Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CJ0104

Περίληψη της αποφάσεως

Λέξεις κλειδιά
Περίληψη

Λέξεις κλειδιά

1. Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση στην απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Βάρος της αποδείξεως στις περιπτώσεις δυσμενών διακρίσεων

(Οδηγία 97/80 του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 1)

2. Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση στην απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση

(Οδηγία 2002/73 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 3· οδηγία 76/207 του Συμβουλίου, άρθρο 4)

3. Κοινωνική πολιτική – Άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι – Πρόσβαση στην απασχόληση και συνθήκες εργασίας – Ίση μεταχείριση – Βάρος της αποδείξεως στις περιπτώσεις δυσμενών διακρίσεων

(Οδηγία 94/10 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου· οδηγία 83/189 του Συμβουλίου)

4. Προδικαστικά ερωτήματα – Παραπομπή ζητήματος στο Δικαστήριο – Υποχρέωση παραπομπής

(Άρθρο 267 § 3 ΣΛΕΕ)

Περίληψη

1. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, έχει την έννοια ότι δεν παρέχει στον αιτούντα συμμετοχή σε πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, ο οποίος εκτιμά ότι δεν του επετράπη η συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό διότι δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, το δικαίωμα να λάβει γνώση στοιχείων που έχει στην κατοχή του ο διοργανωτής του προγράμματος, αφορώντων τα προσόντα των άλλων αιτούντων συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα, έτσι ώστε να είναι σε θέση ο αιτών να παρουσιάσει «πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως», σύμφωνα με τη διάταξη αυτή.

Πάντως, δεν αποκλείεται η άρνηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του καθού, στο πλαίσιο της αποδείξεως τέτοιων πραγματικών περιστατικών, να διακυβεύει την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η εν λόγω οδηγία και ως εκ τούτου να καθιστά ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει.

(βλ. σκέψεις 38-39, διατακτ. 1)

2. Το άρθρο 4 της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, ή το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 2002/73, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207, έχουν την έννοια ότι δεν παρέχουν στον αιτούντα συμμετοχή σε πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως το δικαίωμα να λάβει γνώση στοιχείων που έχει στην κατοχή του ο διοργανωτής του προγράμματος, αφορώντων τα προσόντα των άλλων αιτούντων συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα, είτε εφόσον ο αιτών αυτός εκτιμά ότι δεν του επετράπη η συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό βάσει των ιδίων κριτηρίων με τους άλλους αιτούντες και ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου, υπό την έννοια του ίδιου αυτού άρθρου 4, είτε εφόσον ο αιτών αυτός υποστηρίζει ότι υπέστη διάκριση λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση στην επαγγελματική εκπαίδευση, υπό την έννοια του εν λόγω άρθρου 1, σημείο 3, όσον αφορά τη συμμετοχή στο ανωτέρω πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.

(βλ. σκέψη 48, διατακτ. 2)

3. Σε περίπτωση που ο αιτών συμμετοχή σε πρόγραμμα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως θα μπορούσε να επικαλεσθεί την οδηγία 97/80, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, προκειμένου να λάβει γνώση στοιχείων που έχει στην κατοχή του ο διοργανωτής του προγράμματος, αφορώντων τα προσόντα των άλλων αιτούντων συμμετοχή στο εν λόγω πρόγραμμα, το ανωτέρω δικαίωμα μπορεί να επηρεάζεται από τους περί εμπιστευτικότητας κανόνες του δικαίου της Ένωσης.

Ως εκ τούτου, όταν εκτιμούν αν η άρνηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους του καθού, στο πλαίσιο της αποδείξεως πραγματικών περιστατικών από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη διακρίσεως, διακυβεύει την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 97/80 και ως εκ τούτου καθιστά ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας, οι εθνικές δικαστικές αρχές ή οι άλλες αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους κανόνες περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από πράξεις του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η οδηγία 95/46, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και η οδηγία 2002/58, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες). Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προβλέπεται επίσης στο άρθρο 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης).

(βλ. σκέψεις 54-56, διατακτ. 3)

4. Η υποχρέωση του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ δεν διαφέρει αναλόγως του αν εντός του υπό εξέταση κράτους μέλους ισχύει το κατηγορητικό ή το ανακριτικό σύστημα δικαίου.

Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στα εθνικά δικαστήρια την δυνατότητα και, ενδεχομένως, τους επιβάλλει την υποχρέωση υποβολής αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, όταν διαπιστώνουν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, ότι η ουσία της διαφοράς περιλαμβάνει ζήτημα καλυπτόμενο από το πρώτο εδάφιό του. Κατά συνέπεια, τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη δυνατότητα να απευθύνονται στο Δικαστήριο, όταν κρίνουν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους θέτει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφανθούν.

Επιπροσθέτως, η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως βασίζεται σε διάλογο μεταξύ δικαστών του οποίου η έναρξη εξαρτάται αποκλειστικώς από την κρίση του εθνικού δικαστηρίου ως προς τη λυσιτέλεια και την αναγκαιότητα της εν λόγω αιτήσεως. Ως εκ τούτου, εφόσον στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει αν η ερμηνεία ενός κανόνα του δικαίου της Ένωσης είναι αναγκαία για να καταστεί δυνατή η επίλυση της ένδικης διαφοράς που έχει υποβληθεί στην κρίση του, λαμβανομένου υπόψη του μηχανισμού της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το ίδιο αυτό δικαστήριο οφείλει να αποφασίσει τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να διατυπωθούν τα ερωτήματα αυτά. Μολονότι το εν λόγω δικαστήριο είναι ελεύθερο να καλέσει τους διαδίκους της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί να προτείνουν διατυπώσεις οι οποίες ενδέχεται να γίνουν δεκτές για την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων, σε αυτό και μόνον εναπόκειται να αποφασίσει εν τέλει τόσο ως προς τον τύπο όσο και ως προς το περιεχόμενο των ερωτημάτων αυτών.

(βλ. σκέψεις 61, 63-66, διατακτ. 4)

Top