Κανόνες αρμόζουσας συμπεριφοράς
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει καταρτίσει ορισμένους κανόνες για βουλευτές και υπαλλήλους σε σχέση με τη διαφάνεια και τη δεοντολογία. Περισσότερες πληροφορίες.
Πρόληψη της παρενόχλησης και των διακρίσεων
Οι βουλευτές απέχουν από κάθε είδους ψυχολογική ή σεξουαλική παρενόχληση και τηρούν τον κώδικα αρμόζουσας συμπεριφοράς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. άρθρο 10 παράγραφος 6 του Κανονισμού).
Ο κώδικας αρμόζουσας συμπεριφοράς για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συμπεριφέρονται προς όλους όσους εργάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με αξιοπρέπεια, ευγένεια και σεβασμό και χωρίς προκαταλήψεις ή διακρίσεις.
Σε αυτό το πνεύμα, αναμένεται επίσης από τους βουλευτές να συμπεριφέρονται με επαγγελματισμό και να απέχουν, στις σχέσεις τους με το προσωπικό, από τη χρήση ταπεινωτικής, προσβλητικής, επιθετικής ή μεροληπτικής γλώσσας καθώς και από κάθε άλλη αντιδεοντολογική, υποτιμητική ή παράνομη ενέργεια.
Ο κώδικας αρμόζουσας συμπεριφοράς είναι προσαρτημένος στον Κανονισμό του Κοινοβουλίου( Παράρτημα II).
Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, κάθε βουλευτής οφείλει να υπογράφει δήλωση με την οποία επιβεβαιώνει ότι δεσμεύεται να τηρεί τον κώδικα.
Βουλευτές που δεν έχουν υπογράψει τη δήλωση δεν μπορούν να εκλεγούν σε αξίωμα στο Κοινοβούλιο ή σε όργανό του, να οριστούν εισηγητές ή να συμμετάσχουν σε επίσημη αντιπροσωπεία ή σε διοργανικές διαπραγματεύσεις. Όλες οι δηλώσεις, είτε είναι υπογεγραμμένες, είτε όχι, θα δημοσιεύονται στις προσωπικές σελίδες των βουλευτών στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου. Καθώς οι υπογραφές των βουλευτών δεν μπορούν να δημοσιευθούν στον ιστότοπο, η εμφάνιση ημερομηνίας σε δήλωση σημαίνει ότι υπεγράφη εκείνη την ημέρα.
Ορισμός και επίλυση συγκρούσεων συμφερόντων
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του κώδικα δεοντολογίας για τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ακεραιότητα και τη διαφάνεια, οι βουλευτές ενεργούν αποκλειστικά και μόνο προς το δημόσιο συμφέρον και ασκούν το έργο τους με ανιδιοτέλεια, ακεραιότητα, διαφάνεια, επιμέλεια, τιμιότητα, υπευθυνότητα και σεβασμό προς την αξιοπρέπεια και το κύρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο κώδικας δεοντολογίας ορίζει τις συγκρούσεις συμφερόντων και τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη θα πρέπει να τις επιλύουν, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των βουλευτών να υποβάλλουν λεπτομερή δήλωση των ιδιωτικών συμφερόντων τους, δήλωση περιουσιακών στοιχείων, κατά περίπτωση, δήλωση σχετικά με την επίγνωση της σύγκρουσης συμφερόντων και να δηλώνουν τη συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις που διοργανώνονται από τρίτους, καθώς και τυχόν δώρα που λαμβάνουν υπό επίσημη ιδιότητα, αξίας κατά προσέγγιση άνω των 150 EUR.
Επιπλέον, ο κώδικας δεοντολογίας υποχρεώνει τους βουλευτές να δημοσιεύουν όλες τις προγραμματισμένες συνεδριάσεις τους, ακόμη και όταν εκπροσωπούνται από τους βοηθούς τους, με εκπροσώπους συμφερόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Μητρώου Διαφάνειας και με εκπροσώπους δημόσιων αρχών τρίτων χωρών.
Ο Πρόεδρος μπορεί να επιβάλλει κύρωση σε οιονδήποτε βουλευτή βρεθεί να παραβιάζει τον κώδικα δεοντολογίας. Η κύρωση ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο κατά τη διάρκεια συνεδρίασης της Ολομέλειας και δημοσιεύεται σε ευδιάκριτο σημείο του ιστοτόπου του Κοινοβουλίου.
Για περισσότερες πληροφορίες: Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: Άρθρο 11 - Κανόνες δεοντολογίας σχετικά με την ακεραιότητα και τη διαφάνεια
Δεοντολογική συμπεριφορά προσωπικού
Οι υπάλληλοι των ευρωπαϊκών οργάνων οφείλουν να τηρούν ένα σύνολο κανόνων, τόσο κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων, όσο και μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία. Οι κανόνες αυτοί περιέχονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και στον κώδικα δεοντολογίας που έχει εγκρίνει το Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και απαιτούν από όλους τους υπαλλήλους πνεύμα ανεξαρτησίας, περίσκεψη, διακριτικότητα και νομιμοφροσύνη.
Αυτές οι γενικές υποχρεώσεις υπάρχουν για να διαφυλάσσουν τις δραστηριότητες και το κύρος της ΕΕ και των υπαλλήλων της και ισχύουν τόσο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του προσωπικού όσο και εκτός εργασίας.
Τούτο σημαίνει ότι οποιοδήποτε συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση ή οργάνωση ενδέχεται να υπονομεύσει την τήρηση των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να δηλώνεται αμέσως. Οποιεσδήποτε εξωτερικές δραστηριότητες, αμειβόμενες ή μη, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών πρέπει πρώτα να εγκρίνονται.
Οι υπάλληλοι του Κοινοβουλίου δεν πρέπει να αποδέχονται δώρα ή διευκολύνσεις από τρίτα μέρη εάν δεν λάβουν προηγουμένως έγκριση, εκτός και αν η αξία του δώρου δεν υπερβαίνει τα 100 EUR ή τα 300 EUR για όλη τη διάρκεια του έτους.
Τέλος, κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, οι υπάλληλοι υποχρεούνται να γνωστοποιούν στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή τους να αναλάβουν οποιαδήποτε, αμειβόμενη ή μη, δραστηριότητα.
Σε ό,τι αφορά την ενδεδειγμένη συμπεριφορά έναντι ομάδων συμφερόντων, επισκεφθείτε τη σελίδα μας σχετικά με τη διαφάνεια και τις ομάδες συμφερόντων.