ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣΘΕΟΤΟΚΟΥ
Οι χαιρετισμοί της Θεοτόκου είναι ένα μεγάλο ποίημα, αφιερωμένο στην Παναγία,
εξυμνώντας την μέσα από επαίνους, ευχαριστίες και προσευχές. Οι στίχοι μιλούν για
τον ρόλο της Παναγίας στη σωτηρία του ανθρώπου, την αγνότητα και την αγιότητα
της κ.τ.λ.
Πρόκειται για ένα μελοποιημένο (με μουσική δηλαδή) ποίημα, το οποίο αποτελείται
από 24 στροφές (“οίκους”) που αρχίζουν, με τη σειρά, από τα 24 γράμματα της
αλφαβήτου.
Ανήκει σε ένα είδος κλασσικής βυζαντινής μουσικής, το οποίο ονομάζεται
“κοντάκιο”.
Το ποίημα αυτό πιστεύεται ότι γράφτηκε από τον άγιο Ρωμανό τον Μελωδό, έναν
από τους μεγαλύτερους ελληνόγλωσσους ποιητές όλων των εποχών, κατά τον 6ο
αιώνα μ.Χ.
Θεωρείται ένα από τα ωραιότερα εκκλησιαστικά ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ,
ενώ έχει αποτελέσει και πηγή έμπνευσης για πολλούς άλλους χαιρετισμούς προς
άλλες σημαντικές φιγούρες της ορθόδοξης εκκλησίας που γράφτηκαν μετέπειτα.
Οι 24 στροφές των Χαιρετισμών της Θεοτόκου χωρίζονται σε 4 κομμάτια(4
“στάσεις”). Πριν από αυτές τις στροφές, οι ψάλτες ψέλνουν ένα άλλο που λέγεται
“κανόνας των Χαιρετισμών”.
Με την έναρξη της Μεγάλης Σαρακοστής, κάθε Παρασκευή βράδυ ψάλλεται και από
ένα κομμάτι των Χαιρετισμών (η πρώτη στάση την Πρώτη Παρασκευή, η δεύτερη
την επόμενη κ.ο.κ.). Την Πέμπτη Παρασκευή , ο παπάς θα ψάλλει ολόκληρο το έργο,
από την αρχή μέχρι το τέλος (ο Ακάθιστος Ύμνος).
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΊ ΤΗΣ ΘΕΟΤΌΚΟΥ – ΣΤΙΧΟΙ
ξιόν στιν ς ληθ ς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ειμακάριστον καὶ
Ἄ ἐ ὡ ἀ ῶ ἀ
παναμώμητον, καὶ Μητέρα το Θεο μ ν. Τὴν τιμιωτέραν τ ν Χερουβείμ, καὶ
ῦ ῦ ἡ ῶ ῶ
νδοξοτέραν συγκρίτως τ ν Σεραφείμ, τὴν διαφθόρως, Θεὸν Λόγον τεκο σαν, τὴν
ἐ ἀ ῶ ἀ ῦ
ντως Θεοτόκον σὲ μεγαλύνομεν.
ὄ
Τὸ προσταχθὲν μυστικ ς λαβὼ ν ν γνώσει, ν τ σκηνη το ωσήφ σπουδ πέστη
ῶ ἐ ἐ ῇ ῦ Ἰ ῇ ἐ ὁ
σώματος, λέγων τη πειρογάμω: κλινας τη καταβάσει τοὺς ο ρανούς χωρε ται
Ἀ Ἀ ὁ ὐ ῖ
ναλλοιώτως λος ν σοί. ν καὶ βλέπων ν μήτρ σου λαβόντα δούλου μορφήν,
ἀ ὅ ἐ Ὃ ἐ ᾳ
ξίσταμαι κραυγάζειν σοι, Χα ρε, Νύμφη
ἐ ῖ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ε ναι ξιο ληθινά, νὰ γκωμιάζουμε σένα τὴ Θεοτόκο, τὴ ν πάντοτε γκωμιαζομένη
ἶ ἄ ἀ ἐ ἐ ἐ
καὶ πάναγνη καὶ μητέρα το Θεο μας. σένα ποὺ ε σαι πιὸ τιμημένη π τὰ Χερουβεὶμ
ῦ ῦ Ἐ ἶ ἀ ᾿
καὶ σύγκριτα πιὸ νδοξη π τὰ Σεραφείμ, ποὺ χωρὶς νὰ φθαρε παρθενία σου
ἀ ἔ ἀ ᾿ ῖ ἡ
γέννησες τὸ ν Θεὸ Λόγο, ποὺ ε σαι πραγματικὰ Θεοτόκος, σένα μεγαλύνουμε.
ἶ ἡ ἐ
γαλλίαση.
ἀ
Χα ρε, σμὴτ ς ε ωδίας το Χριστο · χα ρε, ζωὴ τ ς μυστικ ς τράπεζας.
ῖ ὀ ῆ ὐ ῦ ῦ ῖ ῆ ῆ
Χα ρε Νύμφη, νύμφευτε.
ῖ ἀ
πληρωτὴς το χρέους λων τ ν νθρώπων, θέλοντας νὰ πληρώσει τὶς παλιὲς
Ὁ ῦ ὅ ῶ ἀ
φειλές, λθε α τοπροσώπως πρὸς α τοὺς ποὺ φυγαν μακριὰ π τὴ θεία Χάρη Του·
ὀ ἦ ὐ ὐ ἔ ἀ ᾿
καὶ φο σχισε τὸ γραμμάτιο τ ς φειλ ς, κούει π λους λληλούϊα.
ἀ ῦ ἔ ῆ ὀ ῆ ἀ ἀ ᾿ ὅ Ἀ
Καθὼ ς ψέλνουμε μνους στὸν τόκο σου (στὸ Χριστό), Θεοτόκε, σένα νυμνο με ς
ὕ ἐ ἀ ῦ ὡ
μψυχο ναὸ το Θεο . Γιατὶ μὲ τὸ νὰ κατοικήσει στὴ κοιλιά σου Κύριος, ποὺ
ἔ ῦ ῦ ὁ
κρατε στὸ χέρι Του τὰ πάντα, σὲ γίασε, σὲ δόξασε καὶ δίδαξε λους νὰ σο
ῖ ἁ ὅ ῦ
φωνάζουν·
Χα ρε, σὺ ποὺ γινες σκηνὴ το Θεο καὶ Λόγου· χα ρε, σὺ ποὺ ναδείχτηκες γία
ῖ ἐ ἔ ῦ ῦ ῖ ἐ ἀ Ἁ
πάνω π λους τοὺς γίους.
ἀ ᾿ ὅ Ἁ
Χα ρε, κιβωτὲ ποὺ χρυσώθηκες μὲ τὴ χάρη το γίου Πνεύματος· χα ρε, θησαυρὲ
ῖ ῦ Ἁ ῖ
τ ς ζω ς νεξάντλητε.
ῆ ῆ ἀ
Χα ρε, στέμμα πολύτιμο βασιλέων ε σεβ ν· χα ρε, σεβάσμιο καύχημα ερέων
ῖ ὐ ῶ ῖ ἱ
ε λαβ ν.
ὐ ῶ
Χα ρε, κλόνητος πύργος τ ς κκλησίας· χα ρε, τὸ πόρθητο τε χος τ ς βασιλείας.
ῖ ὁ ἀ ῆ Ἐ ῖ ἀ ῖ ῆ
Χα ρε, σὺ ποὺ μὲ τὴ χάρη σου στήνονται τρόπαια (νίκες πνευματικές)· χα ρε, σὺ
ῖ ἐ ῖ ἐ
ποὺ μὲ τὴ δύναμή σου ο χθροὶ συντρίβονται.
ἱ ἐ
Χα ρε, το σώματός μου θεραπεία· χα ρε, τ ς ψυχ ς μου σωτηρία.
ῖ ῦ ἡ ῖ ῆ ῆ ἡ
Χα ρε Νύμφη, νύμφευτε.
ῖ ἀ
πανύμνητη Μητέρα, ποὺ γέννησες τ ν γίων λων τὸν γιώτατο Λόγο (3 φορές)·
Ὦ ῶ Ἁ ὅ Ἁ
φο δέχτηκες α τὴ τὴν προσφορὰ τ ς δοξολογίας μας, φύλαξέ μας λους πὸ κάθε
ἀ ῦ ὐ ῆ ὅ ἀ
συμφορὰ καὶ λύτρωσε πὸ τὴ μέλλουσα κόλαση μ ς ποὺ σο φωνάζουμε δυνατὰ
ἀ ἐ ᾶ ῦ
λληλούϊα.
Ἀ
Σ σένα τὴν πέρμαχο Στρατηγὸ ποδίδει Πόλη σου τὴ νίκη καὶ σο κφράζει
᾿ ἐ Ὑ ἀ ἡ ῦ ἐ
Θεοτόκε τὶς θερμὲς ε χαριστίες ποὺ λυτρώθηκε πὸ τὶς συμφορές. λλὰ σύ, ποὺ
ὐ ἀ Ἀ ἐ ἡ
δύναμή σου ε ναι κατανίκητη, σ σε με κι μένα πὸ κάθε ε δους κινδύνων γιὰ νὰ
ἶ ἀ ῶ ἐ ἀ ἴ
σο φωνάζω δυνατά· χα ρε Νύμφη νύμφευτε.
ῦ ῖ ἀ
ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΎΜΝΟΣ
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης
Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν
οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο
όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το
εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του
Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
14.
Ψάλλεται ενταγμένος στολειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου,
σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας
ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική
ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά
ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας,
ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι
σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά
σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κ.λπ.). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της
ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις
χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό
στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε
αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η
Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες
ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη
της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην
αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή
επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι
αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι
αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας
της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή
της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την
παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο»,
ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία,
αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τ περμάχ στρατηγ ».
ῇ ὑ ῳ ῷ
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα.
Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο
ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο
ύμνος εψάλη « ρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ
ὀ
προσταχθὲ ν μυστικ ς λαβὼ ν ν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τ
ῶ ἐ ῇ
περμάχ στρατηγ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό
ὑ ῳ ῷ
τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα
παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί
των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου
(717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών
(εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την
15.
ιστορική πραγματικότητα, μεαποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά
βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής
που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το
χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις
δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στη
βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν
συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας.
Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος
υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η
Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο
Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και
απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η
χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς
είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές
θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό
εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν
κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός
σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την
άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του
6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί
ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του
αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό.
Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου
αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή,
στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά
μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και
μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως
από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του
Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους
σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και
από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να
μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους
Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του
Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της
θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες
το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο
16.
γεγονός, ότι μίαλατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από
τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του
Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου
Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα
ειλητάριο που γράφει « γγελος πρωτοστάτης ο ρανόθεν πέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου
Ἄ ὐ ἐ
του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς».
Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718
μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη
Σέργιο, τον ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη
Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον
Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του
Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του
Υμνογράφου.
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την
Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα,
αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται
τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας
τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η
επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η
προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή
στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο
του Ψευδο-Ματθαίου.
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο
μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της
Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων,
των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χα ρε», τους Χαιρετισμούς προς τη
ῖ
Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χα ρε
ῖ
Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα
Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η
ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης
Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις
17.
περιπτώσεις, σε έναορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή.
Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι
του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός
άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει
πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή,
που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και
μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του
Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το
Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες
που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις
οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται
οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος
ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της
μέρας της γιορτής.
Ἄγγελος πρωτοστάτης,
ο ρανόθεν πέμφθη,
ὐ ἐ
ε πε ν τ Θεοτόκω τὸ Χα ρε·
ἰ ῖ ῇ ῖ
καὶ σὺν τ σωμάτ φων ,
ῇ ἀ ῳ ῇ
σωματούμενόν σε θεωρ ν, Κύριε,
ῶ
ξίστατο καὶ στατο,
ἐ ἵ
κραυγάζων πρὸς Α τὴν τοια τα·
ὐ ῦ
Χα ρε, δ' ς χαρὰ κλάμψει,
ῖ ἧ ἡ ἐ
χα ρε, δι' ς ρὰ κλείψει.
ῖ ἧ ἡ ἀ ἐ
Χα ρε, το πεσόντος δάμ νάκλησις,
ῖ ῦ Ἀ ἡ ἀ
χα ρε, τ ν δακρύων τ ς Ε ας λύτρωσις.
ῖ ῶ ῆ ὔ ἡ
Χα ρε, ψος δυσανάβατον θρωπίνοις λογισμο ς,
ῖ ὕ ἀ ῖ
χα ρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ γγέλων φθαλμο ς.
ῖ ἀ ὀ ῖ
Χα ρε, τι πάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
ῖ ὅ ὑ
χα ρε, τι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
ῖ ὅ
Χα ρε, στὴρ μφαίνων τὸν λιον,
ῖ ἀ ἐ ἥ
χα ρε, γαστὴρ νθέου σαρκώσεως.
ῖ ἐ
Χα ρε, δι' ς νεουργε ται κτίσις,
ῖ ἧ ῖ ἡ
χα ρε, δι' ς βρεφουργε ται Κτίστης.
ῖ ἧ ῖ ὁ
Χα ρε, Νύμφη νύμφευτε.
ῖ ἀ
Βλέπουσα γία,
ἡ Ἁ
αυτήν ν γνεί ,
ἑ ἐ ἁ ᾳ
φησὶ τ Γαβριὴλ θαρσαλέως·
ῷ
τὸ παράδοξόν σου τ ς φων ς,
ῆ ῆ
δυσπαράδεκτόν μου τ ψυχ φαίνεται·
ῇ ῇ
σπόρου γὰρ συλλήψεως,
ἀ
τὴν κύησιν πὼ ς λέγεις κράζων·