αγορά, το επίπεδο ρευστότητας και άλλα χαρακτηριστικά, εφαρμόζονται διαφορετικά κατώτατα όρια για τις διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού όσον αφορά τη δοκιμή για το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας.

(6)

Η δεύτερη δοκιμή παρέχει δύο μεθόδους για τον καθορισμό του μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας προκειμένου να γίνει σύγκρισή της με το μέγεθος της κύριας δραστηριότητας που ασκεί ο όμιλος. Η εν λόγω δοκιμή λαμβάνει δύο μορφές, ώστε να αποτυπώνει καλύτερα τις υποκείμενες δραστηριότητες των προσώπων που προτίθενται να χρησιμοποιήσουν την εξαίρεση ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα την κανονιστική επιβάρυνση και την πολυπλοκότητα της διεξαγωγής της δοκιμασίας. Η δοκιμή με βάση τα κεφάλαια παρέχεται ως εναλλακτική επιλογή της δοκιμής με βάση τις συναλλαγές προκειμένου να ληφθεί υπόψη η οικονομική πραγματικότητα των πολύ ετερογενών ομίλων που πρέπει να υποβληθούν στην αξιολόγηση για το αν η συναλλακτική δραστηριότητά τους είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, συμπεριλαμβανομένων ομίλων που έχουν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, αναλόγως του μεγέθους τους, στη δημιουργία εγκαταστάσεων υποδομής, μεταφορών και παραγωγής, καθώς και επενδύσεις οι οποίες δεν μπορούν να αντισταθμιστούν εύκολα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δεδομένου ότι οι δύο μορφές της δεύτερης δοκιμής καλύπτουν τις διαφορετικές οικονομικές πραγματικότητες διαφόρων ομίλων, οι δύο δοκιμές αποτελούν εξίσου κατάλληλες μεθόδους για τον προσδιορισμό του κατά πόσο μια συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας ενός συγκεκριμένου ομίλου.

(7)

Το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας όπως χρησιμοποιείται βάσει της πρώτης μεθόδου της δεύτερης δοκιμής λαμβάνεται ως προσεγγιστική μεταβλητή για την εμπορική δραστηριότητα που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια δραστηριότητά του. Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή είναι εύκολη και οικονομικά συμφέρουσα στην εφαρμογή της από τα πρόσωπα, καθώς βασίζεται σε δεδομένα τα οποία έπρεπε να έχουν ήδη συλλεγεί για την πρώτη δοκιμή και, ταυτόχρονα, συμβάλλει στη διενέργεια μιας ουσιαστικής δοκιμής.

(8)

Η εν λόγω προσεγγιστική μεταβλητή είναι κατάλληλη επειδή μια ορθολογική, αποστρεφόμενη τους κινδύνους οντότητα, όπως ένας παραγωγός, μεταποιητής ή καταναλωτής εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, θεωρείται ότι αντισταθμίζει τον όγκο της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς του με ισοδύναμο όγκο παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών. Συνεπώς, ο όγκος της συνολικής συναλλακτικής δραστηριότητάς του σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών υπολογιζόμενος βάσει της ακαθάριστης ονομαστικής αξίας του υποκείμενου μέσου αποτελεί κατάλληλη προσεγγιστική μεταβλητή για το μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου. Επειδή οι όμιλοι των οποίων οι κύριες επιχειρηματικές δραστηριότητες δεν σχετίζονται με εμπορεύματα ή δικαιώματα εκπομπής δεν θα χρησιμοποιούσαν παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής ως εργαλείο μείωσης του κινδύνου, οι συναλλαγές τους σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών δεν θα χαρακτηρίζονταν ως αντιστάθμιση.

(9)

Η χρήση παραγώγων επί εμπορευμάτων ως εργαλείου μείωσης του κινδύνου δεν μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί τέλεια προσεγγιστική μεταβλητή για το σύνολο της εμπορικής δραστηριότητας που ασκεί το πρόσωπο ή ο όμιλος ως κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς μπορεί να μην λαμβάνει υπόψη άλλες επενδύσεις σε πάγια στοιχεία που δεν σχετίζονται με τις αγορές παραγώγων. Για την αποκατάσταση της πιθανής αναντιστοιχίας ανάμεσα στις συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ενός ομίλου και στο πραγματικό μέγεθος της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, για τους μικρούς ιδίως ομίλους, η πρώτη μέθοδος της δεύτερης δοκιμής θα πρέπει να περιέχει έναν μηχανισμό ασφαλείας ο οποίος θα αναγνωρίζει ότι η συναλλακτική δραστηριότητα που ασκούν τα πρόσωπα στο πλαίσιο του ομίλου, για να θεωρείται παρεπόμενη, θα πρέπει επίσης να μην υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσοστό των κατώτατων ορίων που ορίζονται βάσει της πρώτης δοκιμής για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού. Όσο υψηλότερο το ποσοστό κερδοσκοπικής δραστηριότητας προς τη συνολική συναλλακτική δραστηριότητα ενός ομίλου, τόσο χαμηλότερο το κατώτατο όριο που ορίζεται στο πλαίσιο της πρώτης δοκιμής.

(10)

Ο μηχανισμός ασφαλείας βάσει ενός ομίλου ο οποίος δεν υπερβαίνει ένα ορισμένο ποσοστό των κατώτατων ορίων που ορίζονται βάσει της πρώτης δοκιμής για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού έχει ιδιαίτερη σημασία για τους πολύ μικρούς ομίλους με αμελητέο συνολικό αποτύπωμα στις σχετικές συναλλαγές παραγώγων επί εμπορευμάτων. Από τη μια πλευρά, οι εν λόγω όμιλοι μπορεί να υποχρεωθούν να προχωρήσουν σε δαπανηρή ανάλυση των συναλλακτικών δραστηριοτήτων τους προκειμένου να καθορίσουν κατά πόσο οι εν λόγω συναλλαγές μειώνουν ή όχι τον κίνδυνο χωρίς να προκύψει οριστικό αποτέλεσμα ως προς τον παρεπόμενο χαρακτήρα της συναλλακτικής δραστηριότητας. Από την άλλη, οι εν λόγω όμιλοι δεν είναι συνήθως επαρκώς εξοπλισμένοι για τη διενέργεια τη δοκιμής με βάση τα κεφάλαια ως εναλλακτική λύση στη δοκιμή με βάση τις συναλλαγές. Για να αποφεύγεται ο δυσανάλογος φόρτος για τους εν λόγω ομίλους, είναι σκόπιμο οι όμιλοι των οποίων η εμπορική δραστηριότητα για κάθε κατηγορία περιουσιακών στοιχείων αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα πέμπτο του κατώτατου ορίου που τίθεται στο πλαίσιο της πρώτης δοκιμής να θεωρείται ότι διεξάγουν τις σχετικές συναλλαγές ως παρεπόμενη δραστηριότητα της κύριας δραστηριότητάς τους. Η πρώτη μέθοδος σύμφωνα με τη δεύτερη δοκιμή ωστόσο δεν μετρά καταλλήλως την κύρια δραστηριότητα των προσώπων που έχουν σημαντικές επενδύσεις κεφαλαίου, σε σχέση με το μέγεθός τους, στη δημιουργία εγκαταστάσεων υποδομών, μεταφορών και παραγωγής. Επίσης, δεν αναγνωρίζει τις επενδύσεις που δεν μπορούν να αντισταθμιστούν σε χρηματοπιστωτικές αγορές. Είναι, συνεπώς, ανάγκη η δεύτερη δοκιμασία να περιέχει μια δεύτερη μέθοδο, που θα χρησιμοποιεί μέτρηση με βάση το κεφάλαιο προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η εν λόγω συναλλακτική δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου.

(11)

Η δεύτερη μέθοδος στο πλαίσιο της δεύτερης δοκιμής χρησιμοποιεί το εκτιμώμενο κεφάλαιο που ένας μη χρηματοοικονομικός όμιλος θα όφειλε να κατέχει έναντι του εγγενούς κινδύνου αγοράς στις θέσεις του ο οποίος απορρέει από τη διαπραγμάτευση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής και παράγωγα αυτών, εξαιρουμένων των προνομιακών συναλλαγών, ως δείκτη για το ποσό των παρεπόμενων δραστηριοτήτων που ασκούν τα πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου. Το πλαίσιο που αναπτύχθηκε υπό την αιγίδα της Επιτροπής της Βασιλείας και τέθηκε σε εφαρμογή στην Ένωση μέσω της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις χρησιμοποιείται για την εφαρμογή αναλογικής θεωρητικής στάθμισης κεφαλαίου σε θέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η καθαρή θέση σε παράγωγο επί εμπορεύματος, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και των αρνητικών θέσεων σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών, όπως τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, τα δικαιώματα προαίρεσης, τα προθεσμιακά συμβόλαια και οι τίτλοι δικαιωμάτων (warrants). Κατά τον καθορισμό της καθαρής θέσης ο συμψηφισμός πρέπει να γίνεται ανεξαρτήτως του τόπου διαπραγμάτευσης της σύμβασης, του αντισυμβαλλόμενου ή της ημερομηνίας λήξης της σύμβασης. Η ακαθάριστη θέση σε σχετική σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών πρέπει, από την άλλη πλευρά, να υπολογίζεται προσθέτοντας τις καθαρές θέσεις ειδών συμβάσεων που σχετίζονται με συγκεκριμένο εμπόρευμα, δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγο αυτού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι καθαρές θέσεις σε συγκεκριμένο είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων, σύμβασης δικαιωμάτων εκπομπής ή σύμβασης παραγώγων αυτών δεν πρέπει να συμψηφίζονται η μία με την άλλη.

(12)

Στο πλαίσιο της δεύτερης μεθόδου της δεύτερης δοκιμής, το ποσό του εκτιμώμενου κεφαλαίου ενός ομίλου συγκρίνεται στη συνέχεια με το πραγματικό μέγεθος του απασχολούμενου κεφαλαίου του εν λόγω ομίλου που θα πρέπει να αντανακλά το μέγεθος της κύριας δραστηριότητάς του. Το απασχολούμενο κεφάλαιο υπολογίζεται στη βάση των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του ομίλου μείον το τρέχον χρέος του. Το τρέχον χρέος θα πρέπει να περιλαμβάνει χρέος που πρέπει να διακανονιστεί εντός δώδεκα μηνών.

(13)

Το σκεπτικό των δοκιμών που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα είναι να εξακριβωθεί εάν πρόσωπα εντός ομίλου τα οποία δεν διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ θα πρέπει να υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση άδειας λόγω του σχετικού ή απόλυτου μεγέθους της δραστηριότητάς τους σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών. Οι δοκιμές που αφορούν την παρεπόμενη δραστηριότητα καθορίζουν, συνεπώς, το μέγεθος των δραστηριοτήτων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών που μπορούν να διενεργούν πρόσωπα στο πλαίσιο ομίλου χωρίς άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2014/65/ΕΕ λόγω του χαρακτήρα τους ως δραστηριοτήτων παρεπόμενων σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα του ομίλου. Πρέπει, συνεπώς, να υπολογιστεί το μέγεθος της παρεπόμενης δραστηριότητας του ομίλου με τη χρήση κριτηρίων τα οποία αποκλείουν τη δραστηριότητα που ασκούν μέλη του ομίλου τα οποία διαθέτουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, ώστε να εκτιμηθεί το μέγεθος της πραγματικής παρεπόμενης δραστηριότητας που πραγματοποιείται από τα μη αδειοδοτημένα μέλη του ομίλου.

(14)

Για να έχουν οι συμμετέχοντες στην αγορά τη δυνατότητα να προγραμματίζουν και να ασκούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους με εύλογο τρόπο και να λαμβάνουν υπόψη τα εποχικά πρότυπα δραστηριότητας, ο υπολογισμός των δοκιμών που καθορίζουν πότε μια δραστηριότητα θεωρείται παρεπόμενη της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας θα πρέπει να έχει ως βάση μια περίοδο τριετούς διάρκειας. Κατά συνέπεια, οι οντότητες θα πρέπει να προβαίνουν στην εκτίμηση του κατά πόσο παραβιάζουν ένα από τα δύο κατώτατα όρια σε ετήσια βάση υπολογίζοντας έναν απλό μέσο όρο τριών ετών σε κυλιόμενη βάση, ώστε να είναι σε θέση να υποβάλουν την ετήσια κοινοποίησή τους στην αρμόδια αρχή. Η υποχρέωση αυτή δεν επηρεάζει το δικαίωμα της αρμόδια αρχής να ζητήσει ανά πάσα στιγμή υποβολή έκθεσης από ένα πρόσωπο σχετικά με τη βάση στην οποία στηρίζει την πεποίθησή του ότι η δραστηριότητά του στο πλαίσιο των σημείων i) και ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά του.

(15)

Οι συναλλαγές οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, καθώς και οι συναλλαγές εντός ομίλου θα πρέπει να εξετάζονται κατά τρόπο που συνάδει με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3). Ωστόσο, σε σχέση με τις συναλλαγές σε παράγωγα οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, ο κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής (4) αναφέρεται μόνο στα παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές, ενώ το άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ καλύπτει τα παράγωγα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, ο παρών κανονισμός θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα παράγωγα που δεν τελούν υπό διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενες αγορές στο πλαίσιο συναλλαγών οι οποίες, με αντικειμενικό υπολογισμό, θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης.

(16)

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι δυνατή η αντιστάθμιση ενός εμπορικού κινδύνου με χρήση άμεσα συνδεδεμένης σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων: μια σύμβαση με το ίδιο ακριβώς υποκείμενο μέσο και ημερομηνία διακανονισμού με τον καλυπτόμενο κίνδυνο. Σε μια τέτοια περίπτωση το πρόσωπο μπορεί να χρησιμοποιήσει προσεγγιστική μεταβλητή αντιστάθμισης για την κάλυψη της έκθεσής του με τη χρήση μέσου το οποίο παρουσιάζει στενή συσχέτιση, όπως ένα μέσο με διαφορετικό αλλά πολύ παραπλήσιο υποκείμενο περιουσιακό στοιχείο όσον αφορά την οικονομική συμπεριφορά. Επιπροσθέτως, η αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή η αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου μπορούν να χρησιμοποιούνται από πρόσωπα τα οποία συνάπτουν συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με στόχο την αντιστάθμιση κινδύνου σε σχέση με τους γενικούς δικούς τους κινδύνους ή τους γενικούς κινδύνους του ομίλου. Οι εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων με σκοπό τη μακροαντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο, την αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου ή με χρήση προσεγγιστικού μέσου είναι δυνατό να συνιστούν αντιστάθμιση για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

(17)

Όταν ένα πρόσωπο που εφαρμόζει τη δοκιμή της παρεπόμενης δραστηριότητας χρησιμοποιεί αντιστάθμιση σε μακροοικονομικό επίπεδο ή αντιστάθμιση χαρτοφυλακίου, ενδέχεται να μην μπορεί να τεκμηριώσει μονοσήμαντη σχέση ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη συναλλαγή σε παράγωγο επί εμπορευμάτων και σε έναν συγκεκριμένο κίνδυνο που συνδέεται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης, για την αντιστάθμιση του οποίου διεξάγεται η εν λόγω συναλλαγή. Οι κίνδυνοι που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα και τη δραστηριότητα ταμειακής χρηματοδότησης επιχείρησης μπορεί να έχουν σύνθετο χαρακτήρα, π.χ. περισσότερες γεωγραφικές αγορές, προϊόντα, χρονικούς ορίζοντες ή οντότητες. Το χαρτοφυλάκιο των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων οι οποίες συνάπτονται για τον περιορισμό των εν λόγω κινδύνων μπορεί να προέρχεται από σύνθετα συστήματα διαχείρισης κινδύνων. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα συστήματα διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να μην επιτρέπουν τον χαρακτηρισμό των μη αντισταθμιστικών συναλλαγών ως αντισταθμιστικών και να προβλέπουν μια επαρκώς επιμερισμένη εποπτεία του χαρτοφυλακίου αντιστάθμισης ώστε οι κερδοσκοπικές συνιστώσες να εντοπίζονται και να προσμετρώνται ως προς τα κατώτατα όρια. Οι θέσεις δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται με την εμπορική δραστηριότητα αποκλειστικά και μόνο διότι αποτελούν τμήμα χαρτοφυλακίου μείωσης των κινδύνων συνολικά.

(18)

Ένας κίνδυνος είναι δυνατό να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου και, για την προσαρμογή στην εξέλιξη του κινδύνου, συμβάσεις σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής οι οποίες αρχικώς συνάπτονταν με σκοπό τη μείωση του κινδύνου που σχετίζεται με την εμπορική δραστηριότητα είναι δυνατό να πρέπει να συμψηφιστούν μέσω χρήσης συμπληρωματικών συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η αντιστάθμιση κινδύνου μπορεί να επιτευχθεί με συνδυασμό συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής, μεταξύ άλλων με συμψηφισμό των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων που εκκαθαρίζουν τις εν λόγω συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων που δεν σχετίζονται πλέον με εμπορικό κίνδυνο. Επιπροσθέτως, η εξέλιξη ενός κινδύνου ο οποίος έχει αντιμετωπιστεί με τη δημιουργία θέσης σε παράγωγο επί εμπορευμάτων ή δικαιωμάτων εκπομπής για σκοπούς μείωσης του εν λόγω κινδύνου δεν θα πρέπει, στη συνέχεια, να προκαλεί την επαναξιολόγηση της εν λόγω θέσης ως μη προνομιακής συναλλαγής εξυπαρχής.

(19)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στην Επιτροπή.

(20)

Η ΕΑΚΑΑ διενήργησε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, προέβη σε ανάλυση του δυνητικού σχετικού κόστους — οφέλους και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών, που συστάθηκε σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

(21)

Για λόγους συνέπειας και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, είναι αναγκαίο οι διατάξεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και οι σχετικές εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά της οδηγίας 2014/65/ΕΕ να εφαρμόζονται από την ίδια ημερομηνία.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Εφαρμογή κατώτατων ορίων

Οι δραστηριότητες των προσώπων που αναφέρονται στα σημεία i) και ii) του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ θεωρούνται παρεπόμενες της κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου εάν οι εν λόγω δραστηριότητες πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 και αποτελούν μειοψηφία επί του συνόλου των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 3.

Άρθρο 2

Συνολικό κατώτατο όριο αγοράς

1.   Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, υπολογιζόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 2 και διαιρούμενο διά της συνολικής αγοραίας συναλλακτικής δραστηριότητας η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 αντιπροσωπεύει, σε καθεμία από τις ακόλουθες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού, ποσοστό χαμηλότερο από:

α)

το 4 % για παράγωγα επί μετάλλων·

β)

το 3 % για παράγωγα επί πετρελαίου και προϊόντων πετρελαίου·

γ)

το 10 % για παράγωγα επί άνθρακα·

δ)

το 3 % για παράγωγα επί φυσικού αερίου·

ε)

το 6 % για παράγωγα επί ηλεκτρικής ενέργειας·

στ)

το 4 % για παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων·

ζ)

το 15 % για παράγωγα επί άλλων εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των φορτίων και των εμπορευμάτων που αναφέρονται στο τμήμα Γ σημείο 10 του παραρτήματος I της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

η)

το 20 % για τα δικαιώματα εκπομπής ή τα παράγωγα αυτών.

2.   Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 οι οποίες ασκούνται στην Ένωση από πρόσωπο στο πλαίσιο ομίλου σε καθεμία από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων εντός της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενο μέρος.

Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις οι οποίες απορρέουν από τις συναλλαγές που αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο στο πλαίσιο ομίλου που είναι συμβαλλόμενος σε αυτές διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

3.   Η συνολική συναλλακτική δραστηριότητα σε καθεμία από τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στην παράγραφο 1 υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού στις οποίες το εν λόγω πρόσωπο είναι συμβαλλόμενος και κάθε άλλης σύμβασης στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης εντός της Ένωσης στη διάρκεια της σχετικής ετήσιας λογιστικής περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2.

4.   Οι αθροιστικές τιμές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 3

Κατώτατο όριο κύριας επιχειρηματικής δραστηριότητας

1.   Οι δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 1 θεωρούνται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου εφόσον πληρούν οποιαδήποτε από τις εξής προϋποθέσεις:

α)

το μέγεθος των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10 % του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3·

β)

ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5 έως 7 δεν αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10 % του όγκου των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται σε επίπεδο ομίλου όπως υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 9.

2.   Εφαρμόζονται οι ακόλουθες παρεκκλίσεις από την παράγραφο 1 στοιχείο α):

α)

όταν το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10 % αλλά λιγότερο από το 50 % του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, οι παρεπόμενες δραστηριότητες θεωρείται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου μόνον όταν το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας για καθεμία από κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 50 % του κατώτατου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού·

β)

όταν το μέγεθος των συναλλακτικών δραστηριοτήτων που υπολογίζεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 αντιπροσωπεύει ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από το 50 % του συνολικού μεγέθους της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3, οι παρεπόμενες δραστηριότητες θεωρείται ότι αποτελούν μειοψηφία των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου μόνον όταν το μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας για καθεμία από κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 20 % του κατώτατου ορίου που θεσπίζεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 για κάθε σχετική κατηγορία στοιχείων ενεργητικού.

3.   Το μέγεθος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 οι οποίες ασκούνται από πρόσωπο εντός ομίλου υπολογίζονται αθροίζοντας το μέγεθος των δραστηριοτήτων που διεξάγει το εν λόγω πρόσωπο σε σχέση με όλες τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια υπολογισμού όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.

Το συνολικό μέγεθος της συναλλακτικής δραστηριότητας του ομίλου υπολογίζεται αθροίζοντας την ακαθάριστη ονομαστική αξία όλων των συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής και παραγώγων αυτών στις οποίες πρόσωπα εντός του εν λόγω ομίλου είναι συμβαλλόμενα μέρη.

4.   Στο άθροισμα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 δεν περιλαμβάνονται συμβάσεις για τις οποίες το πρόσωπο εντός του ομίλου που είναι συμβαλλόμενο μέρος σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω συμβάσεις διαθέτει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή την οδηγία 2013/36/ΕΕ.

5.   Ο εκτιμώμενος όγκος των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των εν λόγω δραστηριοτήτων όπως αναφέρονται στο άρθρο 1 είναι το άθροισμα των κατωτέρω:

α)

του 15 % κάθε καθαρής θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού·

β)

του 3 % της ακαθάριστης θέσης, θετικής ή αρνητικής, πολλαπλασιαζόμενου επί την τιμή για το παράγωγο επί εμπορεύματος, το δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγα αυτού.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο α), η καθαρή θέση σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών καθορίζεται με συμψηφισμό των θετικών και αρνητικών θέσεων:

α)

σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί εμπορευμάτων με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης με το συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο·

β)

σε σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης στην εν λόγω σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής· ή

γ)

σε κάθε είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό τον υπολογισμό της καθαρής θέσης ανά είδος σύμβασης παραγώγων επί δικαιωμάτων εκπομπής.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο α), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο μπορούν να συμψηφίζονται μεταξύ τους.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο β), η ακαθάριστη θέση σε σύμβαση παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών καθορίζεται με υπολογισμό του αθροίσματος των απόλυτων τιμών των καθαρών θέσεων ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο, ανά σύμβαση δικαιωμάτων εκπομπής ή ανά είδος σύμβασης με συγκεκριμένο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 5 στοιχείο β), οι καθαρές θέσεις στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο εμπόρευμα ως υποκείμενο μέσο ή στα διάφορα είδη συμβάσεων παραγώγων με το ίδιο δικαίωμα εκπομπής ως υποκείμενο μέσο δεν είναι δυνατό να συμψηφίζονται μεταξύ τους.

8.   Ο υπολογισμός του εκτιμώμενου κεφαλαίου δεν περιλαμβάνει θέσεις που απορρέουν από συναλλαγές οι οποίες αναφέρονται στα στοιχεία α), β) και γ) του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

9.   Τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή των κύριων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ενός ομίλου είναι η διαφορά του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου μείον τις βραχυπρόθεσμες οφειλές του όπως καταχωρίζονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις του ομίλου στο τέλος της σχετικής ετήσιας περιόδου υπολογισμού. Για τους σκοπούς της πρώτης περιόδου, ως βραχυπρόθεσμο χρέος ορίζεται το χρέος ληκτότητας μικρότερης των 12 μηνών.

10.   Οι τιμές που προκύπτουν από τους υπολογισμούς που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εκφράζονται σε ευρώ.

Άρθρο 4

Διαδικασία υπολογισμού

1.   Ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων και των κεφαλαίων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 βασίζεται σε έναν απλό μέσο όρο των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες στη διάρκεια τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού που προηγούνται της ημερομηνίας υπολογισμού. Οι υπολογισμοί πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του ημερολογιακού έτους που έπεται μιας ετήσιας περιόδου υπολογισμού.

2.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ως ετήσια περίοδος υπολογισμού νοείται η περίοδος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου ενός δεδομένου έτους και τελειώνει στις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

3.   Για τον σκοπό της παραγράφου 1, ο υπολογισμός του μεγέθους των συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή του εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2018 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2015, την 1η Ιανουαρίου 2016 και την 1η Ιανουαρίου 2017, και ο υπολογισμός που θα πραγματοποιηθεί το 2019 λαμβάνει υπόψη τις τρεις προηγούμενες ετήσιες περιόδους υπολογισμού, με αφετηρία την 1η Ιανουαρίου 2016, την 1η Ιανουαρίου 2017 και την 1η Ιανουαρίου 2018.

4.   Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, η περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό των ημερήσιων συναλλακτικών δραστηριοτήτων ή εκτιμώμενου κεφαλαίου που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες περιλαμβάνει μόνο την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού όταν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

α)

οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες παρουσιάζουν απόκλιση άνω του 10 % όταν συγκρίνεται η πρώτη εκ των τριών προηγούμενων ετήσιων περιόδων υπολογισμού με την πιο πρόσφατη ετήσια περίοδο υπολογισμού·

β)

οι ημερήσιες συναλλακτικές δραστηριότητες ή το εκτιμώμενο κεφάλαιο που διατίθεται στις εν λόγω συναλλακτικές δραστηριότητες στην πιο πρόσφατη εκ των τριών ετήσιων περιόδων υπολογισμού υπολείπεται των δύο προηγούμενων περιόδων υπολογισμού.

Άρθρο 5

Συναλλαγές που θεωρούνται ότι μειώνουν τους κινδύνους

1.   Για τους σκοπούς του στοιχείου β) του πέμπτου εδαφίου του άρθρου 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, μια συναλλαγή σε παράγωγα θεωρείται, με αντικειμενικό υπολογισμό, ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης όταν πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα εξής κριτήρια:

α)

η συναλλαγή μειώνει τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δυνητική αλλαγή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, εμπορευμάτων ή υποχρεώσεων που το πρόσωπο ή ο όμιλός του κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές ή προβλέπει εύλογα ότι θα κατέχει, παράγει, κατασκευάζει, επεξεργάζεται, παρέχει, αγοράζει, εμπορεύεται, εκμισθώνει, πωλεί ή βαρύνεται με αυτές κατά την κανονική πορεία της δραστηριότητάς του·

β)

η συναλλαγή καλύπτει τους κινδύνους που ανακύπτουν από τον δυνητικό έμμεσο αντίκτυπο στην αξία των περιουσιακών στοιχείων, υπηρεσιών, εισροών, προϊόντων, βασικών προϊόντων ή υποχρεώσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α) οι οποίοι προκύπτουν από διακύμανση των επιτοκίων, των ποσοστών πληθωρισμού, των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή του πιστωτικού κινδύνου·

γ)

η συναλλαγή χαρακτηρίζεται ως σύμβαση αντιστάθμισης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7).

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως συναλλαγή που θεωρείται ότι μειώνει τους κινδύνους μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλα παράγωγα ορίζεται μια συναλλαγή για την οποία μια μη χρηματοοικονομική οντότητα:

α)

περιγράφει τα ακόλουθα στις εσωτερικές πολιτικές της:

i)

τα είδη συμβάσεων παραγώγων επί εμπορευμάτων, δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων αυτών που περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια που χρησιμοποιούνται με σκοπό τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης και τα κριτήρια επιλεξιμότητάς τους·

ii)

τη σύνδεση μεταξύ του χαρτοφυλακίου και των κινδύνων που το χαρτοφυλάκιο μειώνει·

iii)

τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να διασφαλιστεί ότι οι συναλλαγές που αφορούν τις εν λόγω συμβάσεις δεν εξυπηρετούν άλλον σκοπό πέραν της κάλυψης των κινδύνων που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης επιχείρησης της μη χρηματοοικονομικής οντότητας και ότι οποιαδήποτε συναλλαγή που εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό μπορεί να εντοπισθεί με σαφήνεια·

β)

είναι σε θέση να παράσχει επαρκώς αναλυτική εικόνα των χαρτοφυλακίων σε επίπεδο κατηγορίας παραγώγου επί εμπορευμάτων, δικαιώματος εκπομπής ή παραγώγου αυτού, υποκείμενου εμπορεύματος, χρονικού ορίζονται και άλλων συναφών παραγόντων.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 1η Δεκεμβρίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(4)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 149/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ρυθμίσεις έμμεσης εκκαθάρισης, την υποχρέωση εκκαθάρισης, το δημόσιο μητρώο, την πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, τους μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους, τις τεχνικές μετριασμού του κινδύνου για συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων που δεν εκκαθαρίζονται από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 11).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(6)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243 της 11.9.2002, σ. 1).


ΟΔΗΓΙΕΣ

31.3.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 87/500


ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2017/593 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 7ης Απριλίου 2016

για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη διατήρηση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων που ανήκουν στους πελάτες, τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων και τους κανόνες που ισχύουν για την παροχή ή λήψη αμοιβών, προμηθειών ή άλλων χρηματικών ή μη χρηματικών οφελών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

την οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (1), και ιδίως το άρθρο 16 παράγραφος 12 και το άρθρο 24 παράγραφος 13,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ ορίζει πλήρες κανονιστικό πλαίσιο με στόχο τη διασφάλιση της προστασίας των επενδυτών.

(2)

Η προστασία των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών αποτελεί σημαντικό μέρος του εν λόγω κανονιστικού πλαισίου, αφού οι επιχειρήσεις επενδύσεων υπόκεινται σε υποχρέωση να θεσπίζουν κατάλληλες ρυθμίσεις για την προστασία της ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων των επενδυτών όσον αφορά τους τίτλους και τα κεφάλαια που έχουν ανατεθεί σε επιχείρηση επενδύσεων. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διαθέτουν κατάλληλες και ειδικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση της προστασίας των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών.

(3)

Προκειμένου να διευκρινιστεί περαιτέρω το ρυθμιστικό πλαίσιο για την προστασία των επενδυτών και την αυξημένη σαφήνεια προς τους πελάτες και σύμφωνα με τη συνολική στρατηγική για την προώθηση της απασχόλησης και της ανάπτυξης στην Ένωση, μέσω ενός ολοκληρωμένου νομικού και οικονομικού πλαισίου που είναι αποτελεσματικό και αντιμετωπίζει όλους τους φορείς δίκαια, η Επιτροπή έχει εξουσιοδοτηθεί να θεσπίσει λεπτομερείς κανόνες για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων κινδύνων για την προστασία των επενδυτών ή την ακεραιότητα της αγοράς.

(4)

Εάν η επιχείρηση επενδύσεων καταθέτει κεφάλαια που κατέχει για λογαριασμό κάποιου πελάτη της σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο της χρηματαγοράς, τα μερίδια ή οι μετοχές στο εν λόγω αμοιβαίο κεφάλαιο της χρηματαγοράς θα πρέπει να κατέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις για την κατοχή χρηματοπιστωτικών μέσων που ανήκουν σε πελάτες. Οι πελάτες θα πρέπει να απαιτείται να συναινούν ρητώς στην κατάθεση των εν λόγω κεφαλαίων. Κατά την αξιολόγηση της ποιότητας των μέσων της χρηματαγοράς δεν πρέπει να υπάρχει μηχανιστική εξάρτηση από εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Ωστόσο, τυχόν υποβάθμιση κάτω από τις δύο υψηλότερες βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας από οποιονδήποτε οργανισμό που είναι καταχωρισμένος και εποπτεύεται από την ΕΑΚΑΑ και ο οποίος αξιολόγησε το μέσο πρέπει να οδηγεί τον διαχειριστή στο να προβεί σε εκ νέου αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του μέσου της χρηματαγοράς προκειμένου να διασφαλίσει ότι αυτό εξακολουθεί να είναι υψηλής ποιότητας.

(5)

Θα πρέπει να οριστεί ένας και μοναδικός υπάλληλος με συνολική ευθύνη για τη διασφάλιση των χρηματοπιστωτικών μέσων και των κεφαλαίων των πελατών, προκειμένου να μειωθούν οι κίνδυνοι κατακερματισμού της ευθύνης σε διαφορετικά τμήματα, ιδίως σε μεγάλες και πολύπλοκες επιχειρήσεις, καθώς και για την αντιμετώπιση μη ικανοποιητικών καταστάσεων, όπου οι επιχειρήσεις δεν έχουν γενική εικόνα των μέσων που διαθέτουν για την τήρηση των υποχρεώσεών τους. Ο εν λόγω υπάλληλος θα πρέπει να διαθέτει επαρκείς ικανότητες και εξουσία, προκειμένου να ασκεί τα καθήκοντά του αποτελεσματικά και χωρίς κωλύματα, συμπεριλαμβανομένου του καθήκοντος να υποβάλλει αναφορές στην ανώτερη διοίκηση της επιχείρησης σε σχέση με την εποπτεία της αποτελεσματικότητας της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τη διασφάλιση των απαιτήσεων περιουσιακών στοιχείων του πελάτη. Ο διορισμός ενός μοναδικού υπαλλήλου δεν θα πρέπει να εμποδίζει τον εν λόγω υπάλληλο να επιτελεί πρόσθετους ρόλους, εφόσον αυτό δεν εμποδίζει τον υπάλληλο να εκτελεί τα καθήκοντά του για την αποτελεσματική διασφάλιση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών.

(6)

Η οδηγία 2014/65/ΕΕ απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών. Το άρθρο 16 παράγραφος 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ απαγορεύει στις επιχειρήσεις να συνάπτουν συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου (TTCA) με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων. Ωστόσο, δεν απαγορεύεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν TTCA με μη ιδιώτες πελάτες. Ως εκ τούτου, υπάρχει ο κίνδυνος, εάν δεν υπάρχει περαιτέρω καθοδήγηση, οι επιχειρήσεις επενδύσεων να χρησιμοποιούν TTCA συχνότερα απ' ό,τι θα ήταν εύλογα δικαιολογημένο σε συναλλαγές με μη ιδιώτες πελάτες, υπονομεύοντας το συνολικό καθεστώς που έχει θεσπιστεί για να προστατεύονται τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων των TTCA στα καθήκοντα των επιχειρήσεων προς τους πελάτες και προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι δεν υπονομεύονται οι κανόνες διασφάλισης και διαχωρισμού σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εξετάζουν την καταλληλότητα των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου που χρησιμοποιούνται με μη ιδιώτες πελάτες μέσω της σχέσης μεταξύ των υποχρεώσεων του πελάτη προς την επιχείρηση και των περιουσιακών στοιχείων των πελατών που υπόκεινται σε TTCA. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επιτρέπεται να χρησιμοποιούν TTCA με μη ιδιώτη πελάτη μόνον εφόσον αποδείξουν την καταλληλότητα της TTCA σε σχέση με τον συγκεκριμένο πελάτη και αποκαλύψουν τους συνεπαγόμενους κινδύνους, καθώς και την επίδραση της TTCA στα περιουσιακά του στοιχεία. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν τεκμηριωμένη διαδικασία των TTCA που χρησιμοποιούν. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να συνάπτουν TTCA με μη ιδιώτες πελάτες δεν θα πρέπει να μειώνει την ανάγκη να λαμβάνουν την προηγούμενη ρητή συγκατάθεση των πελατών για τη χρήση των περιουσιακών τους στοιχείων.

(7)

Η απόδειξη ότι υπάρχει ισχυρή σχέση μεταξύ της ασφάλειας που μεταβιβάζεται στο πλαίσιο μιας TTCA και της ευθύνης του πελάτη δεν θα πρέπει να αποκλείει τη λήψη κατάλληλων μέτρων ασφαλείας έναντι της υποχρέωσης ενός πελάτη. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα μπορούσαν να εξακολουθήσουν να απαιτούν επαρκή ασφάλεια και, όταν ενδείκνυται, να το πράττουν μέσω TTCA. Η εν λόγω υποχρέωση δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) και δεν θα πρέπει να απαγορεύει την κατάλληλη χρήση των TTCA στο πλαίσιο των εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά συναλλαγών υποχρεώσεων ή συμφωνιών επαναγοράς για μη ιδιώτες πελάτες.

(8)

Ενώ ορισμένες συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων μπορεί να απαιτούν τη μεταβίβαση της κυριότητας περιουσιακών στοιχείων των πελατών, σε αυτό το πλαίσιο οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιούν ρυθμίσεις που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(9)

Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη προστασία για τους πελάτες σε σχέση με τις συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων (SFT), οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να εγκρίνουν ειδικές ρυθμίσεις για να διασφαλίζεται ότι ο δανειολήπτης των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη παρέχει την κατάλληλη ασφάλεια και ότι η επιχείρηση παρακολουθεί τη συνεχιζόμενη καταλληλότητα της εν λόγω ασφάλειας. Το καθήκον των επιχειρήσεων επενδύσεων να παρακολουθούν την ασφάλεια πρέπει να ισχύει όταν είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία SFT, ακόμη και αν ενεργούν ως αντιπρόσωποι για τη σύναψη SFT ή σε περιπτώσεις τριμερούς συμφωνίας μεταξύ του εξωτερικού δανειολήπτη, του πελάτη και της επιχείρησης επενδύσεων.

(10)

Η προηγούμενη ρητή συγκατάθεση θα πρέπει να παρέχεται από τους πελάτες και να καταγράφεται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αποδεικνύουν με σαφήνεια τι συμφώνησε ο πελάτης και να συμβάλλουν στην αποσαφήνιση του καθεστώτος των περιουσιακών στοιχείων των πελατών. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να καθορίζεται καμία νομική απαίτηση σε σχέση με τη μορφή με την οποία μπορεί να δίνεται η συγκατάθεση και ως καταγραφή θα πρέπει να νοείται οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο. Η συγκατάθεση του πελάτη μπορεί να δίνεται μία φορά κατά την έναρξη της εμπορικής σχέσης, εφόσον έχει καταστεί επαρκώς σαφές ότι ο πελάτης έχει συναινέσει στη χρήση των κινητών αξιών του. Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί με εντολή του πελάτη για να δανείζει χρηματοπιστωτικά μέσα και όταν αυτό συνιστά συγκατάθεση για τη σύναψη της συναλλαγής, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να τηρούν στοιχεία που να αποδεικνύουν αυτό το γεγονός.

(11)

Για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελατών τους σε λογαριασμό ή λογαριασμούς που έχουν ανοιχτεί σε τρίτο θα πρέπει να επιδεικνύουν όλη τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, τον διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του τρίτου και των ρυθμίσεων για την κατοχή και φύλαξη των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων. Για να διασφαλιστεί ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα υπόκεινται σε δέουσα φροντίδα και προστασία ανά πάσα στιγμή, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει, στο πλαίσιο της δέουσας επιμέλειάς τους, να λαμβάνουν επίσης υπόψη την εμπειρογνωμοσύνη και τη φήμη στην αγορά των λοιπών τρίτων στους οποίους ο αρχικός τρίτος, στον οποίο θα μπορούσαν να καταθέσουν χρηματοπιστωτικά μέσα, μπορεί να έχει αναθέσει καθήκοντα σχετικά με την κατοχή και φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων.

(12)

Σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις επενδύσεων τοποθετούν κεφάλαια πελατών σε τρίτο, η επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να επιδεικνύει όλη τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, τον διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του τρίτου και των ρυθμίσεων για την κατοχή και φύλαξη των κεφαλαίων των πελατών, και θα πρέπει να εξετάζει την ανάγκη για διαφοροποίηση και μετριασμό των κινδύνων, όταν ενδείκνυται, τοποθετώντας τα κεφάλαια των πελατών σε περισσότερους από έναν τρίτο, προκειμένου να διασφαλίζει τα δικαιώματα των πελατών και να ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο απώλειας και κατάχρησης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θα πρέπει να παρακάμπτουν το καθήκον τους να εξετάζουν τη διαφοροποίηση, απαιτώντας από τους πελάτες να παραιτούνται από την προστασία. Οι απαιτήσεις διαφοροποίησης θα πρέπει να εφαρμόζονται στα κεφάλαια των πελατών που κατατίθενται σύμφωνα με το άρθρο 4 της παρούσας οδηγίας. Οι απαιτήσεις διαφοροποίησης δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στα κεφάλαια των πελατών που τοποθετούνται στο τρίτο μέρος μόνο για την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό του πελάτη. Ως εκ τούτου, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων έχει μεταφέρει κεφάλαια πελατών σε συναλλακτικό λογαριασμό, προκειμένου να προβεί σε συγκεκριμένη συναλλαγή για τον πελάτη, τα εν λόγω κεφάλαια δεν θα πρέπει να υπόκεινται στην απαίτηση διαφοροποίησης, για παράδειγμα, όταν μια επιχείρηση έχει μεταφέρει κεφάλαια σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο (CCP) ή ανταλλαγή, προκειμένου να πληρώσει μια κάλυψη περιθωρίου.

(13)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα κεφάλαια των πελατών προστατεύονται επαρκώς, όπως απαιτείται από το άρθρο 16 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, είναι απαραίτητο να οριστεί ένα συγκεκριμένο όριο για το ποσοστό των κεφαλαίων των πελατών που μπορούν να κατατεθούν σε ένα ενδοομιλικό πιστωτικό ίδρυμα. Αυτό αναμένεται να μειώσει σημαντικά δυνητικές συγκρούσεις με απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας και να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο μετάδοσης που είναι συνυφασμένος με την κατάθεση όλων των κεφαλαίων των πελατών σε πιστωτικό ίδρυμα που ανήκει στον ίδιο όμιλο με την επιχείρηση επενδύσεων. Ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αναλογικό και σκόπιμο οι επιχειρήσεις επενδύσεων να καταθέτουν, ύστερα από κατάλληλη εξέταση, κεφάλαια των πελατών σε οντότητες εντός του δικού τους ομίλου, οι εθνικές αρχές πρέπει να παρακολουθούν στενά τους λόγους για τη μη διαφοροποίηση των κεφαλαίων των πελατών εκτός του ομίλου της επιχείρησης επενδύσεων, προκειμένου να αποφεύγεται η δημιουργία κενών όπου εφαρμόζεται το γενικό ενδοομιλικό όριο.

(14)

Προκειμένου να προστατευτούν τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια από ιδιοποιήσεις από τρίτους που επιδιώκουν την ανάκτηση χρεών ή επιβαρύνσεων που δεν είναι χρέη ή επιβαρύνσεις του πελάτη, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να είναι σε θέση να συμφωνούν για συμφέροντα ασφαλείας, εμπράγματα βάρη ή δικαιώματα συμψηφισμού επί περιουσιακών στοιχείων των πελατών, μόνον εφόσον αυτό απαιτείται από το εφαρμοστέο δίκαιο σε τρίτη χώρα. Θα πρέπει να γίνονται επαρκώς εξατομικευμένες γνωστοποιήσεις κινδύνου στους πελάτες, προκειμένου να ενημερώνονται για τους συγκεκριμένους κινδύνους που αντιμετωπίζουν σε τέτοιες περιπτώσεις.

(15)

Προκειμένου να αποφευχθούν και να μειωθούν από πρώιμο στάδιο δυνητικοί κίνδυνοι μη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την προστασία των επενδυτών, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν και διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις σχετικά με την παρακολούθηση των προϊόντων. Για τους σκοπούς των απαιτήσεων παρακολούθησης των προϊόντων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που δημιουργούν, αναπτύσσουν, εκδίδουν ή/και σχεδιάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών σε εταιρικούς εκδότες για την έναρξη νέων χρηματοπιστωτικών μέσων, θα πρέπει να θεωρούνται κατασκευαστές, ενώ οι επιχειρήσεις επενδύσεων που προσφέρουν ή πωλούν χρηματοπιστωτικά μέσα και υπηρεσίες στους πελάτες θα πρέπει να θεωρούνται διανομείς.

(16)

Οι οντότητες που δεν υπόκεινται στις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, αλλά οι οποίες μπορεί να λάβουν άδεια παροχής επενδυτικών υπηρεσιών βάσει της εν λόγω οδηγίας, θα πρέπει επίσης να συμμορφώνονται, όσον αφορά τις εν λόγω υπηρεσίες, με τις απαιτήσεις παρακολούθησης των προϊόντων οι οποίες ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ.

(17)

Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων που δημιουργεί, αναπτύσσει, εκδίδει ή σχεδιάζει χρηματοπιστωτικά μέσα συμμετέχει επίσης στη διανομή των εν λόγω προϊόντων, οι κανόνες σχετικά με την παρακολούθηση των προϊόντων θα πρέπει εφαρμόζονται τόσο για τους κατασκευαστές όσο και για τους διανομείς. Ενώ δεν υπάρχει ανάγκη να επαναληφθεί η άσκηση αξιολόγησης της αγοράς-στόχου και της στρατηγικής διανομής, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι η άσκηση αξιολόγησης της ενιαίας αγοράς-στόχου και της στρατηγικής διανομής είναι αρκετά λεπτομερής ώστε να εκπληρώνονται οι σχετικές υποχρεώσεις του κατασκευαστή και του διανομέα στον τομέα αυτό.

(18)

Λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων που ορίζονται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ και προς το συμφέρον της προστασίας των επενδυτών, οι κανόνες σχετικά με την παρακολούθηση του προϊόντος θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλα τα προϊόντα που πωλούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά, ανεξάρτητα από το είδος του προϊόντος ή της υπηρεσίας που παρέχεται και τις απαιτήσεις που ισχύουν στο σημείο πώλησης. Ωστόσο, οι εν λόγω κανόνες μπορούν να εφαρμόζονται με αναλογικό τρόπο, ανάλογα με την πολυπλοκότητα του προϊόντος και τον βαθμό στον οποίο μπορούν να αποκτώνται δημοσίως διαθέσιμες πληροφορίες, αφού ληφθούν υπόψη η φύση του μέσου, η επενδυτική υπηρεσία και η αγορά-στόχος. Αναλογικότητα σημαίνει ότι οι εν λόγω κανόνες θα μπορούσαν να είναι σχετικά απλοί για ορισμένα απλά προϊόντα που διανέμονται σε βάση μόνο εκτέλεσης όπου τα προϊόντα αυτά θα ήταν συμβατά με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά της μαζικής λιανικής αγοράς.

(19)

Το επίπεδο διασποράς της αγοράς-στόχου και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να ορίσουν την αγορά-στόχο και να καθορίσουν την κατάλληλη στρατηγική διανομής θα πρέπει να είναι σχετικά με το προϊόν και θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα να εκτιμηθεί ποιοι πελάτες εμπίπτουν στην αγορά-στόχο, για παράδειγμα για υποστήριξη των εν εξελίξει ελέγχων μετά την έναρξη του χρηματοπιστωτικού μέσου. Για πιο απλά και πιο κοινά προϊόντα, η αγορά-στόχος θα μπορούσε να προσδιοριστεί με λιγότερες λεπτομέρειες, ενώ για τα πιο πολύπλοκα προϊόντα, όπως τα μέσα που μπορούν να υπόκεινται σε διάσωση με ίδια μέσα ή τα λιγότερο κοινά προϊόντα, η αγορά-στόχος θα πρέπει να προσδιορίζεται με περισσότερες λεπτομέρειες.

(20)

Για την αποτελεσματική λειτουργία των υποχρεώσεων παρακολούθησης των προϊόντων, οι διανομείς πρέπει να ενημερώνουν τακτικά τους κατασκευαστές σχετικά με την εμπειρία τους με τα προϊόντα. Ενώ οι διανομείς δεν πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν κάθε πώληση στους κατασκευαστές, θα πρέπει να παρέχουν τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για να επανεξετάζει ο κατασκευαστής το προϊόν και να ελέγχει ότι εξακολουθεί να εξυπηρετεί τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της αγοράς-στόχου που ορίζεται από τον κατασκευαστή. Οι σχετικές πληροφορίες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν δεδομένα σχετικά με το ύψος των πωλήσεων εκτός της αγοράς-στόχου του κατασκευαστή, συνοπτικές πληροφορίες σχετικά με τα είδη των πελατών, περίληψη των καταγγελιών που ελήφθησαν ή υποβάλλοντας ερωτήματα που προτείνονται από τον κατασκευαστή σε ένα δείγμα πελατών για ανατροφοδότηση.

(21)

Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών και να αυξηθεί η σαφήνεια προς τους πελάτες ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που λαμβάνουν, η οδηγία 2014/65/ΕΕ περιόρισε περαιτέρω τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να λαμβάνουν ή να πληρώνουν αντιπαροχές. Για τους σκοπούς αυτούς, θα πρέπει να καθοριστούν λεπτομερείς όροι για τη λήψη ή την πληρωμή αντιπαροχών. Ειδικότερα, θα πρέπει να διευκρινιστεί και να πλαισιωθεί περαιτέρω ο όρος ότι οι αντιπαροχές θα πρέπει να βελτιώνουν την ποιότητα της υπηρεσίας προς τον πελάτη. Για τον σκοπό αυτό, και υπό ορισμένες άλλες προϋποθέσεις, θα πρέπει να προβλέπεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος καταστάσεων που κρίνονται σημαντικές για την προϋπόθεση οι αντιπαροχές να βελτιώνουν την ποιότητα της υπηρεσίας προς τον σχετικό πελάτη.

(22)

Μια αμοιβή, προμήθεια ή μη χρηματικό όφελος θα πρέπει να καταβάλλεται ή να εισπράττεται μόνο όταν αυτό δικαιολογείται από την παροχή πρόσθετης υπηρεσίας ή υπηρεσίας υψηλότερου επιπέδου στον σχετικό πελάτη. Αυτό ενδέχεται να περιλαμβάνει την παροχή επενδυτικών συμβουλών σχετικά με ένα ευρύ φάσμα κατάλληλων χρηματοδοτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένου ενός κατάλληλου αριθμού μέσων από τρίτους παρόχους προϊόντων, ή την παροχή μη ανεξάρτητων συμβουλών σε συνδυασμό είτε με προσφορά στον πελάτη, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, για την αξιολόγηση της συνέχισης της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία ο πελάτης έχει επενδύσει είτε με άλλη εν εξελίξει υπηρεσία που είναι πιθανό να έχει αξία για τον πελάτη. Αυτό θα μπορούσε επίσης να συμβαίνει, στον τομέα των μη συμβουλευτικών υπηρεσιών, όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν πρόσβαση, σε ανταγωνιστική τιμή, σε ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι πιθανό να καλύψουν τις ανάγκες του πελάτη, συμπεριλαμβανομένου ενός κατάλληλου αριθμού μέσων από τρίτους παρόχους προϊόντων που δεν έχουν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων, σε συνδυασμό, για παράδειγμα, με την παροχή εργαλείων προστιθέμενης αξίας, όπως εργαλεία αντικειμενικής πληροφόρησης, τα οποία βοηθούν τον σχετικό πελάτη να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις ή επιτρέποντας στον σχετικό πελάτη να παρακολουθεί, να μοντελοποιεί και να προσαρμόζει το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχουν επενδύσει. Η αξία των προαναφερόμενων βελτιώσεων ποιότητας που παρέχει η επιχείρηση επενδύσεων στους πελάτες που λαμβάνουν τη σχετική υπηρεσία πρέπει να είναι αναλογική με τις αντιπαροχές που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων.

(23)

Ενώ οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει, αφότου εκπληρώσουν το κριτήριο βελτίωσης της ποιότητας, να διατηρήσουν το ενισχυμένο επίπεδο ποιότητας, αυτό δεν θα πρέπει να συνεπάγεται ότι υποχρεούνται να παρέχουν συνεχώς αυξανόμενη ποιότητα υπηρεσιών με την πάροδο του χρόνου.

(24)

Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστούν περαιτέρω οι υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων να μετακυλίουν στους πελάτες όλες τις αμοιβές, προμήθειες ή χρηματικά οφέλη που παρέχονται από τρίτους σε σχέση με επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Ενώ οι επιχειρήσεις θα πρέπει να μετακυλίουν τις αντιπαροχές το συντομότερο δυνατόν, δεν θα πρέπει να επιβάλλεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, δεδομένου ότι οι πληρωμές τρίτων μπορούν να λαμβάνονται από την επιχείρηση επενδύσεων σε διάφορα χρονικά σημεία και για πολλούς πελάτες ταυτόχρονα.

(25)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πελάτες θα λαμβάνουν συνολική εικόνα των σχετικών πληροφοριών σε σχέση με τις παρεχόμενες υπηρεσίες, οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με τις αμοιβές, τις προμήθειες ή άλλα χρηματικά οφέλη που μεταφέρονται σε αυτούς.

(26)

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν υπηρεσίες τόσο εκτέλεσης όσο και έρευνας θα πρέπει να τις τιμολογούν και να τις παραδίδουν χωριστά, προκειμένου να δίνουν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση να συμμορφώνονται με την απαίτηση να μην αποδέχονται και να μην παρακρατούν αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες που ορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 7 και παράγραφος 8 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(27)

Προκειμένου να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου όσον αφορά την εφαρμογή νέων κανόνων για τη λήψη ή την πληρωμή αντιπαροχών, ιδίως σε σχέση με επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, θα πρέπει να παρασχεθούν περαιτέρω διευκρινίσεις σε σχέση με την πληρωμή ή τη λήψη έρευνας. Ειδικότερα, όταν η έρευνα δεν πληρώνεται απευθείας από την επιχείρηση επενδύσεων από ιδίους πόρους της, αλλά ως ανταμοιβή για πληρωμές από χωριστό λογαριασμό πληρωμών για έρευνα, θα πρέπει να διασφαλίζονται ορισμένοι βασικοί όροι. Ο λογαριασμός πληρωμών για έρευνα θα πρέπει να χρηματοδοτείται μόνο από μια ειδική χρέωση έρευνας στον πελάτη, η οποία θα πρέπει να βασίζεται μόνο σε έναν προϋπολογισμό για την έρευνα που ορίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων και να μη συνδέεται με τον όγκο ή/και την αξία των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό πελατών. Οποιεσδήποτε λειτουργικές ρυθμίσεις για την είσπραξη της χρέωσης έρευνας του πελάτη θα πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με αυτούς τους όρους. Όταν χρησιμοποιεί τις εν λόγω ρυθμίσεις, μια επιχείρηση επενδύσεων θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το κόστος της έρευνας που χρηματοδοτείται από χρεώσεις πελατών δεν συνδέεται με τον όγκο ή την αξία άλλων υπηρεσιών ή οφελών και δεν χρησιμοποιείται για την κάλυψη άλλων σκοπών, όπως χρεώσεις για την εκτέλεση.

(28)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διαχειριστές χαρτοφυλακίων και οι ανεξάρτητοι σύμβουλοι επενδύσεων παρακολουθούν δεόντως τα ποσά που καταβάλλονται για την έρευνα και να διασφαλιστεί ότι οι ερευνητικές δαπάνες πραγματοποιούνται προς το συμφέρον του πελάτη, είναι σκόπιμο να καθοριστούν λεπτομερείς απαιτήσεις παρακολούθησης για τις δαπάνες στον τομέα της έρευνας. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να διατηρούν επαρκή έλεγχο των συνολικών δαπανών για την έρευνα, την είσπραξη των χρεώσεων έρευνας των πελατών και τον καθορισμό των πληρωμών. Η έρευνα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να νοείται ότι καλύπτει το υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που αφορούν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία, ή τους εκδότες ή εν δυνάμει εκδότες χρηματοπιστωτικών μέσων, ή να συνδέεται στενά με έναν συγκεκριμένο κλάδο ή αγορά, ούτως ώστε να τεκμηριώνει απόψεις για τα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες εντός του εν λόγω τομέα. Αυτός ο τύπος υλικού ή υπηρεσιών συνιστά ή υποδεικνύει ρητώς ή σιωπηρώς μια επενδυτική στρατηγική και παρέχει μια τεκμηριωμένη γνώμη σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή τιμή των εν λόγω μέσων ή περιουσιακών στοιχείων, ή περιέχει, υπό άλλη μορφή, ανάλυση και πρωτότυπες ιδέες, και καταλήγει σε συμπεράσματα με βάση νέες ή υφιστάμενες πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριωθεί μια επενδυτική στρατηγική και να είναι σχετική και ικανή να προσθέσει αξία στις αποφάσεις της επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό των πελατών που χρεώνονται για την εν λόγω έρευνα.

(29)

Για περισσότερη σαφήνεια σχετικά με τον περιορισμό της παραλαβής των αντιπαροχών από επιχειρήσεις επενδύσεων σε σχέση με ανεξάρτητες επενδυτικές συμβουλές ή τη διαχείριση χαρτοφυλακίου και την εφαρμογή κανόνων έρευνας, είναι επίσης σκόπιμο να παρατεθεί πώς μπορεί να εφαρμοστεί η απαλλαγή από ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη σε σχέση με ορισμένους άλλους τύπους πληροφοριών ή υλικού που λαμβάνονται από τρίτους. Ειδικότερα, γραπτό υλικό από τρίτο που ανατίθεται και πληρώνεται από εταιρικό εκδότη ή δυνητικό εκδότη για να προωθήσει μια νέα έκδοση από την εν λόγω εταιρεία, ή όταν ο τρίτος έχει διοριστεί συμβατικά και έχει πληρωθεί από τον εκδότη για την παραγωγή του εν λόγω υλικού σε συνεχή βάση, θα πρέπει να θεωρείται αποδεκτό ως ήσσονος σημασίας μη χρηματικό όφελος που υπόκειται σε γνωστοποίηση και την ανοικτή διαθεσιμότητα του εν λόγω υλικού. Επιπροσθέτως, μη ουσιαστικό υλικό ή υπηρεσίες που αποτελούνται από βραχυπρόθεσμο σχολιασμό της αγοράς σχετικά με τις τελευταίες οικονομικές στατιστικές ή τα αποτελέσματα της εταιρείας για παράδειγμα, ή πληροφορίες σχετικά με επερχόμενες κυκλοφορίες ή γεγονότα, οι οποίες παρέχονται από τρίτους και περιέχουν μόνο μια σύντομη περίληψη της δικής τους γνώμης για τις εν λόγω πληροφορίες που δεν τεκμηριώνονται ούτε περιλαμβάνουν κάποια ουσιαστική ανάλυση, όπως όταν απλώς επαναλαμβάνουν μια άποψη που βασίζεται σε μια υφιστάμενη σύσταση ή ουσιαστικό ερευνητικό υλικό ή υπηρεσίες, μπορούν να θεωρηθούν πληροφορίες σχετικές με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή επενδυτική υπηρεσία τέτοιας κλίμακας και φύσεως, ώστε να συνιστά αποδεκτό ήσσονος σημασίας μη χρηματικό όφελος.

(30)

Ειδικότερα, κάθε μη χρηματικό όφελος που περιλαμβάνει τη διάθεση πολύτιμων πόρων στην επιχείρηση επενδύσεων από τρίτο δεν θεωρείται ήσσονος σημασίας και κρίνεται ότι εμποδίζει τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη.

(31)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου και πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.

(32)

Ζητήθηκε η γνώμη της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), για την παροχή τεχνικών συμβουλών σχετικά με τους κανόνες που προβλέπονται σε αυτήν την οδηγία.

(33)

Προκειμένου να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές και οι επιχειρήσεις επενδύσεων να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν την οδηγία, ώστε να διασφαλιστεί η εφαρμογή τους με αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο, η ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο αυτής της οδηγίας θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την ημερομηνία μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και έναρξης εφαρμογής της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(34)

Σύμφωνα με την κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής και ορισμοί

1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στις εταιρείες διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4), και στους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 6 της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5).

2.   Για τους σκοπούς των κεφαλαίων II, III και IV της παρούσας οδηγίας, οι παραπομπές στις επιχειρήσεις επενδύσεων και τα χρηματοπιστωτικά μέσα περιλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις δομημένες καταθέσεις σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφοι 3 και 4 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

3.   «συναλλαγή χρηματοδότησης τίτλων»: συναλλαγές όπως ορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης.

4.    «αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων»: ένας οργανισμός συλλογικών επενδύσεων που έχει αδειοδοτηθεί βάσει της οδηγίας 2009/65/EΚ, ή που υπόκειται σε εποπτεία και, κατά περίπτωση, έχει αδειοδοτηθεί από μια αρχή βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, και ο οποίος πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

πρωταρχικός επενδυτικός σκοπός του πρέπει να είναι η διατήρηση της καθαρής αξίας της περιουσίας του οργανισμού, είτε σταθερά στο άρτιο (χωρίς τα κέρδη) είτε στην αξία του αρχικού κεφαλαίου των επενδυτών συν τα κέρδη·

β)

για την επίτευξη του πρωταρχικού επενδυτικού σκοπού, πρέπει να επενδύει αποκλειστικά σε υψηλής ποιότητας μέσα χρηματαγοράς με ληκτότητα ή εναπομένουσα ληκτότητα μεγαλύτερη των 397 ημερών, ή με τακτικές προσαρμογές απόδοσης συνεπείς με αυτή τη ληκτότητα, και με σταθμισμένη μέση ληκτότητα 60 ημερών. Μπορεί επίσης να επιτυγχάνει το αποτέλεσμα αυτό επενδύοντας σε παρεπόμενη βάση σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα·

γ)

πρέπει να παρέχει ρευστότητα με διακανονισμό την ίδια ή την επόμενη ημέρα.

Για τους σκοπούς του στοιχείου β) ένα μέσο χρηματαγοράς θεωρείται υψηλής ποιότητας εάν η εταιρεία διαχείρισης/επενδύσεων εκτελέσει τη δική της τεκμηριωμένη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των μέσων χρηματαγοράς που της επιτρέπει να θεωρήσει υψηλής ποιότητας ένα μέσο χρηματαγοράς. Εάν ένας ή περισσότεροι οργανισμοί αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που είναι εγγεγραμμένοι και εποπτεύονται από την ΕΑΚΑΑ έχουν δώσει βαθμολογία του μέσου, η εσωτερική αξιολόγηση της εταιρείας διαχείρισης/επενδύσεων πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εν λόγω αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ ΤΩΝ ΠΕΛΑΤΩΝ

Άρθρο 2

Προστασία των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α)

πρέπει να τηρούν αρχεία και λογαριασμούς έτσι ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή και χωρίς καθυστέρηση να διαχωρίζουν τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό ενός πελάτη από τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου πελάτη, καθώς και από τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία·

β)

πρέπει να τηρούν τα αρχεία και τους λογαριασμούς τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την ακρίβεια και ιδίως την αντιστοιχία τους με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα κεφάλαια που κατέχονται για λογαριασμό πελατών καθώς και ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται ως διαδρομή ελέγχου·

γ)

πρέπει να εξετάζουν τακτικά τη συμφωνία μεταξύ των εσωτερικών λογαριασμών και αρχείων τους και εκείνων τυχόν τρίτων που κατέχουν τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία·

δ)

πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών που έχουν κατατεθεί σε τρίτο, σύμφωνα με το άρθρο 3, μπορούν να διαχωριστούν από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων και από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στον εν λόγω τρίτο, με τη χρήση λογαριασμών με διαφορετικές ονομασίες στα βιβλία του τρίτου ή με άλλα ισοδύναμα μέτρα με τα οποία επιτυγχάνεται το ίδιο επίπεδο προστασίας·

ε)

πρέπει να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα κεφάλαια που έχουν καταθέσει οι πελάτες, σύμφωνα με το άρθρο 4, σε κεντρική τράπεζα, πιστωτικό ίδρυμα ή τράπεζα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα ή σε αναγνωρισμένα αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων κατέχονται σε λογαριασμό ή λογαριασμούς χωριστούς από τυχόν άλλους λογαριασμούς που χρησιμοποιούνται για την κατοχή κεφαλαίων που ανήκουν στην επιχείρηση επενδύσεων·

στ)

πρέπει να θεσπίζουν κατάλληλες οργανωτικές ρυθμίσεις για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο απώλειας ή μείωσης των περιουσιακών στοιχείων πελατών ή των δικαιωμάτων σε σχέση με τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, λόγω κατάχρησης των περιουσιακών στοιχείων, απάτης, κακής διαχείρισης, ελλιπούς τήρησης αρχείου ή αμέλειας.

2.   Εάν για λόγους που σχετίζονται με το εφαρμοστέο δίκαιο, περιλαμβανομένης ιδίως της νομοθεσίας σχετικά με την περιουσία ή την αφερεγγυότητα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν μπορούν να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για τη διασφάλιση των συμφερόντων των πελατών όσον αφορά την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 16 παράγραφοι 8 και 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους με σκοπό την επίτευξη των στόχων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

3.   Εάν το εφαρμοστέο δίκαιο της χώρας στην οποία κατέχονται τα κεφάλαια ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα των πελατών εμποδίζει τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συμμορφωθούν με τα στοιχεία δ) ή ε) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη επιβάλλουν απαιτήσεις με ισοδύναμο αποτέλεσμα όσον αφορά τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πελατών.

Όταν βασίζονται σε τέτοιου είδους ισοδύναμες απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχεία δ) ή ε), τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους πελάτες ότι σε τέτοιες περιπτώσεις δεν επωφελούνται από τις διατάξεις που προβλέπονται από την οδηγία 2014/65/ΕΕ και την παρούσα οδηγία.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι συμφέροντα ασφαλείας, εμπράγματα βάρη ή δικαιώματα συμψηφισμού επί χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη που επιτρέπουν σε τρίτους να διαθέτουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια του πελάτη, για την είσπραξη οφειλών που δεν έχουν σχέση με τον πελάτη ή την παροχή υπηρεσιών προς τον πελάτη δεν επιτρέπονται, εκτός εάν αυτό απαιτείται από την ισχύουσα νομοθεσία σε δικαιοδοσία τρίτης χώρας στην οποία κατέχονται τα κεφάλαια ή τα χρηματοπιστωτικά μέσα του πελάτη.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να συνάπτει συμφωνίες που δημιουργούν τα εν λόγω συμφέροντα ασφαλείας, εμπράγματα βάρη ή δικαιώματα συμψηφισμού, να αποκαλύψει τις εν λόγω πληροφορίες στους πελάτες, ενημερώνοντάς τους για τους κινδύνους που συνδέονται με τις εν λόγω ρυθμίσεις.

Όταν συμφέροντα ασφαλείας, εμπράγματα βάρη ή δικαιώματα συμψηφισμού παρέχονται από την επιχείρηση επί των χρηματοπιστωτικών μέσων ή κεφαλαίων του πελάτη, ή όταν η επιχείρηση ενημερωθεί ότι έχουν παρασχεθεί, πρέπει να καταγράφονται σε συμβάσεις του πελάτη και στους λογαριασμούς της ίδιας της επιχείρησης για να αποσαφηνιστεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη, όπως σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια των πελατών στις ακόλουθες οντότητες: αρμόδιες αρχές, διορισμένους επαγγελματίες στον τομέα της αφερεγγυότητας και υπευθύνους για την εξυγίανση των αφερέγγυων ιδρυμάτων. Οι πληροφορίες που πρέπει να διατίθενται περιλαμβάνουν τις εξής:

α)

σχετικούς εσωτερικούς λογαριασμούς και αρχεία που προσδιορίζουν εύκολα τα υπόλοιπα των κεφαλαίων και των χρηματοπιστωτικών μέσων που κατέχονται για κάθε πελάτη·

β)

στις περιπτώσεις όπου τα κεφάλαια πελατών κατέχονται από επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 4, λεπτομέρειες των λογαριασμών στους οποίους κατέχονται κεφάλαια των πελατών, και των σχετικών συμφωνιών με τις εν λόγω επιχειρήσεις·

γ)

στις περιπτώσεις όπου τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατέχονται από επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με το άρθρο 3, λεπτομέρειες των λογαριασμών που έχουν ανοιχτεί σε τρίτους και των σχετικών συμφωνιών με τους εν λόγω τρίτους, καθώς και λεπτομέρειες των σχετικών συμφωνιών με τις εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων·

δ)

λεπτομέρειες τρίτων που ασκούν οποιαδήποτε σχετικά καθήκοντα (εξωτερικής ανάθεσης) και λεπτομέρειες οποιωνδήποτε καθηκόντων εξωτερικής ανάθεσης

ε)

άτομα που κατέχουν καίριες θέσεις στην επιχείρηση και που συμμετέχουν στις σχετικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των υπευθύνων για την επίβλεψη των απαιτήσεων της επιχείρησης σε σχέση με τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη· και

στ)

συμφωνίες σχετικά με τη σύσταση κυριότητας των πελατών επί των περιουσιακών στοιχείων.

Άρθρο 3

Κατάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν για λογαριασμό πελατών τους σε λογαριασμό ή λογαριασμούς που έχουν ανοιχτεί σε τρίτο, υπό τον όρο οι επιχειρήσεις να επιδεικνύουν όλη τη δέουσα ικανότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, τον διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του τρίτου και των ρυθμίσεων για την κατοχή και φύλαξη των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων.

Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν υπόψη την εμπειρογνωμοσύνη και τη φήμη στην αγορά του τρίτου, καθώς και τυχόν νομικές απαιτήσεις που σχετίζονται με την κατοχή εκείνων των χρηματοπιστωτικών μέσων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα δικαιώματα των πελατών.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων προτείνει να κατατεθούν χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών της σε τρίτο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων καταθέτει χρηματοπιστωτικά μέσα σε τρίτο μόνο σε χώρα όπου η φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου υπόκειται σε ειδικές ρυθμίσεις και εποπτεία και ο εν λόγω τρίτος υπόκειται σε συγκεκριμένη ρύθμιση και εποπτεία.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν καταθέτουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελατών σε τρίτο εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα η οποία δεν ρυθμίζει κανονιστικά την κατοχή και φύλαξη χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό άλλου προσώπου εκτός εάν πληρούται μια από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

η φύση των χρηματοπιστωτικών μέσων ή των επενδυτικών υπηρεσιών που συνδέονται με αυτά απαιτεί την κατάθεσή τους σε τρίτο εγκατεστημένο σε αυτή την τρίτη χώρα·

β)

όταν τα χρηματοπιστωτικά μέσα κατέχονται για λογαριασμό επαγγελματία πελάτη, ο πελάτης έχει ζητήσει γραπτώς από την επιχείρηση να τα καταθέσει σε τρίτο σε αυτή την τρίτη χώρα.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 ισχύουν επίσης όταν ο τρίτος έχει αναθέσει σε άλλο τρίτο οποιοδήποτε από τα καθήκοντά του όσον αφορά την κατοχή και φύλαξη των χρηματοπιστωτικών μέσων.

Άρθρο 4

Κατάθεση κεφαλαίων πελατών

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, μόλις λαμβάνουν κεφάλαια πελατών, να τα τοποθετούν αμέσως σε έναν ή περισσότερους λογαριασμούς που ανοίγονται σε έναν από τους ακόλουθους οργανισμούς:

α)

κεντρική τράπεζα·

β)

πιστωτικό ίδρυμα που έχει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7)·

γ)

τράπεζα που έχει άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα·

δ)

αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2013/36/EE, όσον αφορά τις καταθέσεις, κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, που κατέχονται από αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν καταθέτουν κεφάλαια πελατών σε κεντρική τράπεζα να επιδεικνύουν την απαιτούμενη επιδεξιότητα, φροντίδα και επιμέλεια κατά την επιλογή, το διορισμό και τον περιοδικό έλεγχο του πιστωτικού ιδρύματος, της τράπεζας ή του αμοιβαίου κεφαλαίου διαχείρισης διαθεσίμων όπου τοποθετούνται τα κεφάλαια και των ρυθμίσεων για την κατοχή των εν λόγω κεφαλαίων και λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη για διαφοροποίηση των εν λόγω κεφαλαίων, ως μέρος της απαιτούμενης επιμέλειάς τους.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη την εμπειρογνωμοσύνη και τη φήμη στην αγορά των εν λόγω ιδρυμάτων και αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών τους, καθώς και τυχόν νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις ή πρακτικές της αγοράς που συνδέονται με την κατοχή κεφαλαίων πελατών και θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα δικαιώματα των πελατών.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι οι πελάτες δίνουν τη ρητή συγκατάθεσή τους για την τοποθέτηση των κεφαλαίων τους σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι αυτό το δικαίωμα συγκατάθεσης θα είναι αποτελεσματικό, οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους πελάτες ότι τα κεφάλαια που τοποθετούνται σε αναγνωρισμένο αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων δεν θα κατέχονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις για τη διασφάλιση των κεφαλαίων των πελατών οι οποίες ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν, όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταθέτουν κεφάλαια πελατών σε πιστωτικό ίδρυμα, τράπεζα ή αμοιβαίο κεφάλαιο διαχείρισης διαθεσίμων του ίδιου ομίλου με την επιχείρηση επενδύσεων, να περιορίζουν τα κεφάλαια που καταθέτουν σε οποιαδήποτε τέτοια οντότητα του ομίλου ή συνδυασμό οποιωνδήποτε τέτοιων οντοτήτων του ομίλου, ούτως ώστε τα κεφάλαια να μην υπερβαίνουν το 20 % του συνόλου των εν λόγω κεφαλαίων.

Μια επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να μην συμμορφώνεται με αυτό το όριο, όταν είναι σε θέση να αποδείξει ότι, λόγω της φύσης, της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, καθώς και λόγω της ασφάλειας που προσφέρουν οι τρίτοι που εξετάζονται στο προηγούμενο εδάφιο, και περιλαμβανομένου, σε κάθε περίπτωση, του μικρού υπολοίπου των κεφαλαίων του πελάτη που κατέχει η επιχείρηση επενδύσεων, η απαίτηση σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο δεν είναι αναλογική. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επανεξετάζουν περιοδικά την εκτίμηση που πραγματοποιείται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο και κοινοποιούν στους ΕΑΑ την αρχική και την αναθεωρημένη εκτίμησή τους.

Άρθρο 5

Χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών

1.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν για λογαριασμό πελάτη, ή να χρησιμοποιήσουν με άλλο τρόπο τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη της επιχείρησης, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

ο πελάτης να έχει δώσει προηγουμένως τη ρητή του συγκατάθεση για τη χρησιμοποίηση των μέσων με συγκεκριμένους όρους, όπως αποδεικνύεται ρητώς και γραπτώς και εκτελείται συναινετικά μέσω υπογραφής ή με ισοδύναμο τρόπο·

β)

η χρησιμοποίηση των χρηματοπιστωτικών μέσων του εν λόγω πελάτη περιορίζεται στους δεδομένους όρους στους οποίους συγκατατίθεται ο πελάτης.

2.   Τα κράτη μέλη δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνάπτουν συμφωνίες για συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται για λογαριασμό πελάτη σε συλλογικό λογαριασμό που τηρείται από τρίτο, ή να χρησιμοποιήσουν με άλλο τρόπο για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό άλλου πελάτη της επιχείρησης χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχονται σε τέτοιο λογαριασμό, παρά μόνον εάν πληρούται, επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μία τουλάχιστον από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

κάθε πελάτης χρηματοπιστωτικά μέσα του οποίου κατέχονται από κοινού σε συλλογικό λογαριασμό πρέπει να έχει δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή του σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1·

β)

η επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να έχει θεσπίσει συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ότι χρησιμοποιούνται κατ' αυτό τον τρόπο μόνο χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες που έχουν δώσει την προηγούμενη ρητή συγκατάθεσή τους σύμφωνα με το στοιχείο α) της παραγράφου 1.

Τα αρχεία της επιχείρησης επενδύσεων πρέπει να περιλαμβάνουν λεπτομερή στοιχεία για τον πελάτη με τις οδηγίες του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα χρηματοπιστωτικά μέσα, καθώς και τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων χρηματοπιστωτικών μέσων κάθε πελάτη που έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, έτσι ώστε να καθίσταται δυνατή η ορθή κατανομή τυχόν ζημιών.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για την αποτροπή μη εξουσιοδοτημένης χρήσης χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό οποιουδήποτε άλλου προσώπου, όπως:

α)

η σύναψη συμφωνιών με πελάτες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων σε περίπτωση που ο πελάτης δεν έχει αρκετή πρόβλεψη στον λογαριασμό του κατά την ημερομηνία διακανονισμού, όπως δανεισμός των αντίστοιχων τίτλων για λογαριασμό του πελάτη ή αναστροφή της θέσης·

β)

η στενή παρακολούθηση από την επιχείρηση επενδύσεων της προβλεπόμενης ικανότητάς της να παραδώσει κατά την ημερομηνία διακανονισμού και η εφαρμογή διορθωτικών μέτρων σε περίπτωση που αυτό δεν μπορεί να γίνει· και

γ)

η στενή παρακολούθηση και έγκαιρη απαίτηση των μη παραδοθέντων τίτλων που εκκρεμούν κατά την ημερομηνία διακανονισμού και μετά.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εγκρίνουν ειδικές ρυθμίσεις για όλους τους πελάτες για να διασφαλίζεται ότι ο δανειολήπτης των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη παρέχει την κατάλληλη ασφάλεια και ότι η επιχείρηση παρακολουθεί τη συνεχιζόμενη καταλληλότητα της εν λόγω ασφάλειας και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για να διατηρηθεί το υπόλοιπο με την αξία των μέσων των πελατών.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν συνάπτουν συμφωνίες που απαγορεύονται βάσει του άρθρου 16 παράγραφος 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Άρθρο 6

Ακατάλληλη χρήση των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν δεόντως υπόψη, και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι το έχουν πράξει, τη χρήση συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ της υποχρέωσης του πελάτη προς την επιχείρηση και των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη που υποβάλλονται σε συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου από την επιχείρηση.

2.   Κατά την εξέταση, και την τεκμηρίωση, της καταλληλότητας της χρήσης των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη όλους τους παρακάτω παράγοντες:

α)

κατά πόσον υπάρχει μόνο μια πολύ αδύναμη σχέση μεταξύ της υποχρέωσης του πελάτη προς την επιχείρηση και της χρήσης των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον η πιθανότητα ευθύνης του πελάτη προς την επιχείρηση είναι μικρή ή αμελητέα·

β)

κατά πόσον το ύψος των κεφαλαίων ή των χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη που υπόκειται σε διμερείς συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου υπερβαίνει κατά πολύ την υποχρέωση του πελάτη, ή είναι ακόμη και απεριόριστο αν ο πελάτης έχει οποιαδήποτε υποχρέωση προς την επιχείρηση· και

γ)

κατά πόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κεφάλαια όλων των πελατών υπόκεινται σε συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ποια υποχρέωση έχει κάθε πελάτης προς την επιχείρηση.

3.   Όταν χρησιμοποιούνται συμφωνίες παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου, οι επιχειρήσεις επενδύσεων επισημαίνουν σε επαγγελματίες πελάτες και επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους τους κινδύνους που απορρέουν και το αποτέλεσμα οποιασδήποτε συμφωνίας παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου για τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα κεφάλαια του πελάτη.

Άρθρο 7

Ρυθμίσεις παρακολούθησης για τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ορίζουν έναν μόνο υπάλληλο της με επαρκείς δεξιότητες και αρμοδιότητα, με ειδική ευθύνη για τα θέματα που αφορούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων προς τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τη διασφάλιση των χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων των πελατών.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να αποφασίζουν, διασφαλίζοντας την πλήρη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία, κατά πόσον ο διορισμένος υπάλληλος πρόκειται να ασχολείται αποκλειστικά με αυτό το καθήκον ή ο υπάλληλος μπορεί να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις ευθύνες του, ενώ έχει πρόσθετες ευθύνες.

Άρθρο 8

Εκθέσεις εξωτερικών ελεγκτών

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι οι εξωτερικοί ελεγκτές τους υποβάλλουν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης έκθεση σχετικά με την καταλληλότητα των ρυθμίσεων της επιχείρησης βάσει του άρθρου 16 παράγραφοι 8, 9 και 10 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και του παρόντος κεφαλαίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ

ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ

Άρθρο 9

Υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο, όταν κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία περιλαμβάνουν τη δημιουργία, την ανάπτυξη, την έκδοση ή/και τον σχεδιασμό χρηματοπιστωτικών μέσων.

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα να πληρούν, κατά τρόπο που να είναι κατάλληλος και αναλογικός, τις σχετικές απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 15, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου, την επενδυτική υπηρεσία και την αγορά-στόχο για το προϊόν.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να θεσπίζουν, να εφαρμόζουν και να διατηρούν διαδικασίες και μέτρα για να διασφαλίζεται ότι η κατασκευή χρηματοπιστωτικών μέσων συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις για ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα διασφαλίζουν ότι ο σχεδιασμός του χρηματοπιστωτικού μέσου, συμπεριλαμβανομένων των χαρακτηριστικών του, δεν επηρεάζει αρνητικά τους τελικούς πελάτες και δεν οδηγεί σε προβλήματα με την ακεραιότητα της αγοράς, επιτρέποντας στην επιχείρηση να μετριάζει ή/και να διαθέτει τους ίδιους κινδύνους ή άνοιγμα στα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία του προϊόντος, όπου η επιχείρηση επενδύσεων ήδη κατέχει τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία σε ίδιο λογαριασμό.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να αναλύουν τις πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων κάθε φορά που κατασκευάζεται ένα χρηματοπιστωτικό μέσο. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις εκτιμούν κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο δημιουργεί μια κατάσταση όπου οι τελικοί πελάτες μπορεί να επηρεαστούν αρνητικά αν λάβουν:

α)

ένα άνοιγμα αντίθετο προς εκείνο που κατείχε προηγουμένως η ίδια η επιχείρηση· ή

β)

ένα άνοιγμα αντίθετο προς εκείνο που η επιχείρηση επιθυμεί να κατέχει μετά την πώληση του προϊόντος.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξετάζουν κατά πόσον το χρηματοπιστωτικό μέσο μπορεί να αποτελεί απειλή για την εύρυθμη λειτουργία ή τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, πριν αποφασίσουν να προχωρήσουν στην έναρξη του προϊόντος.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι το σχετικό προσωπικό που συμμετέχει στην κατασκευή των χρηματοπιστωτικών μέσων διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία για να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των χρηματοπιστωτικών μέσων που σκοπεύουν να κατασκευάσουν.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο έχει πραγματικό έλεγχο επί της διαδικασίας παρακολούθησης του προϊόντος της επιχείρησης. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις συμμόρφωσης προς το διοικητικό όργανο περιλαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζονται από την επιχείρηση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών σχετικά με τη στρατηγική της διανομής. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θέτουν τις εκθέσεις στη διάθεση της αρμόδιας αρχής τους, κατόπιν αιτήματος.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι η λειτουργία συμμόρφωσης παρακολουθεί την ανάπτυξη και τον περιοδικό έλεγχο των ρυθμίσεων παρακολούθησης των προϊόντων, προκειμένου να ανιχνεύουν κάθε κίνδυνο μη συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν συνεργάζονται, μεταξύ άλλων με οντότητες που δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ ή εταιρείες τρίτων χωρών με σκοπό να δημιουργούν, να αναπτύσσουν, να εκδίδουν ή/και να σχεδιάζουν ένα προϊόν, να σκιαγραφούν τις αμοιβαίες ευθύνες τους σε γραπτή συμφωνία.

9.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να προσδιορίζουν σε αρκετά λεπτομερές επίπεδο τη δυνητική αγορά-στόχο για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο και να καθορίζουν το είδος (τα είδη) πελατών με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, η επιχείρηση προσδιορίζει οποιαδήποτε ομάδα ή ομάδες πελατών με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο. Όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων συνεργάζονται για την κατασκευή ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, πρέπει να προσδιορίζεται μόνο μία αγορά-στόχος.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που κατασκευάζουν χρηματοπιστωτικά μέσα που διανέμονται μέσω άλλων εταιρειών επενδύσεων καθορίζουν τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά των πελατών με τους οποίους το προϊόν είναι συμβατό, με βάση τις θεωρητικές τους γνώσεις και την εμπειρία του παρελθόντος με το χρηματοπιστωτικό μέσο ή παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των δυνητικών τελικών πελατών.

10.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διενεργούν ανάλυση σεναρίου των χρηματοπιστωτικών μέσων τους, με την οποία αξιολογούνται οι κίνδυνοι των μη αποδοτικών αποτελεσμάτων για τους τελικούς πελάτες τους οποίους θέτει το προϊόν καθώς και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί να παρουσιαστούν αυτά τα αποτελέσματα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αξιολογούν το χρηματοπιστωτικό μέσο υπό αρνητικές συνθήκες που καλύπτουν το τι θα συνέβαινε αν, για παράδειγμα:

α)

επιδεινωνόταν το περιβάλλον της αγοράς·

β)

ο κατασκευαστής ή ο τρίτος που συμμετέχει στην κατασκευή ή/και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού μέσου αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες ή επέλθει άλλος κίνδυνος αντισυμβαλλομένου·

γ)

το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν καταστεί εμπορικά βιώσιμο· ή

δ)

η ζήτηση για το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι αναμενόταν, επιβαρύνοντας τους πόρους της επιχείρησης ή/και την αγορά του υποκείμενου μέσου.

11.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καθορίζουν κατά πόσον ένα χρηματοπιστωτικό μέσο πληροί τις προσδιοριζόμενες ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της αγοράς-στόχου, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των ακόλουθων στοιχείων:

α)

το προφίλ κινδύνου/ανταμοιβής του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι σύμφωνο με την αγορά-στόχο· και

β)

ο σχεδιασμός του χρηματοπιστωτικού μέσου βασίζεται σε χαρακτηριστικά που ωφελούν τον πελάτη και όχι σε ένα επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στα μη αποδοτικά αποτελέσματα του πελάτη για να είναι κερδοφόρο.

12.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τη δομή χρέωσης που προτείνεται για το χρηματοπιστωτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένης της εξέτασης των ακόλουθων στοιχείων:

α)

τα κόστη και οι επιβαρύνσεις του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι συμβατά με τις ανάγκες, τους στόχους και τα χαρακτηριστικά της αγοράς-στόχου·

β)

οι επιβαρύνσεις δεν υπονομεύουν τις προσδοκίες απόδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, όπως όταν τα έξοδα ή οι επιβαρύνσεις ισούνται, υπερβαίνουν ή εξαλείφουν σχεδόν όλα τα αναμενόμενα φορολογικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο· και

γ)

η δομή χρέωσης του χρηματοπιστωτικού μέσου είναι κατάλληλα διαφανής για την αγορά-στόχο, εφόσον δεν συγκαλύπτει χρεώσεις και δεν είναι υπερβολικά περίπλοκη για να γίνει κατανοητή.

13.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι η παροχή πληροφοριών σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο στους διανομείς περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τα κατάλληλα κανάλια για τη διανομή του χρηματοπιστωτικού μέσου, τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος και την εκτίμηση της αγοράς-στόχου και έχει ικανοποιητικό επίπεδο για να επιτρέπει στους διανομείς να κατανοούν και να προτείνουν ή να πωλούν σωστά το χρηματοπιστωτικό μέσο.

14.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επανεξετάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζουν σε τακτική βάση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τη προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εξετάζουν εάν το χρηματοπιστωτικό μέσο παραμένει συνεπές με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της αγοράς-στόχου και εάν διανέμεται στην αγορά-στόχο ή φθάνει σε πελάτες με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το χρηματοπιστωτικό μέσο.

15.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επανεξετάζουν τα χρηματοπιστωτικά μέσα πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω έκδοση ή επανέναρξη, εάν αντιληφθούν οποιοδήποτε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τους επενδυτές, και να εκτιμούν ανά τακτά διαστήματα κατά πόσον τα χρηματοπιστωτικά μέσα λειτουργούν σύμφωνα με τον προορισμό τους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καθορίζουν την περιοδικότητα επανεξέτασης των χρηματοπιστωτικών μέσων τους βάσει σχετικών παραγόντων που περιλαμβάνουν παράγοντες που συνδέονται με την πολυπλοκότητα ή τον καινοτόμο χαρακτήρα των επενδυτικών στρατηγικών που επιδιώκονται. Οι επιχειρήσεις προσδιορίζουν επίσης τα κρίσιμα γεγονότα που θα επηρέαζαν τον πιθανό κίνδυνο ή τις προσδοκίες απόδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου, όπως:

α)

η υπέρβαση ενός κατωφλίου που θα επηρέαζε το προφίλ απόδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου· ή

β)

η φερεγγυότητα ορισμένων εκδοτών των οποίων οι τίτλοι ή οι εγγυήσεις μπορεί να επηρεάσουν την απόδοση του χρηματοπιστωτικού μέσου.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν προκύπτουν τέτοια γεγονότα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα που μπορεί να είναι τα εξής:

α)

παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας σχετικά με το γεγονός και τις συνέπειές του στο χρηματοπιστωτικό μέσο προς τους πελάτες ή τους διανομείς του χρηματοπιστωτικού μέσου, εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν προσφέρει ή πωλεί το χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στους πελάτες·

β)

αλλαγή της διαδικασίας έγκρισης του προϊόντος·

γ)

διακοπή της περαιτέρω έκδοσης του χρηματοπιστωτικού μέσου·

δ)

αλλαγή του χρηματοπιστωτικού μέσου για την αποφυγή των καταχρηστικών ρητρών των συμβάσεων·

ε)

εξέταση κατά πόσον τα δίκτυα πώλησης μέσω των οποίων πωλούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι κατάλληλα, όταν οι επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο δεν πωλείται όπως προβλέπεται·

στ)

επικοινωνία με τον διανομέα για να συζητηθεί μια τροποποίηση της διαδικασίας διανομής·

ζ)

τερματισμός της σχέσης με τον διανομέα· ή

η)

ενημέρωση της οικείας αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 10

Υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για τους διανομείς

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αποφασίζουν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από τις ίδιες ή άλλες επιχειρήσεις και τις υπηρεσίες που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν στους πελάτες, να πληρούν, κατά τρόπο που να είναι κατάλληλος και αναλογικός, τις σχετικές απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 10, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του χρηματοπιστωτικού μέσου, την επενδυτική υπηρεσία και την αγορά-στόχο για το προϊόν.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται επίσης με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2014/65/ΕΕ όταν προσφέρουν ή προτείνουν χρηματοπιστωτικά μέσα που κατασκευάζονται από οντότητες που δεν υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, οι εν λόγω επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να διασφαλίσουν ότι θα αποκτήσουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με αυτά τα χρηματοπιστωτικά μέσα από αυτούς τους κατασκευαστές.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζουν την αγορά-στόχο για το αντίστοιχο χρηματοπιστωτικό μέσο, ακόμη και αν η αγορά-στόχος δεν καθορίστηκε από τον κατασκευαστή.

2.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διαθέτουν επαρκείς ρυθμίσεις παρακολούθησης των προϊόντων για να διασφαλίζουν ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν είναι συμβατά με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους μιας προσδιορισμένης αγοράς στόχου και ότι η σχεδιαζόμενη στρατηγική διανομής είναι συμβατή με την προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσδιορίζουν και αξιολογούν κατάλληλα τις περιστάσεις και τις ανάγκες των πελατών στις οποίες προτίθενται να επικεντρωθούν, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν διακυβεύονται τα συμφέροντα των πελατών, ως αποτέλεσμα εμπορικών πιέσεων ή πιέσεων χρηματοδότησης. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, οι επιχειρήσεις προσδιορίζουν οποιεσδήποτε ομάδες πελατών με τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους των οποίων δεν είναι συμβατό το προϊόν ή η υπηρεσία.

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν από κατασκευαστές που υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ πληροφορίες για να αποκτήσουν την απαραίτητη κατανόηση και γνώση για τα προϊόντα που προτίθενται να προτείνουν ή να πουλήσουν, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα εν λόγω προϊόντα θα διανέμονται σύμφωνα με οι ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου,

Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι θα αποκτούν επίσης επαρκείς και αξιόπιστες πληροφορίες από τους κατασκευαστές που δεν υπόκεινται στην οδηγία 2014/65/ΕΕ, για να διασφαλιστεί ότι τα προϊόντα θα διανέμονται σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά, τους στόχους και τις ανάγκες της αγοράς-στόχου. Όταν οι σχετικές πληροφορίες δεν είναι δημόσια διαθέσιμες, ο διανομέας λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να αποκτήσει τις εν λόγω σχετικές πληροφορίες από τον κατασκευαστή ή τον αντιπρόσωπό του. Αποδεκτές δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες είναι οι πληροφορίες που είναι σαφείς και αξιόπιστες και παράγονται σε συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις, όπως οι απαιτήσεις γνωστοποίησης σύμφωνα με την οδηγία 2003/71/ΕΚ (8) ή 2004/109/ΕΚ (9) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Αυτή η υποχρέωση αφορά τα προϊόντα που πωλούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά και εφαρμόζεται με αναλογικό τρόπο, ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο μπορούν να αποκτηθούν δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες και με την πολυπλοκότητα του προϊόντος.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνονται από τους κατασκευαστές και πληροφορίες για τους δικούς τους πελάτες για να προσδιορίζουν τη στρατηγική αγοράς-στόχου και διανομής. Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τόσο ως κατασκευαστής όσο και ως διανομέας, απαιτείται μόνο μία αξιολόγηση της αγοράς-στόχου.

3.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αποφασίζουν το εύρος των χρηματοπιστωτικών μέσων και των υπηρεσιών που προσφέρουν ή προτείνουν και τις αντίστοιχες αγορές-στόχους, να διατηρούν διαδικασίες και μέτρα για να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με όλες τις ισχύουσες απαιτήσεις σύμφωνα με την οδηγία 2014/65/ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη γνωστοποίηση, την αξιολόγηση της καταλληλότητας, τις αντιπαροχές και την ορθή διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό, δίνεται ιδιαίτερη προσοχή όταν οι διανομείς σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν νέα προϊόντα ή υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις υπηρεσίες που παρέχουν.

4.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επανεξετάζουν και να επικαιροποιούν περιοδικά τις ρυθμίσεις παρακολούθησης του προϊόντος τους, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι θα παραμείνουν ισχυρές και κατάλληλες για τον σκοπό τους, και να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, όταν είναι αναγκαίο.

5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επανεξετάζουν τα επενδυτικά προϊόντα που προσφέρουν ή προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν σε τακτική βάση, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει ουσιωδώς τον δυνητικό κίνδυνο για τη προσδιορισμένη αγορά-στόχο. Οι επιχειρήσεις αξιολογούν τουλάχιστον κατά πόσον το προϊόν ή η υπηρεσία συνεχίζει να εξυπηρετεί τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσον η σχεδιαζόμενη στρατηγική διανομής εξακολουθεί να είναι κατάλληλη. Οι επιχειρήσεις επανεξετάζουν την αγορά-στόχο ή/και επικαιροποιούν τις ρυθμίσεις παρακολούθησης του προϊόντος, εάν αντιληφθούν ότι έχουν προσδιορίσει εσφαλμένα την αγορά-στόχο για ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία ή ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν πληροί πλέον τις συνθήκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου, όπως όταν το προϊόν καθίσταται μη ρευστοποιήσιμο ή πολύ ασταθές, λόγω των αλλαγών της αγοράς.

6.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι η λειτουργία συμμόρφωσης επιβλέπει την ανάπτυξη και τον περιοδικό έλεγχο των ρυθμίσεων παρακολούθησης των προϊόντων, προκειμένου να ανιχνεύουν κάθε κίνδυνο μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

7.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι το σχετικό προσωπικό διαθέτει την απαραίτητη εμπειρία για να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των προϊόντων που σκοπεύουν να προσφέρουν ή να προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν, καθώς και τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά και τους στόχους της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου.

8.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο έχει πραγματικό έλεγχο επί της διαδικασίας παρακολούθησης του προϊόντος της επιχείρησης ώστε να προσδιορίζει το εύρος των επενδυτικών προϊόντων που προσφέρουν ή προτείνουν και των υπηρεσιών που παρέχουν στις αντίστοιχες αγορές-στόχους Οι επιχειρήσεις επενδύσεων διασφαλίζουν ότι οι εκθέσεις συμμόρφωσης προς το διοικητικό όργανο περιλαμβάνουν συστηματικά πληροφορίες σχετικά με τα προϊόντα που προσφέρουν ή προτείνουν και τις υπηρεσίες που παρέχουν. Οι εκθέσεις συμμόρφωσης τίθενται στη διάθεση των αρμόδιων αρχών, εάν αυτές το ζητήσουν.

9.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διανομείς παρέχουν στους κατασκευαστές πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις και, όταν ενδείκνυται, πληροφορίες σχετικά με τους παραπάνω ελέγχους για την υποστήριξη των επανεξετάσεων προϊόντων που πραγματοποιούνται από τους κατασκευαστές.

10.   Όταν διαφορετικές επιχειρήσεις συνεργάζονται στη διανομή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων με την άμεση σχέση με τον πελάτη θα έχει την τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παρακολούθησης των προϊόντων οι οποίες ορίζονται στο παρόν άρθρο. Ωστόσο, οι επιχειρήσεις διαμεσολάβησης επενδύσεων:

α)

διασφαλίζουν ότι οι σχετικές πληροφορίες για τα προϊόντα μεταφέρονται από τον κατασκευαστή στον τελικό διανομέα της αλυσίδας·

β)

αν ο κατασκευαστής απαιτεί πληροφορίες σχετικά με τις πωλήσεις των προϊόντων, προκειμένου να συμμορφωθεί με τις δικές του υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων, του επιτρέπουν να τις αποκτήσει· και

γ)

εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις παρακολούθησης των προϊόντων για τους κατασκευαστές, στο βαθμό που είναι απαραίτητο, σε σχέση με την υπηρεσία που παρέχουν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΕΣ

Άρθρο 11

Αντιπαροχές

1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που καταβάλλουν ή εισπράττουν αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή τους παρέχεται μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή μιας επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας στον πελάτη να διασφαλίζουν ότι πληρούνται ανά πάσα στιγμή όλοι οι όροι που προβλέπονται στο άρθρο 24 παράγραφος 9 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

2.   Μια αμοιβή, προμήθεια ή μη χρηματικό όφελος θεωρείται ότι έχουν σχεδιασθεί για τη βελτίωση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη, εάν ισχύουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)

δικαιολογείται από την παροχή πρόσθετης υπηρεσίας ή υπηρεσίας υψηλότερου επιπέδου στον σχετικό πελάτη, ανάλογης με το επίπεδο των αντιπαροχών που λαμβάνονται, όπως:

i)

η παροχή μη ανεξάρτητων επενδυτικών συμβουλών σχετικά με ένα ευρύ φάσμα κατάλληλων χρηματοπιστωτικών μέσων, και πρόσβασης σε αυτά, συμπεριλαμβανομένου ενός κατάλληλου αριθμού μέσων από τρίτους παρόχους προϊόντων που δεν έχουν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων·

ii)

η παροχή μη ανεξάρτητων επενδυτικών συμβουλών σε συνδυασμό με: μια προσφορά προς τον πελάτη, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, για την αξιολόγηση της συνέχισης της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχει επενδύσει ο πελάτης· ή με μια άλλη εν εξελίξει υπηρεσία που είναι πιθανό να έχει αξία για τον πελάτη, όπως η παροχή συμβουλών σχετικά με την προτεινόμενη βέλτιστη κατανομή περιουσιακών στοιχείων του πελάτη· ή

iii)

η παροχή πρόσβασης, σε ανταγωνιστική τιμή, σε ευρύ φάσμα χρηματοπιστωτικών μέσων που είναι πιθανό να καλύψουν τις ανάγκες του πελάτη, συμπεριλαμβανομένου ενός κατάλληλου αριθμού μέσων από τρίτους παρόχους προϊόντων που δεν έχουν στενούς δεσμούς με την επιχείρηση επενδύσεων, σε συνδυασμό είτε με την παροχή εργαλείων προστιθέμενης αξίας, όπως εργαλεία αντικειμενικής πληροφόρησης, τα οποία βοηθούν τον σχετικό πελάτη να λαμβάνει επενδυτικές αποφάσεις ή επιτρέποντας στον σχετικό πελάτη να παρακολουθεί, να μοντελοποιεί και να προσαρμόζει το φάσμα των χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχουν επενδύσει είτε με την παροχή περιοδικών εκθέσεων της απόδοσης και του κόστους και των επιβαρύνσεων που σχετίζονται με τα χρηματοπιστωτικά μέσα

β)

δεν ωφελεί άμεσα την επιχείρηση αποδέκτη, τις μετοχές της ή τους υπαλλήλων της, χωρίς απτό όφελος για τον σχετικό πελάτη·

γ)

δικαιολογείται από την παροχή ενός εν εξελίξει οφέλους στον σχετικό πελάτη σε σχέση με μια εν εξελίξει αντιπαροχή.

Μια αμοιβή, μια προμήθεια ή ένα μη χρηματικό όφελος δεν θεωρούνται αποδεκτά, εάν η παροχή των σχετικών υπηρεσιών προς τον πελάτη είναι μεροληπτική ή στρεβλωμένη, ως αποτέλεσμα της αμοιβής, της προμήθειας ή του μη χρηματικού οφέλους.

3.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 σε συνεχή βάση, εφόσον εξακολουθούν να πληρώνουν ή να εισπράττουν την αμοιβή, την προμήθεια ή το μη χρηματικό όφελος.

4.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων κατέχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι οποιαδήποτε αμοιβή, προμήθεια ή μη χρηματικό όφελος που καταβάλλεται ή εισπράττεται από την επιχείρηση έχουν σχεδιασθεί για τη βελτίωση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη:

α)

τηρώντας εσωτερικό κατάλογο με όλες τις αμοιβές, τις προμήθειες και τα μη χρηματικά οφέλη που εισπράττει η επιχείρηση επενδύσεων από τρίτο σε σχέση με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών· και

β)

καταγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο οι αμοιβές, οι προμήθειες και τα μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή εισπράττονται από την επιχείρηση επενδύσεων, ή που προτίθεται να χρησιμοποιήσει, βελτιώνουν την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχονται στους σχετικούς πελάτες και τα μέτρα που λαμβάνονται προκειμένου να μη θιγεί το καθήκον της επιχείρησης να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της.

5.   Σε σχέση με οποιαδήποτε πληρωμή ή όφελος που εισπράττεται ή καταβάλλεται σε τρίτους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων αποκαλύπτουν στον πελάτη τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί στον πελάτη πληροφορίες σχετικά με την οικεία πληρωμή ή όφελος, σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 9 δεύτερο εδάφιο της οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Τα ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη μπορούν να περιγραφούν με γενικό τρόπο. Τα άλλα μη χρηματικά οφέλη που εισπράττονται ή καταβάλλονται από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με την επενδυτική υπηρεσία που παρέχεται σε έναν πελάτη τιμολογούνται και αποκαλύπτονται χωριστά·

β)

σε περίπτωση που μια επιχείρηση επενδύσεων δεν μπόρεσε να εξακριβώσει εκ των προτέρων το ποσό οποιασδήποτε πληρωμής ή οφέλους που πρόκειται να εισπραχθεί ή να καταβληθεί και αντ' αυτού αποκάλυψε στον πελάτη τη μέθοδο υπολογισμού του εν λόγω ποσού, η επιχείρηση παρέχει επίσης στους πελάτες της πληροφορίες για το ακριβές ποσό της πληρωμής ή του οφέλους που εισπράχθηκε ή καταβλήθηκε εκ των υστέρων· και

γ)

τουλάχιστον μία φορά ετησίως, για όσο διάστημα εισπράττονται (εν εξελίξει) αντιπαροχές από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται στους σχετικούς πελάτες, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τους πελάτες της σε ατομική βάση για το πραγματικό ποσό των πληρωμών ή των οφελών που εισπράττονται ή καταβάλλονται. Τα ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη μπορούν να περιγραφούν με γενικό τρόπο.

Κατά την εφαρμογή αυτών των απαιτήσεων, οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν υπόψη τους κανόνες για το κόστος και τις επιβαρύνσεις που ορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 στοιχείο γ) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ και στο άρθρο 50 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής (10).

Όταν σε έναν δίαυλο διανομής συμμετέχουν πολλές επιχειρήσεις, κάθε επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει μια επενδυτική ή παρεπόμενη υπηρεσία συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της να προβαίνει σε γνωστοποιήσεις προς τους πελάτες της.

Άρθρο 12

Αντιπαροχές σε σχέση με επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου επιστρέφουν στους πελάτες οποιεσδήποτε αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εν λόγω πελάτη το συντομότερο δυνατό μετά την παραλαβή. Όλες οι αμοιβές, προμήθειες ή χρηματικά οφέλη που λαμβάνονται από τρίτους σε σχέση με την παροχή ανεξάρτητων επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου μεταβιβάζονται εξ ολοκλήρου στον πελάτη.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταρτίζουν και εφαρμόζουν μια πολιτική για να διασφαλίζουν ότι οποιεσδήποτε αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου σε σχέση με την παροχή ανεξάρτητων επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου διατίθενται και μεταφέρονται σε κάθε μεμονωμένο πελάτη.

Οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενημερώνουν τους πελάτες σχετικά με τις αμοιβές, τις προμήθειες ή οποιαδήποτε χρηματικά οφέλη που μεταφέρονται σε αυτές, όπως μέσω των περιοδικών εκθέσεων που παρέχονται στον πελάτη.

2.   Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση ή διαχείριση χαρτοφυλακίου δεν δέχονται μη χρηματικά οφέλη που δεν αναγνωρίζονται ως αποδεκτά ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, σύμφωνα με την παράγραφο 3.

3.   Τα ακόλουθα οφέλη αναγνωρίζονται ως αποδεκτά ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη μόνο αν είναι:

α)

πληροφορίες ή τεκμηρίωση σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή μια επενδυτική υπηρεσία, είναι γενικής φύσεως ή εξατομικευμένα ώστε να αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες ενός μεμονωμένου πελάτη·

β)

γραπτό υλικό από τρίτο που ανατίθεται και πληρώνεται από εταιρικό εκδότη ή δυνητικό εκδότη για να προωθήσει μια νέα έκδοση από την εταιρεία, ή όταν η τρίτη επιχείρηση έχει διοριστεί συμβατικά και πληρωθεί από τον εκδότη για την παραγωγή του εν λόγω υλικού σε συνεχή βάση, υπό την προϋπόθεση η σχέση να γνωστοποιείται σαφώς στο υλικό και το υλικό να είναι διαθέσιμο ταυτόχρονα σε οποιαδήποτε επιχείρηση επενδύσεων επιθυμεί να το λάβει ή στο ευρύ κοινό·

γ)

συμμετοχή σε συνέδρια, σεμινάρια και άλλες εκδηλώσεις κατάρτισης σχετικά με τα οφέλη και τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή μιας επενδυτικής υπηρεσίας·

δ)

φιλοξενία εύλογης αξίας de minimis, όπως τρόφιμα και ποτά κατά τη διάρκεια μιας επιχειρηματικής συνάντησης ή ενός συνεδρίου, σεμιναρίου ή άλλων εκδηλώσεων κατάρτισης που αναφέρονται στο σημείο γ)· και

ε)

άλλα ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη τα οποία ένα κράτος μέλος κρίνει ικανά να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και, λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ύψος των οφελών που παρέχονται από μια οντότητα ή ομάδα οντοτήτων, είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε είναι απίθανο να εμποδίζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση μιας επιχείρησης επενδύσεων να υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη.

Τα αποδεκτά ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη είναι εύλογα και αναλογικά και τέτοιας κλίμακας ώστε να είναι απίθανο να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της επιχείρησης επενδύσεων με οποιονδήποτε τρόπο που είναι επιζήμιος για τα συμφέροντα του οικείου πελάτη.

Η γνωστοποίηση ήσσονος σημασίας μη χρηματικών οφελών πραγματοποιείται πριν από την παροχή των σχετικών επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 5 στοιχείο α), τα ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη μπορούν να περιγράφονται με γενικό τρόπο.

Άρθρο 13

Αντιπαροχές σε σχέση με την έρευνα

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η παροχή έρευνας από τρίτους σε επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν διαχείριση χαρτοφυλακίου ή άλλες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες δεν θεωρείται αντιπαροχή, αν λαμβάνεται ως αντάλλαγμα για οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α)

άμεσες πληρωμές από την επιχείρηση επενδύσεων από τους ιδίους πόρους της·

β)

πληρωμές από χωριστό λογαριασμό πληρωμών έρευνας που ελέγχεται από την επιχείρηση επενδύσεων, υπό τον όρο να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις που αφορούν τη λειτουργία του λογαριασμού:

i)

ο λογαριασμός πληρωμών έρευνας χρηματοδοτείται από μια ειδική χρέωση έρευνας στον πελάτη·

ii)

στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός λογαριασμού πληρωμών έρευνας και της συμφωνίας της επιβάρυνσης έρευνας με τους πελάτες τους, οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταρτίζουν και αξιολογούν τακτικά έναν προϋπολογισμό έρευνας ως εσωτερικό διοικητικό μέτρο·

iii)

η επιχείρηση επενδύσεων είναι υπεύθυνη για τον λογαριασμό πληρωμών έρευνας·

iv)

η επιχείρηση επενδύσεων αξιολογεί τακτικά την ποιότητα της έρευνας που αγοράζει, βάσει ισχυρών κριτηρίων ποιότητας και της ικανότητάς της να συμβάλλει στην καλύτερη λήψη επενδυτικών αποφάσεων.

Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων κάνει χρήση του λογαριασμού πληρωμών έρευνας, παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες στους πελάτες:

α)

πριν από την παροχή μιας επενδυτικής υπηρεσίας προς τους πελάτες, πληροφορίες σε σχέση με το ποσό του προϋπολογισμού για την έρευνα και το ποσό της εκτιμώμενης χρέωσης έρευνας για καθέναν από αυτούς·

β)

ετήσιες πληροφορίες σχετικά με το συνολικό κόστος που έχει πραγματοποιήσει καθένας από αυτούς για έρευνα από τρίτους.

2.   Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων τηρεί λογαριασμό πληρωμών έρευνας, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι απαιτείται επίσης από την επιχείρηση επενδύσεων, κατόπιν αιτήματος των πελατών της ή των αρμόδιων αρχών, να παρέχει περίληψη των παρόχων που πληρώνονται από αυτόν το λογαριασμό, το συνολικό ποσό που εισέπραξαν κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου, τα οφέλη και τις υπηρεσίες που λαμβάνει η επιχείρηση επενδύσεων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο το συνολικό ποσό που δαπανάται από το λογαριασμό συγκρίνεται με τον προϋπολογισμό που ορίζεται από την επιχείρηση για την εν λόγω περίοδο, σημειώνοντας οποιαδήποτε έκπτωση ή μεταφορά, αν παραμείνουν υπολειμματικά κεφάλαια στο λογαριασμό. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο i), η ειδική επιβάρυνση έρευνας:

α)

βασίζεται μόνο σε έναν προϋπολογισμό έρευνας που καταρτίζεται από την επιχείρηση επενδύσεων για τον καθορισμό της ανάγκης για έρευνα τρίτου σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται στους πελάτες της· και

β)

δεν συνδέεται με τον όγκο ή/και την αξία των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό των πελατών.

3.   Κάθε επιχειρησιακή ρύθμιση για την είσπραξη της χρέωσης έρευνας του πελάτη, όταν δεν εισπράττεται χωριστά, αλλά μαζί με προμήθεια συναλλαγής, αναφέρει μια χωριστή χρέωση έρευνας και συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) και της παραγράφου 1 δεύτερο εδάφιο.

4.   Το συνολικό ποσό των χρεώσεων έρευνας που εισπράττεται δεν μπορεί να υπερβαίνει το προϋπολογισμό για την έρευνα.

5.   Η επιχείρηση επενδύσεων συμφωνεί με τους πελάτες, στη συμφωνία διαχείρισης επενδύσεων της επιχείρησης ή στους γενικούς όρους συναλλαγών, τη χρέωση έρευνας, όπως έχει προϋπολογιστεί από την επιχείρηση και τη συχνότητα με την οποία η συγκεκριμένη χρέωση έρευνας θα αφαιρείται από τους πόρους του πελάτη εντός του έτους. Οι αυξήσεις στον προϋπολογισμό για την έρευνα πραγματοποιούνται μόνο μετά την παροχή σαφών πληροφοριών στους πελάτες για τις εν λόγω σχεδιαζόμενες αυξήσεις. Εάν υπάρχει πλεόνασμα στον λογαριασμό πληρωμών έρευνας στο τέλος μιας περιόδου, η επιχείρηση διαθέτει διαδικασία για την επιστροφή των εν λόγω κεφαλαίων στον πελάτη ή για τον συμψηφισμό τους με τον προϋπολογισμό για την έρευνα και τη χρέωση που υπολογίζεται για την επόμενη περίοδο.

6.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) σημείο ii), η διαχείριση του προϋπολογισμού για την έρευνα γίνεται αποκλειστικά από την επιχείρηση επενδύσεων και βασίζεται σε μια εύλογη αξιολόγηση της ανάγκης για έρευνα από τρίτους. Η διάθεση του προϋπολογισμού για την έρευνα για την αγορά έρευνας από τρίτους υπόκειται σε κατάλληλους ελέγχους και εποπτεία από την ανώτερη διοίκηση, για να διασφαλιστεί ότι η διαχείριση και η χρήση του γίνονται με τον καλύτερο τρόπο προς το συμφέρον των πελατών της επιχείρησης. Οι εν λόγω έλεγχοι περιλαμβάνουν μια σαφή διαδρομή ελέγχου των πληρωμών προς τους παρόχους της έρευνας και τον τρόπο προσδιορισμού των καταβαλλόμενων ποσών σε σχέση με τα κριτήρια ποιότητας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β) σημείο iv). Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν χρησιμοποιούν τον προϋπολογισμό για την έρευνα και τον λογαριασμό πληρωμών έρευνας για τη χρηματοδότηση της εσωτερικής έρευνας.

7.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο iii) η επιχείρηση επενδύσεων δύναται να αναθέσει σε τρίτο τη διαχείριση του λογαριασμού πληρωμών έρευνας, υπό την προϋπόθεση η ρύθμιση να διευκολύνει την αγορά έρευνας από τρίτους και τις πληρωμές σε παρόχους έρευνας εξ ονόματος της επιχείρησης επενδύσεων, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σύμφωνα με τις οδηγίες της επιχείρησης επενδύσεων.

8.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 στοιχείο β) σημείο iv), οι επιχειρήσεις επενδύσεων καταρτίζουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία σε μια γραπτή πολιτική και την παρέχουν στους πελάτες τους. Εξετάζει επίσης το βαθμό στον οποίο η έρευνα που αγοράζεται μέσω του λογαριασμού πληρωμών έρευνας μπορεί να ωφελήσει τα χαρτοφυλάκια των πελατών, λαμβάνοντας επίσης υπόψη, κατά περίπτωση, τις επενδυτικές στρατηγικές που εφαρμόζονται σε διάφορους τύπους χαρτοφυλακίων, καθώς και την προσέγγιση που θα κάνει η επιχείρηση για να κατανέμει δίκαια το εν λόγω κόστος στα χαρτοφυλάκια των διαφόρων πελατών.

9.   Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει υπηρεσίες εκτέλεσης προσδιορίζει χωριστές χρεώσεις για τις εν λόγω υπηρεσίες, οι οποίες αντικατοπτρίζουν μόνο το κόστος εκτέλεσης της συναλλαγής. Η παροχή κάθε άλλου οφέλους ή υπηρεσίας από την ίδια επιχείρηση επενδύσεων σε επιχειρήσεις επενδύσεων, εγκατεστημένες στην Ένωση υπόκειται σε χωριστή αναγνωρίσιμη χρέωση· η προμήθεια και οι χρεώσεις για τα εν λόγω οφέλη ή υπηρεσίες δεν επηρεάζονται ή εξαρτώνται από τα επίπεδα των πληρωμών για τις υπηρεσίες εκτέλεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο στις 3 Ιουλίου 2017, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις 3 Ιανουαρίου 2018.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 16

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες, 7 Απριλίου 2016.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)   ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη ύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84)

(4)  Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) (ΕΕ L 302 της 17.11.2009, σ. 32).

(5)  Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011, σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 (ΕΕ L 174 της 1.7.2011, σ. 1).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2365 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, περί διαφάνειας των συναλλαγών χρηματοδότησης τίτλων και επαναχρησιμοποίησης, και περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 337 της 23.12.2015, σ. 1).

(7)  Οδηγία 2013/36/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(8)  Οδηγία 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση και την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ΕΚ (ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 64).

(9)  Οδηγία 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/34/ ΕΚ (ΕΕ L 390 της 31.12.2004, σ. 38)

(10)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2017/565 της Επιτροπής, της 25ης Απριλίου 2016, προς συμπλήρωση της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας (βλέπε σ. 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).